Πέμπτη 18 Ιουνίου 2020

Bloggers Talking Challenge #2 Παράδοση σκυτάλης-κάλεσμα στον επόμενο

Αγαπημένοι μου φίλοι και φίλες, για όσους δεν το γνωρίζουν στη bloggoγειτονιά μας, κυκλοφορεί ένα όμορφο δικτυακό δρώμενο το: 


Η Κατερίνα, στο προσωπικό της ιστολόγιο, όπως θα δείτε στον παραπάνω σύνδεσμο, είχε την έμπνευση και ξεκίνησε ένα ακόμα εμπνευσμένο, διαδραστικό δικτυακό δρώμενο.
Ένα "γαϊτανάκι" διαδοχικών παρουσιάσεων φίλων που δραστηριοποιούνται στο χώρο των Bloggers.
Μέσα από μια μικρή σύντομη συνέντευξη, στην οποία έχουν την ευκαιρία να απαντήσουν σε κάποια δοσμένα ερωτήματα παρουσίασης.

Έτσι μας δίνεται μια ακόμα ευκαιρία να ανοίξουμε περαιτέρω τις καρδιές μας και να γνωριστούμε καλύτερα μεταξύ μας. Κι εμείς οι παλιοί αλλά και με άλλους που έχουν το "ψώνιο" των ιστολογίων.

Ο Giannis Pit, ο καλός μας φίλος, μου έκανε την τιμή εδώ: 


να με φιλοξενήσει στο ιστολόγιό του, το " Η δ ύ π ο τ ο ν " 

Στο τέλος παρέδωσα την "σκυτάλη" στην αγαπημένη μας φίλη Mania, την γνωστή δικτυακή μας ξανθιά, με τα μυστήρια ξωτικά της, 
για να είναι η δική μου καλεσμένη στην επόμενη παρουσίαση,
Καληνύχτα  το ιστολόγιό της.

Συνεπώς προσκαλώ για την συνέχεια την αγαπητή μας φίλη:
Μάνια

με τις υπέροχες, λίγο μυστηριώδεις και ιδιαιτέρως "μαγικές" εγγραφές της, 
να μας δώσει τις δικές της απαντήσεις στο όμορφο αυτό δρώμενο-κάλεσμα-παρουσίαση.

Μάνια μου, περιμένω τις απαντήσεις σου για να σε παρουσιάσω αγαπητή φίλη εδώ, στα "Γυρίσματα του Μυαλού μου" !!!!

ΥΓ: Οι ερωτήσεις προσφέρονται και για ενδοσκόπηση 😀😀
 

Σάββατο 2 Μαΐου 2020

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΠΕΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΦΛΑΜΙΓΓΟ του MIA COUTTO

 Ένα βιβλίο, που διάβασα τώρα τελευταία, είναι το εικονιζόμενο, από έναν συγγραφέα, τον MIA COUTO, λευκό στο χρώμα αλλά αλλά με αφρικανική ψυχή. 

Γράφει στα Πορτογαλικά την επίσημη γλώσσα της Μοζαμβίκης αλλά την πλουτίζει με πλήθος λέξεων και εκφράσεων από τις γλώσσες των αυτοχθόνων φυλών. Αλλά αν δεν ψάχνουμε σώνει και καλά το χρώμα στη λογοτεχνία, η γλώσσα δεν μας αφήνει ασυγκίνητους. Τα πορτογαλικά μιλιούνται σε πλήθος χωρών, συνέπεια του αποικιοκρατικού παρελθόντος αυτής της μικρής, σήμερα, ευρωπαϊκής χώρας. (πλην της Πορτογαλίας και Μοζαμβίκης, μιλιούνται σε Βραζιλία, Αγκόλα, κ.α.). Για σκεφτείτε το μέγεθος των πιθανόν αναγνωστών, στην πρώτη έκδοση.  Ο ίδιος ο συγγραφέας αυτοπροσδιορίζεται: "Είμαι λευκός αλλά είμαι Μοζαμβικανός."  Αλήθεια, μέσα από ποιες διεργασίες, και πόσο εύκολο είναι σε κάποιον να απορρίπτει την καταγωγή των εξόριστων Πορογάλων γονέων του, από την δικτατορία του Σαλαζάρ (1); Μετά την ανεξαρτησία της Μοζαμβίκης το 1974, αυτός δεν ακολούθησε του 1.000.000 συμπατριώτες του που επέστρεψαν στην Πορτογαλία. Είχε βρει τη δική του Πατρίδα και έμεινε εκεί να την υπηρετήσει. Κύρια εργασία του ως βιολόγος, είναι σε ένα θαλάσσιο πάρκο αλλά και η συγγραφική του ιδιότητα είναι ιδιαιτέρως σημαντική.  Ήταν εύκολο; Ασφαλώς και όχι! Η χώρα του, όπως και οι άλλες πρώην αποικίες που απέκτησαν την ανεξαρτησία τους, δυσκολεύτηκαν να βρουν τον βηματισμό τους προς τη δημοκρατία. Ένας αιματηρός εμφύλιος ακολούθησε της ανεξαρτησίας ενώ η διαφθορά ήταν πανταχού παρούσα.  Σήμερα υπάρχει πολυκομματική δημοκρατία, τα προβλήματα φτώχειας όμως είναι πολύ έντονα.

  Στο μυθιστόρημα αυτό, που δημοσιεύτηκε το 2000 διακρίνουμε την αγωνία του συγγραφέα για το μέλλον της πατρίδας του. 

 Είναι η περίοδος που έχει τελειώσει ο εμφύλιος και οι δυνάμεις των κυανόκρανων του ΟΗΕ, αποβιβάζονται στη χώρα με σκοπό να επιτηρήσουν την ειρήνη. Όταν σε ένα στρατόπεδο τους, αυτοί αρχίζουν να εκρήγνυνται με μυστηριώδη τρόπο. Εξαερώνονται πλήρως εκτός... από τα πέη τους που βρίσκονται, χωρίς ζημιά, σε κάποια απόσταση από την έκρηξη. Για την διαλεύκανση της υπόθεσης στέλνεται στην περιοχή ο Ιταλός  λοχαγός Ρίζι, ο οποίος γενικά δυσφορεί με όλη αυτή την υπόθεση που του ανατέθηκε. Δίπλα του, ορίζεται ένας μεταφραστής, ο οποίος είναι κι αυτός  που αφηγείται την όλη ιστορία, Υπογράφει ως "Ο μεταφραστής της Τιζανγκάρα" .

