Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2023

Ετήσιος απολογισμός ευγνωμοσύνης

 


 Πρώτα πρώτα θέλω να ευχαριστήσω την Μαρίνα, για την ευκαιρία την οποία μας έδωσε, να κάνουμε την τόσο ιδιαίτερη αναδρομή της χρονιάς, που μόλις τελείωσε καθώς και για τις τακτικές της υπενθυμίσεις. Ετήσιος Απολογισμός Ευγνωμοσύνης λοιπόν, γιατί παρά τις στενοχώριες και τους προβληματισμούς, που διαδέχονται τις χαρές μας, εμείς εξακολουθούμε να είμαστε παρόντες!

 Ιανουάριος

Η λέξη που χαρακτήρισε τον Ιανουάριο είναι: Αναμονή
Γιατί: Αναμονή ως που να φύγει ο χειμώνας και μαζί του να χαθεί μια και καλή ο φόβος του 
κορονοϊού, αυτής της ασθένειας, που άλλαξε τις ζωές όλων μας, που ακούμπησε όλους μας, που μας θύμισε πόσο μικροί είμαστε απέναντι στην φύση.

Ένα πράγμα για το οποίο ένιωσα ευγνώμων τον Ιανουάριο είναι: Που όλα τα αγαπημένα μου πρόσωπα είναι καλά!

 Φεβρουάριος

Η λέξη που χαρακτήρισε τον Φεβρουάριο είναι: Απογοήτευση
Γιατί: Ο πόλεμος στην Ουκρανία ήταν ένα γεγονός που με σόκαρε ( κι όλον τον κόσμο πιστεύω). Ευχόμουν ότι αυτό που όλοι έβλεπαν να έρχεται, δεν θα γινόταν πραγματικότητα, ότι τελικά η λογική θα επικρατούσε.
Ένα πράγμα για το οποίο ένιωσα ευγνώμων τον Φεβρουάριο είναι: Ανήκω σε εκείνες τις τυχερές γενιές, που απολαμβάνουν την Ειρήνη, σε όλη τους τη ζωή.

 Μάρτιος

Η λέξη που χαρακτήρισε τον Μάρτιο είναι: έλλειμα
Γιατί: Οι ανεξέλεγκτες αυξήσεις στα πάντα σε συνδυασμό με το πολύ κρύο του Μάρτη, εδώ στα βόρια, μας έβγαλαν εκτός οικογενειακού προϋπολογισμού.
Ένα πράγμα για το οποίο ένιωσα ευγνώμων τον Μάρτιο είναι: Για όσα καλά και περίσσια απόλαυσα στη ζωή μου.

 Απρίλιος

Η λέξη που χαρακτήρισε τον Απρίλιο είναι: χαρά
Γιατί: Διότι μαζεύτηκε όλη η οικογένεια μου και ο ένας ένιωσε την αγάπη του άλλου.
Ένα πράγμα για το οποίο ένιωσα ευγνώμων τον Απρίλιο είναι: Την οικογένεια μου!

 Μάιος

Η λέξη που χαρακτήρισε τον Μάιο είναι: Στενοχώρια

Γιατί: Βλέπω το μέλλον να  προοιωνίζεται δύσκολο. Σκέπτομαι τον επερχόμενο χειμώνα  και αγωνιώ. Μαύρα τα μαντάτα! 
Ένα πράγμα για το οποίο ένιωσα ευγνώμων τον Μάιο είναι: που όσο μεγαλώνω γίνομαι όλο και πιο ολιγαρκής.

 Ιούνιος 

Η λέξη που χαρακτήρισε τον Ιούνιο είναι: Ελπίδα
Γιατί: Ο καιρός ζεσταίνει, οι σόμπες έχουν σβήσει, οι μάσκες έχουν φύγει, βρισκόμαστε και πάλι με φίλους.
Ένα πράγμα για το οποίο ένιωσα ευγνώμων τον Ιούνιο είναι: Που όλοι στην οικογένεια μου είμαστε παρόντες.

 Ιούλιος

Η λέξη που χαρακτήρισε τον Ιούλιο είναι: Ικανοποίηση
Γιατί: Μπορέσαμε όλοι μας, να βρεθούμε στο νησί μου, να δούμε αγαπημένα μας πρόσωπα και να απολαύσουμε τις υπέροχες παραλίες του.
Ένα πράγμα για το οποίο ένιωσα ευγνώμων τον Ιούλιο είναι: Που πραγματοποίησα το ταξίδι αυτό.

 Αύγουστος

Η λέξη που χαρακτήρισε τον Αύγουστο είναι: Χαλαρότητα
Γιατί: Είναι ο μήνας της ζέστης. Και μιας και οι διακοπές μας έγιναν τον προηγούμενο μήνα, απόλαυσα τον μήνα αυτόν, όπως του αξίζει. Στη σκιά πάντα, τεμπέλικα(!) με λίγες εξορμήσεις και λίγα θαλασσινά μπάνια. 
Ένα πράγμα για το οποίο ένιωσα ευγνώμων τον Αύγουστο είναι: η χάρη του Αυγούστου (αγαπημένος μήνας από παιδί)

 Σεπτέμβριος

Η λέξη που χαρακτήρισε τον Σεπτέμβριο είναι: Αγωνία
Γιατί: Αν και δεν δουλεύω πιά, αυτός ο μήνας ήταν πάντα για μένα, η αρχή μιας νέας χρονιάς. Ενός χειμώνα, που δεν ξέρουμε τι μας επιφυλάσσει. Με τα πορτοφόλια μας να ζορίζονται, με τα έξοδα για τα καύσιμα στο άγνωστο, αλήθεια δεν ξέρω τι μας περιμένει.
Ένα πράγμα για το οποίο ένιωσα ευγνώμων τον Σεπτέμβριο είναι: Η παρέα με τους φίλους μου

 Οκτώβριος

Η λέξη που χαρακτήρισε τον Οκτώβριο είναι: Έκπληξη
Γιατί: Μια σύντομη επίσκεψη των παιδιών μου με την εγγονή μου από την Ελβετία, ήταν ένα δώρο, που τόσο πολύ το ήθελα.
Ένα πράγμα για το οποίο ένιωσα ευγνώμων τον Οκτώβριο είναι: Η οικογένειά μου!

 Νοέμβριος

Η λέξη που χαρακτήρισε τον Νοέμβριο είναι: εξοργισμένος
Γιατί: Κάνοντας μια ανασκόπηση στις εγγραφές του ιστολογίου μου, έπεσα σε αυτήν που διαπίστωνα αισιόδοξος για την μάστιγα των γυναικοκτονιών. Λάθεψα: Εξακολουθούν να σκοτώνουν και να βιοπραγούν  με αμείωτη ένταση, και μάλιστα οι "κοικωνιολογούντες" βρήκαν έναν ακόμη ένοχο, τον εγκλεισμό εξαιτίας του κορωνοϊού. Αίσχος!
Ένα πράγμα για το οποίο ένιωσα ευγνώμων τον Νοέμβριο είναι: Αισίως έφτασα τα 60!

 Δεκέμβριος

Η λέξη που χαρακτήρισε τον Δεκέμβριο είναι: ερωτήματα
Γιατί: Για όλο τα δυσάρεστα που βίωσε η ανθρωπότητα μέσα στο 2022, για την ορατή πλέον σε όλους κλιματική αλλαγή και την αδιαφορία των κυβερνήσεων (αλλά και των λαών), για τον γείτονα που έχει εκτραχυνθεί τελείως απειλώντας μας καθημερινά με πόλεμο. Είμαι φύσει αισιόδοξος αλλά κάπου έχω αρχίσει και ανησυχώ.
Ένα πράγμα για το οποίο ένιωσα ευγνώμων τον Δεκέμβριο είναι: Για την πεζή καθημερινότητα μου!


Κλείνω την εγγραφή μου αυτή με ένα αγαπημένο τραγούδι του Νίκου Πορτοκάλογλου, ¨Ότι δεν με πληγώνει με κάνει πιο δυνατό"!!!


Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2022

Ευγενία του Lionel Duroy και Βαλκανική Τριλογία της Olivia Manning

 Τοv τελευταίο καιρό, κατά σύμπτωση, διάβασα δύο μυθιστορήματα που αναφέρονται στον ίδιο τόπο, την Ρουμανία, και στον ίδιο χρόνο περίπου (1936 -1945). Είναι αξιοσημείωτο ότι και τα δύο βιβλία, δεν τα έχουν γράψει Ρουμάνοι. Θα ήταν ενδιαφέρον να βρω και κάποιον Ρουμάνο συγγραφέα, που να έχει γράψει γι'  αυτήν την περίοδο, ώστε να έχω και την λογοτεχνική ματιά ενός γηγενούς για όσα έγιναν στη χώρα του εκείνην την περίοδο. Μια περίοδο ταραγμένη, με πολιτική αστάθεια, με έντονο εθνικισμό αλλά και ρατσισμό, με την διάλυση του ονείρου μιας μεγάλης Ρουμανίας, που επετεύχθη κατά τον Α' Π.Π.

