Argiris_Hionis

  Τον ποιητή Αργύρη Χιόνη, τον ανακάλυψα μέσα από το βιβλίο του, "Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες ", μια συλλογή διηγημάτων*. Διηγήματα, γραμμένα θα έλεγα με σαρκαστική διάθεση, που κατακρίνουν όλα αυτά που κτίζουν γύρω μας έναν κόσμο φυλακή. Γραμμένα επίσης, με διδακτική διάθεση αλλά όχι με τον τρόπο που είμαστε συνηθισμένοι. Διηγήματα απλών πραγμάτων, με τέλος πολλές φορές απρόσμενο, τα οποία βρίσκονται πολύ κοντά στη φύση. Τη φύση, κοντά στην οποία έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, απομονωμένος σχεδόν, σε ένα μικρό χωριό 30 κατοίκων στην ορεινή Κορινθία, αφότου επέστρεψε από την Ευρώπη. 

  Ζούσε και χαιρόταν τη φύση, μέσα στην οποία επέλεξε να ζει. Εμπνεόταν και έπαιρνε ζωή, διδασκόταν και "δίδασκε" μέσα από αυτήν. Είχε πει ο ίδιος: "... η φύση, που είναι η μάνα που μας γεννάει και αυτή που  μας τρώει. "     
 Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δασκάλα από τη φύση "

  Ποιήματα γράφει από πολύ μικρός, από τα 14 του.   Από   λαϊκή γειτονιά και φτωχή οικογένεια, τα   πρώτα   ποιητικά του ακούσματα είναι οι   μαντινάδες  και τα   αποσπάσματα του Ερωτόκριτου,   που τραγουδούσε η   Κρητικιά μητέρα του στο σπίτι.   Πολύ νέος ξενιτεύεται, πρώτα στη Γαλλία, μετά στην Ολλανδία. Εκεί παίρνει και το πτυχίο του στην ιταλική φιλολογία. "..σπούδασα ιταλικά για να μπορέσω να διαβάσω τον Δάντη από το πρωτότυπο..." μας λέει. Για ένα διάστημα εργάζεται στο Συμβούλιο της Ευρώπης, μέχρι, που παίρνει την απόφαση να τα αφήσει όλα και να επιστρέψει στην Ελλάδα.

Ποια η άποψη του για την ποίηση; 

Ο ίδιος, λέει: Ο ποιητής μπορεί να μιλάει για την εποχή του με έναν τρόπο, που να μην χαϊδεύει τα αυτιά των ανθρώπων αλλά να τους απαλαίνει, να τους γλυκαίνει τον πόνο " 
Η ποίηση είναι ένα είδος παραμυθίας. Οι άνθρωποι προσφεύγουν στην ποίηση -όσοι την αγαπούν- για να έχουν αυτή την παραμυθία, την παρηγοριά, δηλαδή είναι ένας τρόπος να παρηγορηθούμε για τα πράγματα τα αποτρόπαια που συμβαίνουν γύρω μας ".
ΚΟΥΦΟΝ ΓΑΡ ΧΡΗΜΑ ΠΟΙΗΤΗΣ.
.
Σου 'δωσα δυο πόδια ποίησή μου

Για να πορευτείς προς τους ανθρώπους

Σου 'δωσα δυο χέρια να τους αγκαλιάσεις

Σου 'δωσα κι ένα γυμνό διάφανο κορμί

( διάφανο δέρμα για να φαίνεται η σάρκα,

διάφανη σάρκα για να φαίνονται τα κόκαλα,

διάφανα κόκαλα για να μην κρύβουν το μεδούλι)

Για να μπορούν να βλέπουν οι άνθρωποι

Όλο το μέσα κόσμο σου κι ακόμα

Τον κόσμο που 'ναι πίσω σου και πέρα

Και μοναχά το πρόσωπό σου ποίησή μου

Σκέπασα μ' ένα πέπλο μισοδιάφανο

Να φαίνεται και να μη φαίνεται

Στα μάτια σου ο πόνος

Να φαίνονται και να μην φαίνονται

Τα χείλια σου όταν τραγουδάς    
               
Τα ποιήματά μου θα επιζήσουν

Του χεριού μου που τα γράφει

Είναι πιο δυνατά απ' το χέρι μου που τρέμει

Κάθε φορά που εκτελεί τις εντολές τους

Τα ποιήματά μου με ποιούν δεν τα ποιώ

Το πρόσωπό μου αδιάκοπα αλλάζουν

Λες και είμαι ζύμη και με πλάθουν

Τα μόνα ποιήματα που ποίησα εγώ

Τα μόνα που ήταν πιο αδύναμα από μένα

Είναι όσα τόλμησα να σκίσω ή να μην γράψω...