mozamviki
  Στις ανακρίσεις που ακολουθούν, μία σειρά προσώπων δίνουν τις δικές τους ερμηνείες. Άνθρωποι της εξουσίας, ο χριστιανός ιερέας, ο μάγος με τη σοφία των παραδόσεων, η γνωστότερη μάγισσα και πόρνη της περιοχής. 
  Σε όλους κυριαρχούν τα βασανιστικά ερωτήματα για την κατάντια της χώρας τους και όλοι τους βλέπουν την κατάσταση με την δική τους γνώση, εμπειρία και συμφέροντα.
 Θα σταθώ στην "απολογία" του μάγου Αντουρίνιου, ο οποίος ρίχνει όλη την ευθύνη στους ξένους, που για χρόνια καταπατούν τη χώρα του. 
Λέει: "Ακούστε με, κύριοι, εγώ πορεύομαι στη ζήση μου έτσι, στο πρόχειρο, τσιμπολογώντας ό,τι βρω από τα σπλάχνα του μέλλοντος. Γιατί εδώ, στην κωμόπολη μας, δεν έχουμε εγγύηση από κανέναν. Ούτε και η γη, που είναι αποκλειστική ιδιοκτησία των θεών, ούτε και η η γη δεν μπορεί να ξεφύγει από τα κέρδη. Τίποτα δεν είναι δικό μας τη σήμερον ημέραν. Καταφθάνει ένας οποιοσδήποτε ξένος (2), από τη χώρα μας ή απέξω, και μας τα παίρνει όλα και φεύγει, μια και έξω. Μέχρι και το χώμα μας: το παίρνουν και φεύγουν. Δώστε βάση σε αυτό που σας λέω, έχω κάνει αυτοψία: δεν έχω εμπιστοσύνη σε κανέναν τους, μας ωθούν σε αβέβαιο τόπο και χρόνο".
 Παρακάτω ο ίδιος επιρρίπτει την αποκλειστική ευθύνη της ανόρθωσης της χώρας του, στους αυτόχθονες κατοίκους της:
"Πολύ λόγος γίνεται για την αποικιοκρατία. Εγώ πολύ αμφιβάλλω αν υπήρξε κάτι τέτοιο. Αυτό που έκαναν εκείνοι οι λευκοί ήταν να μας κατακτήσουν. Όχι μόνο τη γη, κατέκτησαν εμάς τους ίδιους, στρατοπέδευσαν μέσα στα κεφάλια μας. Είμαστε ξύλο που μούλιασε μέσα στη βροχή. Τώρα, ούτε φωτιά παίρνουμε ούτε σκιά δίνουμε. Πρέπει να στεγνώσουμε στο φως ενός ήλιου ανύπαρκτου ακόμα. Κι αυτός ο ήλιος μόνο μέσα μας μπορεί να γεννηθεί."
 Υπάρχουν και οι τρυφερές στιγμές στην όλη τη διήγηση του μεταφραστή της Τιζανγκάρα. Μια πολύ όμορφη αφήγηση του ίδιου για την σύλληψη του,  την οποία άκουσε από τον πατέρα του: 
"Κάθε φορά που αυτός με τη μητέρα μου άρχιζαν τα ζαχαρώματα, κι ενόσω το έκαναν, ο ουρανός πάντα ξεσπούσε σε νεροποντή. Χαλασμός κόσμου, και το ζευγάρι δεν έλεγε να ξεκολλήσει αφήνοντας τις αγάπες. Λες και δεν υπήρχε κόσμος ούτε βροχή. Είχαν τους λόγους του: εδώ και χρόνια, χωρίς καμία διακοπή, έφτιαχναν το πρώτο τους το παιδί. Έλεγαν πως κάθε φορά που έσμιγαν τα κορμιά τους, έφτιαχναν κι ένα κομμάτι απ΄το κορμάκι του αναμενόμενου.
  -Απόψε θα φτιάξουμε τα μάτια του.
  Και για να είναι αυτά το προϊόν εκείνης ειδικά της νύχτας, διάλεξαν να κάνουν έρωτα στο φεγγαρόφωτο."

  Στη Μοζαμβίκη, πριν την ανεξαρτησία της, υπήρχε μια πολύ ισχυρή και ευημερούσα ελληνική παροικία. Συμβίωνε μαζί με τους ντόπιους και πλήθος άλλων φυλών, που έδιναν έναν αέρα κοσμοπολιτισμού στην περιοχή. 

Από το επίμετρο του βιβλίου, σας παρουσιάζω κι αυτό το ποίημα, ενός άλλου λευκού, Μοζαμβικανού ποιητή, του Rui Knopfli, που γράφει:
Πηνελόπη
γεννημένη και αναθρεμμένη στο Άλτου-Μαέ
θυγατέρα του Χρίστου της καντίνας
εγγονή του Αριστοτέλη του φουρνάρικου
γειτόνισσα του Καρίμο, του μουνιέ,
της γωνίας,
αδελφή της Ελληνίδας Σοφίας
εξακολουθείς να υφαίνεις
και να ξεϋφαίνεις
ίσαμε το ηλιοβασίλεμα
τη δαντέλα του σεντονιού σου
-ωχρή σκιά του μύθου-
ενόσω προσμένεις
τον ξάδερφο σου Οδυσσέα,
από κει πέρα από το Σιμπούτου
για το χλιδάτο γάμο σου
στη λέσχη.
Είναι ιδιαιτέρως αποκαλυπτικό και για την παροικία αλλά κυρίως για τη διαχρονική παγκοσμιότητα της ελληνικής γραμματείας.

  Ένα βιβλίο, που στην αρχή σε ξενίζει, ίσως και να σε δυσκολεύει ακόμα να αντιληφθείς πιο είναι το διακύβευμα της όλης υπόθεσης, αλλά όσο προχωράς αντιλαμβάνεσαι τα μεγάλα διλήμματα των λαών που ξαφνικά καλούνται να διαχειριστούν την ελευθερία τους.


  Το βιβλίο των εκδόσεων Gutenberg της σειράς ALDINA, έχει εκδοθεί στο πολυτονικό σύστημα, πράγμα που στην ανάγνωση μου περνούσε απαρατήρητο. Ίσως κάποιοι βαθύτεροι μελετητές της γλώσσας να βρίσκουν ένα ενδιαφέρον στα τονικά σημεία, αλλά στον απλό αναγνώστη, που διαβάζει για να απολαύσει μία ιστορία, δεν του λένε και πολλά πλέον.

ΥΓ: Παρόμοιοι προβληματισμοί για την τύχη των αποίκων, δεύτερης, τρίτης και παραπάνω γενιάς, μου δημιουργήθηκαν διαβάζοντας πρόσφατα το "Μαύρο Αλγέρι" του Αλγερινού, Γαλλικής καταγωγής Maurice Attia. Εκεί τα ιστορικά γεγονότα ήταν πολύ πιο δραματικά.
      Και τα δύο βιβλίο είχαμε τη χαρά να τα διαβάσουμε στα πλαίσια της ανάγνωσης βιβλίων, στη Λέσχη Ανάγνωσης Δράμας.


  (1) Σαλαζάρ:  António de Oliveira SalazarΠορτογάλος δικτάτορας, ο οποίος κυβέρνησε τη χώρα του από το 1932 έως το 1968.
  (2) ξένος: Ξένους θεωρεί όχι μόνο τους λευκούς, αλλά και οποιονδήποτε δεν κατάγεται από τα δικά του μέρη.                                                                                                                                                                                                                                                                                                                

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2020

Συνέντευξή μου στο ηλεκτρονικό περιοδικό ΚΕΦΑΛΟΣ


1. Αν έπρεπε να δώσετε έναν ορισμό για τη λογοτεχνία, ποιος θα ήταν αυτός;

Για μένα η λογοτεχνία ορίζεται από τα κείμενα εκείνα, που διηγούνται μια ιστορία με τρόπο ικανό να μιλήσει στην καρδιά σου, να διεγείρει τα συναισθήματα σου και να κινητοποιήσει το μυαλό σου. Τα κείμενα εκείνα που σου χαρίζουν το ταξίδι, που τόσο χρειάζεσαι, σπάζοντας τους φραγμούς της καθημερινότητας σου.

2. Πότε ξεκινήσατε ν’ ασχολείστε με την τέχνη του λόγου και ποιος ήταν ο λόγος που σας παρότρυνε;

Οι πρώτες συγγραφικές μου απόπειρες ξεκινούν στην ηλικία των είκοσι περίπου. Διακόπηκαν όμως πολύ γρήγορα για να συνεχιστούν απρόσμενα θα έλεγα, μετά από 30 χρόνια. Ο λόγος που ξεκίνησα να γράφω και πάλι είναι λίγο παράξενος. Είχα διαβάσει ένα βιβλίο, το “Για εραστές και κλέφτες” του Πέδρο Θαραλούκι και βαθιά, μέσα μου γεννήθηκε η επιθυμία να πω την ιστορία της πρωταγωνίστριας Ντολόρες, με τον δικό μου τρόπο. Από τότε γράφω συνέχεια.

3. Γιατί γράφετε;

Γράφω, κυρίως για τη χαρά της δημιουργίας. Για το παιχνίδι της εύρεσης των πρωταγωνιστών και των μυστικών στα οποία εμπλέκονται. Για την έξαψη που νιώθω όταν προσπαθώ να συνθέσω μια ιστορία με τους πρωταγωνιστές μου. Για τη χαρά, της ολοκλήρωσης της προσπάθειας μου. 
Γράφω, διότι έχω την ανάγκη να εκμυστηρευτώ, πρώτα πρώτα στον εαυτό μου, όλα εκείνα που με βαραίνουν. 
Γράφω διότι η συγγραφή μιας ιστορίας με κάνει να νιώθω καλά με τον εαυτό μου. 

4. Ποια είναι η πηγή της έμπνευσής σας; 

Η πηγή της έμπνευσης μου, είναι κυρίως οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Όλοι έχουν κάποια ιστορία να πουν για τη ζωή τους. Μου αρέσει αυτές τις ιστορίες, να τις μετασχηματίζω, να τους δίνω λογοτεχνικό χαρακτήρα, να τις τοποθετώ σε ένα διαφορετικό πλαίσιο, να τους δίνω ένα άλλο τέλος. Όσο κι αν φαίνεται απίθανο, κάθε μικρή, φαινομενικά ασήμαντη ιστορία, αποτελεί για μένα πηγή έμπνευσης. 

