Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα blogo - παιχνίδι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα blogo - παιχνίδι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2024

Αλίμονο σε αυτούς που φεύγουν...


serifos
Image by Hans-Peter Muckenschabel from Pixabay

  Καθώς οι στροφές της μηχανής  έπεφταν, το πλοίο έκοβε σταθερά ταχύτητα. Ο Άλκης στεκόταν ψηλά στο κατάστρωμα κοιτάζοντας τη θέα του νησιού του, το οποίο πριν λίγα χρόνια είχε βίαια εγκαταλείψει. Απέναντι στην στεγνή πλαγιά άσπριζε το μοναδικό μεσόγειο χωριό ενώ στα δεξιά του ο λιμενοβραχίονας οριοθετούσε το χώρο δημιουργώντας μια αίσθηση ασφάλειας και οικειότητας. Στον μεγάλο, γαλήνιο κόλπο δεκάδες σκάφη διαφόρων μεγεθών απολάμβαναν τον ήλιο, ο οποίος ετοιμαζόταν να βυθιστεί πίσω από την γραμμή του ορίζοντα, στo πέλαγος μακριά για μία ακόμη φορά.  

  Η καλοκαιρινή ζέστη του δειλινού ήταν έντονη μα η θαλασσινή αύρα τον έκανε να αισθάνεται καλά. Η ματιά του εξερευνούσε όλο το μήκος της μικρής πόλης, που απλωνόταν δίπλα στο λιμάνι. Κάθε γωνιά της του ήταν οικεία, γεμάτη αναμνήσεις. Όμορφες αναμνήσεις μα και οδυνηρές, γεγονότα που τον έδιωξαν κάποτε από εκεί.

  Λίγα μέτρα χώριζαν το πλοίο από την αποβάθρα κι έπρεπε να ετοιμαστεί για την αποβίβαση. Άνοιξε το κινητό του και με μια αίσθηση ανυπομονησίας έψαξε τα μηνύματα. Κανένα νεότερο, ξαναδιάβασε το τελευταίο για μια ακόμη φορά: "Φτάνει στο τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει πια χρόνος". Κάθε λέξη φαινόταν να ηχεί σαν καμπάνα μέσα του, δίχως να γνωρίζει την πραγματική σημασία του. Το μόνο που διαισθανόταν ότι έπρεπε να κάνει, ήταν να γυρίσει στο νησί του.

  Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το είχε διαβάσει άπειρες φορές κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του προς το νησί. Μια διαλυμένη σχέση από το παρελθόν, η αμφιταλάντευση ανάμεσα στην επιθυμία του επιστρέψει στο νησί και τον πόνο που ακόμα σκίαζε την ψυχή του, η αιφνίδια απόφαση να ταξιδέψει  χωρίς ακόμη να έχει κατανοήσει το γιατί, η αποτυχία μέχρι τώρα να βάλει σε μια σειρά τη ζωή του, όλα αυτά τον αποσυντόνιζαν, εμποδίζοντάς τον τοποθετήσει τις σκέψεις του μα και τη ζωή του σε ένα λογικό πλαίσιο. Έβαλε το κινητό στην τσέπη και κινήθηκε προς την έξοδο. Από την μια αβέβαιος ακόμα αναρωτιόταν για τα επόμενα βήματά του, το μήνυμα κάπου ήθελε να τον οδηγήσει αλλά ουσιαστικά δεν του έλεγε τίποτε, συγχρόνως όμως ένιωθε την υπέροχη γαλήνη του νησιού, του δικού του τόπου να τον αγκαλιάζει εκείνη τη στιγμή.

   Περπάτησε αργά προς το κέντρο του λιμανιού, όπου οι ήχοι της μικρής του πατρίδας γλύκαναν προς στιγμή την ψυχή του. Οι ψαράδες φώναζαν ο ένας στον άλλο, τα παιδιά έτρεχαν φωνάζοντας στην αμμουδιά και οι μυρωδιές από τις ταβέρνες του νησιού αναμειγνύονταν με την αλμύρα της θάλασσας. Όσο κι αν είχε προσπαθήσει να το αρνηθεί, αυτός ήταν ο τόπος του. 

   Κάθε βήμα του τον έφερνε πιο κοντά στην αλήθεια που έπρεπε να αντιμετωπίσει. Όταν το βλέμμα του έπεσε σε μια ταβέρνα, γνώριμή του από τα παλιά, η καρδιά του χτύπησε δυνατά. Ήξερε ότι εκεί μέσα θα έβρισκε τις απαντήσεις που τόσο καιρό έψαχνε. Έριξε ένα τελευταίο βλέμμα προς τις ειδυλλιακές εικόνες του λιμανιού και μπήκε μέσα. 

  Ο Άλκης κάθισε σε ένα τραπέζι κοντά στο παράθυρο κι έριξε μια γρήγορη ματιά μήπως κι έβλεπε το πρόσωπο που ήθελε να συναντήσει. Δεν την είδε αλλά ήταν σίγουρος ότι ήταν ακόμη εκεί. Μετά από λίγο από την είσοδο μια γυναίκα μπήκε μέσα, με τα μαλλιά της να αναδεύονται από το αεράκι. Ήταν η Κατερίνα, τίποτε δεν είχε αλλάξει πάνω της, η κολλητή του από τα παιδικά χρόνια. Οι ματιές τους συναντήθηκαν και για μια στιγμή βαριά σιωπή απλώθηκε γύρω τους.

  "Το ήξερα ότι μια μέρα θα επέστρεφες!" είπε η Κατερίνα, με φωνή που έτρεμε ελαφριά.

  "Είσαι ο μόνος δικός μου άνθρωπος εδώ...", απάντησε ο Άλκης, με την καρδιά του να χτυπά δυνατά. 