"Κάθε λέξη είναι μια αχτίδα.
Κάθε ποίημα μια απόπειρα φωτός"       
                                                           " Απόπειρες φωτός "


  Υπηρετούσε μια ποίηση, βάλσαμο στις πληγές των ανθρώπων, η οποία όμως φροντίζει, στην πρώτη ανάγνωση, να ξύσει τις πληγές σου, να σου θυμίσει  τον σκληρό, αληθινό κόσμο, μέσα στον οποίο ζούμε. 

ΕΞΟΔΟΣ

Μέσα στον κόσμο ανάμεσα

Σ' εκατομμύρια άστρα τ' άστρο Γη

Πάνω στη γη τριγυρισμένη

Από στεριές και θάλασσες τριγυρισμένη

Από χιλιάδες χώρες μία χώρα

Μέσα στη χώρα ανάμεσα

Σε πολιτείες και χωριά μια πολιτεία

Μέσα στην πολιτεία κυκλωμένο

Από χιλιάδες σπίτια ένα σπίτι

Μέσα στο σπίτι ανάμεσα

Στα έπιπλα μια γυάλα

Μέσα στη γυάλα ένα χρυσόψαρο

Ένας άνθρωπος κάθεται και το κοιτά

 Κάποτε πρέπει τ' απαραίτητο να βρούμε

Κουράγιο ν' αντιμετωπίσουμε το μπόι μας

Να πάψουμε προέκταση να είμαστε

Όλων αυτών των μπαλκονιών και των βημάτων

Κι όχι μονάχα να κατέβουμε από αυτά

Αλλά και να επιτρέψουμε στα γόνατά μας να λυγίσουν

Να διπλωθούμε και να κάτσουμε κατάχαμα

Κι έτσι με σιγανή φωνή και δίχως χρώμα

Να πούμε ιστορίες για όσους πέρασαν

Κάτω απ' το χώμα αφού πρώτα

Σύρανε τις ξεκοιλιασμένες τους ψυχές

Επάνω σε μπαλκόνια και σε βήματα

Να πούμε ιστορίες για όσους πολεμήσανε

Και χάσανε τη μάχη γιατί ήταν

Πιο ήσυχος ο εχθρός κι ακόμα

Για όσους νικηθήκαν επειδή δεν πολεμήσανε.

Τέτοια κοινά τέτοια καθημερινά διηγώντας

Με σιγανή φωνή και δίχως χρώμα

Ν' αφήσουμε η βροχή των ημερών

Να κάνει τη δουλειά της πάνω μας 
πως δεν τόλμησα να τοΑναριοτόμουν 
   Του άρεσε να ζει μονάχος, απομονωμένος σχεδόν, δίχως τηλεόραση καν στο σπίτι του, (οποία θα τον αποσπούσε από τα διαβάσματα του και τη γραφή). Δεν ήταν όμως ξεκομμένος από τα προβλήματα που κάθε τόσο απασχολούν όλους μας, από τα σημαντικά γεγονότα του κόσμου. Είχε αναπτύξει μια  δική του φιλοσοφία ζωής, την οποία μάλιστα, προσπάθησε να μεταφέρει στη νέα γενιά, σε μια ομιλία αποφοίτων της περιοχής του, ανήμερα της επετείου του 40, το 2011 (δύο μήνες μόλις, προτού πεθάνει ):

