Δευτέρα 15 Απριλίου 2024

Το ζητούμενο είναι η ευτυχία!

 

Μετά από πολλά χρόνια, ο Αλέξανδρος επέστρεφε στο πατρικό του, σε ένα ορεινό χωριό της Δράμας. Για χρόνια ζούσε στην Αθήνα, κάνοντας σπουδαία καριέρα ως διευθυντής πωλήσεων. Οικογένεια δεν δημιούργησε, αν και για κάποια χρόνια διατηρούσε δεσμό με την Αλίκη, τελικά αποφάσισαν από κοινού ότι δεν ταίριαζαν και χώρισαν. Έτσι απλά και όμορφα, δίχως ανώφελα δράματα. Η βασική αιτία του χωρισμού τους ήταν ότι αυτός ήταν τόσο αφοσιωμένος στη δουλειά του, που η προοπτική του γάμου και τα συνακόλουθά του, ποτέ δεν πήραν κάποια θέση στη σκέψη του. Η Αλίκη μεγαλώνοντας, ανακάλυψε ότι δίπλα του είχε χάσει πολύτιμο χρόνο από τη ζωή της ώστε ο χωρισμός να είναι μονόδρομος για εκείνην, που ποθούσε στην ζωή της την ευτυχία που φέρνει μία οικογένεια. Αυτά όμως έγιναν πριν από αρκετά χρόνια.

  Τώρα πενηνταπεντάρης πια, έχοντας φτιάξει ένα καλό κομπόδεμα, νιώθοντας όλο και πιο στενάχωρα στην μεγάλη πόλη, τα βρόντηξε όλα και αποφάσισε να επιστρέψει στο πατρικό του σπίτι, να το ανακαινίσει κι αν άντεχε τον βαρύ χειμώνα, που θυμόταν από μικρό παιδί, να εγκατασταθεί μόνιμα εκεί. Ήδη ο χειμώνας είχε φτάσει για τα καλά, σίγουρα δεν θα αργούσαν και τα πρώτα χιόνια και πέρα από κάποια βασικά μερεμέτια στην στέγη και τα κουφώματα δεν είχε προλάβει να κάνει πολλά.

Κλεισμένος τις περισσότερες ώρες της μέρας στο πατρικό του, συνήθως με κάποιο βιβλίο στο χέρι, με τη συντροφιά του ραδιοφώνου και τον ήχο των ξύλων να καίνε στο τζάκι, νιώθει να τον τυλίγει μια ζεστή αγκαλιά αναμνήσεων και γλυκών συναισθημάτων. Αναμνήσεων από την παιδική του ηλικία, που συνοδεύονται με την αίσθηση της αγάπης που απλόχερα του είχαν χαρίσει η δικοί του. Κι όλη αυτή η γλυκύτητα έρχεται σε τέλεια αντίθεση με τη τραχιά ζωής της πόλης, που πρόσφατα εγκατέλειψε. Από τη μία είχε να επιλέξει την ήσυχη ζωή, χαμηλών προσδοκιών μα προσωπικής ηρεμίας κι από την άλλη την γεμάτη καθημερινότητα με το συνεχές τρέξιμο που του χάριζε επαγγελματική καταξίωση και το γεμάτο πορτοφόλι. Θεωρητικά εύκολη η επιλογή, όχι όμως γι΄ αυτόν πια.

Αργά το απόγευμα εκείνου του Δεκέμβρη, λίγο ήθελε για να σκοτεινιάσει, άκουσε ένα διστακτικό κτύπημα στην πόρτα. Μετά από λίγο επαναλήφθηκε, αυτή τη φορά με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα Παραξενεύτηκε, οι λίγοι κάτοικοι του χωριού τέτοια ώρα είχαν κλειστεί στα σπίτια τους, παρέα με την τηλεόραση που έπαιζε στη διαπασών. Αφού τσάκισε τη σελίδα που διάβαζε στην πάνω γωνία της, άφησε το βιβλίο στο τραπέζι μπροστά του και πήγε να ανοίξει. Με το άνοιγμα της πόρτας, ένιωσε το υγρό κρύο στο πρόσωπό του ενώ αυτό εισχωρούσε μέσα στο ζεστό σπίτι. Αμέσως αναγνώρισε τη γυναίκα που στεκόταν εκεί μπροστά του, αν και τα βαριά ρούχα που είχε σφίξει πάνω της και το σκουφί στο κεφάλι της ίσως να δυσκόλευαν κάποιον άλλο.

"Μπορώ να περάσω;" ακούστηκε η φωνή της.

Παραμέρισε για να περάσει μέσα και μόνο όταν έκλεισε την πόρτα, μπόρεσε να αρθρώσει την πρώτη του λέξη.

"Μαρίνα;"

"Εγώ είμαι! Βοήθησέ με να βγάλω αυτά από πάνω μου, φτιάξε μου ένα ζεστό τσάι... ή δώσε μου ένα δυνατό ποτό και τα λέμε μετά."

Με αμήχανες κινήσεις πήρε το χοντρό μπουφάν και το σκουφί, που του έδωσε και το κρέμασε σε μια σειρά καρφιών μαζί με το δικό του, δίπλα στην πόρτα. Φορούσε ένα ζεστό κόκκινο φόρεμα, εφαρμοστό πάνω της, κλειστό ως το λαιμό και μακρύ ως τους αστραγάλους. Το σουλούπι της, νευρώδες, τα μακριά μαύρα μαλλιά της που έπεφταν στους ώμους και την πλάτη της, τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια της που τον κοίταζαν, η χροιά της φωνής της, όλα είχαν μείνει ίδια, ανέγγιχτα από τον χρόνο. Λίγα κιλά παραπάνω μόνο είχε πάρει, λογικό, κατ΄ άλλα δεν είχε αλλάξει καθόλου σε αντίθεση με αυτόν, που και πολλά παραπανίσια κιλά είχε αποκτήσει, τα μαλλιά του είχαν αραιώσει και το πρόσωπο του είχε χάσει όλη τη νεανική του λάμψη.

Την οδήγησε ως εκεί που καθόταν, της πρόσφερε θέση δίπλα στο τζάκι και της γέμισε ένα ποτήρι με κόκκινο κρασί, από αυτό που πάντα είχε πρόχειρο πάνω στο τραπέζι.

"Σου κάνει εντύπωση που βρίσκομαι εδώ;"

"Σίγουρα δεν σε περίμενα!"

"Λάθος σου! Σου το είχα πει. Αν ποτέ γυρίσεις εδώ, μαζί σου θα επιστρέψω κι εγώ."

"Είναι αλήθεια! Αλλά συνήθως τα λόγια απέχουν από τις πράξεις."

"Σημασία έχουν οι προθέσεις. Κι εγώ όπως βλέπεις, δεν έλεγα ψέματα."

"Γιατί δεν έφυγες μαζί μου τότε; Γιατί επέλεξες να παραμείνεις στον τόπο αυτόν, που ελάχιστα είχε να σου προσφέρει;"

"Δεν έχω δώσει ακόμη πειστική απάντηση στον εαυτό μου. Ίσως γιατί δεν μου ταιριάζουν οι μεγάλες πόλεις. Εσύ γιατί είσαι εδώ;"

"Κουράστηκα! Απηύδησα για να το πω πιο ωμά. Δεν άντεξα αν θες! Εσύ; Έκανες οικογένεια;"

"Ναι! Είμαι παντρεμένη, έχω και δυο παιδιά, αγόρι και κόρη, φοιτητές. Μένω στη Δράμα, με τον άντρα μου, οι δυο μας μείναμε..."

"Και πώς τον άφησες; Με ποια δικαιολογία έφυγες;"

"Μεγάλοι άνθρωποι είμαστε! Μέχρι να τελειώσουν οι αγώνες και να γυρίσει σπίτι, θα έχω επιστρέψει κι εγώ."

"Άρα δεν επέστρεψες στο χωριό! Μάλλον ήλθες απλώς για να επιβεβαιώσεις, ότι πράγματι βρίσκομαι εδώ."

"Μάλλον... Ξέρεις, ποτέ δεν μπόρεσα να σε βγάλω από το μυαλό μου. Κι αυτό έκανε όλη τη ζωή μου δύσκολη. Λάθος να μην ακολουθείς την καρδιά σου όταν αυτή σε καλεί. Κι αυτό το λάθος θα το πληρώνω για μια ζωή."

" Για μια ζωή... Ίσως έπρεπε κι εγώ να επιμείνω περισσότερο τότε. Αλλά βλέπεις βιαζόμουν να φύγω, ήθελα να κατακτήσω τον κόσμο, πίστεψα ότι και χωρίς εσένα θα έβρισκα την ευτυχία. Το δικό μου λάθος!"