 Το μυθιστόρημα της Αγγλίδας Olivia Manning, Βαλκανική Τριλογία, το οποίο είναι αυτοβιογραφικό μιας και η συγγραφέας έζησε από κοντά όσα αφηγείται, ως σύζυγος μέλους του Βρετανικού Συμβουλίου στο Βουκουρέστι και μετά στην Ελλάδα. Η Manning περιγράφει την ζωή της σε σχέση με την ταχεία μεταστροφή της Συμμαχικής Ρουμανίας σε μέλος του Άξονα και πως αυτό επέδρασε και στη δική της ζωή.  

 Το μυθιστόρημα Ευγενία, του Γάλλου Lionel Duroy, είναι καθαρή μυθοπλασία, δομημένη όμως πάνω σε έναν πραγματικό ιστορικό καμβά. Πιο διεισδυτικό θα έλεγα, προσπαθεί να μας εξηγήσει, διαμέσου της ηρωίδας του, τις τραγικές καταστάσεις αλλά και τις αντιθέσεις, που βίωσε ο Ρουμανικός Λαός εκείνην την περίοδο. Τον έντονο αντισημιτισμό του, τις ομάδες ακροδεξιών εξτρεμιστών (την περίφημη Σιδηρά Φρουρά), που αναδεικνύονται σε καθοριστική πολιτική δύναμη, την αδυναμία των κρατικών παραγόντων να υπερασπιστούν την ουδετερότητα της Ρουμανίας, την σύνθλιψη της χώρας τους από τους στρατιωτικά ισχυρούς της εποχής εκείνης. Ιδιαίτερα αναλύει τις ρατσιστικές αντιλήψεις των συμπατριωτών της κατά των Εβραίων, όμοιες με αυτές που πρέσβευε το τρίτο Ράιχ, πολύ κοντά σε όσα υποστηρίζουν οι σημερινοί ακροδεξιοί πολιτικοί.

 Στην Βαλκανική Τριλογία, η πρωταγωνίστρια του, η νιόπαντρη Χάριετ Πρινγκλ, έρχεται στο Βουκουρέστι το 1939 για να βρει τον σύζυγό της, Γκάι και ζει τις μεγαλειώδεις στιγμές της Αγγλικής παροικίας με πάρτι, δεξιώσεις, υψηλές κοινωνικές συναναστροφές αλλά και τυχοδιώκτες συμπατριώτες της, σαν να μην αντιλαμβάνονται την καταιγίδα του Β' Παγκόσμιου Πολέμου που ήδη έχει αρχίσει. Περιγράφει βέβαια τα πολιτικά τεκταινόμενα, αλλά από την θέση του παρατηρητή περισσότερο. Οι περιγραφές όσων βλέπει και βιώνει στο Βουκουρέστι αλλά και της ζωής της υψηλής κοινωνίας  είναι καταπληκτικές, τόσο που με άνεση μπορείς να τοποθετηθείς κι εσύ ανάμεσα τους, να γίνεις ένας από αυτούς. Συγχρόνως παρακολουθείς και την ζωή της, την βαθμιαία μεταβολή στη σχέση με τον άντρα της, τα ερωτήματα που της δημιουργούνται σχετικά με τον γάμο της. Το πιο σημαντικό όμως που αποκόμισα από αυτό το μυθιστόρημα, ήταν η αίσθηση της κατάρρευσης της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, που μαζί της συμπαρασύρει και ένα πλήθος ανθρώπων που παρασιτούν, υποστηρίζοντάς την.  

 Το μυθιστόρημα Ευγενία, κτίζεται σε εντελώς διαφορετική φιλοσοφία. Κι εδώ έχουμε πρωταγωνίστρια, την Ευγενία,η οποία κατάγεται από το Ιάσσιο, στο οποίο ζούσε μια ισχυρή Εβραϊκή κοινότητα, και η οποία υπέστη ένα από τα πιο σκληρά πογκρόμ της εποχής. Η Ευγενία σε αντίθεση με την Χάριετ, δεν είναι απλή παρατηρήτρια όσων σημαντικών συμβαίνουν γύρω της αλλά παίρνει θέση, προσπαθεί να παρέμβει στα γεγονότα, προσπαθεί να ανατρέψει όσα την ενοχλούν. Είναι φεμινίστρια και επαναστάτρια, συνάπτει δεσμό με έναν Ρουμανο - Εβραίο συγγραφέα, τον Μιχαήλ Σεμπαστιάν, που από μόνο του είναι γεγονός απόλυτα παρακινδυνευμένο, δημοσιογραφεί προσπαθώντας να αναδείξει τις φρικαλεότητες κατά των Εβραίων, αλλά και παίρνει ενεργά μέρος στην Αντίσταση κοντά στους κομμουνιστές αν και ποτέ δεν αποδέχεται την ιδεολογία τους. Αγαπάει τον Μιχαήλ, την εκνευρίζει η παθητικότητά του, αποδέχεται όμως ότι το μόνο που τον ενδιαφέρει πραγματικά είναι η γραφή του. Η ίδια η Ευγενία, χρησιμοποιεί την γραφή ως εργαλείο, το οποίο όμως πολλές φορές την προδίδει, κάποιες την εκπλήσσει, γενικά δυσκολεύεται να βρει τον δρόμο της ως δημοσιογράφος, που πρέπει να συμβαδίζει απόλυτα με την εκάστοτε κρατούσα κατάσταση.

 Και τα δύο μυθιστορήματα είναι ενδιαφέροντα, ευκολοδιάβαστα, ειδικά το Ευγενία, και σίγουρα σου προσφέρουν μια πολύ καλή εικόνα, για όσα τραγικά εκτυλίσσονταν στη γειτονιά μας την περίοδο εκείνη. Ενδιαφέρον έχει και το τρίτο μέρος της Βαλκανικής Τριλογίας, όπου διαδραματίζεται στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Ελληνο - Ιταλικού Πολέμου, με άγνωστες για εμάς λεπτομέρειες και την εντυπωσιακή καλοπέραση των Άγγλων γραφειοκρατών που βρίσκονταν στη χώρα μας, σε τέλεια αντίθεση με εκείνους που μάχονταν στα πολλαπλά μέτωπα του πολέμου.

  Κλείνοντας θα έλεγα, ότι η ανάγνωση των δύο παραπάνω μυθιστορημάτων με ικανοποίησαν απόλυτα, με έκανα να σκεφτώ για την μοίρα των Λαών μέσα στο διάβα της Ιστορίας, να υποψιαστώ για μία ακόμη φορά πόσο εύκολο είναι να ανατραπούν οι σταθερές στις ζωές των ανθρώπων εξαιτίας των γεωστρατηγικών αναταράξεων (το βλέπουμε αυτές τις μέρες στην Ουκρανία), να αναλογιστώ τον ρόλο τον δικό μου, στην εποχή που ζούμε, με τις δικές της κάθε φορά προκλήσεις, πολλές από τις οποίες προσομοιάζουν με αυτές, εκείνης της περιόδου.

Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2022

Θύμησες απ' το Μεσοχώρι.

 

Karpathos
  Καθώς περνούσε το Αγοραίον(1) από τον στενό, όλο στροφές χωματόδρομο, σήκωνε
την σκόνη πίσω του κι αυτή σκέπαζε τα ταλαίπωρα, 
διψασμένα από μήνες ανομβρίας πεύκα, που είχαν φυτρώσει και από τις δύο πλευρές του δρόμου. Ήταν ο μοναδικός δρόμος ως τη δεκαετία του 70' που ένωνε τα κάτω χωριά του νησιού με το Μεσοχώρι και τα Σπόα. Έργο των χρόνων της Ιταλοκρατίας, που τον συντηρούσαν οι ακούραστοι στρατίνοι (2). Ο δρόμος ξεκινούσε από την πρωτεύουσα του νησιού, διέσχιζε όλα τα χωριά από τα οποία διερχόταν, το Απέρι, την Βωλάδα, το Όθος, τις Πυλές και μετά από ένα ηρωικό ταξίδι, έφτανες στον προορισμό σου.

 Στα μισά της διαδρομής ακόμη και μαζί με τον αδελφό μου αδυνατούσα να κατανοήσω ποιος ο λόγος αυτής της απίστευτης ταλαιπωρίας. Η μητέρα αν και μισοζαλισμένη από το συνεχές κούνημα του αυτοκινήτου χαιρόταν που επέστρεφε σε έναν τόπο και χρόνο, από τον οποίο διατηρούσε όμορφες αναμνήσεις και ο πατέρας υπερήφανος που εκπλήρωνε ένα παλιό τάμα μετά από δέκα χρόνια στην ξενιτιά, συνομιλούσε με τον οδηγό, που έλεγε κι αυτός τις δικές του ιστορίες, μεταξύ αυτών και μία για την Παναγία που ντυμένη στα μαύρα, έβγαινε τη νύχτα στο δρόμο και προστάτευε τα λιγοστά αυτοκίνητα του νησιού από τους γκρεμνούς, που έχασκαν προς τη μεριά της θάλασσας.