  Κάθισε δίπλα του, στην αρχή με δυσκολία ανταποκρίνονταν σε όσα ο ένας ήθελε να μάθει για τον άλλο, μα όσο η ώρα περνούσε ο κόμπος στον λαιμό τους λυνόταν μέχρι που οι λέξεις άρχισαν να ξεχύνονται σαν χείμαρρος. Μίλησαν για τα νεανικά όνειρά τους, τα λάθη, την προδοσία και την απώλεια του χρόνου. Καθώς η συζήτηση βάθαινε, ο Άλκης αισθάνθηκε ότι το χάος στο μυαλό του  άρχιζε να ξεκαθαρίζει. Ο Άλκης ένιωσε την πίεση μέσα του να χαλαρώνει, τη βεβαιότητα ότι αυτή η συνάντηση ήταν η ευκαιρία του για ένα νέο ξεκίνημα, που τόσο χρειαζόταν στη ζωή του.

  "Πες μου, μην σταματάς," της είπε, "έχω ανάγκη να ακούσω όλη την αλήθεια."

  Η Κατερίνα άρχισε να αφηγείται τα γεγονότα που είχαν συμβεί όλα αυτά τα χρόνια. Όσο μιλούσε, ο Άλκης αισθανόταν τον χρόνο να διαλύεται. Τα λόγια της τον πλήγωναν για μία ακόμη φορά αλλά συγχρόνως η φωνή της έφτανε στα αυτιά του σαν μια γλυκιά μελωδία που έγιαινε σιγά-σιγά τις πληγές του παρελθόντος.

  "Μετά την αναχώρησή σου" είπε, "τα πράγματα έγιναν δύσκολα. Οι περισσότεροι πίστευαν ότι θα χανόσουν για πάντα. Κάποιοι λίγοι έδιναν μια ευκαιρία στην επιστροφή σου. Μεταξύ αυτών κι εγώ!"  

   Ο Άλκης ένιωθε την ενοχή να τον πνίγει, αλλά ήταν έτοιμος να ακούσει. "Δεν ήθελα να φύγω, Κατερίνα. Έπρεπε να το κάνω, ο τόπος ξαφνικά είχε γίνει πολύ μικρός, με έπνιγε, έφυγα για να γλιτώσω αλλά τελικά πουθενά δεν μπόρεσα να ησυχάσω."

   "Το ξέρω!", είπε εκείνη. "Ήμουν η μόνη που ήξερα!. Το πόσο την αγαπούσες από τότε που ήμαστε παιδιά, το σύντομο δέσιμό σας και το λάθος της το οποίο ποτέ δεν μου αρνήθηκε, η δική σου οργή και η δική της απογοήτευσηη πτώση της στα χέρια εκείνου που απλώς την περιέφερε ως τρόπαιο στο νησί. Την πράξη της εκείνη εσύ την θεώρησες ως προδοσία, και ήταν, αλλά από την άλλη πώς μπόρεσες να βάλεις στην άκρη όλη εκείνην την αγάπη που νιώθατε ο ένας για τον άλλο; Δεν σβήνουν εύκολα αυτά τα συναισθήματα. Το ξέρεις πολύ καλά αυτό όπως το ήξερε κι εκείνη."

 "Φοβόμουν, ήμουν αδύναμος, τόσο μικρός απέναντι της, ενώ εκείνη έφερνε βόλτα μόνη της όλο το νησί. Δεν το άντεχα αυτό!"

  Οι λέξεις που αντάλλαξαν τον χτύπησαν βίαια, σαν ξύπνημα από το τέλμα στο οποίο είχε χαθεί και για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, ένιωσε την επιθυμία να κερδίσει τον χαμένο χρόνο, ένιωθε έτοιμος να δώσει την μάχη, που όφειλε να είχε κάνει πριν από χρόνια.  

  "Και η Μαρία;" ρώτησε τολμώντας επιτέλους να πει το όνομά της ενώ η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. "Πώς είναι; Τι κάνει σήμερα;"

  Η Κατερίνα τον κοίταξε για λίγο. Το βλέμμα της σκοτείνιασε.  

"Η Μαρία έφυγε… πριν από δύο μέρες. Όλα αυτά που της συνέβησαν, ο γάμος της που διαλύθηκε με επώδυνο τρόπο, η μοναξιά που βίωνε όλον αυτόν τον καιρό, οι μνήμες των ευτυχισμένων χρόνων που δεν την άφηναν να ησυχάσει, το κλείσιμο στον εαυτό της και η άρνηση της για οποιαδήποτε βοήθεια, η εγκατάλειψη του εαυτού της, δεν άντεξε. Έξω από το σπίτι της έπεσε, εγκεφαλικό είπε ο ιατρός, δεν ξανασηκώθηκε."  

  Το νέο τον συγκλόνισε. Η Μαρία, η πρώτη του αγάπη, η μοναδική του αγάπη, είχε φύγει. Συνειδητοποίησε ότι δεν είχε προλάβει να της πει αντίο για λίγες μόλις ώρες. Αν δεν άφηνε τις μέρες να κυλίσουν αναποφάσιστος από τότε που πήρε το μήνυμα στο κινητό του,  ίσως όλα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά. 

 "Λυπάμαι!” ψέλλισε. "Δεν... δεν ήξερα! Δεν το φανταζόμουν καν!"

  Η νύχτα προχωρούσε και η ταβέρνα γέμιζε με γέλια και τραγούδια. Η Κατερίνα στα σύντομα διαλείμματά της, καθόταν δίπλα του λέγοντάς του λόγια υποστήριξης.  

  "Πρέπει να κάνεις κάτι!" του είπε. "Να επιστρέψεις στην Μαρία, στην μνήμη της. Να της πεις όσα κρατάς μέσα σου."

