Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παναγία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παναγία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2022

Θύμησες απ' το Μεσοχώρι.

 

Karpathos
  Καθώς περνούσε το Αγοραίον(1) από τον στενό, όλο στροφές χωματόδρομο, σήκωνε
την σκόνη πίσω του κι αυτή σκέπαζε τα ταλαίπωρα, 
διψασμένα από μήνες ανομβρίας πεύκα, που είχαν φυτρώσει και από τις δύο πλευρές του δρόμου. Ήταν ο μοναδικός δρόμος ως τη δεκαετία του 70' που ένωνε τα κάτω χωριά του νησιού με το Μεσοχώρι και τα Σπόα. Έργο των χρόνων της Ιταλοκρατίας, που τον συντηρούσαν οι ακούραστοι στρατίνοι (2). Ο δρόμος ξεκινούσε από την πρωτεύουσα του νησιού, διέσχιζε όλα τα χωριά από τα οποία διερχόταν, το Απέρι, την Βωλάδα, το Όθος, τις Πυλές και μετά από ένα ηρωικό ταξίδι, έφτανες στον προορισμό σου.

 Στα μισά της διαδρομής ακόμη και μαζί με τον αδελφό μου αδυνατούσα να κατανοήσω ποιος ο λόγος αυτής της απίστευτης ταλαιπωρίας. Η μητέρα αν και μισοζαλισμένη από το συνεχές κούνημα του αυτοκινήτου χαιρόταν που επέστρεφε σε έναν τόπο και χρόνο, από τον οποίο διατηρούσε όμορφες αναμνήσεις και ο πατέρας υπερήφανος που εκπλήρωνε ένα παλιό τάμα μετά από δέκα χρόνια στην ξενιτιά, συνομιλούσε με τον οδηγό, που έλεγε κι αυτός τις δικές του ιστορίες, μεταξύ αυτών και μία για την Παναγία που ντυμένη στα μαύρα, έβγαινε τη νύχτα στο δρόμο και προστάτευε τα λιγοστά αυτοκίνητα του νησιού από τους γκρεμνούς, που έχασκαν προς τη μεριά της θάλασσας.

 Αρχές του Σεπτέμβρη ήταν, πηγαίναμε στο πανηγύρι της Παναγίας της Βρυσιανής. Έτσι λέγεται η Παναγία ετούτη εξαιτίας της βρύσης (πηγής) με το πάντα δροσερό νερό, να ρέει από τα θεμέλια της. Πλήθος προσκυνητών μαζευόταν απ' όλο το νησί αλλά και από την αντικρινή Κάσο, να προσκυνήσει στην χάρη της και να γλεντήσει στο πέργερο(3), ανάμεσα στον ιερό ναό και τον απόκρημνο βράχο. Όποιος έκανε το ταξίδι αυτό τότε, ήξερε ότι θα διανυκτέρευε εκεί για μια ή και παραπάνω νύχτες. Οι φιλόξενοι Μεσοχωρίτες  φρόντιζαν ώστε όλοι οι προσκυνητές που έμπαιναν στον κόπο για ένα τέτοιο προσκύνημα, να μην μείνουν δίχως κατάλυμα. 

 Έτσι κι εμείς βρήκαμε φιλοξενία σε ένα παλιό Καρπάθικο σπίτι(4) το οποίο μας πρόσφερε ένα παλιό κουμπαριό των γονιών μου. Αφού τακτοποιήσαμε τα πράγματά μας και βάλαμε τα καλά μας, μέσα από τα δαιδαλώδη, φρεσκοασπρισμένα σοκάκια κατευθυνθήκαμε προς την Παναγία, όπου σε λίγη ώρα θα ξεκινούσε ο εσπερινός, για το πρώτο προσκύνημα. Μαζί με μάς κι όλο το χωριό, κι άλλοι φιλοξενούμενοι, που συναντιούνταν στα τρίστρατα ή τα ανοίγματα που έβλεπαν προς τη θάλασσα που την χρύσιζε η δύση του ήλιου και αντάλλασσαν ευχές από την καρδιά τους, ήξεραν δεν ήξεραν αυτόν που είχαν απέναντί τους. 

