Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πατρίδα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πατρίδα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 9 Ιανουαρίου 2024

τοπογραφία....

  Πολλές φορές μου θέτουν το ερώτημα: "ποιος είναι ο τόπος σου;". Και δεν εννοούν την Ελλάδα, αλλά απαιτούν να ονομάσω έναν ορισμένο τόπο της πατρίδας μας, τον οποίο εγώ τοποθετώ πρώτο στην καρδιά και την ψυχή μου.

  Οι περισσότεροι πιθανότατα θεωρούν το ερώτημα αυτό αχρείαστο. Τυχεροί αυτοί! Αγαπούν τον τόπο που ζουν, πιθανόν να γεννήθηκαν και σε αυτόν, ίσως και να μην χρειάστηκε ποτέ να τον εγκαταλείψουν. Άλλοι πάλι έχουν αποδεχτεί τον νέο τόπο, ο οποίος τους υποδέχτηκε και τους έκανε να νιώθουν κομμάτι του. Κι άλλοι, ζουν παντοτινά με τη νοσταλγία του γενέθλιου τόπου τους, ορίζοντας αυτόν ως δικό τους.

  Δεν ανήκω σε καμία από τις παραπάνω κατηγορίες, διότι έχω την κατάρα – ίσως να 'ναι κι ευχή – να θεωρώ δικούς μου, περισσότερους του ενός, από τους τόπους που έχω ζήσει ή γνωρίσει. Όχι, δεν αναφέρομαι σε πολλούς, μεγάλους και εξωτικούς τόπους, ούτε έχω αφομοιώσει ποικίλους τρόπους ζωής για να χαρακτηρίζομαι ως πολίτης του κόσμου. Μιλώ για ξέχωρα κομμάτια της πατρίδας μου, τα οποία είχα την χαρά να γνωρίσω, άλλα περισσότερο κι άλλα λιγότερο καλά.
Monodendri_Zagorohoria
  Ποτέ δεν θα ξεχάσω για παράδειγμα, ένα εικοσιτετράωρο που πέρασα στο Μονοδένδρι, στα Ζαγοροχώρια. Ανάσαινα την πέτρα που σκέπαζε τα πάντα, γευόμουν την καθάρια αύρα της περιοχής, άκουγα τη βοή κάτω χαμηλά, εκεί που περνούσε με ορμή ο Βοϊδομάτης, στάθηκα με δέος στο ναΐδριο της Αγίας Παρασκευής ενώ η φαντασία μου έφτιαχνε παιχνίδια στον χρονο - χώρο, ησύχασα στη βραδινή σιωπή, που την έκανε πιο έντονη το σεληνόφως, που αντιφέγγιζε στα γύρω βουνά και δεν χρειάστηκε τίποτε περισσότερο για να συνειδητοποιήσω, ότι κι αυτός είναι δικός μου τόπος.

 Ή μια άλλη φορά, πολλά χρόνια πίσω, όταν βρέθηκα στην Σκιάθο, κι από την παραλία της Καναπίτσας αντίκριζα την απέναντι πλαγιά, ως κάτω στη θάλασσα, όπου το κύμα σίγουρα θα έγευε με την αλμύρα του τα ξέφτια των δέντρων και τα ακροκέραμα των ελάχιστων κατοικιών. Και τότε πάλι, γεμάτος ενθουσιασμό είπα, ότι σε έναν τέτοιο τόπο, με ευχαρίστηση θα ζούσα. Δήλωση σπουδαία αν αναλογιστείς το νεαρό της ηλικίας.

  Το μυαλό μου να αδυνατεί να χωρέσει όλη την ομορφιά, στη Λευκάδα, στους Εγκρεμνούς, όταν πρωί ακόμη βρεθήκαμε στην άδεια παραλία. Κάτασπρα, σμιλεμένα από της θάλασσα βότσαλα να σκεπάζουν απ΄ άκρη σε άκρη παραλία και βυθό, το ξάσπρισμα του γαλάζιου νερού, οι αχτίνες του καλοκαιρινού ήλιου που αστραφτόπαιζαν στην επιφάνεια της ακίνητης θάλασσας και πίσω μας να κρέμεται η γης, Θεέ μου, τι εικόνα ήταν αυτή!