  Έπρεπε να σκεφτεί σοβαρά την πρόταση της Κατερίνας. Το μυαλό του άρχισε να συνθέτει εικόνες από το παρελθόν, όταν νεαροί ανέμελα διασκέδαζαν, εκείνη εκθαμβωτική, η ψυχή της παρέας, ενώ αυτός έστεκε δίπλα της τόσο μα τόσο μικρός έστω κι αν την αγαπούσε με όλο του το είναι. Γι΄ αυτό τον απάτησε;  Γι΄ αυτό δεν μπόρεσε να την διεκδικήσει και πάλι;

  "Έχεις δίκιο!" είπε τελικά με αποφασιστικότητα. "Θα βρω τον τρόπο να την τιμήσω. Και εσύ, Κατερίνα, είσαι η μόνη που ήξερες την αλήθεια και από τις δύο πλευρές. Θέλω να είσαι δίπλα μου!"

  "Ήμουν κάτι παραπάνω από την καλύτερή σου φίλη, μην το ξεχνάς!" και οι δυο τους αντάλλαξαν ένα χαμόγελο. Το πρώτο του μετά από καιρό.

  Μετά τα μεσάνυχτα, όταν η κίνηση αραίωσε στο μαγαζί, βγήκαν έξω με το φως του φεγγαριού να τους καθοδηγεί. Καθώς περπατούσαν κατά μήκος του λιμανιού το κύμα χτυπούσε απαλά στο τσιμέντο και σε συνδυασμό με τους ήχους του νησιού δημιουργούσαν μια μαγευτική μελωδία. Η γνώριμοι αυτοί ήχοι κατέκλυσαν τον Άλκη με αισθήματα συγκίνησης αλλά και μια αίσθηση ελευθερίας. Όλα όσα είχε αφήσει πίσω, όλα όσα είχε φοβηθεί, τώρα φάνταζαν ανώδυνα.

  "Πού πάμε;" ρώτησε η Κατερίνα, κοιτάζοντας τον με περιέργεια.

  "Στην παραλία!" απάντησε ο Άλκης. "Εκεί που μας άρεσε να καθόμαστε τα βράδια. Σίγουρα εκεί τριγυρίζει η ψυχή της αυτήν την ώρα."

  Το φεγγάρι έριχνε το ασημένιο φως του πάνω στην άμμο. Μόνο το σκάσιμο των αδύναμων κυμάτων ακούγονταν. Όταν έφτασαν, ο Άλκης ένιωσε τη  θάλασσα να τον καλεί. Στάθηκε απέναντί της ενώ το μυαλό του, η ψυχή του, η καρδιά του, γέμιζαν με την παρουσία της Μαρίας. Έκλεισε τα μάτια του και άφησε τις αναμνήσεις να τον πλημμυρίσουν.

  "Μαρία!" ψιθύρισε, "είσαι εδώ;"

  Η Κατερίνα στεκόταν δίπλα του, με μια έκφραση κατανόησης. 

  Ανάπνευσε βαθιά, προσπαθώντας να εστιάσει στα όσα είχε να πει. "Ήθελα να σου πω… ότι λυπάμαι. Λυπάμαι που δεν ήμουν εκεί όταν με χρειαζόσουν. Για το φευγιό μου! Δεν άντεχα να σε βλέπω πια... Ο εγωιστής εαυτός μου πρόδωσε την αγάπη που πάντα ένιωθα για σένα... συγνώμη!"

  Η θάλασσα φαινόταν να του απαντά, με κύματα που σκαρφάλωναν στην ακτή, σαν να τον ενθάρρυναν να προχωρήσει. "Αλλά τώρα, θέλω να ξέρεις ότι πάντα σε κουβαλούσα στην καρδιά μου. Δεν σε ξέχασα ποτέ. Ούτε για μια στιγμή!"

  Η Κατερίνα, νιώθοντας την έντασή του, του έπιασε τον ώμο με μια κίνηση που όριζε ότι έπρεπε να συνεχίσει. 

  Ενθαρρυμένος από την παρότρυνση της Κατερίνας, έκανε μερικά ακόμα βήματα μέχρι που το νερό έβρεξε τα πόδια του, σαν να μια πράξη εξιλέωσης απ΄ όσα τον βάραιναν. "Μαρία, αν με ακούς… θέλω να ξέρεις ότι ήσουν πάντα η πηγή της χαράς μου. Κάθε στιγμή που περάσαμε μαζί ήταν ένα δώρο, το οποίο ποτέ δεν εκτίμησα όσο έπρεπε."

  Η θάλασσα απαντούσε με τον απαλό παφλασμό της και ο Άλκης ένιωθε την καρδιά του να ηρεμεί. "Ήσουν το φως που με καθοδηγούσε, και τώρα που είμαι εδώ, το μόνο που ζητώ είναι να κρατήσω ζωντανές τις αναμνήσεις μας. Να σου ζητήσω συγνώμη, για την αδυναμία μου, τη φυγή μου, που σε άφησα, που δεν πάλεψα για σένα!"

  Αντίκρυ του το φεγγάρι σαν να είχε λαμπρύνει ακόμη περισσότερο και τότε για μια ελάχιστη στιγμή μόνο, εμφανίστηκε εκείνη να του χαμογελάει. Η ψυχή του πλημμύρισε γαλήνη. Δεν λάθεψε, ήταν εκεί, πιστή στις παλιές τους συνήθειες.

  Η Κατερίνα στεκόταν δίπλα του, έτοιμη να τον στηρίξει. "Πρέπει να φύγουμε!" του είπε τελικά. "Έκλεισε ένα κεφάλαιο της ζωής σου και οφείλεις να ανοίξεις το επόμενο, τώρα!"

  Ο Άλκης γύρισε προς την Κατερίνα. "Ναι! Έχεις δίκιο! Ας επιστρέψουμε."

  Στη μέση του δρόμου της επιστροφής η Κατερίνα τον πήρε στην αγκαλιά της, εκείνος αφέθηκε τελείως. Τον πλησίασε ζητώντας τα χείλη του κι εκείνος ανταποκρίθηκε.

"Είμαστε ακόμη εδώ..."

"Η ζωή δεν περιμένει. Το έχω πάρει το μάθημά μου!"