 Η χαρά στα πρόσωπα των γονιών μου ήταν έκδηλη. Ήθελαν όλα όσα ήξεραν για τον τόπο κι όσα είχαν ζήσει εκεί στο παρελθόν να τα μεταφέρουν με την μία σε μας. Σε κάθε βήμα είχαν και κάτι να μας πουν. Για τα θαύματα που έκανε η Παναγία, για τα γλέντια που έστηναν με τους ντόπιους στα νιάτα τους, τότε που ακόμη ανέβαιναν στο χωριό καβάλα στα ζώα, για την Σκοπή που έβλεπαν να στέκει αντίκρυ τους κι όπου σίγουρα θα μας πήγαιναν την επομένη, για τους πειρατές που εφορμούσαν στο χωριό τα πολύ παλιά χρόνια αλλά οι δύστυχοι χάνονταν στα στενά του σοκάκια, για τους έρωτες που γεννιούνταν πάντα τέτοιες μέρες καθώς το κρασί και η λύρα ζάλιζαν τους νέους, για το φαγητό που θα τρώγαμε από τα καζάνια που είδαμε καθώς φτάναμε, ευλογημένο από την ίδια της Παναγία. Εμείς τους ακούγαμε μάλλον βαριεστημένοι μιας και δεν συμμεριζόμαστε τον ενθουσιασμό τους. Βλέπεις με το παιδικό μας μυαλό, όλα αυτά μας ήταν τόσο ξένα ακόμη, που με δυσκολία τα δεχόμαστε.

 Μετά τον Εσπερινό, άρχισε η διευθέτηση του χώρου της αυλής της εκκλησίας σε χοροστάσι. Ολόγυρα στήθηκαν οι πάγκοι και οι καρέκλες και στη μέση δύο τραπέζια, όπου πάνω τους θα ανέβαιναν οι οργανοπαίχτες με την λύρα, τα λαούτα και την τσαμπούνα. Γύρω από αυτήν την αυτοσχέδια εξέδρα και πάλι πάγκοι και καρέκλες, έτσι ώστε να μένει μόνο ένας φιδίσιος διάδρομος όπου θα πιάνονταν χέρι χέρι οι πανηγηριώτες σε χορούς αέρινους μα και στιβαρούς, που μέσα τους κουβαλούν την ψυχή και τα ακούσματα των προγόνων μας.   

 Κι ο χορός δεν άργησε να συνεπάρει όλον τον κόσμο, οι νέοι και οι μεσήλικες να ακολουθούν τον ρυθμό του, ο κάβος(5) με μαεστρία να επιδεικνύει τις ικανότητες του στις ντάμες του που τον ακολουθούσαν, οι μανάδες τάχατες αμέριμνες να παρακολουθούν την κάθε κίνηση των κορών τους,  οι γέροντες καθιστοί να παρακολουθούν, αναλογιζόμενοι ότι κάποτε κι αυτοί βρίσκονταν όρθιοι, δυνατοί και ίδρωναν από την έξαψη του χορού ενώ η καρδιά τους πετάριζε νιώθοντας την ανάσα της κόρης που είχαν δίπλα τους ενώ τα παιδιά την μια στιγμή βρίσκονταν εδώ, την άλλη κάτω στην βρύση και μετά ποιος ξέρει πού;

