Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2024

Νίκος Καββαδίας - μικρό αφιέρωμα

  Ο πρώτος ποιητής που με συνεπήρε αληθινά με την πένα του, ήταν ο Νίκος Καββαδίας, την ίδια εποχή που έγινε γνωστός εξαιτίας της μελοποίησης των ποιημάτων του από τον Θάνο Μικρούτσικο το 1979, στο πασίγνωστο έργο του, Ο Σταυρός του Νότου. 

Nikos_Kavadias
  Θεωρώ τυχερό τον εαυτό μου, που στη βιβλιοθήκη του χωριού μου τότε, βρήκα την κοινή έκδοση των δύο ποιητικών του συλλογών Μαραμπού και Πούσι. Τόσο είχα ενθουσιαστεί, που έπιασα ένα καθαρό τετράδιο κι αντέγραψα πολλά από τα ποιήματα αυτά σε αυτό.

  Για ποιον λόγο ενθουσιάστηκα τόσο για τα ποιήματά του; Τότε δεν μπόρεσα να το αξιολογήσω. Απλώς μου άρεσαν! Με το χρόνο, διαβάζοντάς τα και πάλι αλλά κυρίως ακούγοντάς τα σε πολλές διαφορετικές εκτελέσεις - είναι αξιοσημείωτο το πως αντέχουν στον χρόνο - πιστεύω ότι έχω ξεκλειδώσει πολλά από μυστικά των ποιημάτων αυτών, τα οποία με ταξίδεψαν σε άγνωστους για μένα τόπους, σκληρούς μα και μεθυστικούς, σε μέρη όπου συχνάζουν πόρνες και κάθε είδους τύποι. Ποιήματα που με έκαναν να νιώσω τις πολλαπλές διαθέσεις της θάλασσας και την αλμύρα στην κουπαστή του πλοίου, από τη σκοπιά ενός ναυτικού.

Nikos_Kavadias
   Πρώτα πρώτα τα ποιήματα αυτά μιλάνε για τις γυναίκες, αγαπημένες,
πληγωμένες, μυστήριες, ικανές τόσο για το καλό όσο και για το κακό. Για ματαιωμένους έρωτες. Για τη θάλασσα, την ατελείωτη πλανεύτρα θάλασσα, άλλοτε γαλήνια να σου δίνει τη δυνατότητα να αγναντεύεις τις άγνωστες στεριές κι άλλοτε άγρια, τρομακτική, θανατηφόρα. Για τη ζωή του ναυτικού, που σαν άλλος Οδυσσέας περιπλανιέται σε όλα τα πλάτη και μήκη της Γης, ζώντας απίστευτες καταστάσεις με τους συντρόφους του (Το επάγγελμά του ήταν ασυρματιστής του Εμπορικού Ναυτικού). Ακόμα και η γλώσσα του, στην οποία μπλέκουν τα ελληνικά με ναυτικούς όρους και ονομασίες ξένων τόπων, όπως τους λένε οι ναυτικοί. Τι παραπάνω νομίζετε ότι χρειάζεται ένας έφηβος, για να αγαπήσει του στίχους του Νίκου Καββαδία;

  Στη σημερινή μου εγγραφή θα μείνω στο έργο του Μαραμπού*,  και θα προσπαθήσω να κάνω και πάλι, εκείνο το εφηβικό ταξίδι, με την ωριμότητα των χρόνων που με βαραίνουν, αναπόφευκτο αυτό το τελευταίο.

  Στο πρώτο ομότιτλο ποίημα της συλλογής αυτής που εξέδωσε το 1933, προσπαθεί να διαλύσει την κακή εικόνα που έχουν γι΄ αυτόν οι συνάδελφοι του. Κι αφηγείται διαμέσου των στίχων του την λυπητερή, καλύτερα θα έλεγα, την αποκαρδιωτική, μοναδική ερωτική ιστορία του. Ποιος μπορεί να μείνει αλώβητος από ένα τέτοιο παιχνίδι της μοίρας;


Μαραμπού

Λένε γιὰ μένα οἱ ναυτικοὶ ποὺ ἐζήσαμε μαζὶ
πὼς εἶμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πὼς τὶς γυναῖκες μ᾿ ἕνα τρόπον ὕπουλο μισῶ
κι ὅτι μ᾿ αὐτὲς νὰ κοιμηθῶ ποτέ μου δὲν πηγαίνω.