5. Με ποιο λογοτεχνικό είδος ασχολείστε περισσότερο;

Κυρίως με το διήγημα. Νομίζω ότι μου ταιριάζει περισσότερο. Μέσα σε λίγες σελίδες, ξεδιπλώνεις την ιστορία που θέλεις να πεις, χωρίς περίσσεια φτιασίδια. Ακόμα και ολόκληρη τη ζωή ενός πρωταγωνιστή μου, μου αρέσει να την συμπιέζω στα απολύτως σημαντικά,  χωρίς  να χάνονται τα κύρια σημεία της ζωής του, αυτά που κατά τη γνώμη μου, δίνουν ενδιαφέρον στην κάθε ιστορία.

6. Μιλήστε μας για το λογοτεχνικό σας έργο.

Ξεκίνησα να δημοσιεύω τα διηγήματα που έγραφα στο blog μου. Διαπίστωσα ότι είχαν θετική ανταπόκριση στους διαδικτυακούς μου φίλους. Αυτό με ενθάρρυνε να συνεχίσω. Διαπραγματευόμουν κυρίως ζητήματα σχετικά με το νησί της καταγωγής μου, για τους ανθρώπους του, για τα ήθη της κλειστής κοινωνίας των παλαιότερων χρόνων, για τις μνήμες των παιδικών και νεανικών μου χρόνων. Μου άρεσε όλα αυτά να τα εντάσσω σε συγκεκριμένο ιστορικό χρόνο. Η ιστορίες μου, δηλαδή να συμπλέκονται με μικρά ή σημαντικά ιστορικά γεγονότα της πατρίδας μας. Στη συνέχεια άρχισα να γράφω, έχοντας ως έμπνευση μου την πραγματικότητα της τωρινής μου πατρίδας, της Μακεδονίας, και πάλι στο ίδιο πλαίσιο. Τα ήθη του τόπου και το ιστορικό πλαίσιο. Τα περισσότερα από αυτά είναι ακόμα αδημοσίευτα, εκτός από ένα που δημοσιεύτηκε σε μια συλλογική έκδοση με τίτλο ΔΡΑΜΑ, μια συλλογή διηγημάτων με φόντο την όμορφη πόλη της ανατολικής Μακεδονίας, από τις εκδόσεις iWrite.

7. Πείτε μας λίγα λόγια για το τελευταίο σας βιβλίο που έχει τίτλο: «ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΙΣΤΟΡΙΕΣ». 

Το βιβλίο μου είναι μια αυτοέκδοση του 2017, με τα διηγήματα, που είχα δημοσιεύσει μέχρι τότε στο blog μου. Προχώρησα στην έντυπη έκδοση για δύο λόγους. Πρώτα πρώτα, υπήρχαν πολλοί φίλοι και γνωστοί μου, οι οποίοι δεν είναι εξοικειωμένοι με την ηλεκτρονική μορφή ανάγνωσης. Ήθελα να τους δώσω την ευκαιρία να με διαβάσουν. Ο δεύτερος λόγος είναι η αγάπη μου για το βιβλίο στην κλασσική του μορφή. Ήθελα τα διηγήματα μου, να τα δω σε έντυπη μορφή. Υπάρχει βέβαια μια μορφή ματαιοδοξίας  σε όλο αυτό το εγχείρημα αλλά από την άλλη το διασκέδασα κιόλας, καθώς οργάνωσα μόνος μου όλη την έκδοση από τη στοιχειοθεσία ως το εξώφυλλο. Τα διηγήματα που περιέχει, πέρα από αυτά που ανέφερα προηγουμένως, ήταν ιστορίες που είχα την ανάγκη να τις πω. Πολλές από αυτές βάραιναν την ψυχή μου, σε όλες τις ιστορίες κάπου κρυβόμουν κι εγώ και όταν τις είδα δημοσιευμένες αισθάνθηκα τη γαλήνη της ολοκλήρωσης ενός κύκλου της ζωής μου. Είναι ιστορίες για την αγάπη, για τον χωρισμό, για τη μοίρα των ανθρώπων, για τις καλές στιγμές τους ή τις δύσκολες αποφάσεις που καλούνται να πάρουν.

8. Ποια είναι η αγαπημένη σας ώρα μέσα στην ημέρα που κάθεστε και γράφετε;

Νωρίς το πρωί, προτού χαράξει ακόμα, τότε που όλα είναι ήσυχα, πριν τις σκοτούρες της καθημερινότητας μας.

9. Πως θα χαρακτηρίζατε τη λογοτεχνική παραγωγή σήμερα;

Παρά την οικονομική και κοινωνική κρίση που περνά η χώρα μας, η ελληνική λογοτεχνική παραγωγή δίνει την αίσθηση της άνθησης. Πάρα πολλές εκδόσεις νέων τίτλων, κάποιων σίγουρα αξιόλογων, κάποιων που έχουν βρει τη συνταγή και πουλούν και μόνο με το όνομα του/της συγγραφέα και πολλών αδιάφορων. Ένα θέμα είναι και ο τρόπος που λειτουργούν οι εκδότες σήμερα. Ουσιαστικά, ένας νέος λογοτέχνης για να μπορέσει να εκδώσει ένα έργο του, εκχωρεί όλα τα δικαιώματα του στον εκδότη ή οφείλει να χρηματοδοτήσει την έκδοση του. Από τη μία είναι καλό που υπάρχουν οι αυτο-εκδόσεις και ο κάθε επίδοξος συγγραφέας να έχει τη χαρά να βλέπει το έργο του τυπωμένο αλλά από την άλλη, τα best-sellers τα μονοπωλούν οι γνωστοί εκδοτικοί οίκοι, δίκαια κατά τη γνώμη μου. 

10. Ποιο θεωρείτε πως είναι το μυστικό της επιτυχίας ενός Best Seller;
Πρώτα πρώτα να υπάρχει ένα πολύ καλό θέμα, ενδιαφέρον για την πλειονότητα των αναγνωστών αλλά όχι σύνηθες, το οποίο ο συγγραφέας να μπορεί να το  διαπραγματευτεί ποικιλοτρόπως. Ο λόγος να είναι διάφορος από αυτόν που μας έχουν μάθει και να ξεχωρίζει για την εκφραστική του πρωτοτυπία. Να είναι φανερό ότι ο συγγραφέας κοπίασε για να ολοκληρώσει το έργο του. Έψαξε πηγές, μελέτησε χρόνους και γεγονότα, δεν υποπίπτει στα λεγόμενα πραγματολογικά λάθη. Νομίζω ότι αυτά είναι εκείνα τα στοιχεία που κάνουν ένα έργο best seller.

11. Αν έπρεπε να επιλέξετε ανάμεσα στο έντυπο ή στο ηλεκτρονικό βιβλίο, εσείς ποιο θα επιλέγατε; 

Σίγουρα το έντυπο. Αν και λάτρης των Νέων Τεχνολογιών, όσες φορές προσπάθησα να διαβάσω κάποιο λογοτεχνικό έργο από κάποια οθόνη, αυτό με κούρασε και θαρρείς ότι δημιουργούσε μια απόσταση ανάμεσα σε μένα, τον αναγνώστη με τον συγγραφέα. Μου αρέσει η αίσθηση των σελίδων στα δάχτυλα μου, είτε είναι χειμώνας και κάθομαι στην πολυθρόνα είτε είναι καλοκαίρι στη σεζλόνγκ σε κάποια παραλία. Μου αρέσει να βλέπω τη ράχη των βιβλίων στη βιβλιοθήκη και μόνο με την εικόνα του εξώφυλλου να θυμάμαι τις γλυκιές στιγμές που μου χάρισαν, διαβάζοντάς τα. Σίγουρα το έντυπο, ειδικά για τη Λογοτεχνία.

12.  Ποια συμβουλή θα δίνατε σ’ ένα νέο λογοτέχνη;

Πολύ διάβασμα, ο καλός συγγραφές πρέπει να διαθέτει ένα πλούσιο απόθεμα καλών λογοτεχνικών έργων στην άκρη του μυαλού του. Καλή γνώση της γλώσσας μας, δίχως όμως να φοβάται να την υπερβεί, αν νομίζει ότι με αυτόν τον τρόπο εκφράζεται καλύτερα. Συστηματική γραφή, σε καθημερινή βάση αν γίνεται. Και κυρίως να μην φοβάται να περάσει στο χαρτί ότι εκείνος θεωρεί σπουδαίο. Να κοινοποιεί τα έργα του, όπου μπορεί, δίχως φόβο ή ντροπή.