 Αρχές του Σεπτέμβρη ήταν, πηγαίναμε στο πανηγύρι της Παναγίας της Βρυσιανής. Έτσι λέγεται η Παναγία ετούτη εξαιτίας της βρύσης (πηγής) με το πάντα δροσερό νερό, να ρέει από τα θεμέλια της. Πλήθος προσκυνητών μαζευόταν απ' όλο το νησί αλλά και από την αντικρινή Κάσο, να προσκυνήσει στην χάρη της και να γλεντήσει στο πέργερο(3), ανάμεσα στον ιερό ναό και τον απόκρημνο βράχο. Όποιος έκανε το ταξίδι αυτό τότε, ήξερε ότι θα διανυκτέρευε εκεί για μια ή και παραπάνω νύχτες. Οι φιλόξενοι Μεσοχωρίτες  φρόντιζαν ώστε όλοι οι προσκυνητές που έμπαιναν στον κόπο για ένα τέτοιο προσκύνημα, να μην μείνουν δίχως κατάλυμα. 

 Έτσι κι εμείς βρήκαμε φιλοξενία σε ένα παλιό Καρπάθικο σπίτι(4) το οποίο μας πρόσφερε ένα παλιό κουμπαριό των γονιών μου. Αφού τακτοποιήσαμε τα πράγματά μας και βάλαμε τα καλά μας, μέσα από τα δαιδαλώδη, φρεσκοασπρισμένα σοκάκια κατευθυνθήκαμε προς την Παναγία, όπου σε λίγη ώρα θα ξεκινούσε ο εσπερινός, για το πρώτο προσκύνημα. Μαζί με μάς κι όλο το χωριό, κι άλλοι φιλοξενούμενοι, που συναντιούνταν στα τρίστρατα ή τα ανοίγματα που έβλεπαν προς τη θάλασσα που την χρύσιζε η δύση του ήλιου και αντάλλασσαν ευχές από την καρδιά τους, ήξεραν δεν ήξεραν αυτόν που είχαν απέναντί τους. 

 Η χαρά στα πρόσωπα των γονιών μου ήταν έκδηλη. Ήθελαν όλα όσα ήξεραν για τον τόπο κι όσα είχαν ζήσει εκεί στο παρελθόν να τα μεταφέρουν με την μία σε μας. Σε κάθε βήμα είχαν και κάτι να μας πουν. Για τα θαύματα που έκανε η Παναγία, για τα γλέντια που έστηναν με τους ντόπιους στα νιάτα τους, τότε που ακόμη ανέβαιναν στο χωριό καβάλα στα ζώα, για την Σκοπή που έβλεπαν να στέκει αντίκρυ τους κι όπου σίγουρα θα μας πήγαιναν την επομένη, για τους πειρατές που εφορμούσαν στο χωριό τα πολύ παλιά χρόνια αλλά οι δύστυχοι χάνονταν στα στενά του σοκάκια, για τους έρωτες που γεννιούνταν πάντα τέτοιες μέρες καθώς το κρασί και η λύρα ζάλιζαν τους νέους, για το φαγητό που θα τρώγαμε από τα καζάνια που είδαμε καθώς φτάναμε, ευλογημένο από την ίδια της Παναγία. Εμείς τους ακούγαμε μάλλον βαριεστημένοι μιας και δεν συμμεριζόμαστε τον ενθουσιασμό τους. Βλέπεις με το παιδικό μας μυαλό, όλα αυτά μας ήταν τόσο ξένα ακόμη, που με δυσκολία τα δεχόμαστε.

 Μετά τον Εσπερινό, άρχισε η διευθέτηση του χώρου της αυλής της εκκλησίας σε χοροστάσι. Ολόγυρα στήθηκαν οι πάγκοι και οι καρέκλες και στη μέση δύο τραπέζια, όπου πάνω τους θα ανέβαιναν οι οργανοπαίχτες με την λύρα, τα λαούτα και την τσαμπούνα. Γύρω από αυτήν την αυτοσχέδια εξέδρα και πάλι πάγκοι και καρέκλες, έτσι ώστε να μένει μόνο ένας φιδίσιος διάδρομος όπου θα πιάνονταν χέρι χέρι οι πανηγηριώτες σε χορούς αέρινους μα και στιβαρούς, που μέσα τους κουβαλούν την ψυχή και τα ακούσματα των προγόνων μας.   

 Κι ο χορός δεν άργησε να συνεπάρει όλον τον κόσμο, οι νέοι και οι μεσήλικες να ακολουθούν τον ρυθμό του, ο κάβος(5) με μαεστρία να επιδεικνύει τις ικανότητες του στις ντάμες του που τον ακολουθούσαν, οι μανάδες τάχατες αμέριμνες να παρακολουθούν την κάθε κίνηση των κορών τους,  οι γέροντες καθιστοί να παρακολουθούν, αναλογιζόμενοι ότι κάποτε κι αυτοί βρίσκονταν όρθιοι, δυνατοί και ίδρωναν από την έξαψη του χορού ενώ η καρδιά τους πετάριζε νιώθοντας την ανάσα της κόρης που είχαν δίπλα τους ενώ τα παιδιά την μια στιγμή βρίσκονταν εδώ, την άλλη κάτω στην βρύση και μετά ποιος ξέρει πού;

Το γραφικό Μεσοχώρι, σε πρώτο πλάνο η Σκοπή.
(φωτογραφία από το διαδίκτυο)
 Αν και τότε δεν εκτίμησα τις ημέρες που μείναμε στο Μεσοχώρι, μεγαλώνοντας είχα την ευκαιρία να βρεθώ και πάλι στο χωριό και την ημέρα του Μεγάλου Πανηγυριού αλλά και άλλες φορές, μια από αυτές μάλιστα φιλοξενούμενος από κάποιον καλό φίλο. Το Μεσοχώρι είναι ένα από τα πιο γραφικά χωριά της Καρπάθου, κτισμένο σε μια απόκρημνη πλαγιά όπου την ζώνουν τα πεύκα, πολύ κοντά στη θάλασσα, σύμφωνα με τον μεσαιωνικό τρόπο, όπου σπίτια και σοκάκια σχηματίζουν ένα φρουριακό σύμπλεγμα, το οποίο προστάτευε τους κατοίκους από τις επιδρομές των πειρατών. Ακόμη και σήμερα, αμαξιτός δρόμος δεν περνά μέσα από το Μεσοχώρι. Οι επισκέπτες αφήνουν το αυτοκίνητό τους στο πιο ψηλό σημείο του χωριού, κι από εκεί κατεβαίνουν με τα πόδια για να φτάσουν στον προορισμό τους. Η Παναγία, εκεί στην άκρη, θα τους υποδεχτεί, όλοι το ξέρουν ότι αυτή θα είναι η πρώτη στάση, την οποία οφείλουν να κάνουν. Μπροστά στην εικόνα της θα ξεφορτωθούν τα βάρη τους και στη συνέχεια θα δροσιστούν ρίχνοντας στο πρόσωπό τους λίγο από το νερό της βρύσης, ίαμα κι αυτό της ψυχής τους. Στη συνέχεια θα σταματήσουν σε κάποιο από τα καφενεία κι αν είναι τυχεροί θ' ακούσουν τις γλυκιές δοξαριές του λυράρη μα είναι ακόμη πιο τυχεροί, θ' ακούσουν από τους γεροντότερους ιστορίες φερμένες πίσω από τον χρόνο, θα γελάσουν, θα δυσπιστήσουν, μα κυρίως θα νοσταλγήσουν το δικό τους, ασήκωτο παρελθόν. Το τέλος αυτής της όμορφης περιπλάνησης, θα είναι στην Σκοπή. Μια από τις γραφικότερες πλατείες της πατρίδας μας. Ένα πλάτωμα πάνω στον βράχο, όπου κάτω βαθιά του, το κτυπάει αλύπητα η θάλασσα. Τα εκκλησάκια του, πιθανότατα της βυζαντινής εποχής, μαρτυρούν την ιστορικότητα του χώρου. Κι αν βρεθούν εκεί την πιο καλή ώρα, τότε που δύει ο ήλιος, μπροστά τους, μέσα στην θάλασσα, θα μαγευτούν βλέποντάς την να μεταμορφώνεται για λίγο σ' ένα ζεστό, γεμάτο πλουμίδια σεντόνι ενώ ο ουρανός γύρω τους θα μπλαβίζει. 

(1) μισθωμένο ταξί
(2)ένας θεσμός εργατών με φτυάρι και κασμά, που είχαν ως αποστολή τους τη συντήρηση των δρόμων. 
(3) η αυλή της εκκλησίας
(4) δίχωρο μακρόστενο σπίτι, με δώμα, όπου στο κύριο δωμάτιο υπάρχει σοφάς.
(5) ο χορευτής που σέρνει τον χορό μαζί με τις κοπέλες που τον ακολουθούν. 

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2022

ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ του Αλάα Αλ - Ασουάνι

 Το μυθιστόρημα, Ανεκπλήρωτη Δημοκρατία, στηρίζεται πάνω σε αληθινά γεγονότα της σύγχρονης παγκόσμιας ιστορίας. Συγκεκριμένα αναφέρεται στην Επανάσταση του Αιγυπτιακού Λαού το 2010, με κέντρο αυτής της πλατεία Ταχρίρ, ενάντια στον επί 30 χρόνια πρόεδρο της Αιγύπτου, Χόσνι Μουμπάρακ.