Ἀκόμα, λένε πὼς τραβῶ χασίσι καὶ κοκό,
πὼς κάποιο πάθος μὲ κρατεῖ φριχτὸ καὶ σιχαμένο,
κι ὁλόκληρο ἔχω τὸ κορμὶ μὲ ζωγραφιὲς αἰσχρές,
σιχαμερὰ παράξενες, βαθιὰ στιγματισμένο.

Ἀκόμα, λένε πράματα φριχτὰ πάρα πολύ,
ποὺ εἶν᾿ ὅμως ψέματα χοντρὰ καὶ κατασκευασμένα,
κι αὐτὸ ποὺ ἐστοίχισε σὲ μὲ πληγὲς θανατερὲς
κανεὶς δὲν τό ῾μαθε, γιατὶ δὲν τό ῾πα σὲ κανένα.

Μ᾿ ἀπόψε, τώρα ποὺ ἔπεσεν ἡ τροπικὴ βραδιά,
καὶ φεύγουν πρὸς τὰ δυτικὰ τῶν Μαραμποὺ τὰ σμήνη,
κάτι μὲ σπρώχνει ἐπίμονα νὰ γράψω στὸ χαρτί,
ἐκεῖνο, ποὺ παντοτινὴ κρυφὴ πληγή μου ἐγίνη.

Ἤμουνα τότε δόκιμος σ᾿ ἕνα λαμπρὸ ποστάλ
καὶ ταξιδεύαμε Αἴγυπτο γραμμὴ Νότιο Γαλλία.
Τότε τὴ γνώρισα -σὰν ἄνθος ἐμοίαζε ἀλπικὸ-
καὶ μία στενὴ μᾶς ἔδεσεν ἀδελφικὴ φιλία.

Ἀριστοκρατική, λεπτὴ καὶ μελαγχολική,
κόρη ἑνὸς πλούσιου Αἰγύπτιου ὁπού ῾χε αὐτοκτονήσει,
ταξίδευε τὴ λύπη της σὲ χῶρες μακρινές,
μήπως ἐκεῖ γινότανε νὰ τήνε λησμονήσει.

Πάντα σχεδὸν τῆς Μπασκιρτσὲφ κρατοῦσε τὸ Ζουρνάλ,
καὶ τὴν Ἁγία της Ἄβιλας παράφορα ἀγαποῦσε,
συχνὰ στίχους ἀπάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ὧρες πολλὲς πρὸς τὴ γαλάζιαν ἔκταση ἐκοιτοῦσε.

Κι ἐγώ, ποὺ μόνον ἑταιρῶν ἐγνώριζα κορμιά,
κι εἶχα μίαν ἄβουλη ψυχὴ δαρμένη ἀπ᾿ τὰ πελάη,
μπροστά της ἐξανάβρισκα τὴν παιδικὴ χαρὰ
καί, σὰν προφήτη, ἐκστατικὸς τὴν ἄκουα νὰ μιλάει.

Ἕνα μικρὸ τῆς πέρασα σταυρὸν ἀπ᾿ τὸ λαιμὸ
κι ἐκείνη ἕνα μοῦ χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι ἤμουν ὁ πιὸ δυστυχισμένος ἄνθρωπος τῆς γῆς,
ὅταν ἐφθάσαμε σ᾿ αὐτὴν ποὺ θά ῾φευγε, τὴν πόλη.

Τὴν ἐσκεφτόμουνα πολλὲς φορὲς στὰ φορτηγά,
ὡς ἕνα παραστάτη μου κι ἄγγελο φύλακά μου,
καὶ μία φωτογραφία της στὴν πλώρη ἦταν γιὰ μὲ
ὄαση, ποὺ ἕνας συναντᾶ μὲς στὴν καρδιὰ τῆς Ἄμμου.

Νομίζω πὼς θὲ νά ῾πρεπε νὰ σταματήσω ἐδῶ.
Τρέμει τὸ χέρι μου, ὁ θερμὸς ἀγέρας μὲ φλογίζει.
Κάτι ἄνθη ἐξαίσια τροπικὰ τοῦ ποταμοῦ βρωμοῦν,
κι ἕνα βλακῶδες Μαραμποὺ παράμερα γρυλίζει.

Θὰ προχωρήσω!... Μία βραδιὰ σὲ πόρτο ξενικὸ
εἶχα μεθύσει τρομερὰ μὲ οὐίσκυ, τζὶν καὶ μπύρα,
καὶ κατὰ τὰ μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
τὸ δρόμο πρὸς τὰ βρωμερά, χαμένα σπίτια ἐπῆρα.