  Κι άλλη μια φορά, τότε που παραδόθηκα στη δροσερή αγκάλη της κρυστάλλινης θάλασσας στο Χορευτό, αφού προηγήθηκε το ανέβασμα και στη συνέχεια το κατέβασμα του μυθικού βουνού των Κενταύρων, μια να πλησιάζεις τον ουρανό και την άλλη να κρύβεσαι κάτω από τα πυκνά φυλλώματα, στο ταξίδι μας από το Βόλο, εκεί ένιωσα και πάλι τη χάρη της δικής μου γης. 

 

Leykos_Karpathos
  Οφείλω όμως να διακόψω την παραπάνω άναρχη περιπλάνηση και να βάλω μια σειρά στις σκέψεις μου. Να χαράξω μια λογική πορεία, ξεκινώντας από την Πατρώα γη των προγόνων μου, την ακριτική Κάρπαθο, την οποία πρόλαβα σε εποχές, όπου ο τουρισμός ελάχιστα την είχε επηρεάσει. Αναβαπτίστηκα σε μαγικές παραλίες, στο Φοινίκι και τον Βρόντη, στην Αμμοοπή και τον Μακρύ Γυαλό, στην Κυρά Παναγιά και τον Λευκό, στα Άπελλα και τον Άγιο Μηνά, στα Φωκιά και τα Καμαράκια, στις οποίες άλλοτε βρίσκαμε προστασία από τον ήλιο κάτω από τα αρμυρίκια κι άλλοτε αψηφούσαμε ολημερίς την κάψα του. Έζησα πανηγύρια σε κάθε χωριό, άλλοτε αυστηρά στα όρια της μυσταγωγίας και άλλοτε ξέφρενα, Διονυσιακά. Διασκέδασα σε πάρτι με φωτορυθμικά και στο τέλος της μέρας παραδόθηκα στην παραλιακή της μικρής πρωτεύουσας, την ώρα που όλα ησύχαζαν μα εμείς συνεχίζαμε να ονειρευόμαστε.

Othos_Karpathos
  Το χωριό που μεγάλωσα, το μπονεντινό Όθος,
όπου 
στου Παπαδάκη το Λακί συμμετείχα σε ιστορικές ποδοσφαιρικές αναμετρήσεις ανάμεσα στην Κάτω και την Πάνω Γειτονιά. Κάπου εκεί ένα ραδιόφωνο μετέδιδε τα ματς της Κυριακής κι ανάμεσα στο ημίχρονο εκστασιασμένοι ακούγαμε το “Υπάρχω” του Καζαντζίδη. Κι απέναντι  στο Μέγαρο διασκεδάσεων, πόσες αξέχαστες μα και πονεμένες στιγμές έζησα. Πίσω του, χαμηλότερα οι περίφημες Καλύ(β)ες και ακόμα πιο μακριά, η μοναδική κουκουναριά της περιοχής, όπου μια φορά το χρόνο γινόταν περιπετειώδης εξόρμηση για το ποιος θα προλάβει να τρυγήσει τους καλά φυλαγμένους καρπούς της. Με τον Άγιο Παντελεήμονα να βλέπει προς την Ανατολή, τον πιο αγαπημένο απ΄ όλους του Αγίους μας, σηματωρός της γενιάς μας, την Παναγία τη Γυνατού στους ξεχασμένους Εΰρους και τον Χριστό στο έμπα του χωριού, που τότε μου φαινόταν θεόρατος. Μνήμες σκόρπιες, αβίαστες, που πάντα θα με δένουν μαζί του.