"Εσύ; Έκανες οικογένεια;"

"Όχι... δεν έκατσε... μάλλον για να είμαι ειλικρινής, ποτέ δεν την επιδίωξα."

Ο Αλέξανδρος σήκωσε το ποτήρι του, το τσούγκρισε με το δικό της.

"Στην επανασύνδεση μας, λοιπόν!"

"Σήκωσε και η Μαρίνα το δικό της ποτήρι και το έφερε στο στόμα της. Δίστασε μα στο τέλος, με αργές γουλιές το άδειασε."

"Δεν έπρεπε να το πιω! Ο δρόμος της επιστροφής δεν είναι και τόσο εύκολος. Όπου νάναι νυχτώνει. Μάλλον πρέπει να φεύγω!"

"Θα σε ξαναδώ;"

"Δεν ξέρω! Ίσως! Μάλλον! Θα το επιδιώξω!"

"Δείχνεις αρκετά συγχυσμένη! Κάτσε λίγο ακόμα να ηρεμήσεις και φεύγεις σε λίγο."

"Αυτό θα κάνω!"

Image by Eirena from Pixabay
Για λίγο κάθισαν και δύο αμίλητοι. Μια περίεργη αίσθηση ευτυχίας είχε
φωλιάσει στις καρδιές και των δύο. Αν κι εκείνη ήξερε ότι σε λίγη ώρα θα τον αποχαιρετούσε κι αυτός αν και ήθελε να την έχει κοντά του για όσο περισσότερο γινόταν, η αίσθηση της ζεστασιάς στην καρδιά τους μαλάκωνε την ψυχή τους. Οι μνήμες και των δύο γύριζαν στις μέρες εκείνες, στα είκοσι τους, όταν τα νιάτα τους ήταν ικανά να τους κάνουν να καρδιοχτυπούν. Τα ξεμοναχιάσματά τους στα στενά σοκάκια του χωριού, το πρώτο τους φιλί, η πρώτη φορά που έκαναν έρωτα μια θεοσκότεινη νύχτα στην πηγή δίπλα στον πλάτανο.

Ο Αλέξανδρος σηκώθηκε να ρίξει ένα κούτσουρο στη φωτιά που πήγαινε να σβήσει. Σηκώθηκε και η Μαρίνα.

"Πρέπει να φύγω!"

Πήγε ως την πόρτα, ξεκρέμασε τα ρούχα της και με αποφασιστικές κινήσεις ντύθηκε ενώ ο Αλέξανδρος την πλησίασε.

"Είσαι σίγουρη ότι θα τα καταφέρεις μέσα στην νύχτα;"

"Μια χαρά θα είμαι."

Την αγκάλιασε με τον τρόπο που κάνει κάποιος, όχι για να αποχαιρετήσει αλλά για να δείξει την χαρά του, που ξαναέβλεπε ένα αγαπημένο του πρόσωπο μετά από τόσα χρόνια. Την κράτησε για λίγο κι εκεί που θεώρησε ότι αυτό θα κρατούσε για κάποια λεπτά, του ξέφυγε και άνοιξε την πόρτα. Αυτό που αντίκρισαν τους έκανε να συνειδητοποιήσουν ότι η μοίρα θα έκανε πια το δικό της παιχνίδι κι αυτοί απλώς θα έπρεπε να υποκύψουν στις διαθέσεις της. Το χιόνι έπεφτε πυκνό, σε μεγάλες νιφάδες και ήδη είχε σκεπάσει την αυλή. Σίγουρα, ο έτσι κι αλλιώς δύσκολος δρόμος μέσα από τα βουνά δεν θα ήταν σε καλύτερη κατάσταση, άσε που θα είχε χαθεί πλέον κάθε ίχνος του.

"Όπως βλέπεις, δεν γίνεται να φύγεις. Εκτός κι αν ήλθες με ερπυστριοφόρο." της είπε με κρυφή χαρά.

"Μα πρέπει να φύγω!"

Έκλεισε την πόρτα πίσω του, ήδη το κρύο που πρόλαβε να μπει μέσα, είχε ψυχράνει τον χώρο. Την βοήθησε να βγάλει και πάλι το μπουφάν και το σκουφί της και τα κρέμασε στο ίδιο καρφί που βρίσκονταν πρωτύτερα. Εκείνη μπερδεμένη, αγωνιώντας για τον άντρα της που θα γύριζε στο σπίτι και δεν θα την έβρισκε, αλλά απόλυτα παραδομένη, προχώρησε προς τα μέσα και κάθισε και πάλι στη θέση της. Γέμισε το ποτήρι της με κρασί και το άδειασε με τον ίδιο τρόπο, με αργές γουλιές μέχρι το τέλος.

"Μην στενοχωριέσαι, Μαρίνα! Κάποια πράγματα είναι πάνω από τις δυνάμεις μας. Θα φροντίσω να είμαι καλός οικοδεσπότης. Εγώ έτσι κι αλλιώς κοιμάμαι εδώ, δίπλα στο τζάκι. Η κάμαρα μέσα είναι για σένα, θα βάλω και την ηλεκτρική σόμπα να καίει όλη νύχτα, μια χαρά θα είσαι."

Η αμηχανία ήταν εμφανής και στα λόγια και στις πράξεις τους.

"Θα φτιάξω μια ομελέτα, δεν γίνεται να πίνουμε ξεροσφύρι. Έχω αρκετά αυγά και λουκάνικα στο ψυγείο, μια ομελέτα με το κρασί είναι ότι πρέπει."

Σηκώθηκε και άρχισε να τηγανίζει, με αρκετή μαεστρία είναι αλήθεια, ενώ η Μαρίνα τον παρατηρούσε αμίλητη. Στο μυαλό της γύριζαν ένα σωρό σκέψεις. Ο άντρας της του οποίου την αγάπη δεν ένιωθε από καιρό πια, τα παιδιά της που τα έβλεπε μόνο στις διακοπές, τα όνειρα που είχε αρνηθεί να κάνει εδώ και χρόνια, την αγωνία της για την αναστάτωση στο σπίτι της αλλά κι αν όλα όσα προμηνύονταν από εδώ και πέρα θα άξιζαν αληθινά. Ο Αλέξανδρος αφού έστρωσε ένα τραπεζομάντηλο στο τραπέζι, στη μέση έβαλε μια πετσέτα, πάνω της άφησε το τηγάνι, έβαλε κι από ένα πιάτο μπροστά τους, έκοψε ψωμί, τοποθέτησε κατάλληλα τα μαχαιροπήρουνα και τις χαρτοπετσέτες, έφερε ακόμα ένα μπουκάλι κρασί και το άφησε δίπλα τους.

"Η νύχτα θα είναι μακριά!" της είπε.

"Εσύ, με έφερνες καμιά φορά στο μυαλό σου; Ή με είχες ξεχάσει ολότελα; Δεν θα ήταν παράξενο!"

"Βλέποντάς με στη πόρτα, πιστεύω να κατάλαβες τη χαρά μου!"

"Ναι, την ένιωσα αλλά δεν μου απάντησες!"

"Αυτό που μπορώ να σου πω είναι ότι ποτέ δεν μπόρεσα να δω τον εαυτό μου στα σοβαρά, δίπλα σε κάποια άλλη γυναίκα. Πάντα υπήρχε κάτι, μια σκιά από το παρελθόν, που με κρατούσε πίσω."

"Εγώ φοβόμουν τη μοναξιά... αν και πάντα ήμουν μόνη και τώρα ακόμη περισσότερο, αφότου έφυγαν τα παιδιά."

Ο Αλέξανδρος σήκωσε το ποτήρι του, αυτή τη φορά κάνοντας μια πρόποση:

"Στα λάθη μας! Στη μοίρα! Στην ελπίδα!"

Η Μαρίνα τσούγκρισε για δεύτερη φορά το ποτήρι της με αυτό του Αλέξανδρου χωρίς να πει τίποτε. Το έβαλε στο στόμα της , ήπιε μια γουλιά και το άφησε κάτω. Ήδη είχε υπερβεί τα όρια της και το ήξερε. Εκείνος έκοψε την ομελέτα στην μέση και την μοίρασε στα πιάτα τους.

"Δοκίμασε την ομελέτα μου. Όσοι την έχουν δοκιμάσει λένε τα καλύτερα."

"Πού έμαθες να μαγειρεύεις;"

"Όταν ζεις μόνος σου, μαθαίνεις πολλά πράγματα!"

"Σωστά!"