Το γραφικό Μεσοχώρι, σε πρώτο πλάνο η Σκοπή.
(φωτογραφία από το διαδίκτυο)
 Αν και τότε δεν εκτίμησα τις ημέρες που μείναμε στο Μεσοχώρι, μεγαλώνοντας είχα την ευκαιρία να βρεθώ και πάλι στο χωριό και την ημέρα του Μεγάλου Πανηγυριού αλλά και άλλες φορές, μια από αυτές μάλιστα φιλοξενούμενος από κάποιον καλό φίλο. Το Μεσοχώρι είναι ένα από τα πιο γραφικά χωριά της Καρπάθου, κτισμένο σε μια απόκρημνη πλαγιά όπου την ζώνουν τα πεύκα, πολύ κοντά στη θάλασσα, σύμφωνα με τον μεσαιωνικό τρόπο, όπου σπίτια και σοκάκια σχηματίζουν ένα φρουριακό σύμπλεγμα, το οποίο προστάτευε τους κατοίκους από τις επιδρομές των πειρατών. Ακόμη και σήμερα, αμαξιτός δρόμος δεν περνά μέσα από το Μεσοχώρι. Οι επισκέπτες αφήνουν το αυτοκίνητό τους στο πιο ψηλό σημείο του χωριού, κι από εκεί κατεβαίνουν με τα πόδια για να φτάσουν στον προορισμό τους. Η Παναγία, εκεί στην άκρη, θα τους υποδεχτεί, όλοι το ξέρουν ότι αυτή θα είναι η πρώτη στάση, την οποία οφείλουν να κάνουν. Μπροστά στην εικόνα της θα ξεφορτωθούν τα βάρη τους και στη συνέχεια θα δροσιστούν ρίχνοντας στο πρόσωπό τους λίγο από το νερό της βρύσης, ίαμα κι αυτό της ψυχής τους. Στη συνέχεια θα σταματήσουν σε κάποιο από τα καφενεία κι αν είναι τυχεροί θ' ακούσουν τις γλυκιές δοξαριές του λυράρη μα είναι ακόμη πιο τυχεροί, θ' ακούσουν από τους γεροντότερους ιστορίες φερμένες πίσω από τον χρόνο, θα γελάσουν, θα δυσπιστήσουν, μα κυρίως θα νοσταλγήσουν το δικό τους, ασήκωτο παρελθόν. Το τέλος αυτής της όμορφης περιπλάνησης, θα είναι στην Σκοπή. Μια από τις γραφικότερες πλατείες της πατρίδας μας. Ένα πλάτωμα πάνω στον βράχο, όπου κάτω βαθιά του, το κτυπάει αλύπητα η θάλασσα. Τα εκκλησάκια του, πιθανότατα της βυζαντινής εποχής, μαρτυρούν την ιστορικότητα του χώρου. Κι αν βρεθούν εκεί την πιο καλή ώρα, τότε που δύει ο ήλιος, μπροστά τους, μέσα στην θάλασσα, θα μαγευτούν βλέποντάς την να μεταμορφώνεται για λίγο σ' ένα ζεστό, γεμάτο πλουμίδια σεντόνι ενώ ο ουρανός γύρω τους θα μπλαβίζει. 

(1) μισθωμένο ταξί
(2)ένας θεσμός εργατών με φτυάρι και κασμά, που είχαν ως αποστολή τους τη συντήρηση των δρόμων. 
(3) η αυλή της εκκλησίας
(4) δίχωρο μακρόστενο σπίτι, με δώμα, όπου στο κύριο δωμάτιο υπάρχει σοφάς.
(5) ο χορευτής που σέρνει τον χορό μαζί με τις κοπέλες που τον ακολουθούν. 

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2018

Κάποτε στη Γυνατού

  Τη θυμάμαι καλά εκείνη τη χρονιά. Τη θυμάμαι διότι θα ξεπερνούσα επιτέλους, την μέχρι τότε άρνηση των γονιών μου να ακολουθήσω την παρέα μου στη πανηγύρι της Γυνατούς. 

