Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βιβλιοπαρουσιάσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βιβλιοπαρουσιάσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2023

Η εγγονή του Bernhard Schlink

      Η τελευταία μου εγγραφή για το 2023, ήθελα να είναι μία από τις  ΒιβλιοΑναγνώσεις μου. Ένα βιβλίο, που αγάπησα στη χρονιά που μας πέρασε, που με προβλημάτισε αλλά και μου χάρισε την ελπίδα ότι τίποτα απ΄ όσα κάνουμε στον άξονα της ανθρωπίνων αξιών δεν πάει χαμένο.

Η_ εγγονή_Bernhard_Schlink

  Η εγγονή του Γερμανού συγγραφέα, Bernhard Schlink , (γνωστού από το best seller, Διαβάζοντας τη Χάννα) είναι ένα μυθιστόρημα, που μιλά κυρίως για τις σχέσεις των ανθρώπων και πως αυτές επηρεάζονται από τις κυρίαρχες ιδεολογίες κάθε τόπου ή εποχής.   Ο Schlink αριστοτεχνικά τοποθετεί τους ήρωες του στον ιστορικό χρόνο, η πλοκή του έργου είναι συναρπαστική και το απρόσμενα αισιόδοξο τέλος, ικανοποίησε τις προσδοκίες μου.

  Το μυθιστόρημα αυτό χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος μαθαίνουμε για τη γνωριμία του Δυτικογερμανού Κάσπαρ και της Ανατολικογερμανίδας Μπίγκιρτ,  το 1964, στο Ανατολικό Βερολίνο με την ευκαιρία της Γιορτής της Πεντηκοστής, όπου μαζεύονταν νέοι και από τις δύο πλευρές της πόλης. Μαθαίνουμε για τη σφοδρή επιθυμία της Μπίγκιρτ να αποδράσει προς τη Δύση, όπου θα είχε την ελευθερία να ταξιδεύει σε όλον τον κόσμο, για τις ιδιορρυθμίες της αλλά και τη μοναχική της ζωή, παρά την ανιδιοτελή αγάπη, που δέχεται από τον σύζυγό της τον Κάσπαρ.  Μα αυτό που συγκλονίζει τον Κάσπαρ δεν είναι μόνο ο ξαφνικός θάνατος της Μπίγκιρτ, αλλά και η ανακάλυψη του μεγάλου μυστικού της γυναίκας του. Προτού φύγει από την Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας, για να ζήσει μαζί του, είχε γεννήσει ένα κοριτσάκι το οποίο εγκατάλειψε σε μια φίλη της με την εντολή να το αφήσει σε κάποιο ίδρυμα ή την εκκλησία. Ζούσε στη σκιά αυτού του γεγονότος, μην τολμώντας να το μαρτυρήσει ούτε στον άντρα της, διστάζοντας να το αναζητήσει, έως ότου έπεσε το τείχος και ενοποιήθηκε και πάλι η Γερμανία. Τότε δειλά δειλά άρχισε την αναζήτηση της κόρης που εγκατέλειψε έχοντας πολλές ενοχές, μα την πρόλαβε ο θάνατος.

nazism
Ο Ναζισμός επανακάμπτει στη σημερινή Γερμανία

  Στο δεύτερο μέρος, ο εβδομηντάρης πια Κάσπαρμε τα ελάχιστα στοιχεία που έχει αφήσει η γυναίκα του, αποφασίζει να ψάξει την χαμένη κόρη της. Με μεθοδικότητα αλλά και τύχη την βρίσκει παντρεμένη, σε μια αγροτική κοινότητα εθνικιστών στην Κάτω Σαξωνία, με ένα κοριτσάκι δεκατεσσάρων ετών, την Ζίγκρουν. Η ζωή τους εμπνέεται από τα ιδεώδη του εθνικοσοσιαλισμού, πιστεύουν "στην ανωτερότητα της Γερμανικής φυλής και ονειρεύονται ότι μια μέρα, το σάπιο κατεστημένο που κυριαρχεί θα καταπέσει και με τη δική τους συνδρομή, για να δημιουργηθεί μία μεγάλη και ισχυρή Γερμανία. Μια Γερμανία όπου κάθε φυλετική ή κοινωνική μειονότητα θα εξαλειφθεί, μια Γερμανία που θα ανήκει στους νόμιμους ιδιοκτήτες της". 

  Ο Κάσπαρ θεωρεί, ότι οφείλει να καταβάλει κάθε προσπάθεια, για να απεγκλωβίσει τη νεαρή Ζίγκρουν, την εγγονή του εξ αγχιστείας, από τις αναχρονιστικές απόψεις με τις οποίες μεγαλώνει. 

  Δεν θα αποκαλύψω αν το κατορθώνει τελικά, ούτε ποια μέθοδο χρησιμοποιεί. Αυτά τα αφήνω για τον μελλοντικό αναγνώστη αυτού του ενδιαφέροντος μυθιστορήματος. Αν και πολλές φορές ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, ο Κάσπαρ, φτάνει στα όρια του, επιδεικνύει αξιοθαύμαστη υπομονή αλλά και επιμονή στην προσπάθεια του αυτή. Εξάλλου όπως καταλαβαίνετε κι εσείς, δεν είναι και πολύ εύκολο ένας εβδομηντάχρονος να  μεταπείσει μία έφηβη, που πέρα από τις παγιωμένες αντιλήψεις της είναι και πολύ έξυπνη. 

  Ο Bernhard Schlink, μέσα από το μυθιστόρημα Η εγγονή, καταπιάνεται με κάποια από τα σοβαρά πολιτικά ζητήματα της χώρας του, όπως:

 α) Τις δύο μεταπολεμικές Γερμανίες με τα διαφορετικά πολιτικά συστήματα, τα οποία λίγο πολύ είναι γνωστά σε όλους μας. Εντύπωση μου έκανε η πληροφορία, ότι κάποιος μπορούσε να μετακινηθεί από το Δυτικό Βερολίνο προς το Ανατολικό, διαμέσου κάποιας επίσημης πύλης εισόδου, με μόνον περιορισμό ότι έπρεπε να το έχει εγκαταλείψει ως τα μεσάνυχτα. Το αντίθετο δεν επιτρεπόταν, αφού πολλοί Ανατολικογερμανοί επιθυμούσαν να δραπετεύσουν στην Δύση, μην αντέχοντας την έλλειψη των ατομικών ελευθεριών και τον απομονωτισμό τον οποίο έπρεπε να υπομένουν οι κάτοικοι της Λ.Δ.Γ. (όπως και η Μπίγκιρτ).

β) Την υποτίμηση που ένιωθαν οι Ανατολικογερμανοί, από τους Δυτικογερμανούς, όχι μόνο μετά την πτώση του τείχους και την ενοποίηση της χώρας, αλλά και πριν. Η Δυτική Γερμανία, ήταν μια πλούσια βιομηχανική χώρα, με ανεπτυγμένη τεχνολογία, όπου όλα λειτουργούσαν εντός του καπιταλιστικού οικονομικού πλαισίου αλλά με ατομικές ελευθερίες. Τους Ανατολικογερμανούς τους περιφρονούσαν διότι είχαν υποκύψει σε ένα πολιτικό σύστημα, που όσες επιτυχίες κι αν είχε, δεν μπορούσε να τους φτάσει. Αλλά και οι ίδιοι οι Ανατολικογερμανοί ένιωθαν μειονεκτικά έναντι των Δυτικών, βλέποντας την υστέρηση τους σε βασικούς τομείς της οικονομίας, της παιδείας, των ελευθεριών κλπ.

γ) Μια ακροδεξιά που αναπτύχθηκε στην πρώην Ανατολική Γερμανία, κυρίως ως αντίδραση σε εκείνο το πολιτικό σύστημα, που καταδίκασε την μισή Γερμανία, να ζει στη σκιά της άλλης μισής. Μια ακροδεξιά, που στο μυθιστόρημα αυτό είναι υπαρκτή αλλά κατακερματισμένη σε διάφορες ομάδες, σε αντίθεση με αυτό που γίνεται στη σημερινή Γερμανία, όπου το ακροδεξιό κόμμα AFD, έχει το 21% των ψηφοφόρων να το υποστηρίζουν. Μόνο που τώρα αντλεί τη δύναμή του από την απογοήτευση των
Bernhard_Schlink
Bernhard Schlink
Γερμανών από την τρικομματική τους κυβέρνηση, που εμφανίζεται αδύναμη να δώσει λύση στα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά προβλήματα της χώρας.

  Κλείνοντας θα έλεγα, ότι το μυθιστόρημα αυτό μου άρεσε, διότι ο Schlink  ακουμπά στην ιστορία της σύγχρονης Γερμανίας, για να μας μιλήσει για τον έρωτα, την αληθινή αγάπη, τις δύσκολες σχέσεις (Κάσπαρ - Μπίγκιρτ, Κάσπαρ - Ζίγκρουν), τον πόθο της ελευθερίας και την αξία της πάλης ενάντια στις σκοταδιστικές ακροδεξιές απόψεις, που κατακλύζουν όχι μόνο την Γερμανία αλλά και ολόκληρη  την Ευρώπη πλέον.

Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2023

Η Λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων κ' Οι χώρες της Επαγγελίας του Jean Michel Guenassia

Jean_Michel_Guenassia
Jean Michel Guenassia
  Αν κάποιος θέλει να διαβάσει ένα μεγάλο μυθιστόρημα, με μία ιστορία ενηλικίωσης, με επεκτάσεις στον ιστορικό γίγνεσθαι της εποχής που πραγματεύεται (1959 - 1989), με πρωταγωνιστές που ξεκινούν αμφισβητώντας τα πάντα αλλά στο τέλος αγωνίζονται για τη δική τους γη της επαγγελίας, τότε συστήνω ανεπιφύλακτα τα δύο αυτά έργα του Jean Michel Guenassia. Σίγουρα Η Λέσχη των Αθεράπευτα Αισιόδοξων υπερτερεί  του Οι χώρες της Επαγγελίας αλλά το δεύτερο, το οποίο διάβασα μετά από κάποιους μήνες, μου έδωσε τη χαρά να ξανασυντήσω παλιούς γνώριμους και να ακολουθήσω τη μετέπειτα ζωή τους. Διότι είναι γεγονός, ότι αναγνωστικά την ήθελα αυτήν τη συνέχεια, πιστεύω όμως ότι και ο συγγραφέας είχε την ανάγκη, να εξελίξει την πορεία της ζωής των πρωταγωνιστών του, διότι τελειώνοντας Η Λέσχη των Αθεράπευτα Αισιόδοξων, μου άφησε την αίσθηση, ότι δεν μου είχε πει όλα όσα χρειαζόμουν να ακούσω για τη ζωή τους. Σίγουρα όμως και τα δύο μυθιστορήματα μπορεί κάποιος να τα διαβάσει αυτόνομα. 
H_lesxi_twn_atherapeuta_aisiodoxwn
    Κεντρικό πρόσωπο των Αθεράπευτα Αισιόδοξων, είναι ο Μισέλ Μαρινί, όπου το 1959 είναι μόλις δώδεκα χρόνων. Κακός μαθητής στο σχολείο, δίχως κανέναν προσανατολισμό στη ζωή του, μεγαλώνει μέσα σε μια δυσλειτουργική οικογένεια. Κι όμως είναι μανιώδης αναγνώστης κάθε βιβλίου το οποίο μπορεί και το διαβάζει σε χρόνο ρεκόρ. Στον ελεύθερο χρόνο του συχνάζει στο μπιστρό Balto, όπου συναντιέται με τους φίλους του για να παίξει ποδοσφαιράκι, στο οποίο είναι παιχνίδι είναι ανίκητος. Στην πίσω αίθουσα του μπιστρό, λειτουργεί  μια άτυπη σκακιστική λέσχη, στην οποία κατορθώνει πολύ γρήγορα να γίνει δεκτός ως θεατής. Το ιδιαίτερο σε αυτήν τη λέσχη είναι, ότι εκεί συχνάζουν πολιτικοί πρόσφυγες από τις κομμουνιστικές χώρες, βρισκόμαστε στην εποχή του ψυχρού πολέμου, οι οποίοι σε κάποια στιγμή της ζωής τους ασμένως εγκατέλειψαν τις οικογένειες τους, μαζί εγκατέλειψαν και τα ιδεώδη με τα οποία μεγάλωσαν και πίστεψαν για να γλιτώσουν τις ζωές τους. Κι όμως αυτοί οι άνθρωποι, ο Ίγκορ, ο Λεονίντ, ο Σάσα, ο Ίμρε και άλλοι, που κάνουν κάθε είδους δουλειές για να επιβιώσουν, φαινομενικά χωρίς κανένα μέλλον, διακρίνονται για την αισιοδοξία τους. Είναι αθεράπευτα αισιόδοξοι. Ο συγχρωτισμός του Μισέλ Μαρινί με αυτούς τους ανθρώπους, είναι η αιτία για να αλλάξουν τα πάντα στη ζωή του. Κοντά στον Σάσα, έναν αποκομμένο απ΄ τους υπόλοιπους πρόσφυγα,  κάνει και τα πρώτα του βήματα στην τέχνη της φωτογραφίας, με την οποία στο μέλλον θα ασχοληθεί επαγγελματικά.
  Στις σελίδες των Αθεράπευτα Αισιόδοξων, θα δούμε τις ανησυχίες της γαλλικής νεολαίας της δεκαετίας του '60, θα νιώσουμε τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα του πρωταγωνιστή για τη γυναίκα που τον σημάδεψε για πάντα, την Καμίγ, τις ανησυχίες του ιδεαλιστή αδελφού του Φρανκ αλλά και την ιδιαίτερη  σχέση του Μισέλ με την κοπέλα του Φρανκ, την Σεσίλ και τον αδελφό της. Κι όλα αυτά με φόντο τον Αλγερινο-γαλλικό πόλεμο, που σκίαζε όλη της Γαλλική κοινωνία. Στον πόλεμο αυτόν στέλνεται και ο Φρανκ, ο οποίος μπλέκει σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση, από την οποία όπως φαίνεται δεν υπάρχει διαφυγή. Χωρίζει την Σεσίλ με έναν άκομψο τρόπο, γεγονός που αυτή ποτέ δεν του συγχωρεί.
 