"Κοίτα Μαρίνα! Βλέπω ότι έχεις χάσει την άνεση που είχες από την ώρα που κατάλαβες ότι δεν θα επιστρέψεις στο σπίτι σου απόψε. Τίποτε δεν είναι τυχαίο στον κόσμο αυτόν! Όλα γίνονται για κάποιον λόγο! Εγώ χαίρομαι που σε έχω εδώ! Ξέρω ότι κι εσύ χάρηκες που με είδες! Τον άντρα σου δεν τον ξέρω! Ούτε ξέρω τι σχέση έχετε. Και δεν με ενδιαφέρει για να είμαι ειλικρινής! Απόψε είμαστε εδώ, μόνο οι δυο μας και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει. Αν το θεωρείς σκόπιμο, πάρε τον ένα τηλέφωνο και πες του να μην σε περιμένει. Δίχως περιττές εξηγήσεις. Μόνο και μόνο για να μην αγωνιά."

"Θα το κάνω κι αυτό. Αργότερα!"

Η Μαρίνα έβαλε μια μπουκιά από την ομελέτα στο στόμα της. Με ένα νεύμα επιδοκίμασε τις μαγειρικές του ικανότητες. Πράγματι ήξερε να μαγειρεύει. Ο δικός της ούτε αυγό βραστό δεν μπορούσε να κάνει. Μα γιατί τους συγκρίνει; Τι της χρειάζεται αυτό τώρα;

"Εκτός από τον γάμο και τα παιδιά σου, ασχολήθηκες με κάτι άλλο;"

"Δούλεψα περιστασιακά ως πωλήτρια σε διάφορα καταστήματα ένδυσης, κυρίως αφότου μεγάλωσαν λίγο τα παιδιά μου. Αλλά τα χρόνια είναι δύσκολα, ο κόσμος δεν ξοδεύει χρήματα κι έτσι κι εμάς δεν μας χρειάζονται τα καταστήματα όλο τον χρόνο. Εσύ; Τι δουλειά έκανες;"

"Ήμουν υπεύθυνος πωλήσεων σε μια μεγάλη εταιρία με παιδικές τροφές. Βρήκα δουλειά εκεί μετά τον στρατό κι ευτυχώς μπόρεσα να εξελιχθώ μέσα στην εταιρία. Κάπου όμως βαρέθηκα, κουράστηκα, πιέστηκα από τον ανταγωνισμό και τα νούμερα που ήθελαν τα μεγάλα αφεντικά και τα παράτησα. Ακόμα δεν ξέρω αν έκανα σωστά! Ο χρόνος θα δείξει."

"Το ζητούμενο είναι η ευτυχία... και μάλλον κανένας δεν μας δεν μπόρεσε να την βρει."

"Ναι, πάντα αυτή είναι το ζητούμενο, αλλά εμείς αρνούμαστε να το δούμε. Κι όταν επιτέλους το καταλάβουμε, τότε συνήθως είναι πολύ αργά."

"Ποτέ δεν είναι αργά αν θέλεις κάτι πραγματικά!"

Η βραδιά συνεχίστηκε στο ίδιο μοτίβο. Άλλοτε θυμούνταν τα ευτυχισμένα χρόνια που έζησαν στο χωριό ως παιδιά, άλλοτε τα δυνατά νεανικά τους καρδιοχτύπια αλλά και τον πόνο του αποχαιρετισμού τους, άλλοτε αναφέρονταν στη ζωή που έκαναν, στα "χαμένα τους χρόνια". Ο Αλέξανδρος μίλησε για την ελπίδα του να βρει όσα είχε χάσει επιστρέφοντας στο μισο έρημο πια χωριό του και η Μαρίνα για την ανίκητη επιθυμία της να τον δει και πάλι, από την στιγμή που έμαθε ότι είχε επιστρέψει. Κάποια στιγμή πήρε τον άντρα της, του είπε ότι ήταν αδύνατον να βρεθεί στο σπίτι τους τη νύχτα εκείνη, είναι όμως καλά και να μην ανησυχεί. Εκείνος ήθελε περισσότερες διευκρινήσεις αλλά η Μαρίνα του έκλεισε το τηλέφωνο.

Το τηλέφωνο της άρχισε να κουδουνίζει, ήταν εκείνος, το έσβησε εντελώς. "Μου είναι άχρηστο απόψε. Πιστεύεις ότι ο χρόνος δίνει δεύτερες ευκαιρίες σε κάποιους, να διορθώσουν όσα έκαναν κάποτε λάθος;" ρώτησε τον Αλέξανδρο.

"Δεν ξέρω για τον χρόνο, αλλά η αποψινή χιονοθύελλα και ο αποκλεισμός σου εδώ, είναι ένα σημάδι που δύσκολα μπορεί κανείς να αγνοήσει. Και για να σου πω την αλήθεια, χαίρομαι! Χαίρομαι που ήλθαν τα πράγματα έτσι!"

Εκείνη σηκώθηκε από τη θέση της, τον πλησίασε και τον φίλησε στο στόμα, εκείνος δεν αιφνιδιάστηκε, το ήξερε από την πρώτη στιγμή που την είδε, ότι κάπως έτσι θα εξελίσσονταν τα πράγματα μεταξύ τους, αν όχι εκείνη τη βραδιά κάποια επόμενη σίγουρα. Ανταπέδωσε με θέρμη και σε λίγη ώρα βρίσκονταν γυμνοί, σφιχταγκαλιασμένοι, μπροστά στο αναμμένο τζάκι, στη βαριά φλοκάτα που ήταν στρωμένη μπροστά του, προσπαθώντας να κερδίσουν λίγη από την ευτυχία, που ήξεραν ότι μόνο τα κορμιά τους μπορούσαν να προσφέρουν.

Το πρωί πρώτος ξύπνησε ο Αλέξανδρος, η βαριά μάλλινη κουβέρτα που έριξε πάνω τους, τους κράτησε ζεστούς τη νύχτα μα το τζάκι είχε σβήσει από ώρα. Έπρεπε να το ανάψει, σηκώθηκε τοποθέτησε τα ξύλα με τη σιγουριά εκείνου που ήξερε τον σωστό τρόπο, τα σπινθηροβόλημα της φωτιάς φώτισε και πάλι τον χώρο και η Μαρίνα ξύπνησε αναζητώντας το κορμί του που είχε επιστρέψει δίπλα της. Εκείνος ανταπέδωσε και σε ελάχιστο χρόνο γεύονταν και πάλι την ηδονή, που τόσο είχαν ανάγκη εκείνη την ώρα. Αφού οι ανάσες τους ξαναβρήκαν και πάλι τον κανονικό τους ρυθμό, η Μαρίνα σηκώθηκε, βρήκε τα ρούχα της και άρχισε να ντύνεται. Πλησίασε το παράθυρο και είδε ότι το χιόνι εξακολουθούσε να πέφτει πυκνό.

"Ακόμα χιονίζει!" ανακοίνωσε με φωνή που κάθε άλλο από αγωνία εξέφραζε. Μάλλον κάποια ευλογία σκέπαζε κάθε άλλο συναίσθημα εκείνη την ώρα.

"Ποιος ξέρει πότε θα ανοίξουν το δρόμο;" συνέχισε.

"Βιάζεσαι να φύγεις;" την τσίγκλησε εκείνος.

"Δεν θα φύγω! Μια φορά σε άφησα να φύγεις μόνος, δεν θα κάνω το ίδιο λάθος και πάλι! Εκτός κι αν εσύ δεν με θέλεις στα πόδια σου."

"Αυτό κατάλαβες εσύ, Μαρίνα;"

"Όχι, αλλά θα ήθελα να σε ακούσω να το λες!"

"Αυτό μόνο; Σε θέλω εδώ, μαζί μου, κάθε μέρα, κάθε ώρα! Εσύ είσαι έτοιμη;"

"Έτοιμη; ... σαν έτοιμη από καιρό, θαρραλέα, αποχαιρετώ το παρελθόν που φεύγει. Θυμάσαι πώς παίζαμε με τα ποιήματα που μαθαίναμε στο σχολείο."

"Καβάφης, παράφραση του Καβάφη, από το ποίημα του, Απολέιπην ο θεός Αντώνιον. Δεν ξεχνιούνται αυτά! Μπορεί να έμειναν στην άκρη για λίγο αλλά μαζί σου, όλα έρχονται μπροστά μου και πάλι. Σαν να άνοιξε η πόρτα, που μας κρατούσε σε απόσταση."