13. Τώρα ας περάσουμε στην πλευρά του αναγνώστη. Ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που διαβάσατε;

Ένα βιβλίο του Ίαν Μακγιουάν, το “Νόμος περί τέκνων”. Θα μπορούσε να το χαρακτηρίσεις ως δικαστικό δράμα, αλλά όπως όλα τα καλά βιβλία, ξεπερνά εύκολα αυτό το πλαίσιο. Είναι ένα βιβλίο, που σου δίνει την ευκαιρία να σκεφτείς πολλά για τις οικογενειακές σχέσεις γενικότερα. Ένα βιβλίο που διαβάζεται εύκολα και ευχάριστα, προβληματίζοντάς σε όμως για το πόσο πολύπλοκη μπορεί να γίνει η ζωή μας.

14. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;

Από τους Έλληνες, ο Νίκος Καζαντζάκης. Δυνατή πένα που δημιουργεί ανεπανάληπτους ήρωες, που εκμεταλλεύεται αριστοτεχνικά τον ιστορικό χρόνο, απόλυτα φιλοσοφημένος, διαχρονικός. Από τους ξένους, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Γράφει για την πατρίδα του, με έναν τρόπο μαγικό θα έλεγα. Έχει την ικανότητα να σε μεταφέρει νοερά, στα δύσκολα χρόνια της χώρας του και να σου περιγράφει με παραμυθιακό τρόπο την σκληρή πραγματικότητα που βίωσε η γενέτειρα του, η Κολομβία. 

15. Ποια είναι τ’ αγαπημένα σας βιβλία;

Όπως είναι φυσικό, πολλά. Θα προσπαθήσω να ξεχωρίσω κάποια. 
100 Χρόνια Μοναξιάς,  Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες
Καπετάν Μιχάλης – Αναφορά στο Γκρέκο, Νίκος Καζαντζάκης
Confiteor , Cabre Jayme
Μικρές Ατιμίες, Πάνος Καρνέζης
Γυναίκες ευσεβείς του πάθους, Περικλής Κοροβέσης
Ιστανμπούλ, Οχράν Παμούκ
Ανεμώλια , Ισίδωρος Ζουργός
Ιδιαίτερα θέλω να σταθώ στον Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόις, που αν και με κούρασε πολύ όταν το πρωτοδιάβασα, μου έδειξε πόσο επίπονη μπορεί να είναι η καλή συγγραφή. 

16. Τελευταία ερώτηση. Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια στο χώρο της λογοτεχνίας;

Ολοκληρώνω ένα μυθιστόρημα με μια ενδιαφέρουσα, όπως νομίζω, ιστορία. Συγχρόνως ετοιμάζω και μια νέα συλλογή διηγημάτων. Θα χαιρόμουν να τα έβλεπα να εκδίδονται από κάποιον γνωστό εκδοτικό οργανισμό.


Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2019

Ποια Πατρίδα;..

  Το καλοκαίρι πέρασε και σιγά σιγά, προσαρμοζόμαστε στην κανονικότητα του χειμώνα.
Μέρος της κανονικότητας είναι και το γράψιμο.

  Επανέρχομαι λοιπόν, με την ευκαιρία της ανάγνωσης του βιβλίου  "ΠΑΤΡΙΔΑ" του Φερνάντο Αραμπούρου...το μοναδικό βιβλίο που κατόρθωσα να διαβάσω το καλοκαίρι.

 Ογκώδες ναι (720 σελίδες), με απλή δομή  (πολλά μικρά κεφάλαια) και με μια ενδιαφέρουσα ιστορία από τα χρόνια της ΕΤΑ, της τρομοκρατικής οργάνωσης που επιδίωκε την ανεξαρτησία της γης των Βάσκων. Μια ιστορία που ο συγγραφέας παρουσιάζει δύο οικογένειες Βασκικής καταγωγής από το ίδιο χωριό, από την ίδια γειτονιά, με φιλικές σχέσεις ανάμεσα τους. Σε ένα από εκείνα τα τραγικά παιχνίδια της ιστορίας, η μία οικογένεια βρίσκεται στη πλευρά των θυμάτων και η άλλη των θυτών. Η πρώτη χάνει τον πατέρα της και η δεύτερη βλέπει τον πρωτότοκο γιο της να συλλαμβάνεται και να καταδικάζεται σε πολυετή κάθειρξη. Το θύμα, οικονομικός παράγοντας της μικρής τους κοινότητας, αδυνατεί να πιστέψει ότι θα δολοφονηθεί από συμπατριώτες του, στο όνομα μιας ελεύθερης Πατρίδας. Ο θύτης, ο γιος της δεύτερης οικογένειας, αν και ο ίδιος δεν τολμά να σηκώσει το όπλο στον γείτονα και οικογενειακό τους φίλο, συμμετέχει στην οργάνωση της επικείμενης δολοφονίας. Τραγικές φιγούρες , από τη μια η σύζυγος του θύματος που μέσα σε μια στιγμή γκρεμίζεται όλη της η ζωή και από την άλλη η μητέρα του επαναστάτη-τρομοκράτη, παιδιού της όμως, που υπερασπίζεται με όλη την ψυχή της το όραμα του για ανεξαρτησία της Πατρίδας τους. Το αξιοσημείωτο είναι ότι αυτές οι δυο γυναίκες, στα νιάτα τους ήταν αχώριστες φίλες.
  Η ιστορία διαδραματίζεται στα χρόνια που η ΕΤΑ αποκηρύσσει την ένοπλη πάλη και η Μπιτόρι αποφασίζει να επιστρέψει στο σπίτι της, το οποίο εγκατέλειψε μετά τη δολοφονία του άντρα της. Η Μίρεν, η γειτόνισσα και άλλοτε φίλη της βλέπει αυτή την επιστροφή με αγωνία, διαισθανόμενη την πιθανή δικαίωση του αδίκως δολοφονημένου γείτονα και άλλοτε οικογενειακού τους φίλου. Διαισθανόμενη την οριστική καταδίκη των ενεργειών του γιου της, που από χρόνια βρίσκεται φυλακισμένος, έχοντας χάσει μια ζωή που δεν πρόλαβε καν να χαρεί. Με συνεχόμενα φλας μπακ ανάμεσα στο παρόν και τα τραγικά γεγονότα που χώρισαν τις δυο οικογένειες, ο συγγραφέας οικοδομεί αριστοτεχνικά την όλη πλοκή της ιστορίας του, μέχρι την τελική δικαίωση της Μπιτόρι.

  Κι ένα ερώτημα πλανάται συνεχώς στην άκρη του μυαλού μας, καθώς ξεφυλλίζουμε το βιβλίο, τι είναι η Πατρίδα για τον κάθε έναν πρωταγωνιστή; Τον δολοφονημένο Τσάτο, τον φυλακισμένο Χοσε Μαρι, τη σύζυγο του πρώτου και τη μητέρα του δεύτερου, τα άλλα παιδιά των δύο οικογενειών;

Και το μυαλό ταξιδεύει και το πάει και πιο πέρα, τι είναι η Πατρίδα για τον κάθε έναν μας;
Μήπως αυτό, που μας έμαθαν με τους στίχους ενός ποιήματος του Ιωάννη Πολέμη, στα μαθητικά μας χρόνια:
Τι είναι η πατρίδα μας; Μην είν΄ οι κάμποι;
Μην είναι τ΄άσπαρτα ψηλά βουνά;
Μην είναι ο ήλιος της, που χρυσολάμπει;
Μην είναι τ΄ άστρα της τα φωτεινά;

Μην είναι κάθε της ρηχό ακρογιάλι
και κάθε χώρα της με τα χωριά;
κάθε νησάκι της που αχνά προβάλλει,
κάθε της θάλασσα, κάθε στεριά;

Μην είναι τάχατε τα ερειπωμένα
αρχαία μνημεία της χρυσή στολή
που η τέχνη εφόρεσε και το καθένα
μια δόξα αθάνατη αντιλαλεί;


Όλα πατρίδα μαζί!Κι αυτά κι εκείνα
και κάτι που'χουμε μες στη καρδιά
και λάμπει αθώρητο σαν ήλιου αχτίνα
και κράζει μέσα μας: Εμπρός παιδιά!



Othos_Karpathos
Όθος, Το όμορφο χωριό που μεγάλωσα!

