Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2020

Τζον, ο μαύρος φίλος μου...

 

« Γεννήθηκα στην Ροδεσία, μα έφυγα από εκεί μόλις στα δέκα μου χρόνια.
Βρέθηκα εδώ, στον τόπο των γονιών μου, σκληρός τόπος, όλοι μας το ζούμε καθημερινά. Στην αρχή δεν μου άρεσε, ήμουν σαν ένα τρομαγμένο πουλάκι που το πέταξαν στη φωλιά του και το ανάγκασαν να ζήσει στα αγκάθια. Δεν νιώθω σήμερα το ίδιο! Τον τόπο τον αγάπησα και χαίρομαι που έκανα την οικογένεια μου εδώ. »

  Απέναντι μου καθόταν ο Αρτέμης που μου άνοιγε την καρδιά του. Με τα ρούχα της δουλειάς, με τα παραπανίσια κιλά που του πρόσθεσε ο γάμος, με τις καθημερινές του έγνοιες. Με αργές κινήσεις ρουφούσε τον πρωινό καφέ του στο μοναδικό καφενείο του χωριού, παρέα με όσους συγχωριανούς του έμεναν πια σε αυτό. Εγώ, μετά από πολλά χρόνια επισκεπτόμουν το κλειστό πατρικό μου, ας όψεται το κτηματολόγιο με τους τίτλους και τα τοπογραφικά που έπρεπε να μαζέψουμε. Μόλις είχε απαντήσει στην ερώτηση μου γιατί έμεινε στο χωριό.

  Τον ήξερα τον Αρτέμη από το σχολείο, θυμάμαι όταν έφθασε στο χωριό με τους γονείς του και την αδελφή του, όμορφη πολύ φάνταζε στα μάτια μας τότε. Προσαρμόστηκε εύκολα, γρήγορα μπήκε στην παρέα μας, έμαθε τα χούγια μας, έγινε ένας από εμάς. Εμείς φύγαμε, ρίξαμε μαύρη πέτρα πίσω μας, αυτός έμεινε εκεί να φυλάει το χωριό που γεννηθήκαμε, μαζί με ελάχιστες ακόμα οικογένειες.

«Τι σου έχει μείνει από την πρώτη σου Πατρίδα; Νοσταλγείς κάτι; » είχα όρεξη για κουβέντα, το ραντεβού με τον μηχανικό μου ήταν προγραμματισμένο αργά το μεσημέρι. Μα κι εκείνος έδειχνε να μην βιάζεται. Ανακάθισε στην καρέκλα του, ήπιε μια ρουφηξιά από τον καφέ του, έπιασε ένα τσιγάρο στο χέρι, δεν το άναψε όμως, απλώς το έπαιζε ανάμεσα στα δάχτυλά του.

« Τι θυμάμαι; Λοιπόν , άκου τι έχει σφηνωθεί τώρα τελευταία στο μυαλό μου. Θυμήθηκα τον Τζον. Ένα παιδί που ερχόταν στο σπίτι μας κάθε Σάββατο, με την παραδουλεύτρα μας, την μάνα του. Μαύρος! Έτσι ζούσαμε εμείς οι λευκοί εκείνα τα χρόνια στα μέρη εκείνα. Ίσως να ήμασταν το πέντε τοις εκατό, αλλά όλον τον πλούτο του τόπου τον κουμάνταραν οι λευκοί. Εμείς ζούσαμε στα όμορφα σπίτια μας, με τις αυλές, τα γκαζόν και τις ψησταριές μας και οι ντόπιοι, οι μαύροι, έτσι τους φωνάζαμε, Μαύρους, έκαναν όλες τις δουλειές για εμάς. Τους πλήρωναν αλλά μην φαντάζεσαι τίποτα σπουδαίο. Ίσα ίσα για να φυτοζωούν.

Δεν έμεναν μαζί μας. Είχαν τα δικά τους χωριά, τα δικά τους σχολεία, τα δικά τους ιατρεία… απλώς δούλευαν για εμάς. Τι κόσμος κι εκείνος; Όλα τελείωσαν το 1980, όταν κέρδισαν την ανεξαρτησία τους. Ζιμπάμπουε την ονόμασαν την χώρα τους από τότε. Οι περισσότεροι λευκοί το έσκασαν σαν τα ποντίκια, αυτοί που έμειναν πίσω λένε ότι ζουν καλά. Δεν ξέρω για τους δικούς μας αλλά η χώρα δεν πάει καλά, φτώχια καταραμένη. Ως συνήθως αυτοί που έχουν χρήματα, ζουν παντού καλά!