Δεν συνέχισαν την κουβέντα. Κάθε ένας χρειαζόταν να αναλογιστεί για μία ακόμη φορά, την υπόσχεση, που μόλις είχε δώσει. Παρασύρθηκαν σαν δεκαοχτάχρονα που εκστομίζουν εύκολα λόγια τα οποία πολύ γρήγορα ξεχνάνε. Κι αυτοί σε ηλικία, που όφειλαν να σκέπτονται πολύ σοβαρά τι λένε σε αυτόν που έχουν απέναντι τους, έδωσαν στον άλλο πολύ περισσότερα απ΄ όσα μπορούσαν να αντέξουν... ή μήπως όχι, μήπως είχαν φτάσει σε εκείνο το σημείο, όπου όλα είναι έτοιμα από καιρό και το μόνο που χρειάζεται είναι η στιγμή, όπου όλα ευθυγραμμίζονται, οι πλανήτες, το πέταγμα της πεταλούδας στην Κίνα, μια μη αναμενόμενη χιονοθύελλα στην άλλη πλευρά της Γης, τα θέλω και τα μπορώ των δύο τους.

Η επιλογή δική σας!!!!


 Οφείλω να ευχαριστήσω τον Giannis Pit. για την ευκαιρία που μου έδωσε, να γράψω μια ιστορία, από αυτές που γραφή περιπλανιέται γύρω από τις ανθρώπινες σχέσεις.  Η πρόταση πάνω στην  οποία πατήσαμε όλοι οι συμμετέχοντες είναι:

Το παλιό οικογενειακό σπίτι στο ορεινό χωριό, έχει την αγάπη σας αλλά περιμένει και τη φροντίδα σας. Η κατάστασή του είναι κακή και εσείς σχεδιάζετε να το ανακαινίσετε. Βρίσκεστε ήδη εκεί αλλά ένα αναπάντεχο πρόβλημα καθιστά άμεσα αναγκαία την επίλυσή του. Ο μοναδικός / μοναδική, από τη γειτονική κωμόπολη, που θα ανέβει στο σπιτικό προκαλεί πραγματικό σοκ με την άφιξή του / της. Ίσως να μη περιμένατε ποτέ να βρεθεί απέναντί σας. Η ξαφνική χιονοθύελλα έχει τα δικά της σχέδια και θα σάς αναγκάσει να μείνετε εκεί, στον ίδιο κλειστό χώρο μέχρι να απεγκλωβιστείτε. Η νύχτα και το παρελθόν έρχεται ξανά. Τι μπορεί άραγε να κουβαλάει αυτό το πρόσωπο; Είχατε ποτέ σχέση μαζί του; ή μήπως προκύπτει μια έμμεση σχέση μαζί του; Τι μπορεί να φέρει; Τι μπορεί να αλλάξει; Μπορείτε να το αφήσετε στην άκρη;

Όλες τις συμμετοχές μπορείτε να τις δείτε από εδώ: Μια ιδέα - Μια έμπνευση


Παρασκευή 5 Απριλίου 2024

Ο Κώστας Τσόκλης, σε μια ιστορία ελληνικής πολιτιστικής τρέλας!

   Το παρόν  είναι απόσπασμα από το δεύτερο μου μυθιστόρημα, το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά - αγγλικά ως e-book στην πλατφόρμα Draft2Digital και στα αγγλικά στην πλατφόρμα της Amazon  ως e-book και βιβλίο, με τίτλο Ο ζωγράφος και το μοντέλο. (The painter and the model)

  Το απόσπασμα γράφτηκε σαν ρεπορτάζ του επινοημένου δημοσιογράφου, Νίκου Μιχαηλίδη (βασικού ήρωα στα δύο μου μυθιστορήματα, που έχω δημοσιεύσει) αλλά βασίζεται σε απολύτως αληθινά γεγονότα. Για λόγους που έχουν σχέση κυρίως με νομικές φοβίες, δεν αναφέρω τα πραγματικά ονόματα των εμπλεκόμενων πολιτικών προσώπων, αλλά όποιος ανατρέξει στην ημερομηνία των γεγονότων και τα ρεπορτάζ της εποχής για την έκθεση αυτή του Κώστα Τσόκλη στο νησί της Σπιναλόγκας, γρήγορα θα βρει όσες πληροφορίες θέλει.


 Tsoclis, εσύ ο τελευταίος λεπρός.

20 Αυγούστου 2013

  Τα τουριστικά κάθε πρωί γεμίζουν με τους τελευταίους επισκέπτες του καλοκαιριού. Αυτοί αποδεχόμενοι την ευκαιριακή ομάδα στην οποία τους όρισε η εκπρόσωπος του πρακτορείου του ταξιδιών της χώρας τους, αν και στοιβαγμένοι στην κουβέρτα του τουριστικού πλοιαρίου, χαίρονται τον ήλιο και τον δροσερό πρωινό αγέρα της θάλασσας. Κι αφού ο καπετάνιος λύσει του κάβους και βγάλει το πλεούμενο από το ασφαλές αραξοβόλι του, εκείνοι στη ζάλη των αλλεπάλληλων κυμάτων έχουν το κουράγιο να απολαύσουν τις αποχρώσεις του μπλε μαζί με το καφέ-γκρι του τοπίου, ως που να οδηγηθούν στον τόπο του μαρτυρίου εκατοντάδων ανθρώπων. Ο εγκαταλειμμένος από το 1957 και λεηλατημένος οικισμός των Λεπρών, δεν εντυπωσιάζει πλέον για τα Ενετικά ή Οθωμανικά του απομεινάρια αλλά για τη νεότερη ιστορία του. Ήταν ο τόπος εγκλεισμού των θυμάτων της μέχρι τότε ανίατης ασθένειας. Σε λίγο το πολύβουα και πολύχρωμα καραβάνια των τουριστών, που αποβιβάζονται το ένα μετά το άλλο, θα πατούν την κάθε πλάκα των καλντεριμιών, θα ακουμπούν τον κάθε ορθοστάτη των μισογκρεμισμένων κατοικιών, θα δροσίζονται στην ελάχιστη σκιά των ντουβαριών, αδυνατώντας να αντιληφθούν το δράμα των ανθρώπων που εξορίστηκαν εδώ, αδυνατώντας να νιώσουν την απελπισία του εγκλεισμού τους.

  Στην είσοδο του λιμανιού, μένουν σαβανωμένα με λινάτσες τα συντρίμμια του μεγαλειώδους, επενδυμένου με καθρέπτες, μεταλλικού σταυρού του Κώστα Τσόκλη, που δέσποζε εκεί για έναν χρόνο, προτού οι αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες διατάξουν την αποκαθήλωση του. Δεν ταίριαζε με το περιβάλλον, δεν συμβάδιζε με την πολιτιστική κληρονομιά των ερειπίων, ενοχλούσε τα απέναντι ξενοδοχεία. Προφάσεις εν αμαρτία… 

  Είχε γίνει μεγάλο πανηγύρι πέρσι εδώ. Ο σπουδαίος μας εικαστικός Κώστας Τσόκλης είχε στήσει την έκθεση με τίτλο «Tsoclis, εσύ ο τελευταίος λεπρός». Στην άλλοτε εξορκισμένη Σπιναλόγκα, εκείνη την ημέρα αποβιβάστηκε όλη η υψηλή κοινωνία της Αθήνας για να θαυμάσει την έκθεση του καλλιτέχνη. Γλυπτά μικρά και μεγάλα, σε ξάφνιαζαν παντού συνοδευόμενα από τη μουσική του Νίκου Ξυδάκη, που έγραψε ειδικά για την περίσταση. Με το κλείσιμο της έκθεσης άγνωστοι κλέβουν δέκα από τα εντοιχισμένα έργα τα οποία θα έμεναν στο νησί ως ανάμνηση της εκδήλωσης. Ο σταυρός είχε συμφωνηθεί με τον ίδιο τον τότε υφυπουργό Πολιτισμού να παραμείνει εκεί, στη Σπιναλόγκα, για να θυμίζει ότι ο τόπος δεν αποτελεί μια απλή τουριστική ατραξιόν αλλά μνημείο προσκύνησης. Το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο όμως είχε άλλη άποψη. Όλοι, στο στήσιμο της εμπνευσμένης έκθεσης δήλωναν ενθουσιασμένοι, φρόντιζαν να σημειώνουν την παρουσία τους δίπλα στον καλλιτέχνη και τώρα έχουν χαθεί, κρύβοντας επιμελώς την τότε συνύπαρξη τους.