  Το καλοκαίρι βρέθηκα στην Πατρώα γη μου, τον τόπο καταγωγής μου, την Κάρπαθο. Εκεί που πέρασα τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια, εκεί που ξεκίνησα την οικογένεια μου. 

  Δεν ήταν πια για μένα Πατρίδα τίποτε από τα παραπάνω. Μήτε τα ακρογιάλια της, μήτε τα βουνά της, μήτε τα μνημεία της. Παρά μόνο οι συγγενείς και οι φίλοι μου, τους οποίους είχα τη χαρά να δω και πάλι. Το μόνο που με δένει πλέον με τον αγαπημένο τόπο, είναι οι άνθρωποι με τους οποίους μεγαλώσαμε μαζί, που κι αν τα χρόνια περνούν αδυσώπητα από πάνω μας, όταν καθίσουμε στο ίδιο τραπέζι κάτι έχουμε να πούμε, κι όχι μόνο από το παρελθόν. Τι αντίφαση... Αγαπημένος τόπος διότι από τη μια οι μνήμες των όμορφων χρόνων ποτέ δεν ξεθώριασαν αλλά συγχρόνως τόπος ξένος, μιας που ελάχιστες ποια πλευρές του, μου θυμίζουν τα όμορφα χρόνια της νιότης μου. Δεν είναι το ίδιο νησί με αυτό που μεγάλωσα! Πως θα μπορούσε άραγε να είναι όταν η ανάγκη για επιβίωση των κατοίκων του, το μετέτρεψε σε έναν προορισμό μαζικού τουρισμού;

-Ποια είναι η δική σου Πατρίδα;
-Ο τόπος που ζω εδώ και είκοσι χρόνια. Ο τόπος στις παρυφές του Μενοίκιου όρους και με θέα το χρυσοφόρο Παγγαίο. Σε αυτόν έχω την οικογένεια μου, το σπίτι μου, τους νέους φίλους μου. 
-Δεν νομίζω... τον τόπο αυτόν εσύ ο ίδιος τον έχεις χαρακτηρίσει ως τη "δεύτερη" Πατρίδα σου".
-Πατρίδα όμως!...
  Για μένα πια, Πατρίδα είναι ο κάθε τόπος που ακούω τη γλώσσα μας από τα χείλη των γύρω μου. Πατρίδα για μένα είναι ο κάθε τόπος που θα συναντήσω την ιστορία που γαργαλάει τη ψυχή μου, που ταράζει την καρδιά μου.  Πατρίδα είναι για μένα ο τόπος εκείνος που οι λέξεις συνταιριάζονται η μία δίπλα στην άλλη με τρόπο όμορφο και γαλήνιο, αποσπώντας με από την καθημερινότητα.
  Κι αυτά μπορώ να τα βρω οπουδήποτε στην όμορφη Ελλάδα μας. Το έζησα στο νησί μου, το έζησα στην Κρήτη όσο σπούδαζα, το ζω σήμερα στη φιλόξενη γη της Μακεδονίας, το έζησα ακόμα και για ένα βράδυ στα Ζαγοροχώρια, στο Μονοδένδρι που μέσα από την ησυχία της βραδιάς, ακούγονταν οι ψίθυροι της καρδιάς να κατεβαίνουν απ΄ τα γύρω βουνά. 
  Πατρίδα μου είναι η γλώσσα μου!!!! *

*κλεμμένο, αλλά με εκφράζει απόλυτα

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2019

Καλό χειμώνα, φίλοι μου!

Αγαπητοί μου διαδικτυακοί φίλοι, της blogογειτονιάς μας, Καλημέρα!
 Λέω να μαζευτώ σιγά σιγά, και πάλι, κοντά στη γνώριμη παρέα μας, μετά από μια ηθελημένη αποχή,
την οποία είχα ανάγκη. Η αλήθεια είναι ότι αυτό, λίγο πολύ, μου συμβαίνει κάθε καλοκαίρι. Θες από τη ζέστη, θες από την ανάγκη μας να κάνουμε κάτι διαφορετικό την περίοδο αυτή... η αλήθεια είναι ότι δεν είχα τη διάθεση ούτε μια λέξη να πληκτρολογήσω.
Ήταν ένα καλοκαίρι οξείας τεμπελίτιδας!!!!!
Μάλλον οι μπαταρίες μου ήθελαν φόρτιση από την αρχή...
Μάλλον φταίει ότι μεγαλώνω ή ίσως να φταίει ότι άρχισε στο μυαλό μου να στροβιλίζεται η σκέψη για συνταξιοδότηση, όσο προλαβαίνω ακόμα.
Δεν ξέρω!
Πάντως γύρισα, σιγά σιγά μπαίνει σε λειτουργία και πάλι η "μηχανή"... χαίρομαι που είμαι εδώ!!!
ΚΑΛΟ ΧΕΙΜΩΝΑ λοιπόν, με δύναμη και πολλές πολλές εμπνεύσεις για όλους μας...

Σάββατο 20 Ιουλίου 2019

Road Trip 2019: Βελιγράδι ( Belgrade) - Βιέννη ( Vienna) - Νόβι Σαντ (Novi Sad)

 Μετά από ένα αρκετά δύσκολο Μάιο και Ιούνιο, με πολλές υποχρεώσεις, πραγματοποιήσαμε ένα ακόμα "ταξίδι δρόμου", το οποίο είχα φροντίσει να οργανώσω από την άνοιξη κιόλας. Όλα τα ταξίδια αυτού του είδους, χρειάζονται οργάνωση όχι μόνο για το κλείσιμο των καταλυμάτων, αλλά και για πλήθος άλλων λεπτομερειών , όπως τις διαδρομές, τα διόδια, τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, τα αξιοθέατα που θέλεις να δεις κλπ.

 Πρώτα ορίζεις τον τελικό προορισμό. Κι αυτός για φέτος ήταν  η Βιέννη, η αυτοκρατορική Βιέννη. Δεύτερον επιλέγεις την ευκολότερη για σένα διαδρομή σε σχέση με τα χιλιόμετρα που μπορείς να οδηγήσεις σε ημερήσια βάση και συγχρόνως καθορίζεις τις ενδιάμεσες στάσεις σου. Εδώ λαμβάνεις υπόψη σου και την εμπειρία που έχεις αποκτήσει από προηγούμενα ταξίδια καθώς και τις συμβουλές άλλων φίλων, που έχουν κάνει πρόσφατα τις διαδρομές αυτές. Έτσι το πρόγραμμα καθορίστηκε ως εξής: Βελιγράδι (διανυκτέρευση) - Βιέννη (4 βράδια) - Νόβι Σάντ (διανυκτέρευση), επιστροφή από τον ίδιο δρόμο. Σύνολο χιλιομέτρων 2727.

Η πρόκληση φέτος ήταν ότι πέρα από τη δική μου οικογένεια και παρέα, μας ακολούθησε κι ένα ακόμα φιλικό ζευγάρι με το δικό τους αυτοκίνητο. Κι όταν λέω μας ακολούθησε κυριολεκτώ, εννοώντας ότι δεν έπρεπε να με χάσει από τα μάτια του, καθώς δεν είχε πλοηγό. Αυτό μπορεί να ήταν εύκολο όταν ακολουθείς τον Ε75, αλλά εντός των πόλεων είναι πολύ δύσκολο ενίοτε και επικίνδυνο.
Ξεκινήσαμε πρωί, γύρω στις 8,30 για να καλύψουμε με άνεση τα πρώτα 741 χλμ της διαδρομής μας. Επέλεξα να αποφύγω τη διαδρομή διαμέσου της Βουλγαρίας, μη ξεχνώντας την περσινή μας ταλαιπωρία αλλά και τις αναφορές φίλων που έλεγαν ότι η διαδρομή από τα Σκόπια είναι πιο εύκολη αν και πιο μακρινή. Και είχαν δίκιο. Οδικό δίκτυο πολύ καλό και στις δύο χώρες πλην της Ελλάδας, έλεγχοι στα σύνορα σε λογικά πλαίσια, δίχως περίεργες καθυστερήσεις, πυκνό δίκτυο (ΣΕΑ) Σταθμών Εξυπηρέτησης Αυτοκινήτων. Τα διόδια εντός Σκοπίων πληρώνονται με ευρώ, με κόστος από 1 ως 2 ευρώ. Στη δε Σερβία, πληρώνεις ανάλογα τα χιλιόμετρα που έχεις κάνει ( κι εδώ με ευρώ), παίρνεις το χαρτάκι από το πρώτο κιόσκι που βρίσκεις και πληρώνεις λίγο πριν την έξοδο των τριων μεγάλων τους πόλεων. Λίγο πιο ακριβά από πέρσι αλλά με συνεχείς παρεμβάσεις, οι δρόμοι τους βελτιώνονται σταθερά. Όλα τα κομμάτια είναι διπλής κατεύθυνσης, σε αντίθεση με ένα τελευταίο κομμάτι στην χώρα μας, πριν τους Ευζώνους, το οποίο δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν εκσυγχρονίζεται.