Oi_hores_tis_epaggelias
  Οι Χώρες της Επαγγελίας ακολουθούν όχι μόνο τον Μισέλ Μαρινί (από τα δεκαεπτά του και μετά) αλλά και τον αδελφό του, τον Φρανκ, ο οποίος βρίσκεται εγκλωβισμένος στην Ελεύθερη πια Αλγερία, έχοντας πείσει τον εαυτό του, ότι εκεί επιτέλους θα οικοδομηθεί ένα νέο, δίκαιο, μα κυρίως σοσιαλιστικό κράτος. Συγχρόνως παρακολουθούμε και τη συνέχεια της ζωής των μελών της Λέσχης των Αθεράπευτα Αισιόδοξων του μπιστρό Batlo. Του Ίγκορ, ο οποίος γεμάτος τύψεις, αποδέχεται ένα έγκλημα το οποίο ουδέποτε διέπραξε. Αφού αποφυλακιστεί μαζί με τον Λεονίντ και τον Μισέλ ταξιδεύουν ως το Ισραήλ. Οι δύο πρώτοι προσπαθούν να ξαναφτιάξουν τις ζωές τους σε μία χώρα που αποδέχεται τον καθένα, φτάνει να δηλώνει Εβραίος και ο Μισέλ για να αναζητήσει την αγαπημένη του Καμίγ, της οποίας έχει χάσει τα ίχνη. Κι από εκεί και πέρα ξεκινά ένα απίστευτο γαϊτανάκι εξελίξεων και συμπτώσεων, τις οποίες ο συγγραφέας με μαεστρία παρουσιάζει, την μία εστιάζοντας στον Μισέλ και την άλλη στον Φράνκ, τα δύο αδέλφια που έχουν χάσει τα ίχνη ο ένας του άλλου.
  Με την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, όταν ανατρέπεται πλήρως το παγκόσμιο πολιτικό σκηνικό, βρίσκουμε τον Φράνκ ως έναν ιδιαίτερα αγαπητό μοναχό στην ενδοχώρα της Ρωσίας. Το αποκορύφωμα έρχεται όταν τα αδέλφια συναντώνται, μαζί τους και η κόρη του Φρανκ και της Σεσίλτην ύπαρξη της οποίας αγνοούσε έως τότε.

  Και τα δύο μυθιστορήματα διαβάζονται ευχάριστα, κράτησαν το ενδιαφέρον μου αμείωτο σε κάθε στιγμή του, απόλαυσα μια ιστορία με πολλές διαφορετικές παραμέτρους και τελικά με δικαίωσαν,  που τα επέλεξα. Τα πλεονεκτήματά τους είναι ότι κατόρθωσαν να με συμπαρασύρουν σε ένα νοερό ταξίδι στον χρόνο και την εποχή όπου διαδραματίστηκαν σημαντικά ιστορικά γεγονότα στην ήπειρο μας, να με τοποθετήσουν ανάμεσα στους πρωταγωνιστές τους, να με κάνουν συμμέτοχο των αγωνιών και των προσδοκιών τους. Ο Γάλλος συγγραφέας  Jean Michel Guenassia, απέδειξε  πόσο μεγάλος συγγραφέας είναι, φτιάχνοντας δύο πολυσέλιδα μυθιστορήματα, τα οποία όχι μόνο δεν σε κουράζουν αλλά τελειώνοντάς τα, αισθάνεσαι εκείνη την ιδιαίτερη ικανοποίηση που αφήνει η ανάγνωση ενός βιβλίου, που σε κάνει σοφότερο άνθρωπο. 

 

Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2023

Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπο του ΕΡΙΧ ΜΑΡΙΑ ΡΕΜΑΡΚ

 Τότε που οι πόλεμοι όσο άγριοι κι αν ήταν, γίνονταν ανάμεσα σε στρατούς και όχι έχοντας ενδιάμεσα τους αμάχους, τους οποίους τους καταγράφουμε ως παράπλευρες απώλειες. Και ούτε βέβαια εφορμούσαν μέσα σε χωριά και συνάξεις της νεολαίας, σφάζοντας όποιον έβρισκαν μπροστά τους. 

  Το Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπον, το πρωτοδιάβασα έφηβος ακόμη. Αν και το θυμόμουν αμυδρά μόνο, πάντα για μένα αποτελούσε σημείο αναφοράς για την αντιπολεμική λογοτεχνία. Είχα την ευκαιρία να το ξαναδιαβάσω και πάλι, μέσα στο 2023, και ως πιο ώριμος επιπλέον, να κατανοήσω πιστεύω πληρέστερα όσα σημαντικά έχει να μας δώσει. Ο Γερμανός συγγραφέας του, Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, το έγραψε το 1929 και έχει ιδιαίτερη αξία ως κείμενο για διάφορους λόγους!

 1ον: Ο Ρεμάρκ, έχει συμμετάσχει ως στρατιώτης του Κάιζερ, στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, άρα ξέρουμε ότι όσα φοβερά γράφει, τα έχει ζήσει από πρώτο χέρι. Έναν πόλεμο ατελείωτων χαρακωμάτων, τον σκληρότερο που είχε γνωρίσει έως τότε η ανθρωπότητα, με ελεύθερη χρήση χημικών, με νέα όπλα στο πεδίο των μαχών (τανκς, αεροπλάνα, φλογοβόλα). Έζησε δίπλα σε εκατοντάδες συντρόφους του τις αδυσώπητες μάχες, πολλούς τους είδε να σκοτώνονται ή να ακρωτηριάζονται. Είδε διαμελισμένα πτώματα να κρέμονται από τα δέντρα ή να κείτονται μέσα στα λασπόνερα. Το αν θα ζήσεις ή θα πεθάνεις, το αν θα γυρίσεις στο σπίτι σου αρτιμελής ή σακάτης, τις περισσότερες φορές οφειλόταν στη θεά Τύχη. Βίωσε και μας μετέφερε την πραγματική εικόνα του πολέμου δηλαδή.

 2ον. Είναι ένα μυθιστόρημα, το οποίο δεν ηρωοποιεί τον πόλεμο, αντιθέτως τον παρουσιάζει τόσο τρομακτικό, όσο μπορεί να είναι στην πραγματικότητα. Δεν μένει μόνο σε αυτά που αισθάνεται ο πρωταγωνιστής με τις πέντε αισθήσεις του, αλλά αποκαλύπτει με απόλυτη σαφήνεια, όσα νιώθει και σκέπτεται ένας στρατιώτης από τη στιγμή, που παύει να λειτουργεί ως ένας κοινός άνθρωπος. Επικρατούν τα κατώτερα ένστικτα, όπως της επιβίωσης (εύρεση τροφής, εύρεση χρόνου και τρόπου για ύπνο, τη μηχανική κάλυψη από τα διάφορα είδη κτυπημάτων του εχθρού, της αναισθησίας έναντι του θανάτου ή καλύτερα της εξίσωσης του θανάτου από εχθρικό όπλο με εκείνον κάποιου που πεθαίνει από ατύχημα ή κάποια θανατηφόρα ασθένεια). Κάθε σχέση με οτιδήποτε σε κάνει να ξεχωρίζεις ως άνθρωπος, χάνεται ολοένα και περισσότερο, κάθε μέρα που περνά στα χαρακώματα. Κι όποιος δεν μπορεί να λειτουργήσει με αυτόν τον τρόπο, ελαχιστοποιεί όλο και περισσότερο τις πιθανότητες επιβίωσής του.

 3ον. Παρουσιάζει τις σχέσεις εξουσίας μεταξύ ανωτέρων βαθμοφόρων
Α΄.W.W
και κατωτέρων οπλιτών, οι οποίες είναι παρά την όποια αντιξοότητα ή την επικείμενη ήττα, οφείλουν και παραμένουν ακλόνητες ως το τέλος. Διότι μόνο έτσι διατηρείς έναν στρατό έτοιμο για δράση, του αφαιρείς κάθε κριτική σκέψη, του αποκλείεις την ομαδική απόδραση από την κόλαση που ζει σχεδόν καθημερινά, με μικρές μόνο ανάπαυλες ξεκούρασης στα μετόπισθεν.

 4ον. Αναφέρεται σε αυτούς, που βρίσκονται στα κέντρα αποφάσεων (στην περίπτωσή μας τον Κάιζερ), μακριά από τα πεδία των μαχών, και αδιατάρακτα παίρνουν τις αποφάσεις, παίζοντας με τη ζωή των νέων ανθρώπων αλλά και του άμαχου πληθυσμού. Δεν έχει όμως την ωριμότητα να δει πιο πίσω και να αναφέρει, πού “παίζονται” τα μεγάλα οικονομικά κέρδη, πού κάποιοι αποκομίζουν από τη “βιομηχανία” του πολέμου. Για παράδειγμα γράφει:

“Γιατί λοιπόν να υπάρχει πόλεμος” ρωτάει ο Τιάντεν.

Ο Κατ σηκώνει τους ώμους.

“Θα πρέπει να υπάρχουν άνθρωποι που έχουν κέρδος από τον πόλεμο”.

“Ε, λοιπόν, εγώ δεν είμαι από δαύτους” σαρκάζει ο Τιάντεν.

“Ούτε εσύ ούτε κανένας απ' όσους βρίσκονται εδώ”.

“Και ποιοι λοιπόν έχουνε κέρδος;” επιμένει ο Τιάντεν. “Ούτε και ο ίδιος ο Κάιζερ δεν έχει κέρδος απ' τον πόλεμο. Αυτός μάλιστα έχει ό,τι του χρειάζεται”.

“Μην το λες αυτό” αποκρίνεται ο Κατ. “Ίσαμε τώρα δεν είχε κάνει πόλεμο. Και κάθε μεγάλος αυτοκράτορας έχει ανάγκη το λιγότερο από έναν πόλεμο. Διαφορετικά δεν γίνεται διάσημος. Ρίξε λοιπόν μια ματιά στα σχολικά σου βιβλία”.



 5ον. Παρουσιάζει όλους εκείνους, που υπηρετούν ένα σύστημα εξουσίας, ή ένα σύστημα μεγαλοϊδεατισμού (στην προκείμενη περίπτωση της αυτοκρατορικής Γερμανίας του Κάιζερ). Δάσκαλοι, Δήμαρχοι, απόμαχοι, κλπ, οι οποίοι προπαγανδίζουν στους νέους, την “υπέρτατη" υποχρέωσή τους, να πολεμήσουν για κάποιο αόριστο μεγαλείο. Μικρά γρανάζια στη μεγάλη κρεατομηχανή του πολέμου, ικανά όμως να επηρεάσουν τους νέους ανθρώπους. Κι εκείνοι πείθονται, μα όταν ο πρωταγωνιστής μας, ο νεαρός στρατιώτης Πάουλ, ανακαλύπτει ότι απ' όλη την τάξη του, μόνο εκείνος έχει μείνει ζωντανός, καταλαβαίνει, αργά όμως, τη ματαιότητα της όλης υπόθεσης.  Το εξοργιστικό είναι, ότι παρά τις στρατιές νεκρών και αναπήρων, αυτοί φαίνονται αμετανόητοι και το μόνο, που έχουν να προσφέρουν, είναι λόγια παρηγοριάς. Την ήττα και τις συνέπειες της δεν την σκέπτονται. Και το χειρότερο, οι νέοι δεν έχουν δικαίωμα να αντιδράσουν, διότι φοβούνται τον χλευασμό των μεγαλύτερων τους (πέρα από τους κρατικούς μηχανισμούς εξουσίας). Το παρουσιάζει πολύ εύγλωττα:

“...Γιατί εκείνην την εποχή, ακόμα κι ο πατέρας σου και η μάνα σου εύκολα σου πετούσαν κατάμουτρα τη λέξη «δειλός». Και τούτο γιατί τότε οι άνθρωποι δεν είχαν ιδέα για ό,τι θα γινόταν. Για να πούμε την αλήθεια, οι πιο λογικοί απ' όλους ήταν οι απλοί και φτωχοί άνθρωποι. Από την πρώτη κιόλας στιγμή λογιάσανε τον πόλεμο δυστυχία, ενώ η καλή αστική κοινωνία δεν βαστιόταν από τη χαρά της. Κι όμως, αυτή ίσα ίσα αυτή μπορούσε καλύτερα να λογαριάσει τις συνέπειες.”