»Λοιπόν… για τον Τζον ήθελα να σου πω. Ναι! Αυτός συνομήλικος μου ήταν, κάθε Σάββατο τον έφερνε η μάνα του μαζί της, στο σπίτι μας, Εκείνη έκανε τις δουλειές που της όριζαν κι ο Τζον περιφερόταν τριγύρω, χαζεύοντας τον κήπο μας. Εγώ τον πλησίασα πρώτος, γύρω στα πέντε πρέπει να ήμουν, δεν με είχαν ακουμπήσει ακόμα οι διαχωρισμοί που υπήρχαν γύρω μου, σε όλη την κοινωνία. Το επόμενο Σάββατο, έφερα και την μπάλα μου, παίξαμε αχόρταγα μέχρι την ώρα που τον πήρε η μητέρα του από το χέρι. Το επόμενο Σάββατο, πάλι τα ίδια. Για αν μην τα πολυλογώ, αυτό συνεχίστηκε για χρόνια. Κάθε Σάββατο, εγώ να περιμένω εκείνον κι εκείνος να δει εμένα.

Μια μέρα που έβρεχε, καθίσαμε στο δωμάτιο μου. Εκείνος, όλη τη ώρα κοίταζε ολόγυρα όλον τα πράγματα μου, τον δικό μου πλούτο, που για εκείνον μόνο στα δικά του όνειρα μπορούσε να υπάρξει. Ρούχα πεταμένα εδώ κι εκεί, παιχνίδια, τετράδια, βιβλία, χρώματα. Έβλεπε μα δεν ακουμπούσε. Κανόνας αυστηρός, που τον είχε μάθει από την μητέρα του. Φοβόταν να μην κατηγορηθεί για κάποια κλοπή και χάσει τη δουλειά της. Στον τοίχο ήταν κολλημένος ένας μεγάλος παγκόσμιος χάρτης. Τα κράτη ξεχώριζαν με τα πολύχρωμα χρώματα τους και ο πατέρα μου είχε βάλει μια μπλε πινέζα στη θέση της Ελλάδας. Ο Τζον εντυπωσιάστηκε από τον χάρτη.  Με ρώτησε τι ήταν αυτό με τα πολλά χρώματα και το μπλε να κυριαρχεί, που κρεμόταν στον τοίχο μου. Του εξήγησα , όσο μπορούσα κι εγώ, με τις γνώσεις και το λεξιλόγιο που είχα. Με απορία με ρώτησε αν υπάρχουν άνθρωποι σε αυτές τις άλλες χώρες. Υπάρχουν, του απάντησα και για να του το επιβεβαιώσω ανοίγω μπροστά του ένα τεύχος του National Geographic  και άρχισα να του δείχνω φωτογραφίες από άλλα κράτη. Κάπου εκεί είχα κι έναν τουριστικό οδηγό της Ελλάδας και συνέχισα την παράξενη ξενάγηση μου, ένας Θεός ήξερε τι του έλεγα. Αυτός ενθουσιάστηκε με τη θάλασσα και τα άσπρα κυκλαδίτικα σπίτια.

»Όταν μεγαλώσω, εκεί θέλω να πάω να φτιάξω ένα σπίτι, μου είπε. Γέλασα, και αναρωτήθηκα  γιατί να αφήσουμε την όμορφη πατρίδα που είχαμε εκεί. Πού να ήξερα; Εγώ, έφυγα άρον άρον από εκεί, χάσαμε και τα σπίτια και τους δουλειές και τις παραδουλεύτρες και την καλοπέραση μας. Στην αρχή μισούσα όποιον μου είχε στερήσει τον παράδεισο στον οποίο ζούσαμε μέχρι τότε. Τους Μαύρους και μαζί και τον Τζον. Τα τελευταία όμως χρόνια, που βλέπω τα δικά μου παιδιά να μεγαλώνουν, ευτυχισμένα θαρρώ είναι, δεν τους λείπει τίποτα, γι’  αυτό δουλεύουμε και οι δυο  γονείς τους, ο πόνος μου έχει μαλακώσει Και κάποιες φορές σκέφτομαι εκείνον τον Τζον. Τι να κάνει; Κέρδισε τη ζωή του; Έχει  οικογένεια, παιδιά; Ζει καλά; Έχει τοποθετήσει κι αυτός έναν χάρτη του κόσμου στο δωμάτιο των παιδιών και τους μιλά για τον κόσμο; Για την Ελλάδα και τα Κυκλαδονήσια που τόσο του έκαναν εντύπωση τότε; Άραγε, θυμάται τον μικρό, λευκό φίλο του, τον Αρτέμης, όπως με φώναζε; Ποιος ξέρει; »