 “ Είναι μακριά, θα κουραστείς, η στράτα είναι επικίνδυνη, δεν υπάρχει μέρος για να κοιμηθείς” ήταν τα επιχειρήματά τους.
  Κάθε χρόνο, την επομένη της εξόρμησης αυτής και για πολλές ημέρες ακόμα, άκουγα από τους φίλους μου, για ένα μονοπάτι, που σε κάποια σημεία του έχασκε ακριβώς δίπλα του ένας τεράστιος γκρεμνός, τον οποίο ήταν προτιμότερο να το περάσεις καβάλα πάνω σε κάποιο ζώο, το οποίο σίγουρα δεν θα έχανε τα βήματα του. Άκουγα για τις αυτοσχέδιες καλύβες που έφτιαχναν μέσα στα σκίνα για να κοιμηθούν, για την Κούφη που οι μεγαλύτεροι κοιμούνταν, για το μικρό εκκλησάκι της Παναγίας, που το χωριό το θυμόταν κάθε Σεπτέμβρη. Μα κυρίως αυτό που συζητούσαν όλοι, ήταν ποιος είχε κατορθώσει να “πουδιάσει” τον άλλο, να του περάσει δηλαδή μια θηλιά στα πόδια την ώρα που κοιμόταν και να τον σύρει προς τα κάτω, προς την κατηφόρα που σχημάτιζε το έδαφος στη πλαγιά του βουνού, σίγουρα τρομάζοντάς τον, μερικές φορές προκαλώντας του και κάποια τραύματα. Έτσι ήταν τότε. Ήμαστε σκληροί, άλλοι λιγότερο άλλοι περισσότερο, γνωρίζαμε όμως ότι έτσι παιζόταν το παιχνίδι της ενηλικίωσης μας.
  Κάθε χρόνο κάκιωνα με τους δικούς μου, που μου αρνούνταν να συμμετάσχω σε αυτή την περιπέτεια, την οποία με τόσο ενθουσιασμό περιέγραφαν όλοι οι συνομήλικοί μου. Μέχρι εκείνη τη χρονιά! Την παραμονή των γενεθλίων της Παναγίας, μετά το μεσημεριανό φαγητό, ανέβηκα στο σπίτι του παππού, με ένα σακ βουαγιάζ γεμάτο προμήθειες και μια βαριά κουβέρτα, για να δανειστώ τον γάιδαρό του. Από το καλοκαίρι τον είχα προετοιμάσει και δεν σήκωνα κουβέντα σε αυτό, ότι τον γάιδαρο θα τον έπαιρνα εκείνη τη χρονιά. Ένα ήρεμο, δυνατό ζώο το οποίο θα με μετέφερε ως εκεί με την παρέα μου. Ο παππούς μου φρόντισε να μου υπενθυμίσει όλα τα “χούδια” του ζώου, με βοήθησε στο σαμάρωμα, μου έδειξε πως θα το στερεώσω σωστά στο ζώο, φορτώσαμε τα πράγματα μου μαζί και λίγο άχυρο για το φαγητό του ζώου, μου ζήτησε να καρφώσω το καζίκι(1) του καλά, σε στέρεο έδαφος, μην τύχει και το σύρει τη νύχτα και τον ψάχνουμε την άλλη μέρα.
  Όταν τελείωσαν όλες οι συμβουλές, με αποχαιρέτησε με φανερή την αγωνία στο πρόσωπό του. Τον αποχαιρέτησα βιαστικά, καβάλησα το ταλαιπωρημένο από τη δουλειά τόσων χρόνων ζώο και κατέβηκα την κατηφόρα με τα τσιμεντένια σκαλιά προς την έξοδο του χωριού. Εκεί, περίμεναν και οι υπόλοιποι, όλοι καβάλα με τον παραδοσιακό τρόπο, γυρισμένοι προς τη μια μεριά του σκληρού σαμαριού, έτοιμοι να πηδήξουν κάτω όποτε η ανάγκη το έφερνε.
Και ξεκινήσαμε τη διαδρομή μας. Ένα εφηβικό καραβάνι, γεμάτο ορμή και νιάτα, το οποίο εκείνη την ώρα σήκωνε το βάρος, χωρίς να το ξέρει, της ιστορίας του χωριού μας. Θα πατούσαμε εκείνο το αρχαίο μονοπάτι, το οποίο ακολούθησαν οι πρόγονοι μας, πριν από χρόνια, για να φτάσουν στη σημερινή θέση του χωριού μας, μακριά από τη θάλασσα για να γλιτώσουν από τις επιδρομές των Σαρακηνών, που εξουσίαζαν τη Μεσόγειο. Η περιοχή των Εΰρων, αποτέλεσε για πολλά χρόνια ο ενδιάμεσος σταθμός σε αυτή τη διαδρομή τους. Σκληρός τόπος, η καλλιεργήσιμη γη λιγοστή και δυσκολοδούλευτη, μα είχε το πλεονέκτημα ότι ήταν αόρατη από τη θάλασσα. Μόνο από εκεί που βρισκόταν το εκκλησάκι της Παναγίας, μπορούσες να την δεις, κάτω, μακριά να αφρίζει τον περισσότερο καιρό.