Erich_Maria_Remarque
Έριχ Μαρία Ρεμάρκ ( 1898-1970)      
  Έχει ενδιαφέρον να πούμε και δύο λόγια για το τι απέγινε ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ μετά την έκδοση του μυθιστορήματός του. Το λέω αυτό διότι βρισκόμαστε σε μια Γερμανία, όπου γίνονται φοβερές κοινωνικές και πολιτικές ανακατατάξεις εξαιτίας των δυσβάσταχτων και ταπεινωτικών όρων παράδοσης, που επέβαλαν οι δυνάμεις της Αντάτ στην ηττημένη Γερμανία. Η κυριότερη από αυτές είναι, η εμφάνιση του Ναζιστικού κόμματος και των αντίστοιχων του ταγμάτων εφόδου.


 Το Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπο, το 1930 έγινε ταινία, σε σκηνοθεσία του Λούις Μάιλστοουν, όπου τιμήθηκε και με το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας. Όταν αυτή προβλήθηκε για πρώτη φορά στο Βερολίνο, ο συγγραφέας αντιμετωπίστηκε ως εχθρός της Πατρίδας και οι εξοργισμένοι χιτλερικοί νεολαίοι, εφόρμησαν στο σινεμά φωνάζοντας "Γερμανία Ξύπνα!" Η ταινία απαγορεύτηκε και ο Ρεμάρκ εγκατέλειψε την χώρα του, το 1931.

  Μαζί με το μυθιστόρημα, είδα και την πολύ καλή ταινία του Νέτφλιξ, σε σκηνοθεσία του Έντουαρντ Μπέργκερ, με τον ίδιο τίτλο, στηριγμένη στο βιβλίο του Ρεμάρκ. Μάλιστα είναι η πρώτη φορά, που αυτό γίνεται από γερμανική εταιρία παραγωγής. Σε πολλά μοιάζει στο βιβλίο, δείχνει την σκληρότητα του πολέμου και όσα είπαμε παραπάνω, αλλά δεν μπόρεσε να αποφύγει τον πειρασμό να την κάνει κάπως πιο ηρωική, κάτι που ο συγγραφέας, έχω την εντύπωση, αν ζούσε, θα ήθελε να αποφύγει.





Κυριακή 26 Μαρτίου 2023

Το χιόνι των Αγράφων του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη

 

  Το χιόνι των Αγράφων είναι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, που
αναφέρεται σε ένα όχι και τόσο γνωστό επεισόδιο του Εμφύλιου, στα 1948. Τα γεγονότα είναι αληθινά, τα πρόσωπα υπαρκτά, ίσως θα μπορούσε να γραφεί ως ιστορικό δοκίμιο, ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης όμως, επέλεξε όλα τα τραγικά στα οποία αναφέρεται το έργο του, να τα παρουσιάσει με τον τρόπο, που μόνο η λογοτεχνία μπορεί.

  Το χιόνι των Αγράφων, ανήκουν στα αναγνώσματα, που με ενθουσιάζουν. Ιστορική μυθιστοριογραφία, που αφήνει πίσω της τους μεγάλους ηρωισμούς, με τους οποίους μεγαλώσαμε και παρουσιάζει στην σκληρότητα, την απολυτότητα και την ματαιότητα ενός πολέμου, πολύ περισσότερο αν αυτός είναι ένας αδελφοκτόνος εμφύλιος. Τα συναισθήματα που μου έβγαλε, ήταν θλίψη, πόνος και οργή

  Τώρα θα μου πείτε, πώς είναι δυνατόν να σου αρέσει τόσο, ένα μυθιστόρημα, όταν σε γεμίζει με τόσο αρνητικά συναισθήματα; Θα απαντούσα, ότι εδώ έγκειται η δύναμη της καλής λογοτεχνίας. 

  Κι όταν σας είπα ότι ένιωθα πόνο, για να σας δώσω ένα μέτρο, μετά από κάθε κεφάλαιο, αδυνατούσα να συνεχίσω, άφηνα το βιβλίο στην άκρη και το έπιανα και πάλι μετά από δυο - τρεις μέρες, όταν μέσα μου είχαν κάπως καταλαγιάσει όλα τα βαριά και ασήκωτα συναισθήματα που με είχαν κατακλύσει.

  Θλίψη, διότι αναλογίστηκα σε ποια Ελλάδα αναφέρεται η ιστορία αυτή. Μιας Ελλάδας βαθιά διχασμένης, ανάμεσα σε αυτούς που απλώς ονειρεύονταν έναν πιο δίκαιο κόσμο κι αυτούς, που όχι μόνο αρνούνταν να αποδεχτούν το όνειρό τους, αλλά τους ήθελαν τιμωρημένους στη γωνία, με πιστοποιητικά μετάνοιας ή εξορισμένους. Μιας Ελλάδας, που εξαιτίας του διχασμού αυτού, (ενός ακόμα διχασμού), έχασε άντρες και γυναίκες, δικά της παιδιά, που αντί να οικοδομούν μονιασμένα την κατεστραμμένη από τον Μεγάλο Πόλεμο χώρα μας, αυτά αλληλοεξοντώνονταν, αρχίζοντας από τον Δεκέμβρη του 44 ως τον Αύγουστο του 1949. Θλίψη, διότι σήμερα όλοι μας γνωρίζουμε, ότι ο Εμφύλιος θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, αν οι ηγεσίες και των δύο πλευρών μπορούσαν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και να προτάξουν το συμφέρον της χώρας και των πολιτών της και όχι των ιδεολογημάτων ή των ισχυρών Προστατών της. Το έκανε η Ιταλία, το έκανε η Γαλλία, γιατί όχι κι εμείς;

  Έχω την σπάνια τύχη να μην κουβαλώ πίσω μου, καμία εμφυλιοπολεμική καταβολή, κανένα πρόγονο που να πολέμησε ή να σκοτώθηκε είτε από τη μία είτε από την άλλη πλευρά. Έχω όμως διαμορφώσει άποψη, γνωρίζω και τα στραβά και τα δίκαια και των δύο πλευρών και πιστεύω βαθιά μέσα μου, ότι ο Εμφύλιος έπρεπε να αποφευχθεί με κάθε τρόπο. Ούτε ηρωίδες βλέπω εγώ σε αυτόν, ούτε αντρειωμένους, μόνο ανθρώπους, τους οποίους μια άδικη ιστορική μοίρα τους έμπλεξε στη δίνη ενός πολέμου, του οποίου την οργή οι νεότερες γενιές αδυνατούν να καταλάβουν. Αναγνωρίζω όμως, ότι όλοι εκείνοι που βρέθηκαν να πολεμούν στα απέναντι χαρακώματα, είχαν τα δικά τους πιστεύω και οράματα, αλίμονο αν δεν ήταν έτσι, τα οποία όμως η ιστορική συνέχεια κατέδειξε σε όλους μας, ότι μπορούσαν να γίνουν διαφορετικά τα πράγματα στη χώρα μας. Όχι απλώς διαφορετικά, πολύ καλύτερα για όλους μας. 

  Οργή, διότι γνώρισα ένα κομματικό ηγέτη εμπαθή, που δεν γνώριζε κανέναν ηθικό ή ανθρωπιστικό φραγμό, να παίρνει στον λαιμό του 1300 νέους ανθρώπους από την περιοχή των Αγράφων, φτιάχνοντας το τάγμα των Άοπλων της Ρούμελης, για να το οδηγήσει στα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας, με μικρή στρατιωτική συνοδεία, όπου είχε την έδρα του ο Δημοκρατικός στρατός. Σε μία πορεία σαράντα και πλέον ημερών, το τάγμα αποδεκατίζεται, κατορθώνει να περισώσει μόνο το ένα τέταρτο των δυνάμεων του, το οποίο βέβαια κι αυτό, μόνο μικρή βοήθεια μπορούσε να προσφέρει πλέον. Πρόκειται για τον Γιώργιο Γούσια, ο οποίος αντί να ξηλωθεί για την ανικανότητα του, προάχθηκε ως ανώτερος στρατιωτικός διοικητής του Δημοκρατικού Στρατού, όταν ο Μάρκος, έπεσε στη δυσμένεια του παντοδύναμου Ζαχαριάδη. Ανήκε όπως καταλαβαίνετε, στον πιστό κομματικό πυρήνα που ήθελε να τα ελέγχει όλα. Σε αντίθεση με πλήθος άλλων πιστών στρατιωτών, όχι όμως πιστών κομματικών, οι οποίοι εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες. Αναφέρω μόνο δύο ονόματα, όποιος θέλει ας τα ψάξει: Γιώργος Γιαννούλης, Γιώργος Γεωργιάδης. Το πόσο μικρός άνθρωπος ήταν ο αρχικαπετάνιος Γιώργος Γούσιας, φαίνεται και στο γεγονός της συμπεριφοράς του απέναντι στις γυναίκες, τους στρατιώτες του, τους οποίους ουδόλως υπολόγιζε και στις εκκαθαρίσεις κάθε ενός επιτελάρχη του, που τολμούσε να του φέρει την ελάχιστη αντίρρηση. 

 Το μυθιστόρημα του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη, αναγνωστικά το χωρίζω σε τρία νοητά τμήματα:

1ον: Στους νέους και νέες (25 γυναίκες για κάθε 75 άντρες) που εντάχθηκαν στο τάγμα. Οι περισσότεροι από αριστερές οικογένειες, με ισχυρό ιδεολογικό υπόβαθρο. Κάποιοι για να γλιτώσουν από τους παρακρατικούς, κάποιοι λίγοι εξαιτίας της υποχρεωτικής επιστράτευσης τους. Χάθηκαν σε αυτήν την πρωτάκουστη πορεία, μέσα στην παγωνιά του χειμώνα, στα νερά της Κάρλας και του Πηνειού, στις συνεχείς ενέδρες των κυβερνητικών δυνάμεων και την ανικανότητα αυτών που τους οδηγούσαν.

2ον: Στις ιστορίες των ανθρώπων οι οποίοι αποστάτησαν κατά τη διάρκεια της πορείας, ή εκτελέστηκαν εξαιτίας των παρανοϊκών σχεδιασμών του Γούσια.

3ον: Στον ίδιο τον Γούσια, ένα άνθρωπο ανάξιο για τη θέση που κατείχε, μικρόψυχο, δίχως καμία στρατιωτική εκπαίδευση, αλαζόνα εκ της θέσεως του, βιαστή και αγνώμων. 

  Κλείνοντας θα ήθελα να πω, πόσο σημαντικό είναι, να βλέπουμε νέους συγγραφείς, όπως τον Παπαμάρκου με το Γκιακ και τον Χατζημωυσιάδη με το Χιόνι των Αγράφων, να γράφουν με έναν άλλο τρόπο, για γεγονότα που κάποτε τα είχαμε επενδύσει με το περίβλημα των ύψιστων ηρωικών πράξεων. Η ματιά των συγγραφέων είναι πιο οξυδερκής, δεν ξεγελιέται από κομματικές ή "εθνικές" επιταγές, βλέπουν καθαρά την οδύνη και τα στραβά ενός πολέμου, μένουν στον άνθρωπο, τον άνθρωπο θύμα των καταστάσεων, αποκαλύπτουν καλά κρυμμένες αλήθειες, έχουν εκμαιεύσει και στη συνέχεια μεταφέρουν σε εμάς τις ιστορίες αυτών που έζησαν από κοντά τα γεγονότα. Διότι δεν μας είναι επαρκείς πλέον οι επιστημονικές ή οι στρατευμένες ιστοριογραφίες. Κι αυτή η νέα γραφή είναι σημαντική, διότι μας δείχνει ότι κάτι αλλάζει στον Λαό αυτόν, ίσως επιτέλους χειραφετείται, ίσως δεν πιστεύει πλέον σε θαύματα, προστάτες, σωτήρες και ήρωες.  

  Κι αν είναι όντως έτσι, τότε αυτό είναι ένα πραγματικά παρήγορο σημάδι, στους δύσκολους καιρούς που ζούμε. 