 Μέσα από τις "μαρτυρίες" διαφορετικών προσώπων, που έζησαν τα γεγονότα από διάφορες πλευρές, αναδεικνύεται όλη η δυναμική, που ανέπτυξαν οι Αιγύπτιοι εκείνες τις ημέρες, πιστεύοντας ότι μπορούσαν επιτέλους να φέρουν τη Δημοκρατία στη χώρα τους. Συγχρόνως, σε αντιδιαστολή με αυτά που γίνονταν στους δρόμους, παρακολουθούμε και την αντίδραση του διεφθαρμένου Αιγυπτιακού καθεστώτος, που δεν διστάζει να θυσιάσει τον ηγέτη του, τον Μουμπάρακ, για να μην χάσουν την εξουσία τους αυτοί που κρύβονται πίσω της. (Υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί, διεφθαρμένοι πολιτικοί, βιομήχανοι, καναλάρχες, θρησκευτικοί ηγέτες) Η ιστορία συνεχίζεται ως την ημέρα που επανακτούν και πάλι το έλεγχο της κατάστασης, με τη βοήθεια όλων των μέσων που έχουν στη διάθεσή τους τα απολυταρχικά καθεστώτα. 

 Την βία, τον εξευτελισμό των ανθρώπων, την προδοσία, την γενικευμένη αναταραχή με την εμφάνιση της τρομοκρατίας και την δόλια χρήση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης.

 Στην αρχή, ο συγγραφέας, ο Αλάα Αλ - Ασουάνι , φανερώνει τους κύριους χαρακτήρες φροντίζοντας διαμέσου αυτών να μας παρουσιάζει όλη την κοινωνική διαστρωμάτωση της σύγχρονης Αιγύπτου. Ανθρώπους σκοτεινούς που ανήκουν στον σκληρό πυρήνα της εξουσίας. Ανθρώπους θρησκόληπτους που χρησιμοποιούν τον Ισλαμισμό για να δικαιολογήσουν τις πιο επαίσχυντες πράξεις αλλά και Κόπτες Χριστιανούς εγκλωβισμένους σε ένα αυστηρό πλαίσιο συμβάσεων που τους καταδικάζει στην δυστυχία. Ονειροπόλους νέους, μορφωμένους, με καλή γνώση της λειτουργίας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που ασφυκτιούν μέσα σε ένα περιβάλλον ανελευθερίας και προς στιγμή πιστεύουν ότι έχουν επιτύχει το ακατόρθωτο, να φέρουν τη Δημοκρατία στη χώρα τους. Ανθρώπους πεπεισμένους, και μέχρι στιγμής δικαιώνονται, ότι τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει στην Αίγυπτο, καθότι ο Λαός αυτός στην ουσία έχει μάθει να υποτάσσεται στον αφέντη του, όποιος κι αν είναι αυτός. 

Χαρακτηριστική εικόνα από τον ξεσηκωμό της πλατείας Ταχριρ. Φεβρουάριος 2011

 Στη συνέχεια παρουσιάζεται ο μεγαλειώδης ξεσηκωμός του Λαού, τα όνειρα και οι ελπίδες των νέων, η πίστη τους στη νίκη. Συγχρόνως βλέπουμε την απίστευτα βίαιη αντίδραση των δυνάμεων εξουσίας, τον πολιτικό ελιγμό που επιχειρείται ο οποίος δεν πείθει τους ξεσηκωμένους Αιγύπτιους, την πρόκληση της αναρχίας και της βίας καθώς οι κυβερνώντες ανοίγουν τις φυλακές για να βγουν οι πιο σκληροί εγκληματίες με σαφείς οδηγίες να σπείρουν το χάος, την υποδαύλιση του θρησκευτικού φανατισμού,  τον εξευτελισμό των νεαρών κοριτσιών που υποβάλλονται σε τεστ παρθενίας καταρρακώνοντας το ηθικό τους, τους ψυχρά δολοφονημένους αγωνιστές.

 Το μυθιστόρημα αυτό σε φέρνει σε επαφή με μια κοντινή μας χώρα, την Αίγυπτο, και σου δείχνει πως λειτουργεί αυτή η μεγάλη μουσουλμανική χώρα των 102 εκατομμυρίων ανθρώπων. Είναι αριστοτεχνικά δομημένος ο τρόπος με τον οποίο ο Ασουάνι, μας παρουσιάζει τον καμβά της Αιγυπτιακής κοινωνίας. Μια χώρα με έναν πυρήνα νέων και προοδευτικών ανθρώπων, που ασφυκτιούν από την έλλειψη στοιχειωδών δημοκρατικών ελευθεριών, τον θρησκευτικό φανατισμό, την κοινωνική και οικονομική καταπίεση.  

 Δεν θα γράψω τίποτε για την κατάληξη των πρωταγωνιστών. Αυτό το αφήνω στο υποψήφιο αναγνώστη. Θα παραμείνει όμως το ερώτημα ανοιχτό. Έχουν αυτές οι χώρες του Αραβικού κόσμου, που από τη μια μεριά τους υποτάσσουν οι κανόνες της Σαρίας και από την άλλη μεριά έχουν να αντιμετωπίσουν ισχυρά και διεφθαρμένα καθεστώτα σε κάθε επίπεδο, την όποια πιθανότητα να κερδίσουν την Δημοκρατία: Είμαι αισιόδοξος! Δεν ξέρω πόσο αίμα θα χρειαστεί ακόμη να χυθεί, αλλά υπάρχει το θετικό παράδειγμα της Τυνησίας, της πρώτης χώρας που ξεσηκώθηκε το 2010, αυτής που δημιούργησε της περίφημη Αραβική Άνοιξη, που κέρδισε το στοίχημα απολαμβάνοντας σήμερα τον κοινοβουλευτισμό με ελεύθερες εκλογές. Αν και είναι η μόνη χώρα που το έχει πετύχει ως σήμερα, αποδεικνύει ότι όλα είναι πιθανά στο μακρινό ή κοντινό μέλλον.

  Ο Αιγύπτιος συγγραφέας, ο Αλάα Αλ - Ασουάνι , ήταν ιδρυτικό μέλος της πολιτικής κίνησης Κιφάγια, μιας από τις πολλές που βρίσκονταν πίσω από την επανάσταση της πλατείας Ταχρίρ, άρα γνωρίζει τα γεγονότα από πρώτο χέρι.  Σήμερα ζει αυτοεξόριστος στις Ηνωμένες Πολιτείας της Αμερικής όπου διδάσκει λογοτεχνία.

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2022

Το Φτερούι


  Ποτέ δεν του άρεσαν οι πόλεις. Ειδικά οι μεγαλουπόλεις με τις αχανείς διαδρομές και τους ουρανοξύστες που σου κρύβουν τον ορίζοντα. Και στην τηλεόραση που τις έβλεπε, ενώ οι υπόλοιποι της παρέας εκστασιάζονταν αυτός μαζευόταν σφιχτά, σαν να προστάτευε τον εαυτό του από την πολυκοσμία, το ψυχρό φως των λαμπτήρων και την τραχύτητα της.

 Παιδί του χωριού ήταν, ενός μικρού ορεινού χωριού της Μακεδονίας, με ελάχιστους κατοίκους, κτηνοτρόφοι οι περισσότεροι, κάποιοι λίγοι ασχολούνταν και με την υλοτομία. Όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους, με το μικρό όνομα προσφωνούνταν όταν διασταυρώνονταν στα στενά σοκάκια, πολλές φορές χρησιμοποιούσαν και τα παρατσούκλια τους. Πολλούς τους ήξεραν μόνο με αυτό, το οποίο με την αναπάντεχη γλωσσική τους ευπλαστία, τους φόρτωναν απολύτως εύστοχα οι συγχωριανοί τους. Αυτόν, όλοι τον ήξεραν ως το "Φτερούι".
 Μόνο όταν έφυγε από το χωριό του, τότε επιτέλους ευτύχησε να ακούσει το όνομά του, Νίκο τον έλεγαν, ολοκάθαρα να βγαίνει από τα στόματα των συνομιλητών του.
 Λιανός και αδύναμος ήτανε, καμιά σχέση με τα άλλα γεροδεμένα αγόρια του χωριού, φτερό στον άνεμο που συχνά πυκνά σήκωνε και τις πέτρες στην περιοχή τους, αυτός ήτανε το φτερό που σίγουρα με το πρώτο φύσημα θα χανόταν από εκεί, όλοι το ήξεραν, πρώτα πρώτα αυτός ο ίδιος, ότι δεν ήταν γεννημένος για να βιοποριστεί στη σκληρή ζωή του βουνού.