  Περάσαμε από τα Κόνια, αφήσαμε τον αμαξιτό δρόμο και μπήκαμε στο χαραγμένο στην επιφάνεια του βουνού, μονοπάτι. Σε κάποια σημεία, εκεί που ο δρόμος πλάταινε ελάχιστα, γίνονταν τα προσπεράσματα. Τσιγκλώντας τα ζώα μας, προσπαθούσαμε να αιφνιδιάσουμε τον προπορευόμενο σε εμάς, περνώντας δίπλα του, τις περισσότερες φορές ακουμπώντας τον. Ευτυχώς τα ζώα μας, μαθημένα από τις όποιες απαιτήσεις των ιδιοκτητών τους, συνέχιζαν το σταθερό και σίγουρο βήμα τους.
Λίγο πιο κάτω βρίσκαμε τις κουμαριές. Ο θάμνος αυτός σκέπαζε όλη την πλαγιά, ίσα που διακρίνονταν οι πράσινοι καρποί του, οι οποίοι σε έναν μήνα θα κοκκίνιζαν. Στον μεγάλο πόλεμο, τότε που οι κάτοικοι του νησιού γνώρισαν την πείνα, όλοι είχαν γευτεί αυτό το δώρο της φύσης και μας περιέγραφαν με απίστευτη νοσταλγία τη γλυκύτητα των ώριμων καρπών.
  Περάσαμε μία μία τις στεφανές(2) του βουνού, μέχρι που φτάσαμε στην Κυλίστρα, ένα ελάχιστο κομμάτι δρόμου, χωμάτινο δίχως σταθερά πατήματα και τον γκρεμνό να χάσκει από κάτω μας. Όλοι μας σοβαρέψαμε, τα στόματα έκλεισαν, εμπιστευτήκαμε μόνο τα τέσσερα δυνατά πόδια του ζώου μας, τα οποία από ένστικτο ήξεραν πως να μας περάσουν με ασφάλεια. Από κει, πιάσαμε την κατηφόρα, περάσαμε το ρέμα, όπου ακόμα διακρίνονταν τα ερείπια κάποιων παλιών κατοικιών, τις οποίες η θαμνώδης βλάστηση της περιοχής, τα εξαφάνιζε σιγά σιγά. Και μετά από λίγο, ο δρόμος γινόταν πιο ομαλός, μέχρι που φτάσαμε στο στάβλο του Σταυράκη. Αυτός, μαζί με τη γυναίκα και τις κόρες του, έμενε μόνο, για να διαφεντεύει όλους τους γύρω βοσκότοπους. Σε ελάχιστα λεπτά, φτάσαμε στη μοναδική πηγή της περιοχής, το Ητσάλλι, σταματήσαμε ίσα ίσα για να ξεδιψάσουν τα ζώα και να συμπληρώσουμε με νερό τα παγούρια μας.
  Όταν φτάσαμε στην επόμενη στροφή του δρόμου, κάτω αντικρίσαμε το εκκλησάκι της Παναγίας της Γυνατούς, κάτασπρο, με τη μικρή του αυλή. Στη πλαγιά, πιο ψηλά, υπήρχε μια ελιά στην οποία κρεμόταν η καμπάνα και πίσω της η περίφημη “Κούφη”, ένα μονόχωρο κτίσμα στο οποίο μπορούσαν να κοιμηθούν το βράδυ, κατάχαμα, κάποιοι από τους λίγους προσκυνητές. Κατεβήκαμε με τα ζώα μας, κατευθυνθήκαμε προς το ρέμα, ξεκαβαλικέψαμε, τα δέσαμε καλά για να μην μας φύγουν, τους δώσαμε το σανό που είχαμε φέρει μαζί, πήραμε τα πράγματα μας, πήραμε μαζί μας και τα σχοινιά για το φόρτωμα μην μας τα κλέψουν και κατευθυνθήκαμε προς το εκκλησάκι.    