Η Λέσχη Ανάγνωσης Δράμας, έχει την ευτυχή συγκυρία, αυτόν τον Μάρτη να κλείνει 15 χρόνια αδιάλειπτης λειτουργίας με την ανάγνωση 130, κατά κύριο λόγο εξαιρετικών βιβλίων. Την 130ή λοιπόν συνάντησή μας, κατ' εξαίρεση, την κάναμε πλαισιώνοντας την παρουσίαση του μυθιστορήματος του  Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη, Το χιόνι των Αγράφων, στην Δράμα. Η φωτογραφία από την παρουσίαση, αριστερά ο συγγραφέας ο οποίος μας μίλησε από καρδιάς για την όλη σύλληψη και γραφή του έργου του και δεξιά, ο εξαίρετος Χρήστος Σπυρόπουλος, ο οποίος έκανε την παρουσίαση του μυθιστορήματος.

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2023

Γεμάτη ζωή του Τζων Φάντε

 Η νουβέλα, Γεμάτη ζωή, του Αμερικανού συγγραφέα με καταγωγή από την Ιταλία, Τζών Φάντε, εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1952 και μεταφράστηκε στα ελληνικά μόλις το 2022.  Στο εξώφυλλο, χαρακτηρίζεται ως... "Μια συζυγική νουβέλα". Και πράγματι, αυτό είναι. Μια απλή ιστορία - δίχως μυστήρια, κάποια φοβερή πλοκή ή περίτεχνα λογοτεχνικά ευρήματα - η οποία αφορά τον ίδιο τον συγγραφέα και την έγκυο σύζυγό του. 
 Το έργο αυτό μάλιστα έγινε και ταινία στο Χόλυγουντ, το 1956 με τίτλο Full of life και πρωταγωνιστές τη Τζούντι Χολιντέι, τον Ρίτσαρτ Κόντε και τον Σαλβατόρε Μπακαλόνι. Το σενάριο το έγραψε ο ίδιος ο Τζων Φάντε.
 Η νουβέλα αυτή μου άρεσε! Ο τρόπος με τον οποίο εξιστορεί αυτά που γίνονται στο σπίτι του ανάμεσα σε αυτόν, τη γυναίκα του και τον πατέρα του, τον οποίον φιλοξενούν για κάμποσο καιρό, με έκαναν να χαμογελάσω αρκετές φορές. Κι άλλες φορές ένιωσα την αγωνιώδη αλλά και την στοργική σχέση τους. Αλλά για μένα δεν αποτέλεσε μόνο ένα ευχάριστο ανάγνωσμα. Μου έφερε στο μυαλό του συμπατριώτες μου, οι οποίοι μετανάστευσαν στην Αμερική και τις άλλες αγγλόφωνες χώρες, με την τεράστια ικανότητα να τους ενσωματώνουν πλήρως. Αν όχι αυτούς τους ίδιους, τα παιδιά και τα εγγόνια τους σίγουρα. Και μπορεί εδώ οι πρωταγωνιστές να είναι Ιταλοί, αλλά πολλά που εξιστορούνται  - το έργο είναι αυτοβιογραφικό  - μοιάζουν ή είναι ίδια με τον τρόπο συμπεριφοράς των Ελλήνων μεταναστών.
 Πρώτα πρώτα κουβαλούν μαζί τουςσαν πολύτιμο φυλακτό, τις θύμισες, τα έθιμα, τη θρησκεία και τις δοξασίες του τόπου καταγωγής τους και δεν δέχονται καμία έκπτωση σε αυτά τους τα πιστεύω. Είναι τόσο προσκολλημένοι σε αυτά, που σε πολλές περιπτώσεις ενώ ο τόπος καταγωγής τους κάνει βήματα προς τα μπρος, αυτοί που ζουν τόσο μακριά, δίχως ουσιαστική επαφή πια με την πατρίδα τους, αρνούνται να κάνουν το όποιο βήμα υποχώρησης, φοβούμενοι ότι θα προδώσουν του προγόνους τους, τους οποίους εγκατέλειψαν για να ευημερήσουν αλλού. Το να μένουν πιστοί στις συνήθειες της πατρίδας τους, είναι η μοναδική τους άμυνα, απέναντι στη λήθη της ίδια της ύπαρξης τους.  

  Τι γίνεται όμως όταν μεγαλώνουν τα παιδιά τους και ενσωματώνονται πλήρως στη νέα τους πατρίδα; Πόσο εύκολο είναι να το αποδεχτούν αυτό οι γονείς και αντίστροφα, πόσο εύκολο είναι τα ίδια τα παιδιά, να αρνούνται όλα όσα τους κληροδότησαν οι γονείς τους. Γλώσσα, θρησκεία, παραδόσεις. Είναι ένα ζήτημα, το οποίο απασχολεί όλες τις εθνοτικές ομάδες, που απαρτίζουν το μεγάλο χωνευτήρι των ΗΠΑ.


 Η γραφή του Φάντε παρεξηγήθηκε από τους υπερασπιστές της πολιτικής ορθότητας. Αγνοούν (σκόπιμα;) ότι είναι μια απόλυτα συμβατή γραφή με τη δεκαετία, που γράφτηκε. Είναι μια ανάλαφρη γραφή, όπου το κύριο ζητούμενο της είναι να δούμε με τα μάτια του συγγραφέα, πετυχημένου και καλοπληρωμένου τότε σεναριογράφου, τον φόβο και τη στωικότητα του απέναντι στην μεγάλη αλλαγή, που συντελείται στην οικογένεια του, καθώς η γυναίκα του είναι έγκυος στο πρώτο τους παιδί. Γκεστ σταρ αναδεικνύεται ο οξύθυμος Ιταλοαμερικανός πατέρας του, ο οποίος έχει τις δικές του εμμονές. Συμμαχεί όμως με τη γυναίκα του και συνεχώς τον τσιγκλά, ενίοτε τον υποτιμά κιόλας. Αποδεκτό είναι να υπάρχουν και κάποιες λεκτικές υπερβολές στην όλη αφήγηση για την εγκυμονούσα σύζυγό του. Το ίδιο γίνεται και με τον Τσαρλς Μπουκόφσκι. Ξαφνικά ανακάλυψαν ότι η γλώσσα τους είναι υποτιμητική για τις γυναίκες, ότι μιλά με άξεστο τρόπο, ότι είναι μισογύνης (αν είναι δυνατόν) αγνοώντας ότι δεν ωραιοποιεί, αλλά περιγράφει με απόλυτο ρεαλιστικό τρόπο μια πραγματικότητα την οποία έζησε. 

  Δεν ανέφερα τυχαία τον Μπουκόφσκι. Είναι αυτός που ανέδειξε την καλλιτεχνική αξία του Τζων Φάντε, όταν όλοι σχεδόν τον είχαν ξεχάσει. Σήμερα συγκαταλέγεται ανάμεσα στους μεγάλους συγγραφείς της σύγχρονης αμερικάνικης λογοτεχνίας, με αποτέλεσμα τα βιβλία του να εκδίδονται και πάλι και να σημειώνουν εκ νέου επιτυχία.

  Κλείνοντας, για τους λάτρεις του κινηματογράφου, παραθέτω την ομότιτλη ταινία στο παρακάτω σύνδεσμο:  https://www.youtube.com/watch?v=TxUn2I7zgDE 
Μην την δείτε όμως, αν δεν διαβάσετε πρώτα το βιβλίο. Όπως γίνεται συνήθως, το βιβλίο υπερτερεί κατά πολύ της ταινίας. (Η ταινία δεν είναι μεταγλωττισμένη)
   





 

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2022

Ευγενία του Lionel Duroy και Βαλκανική Τριλογία της Olivia Manning

 Τοv τελευταίο καιρό, κατά σύμπτωση, διάβασα δύο μυθιστορήματα που αναφέρονται στον ίδιο τόπο, την Ρουμανία, και στον ίδιο χρόνο περίπου (1936 -1945). Είναι αξιοσημείωτο ότι και τα δύο βιβλία, δεν τα έχουν γράψει Ρουμάνοι. Θα ήταν ενδιαφέρον να βρω και κάποιον Ρουμάνο συγγραφέα, που να έχει γράψει γι'  αυτήν την περίοδο, ώστε να έχω και την λογοτεχνική ματιά ενός γηγενούς για όσα έγιναν στη χώρα του εκείνην την περίοδο. Μια περίοδο ταραγμένη, με πολιτική αστάθεια, με έντονο εθνικισμό αλλά και ρατσισμό, με την διάλυση του ονείρου μιας μεγάλης Ρουμανίας, που επετεύχθη κατά τον Α' Π.Π.

 Το μυθιστόρημα της Αγγλίδας Olivia Manning, Βαλκανική Τριλογία, το οποίο είναι αυτοβιογραφικό μιας και η συγγραφέας έζησε από κοντά όσα αφηγείται, ως σύζυγος μέλους του Βρετανικού Συμβουλίου στο Βουκουρέστι και μετά στην Ελλάδα. Η Manning περιγράφει την ζωή της σε σχέση με την ταχεία μεταστροφή της Συμμαχικής Ρουμανίας σε μέλος του Άξονα και πως αυτό επέδρασε και στη δική της ζωή.  

 Το μυθιστόρημα Ευγενία, του Γάλλου Lionel Duroy, είναι καθαρή μυθοπλασία, δομημένη όμως πάνω σε έναν πραγματικό ιστορικό καμβά. Πιο διεισδυτικό θα έλεγα, προσπαθεί να μας εξηγήσει, διαμέσου της ηρωίδας του, τις τραγικές καταστάσεις αλλά και τις αντιθέσεις, που βίωσε ο Ρουμανικός Λαός εκείνην την περίοδο. Τον έντονο αντισημιτισμό του, τις ομάδες ακροδεξιών εξτρεμιστών (την περίφημη Σιδηρά Φρουρά), που αναδεικνύονται σε καθοριστική πολιτική δύναμη, την αδυναμία των κρατικών παραγόντων να υπερασπιστούν την ουδετερότητα της Ρουμανίας, την σύνθλιψη της χώρας τους από τους στρατιωτικά ισχυρούς της εποχής εκείνης. Ιδιαίτερα αναλύει τις ρατσιστικές αντιλήψεις των συμπατριωτών της κατά των Εβραίων, όμοιες με αυτές που πρέσβευε το τρίτο Ράιχ, πολύ κοντά σε όσα υποστηρίζουν οι σημερινοί ακροδεξιοί πολιτικοί.

 Στην Βαλκανική Τριλογία, η πρωταγωνίστρια του, η νιόπαντρη Χάριετ Πρινγκλ, έρχεται στο Βουκουρέστι το 1939 για να βρει τον σύζυγό της, Γκάι και ζει τις μεγαλειώδεις στιγμές της Αγγλικής παροικίας με πάρτι, δεξιώσεις, υψηλές κοινωνικές συναναστροφές αλλά και τυχοδιώκτες συμπατριώτες της, σαν να μην αντιλαμβάνονται την καταιγίδα του Β' Παγκόσμιου Πολέμου που ήδη έχει αρχίσει. Περιγράφει βέβαια τα πολιτικά τεκταινόμενα, αλλά από την θέση του παρατηρητή περισσότερο. Οι περιγραφές όσων βλέπει και βιώνει στο Βουκουρέστι αλλά και της ζωής της υψηλής κοινωνίας  είναι καταπληκτικές, τόσο που με άνεση μπορείς να τοποθετηθείς κι εσύ ανάμεσα τους, να γίνεις ένας από αυτούς. Συγχρόνως παρακολουθείς και την ζωή της, την βαθμιαία μεταβολή στη σχέση με τον άντρα της, τα ερωτήματα που της δημιουργούνται σχετικά με τον γάμο της. Το πιο σημαντικό όμως που αποκόμισα από αυτό το μυθιστόρημα, ήταν η αίσθηση της κατάρρευσης της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, που μαζί της συμπαρασύρει και ένα πλήθος ανθρώπων που παρασιτούν, υποστηρίζοντάς την.  

 Το μυθιστόρημα Ευγενία, κτίζεται σε εντελώς διαφορετική φιλοσοφία. Κι εδώ έχουμε πρωταγωνίστρια, την Ευγενία,η οποία κατάγεται από το Ιάσσιο, στο οποίο ζούσε μια ισχυρή Εβραϊκή κοινότητα, και η οποία υπέστη ένα από τα πιο σκληρά πογκρόμ της εποχής. Η Ευγενία σε αντίθεση με την Χάριετ, δεν είναι απλή παρατηρήτρια όσων σημαντικών συμβαίνουν γύρω της αλλά παίρνει θέση, προσπαθεί να παρέμβει στα γεγονότα, προσπαθεί να ανατρέψει όσα την ενοχλούν. Είναι φεμινίστρια και επαναστάτρια, συνάπτει δεσμό με έναν Ρουμανο - Εβραίο συγγραφέα, τον Μιχαήλ Σεμπαστιάν, που από μόνο του είναι γεγονός απόλυτα παρακινδυνευμένο, δημοσιογραφεί προσπαθώντας να αναδείξει τις φρικαλεότητες κατά των Εβραίων, αλλά και παίρνει ενεργά μέρος στην Αντίσταση κοντά στους κομμουνιστές αν και ποτέ δεν αποδέχεται την ιδεολογία τους. Αγαπάει τον Μιχαήλ, την εκνευρίζει η παθητικότητά του, αποδέχεται όμως ότι το μόνο που τον ενδιαφέρει πραγματικά είναι η γραφή του. Η ίδια η Ευγενία, χρησιμοποιεί την γραφή ως εργαλείο, το οποίο όμως πολλές φορές την προδίδει, κάποιες την εκπλήσσει, γενικά δυσκολεύεται να βρει τον δρόμο της ως δημοσιογράφος, που πρέπει να συμβαδίζει απόλυτα με την εκάστοτε κρατούσα κατάσταση.