Αἰσχρὲς γυναῖκες τράβαγαν ἐκεῖ τους ναυτικούς,
κάποια μ᾿ ἅρπαξ᾿ ἀπότομα, γελώντας, τὸ καπέλο
(παλιὰ συνήθεια γαλλικὴ τοῦ δρόμου τῶν πορνῶν)
κι ἐγὼ τὴν ἀκολούθησα σχεδὸν χωρὶς νὰ θέλω.

Μία κάμαρα στενή, μικρή, σὰν ὅλες βρωμερή,
οἱ ἀσβέστες ἀπ᾿ τοὺς τοίχους της ἐπέφτανε κομμάτια,
κι αὐτὴ ράκος ἀνθρώπινο ποὺ ἐμίλαγε βραχνά,
μὲ σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.

Τῆς εἶπα κι ἔσβησε τὸ φῶς. Ἐπέσαμε μαζί.
Τὰ δάχτυλά μου καθαρὰ μέτρααν τὰ κόκαλά της.
Βρωμοῦσε ἀψέντι. Ἐξύπνησα, ὡς λένε οἱ ποιητές,
«μόλις ἐσκόρπιζεν ἡ αὐγὴ τὰ ροδοπέταλά της».

Ὅταν τὴν εἶδα καὶ στὸ φῶς τ᾿ ἀχνὸ τὸ πρωινό,
μοῦ φάνηκε λυπητερή, μὰ κολασμένη τόσο,
ποὺ μ᾿ ἕνα δέος ἀλλόκοτο, σὰ νά ῾χα φοβηθεῖ,
τὸ πορτοφόλι μου ἔβγαλα γοργὰ νὰ τὴν πληρώσω.

Δώδεκα φράγκα γαλλικά... Μὰ ἔβγαλε μία φωνή,
κι εἶδα μία ἐμένα νὰ κοιτᾶ μὲ μάτι ἀγριεμένο,
καὶ μία τὸ πορτοφόλι μου... Μ᾿ ἀπόμεινα κι ἐγὼ
ἕνα σταυρὸν ἀπάνω της σὰν εἶδα κρεμασμένο.

Ξεχνώντας τὸ καπέλο μου βγῆκα σὰν τὸν τρελό,
σὰν τὸν τρελὸ ποὺ ἀδιάκοπα τρικλίζει καὶ χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στὸ αἷμα μου μία ἀρρώστια τρομερή,
ποὺ ἀκόμα βασανιστικὰ τὸ σῶμα μου παιδεύει.

Λένε γιὰ μένα οἱ ναυτικοὶ ποὺ ἐκάμαμε μαζὶ
πὼς χρόνια τώρα μὲ γυναίκα ἐγὼ δὲν ἔχω πέσει,
πῶς εἶμαι παλιοτόμαρο καὶ πὼς τραβάω κοκό.
Μ᾿ ἂν ἤξεραν οἱ δύστυχοι, θὰ μ᾿ εἶχαν συχωρέσει...

Τὸ χέρι τρέμει... Ὁ πυρετός... Ξεχάστηκα πολύ,
ἀσάλευτο ἕνα Μαραμποὺ στὴν ὄχθη νὰ κοιτάζω.
Κι ἔτσι καθὼς ἐπίμονα κι ἐκεῖνο μὲ κοιτᾶ,
νομίζω πὼς στὴ μοναξιὰ καὶ στὴ βλακεία τοῦ μοιάζω ...

Το μαραμπού είναι εξωτικό πουλί, συγγενικό με τον πελαργό, που ζει στη Αφρική και την Ασία. Έχει άσπρο γκρίζο φτέρωμα, με γυμνό ροζ λαιμό και κεφάλι.

  Το επόμενο ποίημα είναι το πασίγνωστο Το Μαχαίρι, το οποίο όλοι μας πιστεύω ότι κάποια στιγμή σιγοτραγουδήσαμε, παρά την ένταση και τη σκληρή ιστορία, που αφηγείται. Ένα μαχαίρι αγορασμένο από κάποιον γέρο έμπορο στο Αλγέρι, το οποίο το ζώνουν αλλόκοτοι θρύλοι και τώρα πια αυτό που απομένει, είναι εναντίον τίνος θα στραφεί... Το παρουσιάζω σε εκτέλεση του Βασίλη Παπακωνσταντίνου:


  Συνεχίζω με το ποίημα Mal Du Depart (Νοσταλγία της αναχώρησης), γνωστό ως "Θα μείνω πάντα ιδανικός και ανάξιος εραστής" Σε αυτό νιώθουμε τις ενοχές, που αισθάνεται κάποιος νέος άνθρωπος, ο οποίος εγκαταλείπει την οικογένεια του και τις ευκολίες της στεριανής δουλειάς, για να πραγματοποιήσει το όνειρό του να κάνει μακρινά ταξίδια στους γαλάζιους πόντους (θάλασσες). Συγχρόνως όμως αισθανόμαστε και την απόφασή του ποιητή, να μην υποταχτεί στη μοίρα των πολλών ανθρώπων. 