  Κι από εκεί στο Απέρι, έξι χρόνια ως έφηβος μαθητής και δέκα ως δάσκαλος. Τα πρώτα εύκολα, χρόνια ανέμελα, μου χάρισαν παντοτινές φιλίες και τρελές ιστορίες, που ίσως στους σημερινούς να ακούγονται σαν παραμύθια. Ποδοσφαιρική αναμέτρηση ομηρικών διαστάσεων, με έπαθλο έναν ντενεκέ μπισκότα Παπαδοπούλου. Εξετάσεις Φεβρουαρίου σε παγωμένη αίθουσα με σφινάκια κονιάκ για να αντέξουμε. Γάμοι και πάρτι, εντός κι εκτός της αυλής του κτιρίου. Και στην τρίτη Λυκείου, εκεί που δίναμε τον αγώνα για την εισαγωγή μας στο Πανεπιστήμιο, ονομαστήκαμε ηθοποιοί  στο Παραμύθι χωρίς όνομα του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Στα δεύτερα, λίγα χρόνια μόλις μετά, σήκωνα το βάρος ενός σχολείου, μαθαίνοντας γράμματα και πολιτισμό σε μαθητές πρόθυμους, που με αγάπησαν και τους αγάπησα. Εκεί πρωτοσυνάντησα τη γυναίκα μου, εκεί ξεκίνησα τη δική μου οικογένεια. Πώς να τα βγάλω απ΄ την καρδιά όλα αυτά;

  Έζησα δύο έντονα χρόνια στο Ηράκλειο, ως σπουδαστής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, τα οποία μου έδωσαν την ευκαιρία μέσα από τις σπουδές μου, να αποκτήσω το πτυχίο του Δασκάλου και να ασκήσω ένα επάγγελμα το οποίο υπηρέτησα με όλη τη ψυχή μου. Πέρα από αυτό μου άνοιξαν τους ορίζοντές μου προς κάθε πλευρά, με πολιτικοποίησαν, μου έμαθαν για πρώτη φορά να στηρίζομαι στις δικές μου δυνάμεις και να τα βγάζω πέρα μόνος μου στις όποιες δυσκολίες. Μια πόλη, όπου μαζευόμαστε στα Λιοντάρια, ξεχυνόμαστε στα γύρω στενά για κρασοκατάνυξη, στην Μαρίνα για καφέ, στο Ενετικό Φρούριο για αγνάντεμα και όνειρα. Γνώρισα καλούς φίλους, τους οποίους διαμέσου των κοινωνικών δικτύων αλληλοπαρακολουθούμαστε ανακαλύπτοντας ότι ο χρόνος τελικά στάθηκε καλός μαζί μας. Δύο χρόνια, βαθιά χαραγμένα μέσα μου.

Alistrati_Serres
  Κι ακολουθεί η Αλιστράτη, ο τόπος που ζω τα τελευταία είκοσι τέσσερα χρόνια, στον οποίο έχω φτιάξει το σπίτι στο οποίο μεγάλωσα την οικογένεια μου. Τόπος μεσόγειος στις παρυφές του Μενοικίου με τον ορίζοντα να χάνεται πίσω από το άλλοτε χρυσοφόρο Παγγαίο. Τόπος που στηρίζει την ανάπτυξή του στον πλούσιο κάμπο του, ο οποίος κρατά σε εγρήγορση τους ανθρώπους όλον τον χρόνο. Με το ονομαστό πλέον Σπήλαιο και τον Λόφο του Αγίου Κωνσταντίνου, σε πλεονεκτική θέση, ανάμεσα σε τρεις αγαπημένες πόλεις: Τις Σέρρες, τη Δράμα και την Καβάλα. Από το σχολείο της Αλιστράτης αφυπηρέτησα, γνωρίζοντας καλούς συναδέλφους, έχοντας ήσυχη τη συνείδησή μου, ότι έπραξα ως όφειλα προς την Πολιτεία και τους μαθητές μου. 