  Και οι τουρίστες περιδιαβαίνουν μέσα στα στενά της ερειπωμένης πόλης, φωτογραφίζουν τα ντουβάρια, τα παράθυρα, τη θάλασσα, φωτογραφίζονται πίσω από τις σιδεριές γελώντας ανυποψίαστοι, μέχρι που φτάνουν στο νεκροταφείο με τους λευκούς πέτρινους τάφους. Οι πιο τολμηροί περνούν ανάμεσα τους και τότε αντιλαμβάνονται ότι λείπουν όλα εκείνα τα στοιχεία που θα δήλωναν την ταυτότητα του κάθε χανσενικού που άφησε την τελευταία του πνοή στον ξερόβραχο αυτό. Δεν υπήρξαν ποτέ τέτοια στοιχειά, δεν επιτρεπόταν ποτέ κανείς να χαράξει πάνω στο τάφο κανένα ίχνος, που να δηλώνει ποιος ήταν από κάτω. Έπρεπε να ονόματά τους να περάσουν στη λήθη για πάντα, έπρεπε να ξεχαστούν ότι υπήρξαν κάποτε άνθρωποι υγιείς, χαρούμενοι, με όνειρα που στη συνέχεια βαθιά παραμορφωμένοι εξορίστηκαν σε εκείνον τον τόπο. Όφειλαν να προστατέψουν τη φήμη των οικογενειών τους, που μόνη επιλογή είχαν να συνεχίσουν τη ζωή τους, στον πολιτισμένο κόσμο, μακριά από τους καταραμένους που αγάπησαν κάποτε.

 Ασφαλείς πληροφορίες αναφέρουν ότι ο μεγάλος καλλιτέχνης, ετοιμάζει την απάντηση του, με τον τρόπο που αυτός γνωρίζει καλύτερα, με μια νέα έκθεση στην Αθήνα αυτή τη φορά.

Νίκος Μιχαηλίδης

Τρίτη 26 Μαρτίου 2024

Νάρκισσος, ο μυθικός ωραιοπαθής!

   «Αυτός που ερωτεύεται τον εαυτό του δεν θα έχει αντίπαλους». 

-Βενιαμίν Φραγκλίνος

Ο Νάρκισσος είναι ένας ιδιαίτερος χαρακτήρας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. Αυτό που τον ξεχώριζε από τους άλλους νέους της εποχής του, ήταν η απίστευτη ομορφιά του. Υπάρχουν διάφορες παραλλαγές του μύθου του, ώστε να μου δίνεται η δυνατότητα, να επιλέξω εκείνον που μου αρέσει περισσότερο.

Ο Νάρκισσος ήταν γιός του του ποταμού Κηφισού και της νύμφης του νερού, Λιριόπης. Σύμφωνα με τον μύθο, η ωραιοπάθεια του και ο εγωισμός που ανέπτυξε εξαιτίας αυτών, ήταν η αιτία, όσες γυναίκες ή θεές τον ερωτεύονταν, αυτός να αγνοεί τις εκδηλώσεις αγάπης τους και να απορρίπτει τα ερωτικά κελεύσματά τους.

Μία από αυτές που τον ερωτεύτηκαν ήταν η δίδυμη αδελφή του, η νύμφη Ηχώ. Και φαίνεται ότι ήταν η μοναδική φορά που ο όμορφος νέος ανταποκρίθηκε στην αγάπη της. Δυστυχώς γι΄ αυτόν, για λόγους που δεν αναφέρονται, αυτή πέθανε. Ο απαρηγόρητος Νάρκισσος, μόνη παρηγοριά έβρισκε στην αντανάκλαση του εαυτού του στα ήρεμα νερά κάποιας λίμνης της Βοιωτίας, όπου για ώρες θαύμαζε την ωραιότητα του ειδώλου του. Ήταν τόση η προσήλωσή του στην εικόνα του, ώστε τελικά ερωτεύτηκε τον ίδιο τον εαυτό του. Στάθηκε αδύνατον να ξεφύγει από την εικόνα της απίστευτης ομορφιάς του, γερμένος για μέρες στη λίμνη, άσιτος και αποχαυνωμένος, μέχρι που πέθανε.

Από τη μια έχουμε μια ρομαντική ιστορία (Νάρκισσος - Ηχώ) και από την άλλη έναν ήρωα, που αγαπάει εντέλει την ίδια την εικόνα του, έναν εγωιστή που θεωρεί ότι η ομορφιά του, ήταν το μεγαλύτερο δώρο που του είχαν χαρίσει η θεοί. Διαλέγεται προς ποια μεριά θα γύρει η πλάστιγγα της δικής προσέγγισης!

Θα ξεκινήσω την παραπέρα περιπλάνησή μου στον μύθο αυτό, με ένα ηχητικό απόσπασμα από το ραδιοφωνικό θεατρικό Νάρκισσος και Ηχώ, το οποίο έγραψε ο Νότης Περγιάλης το 1954 και ερμήνευσαν μαγευτικά ο Δημήτρης Χορν και η Έλλη Λαμπέτη.


Ακολουθεί ένα ποίημα της Μελισσάνθης ( Ήβη Κούγια-Σκανδαλάκη, 1907-1991), στο οποίο μας θέτει ένα φιλοσοφικό ερώτημα σχετικό με την ανάστροφη εικόνα που προσλαμβάνει η ψυχή, όπως αυτήν του ειδώλου στον καθρέπτη.

Νάρκισσος

Κανείς δεν ξέρει την αληθινή ιστορία του Νάρκισσου
Ονειρευόταν την ομορφιά
κι έσκυβε πάνω απ’ το νερό
να την γνωρίσει στο πρόσωπό του
Έβλεπε φύλλα κι ανταύγειες
έναν ανάστροφο, υδάτινο ουρανό
σκιές και λάμψεις απατηλές
κι ονειρευόταν πάντα.
Κάποτε τρόμαξε τόσο
Σαν είδε την ανάστροφή του εικόνα
-μέσα σε κύκλο κλειστό
βλέμμα ακίνητο, παγωμένο
στο θάνατο δοσμένο, πρόσωπο
παραμορφωμένο, φαγωμένο από τη σήψη
Τον λύγισε τόσο βαθιά η απελπισία
που πνίγηκε μες στο νερό
Σαν φάνηκε το απελπισμένο πρόσωπό του
στο θάνατο ήτανε πράγματι ωραίο
αλλιώτικα ζωντανό.
Γιατί όπως στα όνειρα και στους μύθους
όλα μπορεί να κρύβουν μια διπλή σημασία
-κι ο θάνατος να σημαίνει ζωή-

Μες στην ψυχή μας, όπως στην ψυχή του κόσμου
όλα καθρεφτίζονται ανάστροφα
καθώς το δέντρο στο ποτάμι.

  Μα και ο Ιρλανδός λογοτέχνης Όσκαρ Ουάιλντ, έγραψε το παρακάτω πεζό για τον μυθικό ήρωα μας, στο οποίο εκφράζεται με λυρικό τρόπο η εξάρτιση του Νάρκισσου από το καθρέφτισμα της ομορφιάς του στη λίμνη. Αλλά κι αυτή με τη σειρά της ομολογεί ότι στα μάτια του, έβλεπε την αντανάκλαση της δικής της ομορφιάς σε ένα παιχνίδι μοιραίας αλληλοεξάρτησης.

Όταν πέθανε ο Νάρκισσος, η λίμνη της ηδονής του μετατράπηκε από μια κοιλότητα με γλυκά νερά σε μια κοιλότητα με αλμυρά δάκρυα, και οι Ορειάδες έφτασαν κλαίγοντας μέσα από τα δάση για να τραγουδήσουν στη λίμνη και να την παρηγορήσουν.

Κι όταν είδαν ότι η λίμνη είχε μετατραπεί από μια κοιλότητα με γλυκά νερά σε μια κοιλότητα με αλμυρά δάκρυα, χαλάρωσαν τους πράσινους βοστρύχους των μαλλιών τους και κραύγασαν και είπαν στη λίμνη: «Δεν μας ξαφνιάζει που πενθείς έτσι τον Νάρκισσο, τόσο όμορφος που ήταν».

«Μα ήταν όμορφος ο Νάρκισσος;» είπε η λίμνη.

«Ποιος το ξέρει αυτό καλύτερα από σένα;» απάντησαν οι Ορειάδες. «Πέρναγε συνέχεια από μπροστά μας αλλά εσένα έψαχνε, και ξάπλωνε στις όχθες σου και σε κοιτούσε, και στον καθρέφτη των νερών σου αντανακλούσε την ομορφιά του».

Κι η λίμνη απάντησε: «Εγώ όμως αγαπούσα τον Νάρκισσο γιατί, όσο ήταν ξαπλωμένος στις όχθες μου και με κοιτούσε, στον καθρέφτη των ματιών του έβλεπα να αντανακλάται πάντα η δική μου ομορφιά».