 Και τα δύο μυθιστορήματα είναι ενδιαφέροντα, ευκολοδιάβαστα, ειδικά το Ευγενία, και σίγουρα σου προσφέρουν μια πολύ καλή εικόνα, για όσα τραγικά εκτυλίσσονταν στη γειτονιά μας την περίοδο εκείνη. Ενδιαφέρον έχει και το τρίτο μέρος της Βαλκανικής Τριλογίας, όπου διαδραματίζεται στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Ελληνο - Ιταλικού Πολέμου, με άγνωστες για εμάς λεπτομέρειες και την εντυπωσιακή καλοπέραση των Άγγλων γραφειοκρατών που βρίσκονταν στη χώρα μας, σε τέλεια αντίθεση με εκείνους που μάχονταν στα πολλαπλά μέτωπα του πολέμου.

  Κλείνοντας θα έλεγα, ότι η ανάγνωση των δύο παραπάνω μυθιστορημάτων με ικανοποίησαν απόλυτα, με έκανα να σκεφτώ για την μοίρα των Λαών μέσα στο διάβα της Ιστορίας, να υποψιαστώ για μία ακόμη φορά πόσο εύκολο είναι να ανατραπούν οι σταθερές στις ζωές των ανθρώπων εξαιτίας των γεωστρατηγικών αναταράξεων (το βλέπουμε αυτές τις μέρες στην Ουκρανία), να αναλογιστώ τον ρόλο τον δικό μου, στην εποχή που ζούμε, με τις δικές της κάθε φορά προκλήσεις, πολλές από τις οποίες προσομοιάζουν με αυτές, εκείνης της περιόδου.

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2022

Γραφή ή ζωή του Χόρχε Σεμπρουν

 Το μυθιστόρημα Γραφή ή ζωή του Ισπανού Χόρχε Σεμπρούν, σου αφήνει μια παράξενη αίσθηση αφού το έχεις πια διαβάσει. Δεν είναι εύκολο βιβλίο, όχι διότι είναι δυσνόητο ή έχει "περίεργο" τρόπο γραφής, αλλά διότι μιλά για στενάχωρες καταστάσεις. Πολλές φορές πόνεσα, το ίδιο όπως την πρώτη φορά που έμαθα για τις φρικαλεότητες των Ναζί στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας και εξολόθρευσης κάθε παρείσακτου, κατά την άποψη τους, στον κόσμο αυτό.

 Ένας νέος άνθρωπος, ο ίδιος ο συγγραφέας, ήλθε αντιμέτωπος με τον θάνατο μέσα στο ναζιστικό στρατόπεδο εξόντωσης του Μπούχενβαλντ, είδε συντρόφους του να πεθαίνουν ή να χάνονται ξαφνικά από δίπλα του, οσμίστηκε τον θάνατο (στην κυριολεξία αυτό) από την καμινάδα του κρεματορίου. Κι όταν επιτέλους βρίσκεται ελεύθερος, "δυσκολεύεται" πλέον να πιάσει τη ζωή του από εκεί που την άφησε, έχει πεθάνει κι έχει αναστηθεί, τίποτε δεν μπορεί να είναι το ίδιο όπως πριν τον Μεγάλο πόλεμο.  

 "Ποιος μπορεί να πιστέψει ότι όλα αυτά έγιναν στα αλήθεια", αναρωτιέται ο συγγραφέας. Κι ένας παλιός του σύντροφος του δίνει με ερώτηση την απάντηση: "Ποιος μπορεί να αποδώσει καλύτερα αυτά που έγιναν εκεί μέσα εκτός από έναν μυθιστοριογράφο;

  Ασφαλώς κι έχει δίκιο. Οι ιστορικοί θα παραθέσουν αριθμούς, γεγονότα, έγγραφα, αλλά μόνο ένα μυθιστόρημα θα μπορέσει να αποδώσει όλα εκείνα τα συναισθήματα ενός αιχμαλώτου που καθημερινά αντιμαχόταν τον παραλογισμό των Ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης και μέρα με την μέρα κατόρθωνε να ξεγλιστρά από τα ολισθηρά μονοπάτια του θανάτου. Κάποια στιγμή μάλιστα, χρόνια μετά, μαθαίνει ποιο τυχερό είχε και του δόθηκε η ευκαιρία να ζήσει. 

  Ξέρει ότι η γραφή αυτών που έζησε είναι μια οφειλή που πρέπει να ξεχρεώσει. Μα όταν αποφασίζει να το κάνει, τότε αντιλαμβάνεται ότι αυτό δεν του είναι εύκολο, οι μνήμες και τα συναισθήματα που συνοδεύουν τη γραφή είναι αβάσταχτα κι εκείνος δικαίως, αυτό δεν το αντέχει.

" Καθ' όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού της επιστροφής, του φθινοπώρου, μέχρι την ηλιόλουστη χειμωνιάτικη μέρα στην Ασκόνα του Τσιτσίνο, οπότε αποφάσισα να εγκαταλείψω το βιβλίο που προσπαθούσα να γράψω, τα πράγματα που είχα σκεφτεί ότι με ξανασυνδέουν με τη ζωή - η γραφή, η απόλαυση - απεναντίας με απομάκρυναν απ' αυτήν, μ' έστελναν ακατάπαυστα και σιγά σιγά  αλλά σταθερά, στη μνήμη του θανάτου, με απωθούσαν μέσα στην ασφυξία αυτής της μνήμης. "

 Ο Σεμπρούν βάζει στην άκρη την γραφή για να κερδίσει τη ζωή. Είναι ακόμη νέος, αγαπά τις γυναίκες, του αρέσει να διαβάζει ποίηση, αγωνίζεται στην παρανομία για έναν κόσμο δίκαιο ως στέλεχος του Ισπανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, μέχρι που ο άκαμπτος σταλινικός μηχανισμός τον απορρίπτει ως ρεβιζιονιστή. (η πίκρα αυτής της διαγραφής είναι παρούσα σε όλο το κείμενο)

 Τελικά η γραφή όμως νικά. Έστω κι αν πέρασαν αρκετά χρόνια δίχως να γράψει το παραμικρό, αντιλαμβάνεται ότι αυτή ήταν η μοίρα του. Έζησε όλη την φρικαλεότητα της αιχμαλωσίας στα ναζιστικά στρατόπεδα και όφειλε να γράψει γι'  αυτήν.

" Θα ήταν γελοίο, ίσως και άπρεπο, να γράψω οτιδήποτε άλλο παρακάμπτοντας την εμπειρία αυτή.    

  Μου άρεσε! Μου αρέσουν εκείνα τα βιβλία που σε βυθίζουν  στην ιστορία, συνήθως στις πιο σκοτεινές της πλευρές, αλλά  και που σε παρακινούν να ψάχνεις ονόματα, τόπους,  γεγονότα, τα οποία συνεχώς αναδύονται μέσα από τις σελίδες  τους. Κι από τη μια μεριά το κακό σου υπενθυμίζει  ότι είναι υπαρκτό και από την άλλη ζεις την ουτοπία, τη δική  του - και τη δική σου -  για ένα δικαιότερο κόσμο παρέα με τους  σπουδαίους ποιητές της δικής του εποχής, τους οποίους μνημονεύει συνεχώς, να σε  συντροφεύουν.

   Ο Χόρχε Σεμπρούν γεννήθηκε το 1923 στη Μαδρίτη και έζησε από έφηβος εξόριστος, από το καθεστώς  του Φράνκο, στη Γαλλία. Ανδρώθηκε στη χώρα αυτή και είναι  ο μόνος μη Γάλλος, μέλος της Ακαδημίας Γκονκούρ. Την  περίοδο 1988 - 1991, ανέλαβε το υπουργείο Πολιτισμού της Ισπανίας. Πέθανε το 2011, στο Παρίσι.

Πέμπτη 19 Μαΐου 2022

Ιούδας του ΑΜΟΣ ΟΖ

  Από καιρό ήθελα να διαβάσω ένα μυθιστόρημα, κάποιου Εβραίου συγγραφέα. Και η ευκαιρία μου δόθηκε πρόσφατα, όταν έπεσε στα χέρια μου το τελευταίο μυθιστόρημα του Άμος Οζ, Ιούδας. Οι Εβραίοι είναι ένας από τους αρχαίους λαούς της Γης, ένας λαός κατατρεγμένος για πολλούς αιώνες, που υπέστη απίστευτους διωγμούς από τους Χριστιανούς και όχι μόνο, εξαιτίας της "κατάρας" που προσέλκυσαν όταν ζήτησαν να σταυρωθεί ο Χριστός. Βέβαια, κατά καιρούς το μίσος εναντίον τους, κτίστηκε πάνω σε ψεύδη και δοξασίες, όπως ότι είναι άκαρδοι τοκογλύφοι ή ότι σφάζουν τα παιδιά τους για να χρησιμοποιήσουν το αίμα τους για την παρασκευή του άζυμου άρτου. Στη σύγχρονη εποχή οι αντισημίτες  έχουν ως επιχείρημά τους, ότι όλα τα κακά του κόσμου, οφείλονται σε Εβραίους μεγαλοτραπεζίτες, που ελέγχουν τα νήματα της παγκόσμιας οικονομίας. Και το αποκορύφωμα όλων αυτών ήταν το Πογκρόμ των Ναζί εναντίον τους, θανατώνοντας πάνω από 3.500.000 Εβραίους κατά τη διάρκεια του Β' Π.Π. Μετά από αυτό, το 1948 θεωρήθηκε απ' όλα τα κράτη δίκαιο και αναγκαίο να ιδρυθεί ανεξάρτητο Εβραϊκό κράτος στην Παλαιστίνη, που ήταν Αγγλικό προτεκτοράτο. Κι εδώ αρχίζει η μάχη μεταξύ Εβραίων και Αράβων, για το ποιος θα ελέγξει τελικά την Παλαιστίνη. Και οι δύο λαοί, έχουν τα δίκαια τους, και οι δύο θεωρούν προγονική τη γη της Παλαιστίνης, ζητούμενο όμως είναι η ειρήνη, που μετά από τόσα χρόνια συγκατοίκησης σε αυτήν, δεν έχει ακόμα κατακτηθεί. 

  Με τον Ιούδα θα κάνουμε ένα ταξίδι στην ταραγμένη Παλαιστίνη του 1959-60, θα αφουγκραστούμε την επιθυμία για ύπαρξη κράτους των διασκορπισμένων σε όλον τον κόσμο Εβραίων, θα ακούσουμε για το πως αντιμετωπίζουν τον "προδότη" μαθητή του Χριστού (όχι δεν τον θεωρούν ήρωα) αλλά και θα ακούσουμε μια άλλη, καινοφανή άποψη για το ποιος ήταν πράγματι ο Ιούδας. Με στοχαστική διάθεση θα διερευνήσουμε τη σχέση του Ιουδαϊσμού και του Χριστιανισμού αλλά και τις απόψεις που έχουν διατυπωθεί από τους  Εβραίους για τον Χριστό. Τέλος θα παρακολουθήσουμε την ερωτική ιστορία, δίχως προοπτική, του νεαρού Σμούελ και της χήρας Ατάλια.

  Ο απογοητευμένος από τον χωρισμό του, νεαρός Σμούελ Ας, αναγκάζεται να διακόψει τις σπουδές του μετά τη χρεωκοπία του πατέρα του και καταλήγει στο σπίτι που μένει η Ατάλια Αμπραβανέλ για να κάνει παρέα στον εκκεντρικό, 70χρονο Γκέρσομ Βάλντ παρέα με τις σκιές των Μίχα Βάλντ και Σαλτιέλ Αμπραβανέλ. Προσπαθεί να τελειώσει τη διατριβή του, με θέμα τον μεγάλο προδότη του Χριστιανισμού, τον Ιούδα. Παράλληλα, αναζητεί να μάθει την αλήθεια για τον μέγα "προδότη" των Εβραίων, τον πατέρα της Ατάλια, Σαλτιέλ Αμπραβανέλ. Για τον Ιούδα διατυπώνει την άποψη, ότι παρά τα όσα λέγονται, ήταν ο αυτός που αγαπούσε περισσότερο απ' όλους τον Χριστό και ουδέποτε τον πρόδωσε. Αξίζει να προσεχθεί από τους πιθανούς αναγνώστες του βιβλίου αυτού, το πως στοιχειοθετεί αυτήν την άποψη.