Με τα τελευταία του λόγια, σηκώθηκε απότομα από τη θέση του, άφησε ένα ευρώ για τον καφέ, βγήκε από το καφενείο χαιρετώντας με κοφτά, μετανιωμένος ήδη για την εξομολόγηση του αυτή. Ούτε πρόλαβα να τον αντιχαιρετίσω.

Πηγή φωτογραφίας:   Pedro Luis Raota


Αυτή είναι η πρώτη μου συμμετοχή μου, στην Φωτο-Συγγραφικής Σκυτάλης που διοργανώνει 

η Μαίρη στην Γήινη Ματιά της (6ος γύρος). Πατώντας το link, μπορείτε να παρακολουθήσετε τις μέχρι τώρα συμμετοχές στην ιδιαίτερη αυτή σκυταλοδρομία. 

Με τη σειρά μου παραδίδω την παρακάτω φωτογραφία στον επόμενο “δρομέα” μας, τη Ρένα Χριστοδούλου, με τη συνοδευτική λέξη: Ποδηλάτης 


φωτογραφία: Δική μου 


Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2020

Λέοναρντ Κόεν ( μικρό αφιέρωμα )

   Καναδός, εβραϊκής καταγωγής, ποπ τραγουδοποιός, ποιητής και συγγραφέας, , που όλους μας, έτσι πιστεύω, μας συγκίνησε κάποτε με την φωνή του. Αγάπησε την Ύδρα από τα νιάτα του, αγόρασε σπίτι στο νησί (1960) και διέμενε εκεί για μεγάλα διαστήματα της ζωής του. 

 


  Η φωνή του μοναδική, βελούδινη, εύκολα αποτυπωνόταν στο μυαλό του κάθε ακροατή. Αγαπημένο μου τραγούδι του, το " Dance me to the end of love ". Το πρωτάκουσα νεαρός δάσκαλος ακόμα, σε μια βοτσαλωτή παραλία στο Καστελλόριζο, σε ένα walcman της εποχής από μία κασέτα που μου είχε στείλει μια πολύ καλή φίλη με ξένα τραγούδια που ακούγονταν στην Πατρίδα μας εκείνη την εποχή. Για χρόνια πίστευα ότι αναφερόταν σε κάποια ιστορία ερωτικής εγκατάλειψης. Η Ιστορία του είναι όμως πολύ πιο τραγική. Οι στίχοι του έχουν σχέση με το "ολοκαύτωμα" και τα ναζιστικά κρεματόρια, ένα από τα πιο απεχθή ιστορικά εγκλήματα, που η γενιά μας κουβαλά, έστω κι αν δεν ζήσαμε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.  Αναφέρεται, εν περιλήψει, στο Άουσβιτς και την ακατανόητη πράξη των Ναζί, να τοποθετούν μία ορχήστρα κλασσικής μουσικής, από Εβραίους κατάδικους, η οποία έπαιζε τα σπουδαία έργα των μεγάλων Γερμανών συνθετών την ώρα που μπροστά του περνούσαν οι ομοεθνείς τους για να δηλητηριαστούν ομαδικά στους ειδικά διαμορφωμένους θαλάμους, αφού τους απογύμνωναν στην κυριολεξία και στη συνέχεια τα πτώματα τους ή θα καίγονταν ή θα θάβονταν σε ομαδικούς τάφους. Δεν ξέρω αλλά, η ιστορική αυτή βαρβαρότητα πάντα με άφηνε εμβρόντητο για το πως το μίσος μιας ιδεολογίας μπορεί να αφαιρέσει από τον άνθρωπο το βασικό του στοιχείο, την ανθρωπιά! Και πάντα με φοβίζουν όλοι αυτοί που φωνασκούν επιδεικνύοντας τα μπράτσα τους με τις σβάστικες για το που μπορούν να φτάσουν. 