"... ΟΧΙ λοιπόν στην υπερκατανάλωση αγαθών και τις επίκτητες ανάγκες που μας δημιούργησαν οι έμποροι των εθνών.
ΟΧΙ στις πιστωτικές κάρτες και τις τοκογλυφίες των τραπεζών.
ΟΧΙ στα δάνεια που δεν μπορούμε να ξεπληρώσουμε.
ΟΧΙ στον παλαιοκομματισμό και τους κομματάρχες.
ΟΧΙ στη δαγκωτή ψήφο.
ΟΧΙ στο μέσο και στο κωλογλείψιμο. ΝΑΙ στην αξιοκρατία.
ΟΧΙ στον κομματικό οπαδισμό, γιατί διόλου δεν διαφέρει από τον χουλιγκανισμό των γηπέδων.
ΟΧΙ στην προσωπολατρία και οικογενειολατρία.
ΟΧΙ στην ψευδαίσθηση ότι ψηφίζοντας κάθε τέσσερα χρόνια τους εκλεκτούς ηγέτες μας εκτελούμε το δημοκρατικό καθήκον μας, και από 'κεί και πέρα δεν έχουμε άλλο ρόλο από το να τους χειροκροτούμε ή να τους βρίζουμε ανάλογα με το αν υπηρετούν ή όχι τα προσωπικά μας συμφέροντα.
ΟΧΙ στα κομματικοποιημένα και ενίοτε κρατικοδίαιτα συνδικάτα που λειτουργούν συντεχνιακά, φροντίζοντας μόνο για τα μέλη τους και γράφοντας στα παλιά τους τα παπούτσια την υπόλοιπη κοινωνία.
ΟΧΙ στην παιδεία που δημιουργεί εξειδικευμένα ανδρείκελα, αναίσθητους τεχνοκράτες, αυταρχικούς χαρτογιακάδες, γελοίους γιάπηδες και αρπακτικά golden boys. ΝΑΙ στην παιδεία που παράγει την απαραίτητη εξειδίκευση, διευρύνει γενικότερα το πνεύμα και δίνει νόημα ουσιαστικό στη ζωή.
ΟΧΙ στην πατριδοκαπηλία και τον στείρο εθνικισμό.
ΟΧΙ στο ρατσισμό και την ξενοφοβία.
ΟΧΙ στην καταστροφή του περιβάλλοντος. Πρέπει επιτέλους να καταλάβουμε ότι ο κόσμος αυτός δεν πλάστηκε για μας, και μας ανήκει όσο ανήκει και στο πιο ελάχιστο μυρμήγκι. Δεν είναι παιχνίδι που μας χάρισε ο μπαμπάς μας και μπορούμε να το σπάσουμε για να δούμε τι έχει μέσα.
ΟΧΙ στην εκδρομική ή τουριστική φυσιολατρία. ΝΑΙ στην απόλυτη ταύτισή μας με τη φύση.
ΟΧΙ στην τεμπελιά. ΝΑΙ στην εργασία, ακόμα και σ' αυτήν που δεν έχει σχέση με τις σπουδές που κάνουμε. Σε εποχές σαν αυτή που διανύουμε και που τίθεται ζήτημα επιβίωσης καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή. Καμιά δουλειά δεν είναι μόνο για τους περιφρονητέους μετανάστες.
ΟΧΙ στην τηλεόραση, όπου στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων μαθαίνουμε ποια glamorous ανύπαρκτη παντρεύτηκε με τον αντίστοιχό της  glamorous ανύπαρκτο. ΝΑΙ στον πολιτισμό. ΝΑΙ στη μουσική. ΝΑΙ στο θέατρο. ΝΑΙ στον κινηματογράφο. ΝΑΙ και πάλι ΝΑΙ στο βιβλίο.
ΟΧΙ στον αθέμιτο ανταγωνισμό, στο διαγκωνισμό και στον ψευτοπαλικαρισμό, στην τζάμπα μαγκιά, στο «ξέρεις ποιος είμαι εγώ μωρέ;». ΝΑΙ στο συναγωνισμό, στην ευγενή άμιλλα, τη συντροφικότητα, την αλληλεγγύη ...»

  Αυτά τα ΟΧΙ μαζί με τα ΝΑΙ, θα έλεγα ότι θα μπορούσαν να είναι η ΒΙΒΛΟΣ, ενός οποιουδήποτε ανθρώπου, με απόλυτη συνείδηση της πραγματικότητας μέσα στην οποία ζούμε. Ένας οδηγός ζωής, που δεν αρκείται στα εύκολα που μας προσφέρει -εκ του πονηρού- ο σύγχρονος πολιτισμός. Ο μπούσουλας εκείνος, που θα χαρίσει στη ψυχή μας, την απαραίτητη ηρεμία, απλά και μόνο για να χαρούμε... την ύπαρξη μας στον κόσμο αυτό.
Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη η ομιλία, εδώ:  https://www.thepressproject.gr/article/49619