Κι ένα τραγούδι για τη συνέχεια, το οποίο ερμηνεύει με την χαρακτηριστική του φωνή ο Ψαραντώνης, σε στίχους και μουσική των Θωμά και Ευριπίδη Μπέκου. Το οποίο διδάσκει ότι για να πετύχεις τα μεγάλα και τα σπουδαία, οφείλεις πρώτα να σκοτώσεις τον Νάρκισσο, που κουβαλάς μέσα σου.


  Και κλείνω την εγγραφή μου, με κάποιους από τους πολλούς πίνακες που απεικονίζουν τον μύθο του Νάρκισσου.

Narkissus
Ο Νάρκισσος του Ιταλού ζωγράφου Καραβάτζιο (1597-1599)

Narkissus
Ο Νάρκισσος του Φλαμανδού ζωγράφου Ζαν Κοσσιέρς (1600 - 1671) 

Narkissus
Ο Νάρκισσος του Νορβηγού ζωγράφου Μάγκνους Γκούσταβσον (2017)

Narkissus
Ο Νάρκισσος του Αλέκου Φασιανού (2003)


Σάββατο 16 Μαρτίου 2024

Νεανική βία και παραβατικότητα.

  Από τότε που αφυπηρέτησα, μου είναι δύσκολο να ασχολούμαι με τα θέματα της Παιδείας. Ίσως να φταίει η πίεση που ως διευθυντής δέχτηκα, για να ανταποκριθώ στην ολοένα αυξανόμενη γραφειοκρατία, πολλές φορές εις βάρος της παιδαγωγικής διάστασης του ρόλου μου. Ίσως πάλι να φταίει η απογοήτευση, αισθανόμενος την απαξίωση που βιώνει ολοένα και πιο έντονα η δημόσια εκπαίδευση και ο Έλληνας εκπαιδευτικός.

  Το θέματα όμως της αυξανόμενης νεανικής βίας και παραβατικότητας, τα οποία προβάλλονται τελευταία από τα ΜΜΕ (1500 υποθέσεις μόνο τα τρία τελευταία χρόνια, καταγεγραμμένες από την αστυνομία), δεν με αφήνουν ασυγκίνητο. 

  Ειδικά όταν βλέπουμε, ότι αφορούν πια και παιδιά της προεφηβικής ηλικίας. Για τον απλό λόγο ότι όλο αυτό, για έναν που βίωσε για τριάντα πέντε χρόνια την ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα, το είχα προβλέψει, το συζήταγα με τους συναδέλφους μου, γνώριζα τι συνέβαινε διότι το ζούσα στην καθημερινότητά μου.

  Τι ζούσα, γνώριζα και προέβλεπα;

  Ζούσα ένα δημόσιο σχολείο, όπου ο κάθε πικραμένος γονιός, έβρισκε ασφαλές καταφύγιο για να ξεσπάσει την όποια οργή του, ξέροντας ότι αυτό ήταν ανίκανο να αντιδράσει απέναντι του με οποιονδήποτε νομικό τρόπο. Πολλές φορές η οργή έφτανε ως την ύβρη ή τη χειροδικία, (ευτυχώς όχι σε εμένα αλλά πολλοί συνάδελφοι μου την έχουν νιώσει στο πετσί τους, ως και απαγωγή διευθυντή είχαμε). Κι αυτά γίνονταν κατά κανόνα μπροστά στα μάτια των έκπληκτων μαθητών, οι οποίοι εύκολα ελάμβαναν το μήνυμα ότι "κουμάντο" εδώ κάνει ο γονιός κι όχι ο εκπαιδευτικός, το σχολείο, το κράτος.

  Γνώριζα από τα μέσα ένα απαξιωμένο δημόσιο σχολείο, στο οποίο  οι ποινές ουσιαστικά έχουν εξαφανιστεί, δίνοντας το μήνυμα στον μαθητή, ότι μπορεί να συμπεριφέρεται σε αυτό όπως νομίζει ή όπως διδάσκεται από το σπίτι του, εφόσον δεν θα υποστεί καμία πραγματική τιμωρία.

  Ζούσα καθημερινά τα παιδιά που μεγάλωναν, χωρίς να τους ορίζεται κανενός είδους όριο στη συμπεριφορά τους, μαθητές που αγνοούσαν και αγνοούν στοιχειώδεις κανόνες ευγένειας. Ζούσα ένα σχολείο, όπου η βασική παιδαγωγική αρχή, που συνδέει την ανάρμοστη συμπεριφορά ή την καταδικαστέα πράξη με την ανάλογη τιμωρία, να είναι απούσα. 

  Προέβλεπα ότι αυτό δεν θα έμενε στο σχολείο διότι μακροπρόθεσμα δημιουργεί στους μαθητές την πλαστή εντύπωση, ότι έτσι θα γίνονται τα πράγματα και στην ευρύτερη κοινωνία, που σιγά σιγά εντάσσονται όσο μεγαλώνουν. Δηλαδή ότι θα τους επιτρέπεται να τραμπουκίζουν ελεύθερα, να είναι αγενή, να κάνουν ότι θέλουν, να λειτουργούν με κανόνες συμμορίας, εφόσον κανένας δεν θα επιβάλει τα όρια ή την αρμόζουσα τιμωρία. Δυστυχώς όμως γι΄ αυτούς τους "απροετοίμαστους πολίτες", βλέπουμε τον τελευταίο καιρό την αστυνομία να αντιδρά, οι εισαγγελείς να αυστηροποιούν την κρίση τους, να συλλαμβάνονται και οι γονείς τους, διότι η κατάσταση έχει ξεφύγει. Δράση και αντίδραση. Και τότε όλοι πέφτουν από τα σύννεφα! Παιδιά και γονείς κάθε κοινωνικής διαστρωμάτωσης! 

  Είναι γνωστή η ρήση: Όπου κλείνει ένα σχολείο ανοίγει μια φυλακή. Στο σήμερα θα την παράφραζα ως εξής: Όπου το σχολείο δεν επιτελεί τον ρόλο του, ακολουθούν οι διωκτικές και εισαγγελικές αρχές. Το σημερινό σχολείο είναι ένα αυστηρά γνωσιοκεντρικό σχολείο (ελέω Πανελληνίων), όπου το κομμάτι της αγωγής, του έχει αυθαίρετα αφαιρεθεί, είτε με την ανοχή της πολιτείας είτε με τη θέληση των γονέων είτε εξαιτίας της απογοήτευσης των εκπαιδευτικών.

  Ένα απαξιωμένο δημόσιο σχολείο, που υπολείπεται σε υλικοτεχνική υποδομή, με κτίρια ακαλαίσθητα και ασυντήρητα στο μεγαλύτερο τους μέρος και με εκπαιδευτικούς που χάνονται σε έναν κυκεώνα γραφειοκρατικών διαδικασιών. Κι επειδή υπάρχουν ενστάσεις σε αυτό, ας συγκρίνει κάποιος ένα δικό μας σχολείο με ένα οποιοδήποτε της Δυτικής Ευρώπης.

  Έχουμε λοιπόν ένα απαξιωμένο δημόσιο Ελληνικό σχολείο, που παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των περισσότερων εκπαιδευτικών του, δεν μπορεί να υπερβεί τους παραπάνω σκοπέλους. Κι όσο δεν δίνει το σήμα το αρμόδιο υπουργείο προς τους εκπαιδευτικούς, να πάρουν και πάλι στα χέρια τους την όποια εξουσία τους αρμόζει για να υπηρετήσουν όχι μόνο τους μαθητές αλλά και την κοινωνία, τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει, τόσο πιο συχνά θα γίνονται τα φαινόμενα της νεανικής παραβατικότητας και τόσο πιο έντονη θα είναι η επέμβαση της αστυνομίας και των δικαστικών αρχών.

  Κι όσοι μιλάνε για μια κακή συγκυρία ως απόρροια της οικονομικής κρίσης ή του εγκλεισμού λόγω κόβιντ, (έπαιξαν κι αυτά το ρόλο τους) να ξέρουν ότι αυτή η εικόνα στα σχολεία μας ξεκίνησε πολύ πιο μπροστά και τώρα απλώς θερίζουμε τους καρπούς της.