  

Η παραπάνω ιστορία είναι εμπνευσμένη από το συγγραφικό δρώμενο του Giannis Pit, με τίτλο: Μια ιδέα - Μια έμπνευση, 3ος κύκλος

  Η αρχική ιδέα ήταν:  Φτιάξε μια ιστορία με το παρακάτω κείμενο: "Ο θόρυβος των μηχανών ελαττώθηκε. Οι στροφές έπεφταν καθώς το πλοίο ήδη έκοβε ταχύτητα. Έστεκε ψηλά στο κατάστρωμα, το θαλασσινό αγέρι ανέμιζε τα μαλλιά του/της. Στα δεξιά ο μεγάλος λιμενοβραχίονας του λιμανιού οριοθετούσε το λιμάνι. Ένα λιμάνι μεγάλο, όμορφο. Στα δεξιά δεμένα, σαν πολύχρωμα στολίδια διάφορα σκάφη και στα αριστερά στο κέντρο, ο άδειος χώρος για τον οποίο το πλοίο που τον/την μετέφερε ήδη είχε βάλει ρότα. Η καλοκαιρινή ζέστη του δειλινού ήταν εμφανής και η υγρασία μούσκευε το κορμί του/της. Άπλωσε το βλέμμα του/της σε όλο το μήκος του λιμανιού. Ένα υπέροχο καρτ-ποστάλ ήταν ζωγραφισμένο στα μάτια του/της. Λίγα μέτρα χώριζαν το πλοίο από την αποβάθρα και έπρεπε να ετοιμάζεται για την αποβίβαση. Άνοιξε το κινητό του/της. Έψαξε τα μηνύματα, στάθηκε στο τελευταίο και διάβασε προσεκτικά: “Φτάνει στο τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει πια χρόνος” Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το είχε διαβάσει άπειρες φορές στη διαδρομή προς το νησί. Έβαλε το κινητό στην τσέπη και κινήθηκε προς την έξοδο. Ένιωθε τόσο παράξενα. Οι σκέψεις έρχονταν να πλημμυρίσουν το μυαλό του και έδεναν με την υπέροχη γαλήνη του νησιού..."

Φίλε Γιάννη σε ευχαριστώ, για την ευκαιρία που μας δίνεις να γράφουμε πράγματα πέρα από αυτά που καταρχήν έχουμε στο μυαλό μας.

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2022

Το Φτερούι


  Ποτέ δεν του άρεσαν οι πόλεις. Ειδικά οι μεγαλουπόλεις με τις αχανείς διαδρομές και τους ουρανοξύστες που σου κρύβουν τον ορίζοντα. Και στην τηλεόραση που τις έβλεπε, ενώ οι υπόλοιποι της παρέας εκστασιάζονταν αυτός μαζευόταν σφιχτά, σαν να προστάτευε τον εαυτό του από την πολυκοσμία, το ψυχρό φως των λαμπτήρων και την τραχύτητα της.

 Παιδί του χωριού ήταν, ενός μικρού ορεινού χωριού της Μακεδονίας, με ελάχιστους κατοίκους, κτηνοτρόφοι οι περισσότεροι, κάποιοι λίγοι ασχολούνταν και με την υλοτομία. Όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους, με το μικρό όνομα προσφωνούνταν όταν διασταυρώνονταν στα στενά σοκάκια, πολλές φορές χρησιμοποιούσαν και τα παρατσούκλια τους. Πολλούς τους ήξεραν μόνο με αυτό, το οποίο με την αναπάντεχη γλωσσική τους ευπλαστία, τους φόρτωναν απολύτως εύστοχα οι συγχωριανοί τους. Αυτόν, όλοι τον ήξεραν ως το "Φτερούι".
 Μόνο όταν έφυγε από το χωριό του, τότε επιτέλους ευτύχησε να ακούσει το όνομά του, Νίκο τον έλεγαν, ολοκάθαρα να βγαίνει από τα στόματα των συνομιλητών του.
 Λιανός και αδύναμος ήτανε, καμιά σχέση με τα άλλα γεροδεμένα αγόρια του χωριού, φτερό στον άνεμο που συχνά πυκνά σήκωνε και τις πέτρες στην περιοχή τους, αυτός ήτανε το φτερό που σίγουρα με το πρώτο φύσημα θα χανόταν από εκεί, όλοι το ήξεραν, πρώτα πρώτα αυτός ο ίδιος, ότι δεν ήταν γεννημένος για να βιοποριστεί στη σκληρή ζωή του βουνού.

 Τα γράμματα ήταν η μόνη διέξοδός του, αυτά έβαλε στη ζωή του από νωρίς, αυτά ήταν το εισιτήριο του για να φτιάξει ένα καλύτερο μέλλον για τον εαυτό του. Από το Γυμνάσιο ως το Λύκειο, και μετά στο Πανεπιστήμιο, παρέμενε κοντά στον τόπο του. Στο Οικονομικό πήγαινε με χαρά διότι έβλεπε ότι οι σπουδές που έκανε, του ταίριαζαν μα συγχρόνως δυσφορούσε με τη ζωή, που ήταν αναγκασμένος να υπομένει στην πόλη που σπούδαζε. Έμενε σε μία γκαρσονιέρα σε μια παλιά πολυκατοικία, κοντά στον Άη Δημήτρη, σ' ένα στενό και ανήλιαγο δρόμο, όπου τα διπλοπαρκαρισμένα αυτοκίνητα καταλάμβαναν τα μαυρισμένα από το καυσαέριο πεζοδρόμιο. Όταν η κατάσταση έφτανε στο απροχώρητο και ένιωθε ότι ο αέρας που ανάσαινε δεν τον έφτανε, ανέβαινε το κλιμακοστάσιο κι έβγαινε στην ταράτσα, όπου από την μια πλευρά μπορούσε να δει τον Θερμαϊκό και στο βάθος, πέρα από την άχνα του Αξιού, τον ασπρισμένο Όλυμπο να στέκει αγέρωχος, όμορφος, στιβαρός. Καθόταν και τον χάζευε για ώρα μέχρι που ερχόταν και πάλι στα καλά του, η θέα του και μόνο είχε τη δύναμη να τον συνεφέρνει, θυμίζοντας του πως είναι να ζεις μέσα στην καθαρότητα της αμόλυντης ατμόσφαιρας.
 Πήρε γρήγορα το πτυχίο του και αμέσως μετά το στρατιωτικό βρήκε δουλειά στην Αθήνα, στο λογιστήριο μιας μεγάλης εταιρίας ως βοηθός στην αρχή. Τα λεφτά ήτανε καλά, φαινόταν ότι είχε συνηθίσει πια και την βουή της πόλης, όλα μια ιδέα είναι έλεγε ξεγελώντας πρώτα πρώτα τον εαυτό του. Όλα πήγαιναν καλά στη ζωή του, δεν άργησε να συνδεθεί και με μία κοπέλα που εργαζόταν κι αυτή στην ίδια εταιρία και μέχρι να το καταλάβει βρέθηκε παντρεμένος. Είχε προτείνει, μήπως και γινόταν ο γάμος στο χωριό του, αλλά εκείνη ήταν ανένδοτη, δεν ήταν τα βουνά τόπος κατάλληλος για να παντρευτούν, έτσι του είπε και έκλεισε η κουβέντα. Ακολούθησε και ο πρώτος τους γιός, μετά από λίγο έφτασε και η κορούλα τους, θα έλεγε κάποιος ότι ήταν ευτυχισμένος. 