  Μπαίνοντας, η ματιά μου σταμάτησε στο υπέρθυρο, όπου μας καλωσόριζε η αλλόκοτη, ανάγλυφη προσωπογραφία της Παναγίας. Ταλαιπωρημένη από τον χρόνο, έμεναν να φαίνονται αδρά τα χαρακτηριστικά του προσώπου της με τη κορώνα στα μαλλιά που έπεφταν στους ώμους της. Ή μήπως δεν ήταν η Παναγία αλλά κάποια πριγκιποπούλα της περιοχής, από εκείνα τα χρόνια τα παλιά, που η περιοχή κατοικούνταν; Βιαστικά ανάψαμε κερί, προσκυνήσαμε την εικόνα και βγήκαμε έξω. Περπατήσαμε την περιοχή για να βρούμε κάποιο μεγάλο σκίνο για να κοιμηθούμε στο εσωτερικό του. Το μαλακό χώμα της ρίζας του, θα ήταν το στρώμα μας για εκείνο το βράδυ. Λίγο, πιο κάτω βρήκαμε ένα που το θεωρήσαμε κατάλληλο. Με ένα κλαδευτήρι κόψαμε κάποια από τα κλαδιά του μέχρι να σχηματιστεί ένα κούφωμα στο εσωτερικό του. Τρία άτομα χωρούσαμε άνετα. Αφού τακτοποιηθήκαμε, επιστρέψαμε στη αυλή της εκκλησίας περιμένοντας τον παπά. Οι παλαιότεροι έλεγαν ιστορίες που θυμούνταν για την περιοχή, για τις καλλιέργειες που κάποιοι έκαναν στις γύρω περιοχές στα δύσκολα χρόνια του πολέμου. Κάποιος θυμήθηκε την περίφημη ιστορία του Καταχανά(3), που εμφανίστηκε αν και νεκρός στα μέρη αυτά, αργά τη νύχτα, προσπαθώντας να πάρει μαζί του στον άλλο κόσμο τον κουμπάρο του. Είπε ψέματα, ότι έπρεπε να τον ακολουθήσει στο χωριό, διότι η γυναίκα του ήταν άρρωστη σοβαρά. Στο δρόμο έκανε ότι ήταν δυνατόν για να τον γκρεμοτσακίσει στις απότομες εκείνες πλαγιές, η αναμμένη δάδα όμως που κρατούσε τον έσωσε.  Όταν έφτασε στο χωριό και έμαθε ότι ο αγαπημένος του κουμπάρος και φίλος είχε θαφτεί από την προηγούμενη ημέρα, έπεσε σε βαριά κατάθλιψη, η οποία τον συντρόφευε σε όλη τη ζωή του μέχρι που πέθανε. Κάποιος άλλος έλεγε για το κατόρθωμα του, να φύγει μέσα στο βαθύ σκοτάδι, με έναν φακό μόνο, να πάει στο κοντινό χωριό, τις Μενεταίς, να αγοράσει ποτό και να γυρίσει για να συνεχιστεί το γλέντι τους. Και κάποιοι άλλοι, προσπαθούσαν να πιάσουν στο τρανζιστοράκι(4) που είχαν, την αναμετάδοση του πρωταθλήματος που άρχιζε εκείνη την ημέρα.
  Εκεί και ο Σταυράκης, θηριώδης, χαμογελαστός, χαρούμενος που εκείνη τη βραδιά χανόταν επιτέλους η ατέλειωτη ησυχία που σκέπαζε όλο το χρόνο την περιοχή. Στις γύρω πλαγιές θα αντιλαλούσαν οι φωνές μας και τα γέλια μας, ο ήχος της λύρας και οι μαντινάδες. Οι κουτάλες ήδη κτυπούσαν στα καζάνια που ετοίμαζαν το φαγητό και το κτύπημα της καμπάνας επιτέλους, θα σήμαινε την ώρα για τον εσπερινό. Ήταν ο οικοδεσπότης μας, ο οποίος όμως διακριτικά χανόταν πίσω απ΄ όλους τους άλλους, τον έφτανε που μας έβλεπε εκεί στη χάρη της χαμένης στη μοναξιά, συντρόφισσας του, της Παναγίας της Γυνατού
 Με το σκοτείνιασμα έφτασε κι ο παπά Κρητσιώτης, ο οποίος περίμενε να πέσει η κάψα της ημέρας για να ξεκινήσει από το χωριό, μιας και πάντα τη διαδρομή την έκανε με τα πόδια. Τότε άναβαν τα λουξ(5), ο χώρος φωτιζόταν σαν να ΄ταν μέρα, εκτός από το εκκλησάκι μέσα, όπου το μόνο φως που επιτρεπόταν ήταν αυτό από τα κεριά και το καντήλι. 