 Τα γράμματα ήταν η μόνη διέξοδός του, αυτά έβαλε στη ζωή του από νωρίς, αυτά ήταν το εισιτήριο του για να φτιάξει ένα καλύτερο μέλλον για τον εαυτό του. Από το Γυμνάσιο ως το Λύκειο, και μετά στο Πανεπιστήμιο, παρέμενε κοντά στον τόπο του. Στο Οικονομικό πήγαινε με χαρά διότι έβλεπε ότι οι σπουδές που έκανε, του ταίριαζαν μα συγχρόνως δυσφορούσε με τη ζωή, που ήταν αναγκασμένος να υπομένει στην πόλη που σπούδαζε. Έμενε σε μία γκαρσονιέρα σε μια παλιά πολυκατοικία, κοντά στον Άη Δημήτρη, σ' ένα στενό και ανήλιαγο δρόμο, όπου τα διπλοπαρκαρισμένα αυτοκίνητα καταλάμβαναν τα μαυρισμένα από το καυσαέριο πεζοδρόμιο. Όταν η κατάσταση έφτανε στο απροχώρητο και ένιωθε ότι ο αέρας που ανάσαινε δεν τον έφτανε, ανέβαινε το κλιμακοστάσιο κι έβγαινε στην ταράτσα, όπου από την μια πλευρά μπορούσε να δει τον Θερμαϊκό και στο βάθος, πέρα από την άχνα του Αξιού, τον ασπρισμένο Όλυμπο να στέκει αγέρωχος, όμορφος, στιβαρός. Καθόταν και τον χάζευε για ώρα μέχρι που ερχόταν και πάλι στα καλά του, η θέα του και μόνο είχε τη δύναμη να τον συνεφέρνει, θυμίζοντας του πως είναι να ζεις μέσα στην καθαρότητα της αμόλυντης ατμόσφαιρας.
 Πήρε γρήγορα το πτυχίο του και αμέσως μετά το στρατιωτικό βρήκε δουλειά στην Αθήνα, στο λογιστήριο μιας μεγάλης εταιρίας ως βοηθός στην αρχή. Τα λεφτά ήτανε καλά, φαινόταν ότι είχε συνηθίσει πια και την βουή της πόλης, όλα μια ιδέα είναι έλεγε ξεγελώντας πρώτα πρώτα τον εαυτό του. Όλα πήγαιναν καλά στη ζωή του, δεν άργησε να συνδεθεί και με μία κοπέλα που εργαζόταν κι αυτή στην ίδια εταιρία και μέχρι να το καταλάβει βρέθηκε παντρεμένος. Είχε προτείνει, μήπως και γινόταν ο γάμος στο χωριό του, αλλά εκείνη ήταν ανένδοτη, δεν ήταν τα βουνά τόπος κατάλληλος για να παντρευτούν, έτσι του είπε και έκλεισε η κουβέντα. Ακολούθησε και ο πρώτος τους γιός, μετά από λίγο έφτασε και η κορούλα τους, θα έλεγε κάποιος ότι ήταν ευτυχισμένος. 

 Τα χρόνια περνούν γρήγορα, τα παιδιά του μεγάλωσαν, ήταν πια κι αυτά φοιτητές, στο χωριό δεν πήγαινε πια κανένας τους. Μικρά όταν ήταν, μπορούσε να πείθει και την γυναίκα και αυτά και να περνούν λίγες μέρες από τις διακοπές τους στο πατρικό του, όταν όμως έγιναν μαθητές του Γυμνασίου, αρνούνταν πεισματικά να τον ακολουθήσουν, ήθελαν διακοπές κάπου παραθαλάσσια ή να μένουν στην πόλη, δεν τους πείραζε έτσι σταμάτησε κι αυτός να πηγαίνει στο χωριό, τους ακολουθούσε στις επιλογές τους, ήθελε δεν ήθελε.
 Πριν από δύο χρόνια ο γιός του, απόφοιτος με Άριστα και με μεταπτυχιακό από το Οικονομικό των Αθηνών, βρήκε δουλειά στη Νέα Υόρκη, μια διεθνής εταιρία έψαχνε να εκπαιδεύσει στελέχη πάνω σε μια νέα πατέντα που είχε σχέση με την άυλη διακίνηση του χρήματος κι αυτός ήταν μέσα στις πρώτες επιλογές τους. Όλοι χάρηκαν για την ευκαιρία που του δινόταν από τα πρώτα κιόλας βήματα της επαγγελματικής ζωής του, μα δεν μπορούσαν να κρύψουν και την στενοχώρια τους καταλαβαίνοντας ότι θα τον έχαναν από κοντά τους, θα ζούσε πια σε ένα πολύ μακρινό μέρος, με γεμάτο εμπόδια τον δρόμο της επιστροφής στην Πατρίδα. 
 Δεν άργησε κι αυτός να κάνει το ταξίδι στην Αμερική, ο γιός του φρόντιζε να τον προσκαλεί συνεχώς, ήθελε να τον επισκεφτεί, να του δείξει πόσο καλά περνούσε εκεί στα ξένα μέρη, πόσο γρήγορα πήρε την πρώτη του προαγωγή και πόσο πολύ τον εκτιμούσαν οι συνάδελφοι του.
 Από την πρώτη στιγμή που πάτησε εκεί το πόδι του, κάτι αλλόκοτο τον κατέτρωγε, τίποτε δεν τον ευχαριστούσε, όλα τα μεγάλα και θαυμαστά που έβλεπε του, όπου κι αν τον πήγε ο γιός του, όλα του φαίνονταν άνευ αξίας και ανούσια.

 Το πρωινό της πρώτης Κυριακής, έφτιαξαν καφέ και ο γιος του του ζήτησε να τον ακολουθήσει. Πήραν το ασανσέρ και ανέβηκαν ως το τέρμα, κι από εκεί ακολούθησαν μια στενή σκάλα μέχρι που βγήκαν στην ταράτσα του ουρανοξύστη, που έμενε. Ακούμπησαν στο περβάζι με την κούπα του καφέ στα χέρια τους. Από τη μια μεριά ο πατέρας, που ο αγέρας του έπαιρνε τα μαλλιά που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν και από την άλλη ο γιος με όλη την ικμάδα της νιότης του.

"Πώς σου φαίνεται από δω πάνω η Νέα Υόρκη, πατέρα;"
"Τι να σου πω παιδί μου, δεν βλέπω κάτι που να μου αρέσει. Εντυπωσιακό το θέαμα, δεν λέω, αλλά δεν μου αρέσει!"
"Τι δεν σου αρέσει, δηλαδή;"
"Κοίτα κάτω! Εκεί, στις λεωφόρους ανάμεσα στις πολυκατοικίες. Εκεί, που ο ήλιος δεν μπορεί να φτάσει και οι άνθρωποι καταντούν χλωμοί σαν άρρωστοι. Τώρα κοίτα πέρα, εκεί που οι ουρανοξύστες διακόπτουν την καθαρότητα και την συνέχεια του ουρανού. Αυτά βλέπω εγώ και να είσαι σίγουρος ότι σε κανέναν δεν αρέσουν."
"Οι ανάγκες της εποχής, είναι αυτές, πατέρα. Δεν θαυμάζεις όμως την ικανότητα του Λαού, που έφτιαξε αυτό το θαύμα που βλέπεις μπροστά σου;"
"Αν τον θαυμάζω; Ναι! Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Σκέπτομαι εσένα που θα φας τα νιάτα σου εδώ, σε αυτό το τσιμεντένιο χάος, σε έναν ξένο τόπο και λυπάμαι."
"Λυπάσαι για την πρόοδο που έχω πετύχει, για την ευκαιρία που μου δίνεται να φτιάξω την ζωή μου; Τι να σου πω, ρε πατέρα; Περίμενα ότι θα χαιρόσουν με την επιτυχία μου. Εγώ λυπάμαι!"
"Μην παρεξηγείς τα λόγια μου! Δεν είπα ότι δεν χαίρομαι με ότι έχεις πετύχει. Ίσα ίσα που είμαι πολύ περήφανος για την εξέλιξή σου. Αλλά, ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω πως οι άνθρωποι επιβιώνουν σε μια τέτοια πόλη. Όλη την ημέρα κλεισμένοι μέσα στα γραφεία τους, δίχως κάπου να βγουν για να τους κτυπήσει λίγο το φως, ο καθαρός αέρας. Για να σου πω την αλήθεια, θα σε ήθελα κάπου κοντά μας, σε μια πιο ανθρώπινη πόλη, όπως την Αθήνα. Μέχρι τώρα την αντιμετώπιζα απαξιωτικά αλλά τώρα κατάλαβα ότι είχα άδικο. Η Αθήνα είναι ανθρώπινη, δεν έκρυψε τον ουρανό της όπως αυτοί εδώ. Αυτό με στενοχωρεί γιέ μου."
"Το ξέρεις πατέρα, η χώρα μας δεν δίνει ευκαιρίες."
"..."
"Αλλά δεν ξέρεις ποτέ, ίσως κάποια μέρα τα καταφέρω και επιστρέψω. Όλα είναι δυνατά."
"Φτάνει να το θέλεις κι εσύ γιε μου. Τίποτε δεν πρόκειται να γίνει αν αφήσεις τη ζωή σου σαν φτερό να την πάρει ο άνεμος, προς όπου φυσά."
"..."
"Πάμε κάτω, γιε μου! Φοβάμαι μην αρπάξω κανένα κρύο εδώ πάνω. Ότι ήταν να δω το είδα."