 Τα χρόνια περνούν γρήγορα, τα παιδιά του μεγάλωσαν, ήταν πια κι αυτά φοιτητές, στο χωριό δεν πήγαινε πια κανένας τους. Μικρά όταν ήταν, μπορούσε να πείθει και την γυναίκα και αυτά και να περνούν λίγες μέρες από τις διακοπές τους στο πατρικό του, όταν όμως έγιναν μαθητές του Γυμνασίου, αρνούνταν πεισματικά να τον ακολουθήσουν, ήθελαν διακοπές κάπου παραθαλάσσια ή να μένουν στην πόλη, δεν τους πείραζε έτσι σταμάτησε κι αυτός να πηγαίνει στο χωριό, τους ακολουθούσε στις επιλογές τους, ήθελε δεν ήθελε.
 Πριν από δύο χρόνια ο γιός του, απόφοιτος με Άριστα και με μεταπτυχιακό από το Οικονομικό των Αθηνών, βρήκε δουλειά στη Νέα Υόρκη, μια διεθνής εταιρία έψαχνε να εκπαιδεύσει στελέχη πάνω σε μια νέα πατέντα που είχε σχέση με την άυλη διακίνηση του χρήματος κι αυτός ήταν μέσα στις πρώτες επιλογές τους. Όλοι χάρηκαν για την ευκαιρία που του δινόταν από τα πρώτα κιόλας βήματα της επαγγελματικής ζωής του, μα δεν μπορούσαν να κρύψουν και την στενοχώρια τους καταλαβαίνοντας ότι θα τον έχαναν από κοντά τους, θα ζούσε πια σε ένα πολύ μακρινό μέρος, με γεμάτο εμπόδια τον δρόμο της επιστροφής στην Πατρίδα. 
 Δεν άργησε κι αυτός να κάνει το ταξίδι στην Αμερική, ο γιός του φρόντιζε να τον προσκαλεί συνεχώς, ήθελε να τον επισκεφτεί, να του δείξει πόσο καλά περνούσε εκεί στα ξένα μέρη, πόσο γρήγορα πήρε την πρώτη του προαγωγή και πόσο πολύ τον εκτιμούσαν οι συνάδελφοι του.
 Από την πρώτη στιγμή που πάτησε εκεί το πόδι του, κάτι αλλόκοτο τον κατέτρωγε, τίποτε δεν τον ευχαριστούσε, όλα τα μεγάλα και θαυμαστά που έβλεπε του, όπου κι αν τον πήγε ο γιός του, όλα του φαίνονταν άνευ αξίας και ανούσια.

 Το πρωινό της πρώτης Κυριακής, έφτιαξαν καφέ και ο γιος του του ζήτησε να τον ακολουθήσει. Πήραν το ασανσέρ και ανέβηκαν ως το τέρμα, κι από εκεί ακολούθησαν μια στενή σκάλα μέχρι που βγήκαν στην ταράτσα του ουρανοξύστη, που έμενε. Ακούμπησαν στο περβάζι με την κούπα του καφέ στα χέρια τους. Από τη μια μεριά ο πατέρας, που ο αγέρας του έπαιρνε τα μαλλιά που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν και από την άλλη ο γιος με όλη την ικμάδα της νιότης του.

