Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Louise Gluck. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Louise Gluck. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2020

Louise Glück , Νόμπελ Λογοτεχνίας 2020 και Ελλάδα!

 

    


  Στην 77/χρονη Αμερικανίδα ποιήτρια, Louise Gluck, απονεμήθηκε φέτος το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Δεν θα αναφέρω περισσότερα στοιχεία γι΄ αυτήν - έχουν γραφτεί τόσο πολλά τις τελευταίες ημέρες για τη ζωή το και το έργο της εξάλλου. 

Στο μικρό μου αφιέρωμα θα παρουσιάσω μόνο πέντε ποιήματα της, που έχουν σχέση με την αρχαία ελληνική μυθολογία ( και δεν είναι τα μόνα ), την οποία έχει αγαπήσει από τα μαθητικά της χρόνια. Για μία ακόμα φορά επαληθεύεται η παγκόσμια πολιτισμική δύναμη της ελληνικής μυθολογίας. Των διαχρονικών νοημάτων, των ανθρώπινων αξιών και των ισχυρών συμβολισμών που περιέχει. Η δική μας αρχαία μυθολογία, που κατέβασε τους Θεούς στο επίπεδο του ανθρώπου, με όλα τα καλά του αλλά και όλα τα ελαττώματά του. 

Το φετινό Νόμπελ επιπλέον, ας αποτελέσει την ευκαιρία να υπενθυμίσει σε όλους αυτούς που καταρτίζουν τα αναλυτικά προγράμματα των σχολείων, ότι στο μάθημα της Ελληνικής Γλώσσας θα πρέπει να προσέξουν λίγο παραπάνω, την κλασσική λογοτεχνική μας κληρονομιά!


«Ο θρίαμβος του Αχιλλέα» 
                                            (μτφ. Γιώργος Χουλιάρας)

Ο Πάτροκλος υποβασταζόμενος από τον Μενέλαο!
Στην ιστορία του Πάτροκλου 
δεν υπάρχει επιζών, ούτε καν ο Αχιλλέας
που ήταν σχεδόν θεός.
Ο Πάτροκλος τού έμοιαζε· φορούσαν
την ίδια πανοπλία.
Πάντοτε στις φιλίες αυτές
ο ένας υπηρετεί τον άλλο, ο ένας είναι πιο λίγος:
η ιεραρχία
είναι πάντοτε εμφανής, αν και οι θρύλοι

δεν είναι αξιόπιστοι –
πηγή τους είναι ο επιζών,
αυτός τον οποίο εγκατέλειψαν.
Τι ήταν τα ελληνικά πλοία που καίγονταν
μπροστά σε αυτή την απώλεια;
Στη σκηνή του, ο Αχιλλέας
πενθούσε με όλη την ύπαρξή του
και οι θεοί είδαν
πως ήταν ένας άνθρωπος ήδη νεκρός, θύμα
της πλευράς εκείνης η οποία αγαπούσε,
της πλευράς που ήταν θνητή.

Νόστος

Στην αυλή ήταν μια μηλιά-
αυτό θα ήταν πριν
σαράντα χρόνια- πίσω της,
μόνο αγρολίβαδα. Σωροί
από κρόκο στο υγρό γρασίδι.
Στάθηκα στο παράθυρο:
τέλη Απρίλη. Λουλούδια ανοιξιάτικα
μες στην αυλή του γείτονα.
Πόσες φορές, αλήθεια, άνθισε το δέντρο
στα γενέθλιά μου,
τη μέρα εκείνη ακριβώς, ούτε
πιο πριν, ούτε μετά; Το αμετάβλητο
αντίβαρο στην αλλαγή, την μετεξέλιξη.
Η εικόνα αντίβαρο
στο ανυποχώρητο της γης. Τι
ξέρω εγώ γιʼ αυτό εδώ το μέρος,
τον ρόλο που το δέντρο είχε για δεκαετίες
τον πήρε ένα μπονσάι, φωνές
που ανεβαίνουν απʼ τα γήπεδα του τέννις-
Λιβάδια. Άρωμʼ από ψηλό χορτάρι, φρεσκοκουρεμένο.
Τι περιμένεις από λυρική ποιήτρια.
Κοιτάζουμε τον κόσμο μια φορά, στα παιδικά μας χρόνια.
Τα άλλα όλα είνʼ ανάμνηση.