  Ο εσπερινός άρχισε, κάπως ησυχάσαμε, μα όλοι μας βιαζόμασταν να τελειώσει, μιας κι αυτό που μας ένοιαζε περισσότερο ήταν να σερβιριστεί το φαγητό, που μαγειρευόταν στην άκρη της αυλής και το οποίο από ώρα μας έσπαγε τη μύτη. Κατσικάκι κοκκινιστό με πιλάφι. Και μόνο γι αυτό το πιάτο άξιζε ο κόπος να βρεθείς εκεί. Συγχρόνως ακούστηκαν και οι πρώτες δοξαριές και στον τόπο απλώθηκε η γλυκιά μελωδία της λύρας. Νόμιζες ότι το όργανο αυτό ήταν φτιαγμένο ειδικά για κάτι τέτοιες βραδιές. Τα πατήματα στο όργανο ακολουθούσαν τους αιώνες και έφταναν ως εμάς, που παρακολουθούσαμε μην έχοντας την άδεια να σταθούμε δίπλα στους γλεντιστάδες του χωριού. Οι μαντινάδες τους μιλούσαν για όλα όσα απασχολούσαν τους ανθρώπους τότε. Τα μικρά για μας που κρατούσαμε τις αποστάσεις από τις παραδόσεις μα τα πολύ μεγάλα για εκείνους τους απλούς ανθρώπους, που είχαν χορτάσει από όνειρα και βιοπάλη.
  Αργά, μετά τα  μεσάνυχτα, σιγά σιγά όλοι πήγαμε για ύπνο. Στην Κούφη οι μεγαλύτεροι, οι γυναίκες είχαν καταλάβει το εσωτερικό του ναΐσκου και εμείς, οι νεολαίοι προσπαθούσαμε να βολευτούμε στις αυτοσχέδιες καλύβες μας. Με το ένα μάτι ανοιχτό λαγοκοιμόμασταν, τυλιγμένοι μέσα στις κουβέρτες, προσπαθώντας να γλυτώσουμε από την αφόρητη υγρασία της περιοχής και το “πούδιασμα”. Ο ύπνος μας πήρε ελάχιστες ώρες πριν το χάραμα, όταν πια όλοι είχαν ησυχάσει από την ολονύχτια προσπάθεια των πιο τολμηρών, να βρουν κάποιον, που μην αντέχοντας την κούραση της ημέρας τον είχε πάρει ο ύπνος κι έτσι να μπορέσουν να του δέσουν τα πόδια και να τον σύρουν, τρομάζοντας τον στον ύπνο, μέσα σε γέλια από τη μία και βρισίδια από την άλλη.
  Ξυπνήσαμε μην έχοντας προλάβει καλά καλά να ξεκουραστούμε, με τον ήχο της καμπάνας που κτυπούσε ο παπάς για την πρωινή λειτουργία. Σηκωθήκαμε με δυσκολία, μαζέψαμε τα πράγματα μας, πήγαμε να δούμε αν τα "ζωντανά" μας ήταν στη θέση που τα αφήσαμε την προηγούμενη, το φορτώσαμε και το φέραμε πιο κοντά, προς το εκκλησάκι. Μέχρι να τα κάνουμε αυτά, η λειτουργία τελείωνε, ίσα που προλάβαμε το Ευαγγέλιο. Με το “Δι' ευχών των Αγίων” και το μοίρασμα του άρτου, εγκαταλείψαμε το χώρο με τη σιγουριά ότι και του χρόνου θα ήμασταν και πάλι εκεί.
Και πράγματι, ήμουν πιστός στο ετήσιο προσκύνημα στη Γυνατού μέχρι που έφυγα για φοιτητής.
  Εκείνη την τελευταία χρονιά, με ένα καλοκαίρι που το θυμάμαι ακόμα, γεμάτο αγωνία περιμένοντας τα αποτελέσματα εισαγωγής στις σχολές, τα οποία έβγαιναν αργά, μέσα στον Οκτώβριο, έμεινα πίσω, δεν ακολούθησα τη συντροφιά μου. Επίτηδες δεν ακολούθησα για να έχω τη ησυχία μου και να μπορέσω να φωτογραφήσω το τοπίο με το πρωινό φως. Κρατούσα στα χέρια μου, τη φωτογραφική μηχανή του πατέρα μου την οποία είχα οικειοπηθεί από πολύ νωρίς, μια γερμανική Agfa της δεκαετίας του 50 και άφησα το ζώο να με οδηγήσει πίσω στο χωριό, σίγουρος ότι θα έβρισκε τα χθεσινά του χνάρια. Μα δεν έγινε έτσι. Πολύ γρήγορα ξεστράτισε και μέχρι να το καταλάβω, βρέθηκα να περιπλανιέμαι στη δυτική πλευρά του βουνού. Η θάλασσα φαινόταν βαθιά κάτω, εγώ όμως κανονικά, δεν θα έπρεπε να τη βλέπω. Ξεπέζεψα, προσπάθησα να διακρίνω το δρόμο, που με είχε φέρει μέχρις εκεί αλλά ο τόπος ήταν γεμάτος στενούς κατσικόδρομους, που όλοι μου φαίνονταν γνώριμοι. Ακολούθησα κάποιον με έβγαλε σε αδιέξοδο. Έπιασα έναν δεύτερο τίποτα. Έναν τρίτο, και πάλι αδιέξοδο. Σταμάτησα. Παρατήρησα το μέρος όσο καλύτερα μπορούσα. Γρήγορα κατάλαβα ότι ουσιαστικά είχα χαθεί, σίγουρα