"Πώς σου φαίνεται από δω πάνω η Νέα Υόρκη, πατέρα;"
"Τι να σου πω παιδί μου, δεν βλέπω κάτι που να μου αρέσει. Εντυπωσιακό το θέαμα, δεν λέω, αλλά δεν μου αρέσει!"
"Τι δεν σου αρέσει, δηλαδή;"
"Κοίτα κάτω! Εκεί, στις λεωφόρους ανάμεσα στις πολυκατοικίες. Εκεί, που ο ήλιος δεν μπορεί να φτάσει και οι άνθρωποι καταντούν χλωμοί σαν άρρωστοι. Τώρα κοίτα πέρα, εκεί που οι ουρανοξύστες διακόπτουν την καθαρότητα και την συνέχεια του ουρανού. Αυτά βλέπω εγώ και να είσαι σίγουρος ότι σε κανέναν δεν αρέσουν."
"Οι ανάγκες της εποχής, είναι αυτές, πατέρα. Δεν θαυμάζεις όμως την ικανότητα του Λαού, που έφτιαξε αυτό το θαύμα που βλέπεις μπροστά σου;"
"Αν τον θαυμάζω; Ναι! Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Σκέπτομαι εσένα που θα φας τα νιάτα σου εδώ, σε αυτό το τσιμεντένιο χάος, σε έναν ξένο τόπο και λυπάμαι."
"Λυπάσαι για την πρόοδο που έχω πετύχει, για την ευκαιρία που μου δίνεται να φτιάξω την ζωή μου; Τι να σου πω, ρε πατέρα; Περίμενα ότι θα χαιρόσουν με την επιτυχία μου. Εγώ λυπάμαι!"
"Μην παρεξηγείς τα λόγια μου! Δεν είπα ότι δεν χαίρομαι με ότι έχεις πετύχει. Ίσα ίσα που είμαι πολύ περήφανος για την εξέλιξή σου. Αλλά, ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω πως οι άνθρωποι επιβιώνουν σε μια τέτοια πόλη. Όλη την ημέρα κλεισμένοι μέσα στα γραφεία τους, δίχως κάπου να βγουν για να τους κτυπήσει λίγο το φως, ο καθαρός αέρας. Για να σου πω την αλήθεια, θα σε ήθελα κάπου κοντά μας, σε μια πιο ανθρώπινη πόλη, όπως την Αθήνα. Μέχρι τώρα την αντιμετώπιζα απαξιωτικά αλλά τώρα κατάλαβα ότι είχα άδικο. Η Αθήνα είναι ανθρώπινη, δεν έκρυψε τον ουρανό της όπως αυτοί εδώ. Αυτό με στενοχωρεί γιέ μου."
"Το ξέρεις πατέρα, η χώρα μας δεν δίνει ευκαιρίες."
"..."
"Αλλά δεν ξέρεις ποτέ, ίσως κάποια μέρα τα καταφέρω και επιστρέψω. Όλα είναι δυνατά."
"Φτάνει να το θέλεις κι εσύ γιε μου. Τίποτε δεν πρόκειται να γίνει αν αφήσεις τη ζωή σου σαν φτερό να την πάρει ο άνεμος, προς όπου φυσά."
"..."
"Πάμε κάτω, γιε μου! Φοβάμαι μην αρπάξω κανένα κρύο εδώ πάνω. Ότι ήταν να δω το είδα."

(μετά από έναν χρόνο)
 Ο Νίκος έχει εγκαταλείψει την οικογένεια του, την Αθήνα που ζούσε τα τελευταία τριάντα χρόνια. Λίγους μήνες μετά το ταξίδι του στην Αμερική επέστρεψε στο χωριό του. Οι δικοί του έχουν φύγει πια, το σπίτι τους εγκαταλειμμένο από καιρό, αλλά κάθε μέρα φτιάχνοντας από λίγο, το ανασταίνει και πάλι. Το βράδυ βγαίνει στο μοναδικό καφενείο του χωριού με την μαντεμένια σόμπα να καίει στην μέση κι ακούει τους ντόπιους. Κυρίως τους μεγαλύτερους, που ενθυμούμενοι ιστορίες αληθινές ή φανταστικές, θέλουν να τις διηγηθούν πριν αποχωρήσουν απ'  αυτόν τον κόσμο. Κάποιες φορές ζητούν κι από αυτόν να πει κάτι από την εμπειρία του στην μεγάλη πόλη - Νίκο τον φωνάζουν κι αυτοί πια, από σεβασμό για την απόφασή του, ξέχασαν το "Φτερούι" αλλά εκείνος αρνείται ευγενικά. Θέλει να ακούει, έχει ανάγκη να μαζέψει πίσω όλη την παρεξηγημένη σοφία του τόπου του, που ο χρόνος αδυσώπητα φρόντισε να χάσει. Αυτά που κάποτε απεχθανόταν σε αυτόν τον τόπο τώρα τα θεωρεί τα πιο σημαντικά απ'  όλα. Από την δουλειά του ήδη τον έχουν απολύσει. Ούτε τα ένσημα για σύνταξη δεν έχει μαζέψει ακόμη. Η γυναίκα του, του κλάφτηκε στο τηλέφωνο που την άφησε μόνη, στη συνέχεια του ούρλιαξε με οργή, μέχρι που στο τέλος τον σιχτίρισε για τα καλά και από τότε ούτε που ασχολήθηκε ξανά μαζί του. Τα παιδιά του προσπάθησαν να τον συνετίσουν, τα άκουγε σιωπηλός και στο τέλος τους έδινε την ευχή του λέγοντάς τους ότι αν ήθελαν να τον δουν ξανά, ήξεραν που θα τον βρούνε.

 Το "Φτερούι" που το σήκωσε κάποτε ο άνεμος και το πήρε μακριά από αυτά τα σκληρά μέρη, είχε βρει τον δρόμο και γύρισε στον τόπο που πάντα γνώριζε ως δικό του. Δεν ξέρει αν είναι ευτυχισμένος, δεν ξέρει για πόσο θα αντέξει μακριά από τους δικούς του, ούτε για πόσο θα του φτάσουν τα χρήματα που έφερε μαζί του ή αν θα επιχειρήσει να φτιάξει κάτι για να βιοποριστεί εκεί πάνω, τίποτε δεν έχει σίγουρο αλλά και ούτε κάνει σχέδια για το μέλλον. Απλώς τώρα του αρέσει που βρίσκεται εδώ, στο σπίτι που μεγάλωσε, μπροστά στο αναμμένο τζάκι ενώ έξω ο μανιασμένος κρύος αέρας σηκώνει τον κόσμο. Όχι όμως κι αυτόν.



 Ευχαριστώ την Μαίρη από την Γήινη Ματιά , για την ευκαιρία που μας δίνει, να γράψουμε αλλά κυρίως να διαβάσουμε όμορφες δουλειές των συνοδοιπόρων μας, σε αυτό το όμορφο δρώμενο!







Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2021

Κοιτώντας προς την θάλασσα

 

   Ό Μιχάλης αλαφιασμένος έστειλε το SMS με το νούμερο 6, έπρεπε οπωσδήποτε να βγει από το σπίτι του, η όλη κατάσταση είχε αρχίσει να τον κτυπά στα νεύρα και μόλις είχε τσακωθεί για μία ακόμα φορά με τα παιδιά του. Ευτυχώς και η γυναίκα του, που κρατούσε τα μπόσικα στο σπίτι κι έστεκε ακόμα όρθιο. Εκείνος, με τρεις μήνες κλειστό το μαγαζί του, μια μικρή ψησταριά στο χωριό που έμεναν, στον Βράχο της Παναγίας, είχε φτάσει στα όρια του. Τα χρήματα τους είχαν σχεδόν τελειώσει, οι υποχρεώσεις έτρεχαν, η τηλεόραση που όλη μέρα έπαιζε τον τρέλαινε και κανένας δεν έδειχνε να τον καταλαβαίνει. Ειδικά τα παιδιά του. Κλεισμένα στα δωμάτια τους, συνέχεια με το κινητό στο χέρι, είτε έκαναν μάθημα είτε χάνονταν με τις ώρες στη γειτονιά με τους άλλους συνομήλικους τους. Άλλη ώρα μαζευόταν η Μαρία του άλλη ο Δημήτρης του. Κι εκείνος εκεί, άπραγος, μην έχοντας πουθενά να πάει, ενώ η γυναίκα του συνεχώς κάτι έκανε, μαγείρευε στην κουζίνα, τακτοποιούσε τα υπνοδωμάτια, έριχνε νερό στα μπαλκόνια, στριφογύριζε την σκούπα στα πόδια του. 
   Μπήκε στο αυτοκίνητο και κατέβηκε προς την θάλασσα, προς τα αγαπημένα του Πηγάδια. Πόσο καιρό είχε να δει την θάλασσα αναρωτήθηκε. Από το καλοκαίρι απάντησε ο ίδιος, κι αυτές δυο τρεις φορές μόνο. Πού χρόνος για μπάνια με την ταβέρνα καλοκαιριάτικα, αφού οι απανταχού διωγμένοι συγχωριανοί του μαζεύονταν στο χωριό και τον κρατούσαν ανοιχτό ως το μεταμεσονύχτιο πέρασμα στην άλλη μέρα. Πάρκαρε το αυτοκίνητο του στην άκρη της μικρής τους παραθαλάσσιας πόλης. Ο ήλιος που πλησίαζε στην δύση του, την έδειχνε απόκοσμα άδεια, ακίνητη, αν ήταν ημέρα καραβιού τότε ίσως να έβλεπε και κανέναν άνθρωπο. Άνοιξε το ντουλαπάκι δίπλα του κι έβγαλε μια μάσκα, χρησιμοποιημένη ξανά και ξανά, που να τον βρει αυτόν το κακό εδώ πέρα μονολόγησε και την πέρασε κάτω στο πηγούνι του. Βγήκε και προχώρησε προς το αλιευτικό καταφύγιο ενώ η δροσερή αύρα του Φλεβάρη με την αλμύρα της θάλασσας τον ανάγκασαν να πάρει μια βαθιά ανάσα ανακούφισης. Τότε η ματιά του έπεσε σε κείνο το σκαρί, που γερμένο στην άκρη της παραλίας, σάπιζε αργοπεθαίνοντας. Χρόνια ήταν εκεί, ποτέ δεν τον τσίγκλησε η εικόνα του, παρά μόνο σήμερα. Πλησίασε. Ήξερε τίνος ήταν και θυμόταν πολύ καλά την ημέρα εκείνη, τότε που όλοι οι κάτοικοι της μικρής τους κωμόπολης, μαζί και η πιτσιρικαρία του μικρού τους νησιού είχε μαζευτεί στην άκρη του μόλου περιμένοντας το πολύτιμο φορτίο του, μαζί τους κι εκείνος.

 
Το 74 ήταν, στα γεγονότα της εισβολής στην Κύπρο μας, τότε που στο ξεψύχισμα της η Χούντα επιστράτευε την Πατρίδα μας προσπαθώντας να περισώσει ότι μπορούσε από την απίστευτη προδοσία της. Οι άντρες των χωριών είχαν ανοίξει τα φυλλάδια εκστρατείας τους, οι μανάδες τους κλαίγανε στις πλατείες αποχαιρετώντας τους, τα ΤΕΑ είχαν πάρει θέσεις κοντά σε κάποιες παραλίες, επιβλήθηκε γενική συσκότιση και το ραδιόφωνο μετέδιδε συνεχώς πολεμικά εμβατήρια και ανακοινωθέντα, ο κόσμος άδειασε τα μπακάλικα της πόλης. Λόγω της εγγύτητας του νησιού με την Κύπρο έπιαναν το κρατικό ραδιόφωνο της Κύπρου, το Ρ.Ι.Κ., κι έτσι οι κάτοικοι από πρώτο χέρι ήξεραν τι πραγματικά συνέβαινε ακούγοντας την σπαρακτική φωνή του εκεί εκφωνητή. Κάποιοι λίγοι επίστρατοι φάνηκαν στο νησί, Αθηναίοι οι περισσότεροι. Και τότε φάνηκε η πραγματική γύμνια του κράτους που ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με τις φαμφαρονικές εκδηλώσεις των δικτατόρων. Τους έστειλαν με τα ρούχα που είχαν φύγει από το σπίτι τους και άοπλους. Αλλά και οι δικοί μας, δεν πήγαιναν πίσω. Ο βασικός τους εξοπλισμός ήταν το Lee- Enfield, όπλο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, με βεληνεκές μόλις στα 200 μέτρα. Όσο για τις επικοινωνίες μεταξύ τους ανύπαρκτες, ούτε με ταχυδρομικά περιστέρια.