  Λένε ότι η αγωγή των παιδιών είναι υπόθεση της οικογένειας. Θα το δεχόμουν, αν οι γονείς αντιλαμβάνονταν την ευθύνη τους ή αν άφηναν κατά μέρος τους εγωισμούς τους και τις προσωπικές τους ιδεοληψίες. Πάντα εξαιρέσεις υπάρχουν, αλλά η μεγάλη μερίδα των μαθητών χρειάζεται όρια τα οποία μόνο το σχολείο μένει για να θέσει. Κι όσοι από εμάς εντρυφήσαμε στην παιδαγωγική επιστήμη, ξέρουμε ότι τα σαφή όρια χαρίζουν στα παιδιά ηρεμία, δίχως την αγωνία του απρόβλεπτου. Δημιουργούν παιδιά κοινωνικά, με ενσυναίσθηση, έτοιμα για τις προκλήσεις της ζωής. Μακάρι οι οικογένειες να το αντιλαμβάνονταν αυτό. 

  Ας αφήσουμε λοιπόν το σχολείο να επιτελέσει και τους δύο ρόλους του, οι οποίοι αποτελούν και συνταγματικές επιταγές, την καλλιέργεια της γνώσης μαζί με την ευρύτερη αγωγή, που πρέπει να λαμβάνει ένας ελεύθερος και ικανός πολίτης. Διότι και οι μαθητές, πολίτες είναι.

  ΥΓ: Υπάρχουν και πολλές άλλες παράμετροι, δεν τις αναπτύσσω όμως, μένω σε αυτά τα λίγα και βασικά. Όπως υπάρχουν και πολλές οικογένειες, που αντιστέκονται, αλλά με πολύ μεγάλη δυσκολία, μιας και είναι σχεδόν αδύνατον να διαφοροποιηθούν τα παιδιά τους από την ομάδα της τάξης, που λειτουργεί όπως ανέφερα παραπάνω.

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2024

Μικρό αφιέρωμα στην αραβική ποίηση

Αυτό που κυρίως ενώνει τις Αραβικές φυλές, που κατοικούν σε μια
τεράστια έκταση από την Αραβική χερσόνησο, την ανατολική Μεσόγειο ως τη Σαχάρα και την βόρεια Αφρική, είναι η κοινή τους γλώσσα. Από κει και πέρα υπάρχει η κοινή ιστορία με μία περίοδο θαυμαστής προόδου σε κάθε τομέα (8ος - 14ος αιώνα μ.Χ), η θύμηση της κυριαρχίας τους στη Μεσόγειο, τα κοινά πολιτισμικά στοιχεία τους, αλλά και το Ισλάμ το οποίο καλύπτει περίπου το 97% του πληθυσμού τους.

Στη σημερινή μου εγγραφή θα περιοριστώ στην ποίηση των Αράβων, αξιόλογη και σημαντική, η οποία όμως δεν μας είναι γνωστή. Σίγουρα δεν έχω βρει τα σπουδαιότερα ποιήματα, καθότι οι μεταφράσεις τους δεν είναι και τόσο διαδεδομένες, αλλά και πάλι πιστεύω ότι η προσπάθεια αξίζει.

Το παλαιότερα γνωστά αραβικά ποιήματα που έχει διασωθεί, από την προ - ισλαμική περίοδο, είναι τα Mu'allaqat al-Hinzab, γνωστά και ως "Οι Κρεμασμένες Ποιήσεις". Αυτή η συλλογή των επτά ή δέκα ποιημάτων, αντίστοιχων ποιητών, του 6ου μ.Χ. αιώνα, γράφονταν και κρεμιούνταν σε υφαντά στον τοίχο του Κάαμπα στη Μέκκα, του ιερότερου σημείου των Αράβων από την αρχαιότητα ακόμη, έτσι ώστε να εκτίθενται προς τέρψη όλης της ευρύτερης φυλής.

  • Ένας από τους ποιητές της συλλογής αυτής ήταν ο Imru' al-Qais:

Μια μαυρισμένη μελωδία, σαν σημάδι φαίνεται.
Στο δίκαιο της πλευράς. 
Ή σαν σκούρη απόγονο του Κέδαρ που κατασκηνώνει εκεί. 
Πολλές φορές στην κοιλάδα 
έχει αντηχήσει το τρίξιμο της φωτιάς ανάμεσα στους θάμνους,
που άναψε η χειροπέδα του σκότους στα μαλλιά της
και όταν μιλά, οι καμηλιέρηδες σταματούν και ακούν.
Δες το βήμα της.
Στην απαλότητα του ανέμου κουνά τα λεπτά κλαδιά.
Πάνω από αυτήν!
Γλυκά φώναζε απευθυνόμενη σε μένα,
γευματίζοντας το ποτό των μελισσοστόμων της λέξεων.
Ο προσερχόμενος σου, εσύ που ιππεύεις το καμήλι.

  • Ο ποιητής Abū Nuwās (... - 814), θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους Άραβες ποιητές. Το όνομά του σημαίνει «Φορέας του Μπροστινού Κόκκου», ένα παρατσούκλι που περιγράφει ένα ασυνήθιστο χτένισμα που πιθανώς συνδέεται με τον εξωφρενικό τρόπο ζωής του. 

Το ποίημά του, Άλογο (όλοι μας έχουμε ακούσει για τα περίφημα αραβικά άλογα), περιγράφει έναν νεαρό επιβήτορα, τον Colt, εκπληκτικής, μυθικής θα λέγαμε δύναμης. 

Ακτίνες φώτισαν τον ουρανό
Μαύρη νύχτα χτύπησε το στρατόπεδο-
Απόδειξη ότι ήταν μέρα.
Έβγαλα το Colt - έναν επιβήτορα ωμής δύναμης και γενεαλογίας.
Η ενέργεια της φωτιάς κατευθύνθηκε
μέσα από τις σφιχτές, τεντωμένες αρθρώσεις του με σχοινί.
Στάλθηκε στη γη με νυχτερινά σύννεφα καθοδηγούμενα
από ένα ανερχόμενο αστέρι.
Πλημμύρισαν τα δώρα τους.
Ευλογημένο από σύννεφα μαύρα με βροχή
Σε συνεχείς βροχοπτώσεις.
Έπινε από τη γενναιοδωρία τους. Τα άκρα δυνάμωσαν.



  • Ο Abu al-Ala al-Ma'arri (973-1057) ήταν ένας από τους
μεγαλύτερους ποιητές της αραβικής παράδοσης. Το στυλ του
χαρακτηρίζεται από τη μελαγχολία, την αντίθεση προς τη θρησκεία
και την κοινωνία, καθώς και την εστίασή του στα ηθικά και
φιλοσοφικά ζητήματα.

Η ασθένεια εισβάλει στα άκρα μου, οι μέρες μου τελειώνουν.
Αλλά ο θάνατος ποτέ δεν έχει συνοδευτεί με την αναζήτηση του.
Δεν θα ήθελα να γευτώ την ανάσα του.
Ούτε θα την απέφευγα, αν φιλοξένησε τον θάνατο.
Η ζωή και ο θάνατος, δύο μόνο δώρα για δανεισμό.
Δεν θέλω ούτε να πουλήσω, ούτε να δανειστώ.

Εδώ θα πραγματοποιήσω ένα άλμα χιλίων χρόνων, για να δούμε κάποια αποσπάσματα από τη σύγχρονη αραβική ποιητική δημιουργία. Εξελίχθηκε πολιτιστικά και γλωσσικά με την πάροδο του χρόνου, και συνεχίζει να εξερευνά νέες μορφές και θέματα, αντανακλώντας τις αλλαγές στην κοινωνία και τον πολιτισμό.

  • Ξεκινώ με την Ιρακινή ποιήτρια Nazik al-Mala'ika (1923-2007) η οποία πέρα από το σπάσιμο της κλασικής αραβικής ποιητικής φόρμας, καταπιάνεται με φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα. Όπως στο ποίημα της:

Σε ένα κορίτσι που κοιμάται στον δρόμο

Στην Καράντα τη νύχτα, άνεμος και βροχή πριν την αυγή,
όταν το σκοτάδι είναι μια στέγη ή μια κουρτίνα που δεν τραβιέται ποτέ,
όταν η νύχτα είναι στο αποκορύφωμά της και το σκοτάδι είναι γεμάτο βροχή,
και η υγρή σιωπή κυλά σαν άγριος τυφώνας,
ο θρήνος του ανέμου γεμίζει τον έρημο δρόμο,
οι στοές στενάζουν από τον πόνο και τα λυχνάρια κλαίνε απαλά.
Ένας φρουρός συνοφρυώνεται καθώς περνάει με τρεμάμενα βήματα,
ο κεραυνός δείχνει το λεπτό του πλαίσιο, αλλά οι σκιές αναχαιτίζονται.