Το παλιό παλάτι ( Βελιγράδι)
Αργά το απόγευμα καθώς φτάναμε στο Βελιγράδι, ο ουρανός σκοτείνιασε και μια ολιγόλεπτη μπόρα δυσκόλεψε την έτσι κι αλλιώς πυκνή κυκλοφορία. Ευτυχώς σταμάτησε και μπορέσαμε να μπούμε στην πόλη με σχετική ευκολία και να βρεθούμε στο ξενοδοχείο μας. Μόλις μπήκαμε στο ξενοδοχείο, άρχισε μια κατακλυσμιαία βροχή, διάρκειας γύρω στις δύο ώρες, χαλώντας μας το πρόγραμμα για μια γρήγορη εξερεύνηση στην πόλη. Με που κόπασε, πήραμε τις ομπρέλες μας και κατευθυνθήκαμε προς το κέντρο της πόλης, τον πεζόδρομο της Kneza Mihaila. Διανύσαμε τα περίπου 3 χλμ με χαλαρό ρυθμό, σε μια πόλη σχεδόν έρημη, πρέπει να συνέβαλε σε αυτό η ημέρα Κυριακή καθώς και η έντονη βροχόπτωση που προηγήθηκε. Η πιο μεγάλη απογοήτευση ήταν όταν φτάσαμε στο πεζόδρομο και συνέκρινα τον περσινό χαμό που γινόταν με τα άδεια, βρεγμένα καθίσματα σε όλα τα καταστήματα της περιοχής. Καθίσαμε σε ένα κατάστημα της πλατείας για να φάμε, και ενώ η βροχή σταμάτησε για όσο διαρκούσε το γεύμα μας. Με που βγήκαμε οι πρώτες ψιχάλες έκαναν την εμφάνιση τους και πάλι, οπότε επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο μας, έτσι κι αλλιώς η ώρα είχε περάσει, έπρεπε να ξεκουραστούμε για την επόμενη ημέρα. Κρίμα πάντως για τους φίλους μας, που δεν είχαν την ευκαιρία να απολαύσουν το Βελιγράδι, όπως το είχα σχεδιάσει.
  Την επόμενη ημέρα αφού φάγαμε το πρωινό μας, ξεκινήσαμε για να βγούμε από την πόλη. Γενικά το Βελιγράδι έχει απίστευτο κυκλοφοριακό πρόβλημα στους κόμβους εξόδου και εισόδου από την πόλη, οπότε το να βγούμε και πάλι στο Ε75, τα δύο αυτοκίνητα κοντά κοντά για να μην χάσει ο ένας τον άλλο, έγινε με αρκετή δυσκολία μιας και οι "σφήνες" των άλλων αυτοκινήτων είναι δεδομένες. Πάντως τα καταφέραμε και σε δύο ώρες περίπου βρισκόμαστε στα σύνορα με την Ουγγαρία. Γρήγορο πέρασμα και στάση αμέσως μετά στα πράσινα, ξύλινα σπιτάκια για την Βινιέτα κυκλοφορίας. Από εδώ αγοράζεις συγχρόνως και τη βινιέτα της Αυστρίας, συνολικού κόστους 36 ευρώ, με ισχύ 10 ημερών.
Η διαδρομή ευχάριστη σε ένα τοπίο πεδινό, χωρίς κάτι το ιδιαίτερο πέρα από την έντονη ευωδία της κόκκινης πιπεριάς, που καλλιεργείται σε μεγάλες εκτάσεις σε όλη την Ουγγαρία από την οποία φτιάχνεται το εθνικό μπαχαρικό της χώρας, την πάπρικα. Λίγο πριν την Βουδαπέστη η κυκλοφορία κόλλησε. λόγω κάποιων έργων που έκαναν στο ένα ρεύμα κυκλοφορίας. Το πρόβλημα δημιουργήθηκε από τον απίστευτο αριθμό από νταλίκες, που χρησιμοποιούν αυτό το δρόμο. Το ξεπεράσαμε κι αυτό με μια καθυστέρηση περίπου τριων τετάρτων και αφού κάναμε μια στάση για να ξεκουραστούμε ξεκινήσαμε για τη Βιέννη. Περάσαμε τα ανοιχτά πλέον σύνορα και μετά από λίγο πέσαμε και πάλι σε έργα, ξανά σημειωτόν για αρκετή ώρα μέχρι να ξεμπλοκάρουμε. Γύρω στις 4 το απόγευμα ήμασταν στον εσωτερικό περιφερειακό της πόλης, που τον πετύχαμε σε ώρα αιχμής, με απίστευτη κίνηση και οδηγικές συμπεριφορές όχι και τόσο κόσμιες, όπως συνήθως ακούμε για τις χώρες της Κ. Ευρώπης. Παρκάραμε σε ένα πάρκιν που βρισκόταν κοντά στο κατάλυμα που είχαμε κλείσει με την καλύτερη τιμή της περιοχής ( 15 ευρώ το 24/ωρο). Αφού τακτοποιήσαμε τα πράγματα μας και μοιράσαμε τους χώρους - είχα κλείσει ένα διαμέρισμα σε μια από τις παλιές πολυκατοικίες της πόλης, με την χαρακτηριστική  εσωτερική αυλή, αρκετά μεγάλο για την άνετη διαμονή μας.

Βιέννη

ankt Mariahilf
  Πρώτη έξοδο μας το ίδιο απόγευμα, στη γειτονιά που μέναμε, τη Neubau και τον εμπορικό πεζόδρομο Mariahilfer. Αν και τα μαγαζιά είχαν κλείσει (ως τις 7 μμ και το τελευταίο κατάστημα έχει κλείσει), η βόλτα μας ήταν απολαυστική. Εδώ υπάρχουν καταστήματα με πολλές γνωστές μάρκες αλλά και άλλα φθηνότερα, αν ψάξεις σίγουρα μπορείς να βρεις αρκετές ευκαιρίες για ψώνια.
Πολύ κόσμος κυκλοφορούσε, κυρίως νέος κόσμος και μετανάστες κάνοντας τη βόλτα τους. Ιδιαίτερα σταθήκαμε στην εκκλησία Sankt Mariahilf αφιερωμένη στον αρχάγγελο Μιχαήλ, ένας σχετικά μικρός καθολικός ναός, του 1750 περίπου, με ιδιαίτερα όμως αρχιτεκτονικά στοιχεία.
  Στον κεντρικό πεζόδρομο θα βρεις αρκετά μαγαζάκια με πρόχειρο φαγητό αλλά να μπεις στους παράδρομους, υπάρχουν πολλά εστιατόρια και μπαράκια για κάθε γούστο. Προσοχή μόνο στο ωράριο, τα μαγαζιά δεν διανυκτερεύουν όπως στην Ελλάδα, είναι χαρακτηριστικό ότι σε ένα μπαράκι που καθίσαμε για ένα ποτό κατά τις 10 το βράδυ, στις 11 παρά, μας ειδοποίησαν ότι έπρεπε να πληρώσουμε διότι το μαγαζί θα έκλεινε σε 10 λεπτά(!). Γενικά το βράδυ κάντε έναν έλεγχο, μέχρι ποια ώρα λειτουργεί το μαγαζί, που θέλετε να καθίσετε.