Ιερουσαλήμ 1960
  Στο μυθιστόρημα αυτό πολύ συχνά γίνονται αναφορές στον πρώτο Αραβοϊσραληνό πόλεμο του 1948 και τις ολέθριες συνέπειες του για την Ατάλια και τον πεθερό της, Γκέρσομ Βαλντ. Η πρώτη, χάνοντας τον άντρα της μόλις ένα χρόνο μετά τον γάμο τους και ο δεύτερος, χάνοντας τον γιό του, Μίχα, σε μία ενέδρα των Αράβων. Πολύ έντονη είναι και η παρουσία του νεκρού πατέρα της Ατάλια, του Σαλτιέλ Αμπραβανέλ, του "προδότη" Εβραίου, που είχε το θράσος να προτείνει μια άλλη οδό επίλυσης του παλαιστινιακού, την ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ Εβραίων και Αράβων. Πολύ εμφανής είναι και η ζοφερή εικόνα της χωρισμένης Ιερουσαλήμ, (τότε την παλιά πόλη την είχαν οι Ιορδανοί και την νέα οι Ισραηλίτες) με τους ελεύθερους σκοπευτές, τα μπλόκα, τα τείχη και τα  συρματοπλέγματα, που την χώριζαν στα δύο.

  Και μέσα σε όλα τα παραπάνω, ο Σμούελ ερωτεύεται την μεγαλύτερη του Ατάλια, η οποία ζει πια στον δικό της μοναχικό κόσμο, δύσπιστη με τους άντρες και τα πράγματα που τους ενθουσιάζουν αλλά πρόθυμη να γευτεί, δίχως υποχρεώσεις όμως, τον έρωτα.

  Ο Ιούδας είναι ένα ενδιαφέρον μυθιστόρημα, ικανοποίησε τις προσδοκίες μου και σίγουρα με έκανε σοφότερο, τουλάχιστον για αυτά που θέλει η Εβραϊκή πλευρά στην Παλαιστίνη. Κατόρθωσε να με συμπαρασύρει στην υποφωτισμένη και καταθλιπτική οικία της Ατάλια, κατόρθωσε να με κάνει να αισθανθώ τη υγρασία του χειμώνα που διαδραματίζεται η ιστορία και κατόρθωσε να με κάνει σε μεγάλο βαθμό, να συμπάσχω με τους ήρωες του. Τι άλλο χρειάζεται για να θεωρηθεί μια ιστορία επιτυχημένη;

  Ο  Άμος Οζ γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ το 1939 και πέθανε το 1918. Σε όλα τα έργα του "έψαχνε" την αλήθεια γύρω από την ύπαρξη του Ισραηλινού κράτους. Είχε ταχθεί από πολύ νωρίς με την άποψη, ότι η μόνη βιώσιμη λύση για το παλαιστινιακό, είναι η ύπαρξη δύο κρατών, ενός Εβραϊκού και ενός Παλαιστινιακού. Υποστήριξε το δικαίωμα αυτοάμυνας του Ισραήλ, ήταν υπέρ του τοίχους της ντροπής που χωρίζει τους δύο λαούς αλλά αντιτίθετο σθεναρά σε κάθε επιθετική ισραηλινή στρατιωτική επιχείρηση όπως και ήταν αντίθετος στην πολιτική του εποικισμού αραβικών εδαφών.


Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2022

Ινστιτούτο Ρύθμισης Ρολογιών του TANPINAR AHMET-HAMDI

  Από την τουρκική λογοτεχνία, ότι έχω διαβάσει μέχρι στιγμής, είναι γεγονός ότι μου αρέσει. Ίσως επειδή τελικά έχουμε πιο πολλά κοινά με τον γείτονα λαό, απ΄ ότι νομίζουμε. Ίσως πάλι επειδή και η δική τους ιστορία, ως ένα βαθμό, αφορά κι εμάς. Η αλήθεια είναι ότι οι σπουδαίοι Τούρκοι συγγραφείς, γράφουν με έναν τρόπο που εμένα, αναγνωστικά μου ταιριάζει.

  Μετά τον Λιβανελί και τον Παμούκ, στα χέρια μου ήλθε το πολυσέλιδο βιβλίο του Αχμέτ Χαμντί Τανμπιναρ, με τίτλο Ινστιτούτο Ρύθμισης Ρολογιών. Ο χώρος, που διαδραματίζεται η ιστορία είναι η Κωνσταντινούπολη και ο χρόνος, αυτός ανάμεσα στην πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την εδραίωση της Τουρκικής Δημοκρατίας. 

  Η πλοκή του βιβλίου κτίζεται γύρω από ένα λογοτεχνικό εφεύρημα και έναν αντιήρωα. Το εφεύρημα είναι η δημιουργία ενός Κρατικού Ινστιτούτου Ρολογιών, που ως μοναδικό του μέλημα θα είχε τη ρύθμιση των Δημοσίων και ιδιωτικών Ρολογιών. Και μάλιστα, αν κάποιος "συλλαμβανόταν¨ με αρρύθμιστο ρολόι, καλούνταν να πληρώσει πρόστιμο με ένα εξίσου απίστευτο κανόνα. Το εφεύρημα αυτό πατά πάνω στην εναρμόνιση του Δυτικού ημερολογίου με την Τουρκική Δημοκρατία, που επέβαλε ο Κεμάλ και τον αναγκαίο ορισμό της ώρας με έναν αξιόπιστο τρόπο. Μέχρι τότε, ο κύριος τρόπος που οριζόταν η ώρα, ήταν τα καλέσματα του Μουεζίνη από τους Μιναρέδες της πόλης. Στα χρόνια του Κεμάλ, τοποθετήθηκαν πολλά δημόσια ρολόγια για να κανονίζουν τις δουλειές τους πλέον οι άνθρωποι. Θα ήταν ψέμα βέβαια αν λέγαμε ότι δεν υπήρχαν ρολόγια κατά την Οθωμανική περίοδο ή αργότερα. Και βέβαια υπήρχαν, μάλιστα κάθε τζαμί όφειλε να έχει ένα τέτοιο σε περίοπτη θέση, υπήρχαν οι ωρολογάδες που τα πουλούσαν και τα επιδιόρθωναν, αλλά το ρολόι χειρός σίγουρα δεν ήταν κάτι που το απολάμβανε ακόμα εύκολα ο απλός κόσμος στην καθημερινότητά του. 

"...Σύμφωνα με όσα έμαθα αρκετά αργότερα από τον ωρολογοποιό Νουρί εφέντη, οι σημαντικότεροι πελάτες της ευρωπαϊκής ωρολογοποιίας ήταν οι μουσουλμάνοι και ειδικά ο λαός μας που θεωρούνταν αρκετά θρήσκος. Το ναμάζι, δηλαδή η προσευχή πέντε φορές την ημέρα, το ιφτάρ και το σαχούρ, δηλαδή το δείπνο μετά την ημερήσια νηστεία και το πρωινό φαγητό πριν από την ανατολή του ηλίο κατά το ραμαζάνι, όπως και κάθε είδους λατρεία, καθοριζόταν από την ώρα. Η ώρα ήταν ο πιο σίγουρος τρόπος να ανταμώσουμε τον Αλλάχ..."

  Ο αντιήρωας μας είναι ο Χαϊρί Ιρντάλ, ο οποίος αφηγείται και την ιστορία. Ένας άνθρωπος δίχως συγκεκριμένο προορισμό θα λέγαμε. δίχως καμία ιδιαίτερη μόρφωση. Το μόνο, που ξέρει να κάνει καλά, είναι να διορθώνει ρολόγια, μιας και κάποια περίοδο θήτευσε κοντά στον μεγάλο ωρολογοποιό, Νουρί Εφέντη. Ο Χαϊρί Ιρντάλ λοιπόν, μας αφηγείται όλη την ιστορία της ζωής του: τους δύο του γάμους, την φτώχια που υπέμενε όταν η ζωή τον έπαιρνε από κάτω και την ευτυχία της οικογένειας του όταν βρισκόταν στα πάνω του, την επίδραση που είχαν πάνω του ο μισότρελος αλλά αγαπητός στον λαό σεγίτ(1) Λουτφελάχ, ο πάμπλουτος Αμπτεσουλάμ Μπέης που του φέρθηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και ο ψυχίατρος - ψυχαναλυτής Γιαφάς Ραμίζ.

  Αλλά, η πιο μεγάλη του τύχη ήταν όταν συνάντησε τον Χαλίτ Αγιαρτζί, έναν δαιμόνιο πρώην κρατικό υπάλληλο, ο οποίος μηχανεύεται το Ινστιτούτο Ρύθμισης Ρολογιών, το οποίο άνετα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η επιτομή ενός αχρείαστου κρατικού οργανισμού. Ο οποίος όμως μέσα στη λειτουργία ενός απόλυτα γραφειοκρατικού κράτους εναρμονίζεται μια χαρά με την πραγματικότητα. Το πιο ωραίο είναι ότι, ενώ από την πρώτη στιγμή ο Χαϊρί Ιρντάλ γνωρίζει το πόσο άχρηστη είναι η δουλειά που κάνουν, τελικά δέχεται κι αυτός από την θέση του υποδιευθυντή να προσφέρει με συνέπεια τις υπηρεσίες του έναντι ενός καλού εννοείται μισθού

"... Κάθισα στο κρεβάτι μου και σκέφτηκα για ώρες. "Χαϊρί Ιρντάλ" είπα, "είδες και πέρασες πολλά. Μολονότι είσαι μόνο εξήντα χρονών, είναι σαν να έχεις ζήσει πολλές ζωές. Γεύτηκες την πίκρα της εξαθλίωσης και του παραγκωνισμού. Ανέβηκες γρήγορα τα σκαλιά της επιτυχίας. Τακτοποιήθηκαν υποθέσεις σου που δεν υπήρχε περίπτωση να τακτοποιηθούν ποτέ και με καμία κυβέρνηση. Κι όλα αυτά έγιναν χάρη σε εκείνον, τον Χαλίτ Αγιαρτζί. Εκείνος σε τράβηξε και σε έβγαλε από τον σκουπιδότοπο. Εκείνος κατάφερε να σε συμφιλιώσει με ότι και με όσους έθεταν αληθινά εμπόδια στη ζωή, τη σκέψη και την ηρεμία σου. Ενώ ήσουν ένας άνθρωπος που είχε γνωρίσει μονάχα ένα περιβάλλον ασχήμιας, φτώχιας και εξαθλίωσης, συνειδητοποίησες ξαφνικά ότι υπάρχουν ευγενείς απολαύσεις και χαρές που αξίζουν στον άνθρωπο και ανακάλυψες την ευγένεια του ανθρώπινου πνεύματος..."

  Θα μπορούσε κάποιος να πει, ότι το μυθιστόρημα του Tanpinar, παρουσιάζει μια δυτικοποιημένη Τουρκία, η οποία έχει αφήσει πίσω της πλέον την ανατολίτικη μιζέρια. Βλέπουμε μια πνευματιστική λέσχη, άφθονο το αλκοόλ να ρέει, άντρες και γυναίκες που θα μπορούσαν να ζουν σε κάποια ευρωπαϊκή μεγαλούπολη, διασκεδάσεις και δεξιώσεις, πουθενά δεν μου θυμίζει τις εικόνες που όλοι μας έχουμε από την σημερινή Κωνσταντινούπολη, όπου πυκνά και τακτικά συναντάς γυναίκες καλυμμένες με χιτζάπ ή ακόμα και νικάμπ. Όχι βέβαια ότι δεν υπήρχαν κι αυτά τότε αλλά ήταν σύμβολα μια αναχρονιστικής Τουρκίας που όλοι ήθελαν να αφήσουν πίσω σε αντίθεση με σήμερα, που πολλές γυναίκες, ακόμα και φοιτήτριες, φορούν με την βεβαιότητα ότι έτσι διαφυλάττουν την πολιτισμική τους ταυτότητα.
  Στη φωτογραφία βλέπουμε μία καρτ ποστάλ της δεκαετίας του 50' , όπου απεικονίζεται ένα Τουρκικό Πανεπιστήμιο. Όσο κι αν είναι προπαγανδιστική η όλη εικόνα, δεν απείχε και πολύ από την τότε πραγματικότητα. 

  Βέβαια η Κωνσταντινούπολη της δεκαετίας του 40, του 50 και του 60, καμία σχέση δεν έχει με την σημερινή, των 20 εκατομμυρίων κατοίκων, με τους Έλληνες διωγμένους από τα πατρογονικά τους, με τις περιφερειακές συνοικίες των μετοίκων από την Ανατολία και την επαναφορά του οράματος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ελέω Ερντογάν. 