  Ζούσε την μοναχικότητα του με τον δικό του τρόπο. Στο χωριό είχε σχέσεις με τους λιγοστούς κατοίκους του, συμμετείχε στα κοινά της περιοχής του, ήταν ευχάριστος στις κοινωνικές συναναστροφές του... δεν του άρεσε όμως η συναναστροφή με το συνάφι του: " Δεν μπορώ να έχω σχέσεις με το συνάφι, αγαπώ τους συναδέλφους μου κι έχω πολύ καλές σχέσεις αλλά εξ αποστάσεως..."  Δεν έβρισκε ενδιαφέρον στις παρέες αυτές... ασχολούνται με τα μικρά, με κουτσομπολιά, ο ένας προσπαθεί να διαβάλλει τον άλλο...  
Έχει ενδιαφέρον να δούμε τους ποιητές και τους συγγραφείς που τον επηρέασαν:
"...Ο Καβάφης για την ειρωνεία του και τη λιτότητα του ύφους του, για την τόλμη του στη γλώσσα ... ο Καριωτάκης, μου πηγαίνει έτσι στην ψυχοσύνθεση ... ο Σεφέρης, μου αρέσει πάρα πολύ ... ο Σαχτούρης, ο Μπέκετ, τον θεωρώ μεγάλο ποιητή ( αν και είναι γνωστός ως θεατρικός συγγραφέας ) ... ο Καμύ ... ο Καζαντζάκης..." 
Μεγάλο μέρος της δουλειάς μου αναφέρεται στο θάνατο, και οι παραπάνω αντιμετωπίζουν το θέμα ηρωικά, κάτι που μου αρέσει. " 
Παραθέτω, παρακάτω, ένα σχετικό με τον θάνατο ποίημά του:

Όταν πεθαίνει ο νεκροθάφτης, άλλοι νεκροθάφτες τον κηδεύουνε.
 
Εμένα ωστόσο μου αρέσει να φαντάζομαι ότι στην τελευταία του κατοικία

 τον οδηγούνε οι νεκροί που ο ίδιος έθαψε όσο ζούσε,

 εις ένδειξιν ευγνωμοσύνης για τις υπηρεσίες που τους πρόσφερε,

 ή ακόμα ότι μόνος του, με το αργό, επίσημό του βήμα,
 
μεταφέρει τον εαυτό του ως το μνήμα όπου χώνεται
 
και από πάνω του τραβά το χώμα σαν κουβέρτα. 
                                                                                                  " Εσωτοπικά τοπία 

  Πολλές φορές είναι ειρωνικός, σκληρός, παρατηρητής καθημερινών καταστάσεων τις οποίες επεκτείνει στο χρόνο, στις οποίες ανακαλύπτει κρυμμένες, άλλες καταστάσεις. Στο παρακάτω ποίημα του, μια αθώα, ευχάριστη καλοκαιρινή ημέρα, σε κάποια παραλία, ο παππούς που κάνει αμμόλουτρα, η βορειοευρωπαία τουρίστρια, ένα παιδί δαρμένο απ΄ τους γονείς του, ένα από τα αδέσποτα σκυλιά που βρίσκουν παρηγοριά κοντά στους λουόμενους, γίνονται αφορμή για παραπέρα σκέψεις... δεν μπαίνω στον πειρασμό να αναφέρω τις δικές μου, οι ποιητικές αναγνώσεις είναι καθαρά προσωπικές υποθέσεις. Αυτό πιστεύω, κατά βάθος θέλει και κάθε δημιουργός. Τα έργα του να μιλούν στον καθένα ξεχωριστά, βαθιά μέσα του, με τρόπο που μόνο εκείνος μπορεί.