  Το τραγούδι λοιπόν αυτό του Κόεν, όσο κι αν η γλυκιά του μελωδία κάποτε με ταξίδευε σε κόσμους ονειρικούς, ερωτικούς και μοναχικούς σήμερα μου θυμίζει την βαρβαρότητα που μπορεί να επιδείξει ο άνθρωπος απέναντι στον διαφορετικό άνθρωπο. Το χαίρομαι όμως! Διότι δεν με αφήνει να ξεχάσω! Πάντα πρέπει να θυμόμαστε τα άκρα στα οποία μπορεί να κινηθεί ο άνθρωπος για να πολεμάμε ενάντια τους. Και το πρώτο, το βασικό όπλο μας είναι η μνήμη!

  Κλείνοντας, αφήνω εδώ τους στίχους του  αυτούς, ( καμιά σχέση με τα παραπάνω ), που εμένα κάτι έχουν να μου πουν, έτσι δίχως κανέναν άλλον σχολιασμό.

Βαθιά όσο χίλια φιλιά

Ήρθες σε μένα σήμερα το πρωί και μου συμπεριφέρθηκες σαν κρέας. 
Θα έπρεπε να ήσουν άντρας για να καταλάβεις πόσο καλό ήταν, πόσο γλυκό. 
Είσαι το άλλο μου μισό, σαρξ της σαρκός μου, θα σε γνώριζα στον ύπνο μου αλλά
 ποιος άλλος εκτός από σένα θα μπορούσε να με οδηγήσει τόσο βαθιά 
όσο χίλια φιλιά.
 
Σε αγάπησα όταν ανοίχτηκες σαν κρίνο στη ζέστη, 
γιατί όπως βλέπεις είμαι απλά ένας χιονάνθρωπος στη βροχή και στο χιονόνερο,
 που σε αγάπησε με την παγωμένη αγάπη του, δίνοντάς σου ένα χέρι βοηθείας,
 με όλο του τον εαυτό. 
Με χίλια φιλιά.
 
Ξέρω έπρεπε να μου πεις ψέμματα, έπρεπε να με απατήσεις, 
να ποζάρεις καυτά πίσω από τα πέπλα του δόλου, 
μια τέλεια αριστοκράτισσα του πορνό, τόσο κομψή μα τόσο φθηνή, 
είμαι γέρος αλλά ακόμη ασχολούμαι με αυτά. 
Με χίλια φιλιά.
 
Είμαι καλός στο αγαπάν και στο μισείν, είναι καλό όσο παγώνω. 
Γυμνάζομαι, αλλά είναι πολύ αργά.
 Φαίνεσαι όμορφη, πράγματι, σε αγαπούν όλοι στο δρόμο. 
Αν μπορούσα να κουνηθώ, θα έπεφτα στα γόνατα μπροστά σου, 
τόσο χαμηλά όσο χίλια φιλιά.
 
Το φθινόπωρο πέρασε πάνω από το δέρμα σου, άφησε κάτι στο μάτι μου, 
ένα φως που δεν χρειάζεται να ζει, αλλά ούτε και να πεθάνει. 
Ένα αίνιγμα στο βιβλίο της αγάπης, σκοτεινό και εξαφανισμένο, 
μέχρι να λυθεί με τον χρόνο και το αίμα.
 Με χίλια φιλιά.
 
Ακόμη ασχολούμαι με το κρασί, ακόμη χορεύω μάγουλο με μάγουλο, 
η μπάντα παίζει Auld Lang Syne, αλλά η καρδιά δεν υποχωρεί.
 Έτρεξα με την Ντιζ και τραγούδησα με τον Ρέι, ποτέ δεν τους καπέλωσα, 
αλλά μια δυο φορές με άφησαν αν παίξω.
Με χίλια φιλιά.
 
Σε αγάπησα όταν ανοίχτηκες σαν κρίνο στη ζέστη, 
γιατί όπως βλέπεις είμαι απλά ένας χιονάνθρωπος στη βροχή και στο χιονόνερο, 
που σε αγάπησε με την παγωμένη αγάπη του, δίνοντάς σου ένα χέρι βοηθείας, 
με όλο του τον εαυτό. 
Με χίλια φιλιά.
 
Δεν χρειάζεται να με ακούσεις τώρα, και καθεμιά μου λέξη θα μου γυρίσει μπούμερανγκ.
Για χίλια φιλιά.


Το ζητούμενο είναι η ευτυχία!

  Μετά από πολλά χρόνια, ο Αλέξανδρος επέστρεφε στο πατρικό του, σε ένα ορεινό χωριό της Δράμας. Για χρόνια ζούσε στην Αθήνα, κάνοντας σπο...