  Μα μέρος της καρδιάς μου κρατούν κι άλλοι τόποι της πατρίδας μου. Η Καστοριά με τη λίμνη και την Παλιά της πόλη, με μύθους και ιστορίες για τα γουναράδικα και τις πλάβες, με ναούς βυζαντινούς και αριστοκρατικά οικήματα, που μαρτυρούν το μεγαλείο άλλων εποχών.
Naypaktos
  Η Ναύπακτος με το γραφικό λιμανάκι της και τις γύρω καφετέριες, να σφύζει από ζωή σε όλη τη διάρκεια της ημέρας και της νύχτας και να ησυχάζει μόνο τις πολύ πρωινές ώρες. Κι εσύ περιδιαβαίνοντας στα στενά και ανηφορικά δρομάκια της, να αναλογίζεσαι τη βαριά ιστορία του τόπου και τη δύναμη εκείνων που επιβίωσαν ανάμεσα στη θάλασσα και το αγριάδα της περιοχής. 
  Οι Δελφοί, χαμένοι μέσα σε πράσινες και απόκρημνες πλαγιές, που παραδόξως αντί να σε τρομάζουν, σου χαρίζουν την ομορφιά και τη γαλήνη που ο Απόλλωνας, ο θεός του φωτός, εξέπεμπε προς κάθε κατεύθυνση.
  Ο βράχος της Ακρόπολης, στον οποίο η Αθηνά στέφθηκε νικήτρια δίνοντας αίγλη και διαχρονικότητα στην πόλη που τραγούδησε ο Παλαμάς. Που όταν σταθείς μπροστά στα Προπύλαια, στις Καρυάτιδες και τον Παρθενώνα, φουσκώνεις από υπερηφάνεια, αλλά και αναμετράσαι με το σήμερα.
  Η Θάσος κρατά πάντα μια θέση στην καρδιά μου για τον απίστευτο συνδυασμό θάλασσας, βουνού και πράσινου. Για τις παραλίες της μα κυρίως για την βραδινή βόλτα στο παλιό λιμάνι του Λιμένα και το ποτό που απόλαυσα στην εκεί απάνεμη παραλία, ενώ απέναντι αναβόσβηνε ο φάρος, παντοτινό σημάδι ασφάλειας και ελπίδας.

  Θα μπορούσα να συνεχίσω κι άλλο τον κατάλογο που άνοιξα. Ανώφελο όμως θα είναι. Γιατί όπως καταλαβαίνετε κάθε κομμάτι της Ελλάδας μας, κάθε γωνιά της, κι αυτές που ανέφερα κι άλλες πολλές που αφήνω, είναι δικές μου, είναι ο δικός μου τόπος, ατελείωτος, ολοφώτιστος, πλάνος μα και τόσο οικείος. 

  Κλείσε μέσα στην ψυχή σου την Ελλάδα (...) και θα αισθανθείς μέσα σου να λαχταρίζει κάθε είδος μεγαλείου.
                                                                                        Διονύσιος Σολωμός


Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2019

Ποια Πατρίδα;..

  Το καλοκαίρι πέρασε και σιγά σιγά, προσαρμοζόμαστε στην κανονικότητα του χειμώνα.
Μέρος της κανονικότητας είναι και το γράψιμο.

  Επανέρχομαι λοιπόν, με την ευκαιρία της ανάγνωσης του βιβλίου  "ΠΑΤΡΙΔΑ" του Φερνάντο Αραμπούρου...το μοναδικό βιβλίο που κατόρθωσα να διαβάσω το καλοκαίρι.