Παρασυρμένη από τις πλημμύρες, σκισμένη από το κρύο,
η νύχτα τρέμει από σκοτάδι, ρίγη όταν κυλά η βροντή.
Σε μια στροφή του δρόμου, το κατώφλι μιας πόρτας
σε ένα σπίτι που κανείς δεν μένει πια,
ο κεραυνός αναβοσβήνει και δείχνει, ξαπλωμένη εκεί, κοιμισμένη βαθιά
μια νεαρή κοπέλα, δέρμα ακατέργαστο από το μαστίγιο του ανέμου του χειμώνα.

Στην αθωότητα των ματιών της, στο χλωμό των μάγουλων της,
τη λεπτότητα του σκελετού της, μιλάνε τα έντεκα χρόνια της.
Κοιμάται εκεί, στο παγωμένο μάρμαρο της γης,
ενώ γύρω της ο άνεμος του Νοεμβρίου ουρλιάζει,
μικροσκοπικά χέρια σφιχτά σφιχτά από την κούραση και τον φόβο,
το βρεγμένο πεζοδρόμιο το μαξιλάρι της, η κουβέρτα της ο αέρας.

Δεν μπορεί να κοιμηθεί από τον πυρετό, τις βροντές, τη φλόγα
που ανάβει η αϋπνία βαθιά μέσα στο μικρό της κάδρο.
Διψάει για ύπνο, αλλά ο ύπνος δεν πιάνει ποτέ.
Τι πρέπει να ξεχάσει πρώτα—πυρετό, πείνα ή κρύο;
Διπλασιασμένος από την αϋπνία, ο πόνος ακόμα ροκανίζει και
αναζωπυρώνεται στον πυρετό με τα ανελέητα νύχια.
Με τις διαβολικές κραυγές τους, αυτές οι σκληρές εικόνες εμπνέουν
φαντάσματα που σπεύδουν να τροφοδοτήσουν τη φωτιά του πυρετού,
και καλύπτει τα μάτια της, αλλά τα χέρια της δεν μπορούν να κρύψουν
ότι το σκοτάδι δεν ξέρει και ο πυρετός δεν μπορεί να νιώσει.
Το μικρό κορίτσι συνεχίζει να τρέμει μέχρι να δείξει ο ήλιος,
«μέχρι να σβήσει ο τυφώνας, και ακόμα κανείς δεν ξέρει.
Πέρασε κάθε μέρα της παιδικής της ηλικίας με δακρυσμένο
σώμα σπασμένο από την έλλειψη στέγης, την πείνα και τον φόβο,
για έντεκα πολλά χρόνια, η θλίψη δεν έληξε ποτέ
όλη της τη ζωή ήταν πεινασμένη, διψασμένη και κουρασμένη.

Σε ποιον να διαμαρτυρηθεί; Οι κραυγές της δεν ακούγονται,
γιατί η ανθρωπότητα είναι πλέον μια λέξη χωρίς νόημα,
και οι άνθρωποι είναι μια μάσκα, τεχνητή και ψεύτικη, η
γλυκιά, απαλή εξωτερική τους εμφάνιση κρύβει φλεγόμενο μίσος,
και όπου το έλεος κάποτε ευδοκιμούσε στην κοινωνία μας
τώρα είναι απλώς μια λέξη στο λεξικό.
Όσοι κοιμούνται στο δρόμο θα παραμείνουν δυσαρεστημένοι,
κανείς δεν λυπάται τον πυρετό τους ούτε καταπραΰνει τους θρήνους τους-
είναι άγρια ​​αδικία, χωρίς αντάλλαγμα -
τι φάρσα που αποκαλούμε αυτόν, τον παγκόσμιο πολιτισμό!



  • Ο Muhammad Al-Maghut (1934-2006), ήταν Σύριος ποιητής, ένας από τους πρωτοπόρους του αραβικού πεζού ποιήματος:

Τατουάζ

Τώρα
Την τρίτη ώρα του εικοστού αιώνα
Εκεί που τίποτα δεν χωρίζει τα πτώματα
από τα παπούτσια των πεζών
εκτός από άσφαλτο
Θα ξαπλώσω στη μέση του δρόμου
σαν βεδουίνος σεΐχης
και δεν θα σηκωθώ
μέχρι όλα τα κάγκελα των φυλακών και τα αρχεία των υπόπτων του κόσμου
μαζευτούν και τοποθετηθούν μπροστά μου
για να μπορώ να τα μασάω
σαν καμήλα στον ανοιχτό δρόμο.
Μέχρι όλα τα ρόπαλα της αστυνομίας και των διαδηλωτών
αποδράσουν από τις λαβές
και πάνε πίσω (για άλλη μια φορά)
εκκολαπτόμενα κλαδιά στα δάση τους.
Στο σκοτάδι γελάω
κλαίω
γράφω
Δεν ξεχωρίζω πια το στυλό μου από τα δάχτυλά μου
Κάθε φορά που κάποιος χτυπά ή κινείται μια κουρτίνα
Κρύβω τα χαρτιά μου
σαν ιερόδουλη σε αστυνομική επιδρομή.
Από ποιον κληρονόμησα αυτόν τον φόβο
και αυτό το αίμα
φοβάσαι σαν λεοπάρδαλη του βουνού;
Μόλις δω επίσημο χαρτί στο κατώφλι
ή ένα καπέλο από την πόρτα
τα κόκαλα και τα δάκρυά μου τρέμουν
το αίμα μου τρέχει προς όλες τις κατευθύνσεις
σαν αιώνια περιπολία προγονικής αστυνομίας
το κυνηγάει από τη μια φλέβα στην άλλη.
Ω! αγαπητέ
Μάταια προσπαθώ να ανακτήσω το κουράγιο και τη δύναμή μου
Η τραγωδία δεν είναι εδώ
στο μαστίγιο, στο γραφείο ή στις σειρήνες
Είναι εκεί
Στην κούνια. . .
Στη μήτρα
Σίγουρα δεν ήμουν δεμένος στη μήτρα με ομφάλιο λώρο

Ήταν μια θηλιά δήμιου

  • Ο Σύριος, Ali Ahmad Said Esber  ( 1930 - .....), γνωστός με το ψευδώνυμο Άδωνις, ίσως είναι σήμερα ο πιο αναγνωρίσιμος Άραβας ποιητής, αν και ζει στην Γαλλία. Παρακάτω ένα μικρό απόσπασμα από την ποίησή του.

Κάθε μέρα, το σώμα του εραστή
διαλύεται στον αέρα,
μετατρέπεται σε άρωμα,
γυρίζει, επικαλείται όλα τα αρώματα
που μαζεύονται στο στρώμα του,
καλύπτει τα όνειρά του,
εξατμίζεται σαν λιβάνι,
επιστρέφει σαν λιβάνι.
Τα πρώτα του ποιήματα είναι πόνος
ενός παιδιού χαμένου στη δίνη των γεφυρών,
χωρίς να ξέρει να κρατιέται στο νερό
ούτε να το περάσει.

  •   Και κλείνω το σίγουρα ατελές αφιέρωμά μου, με τον πρόσφατα σκοτωμένο από τους βομβαρδισμούς στη Γάζα, Παλαιστίνιο ποιητή Refaat  AlareerΤο τελευταίο ποίημα του που ανάρτησε στο Χ την 1η Νοεμβρίου 2023:
ΑΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ

Αν πρέπει να πεθάνω
θα πρέπει να ζήσεις εσύ
να πεις την ιστορία μου
να πουλήσεις τα πράγματα μου
για να αγοράσεις ένα κομμάτι πανί
και κάμποσο σπάγκο,
(να τον φτιάξεις άσπρο με μακριά ουρά)
έτσι ώστε ένα παιδί, κάπου στη Γάζα
σαν θα κοιτάει τον ουρανό κατάματα
προσμένοντας τον πατέρα που έφυγε μες τη φωτιά—
και δεν αποχαιρέτησε κανέναν
ούτε και την ίδια του τη σάρκα,
ούτε τον ίδιο του τον εαυτό –
βλέπει τον χαρταετό, τον χαρταετό μου που έφτιαξες,
να πετάει επάνω ψηλά
και σκέφτεται προς στιγμήν πως είναι ένας άγγελος εκεί
που φέρνει πίσω την αγάπη
Αν πρέπει να πεθάνω
Ας φέρει αυτό ελπίδα
Ας γίνει μια ιστορία
Μετάφραση: Χρήστος Τσιάμης



Το ζητούμενο είναι η ευτυχία!

  Μετά από πολλά χρόνια, ο Αλέξανδρος επέστρεφε στο πατρικό του, σε ένα ορεινό χωριό της Δράμας. Για χρόνια ζούσε στην Αθήνα, κάνοντας σπο...