Καθεδρικός Ναός Αγίου Στεφάνου
  Την άλλη μέρα το πρόγραμμα προέβλεπε επίσκεψη στο κέντρο της πόλης. Η μετάβαση μας έγινε εύκολα με το μετρό. Γενικά όπου θέλεις να μετακινηθείς εντός της πόλης, το κάνεις εύκολα με το συνδυασμό τους μετρό και του τραμ. Αυτά είναι και τα δύο ΜΜΜ, που κυκλοφορούν εντός της πόλης (αστικά δεν υπάρχουν) και εξυπηρετούν άριστα, με πυκνότατα δρομολόγια. Επίσης εδώ φάνηκε πολύ χρήσιμο και το Google map, καθώς σε καθοδηγεί με απόλυτη ακρίβεια για τα μέσα που πρέπει να χρησιμοποιήσεις, ώστε να μην ταλαιπωρηθείς άδικα.
Η πρώτη μας στάση φυσικά ήταν η κεντρική πλατεία της πόλης, η Stephansplatz με τον επιβλητικό ναό του Αγίου Στεφάνου. Η ανοικοδόμηση του ξεκίνησε τον 12ο αιώνα και μέσα από συνεχείς προσθήκες και τροποποιήσεις πήρε τη σημερινή του μορφή. Εξωτερικά σε

Εσωτερικό Αγίου Στεφάνου
εντυπωσιάζει το μέγεθος του, η περίτεχνη στέγη του καθώς και τα πολλά ιδιαίτερα διακοσμητικά του στοιχεία. Μπαίνοντας στο εσωτερικό του Ναού, ως το σημείο που σου επιτρέπεται δίχως εισιτήριο, σου κάνει εντύπωση η έντονη αίσθηση θρησκευτικότητας που αποπνέει, σε αυτό βέβαια συμβάλει και η μελωδία από το εκκλησιαστικό όργανο που ακούγεται συνεχώς.

Anker Clock
Η επόμενη μας στάση στάση ήταν στο περίφημο Anker Clock, ένα μοναδικό ρολόι του 1914, προσαρμοσμένο σε μια γέφυρα που ενώνει δυο κτίρια, επηρεασμένο από το καλλιτεχνικό κίνημα της αρτ νουβό. Η ώρα διαβάζεται οριζόντια ενώ μια πλάκα πιο χαμηλά σε καθοδηγεί για τις εικόνες και τη σχέση τους με ιστορικά πρόσωπα της πόλης. Το διάβασμα της ώρας αν και εύκολο τελικά, στην αρχή χρειάστηκε να παιδευτώ λίγο για να το ανακαλύψω.
Είσοδος στο Χόφμπουργκ από τη Michaelerplatz
  Στη συνέχεια κατευθυνθήκαμε για την Michaelerplatz, την πλατεία μπροστά από το ανάκτορο Χοφμπουργκ - σαν να λέμε τα χειμερινά ανάκτορα. Το συγκρότημα είναι τεράστιο, γεμάτο μουσεία, την ισπανική σχολή ιππασίας (για όποιον τον ενδιαφέρουν τα άλογα), κυβερνητικά κτίρια και τεράστιους κήπους. Καλή επιλογή αποδείχθηκε η αγορά του εισιτηρίου Sissi, που σου δίνει πρόσβαση σε τρία μουσεία, το μουσείο της Σίσσυ (γεμάτο πανάκριβα και πολυτελή για την εποχή σερβίτσια όλων των ειδών), το μουσείο των αυτοκρατορικών θησαυρών και το παλάτι του Σένμπρουκ ( θερινά ανάκτορα). Είναι αλήθεια ότι παντού συναντάς τον θρύλο της θλιμμένης αυτοκράτειρας. Αν και πολύ όμορφη πόλη η Βιέννη από μόνη της, οι Βιεννέζοι εκμεταλλεύτηκαν ιδανικά τον "μύθο" της Σίσσυ. Πρέπει να χρωστούν τεράστια χάρη στη Ρομι Σνάιντερ, που ενσάρκωσε με απόλυτη επιτυχία την αγαπημένη τους αυτοκράτειρα, στην ομώνυμη ταινία, φέρνοντας την κοντά σε κάθε θνητό....
Cafe Central
  Επόμενη στάση το ιστορικό Cafe Central. Ήμαστε τυχεροί που μπήκαμε δίχως αναμονή. Εξωτερικά
το κτίριο δεν λέει πολλά, εσωτερικά όμως εκπληρώνει τις προσδοκίες σου. Αρχιτεκτονική και διάκοσμος, που σε παραπέμπει σε άλλες εποχές, γλυκά σίγουρα διαφορετικά από αυτά που έχουμε συνηθίσει στη χώρα μας, με τη δική τους χάρη όμως, τιμές ακριβές για το δικό μας βαλάντιο αλλά σίγουρα η επίσκεψη σε ένα από τα καλά cafe της πόλης αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της όλης εμπειρίας της επίσκεψης στη Βιέννη. Τέλος πρέπει να γνωρίζετε ότι αν θέλεις να αφήσεις κάποιο φιλοδώρημα στον σερβιτόρο (οποιουδήποτε καταστήματος στη Βιέννη) αυτό ανέρχεται στο 10% του λογαριασμού. Δεν είναι όμως υποχρεωτικό.
Συνεχίσαμε με μια βόλτα στον εμπορικό πεζόδρομο Kärntner Straße, με πολλά καταστήματα γνωστών αλυσίδων, τουριστικών ειδών και γρήγορου φαγητού. Πέρα από κάποια ενθύμια, δεν συνιστάται η αγορά οτιδήποτε από εδώ, μιας και στην πατρίδα μας μπορείς να τα βρεις πολύ πιο φτηνά. Παντού στη Βιέννη συναντάς κιόσκια με τα περίφημα hot dogs της πόλης, που αποτελούν μια γρήγορη και φτηνή λύση για να ικανοποιήσεις την πείνα σου. Το νερό όμως είναι πανάκριβο.

Ενυδρείο της Βιέννης
  Αν και η Αυστρία διαθέτει νερό πολύς καλής ποιότητας (πίνεις άφοβα από τη βρύση) και στα καταστήματα σου φέρνουν νερό, το μπουκαλάκι στοιχίζει πάνω από 2 ευρώ (!).
Επιστρέψαμε στη γειτονιά μας, αλλά πριν πάμε στο σπίτι μας για ξεκουραστούμε, επισκεφτήκαμε το Ενυδρείο της πόλης, που βρίσκεται εκεί κοντά. Δεν είναι κλασσικό ενυδρείο, αλλά περισσότερο ένα θεματικό πάρκο με τα διάφορα περιβάλλοντα και την πανίδα τους, χωρισμένα στους 10 ορόφους του κτιρίου.  Μπορείς να δεις από αράχνες, φίδια, μαϊμούδες ως και καρχαρίες.

Παλάτι Schönbrunn (από την πλευρά των κήπων)
Την επόμενη ημέρα το πρόγραμμα προέβλεπε επίσκεψη στο παλάτι Schönbrunn, το θερινό ανάκτορο των ηγετών της Αυστρο-ουγγκρικής Αυτοκρατορίας. Μετακινηθήκαμε με το τραμ το οποίο μας έβγαλε μπροστά ακριβώς. Το εισιτήριο Sissi, μας εξασφάλιζε την είσοδο μας στο παλάτι με τα 22 δωμάτια (αυτά είναι επισκέψιμα) στα οποία μπορείς να διαπιστώσεις την απίστευτη χλιδή που απολάμβαναν οι γαλαζοαίματοι της εποχής εκείνης, μα πιο εντυπωσιακό απ΄ όλα ήταν οι αίθουσα των επίσημων εκδηλώσεων τους.  Η αλήθεια είναι ότι οι επισκέπτες είναι χιλιάδες καθημερινά, παρ΄ όλα αυτά αν αποφύγεις τα γκρουπ και πάρεις και τον αυτόματο μεταφραστή, η περιήγηση σου στα δωμάτια αποκτά ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Στη συνέχεια κατευθυνθήκαμε στους κήπους, δεν είναι δωρεάν πλέον, κι εδώ πληρώνεις εισιτήριο. Γενικά όπου κι αν θέλεις να μπεις, πληρώνεις άλλο εισιτήριο. Περπατήσαμε στους κήπους για αρκετή ώρα, φωτογραφηθήκαμε, απολαύσαμε την ομορφιά των χρωμάτων και την επιβλητικότητα του όλου χώρου. Μπορείς , αν θέλεις να περιηγηθείς στην περιοχή με τρενάκι ή να
Η "ρόδα" στο Prater, σύμβολο κατατεθέν της πόλης.
επισκεφτείς τον ζωολογικό κήπο της Βιέννης, που βρίσκεται εδώ αλλά για μας η βόλτα στον κήπο, παρά την υπερβολική ζέστη της ημέρας, μας ικανοποίησε περισσότερο.
Το απόγευμα σειρά είχε το περίφημο Prater, με την τεράστια ρόδα (κατασκευή του 1897), από την οποία έχεις την ευκαιρία να δεις την πόλη από ψηλά. Το Prater είναι ένα τεράστιο Λούνα Παρκ, η χαρά του παιδιού, με πολλά διαφορετικά παιχνίδια για τολμηρούς και μη!
Η συνέχεια προέβλεπε, μια νυχτερινή βόλτα στο κέντρο της πόλης, κόσμος πολύς, ιδιαίτερα χαμηλά προς το ποτάμι, που όσο ανέβαινες προς την πλατεία του Αγίου Στεφάνου αραίωνε. Καθίσαμε σε ένα από τα κεντρικά καφέ απολαμβάνοντας την μπύρα μας και χαζεύοντας τον κόσμο που περνούσε από μπροστά μας.