(1) σεγίτ = απόγονος του προφήτη Μωάμεθ



Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2021

Ο ταχυδρόμος του ΓιώργουΠαπαδάκη

  Ο Ταχυδρόμος του Γιώργου Παπαδάκη κέρδισε το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος για το 2019.
Είναι αλήθεια ότι αν και εκδόθηκε από την ΕΣΤΙΑ το 2018,  λίγοι ασχολήθηκαν τότε μαζί του. Η βράβευσή του όμως, όπως ήταν αναμενόμενο, αύξησε τις πωλήσεις και το έκανε γνωστό στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Ως γραφή αλλά και ως ιστορία μου άρεσε. 

    Ολιγοσέλιδο για μυθιστόρημα, με μόλις 232 σελίδες στις οποίες ο συγγραφέας αναπτύσσει την ιστορία του, η οποία διαδραματίζεται στην ορεινή Κρήτη της δεκαετίας του 50' με κεντρικό ήρωα τον ταχυδρόμο της περιοχής, τον Αλέξη Δαφέρμο. Είναι δύσκολο όταν γράφεις για ένα τόσο μικρό σε όγκο μυθιστόρημα να μην προδώσεις την πλοκή. Θα προσπαθήσω όμως να σεβαστώ τον αναγνώστη, που δεν το έχει διαβάσει ακόμα και πιθανόν θα θελήσει να το κάνει.

  Ο συγγραφέας αν και χρησιμοποιεί μια απλή γλώσσα για να αποδώσει  την ιστορία του, εκφράζει με μαεστρία όλα όσα θέλει να πει και μας δείχνει τη δύναμη που αποκτούν οι λέξεις όταν αυτές τοποθετούνται κάθε φορά, κατάλληλα μέσα στο κείμενο.  Επίσης η γλώσσα που χρησιμοποιεί, ταιριάζει απόλυτα στον ήρωα του, ο ίδιος αφηγείται την ιστορία του- το μυθιστόρημα είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο. Αποφεύγει τον πειρασμό να γράψει τους ελάχιστους διαλόγους στην βαριά κρητική διάλεκτο, που μιλούσαν και μιλούν οι άνθρωποι στα μεσόγεια του νησιού, βοηθώντας τον αναγνώστη στην ευκολότερη ανάγνωση του βιβλίου. Τοποθετεί μόνο κάποιες πολύ χαρακτηριστικές λέξεις, όπως το "ίντα" (το ερωτηματικό τι), για να προσδιορίσει με σαφήνεια τον τόπο.

Ταχυδρόμος της εποχής
  Αξιοσημείωτες ακόμα είναι και οι αναφορές του στα έθιμα της περιοχής, σχετικά με τον γάμο. Την υποχρέωση του γαμπρού να φτιάξει το σπίτι που θα στεγάσει την οικογένειά του και την υποχρέωση της νύφης να το γεμίσει με την προίκα της. Από τα έπιπλα ως και τις κουρτίνες ήταν της νύφης.  Αυτά τα κουβάλησαν από την προηγούμενη στο σπίτι του γαμπρού. Της πομπής προηγούταν ο λυράρης που έπαιζε χαρούμενους σκοπούς σε όλη τη διαδρομή, ακολουθούσαν οι συγγενείς της νύφης και από πίσω τα φορτωμένα μουλάρια όμορφα στολισμένα με όμορφα κεντήματα  ή υφαντά, που κρέμονταν κι από τις δύο πλευρές του ζώου.  Στη συνέχεια ακολουθούσε το στρώσιμο του νυφικού κρεβατιού, από δύο όμορφες κοπέλες, που είχαν και τους δύο τους γονείς στη ζωή, καλότυχες. Το γέμισμα του με χαρτονομίσματα και κέρματα και τέλος το πέταγμα πάνω του ενός μικρού αγοριού με την εντολή να κυλιστεί. Όλα αυτά ως συμβολισμοί μιας οικογένειας που θα ευλογούνταν με πολλά παιδιά, το πρώτο καλό θα ήταν να είναι αγόρι, και οικογενειακής ευτυχίας. Η επίδειξη του ματωμένου σεντονιού, την επομένη του γάμου, με όλα τα σημαινόμενα περί της τιμιότητας της κοπέλας.

  Υπάρχει όμως και μια πλούσια αναφορά στα ήθη της εποχής, όπως ότι ένας καλός γάμος ήταν αυτός που γινόταν από προξενιό: "Με προξενιό έπρεπε να παντρεύονται οι τίμιες θυγατέρες, όχι με άλλον τρόπο." Ο προγαμιαίος "λόγος", που ήταν ισχυρός και μόνο με αίμα διαλυόταν. Οι αυστηροί αδελφοί της νύφης, οι κέρβεροι-θεματοφύλακες της τιμής της αδελφής τους, σε όλη της τη ζωή. Το αξεπέραστο εμπόδιο των ιδιότυπων κοινωνικών τάξεων, όπως με την Αθηνά, τη δασκάλα, φίλη του πρωταγωνιστή, που από νωρίς της ξέκοψαν ότι οι κόρη δύο δασκάλων, ποτέ δεν θα παντρευόταν τον γιο του σιδηρουργού και μάλιστα από γενιά ξεπεσμένη. Η υπακοή και των δυο νέων στη θέληση των γονιών τους, παρά τις δεδομένες αρνητικές συνέπειες και για τους δυο τους.  

Κρήτη - η μεταφορά της προίκας με τα ζώα

  Μη γελιέστε όμως, δεν πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που ξεπέφτει σε μια απλή
καταγραφή εθίμων και ηθών. Η ιστορία ξεκινά από την ημέρα που το σπίτι του Αλέξη επισκέπτεται η προξενήτρα της περιοχής, τον γάμο και τον έγγαμο βίο του και φτάνει ως το αποτρόπαιο έγκλημα που διαπράττει και την τραγική κατάληξή του. Ψυχογραφώντας τον, διαπιστώνουμε από τη μία ότι πρόκειται για έναν χαρακτήρα αφοσιωμένο στη δουλειά του, την οποία υπηρετεί με την μέγιστη ευσυνειδησία, αλλά από την άλλη ως χαρακτήρας είναι απαθής, άβουλος και άτολμος. Χωρίς να αντιδρά κάνει αυτά που οι άλλοι θέλουν γι΄ αυτόν, ακόμα κι όταν του προξενεύουν μία άγνωστη για γυναίκα του, ακόμα κι όταν για έναν χρόνο αρραβωνιασμένοι δεν έπρεπε να την δει, ακόμα κι όταν διαπιστώνει ότι άλλην του έταξαν και σε άλλην τον έβαλαν να σταθεί δίπλα στη γαμήλια τελετή.
 Φανταστείτε, πηγαίνοντας να αγοράσει τις βέρες του γάμου, διαπιστώνει ότι αγνοεί το όνομά της. (Αρτεμίσια την λέγαν)  Σχεδόν ποτέ δεν τον βλέπουμε να εκφράζει προς τα έξω τα συναισθήματά του. Μιλώντας μας τα εξομολογείται, προσπαθεί μάλιστα να τα εξηγήσει, αλλά ποτέ δεν τόλμησε να τα εκφράσει. Χάνει την μοναδική γυναίκα που θα μπορούσε να τον κάνει ευτυχισμένο, κι αυτός ούτε εξεγείρεται, ούτε αντιδρά κατ΄ ελάχιστό, υπομένει απαθής την μοίρα του, την αντιμετωπίζει σαν να μην έκανε ποτές του όνειρα γι΄ αυτήν.  Ελάχιστες φορές στη ζωή του αποφασίζει να πάρει την κατάσταση πάνω του, και μία από αυτές έχει την απόλυτα τραγική κατάληξη και γι΄ αυτόν και για την οικογένειά του. Η όλη μέχρι τότε συμπεριφορά του, με τίποτε δεν σε προϊδεάζει για την αποτρόπαια πράξη στην οποία, σε πλήρη ηρεμία, θα προβεί. Και φυσικά δεν βρίσκεις, ούτε στα λεγόμενά του, την οποιαδήποτε αιτιολόγησή της. Υπομένει την δίκη του και το επικείμενο τέλος του, με μία απίστευτη αδιαφορία που πραγματικά ξενίζει. Οφείλω να πω, ότι μου θύμισε σε πολλά σημεία την απάθεια με την οποία αντιμετώπιζε τη ζωή του ο πρωταγωνιστής του Καμύ, στο έργο του: Ο Ξένος.

  Τέλος θεωρώ το βιβλίο χρήσιμο, διότι μας μεταφέρει στην σκληρή πραγματικότητα της ελληνική επαρχίας του παρελθόντος, με όλα τα καταπιεστικά ήθη που βασάνιζαν τους ανθρώπους, με ένα άγραφο δίκαιο που μπορεί να εξασφάλιζε την "τάξη" αλλά αφαιρούσε την όποια ελευθερία από το άτομο, ιδίως τους νέους που την χρειάζονταν περισσότερο. Κι αυτό είναι χρήσιμο να το θυμούνται όλοι εκείνοι που εξιδανικεύουν το παρελθόν  και αποδοκιμάζουν το παρόν.

  Κλείνω την εγγραφή μου με ένα μικρό απόσπασμα:  'Αβγαλτα παιδιά, δεν ξέραμε τη ζωή. Έπρεπε να το καταλάβουμε πως η σιωπή είναι το πιο γόνιμο έδαφος για να ριζώσουν τα αισθήματα. Κι όταν, ίσως, η αίσθηση κινδύνευε  να πάρει αφή, δεν τολμήσαμε, αυτό είναι το πιο πιθανό, δεν τολμήσαμε. Όσο κι αν έλεγε η Αθηνά πως αψηφούμε τους νόμους της κοινωνίας και πως η γυναίκα όφειλε να κοιτάξει το μέλλον πατώντας στα δικά της πόδια, δεν θέλησε καθόλου να έρθει σε ρήξη με τους γονείς της. Άφησε να γίνει αυτό, να καταπνίξει όποιο αίσθημα ένιωθε για μένα. Κι εγώ από τη μεριά μου, άτολμος, αμέλησα να ακούσω τον εαυτό μου. Δεν τον άκουγα, δεν ήξερα ποτέ να ακούω τις παύσεις, γιατί φοβόμουν τη μοναξιά.


Παρασκευή 14 Μαΐου 2021

Το σπίτι της σιωπής του Ορχάν Παμούκ

Orhan_Pamuk
Orhan Pamuk
   Η ανάγνωση για δεύτερη φορά ενός μυθιστορήματος, αν και οι περισσότεροι δεν το κάνουμε συχνά, μπορεί να αποδειχθεί μια πράξη ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Ειδικά αν αυτή γίνει σε χρόνο, που να απέχει αρκετά από την πρώτη φορά. Αυτό συνέβη και σε μένα, με το βιβλίο του Ορχάν Παμούκ, "Το σπίτι της σιωπής" του μόνου Τούρκου συγγραφέα βραβευμένου με Νόμπελ.   
Πρώτα πρώτα γιατί με έφερε και πάλι κοντά στον Τουρκικό Λαό, μου θύμισε ότι κι αυτοί στην καθημερινότητά τους, λίγο πολύ, αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα με εμάς, έστω κι αν οι κυρίαρχες πολιτικές επιλογές της γειτονικής χώρας  μας δημιουργούν καθημερινά προβλήματα. Ο δεύτερος λόγος, είναι ο τρόπος που γράφει. Προσωπικά η γραφή του με αιχμαλωτίζει, με κάνει να ακολουθώ πειθήνια τους πρωταγωνιστές του, να πιάνομαι από τις κουβέντες τους ακόμα και τις φαινομενικά πιο ασήμαντες, να ακολουθώ αγόγγυστα την αργή ροή της ιστορίας που θέλει να μου διηγηθεί, διότι ο χρόνος έχει την δική του αξία και αυτό φροντίζει ο συγγραφέας να μου το κάνει ξεκάθαρο. Υπάρχουν συχνές επαναλήψεις γεγονότων και καταστάσεων ενώ οι νέες πληροφορίες προστίθενται αβίαστα. Κι όμως, οι αγωνίες των πρωταγωνιστών του, η απελπισία τους, η φαινομενική αδράνεια τους, τα όνειρά τους, όταν φανερώνονται, με κάνουν να συμπάσχω μαζί τους.