Η Θλίψη της Κίρκης

Με σύστησα, εν τέλειστη γυναίκα σου, σα μια
Θεά, στο ίδιο της το σπίτι, στην
Ιθάκη, σα μια φωνή
χωρίς το σώμα: άφησʼ εκείνη
το υφαντό, γύρισε το κεφάλι.
Πρώτα δεξιά, ύστερʼ αριστερά.
Αν και δεν είχʼ ελπίδα φυσικά
να αποδώσει τη φωνή σε κάποια
υπαρκτή πηγή: Εγώ αμφιβάλλω
αν γυρίσει πια στον αργαλειό της
με όσα ξέρει τώρα. Όταν
την δεις ξανά, πες της πως
έτσι αποχαιρετάει μια Θεά:
Αν στο μυαλό της είμαι δια παντός
είμαι και στη ζωή σου δια παντός.



Ένας μύθος αφοσίωσης

Όταν ο Άδης αποφάσισε ότι αγαπούσε το κορίτσι

τής έφτιαξε μια απομίμηση της γης,

τα πάντα ίδια, και το λιβάδι ακόμη,

αλλά προσθέτοντας ένα κρεβάτι.

Τα πάντα ίδια, περιλαμβάνοντας το φως του ήλιου

γιατί θα ήταν δύσκολο για νέο κορίτσι

να πάει τόσο γρήγορα από λαμπρό φως σε απόλυτο σκοτάδι

Σταδιακά, σκέφτηκε, θα έφερνε τη νύχτα,

πρώτα ως σκιές φύλλων που φτερουγίζουν.

Περσεφόνη 

Μετά σελήνη, μετά άστρα. Έπειτα ούτε σελήνη, ούτε άστρα.

Ας συνηθίσει η Περσεφόνη σιγά σιγά.

Στο τέλος, σκέφτηκε, θα το έβρισκε ανακουφιστικό.

Ένα ομοιότυπο της γης

αλλά εδώ υπήρχε αγάπη.

Αγάπη δεν θέλουν όλοι;

Περίμενε πολλά χρόνια,

χτίζοντας έναν κόσμο, παρακολουθώντας

την Περσεφόνη στο λιβάδι.

Η Περσεφόνη μύριζε, γευόταν.

Αν έχεις κάποια όρεξη, σκέφτηκε,

τις έχεις όλες.

Δεν θέλουν όλοι να νιώσουν τη νύχτα

το αγαπημένο σώμα, πυξίδα, πολικό αστέρα,

να ακούσουν την ήρεμη ανάσα που λέει

είμαι ζωντανός, που σημαίνει επίσης

είσαι ζωντανός, γιατί με ακούς,

είσαι εδώ μαζί μου. Και όταν γυρνά ο ένας,

γυρνά και ο άλλος –

κοιτάζοντας τον κόσμο που είχε

 οικοδομήσει για την Περσεφόνη. Καθόλου δεν σκέφτηκε

πως μυρωδιές πια δεν θα υπήρχαν εδώ,

ασφαλώς ούτε θα έτρωγες πια.

Ενοχή; Τρόμος; Ο φόβος της αγάπης;

Αυτά τα πράγματα δεν μπορούσε να τα φανταστεί∙

κανείς που αγαπά δεν τα φαντάζεται ποτέ.

Ονειρεύεται, αναρωτιέται πώς να ονομάσει το μέρος.

Πρώτα σκέφτεται: Η Νέα Κόλαση. Έπειτα: Ο Κήπος.

Τελικά, αποφασίζει να το αποκαλέσει

Η Νεότητα της Περσεφόνης.

Ένα απαλό φως που σηκώνεται πάνω από το επίπεδο λιβάδι,

πίσω από το κρεβάτι. Την παίρνει στην αγκαλιά του.

Θέλει να πει σε αγαπώ, τίποτε δεν μπορεί να σε βλάψει

αλλά σκέφτεται

αυτό είναι ψέμα, οπότε λέει τελικά

είσαι νεκρή, τίποτε δεν μπορεί να σε βλάψει

που του φαίνεται

μια πιο ελπιδοφόρα αρχή, πιο αληθινό.


Ορφέας
Ω Ευρυδίκη, εσύ που με παντρεύτηκες για τα τραγούδια μου,
γιατί έρχεσαι σ’ εμένα ζητώντας παρηγοριά;
Ποιος ξέρει τι θα πεις στις Ερινύες
όταν τις συναντήσεις πάλι.
Πες τους ότι έχω χάσει την αγαπημένη μου·
είμαι εντελώς μόνος τώρα.
Πες τους ότι δεν υπάρχει τέτοια μουσική
χωρίς αληθινή οδύνη.
Στον Άδη, τραγούδησα γι’ αυτές· θα με θυμούνται
Ορφέας και Ευρυδίκη 


Το ζητούμενο είναι η ευτυχία!

  Μετά από πολλά χρόνια, ο Αλέξανδρος επέστρεφε στο πατρικό του, σε ένα ορεινό χωριό της Δράμας. Για χρόνια ζούσε στην Αθήνα, κάνοντας σπο...