 Ογκώδες ναι (720 σελίδες), με απλή δομή  (πολλά μικρά κεφάλαια) και με μια ενδιαφέρουσα ιστορία από τα χρόνια της ΕΤΑ, της τρομοκρατικής οργάνωσης που επιδίωκε την ανεξαρτησία της γης των Βάσκων. Μια ιστορία που ο συγγραφέας παρουσιάζει δύο οικογένειες Βασκικής καταγωγής από το ίδιο χωριό, από την ίδια γειτονιά, με φιλικές σχέσεις ανάμεσα τους. Σε ένα από εκείνα τα τραγικά παιχνίδια της ιστορίας, η μία οικογένεια βρίσκεται στη πλευρά των θυμάτων και η άλλη των θυτών. Η πρώτη χάνει τον πατέρα της και η δεύτερη βλέπει τον πρωτότοκο γιο της να συλλαμβάνεται και να καταδικάζεται σε πολυετή κάθειρξη. Το θύμα, οικονομικός παράγοντας της μικρής τους κοινότητας, αδυνατεί να πιστέψει ότι θα δολοφονηθεί από συμπατριώτες του, στο όνομα μιας ελεύθερης Πατρίδας. Ο θύτης, ο γιος της δεύτερης οικογένειας, αν και ο ίδιος δεν τολμά να σηκώσει το όπλο στον γείτονα και οικογενειακό τους φίλο, συμμετέχει στην οργάνωση της επικείμενης δολοφονίας. Τραγικές φιγούρες , από τη μια η σύζυγος του θύματος που μέσα σε μια στιγμή γκρεμίζεται όλη της η ζωή και από την άλλη η μητέρα του επαναστάτη-τρομοκράτη, παιδιού της όμως, που υπερασπίζεται με όλη την ψυχή της το όραμα του για ανεξαρτησία της Πατρίδας τους. Το αξιοσημείωτο είναι ότι αυτές οι δυο γυναίκες, στα νιάτα τους ήταν αχώριστες φίλες.
  Η ιστορία διαδραματίζεται στα χρόνια που η ΕΤΑ αποκηρύσσει την ένοπλη πάλη και η Μπιτόρι αποφασίζει να επιστρέψει στο σπίτι της, το οποίο εγκατέλειψε μετά τη δολοφονία του άντρα της. Η Μίρεν, η γειτόνισσα και άλλοτε φίλη της βλέπει αυτή την επιστροφή με αγωνία, διαισθανόμενη την πιθανή δικαίωση του αδίκως δολοφονημένου γείτονα και άλλοτε οικογενειακού τους φίλου. Διαισθανόμενη την οριστική καταδίκη των ενεργειών του γιου της, που από χρόνια βρίσκεται φυλακισμένος, έχοντας χάσει μια ζωή που δεν πρόλαβε καν να χαρεί. Με συνεχόμενα φλας μπακ ανάμεσα στο παρόν και τα τραγικά γεγονότα που χώρισαν τις δυο οικογένειες, ο συγγραφέας οικοδομεί αριστοτεχνικά την όλη πλοκή της ιστορίας του, μέχρι την τελική δικαίωση της Μπιτόρι.

  Κι ένα ερώτημα πλανάται συνεχώς στην άκρη του μυαλού μας, καθώς ξεφυλλίζουμε το βιβλίο, τι είναι η Πατρίδα για τον κάθε έναν πρωταγωνιστή; Τον δολοφονημένο Τσάτο, τον φυλακισμένο Χοσε Μαρι, τη σύζυγο του πρώτου και τη μητέρα του δεύτερου, τα άλλα παιδιά των δύο οικογενειών;

Και το μυαλό ταξιδεύει και το πάει και πιο πέρα, τι είναι η Πατρίδα για τον κάθε έναν μας;
Μήπως αυτό, που μας έμαθαν με τους στίχους ενός ποιήματος του Ιωάννη Πολέμη, στα μαθητικά μας χρόνια:
Τι είναι η πατρίδα μας; Μην είν΄ οι κάμποι;
Μην είναι τ΄άσπαρτα ψηλά βουνά;
Μην είναι ο ήλιος της, που χρυσολάμπει;
Μην είναι τ΄ άστρα της τα φωτεινά;

Μην είναι κάθε της ρηχό ακρογιάλι
και κάθε χώρα της με τα χωριά;
κάθε νησάκι της που αχνά προβάλλει,
κάθε της θάλασσα, κάθε στεριά;

Μην είναι τάχατε τα ερειπωμένα
αρχαία μνημεία της χρυσή στολή
που η τέχνη εφόρεσε και το καθένα
μια δόξα αθάνατη αντιλαλεί;


Όλα πατρίδα μαζί!Κι αυτά κι εκείνα
και κάτι που'χουμε μες στη καρδιά
και λάμπει αθώρητο σαν ήλιου αχτίνα
και κράζει μέσα μας: Εμπρός παιδιά!