Mal Du Depart

Στὴν ἀδερφή μου Ζένια

Θὰ μείνω πάντα ἰδανικὸς κι ἀνάξιος ἐραστὴς
τῶν μακρυσμένων ταξιδιῶν καὶ τῶν γαλάζιων πόντων,
καὶ θὰ πεθάνω μία βραδιά, σὰν ὅλες τὶς βραδιές,
χωρὶς νὰ σχίσω τὴ θολὴ γραμμὴ τῶν ὁριζόντων.

Γιὰ τὸ Μαδράς, τὴ Σιγγαπούρ, τ᾿ Ἀλγέρι καὶ τὸ Σφὰξ
θ᾿ ἀναχωροῦν σὰν πάντοτε περήφανα τὰ πλοῖα,
κι ἐγώ, σκυφτὸς σ᾿ ἕνα γραφεῖο μὲ χάρτες ναυτικούς,
θὰ κάνω ἀθροίσεις σὲ χοντρὰ λογιστικὰ βιβλία.

Θὰ πάψω πιὰ γιὰ μακρινὰ ταξίδια νὰ μιλῶ
οἱ φίλοι θὰ νομίζουνε πὼς τά ῾χω πιὰ ξεχάσει,
κι ἡ μάνα μου, χαρούμενη, θὰ λέει σ᾿ ὅποιον ρωτᾶ
«Ἦταν μία λόξα νεανική, μὰ τώρα ἔχει περάσει...»

Μὰ ὁ ἑαυτός μου μία βραδιὰν ἐμπρός μου θὰ ὑψωθεῖ
καὶ λόγο, ὡς ἕνας δικαστὴς στυγνός, θὰ μοῦ ζητήσει,
κι αὐτὸ τὸ ἀνάξιο χέρι μου ποὺ τρέμει θὰ ὁπλιστεῖ,
θὰ σημαδέψει, κι ἄφοβα τὸ φταίχτη θὰ χτυπήσει.

Κι ἐγώ, ποὺ τόσο ἐπόθησα μία μέρα νὰ ταφῶ
σὲ κάποια θάλασσα βαθιὰ στὶς μακρινὲς Ἰνδίες,
θά ῾χω ἕνα θάνατο κοινὸ καὶ θλιβερὸ πολὺ
καὶ μιὰ κηδεία σὰν τῶν πολλῶν ἀνθρώπων τὶς κηδεῖες.

  Το παρακάτω ολιγόλεπτο βίντεο, είναι το μοναδικό που υπάρχει, το οποίο παρουσιάζει τον Νίκο Καββαδία. Συνέντευξη του  στο Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου το 1965, το οποίο επιχρωματίστηκε αργότερα. Στην αρχή και το τέλος , ο ίδιος ο ποιητής, απαγγέλει το ποίημα αυτό.



  Και κλείνω αυτό το αφιέρωμά, με ένα ακόμη αγαπημένο μου, μελοποιημένο ποίημα του Καββαδία, Ένας νέγρος θερμαστής από το Τζιμπουτί. Ένα ποίημα που δείχνει την αγάπη του ποιητή προς τους συναδέλφους του, ανεξαρτήτου χρώματος ή φυλής, από τους οποίους πάντα είχε κάτι να μάθει. Κι ο συγκεκριμένος, ο Γουίλλη, ο μαύρος θερμαστής, με το τεράστιο σώμα και την αθώα καρδιά, κάποια νυχτιά, στο μπαρ Ρετζίνα, στη Μαρσίλια (Μασσαλία), του έσωσε τη ζωή χάνοντας τη δική του.
  Το ακούμε από τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, σε μια ηχογράφηση του 1983-84, όπου στο πιάνο βρίσκεται ο  Θάνος Μικρούτσικος.


  Βιογραφικά στοιχεία για τον ποιητή στον σύνδεσμο εδώ

Ο φωτεινότερος φακός του κόσμου του Γιώργου Κασαπίδη

    Αν κάποιος θέλει να διαβάσει μια συλλογή διηγημάτων, για μια μικρή επαρχιακή πόλη, τη Δράμα (αλλά και άλλες περιοχές), με την αίσθηση το...