(μετά από έναν χρόνο)
 Ο Νίκος έχει εγκαταλείψει την οικογένεια του, την Αθήνα που ζούσε τα τελευταία τριάντα χρόνια. Λίγους μήνες μετά το ταξίδι του στην Αμερική επέστρεψε στο χωριό του. Οι δικοί του έχουν φύγει πια, το σπίτι τους εγκαταλειμμένο από καιρό, αλλά κάθε μέρα φτιάχνοντας από λίγο, το ανασταίνει και πάλι. Το βράδυ βγαίνει στο μοναδικό καφενείο του χωριού με την μαντεμένια σόμπα να καίει στην μέση κι ακούει τους ντόπιους. Κυρίως τους μεγαλύτερους, που ενθυμούμενοι ιστορίες αληθινές ή φανταστικές, θέλουν να τις διηγηθούν πριν αποχωρήσουν απ'  αυτόν τον κόσμο. Κάποιες φορές ζητούν κι από αυτόν να πει κάτι από την εμπειρία του στην μεγάλη πόλη - Νίκο τον φωνάζουν κι αυτοί πια, από σεβασμό για την απόφασή του, ξέχασαν το "Φτερούι" αλλά εκείνος αρνείται ευγενικά. Θέλει να ακούει, έχει ανάγκη να μαζέψει πίσω όλη την παρεξηγημένη σοφία του τόπου του, που ο χρόνος αδυσώπητα φρόντισε να χάσει. Αυτά που κάποτε απεχθανόταν σε αυτόν τον τόπο τώρα τα θεωρεί τα πιο σημαντικά απ'  όλα. Από την δουλειά του ήδη τον έχουν απολύσει. Ούτε τα ένσημα για σύνταξη δεν έχει μαζέψει ακόμη. Η γυναίκα του, του κλάφτηκε στο τηλέφωνο που την άφησε μόνη, στη συνέχεια του ούρλιαξε με οργή, μέχρι που στο τέλος τον σιχτίρισε για τα καλά και από τότε ούτε που ασχολήθηκε ξανά μαζί του. Τα παιδιά του προσπάθησαν να τον συνετίσουν, τα άκουγε σιωπηλός και στο τέλος τους έδινε την ευχή του λέγοντάς τους ότι αν ήθελαν να τον δουν ξανά, ήξεραν που θα τον βρούνε.

 Το "Φτερούι" που το σήκωσε κάποτε ο άνεμος και το πήρε μακριά από αυτά τα σκληρά μέρη, είχε βρει τον δρόμο και γύρισε στον τόπο που πάντα γνώριζε ως δικό του. Δεν ξέρει αν είναι ευτυχισμένος, δεν ξέρει για πόσο θα αντέξει μακριά από τους δικούς του, ούτε για πόσο θα του φτάσουν τα χρήματα που έφερε μαζί του ή αν θα επιχειρήσει να φτιάξει κάτι για να βιοποριστεί εκεί πάνω, τίποτε δεν έχει σίγουρο αλλά και ούτε κάνει σχέδια για το μέλλον. Απλώς τώρα του αρέσει που βρίσκεται εδώ, στο σπίτι που μεγάλωσε, μπροστά στο αναμμένο τζάκι ενώ έξω ο μανιασμένος κρύος αέρας σηκώνει τον κόσμο. Όχι όμως κι αυτόν.



 Ευχαριστώ την Μαίρη από την Γήινη Ματιά , για την ευκαιρία που μας δίνει, να γράψουμε αλλά κυρίως να διαβάσουμε όμορφες δουλειές των συνοδοιπόρων μας, σε αυτό το όμορφο δρώμενο!







Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2022

Ημέρες ραδιοφώνου

   Ακόμα και σήμερα που το διαδίκτυο κυριαρχεί στα πάντα, το ραδιόφωνο είναι ένα αγαπημένο μέσο, από το οποίο ενημερώνομαι, ακούω μουσική και με έχει συντροφέψει σε δύσκολες στιγμές. Όταν πρωτοήλθα σε επαφή με το μαγικό αυτό εργαλείο, εκεί στις αρχές της δεκαετίας του 70', είχε ήδη εφευρεθεί το τρανζίστορ, που αντικατέστησε τις ογκώδεις και ενεργοβόρες λυχνίες με αποτέλεσμα οι ραδιοφωνικοί δέκτες να γίνουν πιο διαχειρίσιμοι, να γίνουν συσκευές που μπορούσες να τις τοποθετήσεις όπου ήθελες, στην αυλή, στην κουζίνα ή να τις μεταφέρεις εύκολα μαζί σου, στη θάλασσα για παράδειγμα. Ακόμη και η λέξη ραδιόφωνο τότε κόντεψε να αντικατασταθεί από τη λέξη τρανζίστορ (τρανζιστοράκι). Θυμάμαι ακόμη τη Μαρινέλα το 1978 να τραγουδά:

" Να παίζει το τρανζίστορ τ' Αμερικάνικα

και συ περνάς στους δρόμους

με το μπουφάν στους ώμους

και τα πουκαμισάκια τα κοντομάνικα. "

   Το ραδιόφωνο πέρα από τον ενημερωτικό και ψυχαγωγικό του χαρακτήρα είναι συνδεδεμένο και με μνήμες, που ακόμη γλυκαίνουν το μυαλό. 

  Το πρώτο μας ραδιόφωνο ήταν ένα sanyo το οποίο αγόρασε ο πατέρας μου από τα Κανάρια νησιά, στη διάρκεια του μακρινού ταξιδιού επαναπατρισμού από την Αυστραλία. Με δερμάτινη επένδυση και λουρί, που μπορούσες να το κρεμάς στον ώμο, συνήθως όμως κρεμόταν από ένα καρφί στον τοίχο κι έπαιζε όλη την ημέρα, έτσι το θυμάμαι. Στα Μεσαία κύματα οι περισσότεροι σταθμοί τότε, τα FM με στερεοφωνικό ήχο ακόμη ήταν άγνωστα στη χώρα μας και φυσικά τα βραχέα γiα τους πολύ μακρινούς σταθμούς, από BBC ως Radio Μόσχα. Υπήρχε κι ένα άλλο, της γιαγιάς μας, Philips αυτό, ραδιοπικάπ σε βαλιτσάκι για εύκολη μεταφορά, σπουδαίο εργαλείο. Δυστυχώς κανένα από τα δύο δεν διασώθηκε, το πρώτο χάλασε από την πολύ χρήση το δεύτερο κάποια στιγμή κρίθηκε ως αχρείαστο εξαιτίας το όγκου του αλλά και της έλλειψης κασετοφώνου. Η κασέτα βλέπεις είχε εισβάλει πια στις ζωές μας, όπως στη συνέχεια τα CD, τα mp3 και τώρα τα play lists του Youtube και του Spotify. Το ραδιόφωνο όμως, είτε από τα ερτζιανά είτε διαδικτυακά, πάντα αποτελεί σταθερή αξία. 

  Οι σταθμοί που πιάναμε στις αρχές της δεκαετίας του 70' στο νησί της Καρπάθου, ήταν τρεις όλοι κι όλοι. Η ΕΙΡΤ, το ΡΙΚ (Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου) και ο σταθμός των Ενόπλων Δυνάμεων (ΥΕΝΕΔ), από την ανατολική μόνο μεριά του νησιού.

  Κυρίως άκουγα τραγούδια. Ήμαστε τυχεροί διότι πέσαμε σε μια εποχή που έβγαιναν πραγματικά σουξέ, τα οποία σήμερα ακούμε με νοσταλγία. Από νέο κύμα ως ελαφρολαϊκό τραγούδι, με σπουδαίους ερμηνευτές. Πρόχειρα μου έρχονται στο μυαλό, Κυρά Γιώργαινα, ο Γιώργος που πάει, του Γιάννη Καλατζή, Αδέλφια μου Αλήτες πουλιά, Του Τόλη Βοσκόπουλου, Αχ χελιδόνι μου του Γιώργου Νταλάρα, Άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε της Βίκης Μοσχολιού. Βέβαια υπήρχε και μια πολύ μεγάλη μερίδα απαγορευμένων καλλιτεχνών, που δημιουργούσαν στο εξωτερικό όπως ο Θεοδωράκης, ή ήταν αποκλεισμένοι, όπως ο Καζαντζίδης. Αυτά όλα θα άλλαζαν μετά την πτώση τη δικτατορίας, όχι όμως τόσο όσο όφειλαν τα δημόσια ραδιοτηλεοπτικά μέσα για τους μεγάλους καλλιτέχνες. Έπρεπε  να κερδίσει το ΠΑΣΟΚ τις εκλογές του 1981, για να ακουστεί πραγματικά ο Θεοδωράκης από τα ερτζιανά. 