Othos_Karpathos
Όθος, Το όμορφο χωριό που μεγάλωσα!

  Το καλοκαίρι βρέθηκα στην Πατρώα γη μου, τον τόπο καταγωγής μου, την Κάρπαθο. Εκεί που πέρασα τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια, εκεί που ξεκίνησα την οικογένεια μου. 

  Δεν ήταν πια για μένα Πατρίδα τίποτε από τα παραπάνω. Μήτε τα ακρογιάλια της, μήτε τα βουνά της, μήτε τα μνημεία της. Παρά μόνο οι συγγενείς και οι φίλοι μου, τους οποίους είχα τη χαρά να δω και πάλι. Το μόνο που με δένει πλέον με τον αγαπημένο τόπο, είναι οι άνθρωποι με τους οποίους μεγαλώσαμε μαζί, που κι αν τα χρόνια περνούν αδυσώπητα από πάνω μας, όταν καθίσουμε στο ίδιο τραπέζι κάτι έχουμε να πούμε, κι όχι μόνο από το παρελθόν. Τι αντίφαση... Αγαπημένος τόπος διότι από τη μια οι μνήμες των όμορφων χρόνων ποτέ δεν ξεθώριασαν αλλά συγχρόνως τόπος ξένος, μιας που ελάχιστες ποια πλευρές του, μου θυμίζουν τα όμορφα χρόνια της νιότης μου. Δεν είναι το ίδιο νησί με αυτό που μεγάλωσα! Πως θα μπορούσε άραγε να είναι όταν η ανάγκη για επιβίωση των κατοίκων του, το μετέτρεψε σε έναν προορισμό μαζικού τουρισμού;

-Ποια είναι η δική σου Πατρίδα;
-Ο τόπος που ζω εδώ και είκοσι χρόνια. Ο τόπος στις παρυφές του Μενοίκιου όρους και με θέα το χρυσοφόρο Παγγαίο. Σε αυτόν έχω την οικογένεια μου, το σπίτι μου, τους νέους φίλους μου. 
-Δεν νομίζω... τον τόπο αυτόν εσύ ο ίδιος τον έχεις χαρακτηρίσει ως τη "δεύτερη" Πατρίδα σου".
-Πατρίδα όμως!...
  Για μένα πια, Πατρίδα είναι ο κάθε τόπος που ακούω τη γλώσσα μας από τα χείλη των γύρω μου. Πατρίδα για μένα είναι ο κάθε τόπος που θα συναντήσω την ιστορία που γαργαλάει τη ψυχή μου, που ταράζει την καρδιά μου.  Πατρίδα είναι για μένα ο τόπος εκείνος που οι λέξεις συνταιριάζονται η μία δίπλα στην άλλη με τρόπο όμορφο και γαλήνιο, αποσπώντας με από την καθημερινότητα.
  Κι αυτά μπορώ να τα βρω οπουδήποτε στην όμορφη Ελλάδα μας. Το έζησα στο νησί μου, το έζησα στην Κρήτη όσο σπούδαζα, το ζω σήμερα στη φιλόξενη γη της Μακεδονίας, το έζησα ακόμα και για ένα βράδυ στα Ζαγοροχώρια, στο Μονοδένδρι που μέσα από την ησυχία της βραδιάς, ακούγονταν οι ψίθυροι της καρδιάς να κατεβαίνουν απ΄ τα γύρω βουνά. 
  Πατρίδα μου είναι η γλώσσα μου!!!! *