Orhan_Pamuk
  "Το σπίτι της σιωπής" είναι το δεύτερο μυθιστόρημα του Παμούκ, κυκλοφόρησε στην Τουρκία του 1983 και διαπραγματεύεται, μεταξύ των άλλων, ένα από τα πιο αγαπημένα θέματα του συγγραφέα, που είναι την πάλη της σύγχρονης Τουρκίας ανάμεσα στο ανατολίτικο παρελθόν της από τη μία και την προσπάθεια της από την άλλη να ενταχθεί πολιτισμικά στον δυτικό κόσμο.  Για να ακριβολογώ, την πάλη ανάμεσα στις δυνάμεις εκείνων που οραματίζεται μία Τουρκία ως μια σύγχρονη χώρα του Δυτικού κόσμου και εκείνων που αρνούνται να εγκαταλείψουν όσα κουβαλούν μαζί τους από τα χρόνια της ένδοξης Οθωμανικής περιόδου. Κι αν αυτή η διαμάχη ήταν ξεκάθαρη όταν πρωτοκυκλοφόρησε το βιβλίο του, σήμερα μετά από δεκαοχτώ χρόνια Ερντογανικής εξουσίας, δεν ξέρω καν πόσες δυνάμεις έχουν απομείνει σε εκείνους που πιστεύουν στο όραμα της Δύσης. Ο ίδιος ο συγγραφέας επιλέγοντας να ζει στην Κωνσταντινούπολη, την αγαπημένη του πόλη, σιωπά. Όχι αδίκως, αν σκεφτείς την μοίρα όλων εκείνων που τόλμησαν να αντιταχθούν στην ισλαμιστική στροφή που έχει επιφέρει ο πρόεδρος της στην γείτονα και τα μεγαλοϊδεατικά του οράματα. Και να μην ξεχνάμε βέβαια ότι στην Τουρκία, υπάρχει μια ιδιότυπη δικτατορία, η οποία παλαιότερα ελεγχόταν από τις δυνάμεις του βαθέως Κεμαλικού κράτους αλλά σήμερα ελέγχεται πλήρως από τις δυνάμεις που υποστηρίζουν τον νυν πρόεδρο. 

    Η ιστορία εξελίσσεται στο Τσενέχτισαρ, ένα ταχέως αναπτυσσόμενο προάστιο της Κωνσταντινούπολης, όπου μέρα με την μέρα, σηκώνονται πολυτελείς οικοδομές για να φιλοξενήσουν τους πλούσιους αστούς της Πόλης, αλλάζοντας όλη την γεωμορφολογία της περιοχής. Το παλιό, ξύλινο σπίτι, άλλοτε αρχοντικό, στο οποίο κατοικεί η γιαγιά Φατμά με τον πιστό της υπηρέτη, τον Ρετζέπ, στέκει ακόμα παρά τη φθορά του χρόνου και ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την εικόνα του πολύ επιδέξια, για να δείξει την επιμονή της ιδιοκτήτριας του, να μένει δέσμια του δικού της παρελθόντος. 
"Τα ξύλα του ξεβαμμένα, ο κισσός από τον πλαϊνό τοίχο έχει περάσει στην πρόσοψη, η σκιά της συκιάς πέφτει στα κλειστά παντζούρια της γιαγιάς, τα σιδερένια κάγκελα, στα παράθυρα του κάτω πατώματος έχουν σκουριάσει. ... Θυμήθηκα το γεμάτο σκόνη φως που τρύπωνε στο σπίτι από τα παντζούρια, τη μυρωδιά της μούχλας..."
 
 Τον Ρετζέπ, η Φατμά τον καλεί με το όνομά του αλλά γι΄ αυτήν πάντα θα είναι ο Τζουτζές της, με όλη την υποτιμητική σημασία της λέξης (τζουτζές: νάνος, γελωτοποιός). Αυτό που την συνδέει επιπλέον με τον Ρετζέπ, είναι ότι είναι νόθος γιος του μακαρίτη του άντρα της. Η Φατμά, όλη την ημέρα κάθεται στο δωμάτιο της, το βράδυ δεν κοιμάται παρά μόνο την αυγή, χαμένη στις σκέψεις της και τις μνήμες της άχαρης ζωής της. Μόνη της συντροφιά ο Τζουτζές της, τον οποίο μισεί, και αυτό το μίσος μεγαλώνει μέρα με την μέρα όσο αισθάνεται την όλο και μεγαλύτερη εξάρτηση της από αυτόν. Ο μακαρίτης ο άντρας της, ο οραματιστής γιατρός, Σελάχαντιν, "σκότωσε" την προίκα της,  ώστε απερίσπαστος να συγγράψει την "σπουδαιότατη εγκυκλοπαίδεια του" η οποία θα άνοιγε τα μάτια του αμόρφωτου Λαού, θα τον έβγαζε από την απάθεια του και την αποδοχή της μοίρας του και θα τον έφερνε κοντά στην πρόοδο της Δύσης, την οποία θαύμαζε απεριόριστα. Από την άλλη, αυτός είχε παραδοθεί στη δική του μοίρα, μένοντας με μια γυναίκα με την οποία το μόνο που τον συνέδεε ήταν τα χρυσά κοσμήματα της, τα οποία τους συντηρούσαν, αρνούμενος να δουλέψει, αρνούμενος να ενταχθεί στην αληθινή κοινωνία που άλλαζε δραματικά μετά την επικράτηση του Κεμάλ, αιχμάλωτος ενός έργου το οποίο ποτέ δεν θα τελείωνε,  βυθισμένος στην λυτρωτική επίδραση του ποτού. Με τον θάνατο του, η Φατμά επιτέλους αισθάνθηκε λυτρωμένη από έναν μεγάλο βραχνά της ζωής της, η πρώτη της πράξη ήταν να κατέβη στο γραφείο-εργαστήριο του και να καταστρέψει κάθε χειρόγραφο της εγκυκλοπαίδειας του, που βρήκε. Έναν γιο είχαν μόνο, τον Ντογάν, ο οποίος πέθανε μη μπορώντας να αντέξει τον θάνατο της αγαπημένης του συζύγου.

  Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται την περίοδο πριν από την
Orhan_Pamuk
δικτατορία του Εβρέν (1980), όταν οι διαμάχη των αριστερών με τους ακροδεξιούς είχε εκτραχυνθεί, αφήνοντας δεκάδες νεκρούς καθημερινά πίσω της. Σε μια περίοδο λίγων ημερών μόνο, όταν αρχές του καλοκαιριού επισκέπτονται την γιαγιά Φατμά τα τρία εγγόνια της, για το ετήσιο μνημόσυνο των γονιών τους.  Ο μεγαλύτερος, ο Φαρούκ, ιστορικός, που όμως δεν βρίσκει κανένα ενδιαφέρον πια στην επιστήμη του, μπερδεμένος ανάμεσα στις δύο πολιτισμικές ταυτότητες του (Δυτικός και Οθωμανός) σε μια στιγμή λέει: "Παραδίδομαι επειδή δεν αντέχω να ζω με δύο ψυχές. Σου συμβαίνει αυτό καμιά φορά: είναι φορές που νομίζω ότι είμαι δύο άνθρωποι μαζί."  Χωρισμένος από την γυναίκα του, με μόνη του παρηγοριά το ποτό. Το ποτό ως γνωστό είναι απαγορευμένο στους Μουσουλμάνους, αλλά οι νεο-αστοί Τούρκοι, δεν τον ακολουθούν αυτόν τον κανόνα.
  Η Νιλγκιούν, φοιτήτρια της Κοινωνιολογίας, κομμουνίστρια, η οποία ακολουθεί ένα αυστηρό ημερήσιο πρόγραμμα απομόνωσης, σαν να μην την αφορά ο κόσμος του κοσμοπολίτικου θέρετρου που βρίσκεται. 
  Και ο μικρότερος, ο Μετίν, ο οποίος ονειρεύεται να βρεθεί στην Αμερική, όπου εκεί θα μπορέσει να ξεφύγει από τη μιζέρια και να φτιάξει τη χλιδάτη ζωή που ονειρεύεται. Πνίγεται κι αυτός (όπως ο παππούς του) απ΄ ότι του θυμίζει τις τουρκικές του ρίζες. Είναι ο μόνος όμως που τολμά, αν και μεθυσμένος, να ζητήσει από την γιαγιά του να δώσει την αγαπημένη της μονοκατοικία, ως αντιπαροχή για να πάρουν κι αυτοί τα διαμερίσματα που τους αναλογούν. Προσπαθεί να ενταχθεί στις παλιές παρέες του με τους γόνους των πλούσιων μεγαλοαστών, που όπως φαίνεται  ζουν άνευ ορίων τον εκδυτικοποιημένο τρόπο ζωής τους. Ο Μετίν προσπαθεί να φανεί "ισάξιος" τους, το διαβατήριο του είναι κάποιες χιλιάδες λίρες, που με πολύ κόπο δούλεψε το προηγούμενο διάστημα, αυτό όμως είναι ένα μυστικό του, που κανένας δεν πρέπει να μάθει.
  Στον αντίποδα του Μετίν, βρίσκεται ο Χασάν, ανιψιός του Ρετζέπ, ο οποίος είναι ενταγμένος στην ακροδεξιά παράταξη. Προσπαθεί ακόμα να αποδείξει την πίστη του στους τοπικούς ηγετίσκους, συγχέοντας την επιθυμία του να ξεφύγει από τη μιζέρια της δικής του οικογένειας, με την επιθυμία του πατέρα του- επίσης νόθος του Σελάχαντιν- να μορφωθεί,  και το όνειρό του μια μέρα να διαπρέψει( στην παράταξη, στην κοινωνία;) όλα είναι μπερδεμένα μέσα του. Και γίνονται ακόμα χειρότερα, όταν διαπιστώνει ότι οι παλιοί του φίλοι, τα εγγόνια της Φατμά, που μικροί έπαιζαν όλοι μαζί στην αυλή του σπιτιού τους, κάνουν ότι δεν τον γνωρίζουν. Αυτό, στο τέλος θα έχει τραγική κατάληξη και για τις δυο οικογένειες.

  Πιστεύω ότι ο κύριος χαρακτήρας του  μυθιστορήματος: Το Σπίτι της Σιωπής του Ορχάν Παμούκ, είναι η Φατμά και η δυστυχία που την ακολούθησε μετά τον γάμο που της επέβαλαν οι γονείς της, με τον γιατρό Σελάχαντιν. 

  Δεν μιλά, ποτέ δεν μιλούσε, ούτε στον άντρα της, ούτε όταν της ξόδεψε όλη την προίκα της, ούτε όταν εκείνος συνήψε σχέση με την παραδουλεύτρα τους. Ούτε και τώρα μιλά, παρά μόνο για να ζητήσει κάτι από τον Τζουτζέ της. Ακόμα και στα εγγόνια που ήλθαν να τη δουν και να κάνουν την προσευχή τους, όλοι μαζί, πάνω από τον τάφο των γονιών  τους, οι κουβέντες που ανταλλάσσει μαζί τους είναι μετρημένες. Αυτό που απουσιάζει από το σπίτι, μάλλον απουσίαζε πάντα, είναι το γέλιο, η χαρά, τα μικρά επιφωνήματα ευτυχίας, ακόμα και οι έντονες συζητήσεις ή οι οργισμένοι διαπληκτισμοί... είναι το σπίτι της Σιωπής. 
  Η Φατμά, δεν παύει για ούτε για μια στιγμή, να θυμάται με αγαλλίαση τα ευτυχισμένα παιδικά της χρόνια, με τις φίλες της και την επαφή της με τα βιβλία που εκείνες τις διάβαζαν αποσπάσματα. Οι περιπέτειες του Ροβινσώνα, "...όπου ένας Άγγλος ζούσε ολομόναχος σ΄ ένα ερημονήσι, επειδή είχε βυθιστεί το καράβι του, όχι δεν ήταν ολομόναχος, είχε και τον υπηρέτη του, που τον βρήκε έπειτα από χρόνια..." (ο παραλληλισμός με τη δική της κατάσταση είναι εμφανής)
"Στη ζωή, όταν τελειώσει το μοναδικό ταξίδι με την άμαξα, δεν μπορείς να το ξανακάνεις, αν όμως έχεις ένα βιβλίο, όσο μπερδεμένο κι ακατανόητο κι αν είναι, όταν τελειώσει για να συλλάβεις το ακατανόητο και για να καταλάβεις τη ζωή, αν θες, το πιάνεις απ΄ την αρχή και το ξαναδιαβάζεις, έτσι δεν είναι Φατμά;"

  Δυστυχώς την ζωή, όσο κι αν το επιθυμούν κάποιοι, δεν μπορείς να την πάρεις από την αρχή και πάλι. Είσαι υποχρεωμένος να τη ζήσεις, μέχρι το τέλος με όσα αυτή σου κληροδότησε. Άλλοι το αντέχουν, άλλοι χάνονται στα πάθη τους και άλλοι ψάχνουν για δρόμους διαφυγής. Κάθε ένας από τους ήρωες του μυθιστορήματος αυτού, ανήκει σε μία από τις πάνω κατηγορίες.   Τα υπόλοιπα ανήκουν στα γνωστά παιχνίδια της μοίρας, στο "κισμέτ " κατά την ανατολίτικη φιλοσοφία.


Το ζητούμενο είναι η ευτυχία!

  Μετά από πολλά χρόνια, ο Αλέξανδρος επέστρεφε στο πατρικό του, σε ένα ορεινό χωριό της Δράμας. Για χρόνια ζούσε στην Αθήνα, κάνοντας σπο...