  Βέβαια, δεν ήταν μόνο τα σουξέ αλλά και το ποδόσφαιρο. Κάθε Κυριακή, τη ίδια ώρα ακούγαμε όλους τους αγώνες της Α΄ Εθνικής, όπου οι συνδέσεις γίνονταν διαδοχικά από γήπεδο σε γήπεδο. Βλέπεις η τηλεόραση έπαιζε μόνο τα ντέρμπυ ή δεν είχε σήμα σταθερό ώστε να μπορείς να παρακολουθείς απρόσκοπτα πάντα την αγαπημένη σου ομάδα. Δεν θα ήταν υπερβολή αν έλεγες ότι κάθε Κυριακή, γύρω στις 3 μ.μ. όλος ο αρσενικός πληθυσμός βρισκόταν καρφωμένος πάνω από ένα ραδιοφωνάκι, επευφημώντας ή οικτίροντας για την τύχη της ομάδας του. 

  

Δεν ξεχνώ και τις ραδιοφωνικές σειρές, από τις οποίες οι πιο γνωστές ήταν "Με τη θεία Λένα" για τα παιδιά και "Το Σπίτι των Ανέμων", με περιπετειώδη πλοκή, για όλη την οικογένεια. Οι ακροατές αγωνιούσαν με τις σκοτεινές υποθέσεις που έπρεπε να λύσει ο  δικηγόρος-ντέντεκτιβ Λαμπίρης (Βύρων Πάλλης) και την αιώνια αγαπημένη του Τζοβάνα (Αφροδίτη Γρηγοριάδου). 

  Την πιο οδυνηρή ραδιοφωνική ανάμνηση την έχω από την εισβολή στην Κύπρο, το 1974. Από τις πρώτες μέρες χάσαμε το σήμα του ΡΙΚ. Αργότερα έμαθα, ότι η κεραία εκπομπής βρισκόταν μέσα στα κατεχόμενα και ποτέ δεν αποκαταστάθηκε. Με αγωνία συντονιζόμαστε στην ΕΙΡΤ, η οποία κι αυτή λόγω των καταστάσεων είχε ιδιαίτερα αδύναμο σήμα, για να μάθουμε κάποια είδηση, ή μάλλον για να εξυψώσουμε το έτσι κι αλλιώς πεσμένο ηθικό μας, ακούγοντας για τις ηρωικές μάχες που έδιναν οι μαχητές της ΕΛΔΥΚ και της Ελληνοκυπριακής φρουράς, που πολεμούσαν εκεί. Για να πιάνει πιο καλά το σήμα, πλησιάζαμε το ραδιόφωνο στις γειώσεις των ρολογιών της ΔΕΗ, οι οποίες ενίσχυαν το σήμα κι έτσι μπορούσαμε να ακούμε ικανοποιητικά.

  Και γίνεται επιτέλους η Παλινόρθωση της Δημοκρατίας, έχω μπει και στην εφηβεία κι όλα αλλάζουν πια με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Στο Λύκειο, αγαπημένη μου εκπομπή γίνεται αυτή του Γιάννη Πετρίδη, "από τις 4 στις 5", ναι, μεταδίδεται ακόμη και σήμερα από το πρώτο πρόγραμμα. Ροκ μουσική, ποπ, ντίσκο, ρέγγε, μουσική ενημέρωση  με ότι πιο τελευταίο κυκλοφορούσε τότε στο διεθνές στερέωμα. Όσο διάβαζα το ραδιόφωνο πάντα έπαιζε πολύ χαμηλά, ίσα ίσα για να με απομονώνει από τους έξω ήχους, μα την ώρα εκείνη το διάβασμα σταμάταγε, άκουγα με προσοχή την κάθε του πρόταση και ενδιάμεσα προσπαθούσα να γράψω και καμιά κασέτα με τα τελευταία χιτς της εποχής. Pink Floyd, οι αγαπημένοι μου από τότε. Εκείνα τα καλοκαίρια ανακάλυψα και τον ραδιοφωνικό σταθμό της της Αγγλικής Βάσης της Κύπρου, τον οποίο μόνο καλοκαίρια μπορούσα να πιάσω, λόγω των παιχνιδιών που παίζουν τα ραδιοκύματα στην ανώτερη επιφάνεια της ατμόσφαιρας. Είχαμε μπει πια στην εποχή των FM, με καθαρό ήχο δίχως παράσιτα. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τη χαρά μου, όταν άναψε το λαμπάκι στο ραδιοκασετόφωνο που είχα, που έδειχνε ότι η λήψη μου ήταν και στερεοφωνική. 

 Τελειώνω το Λύκειο και περιμένω τα αποτελέσματα των Πανελληνίων. Ναι, από το ραδιόφωνο! Να περιμένεις για ώρες, γερμένος πάνω του, για να ακούσεις και το δικό σου όνομα, μέσα από μια σειρά ονομάτων, που εκφωνούνταν ανά σχολή, άχρωμα και βαρετά για τον περισσότερο κόσμο, σε τέλεια αντίθεση με τη δική σου καρδιά, που είχε ανεβάσει τους κτύπους της στο ζενίθ, μέχρι να ακούσεις ότι είσαι κι εσύ ανάμεσα στους επιτυχόντες. Μια φορά μόνο το άκουγες το όνομά σου. Δεν υπήρχε καμία δυνατότητα για επανάληψη, για ένα δεύτερο άκουσμα, μήπως δεν άκουσες καλά, μια φορά μόνο ακουγόταν το όνομά σου κι έπρεπε να είσαι εκεί για να το ακούσεις.

  Στη συνέχεια ως φοιτητής "μελετώ" το έντεχνο, παλιό και νέο, δυστυχώς δεν θυμάμαι την εκπομπή στην ΕΙΡΤ, ξέρω μόνο ότι έπαιζε κάθε απόγευμα και την παρακολουθούσα φανατικά, απολαμβάνοντας τους μουσικούς θησαυρούς της πατρίδας μας. Χατζιδάκις, Λεοντής, Μαρκόπουλος, Λοΐζος, Μαμαγκάκης και φυσικά Θεοδωράκης, μια μουσική πανδαισία, μια μεγαλειώδη ελληνική μουσική που με έκανε υπερήφανο για την Πατρίδα μου. Σημειώνω δίσκους, συνθέτες και τραγουδιστές, κυρίως συνθέτες μιας και είναι η εποχή που τους δίσκους τους "γέμιζαν" οι συνθέτες ακόμη.

 Ο πρώτος μου διορισμός ήταν στο ακριτικό Καστελόριζο. Φεύγοντας από την Ρόδο για το νησί, προνόησα και αγόρασα από τα τουριστικά ένα τρανζιστοράκι σε μέγεθος παλάμης. Αυτό από κάποιο κατασκευαστικό λάθος, έπιανε εκτός από το πρώτο πρόγραμμα (αυτός ήταν και ο μόνος ελληνικός σταθμός) και την συχνότητα της κρατικής τηλεόρασης. Ήχος άνευ εικόνας! Χάλασε γρήγορα αλλά τουλάχιστον έβγαλε την χρονιά στο νησί.

 Λίγα χρόνια αργότερα, στην ραδιοφωνική μου ζωή μου μπαίνει ο Παύλος Γεραμάνης με την εκπομπή του, "Λαϊκοί Βάρδοι". Άριστος γνώστης, μεταξύ των άλλων και του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Σε κάθε εκπομπή του έχει καλεσμένο κι έναν παλιό λαϊκό τραγουδιστή ή κάποιον οργανοπαίχτη και ανάμεσα στα τραγούδια να διηγούνται απίστευτες ιστορίες για το Λαϊκό τραγούδι της Πατρίδας μας, από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά.

 Δεν ήμουν όμως μόνο ακροατής. Για κάποιο διάστημα θήτευσα κι ως "ραδιοπειρατής" κάνοντας με τον κολλητό μου φίλο, τον Μιχάλη, την μόνη θεματική εκπομπή του παράνομου ραδιοσταθμού του νησιού μας: "Με του βοριά τα κύματα". Θυμάμαι με αγάπη την εκπομπή για το ρεμπέτικο με καλεσμένο ντόπιο μουσικό καλλιτέχνη. Η εκπομπή όμως που καθήλωσε τον κόσμο στα ραδιόφωνα του, ήταν μια fake εκπομπή. Τάχατες από το νησί μας, πέρασε για μια μέρα ο αστρολόγος Κώστας Λεφάκης, τον οποίον υποδυόταν κάποιος καλός φίλος και... απαντούσε για ώρες στα τηλεφωνήματα των αγωνιούντων ακροατριών μας, αναλύοντας τους τον αστρολογικό τους χάρτη!!! Αργότερα, θα κάνω κι ένα σύντομο πέρασμα από τον Δημοτικό ραδιοφωνικό σταθμό με μια εκπομπή με θέματα εκπαίδευσης.