ΤΟ ΩΡΑΙΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι
Ωραίο αλλά και επικίνδυνο
Ένας παππούς που έκανε αμμόλουτρα
Ξεχάστηκε θαμμένος μες στην άμμο
Όταν τον θυμηθήκανε ύστερ' από μέρες
Σηκώσαν το καπέλο του
Δεν ήταν από κάτω
Μια πάλλευκη τουρίστρια από το βορρά
Τα έφτιαξε με τον ήλιο
Κοιμήθηκε μαζί του μέρες μήνες
Σκούρυνε, αφομοιώθηκε από το τοπίο
Οι δικοί της τώρα την αναζητούν
Μέσω του Ερυθρού Σταυρού
Ένα παιδί δαρμένο έγινε αχινός
Αν τους βαστάει τώρα
Ας με ξαναδείρουν, είπε
Πήρανε ο μπαμπάς κι η μαμά
Μαχαίρι και πιρούνι
Και χωρίς να τρυπηθούν
Του φάγαν την καρδιά
Ένα σκυλί κυνηγημένο
Δάγκωσε την ουρά του και την έφαγε
Ύστερα έφαγε όλο το κορμί του
Έμεινε μόνο το κεφάλι του στα βότσαλα
Να ασπρίζει από τα κύματα γλειμμένο
Βαθιά ένα καράβι έμενε ακίνητο
Ακίνητο ένα καλοκαίρι
Φυσούσαν άνεμοι φουσκώναν τα πανιά
Δεν έλεγε να φύγει. Τι περίμενε;
Κανείς δεν ξέρει.

Και από τους Χάρη και Πάνο Κατσιμίχα, ενορχήστρωση Γιώργου Ανδρέου:

   Στο έργο του, πολλές φορές διακρίνεται μια νοσταλγία για τα χρόνια που έχουν περάσει, που πολύ καλά γνωρίζει ότι επιστροφή σε αυτά δεν υπάρχει, μια προσπάθεια συμβιβασμού με την ιδέα της ζωής που μόνο προχωρά προς τα εμπρός, κοιτάζει πίσω αλλά εξακολουθεί να του φεύγει.

Τρώω καρπό

 φτύνω κουκούτσι

φυτρώνει δέντρο.

Αχ, νά' χα κι εγώ κουκούτσι,

να τό' φτυνε ο θάνατος,

 να φύτρωνα ξανά.
                                                                            " Στο Υπόγειο "

" ΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ "

Το παιδικό ποδήλατό μου, ο άλλοτε απαστράπτων Πήγασος που απογειωνόταν μόλις τον καβάλαγα, έχει για πάντα υπογειωθεί. Κι ας λέω ψέματα αδιάκοπα, στον εαυτό μου και σε εκείνο, πώς, κάποια μέρα , θα του αλλάξω λάστιχα, από την σκουριά του θα το γδύσω, θα το λαδώσω και θα το γυαλίσω κι μόλο τον κόσμο μαζί του θα γυρίσω. Το παιδικό ποδήλατό μου έχει για πάντα υπογειωθεί, το ξέρω και το ξέρει.

  Ένα ακόμα ποίημά του, τολμηρό(;), που φαντάζομαι ότι το εμπνεύστηκε, κάποιο καλοκαίρι, εκεί στο Θραφαρί, που ζούσε, όταν τα κοριτσόπουλα ερχόμενα από κάθε γωνιά του ελληνισμού για το πανηγύρι του χωριού, στολίζονταν γεμάτα υποσχέσεις, παίζοντας με τον ήλιο, το μελτέμι και τις καρδιές των αγοριών. 

ΑΝΕΜΟΣ ΑΝΑΙΣΧΥΝΤΟΣ 

τρυπώνει κάτω 

απ τα φορέματα ωραίων κοριτσιών,

τρίβεται πάνω σε γυμνούς μηρούς,

κάνει εφήβαια να θροΐζουν, 

λαγόνια να λαγγεύουν στήθη να αναριγούν,

 να ορθώνονται και,

 σαν τρυγόνια αιχμάλωτα,

 με ρώγες αιχμηρές 

τη φυλακή τους να ραμφίζουν για να βγουν στο φως.

Άνεμος ίμερος ανήμερος, 

των κοριτσιών γλυκός εχθρός.

  Κλείνω με μία ενδιαφέρουσα, τηλεοπτική συνέντευξη του Αργύρη Χιόνη. Μου αρέσει η απλότητα του λόγου του, η ίδια απλότητα στα γραπτά του -πεζά και ποιήματα- που εμένα με παρακίνησαν να τα δω με περισσότερη προσοχή, με μια σοφία άξια προσοχής, που σε διδάσκει δίχως να σε ενοχλεί.  

   * Ας είναι καλά η Λέσχη Ανάγνωσης Δράμας