*κλεμμένο, αλλά με εκφράζει απόλυτα

Τετάρτη 20 Απριλίου 2016

Νόστος, δρόμος, καρδιά (blogame)

20 Απρ 2016

  Νόστος = επιστροφή στην πατρίδα... και στο μυαλό μου αμέσως έρχεται ο Οδυσσέας, ο πολυμήχανος, ο οποίος ταξίδευε για δέκα ολόκληρα χρόνια μέχρι να επιστρέψει στην Ιθάκη του. Τι καημός κι αυτός! Έχασε τα πλοία του, τους άντρες του, όλα όσα όφειλε να επιστρέψει πίσω στην πατρίδα... επιθυμώντας να δει, έστω για μια ελάχιστη στιγμή, την αναμμένη καμινάδα του σπιτιού του (καπνὸν ἀποθρῴσκοντα)...  και μετά ας πέθαινε.  Η γυναίκα του η Πηνελόπη ( η πιστή ... ), σίγουρα κάποιο ρόλο θα είχε σε όλη αυτή τη σφοδρή επιθυμία της επιστροφής. 

  Οι περισσότεροι από εμάς σήμερα, κάπου έχουμε αφήσει, πίσω μας, μια πατρίδα. Είτε αυτήν που γεννηθήκαμε και παίξαμε όταν ήμαστε μικροί, είτε αυτή που μας ενώνει με τους συγγενείς - προγόνους  μας, είτε αυτή που μας θυμίζει ευτυχισμένες ημέρες όπου τα πρώτα εφηβικά σκιρτήματα μας πλήγωναν την καρδιά. Μια πατρίδα την οποία περπατήσαμε, ανεβήκαμε της πλαγιές της, ατενίσαμε πέρα μακριά τον ορίζοντα της ( ονειρευόμενοι το μέλλον μας ), ξαποστάσαμε σε μια βρυσούλα δίπλα σε κάποιο ξωκλήσι, βουτήξαμε στα νερά της το καλοκαίρι. Μια πατρίδα στην οποία ζήσαμε περιπλανώμενοι από κάποιο παραδοσιακό πανηγύρι σε κάποιο απόμερο μπαράκι με ένα ποτό στο χέρι, ζώντας, έτσι λέγαμε, όλο το πάθος και την κάψα του καλοκαιριού. 
 Και σήμερα η καρδιά μας είναι τόσο μπερδεμένη. Κάπου όλα αυτά έχουν ξεθωριάσει, έχουν γίνει τόσο μακρινά, τόσο δεύτερα, σαν να μην ήταν ποτέ στη ζωή μας...
 Λυπηρό ή ελπιδοφόρο; Δεν ξέρω!
Λυπηρό, να διαγράφεται η "σημασία" του παρελθόντος σου και όσα κουβάλησες μέσα σε αυτό;
Ελπιδοφόρο να αφήνεις πίσω κομμάτια της ζωή σου και να στέκεσαι περισσότερο στα τωρινά ή τα αυριανά;
Το σίγουρο πάντως είναι, ότι το δρόμο του Οδυσσέα, τον επικίνδυνο, τον μακρύ, το δύσβατο, τον περιπετειώδη, τον "άθλιο"... δεν θα τον έκανα ποτέ!
Ποτέ;
Κι αν σήμερα τον διαβαίνεις δίχως να το έχεις καταλάβει... και το τέλος του θα είναι εκεί, όπου η νοσταλγία σε ανύποπτο χρόνο, κτυπά τις άκρες της μνήμης σου με εικόνες, ήχους, μυρουδιές και γεύσεις, αισθήσεις υπαρκτές μα και τόσο άπιαστες;

Το ζητούμενο είναι η ευτυχία!

  Μετά από πολλά χρόνια, ο Αλέξανδρος επέστρεφε στο πατρικό του, σε ένα ορεινό χωριό της Δράμας. Για χρόνια ζούσε στην Αθήνα, κάνοντας σπο...