 Κάποια στιγμή, νοσηλευόμενος σε νοσοκομείο ανακάλυψα
τις μεταμεσονύχτιες εκπομπές του ραδιοφώνου, συνειδητοποιώντας παράλληλα την μοναξιά πολλών συνανθρώπων μας. Στην αρχή πίστεψα ότι οι ακροατές και συγχρόνως συνεντευξιαζόμενοι σε αυτές ήταν μόνο άνθρωποι που εργάζονταν αυτήν την ώρα και μέσα από τις εκπομπές αυτές έσπαγαν την μονοτονία του νυχτερινού κάματου. Ανακάλυψα όμως ότι η πλειονότητα τους ήταν άνθρωποι που μοιράζονταν απλώς την μοναξιά τους και η παρέα του ραδιοφωνικού εκφωνητή τους αναπτέρωνε το ηθικό, τους κράταγε όρθιους, τους έδινε ένα κάποιο έρεισμα να παλέψουν και να κρατηθούν στη ζωή ως την επόμενη εκπομπή.

 Και τα καλοκαίρια μου είναι συνυφασμένα εδώ και αρκετά χρόνια με το ραδιόφωνο. Εκεί στην αυλή μας, όταν ο ήλιος έχει πάρει την κατιούσα προς τη Δύση, αυτό παίζει, συντονισμένο κατά κύριο λόγο στο Δεύτερο πρόγραμμα του κρατικού ή έχει αντικατασταθεί από το ραδιόφωνο του κινητού, που συντονίζεται στο διαδικτυακό σταθμό, του Sohos FM, όπου παίζει έντεχνο. 

 Μα εκεί που το ραδιόφωνο πάντα ακούγεται, είναι στο αυτοκίνητο. Κάνω αρκετά χιλιόμετρα τα τελευταία χρόνια και ο ήχος του αποτελεί μια καλή συντροφιά. Μέχρι πρότινος, ήταν σταθερά συντονισμένο  στο Πρώτο πρόγραμμα του Κρατικού, δεν ξέρω γιατί,  μάλλον ήταν κάτι σαν εθισμός στα επαναλαμβανόμενα δελτία, φοβούμενος μήπως χάσω την "σπουδαία" είδηση. Από το καλοκαίρι όμως αυτό άλλαξε, τώρα "η βελόνα" έχει κολλήσει στο Δεύτερο, ελληνική μουσική κατά κύριο λόγο παίζει. Χαίρομαι σαν μικρό παιδί, να ακούω και πάλι επιτυχίες το παρελθόντος, όλων των εποχών, από το ρεμπέτικο της δεκαετίας του 20΄ ως τα σουξέ της δεκαετίας του 70', από Αττίκ ως το σύγχρονο έντεχνο, με υπέροχες και υπέροχους ραδιοφωνικούς παραγωγούς.

 Έτσι λοιπόν αγαπημένοι μου φίλοι και φίλες μπήκε το ραδιόφωνο στη ζωή μου, έτσι το αγάπησα κι έτσι πορεύομαι μαζί του ως και σήμερα. 




Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2022

Γραφή ή ζωή του Χόρχε Σεμπρουν

 Το μυθιστόρημα Γραφή ή ζωή του Ισπανού Χόρχε Σεμπρούν, σου αφήνει μια παράξενη αίσθηση αφού το έχεις πια διαβάσει. Δεν είναι εύκολο βιβλίο, όχι διότι είναι δυσνόητο ή έχει "περίεργο" τρόπο γραφής, αλλά διότι μιλά για στενάχωρες καταστάσεις. Πολλές φορές πόνεσα, το ίδιο όπως την πρώτη φορά που έμαθα για τις φρικαλεότητες των Ναζί στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας και εξολόθρευσης κάθε παρείσακτου, κατά την άποψη τους, στον κόσμο αυτό.

 Ένας νέος άνθρωπος, ο ίδιος ο συγγραφέας, ήλθε αντιμέτωπος με τον θάνατο μέσα στο ναζιστικό στρατόπεδο εξόντωσης του Μπούχενβαλντ, είδε συντρόφους του να πεθαίνουν ή να χάνονται ξαφνικά από δίπλα του, οσμίστηκε τον θάνατο (στην κυριολεξία αυτό) από την καμινάδα του κρεματορίου. Κι όταν επιτέλους βρίσκεται ελεύθερος, "δυσκολεύεται" πλέον να πιάσει τη ζωή του από εκεί που την άφησε, έχει πεθάνει κι έχει αναστηθεί, τίποτε δεν μπορεί να είναι το ίδιο όπως πριν τον Μεγάλο πόλεμο.  

 "Ποιος μπορεί να πιστέψει ότι όλα αυτά έγιναν στα αλήθεια", αναρωτιέται ο συγγραφέας. Κι ένας παλιός του σύντροφος του δίνει με ερώτηση την απάντηση: "Ποιος μπορεί να αποδώσει καλύτερα αυτά που έγιναν εκεί μέσα εκτός από έναν μυθιστοριογράφο;

  Ασφαλώς κι έχει δίκιο. Οι ιστορικοί θα παραθέσουν αριθμούς, γεγονότα, έγγραφα, αλλά μόνο ένα μυθιστόρημα θα μπορέσει να αποδώσει όλα εκείνα τα συναισθήματα ενός αιχμαλώτου που καθημερινά αντιμαχόταν τον παραλογισμό των Ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης και μέρα με την μέρα κατόρθωνε να ξεγλιστρά από τα ολισθηρά μονοπάτια του θανάτου. Κάποια στιγμή μάλιστα, χρόνια μετά, μαθαίνει ποιο τυχερό είχε και του δόθηκε η ευκαιρία να ζήσει. 

  Ξέρει ότι η γραφή αυτών που έζησε είναι μια οφειλή που πρέπει να ξεχρεώσει. Μα όταν αποφασίζει να το κάνει, τότε αντιλαμβάνεται ότι αυτό δεν του είναι εύκολο, οι μνήμες και τα συναισθήματα που συνοδεύουν τη γραφή είναι αβάσταχτα κι εκείνος δικαίως, αυτό δεν το αντέχει.

" Καθ' όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού της επιστροφής, του φθινοπώρου, μέχρι την ηλιόλουστη χειμωνιάτικη μέρα στην Ασκόνα του Τσιτσίνο, οπότε αποφάσισα να εγκαταλείψω το βιβλίο που προσπαθούσα να γράψω, τα πράγματα που είχα σκεφτεί ότι με ξανασυνδέουν με τη ζωή - η γραφή, η απόλαυση - απεναντίας με απομάκρυναν απ' αυτήν, μ' έστελναν ακατάπαυστα και σιγά σιγά  αλλά σταθερά, στη μνήμη του θανάτου, με απωθούσαν μέσα στην ασφυξία αυτής της μνήμης. "

 Ο Σεμπρούν βάζει στην άκρη την γραφή για να κερδίσει τη ζωή. Είναι ακόμη νέος, αγαπά τις γυναίκες, του αρέσει να διαβάζει ποίηση, αγωνίζεται στην παρανομία για έναν κόσμο δίκαιο ως στέλεχος του Ισπανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, μέχρι που ο άκαμπτος σταλινικός μηχανισμός τον απορρίπτει ως ρεβιζιονιστή. (η πίκρα αυτής της διαγραφής είναι παρούσα σε όλο το κείμενο)

 Τελικά η γραφή όμως νικά. Έστω κι αν πέρασαν αρκετά χρόνια δίχως να γράψει το παραμικρό, αντιλαμβάνεται ότι αυτή ήταν η μοίρα του. Έζησε όλη την φρικαλεότητα της αιχμαλωσίας στα ναζιστικά στρατόπεδα και όφειλε να γράψει γι'  αυτήν.

" Θα ήταν γελοίο, ίσως και άπρεπο, να γράψω οτιδήποτε άλλο παρακάμπτοντας την εμπειρία αυτή.    

  Μου άρεσε! Μου αρέσουν εκείνα τα βιβλία που σε βυθίζουν  στην ιστορία, συνήθως στις πιο σκοτεινές της πλευρές, αλλά  και που σε παρακινούν να ψάχνεις ονόματα, τόπους,  γεγονότα, τα οποία συνεχώς αναδύονται μέσα από τις σελίδες  τους. Κι από τη μια μεριά το κακό σου υπενθυμίζει  ότι είναι υπαρκτό και από την άλλη ζεις την ουτοπία, τη δική  του - και τη δική σου -  για ένα δικαιότερο κόσμο παρέα με τους  σπουδαίους ποιητές της δικής του εποχής, τους οποίους μνημονεύει συνεχώς, να σε  συντροφεύουν.

   Ο Χόρχε Σεμπρούν γεννήθηκε το 1923 στη Μαδρίτη και έζησε από έφηβος εξόριστος, από το καθεστώς  του Φράνκο, στη Γαλλία. Ανδρώθηκε στη χώρα αυτή και είναι  ο μόνος μη Γάλλος, μέλος της Ακαδημίας Γκονκούρ. Την  περίοδο 1988 - 1991, ανέλαβε το υπουργείο Πολιτισμού της Ισπανίας. Πέθανε το 2011, στο Παρίσι.

Ο φωτεινότερος φακός του κόσμου του Γιώργου Κασαπίδη

    Αν κάποιος θέλει να διαβάσει μια συλλογή διηγημάτων, για μια μικρή επαρχιακή πόλη, τη Δράμα (αλλά και άλλες περιοχές), με την αίσθηση το...