βρισκόμουν κοντά στο μονοπάτι, αλλά δεν μπορούσα να διακρίνω κάποιο σημάδι που θα με οδηγούσε προς αυτό. Όλη η πλαγιά με τα διάσπαρτα, κυρτωμένα από τον αέρα πεύκα, δίχως κανένα ίχνος ανθρώπινης παρέμβασης μου ήταν τελείως άγνωστη. Στάθηκα, μελετώντας ποια θα ήταν η επόμενη κίνηση μου, με αγωνία και φόβο μαζί, μέχρι που μια φωνή, γυναικεία φωνή, ακούστηκε για να με κατευθύνει προς τη σωστή κατεύθυνση. Σε ελάχιστα λεπτά είχα ξαναβρεί το μονοπάτι, το ακολούθησα μέχρι το χωριό, μην τολμώντας να αφήσω την προσοχή μου από το δρόμο που ακολουθούσε ο γάιδαρός μας.
  Δεν ήμασταν πολλοί στην περιοχή, εκείνη την ημέρα. Καμιά από τις λίγες γυναίκες του χωριού, που ήταν εκεί, δεν ήξερε τίποτα. Οι μεγαλύτεροι, με απόλυτη σιγουριά, θεώρησαν ότι η Παναγία έκανε ένα ακόμα από τα θαύματα της. Όσο για μένα, δεν έχω απάντηση. Θα μου άρεσε όμως, να ήταν η Παναγία. Η οποία μας ακολούθησε, ευχαριστημένη που για ένα βράδυ ήμασταν στο σπίτι της, που την θυμηθήκαμε, της κάναμε παρέα, ζωντανέψαμε την περιοχή των προγόνων μας. Μας ακολούθησε λυπημένη που την αφήναμε και πάλι μόνη, στο έρημο βουνό στο οποίο ακόμα και οι κυνηγοί με δυσκολία έφταναν, ως την επόμενη χρονιά. Ή μήπως ήταν εκείνη η πριγκιποπούλα της περιοχής, που με τα μαλλιά ξέπλεκα στους ώμους της, αλλαφροΐσκιωτη από κάποιον χαμένο έρωτα, έτρεχε στις γύρω πλαγιές, μέχρις που με συνάντησε και αποφάσισε να με γλυτώσει από την ταλαιπωρία. 
.........................................................................................................................
Γρήγορα όλα άλλαξαν. Τα μονοπάτια χάθηκαν και έγιναν αυτοκινητόδρομοι. Τι έγκλημα κι αυτό; Στη χάρη της Παναγίας, μαζεύεται πια τόσος κόσμος, που οι επίτροποι της εκκλησίας μεγάλωσαν την αυλή, γκρέμισαν την Κούφη, έφτιαξαν πλατείες για να παρκάρουν τα αυτοκίνητα, έφεραν γεννήτριες για να φωτιστεί ο χώρος, έφεραν και ενισχυτές που σκληραίνουν τον ήχο των οργάνων.
Και η Δημοτική αρχή του νησιού, ανιστόρητη ως συνήθως, λίγα μέτρα πιο πέρα από το προσκύνημα του χωριού μας, τοποθετεί τον σκουπιδότοπο του νησιού. Τον οποίο επιπλέον αφήνει στην μοίρα του, αδιαφορώντας για τα κάθε είδους απορρίμματα, που βρομίζουν όλη την περιοχή.
Πρόοδο το λένε αυτό σήμερα, άλλοι πιο συγκαταβατικοί τα θεωρούν όλα αυτά αναγκαίο κακό, κάποιοι άλλοι πιο ρομαντικοί, όπως του ελλόγου μου, πάντα θα αναρωτιούνται αν ήταν αναγκαία όλα αυτά;
      Κι εγώ; Νοσταλγώ εκείνα τα χρόνια, τυχερή τη γενιά μου, που τα έζησε, χρόνια διαφορετικά... μα εκείνο που κυρίως νοσταλγώ είναι τα νιάτα μας και την ανεμελιά μας. Ωραία χρόνια!

(1) σιδερένιο παλούκι, με ένα κρίκο το οποίο κάρφωναν στη γη για να δέσουν το σχοινί που κρατούσε το ζώο
(2) οι απόκρημνες πλαγιές του βουνού
(3) βρυκόλακας
(4) μικρό ραδιόφωνο της εποχής
(5) ισχυρό φωτιστικό που έκαιγε πετρέλαιο σε πίεση


Κάρπαθος

Νάρκισσος, ο μυθικός ωραιοπαθής!

    « Αυτός που ερωτεύεται τον εαυτό του δεν θα έχει αντίπαλους ».  -Βενιαμίν Φραγκλίνος Ο Νάρκισσος είναι ένας ιδιαίτερος χαρακτήρας της...