Naschmarkt
  Η τελευταία μας ημέρα προέβλεπε ένα πέρασμα από την ανοιχτή αγορά του Naschmarkt, μια λαϊκή που σε εντυπωσιάζει με την ποικιλία των προϊόντων της και τα πολλά μικρά μαγαζάκια γρήγορου φαγητού απ΄ όλον τον κόσμο. Δεν είναι φτηνή συγκρινόμενη με τις τιμές της πατρίδας μας, αλλά μια γρήγορη επίσκεψη αξίζει τον κόπο, ιδιαίτερα αν είναι Σάββατο.
Αυτό που απολαμβάνω σε τέτοιου είδους ταξίδια, είναι να περπατώ διαμέσου των κεντρικών οδών, προσπαθώντας να αντιληφθώ 

Όπερα

Λεπτομέρεια κτιρίου
την ιδιαιτερότητα της κάθε πόλης. Το κέντρο της Βιέννης, αλλά και τα γύρω διαμερίσματα του, έχουν διατηρήσει τα χαρακτηριστικά που είχε η πόλη στα μέσα του 19ου αιώνα, τότε που η πόλη ορίστηκε ως πρωτεύουσα της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας. Δεν γκρέμισαν τα παλιά τους κτίρια, αυτά που δίνουν χρώμα στην πόλη για να κτίσουν κακόγουστες πολυκατοικίες αλλά φροντίζουν να διατηρούν σε άριστη κατάσταση τα υπάρχοντα. Ακόμα κι αυτά που καταστράφηκαν στον πόλεμο, επιδιορθώθηκαν στην αρχική τους μορφή.  Όλα σε άριστη κατάσταση, παντού υπάρχουν γερανοί για την ανακαίνιση τους. Ελάχιστα τα κτίρια που χαρακτηρίζονται από νεωτεριστική διάθεση. Πουθενά δεν βλέπεις κάποιο κακόγουστο γκράφιτι με οποιοδήποτε σύνθημα ή ζωγραφιά, πουθενά δεν βλέπεις αδέσποτα, παντού η αίσθηση της καθαριότητας και της καλαισθησίας είναι παρούσες. Αυθαίρετη κατάληψη πεζοδρομίων δεν θα δεις πουθενά, αντίθετα ο Δήμος δίνει στους καταστηματάρχες ένα χώρο στον δρόμο, στον οποίο φτιάχνουν ένα βάθρο και εκεί βάζουν τα τραπεζάκια τους. Το πεζοδρόμιο είναι ιερό. Στην πόλη υπάρχει ένας οργασμός ανακαινίσεων και 
αναπλάσεων, που αυτό με απλά λόγια σημαίνει ανάπτυξη. Η Βιέννη, για έβδομη χρονιά κατακτά τον τίτλο της πόλης με την καλύτερη ποιότητα ζωής και αυτό είναι εμφανές παντού. Είναι ακριβή πόλη, ως τουριστικός προορισμός; Όχι όσο περίμενα! Μπορείς να περάσεις οικονομικά κατά τη διαμονή σου και να εκμεταλλευτείς τα πλεονεκτήματα που σου προσφέρει η πόλη. Φθηνές συγκοινωνίες ή να αγοράσεις την Vienna Travel Pass, που σου δίνει δωρεάν πρόσβαση σε όλα τα ΜΜΜ και δωρεάν είσοδο στα μουσεία, κάνοντας βέβαια έναν έλεγχο τι μπορείτε να καλύψετε σε μία ημέρα. Το πιο ακριβό είδος είναι το νερό. Το μισό λίτρο κοστίζει πάνω από 2 ευρώ. Το νερό της βρύσης πίνεται και σου φέρνουν νερό μαζί με τον καφέ σε ένα μικρό ποτηράκι πάντα. Γενικά είναι μια πόλη, που πουλά τρία πράγματα και αυτό το κάνει με άριστο τρόπο. Την αρχιτεκτονική μορφή της πόλης (μια ευρωπαϊκή πόλη του 19ου αιώνα), τη Σίσσυ και τη κλασική μουσική. Διαλέγεις και παίρνεις ανάλογα με τα γούστα σου!
Νόβι Σαντ-κεντρική πλατεία-ο Ναός της Παρθένου Μαρίας
Την άλλη μέρα αναχωρώντας από την πόλη, αισθανόμασταν ικανοποιημένοι διότι η Βιέννη μας έδωσε όσα προσδοκούσαμε από αυτήν σε μια τόσο σύντομη διαμονή.

Νόβι Σαντ

Ο δρόμος της επιστροφής μας ήταν ο ίδιος, με την ίδια ταλαιπωρία έξω από τη Βουδαπέστη αλλά με προορισμό μας αυτή τη φορά το Νόβι Σαντ της Σερβίας. Μια πόλη περίπου 250000 χιλιάδων ανθρώπων, με σημαντική ιστορία. Δυστυχώς φτάσαμε αργά, οπότε κάναμε μία μόνο βόλτα στο ιστορικό κέντρο της πόλης (κλειστό για τα αυτοκίνητα) και τους γύρω πεζόδρομους,  με εκατοντάδες κατοίκους να απολαμβάνουν τη βόλτα τους ανάμεσα στην κεντρική πλατεία, τα εστιατόρια και τις καφετέριες και το πάρκο του Δούναβη. Στην πλατεία σε εντυπωσιάζει ο ρωμαιοκαθολικός Ναός της Παρθένου Μαρίας αλλά και τα άλλα δημόσια κτίρια του 19ου αιώνα. Δυστυχώς δεν είχαμε αρκετή ώρα στη διάθεση μας για να επισκεφτούμε το
Νόβι Σαντ-κεντρική πλατεία.
κάστρο της πόλης αλλά και αυτή μικρή μας βόλτα ήταν αρκετή για να καταλάβουμε ότι αξίζει στο μέλλον να επιστρέψουμε και πάλι στην πόλη. 
  Την τελευταία ημέρα ξεκινήσαμε σχετικά πρωί για να διανύσουμε τα 850 χλμ που μας χώριζαν από το σπίτι μας. Ο δρόμος είχε ελάχιστη κίνηση (Σάββατο και οι νταλίκες ήταν ελάχιστες), οι έλεγχοι στα σύνορα σχετικά γρήγοροι, οι στάσεις μας περίπου σε κάθε τριακόσια χιλιόμετρα. Όλα πήγαν καλά!
Συμπερασματικά θα έλεγα ότι μπορεί η διαδρομή να είναι κουραστική, αλλά στη δική μου οικογένεια ταιριάζει καλύτερα από ένα οργανωμένο ταξίδι μέσω πρακτορείου. Σκοπός μας στα ταξίδια που κάνουμε δεν είναι τόσο να δούμε τα αξιοθέατα (το κάνουμε και αυτό), αλλά να δούμε τη λειτουργία των πόλεων που επισκεπτόμαστε. Μοιραία κάνουμε τις συγκρίσεις με τις δικές μας πόλεις, τα έχω γράψει κι άλλες φορές, και με λύπη μας διαπιστώνουμε ότι το ζητούμενο πια είναι πως οι πόλεις θα έχουν ένα πιο λειτουργικό χαρακτήρα για τους κατοίκους τους. Επίσης πως αξιοποιούν το κέντρο των πόλεων τους, πως διατηρούν την ιστορικότητα του και πως το θέτουν στη διάθεση των κατοίκων αλλά και των επισκεπτών τους. Φαίνεται ότι αυτά είναι δεδομένα για την υπόλοιπη Ευρώπη, για εμάς δυστυχώς είναι ζητούμενα ακόμα.

Ο φωτεινότερος φακός του κόσμου του Γιώργου Κασαπίδη

    Αν κάποιος θέλει να διαβάσει μια συλλογή διηγημάτων, για μια μικρή επαρχιακή πόλη, τη Δράμα (αλλά και άλλες περιοχές), με την αίσθηση το...