  Οι αρχές του τόπου επικοινώνησαν με το κέντρο, αλλά μέσα στον γενικό χαμό, που να βρεθεί άνθρωπος να τους δώσει κάποια απάντηση. Κάποια στιγμή, τους λένε: «Εξοπλισμό και όπλα έχουμε στην Ρόδο αλλά δεν έχουμε τρόπο να σας τον στείλουμε.» Συσκέπτονται τότε οι αρχές και αποφασίζουν να στείλουν αυτοί, ένα δικό τους καΐκι. Το καλύτερο το είχε ο Κριεζής, μάλλον παρατσούκλι πρέπει να ήταν αυτό. Τον καλούν στην δημαρχία, παρόντες εκτός του Δημάρχου, ο Δεσπότης, ο διευθυντής της Χωροφυλακής κι ένας Λοχαγός που μέσα του αναθεμάτιζε την ώρα, καθότι ο μόνος που μπορούσε να καταλάβει πραγματικά τι γινόταν. Ο Κριεζής μπήκε αγέρωχος, έτσι και αλλιώς αυτός ζούσε τον καθημερινό του πόλεμο με τα κύματα και την αλμύρα και η ελληνική σημαία στο κατάρτι του πάντα κυμάτιζε. Οι γαλονάδες και οι εξουσίες δεν ήταν ποτέ του γούστου του. Του εξήγησαν τι ήθελαν να κάνει, του έδωσαν την απόφαση να την κρατά για το επίσημο του πράγματος κι εκείνος δίχως δεύτερη σκέψη αρματώθηκε για το ταξίδι και ξεκίνησε την ίδια μέρα κιόλας.

Οι μέρες περνούσαν κι όλοι οι κάτοικοι του νησιού, ότι κι αν έκαναν, κάποια στιγμή σταματούσαν και κοίταζαν προς το πέλαγος, μήπως και φανεί ο Κριεζής. Μέχρι μια βδομάδα ήταν ο εύλογος χρόνος για να πάει και να έλθει, να κάνει τις αναγκαίες συνεννοήσεις και να φορτώσει. Τις τελευταίες της μέρες, όλο και περισσότεροι ήταν εκείνοι που μαζεύονταν στο λιμάνι κοντά περιμένοντας τον σωτήρα τους. Δεν μιλώ για την οικογένειά του, ποιος ξέρει τι αγωνία τράβηξαν οι άνθρωποι; Μέχρι που αργά το σούρουπο της έβδομης μέρας, το σκαρί του φάνηκε από το Τραοπήδημα και όρτσαρε προς το λιμάνι. Σε λίγο, πριν το καταλάβουμε καλά καλά, στην άκρη του μόλου, δίπλα μας ακριβώς και ο Δήμαρχος με το λευκό του κουστούμι, ο Δεσπότης με την βαριά του ποιμαντορική ράβδο, ο διευθυντής της χωροφυλακής με το απαστράπτων θυρεό του και ο Λοχαγός, σκονισμένος και κατάμαυρος από την αγωνία και το εικοσιτετράωρο τρέξιμό του. Το καΐκι όλο και πλησίαζε και οι πιτσιρικάδες πυκνά και τακτικά ξεφωνίζαμε επιφωνήματα επιδοκιμασίας για τον ήρωα που γύριζε σώος από την αποστολή του. Όταν πια πλησίασε και μπορούσαμε να διακρίνουμε τα πρόσωπά τους, τον είδαμε τον Κριεζή, όρθιο στην πλώρη, με το ένα χέρι κρατούσε το ξάρτι που έδενε το ακρόπρωρο με το κατάρτι και με το άλλο τους χαιρετούσε δίνοντάς την είδηση ότι η αποστολή του είχε επιτευχθεί. Αμέσως οι χωροφύλακες μας έσπρωξαν όλους προς τα πίσω και ένα στρατιωτικό φορτηγό με μια εξάτμιση που κάπνιζε σαν τρένο του παλιού καιρού, πλησίασε δίπλα στο καΐκι που μόλις είχε δέσει. Σε κανέναν δεν είπαν τι τελικά είχε καταφέρει να φέρει ο Κριεζής, έτσι κι αλλιώς σε λίγες ημέρες, η δικτατορία έπεσε, ακολούθησε η δεύτερη εισβολή, τα κόμματα άρχισαν να μιλάν και πάλι, που καιρός για τέτοια.
 
    Αυτά σκεφτόταν ο Μιχάλης και οι αναμνήσεις του μπερδεύονταν με την ζοφερή πραγματικότητα των ημερών. Κι ένα αίσθημα πνιγμού του έκλεισε για λίγο τον λαιμό. Φοβόταν. Όσο κι αν ήταν μικρός τότε και όλα στο μυαλό του φάνταζαν σαν ένα παράξενο πανηγύρι, ο φόβος του βγήκε πολλές φορές μεγαλώνοντας. Οι εντάσεις με την γειτονική χώρα ποτέ δεν έπαψαν και εκείνος κάθε φορά, το πρώτο που κοίταζε ήταν το πέλαγος που απλωνόταν μπροστά τους. Η καθαρότητα του τον ησύχαζε. Αν φαινόταν κανένα δικό μας πολεμικό, ήξερε ότι κάτι συνέβαινε αλλά ένιωθε ότι κάποιος ήταν εκεί για τον προφυλάξει. Σήμερα δεν ήξερε ποιος τον φύλαγε και από τι. Ένας ιός, σκότωσε πολλούς στην υπόλοιπη Ελλάδα λένε τα δελτία συνεχώς κι εκείνος εύχεται μόνο να μην είναι έτσι τα πράγματα, τα δελτία να υπερβάλλουν. Βλέπει τα παιδιά του να χάνονται όλη την μέρα σε μια οθόνη και τα απογεύματα να εξαφανίζονται με τους φίλους τους. Βλέπει το μαγαζί του κλειστό, δίχως κανένα άλλο εισόδημα, πέρα από κάποιο επίδομα που πήρε και τα οι λογαριασμοί να μένουν απλήρωτοι. Βλέπει την γυναίκα του στο σπίτι. Ποτές μέχρι τότε δεν είχε αντιληφθεί τον καθημερινό της αγώνα για να μένει το σπίτι τους όρθιο. Βλέπει τις ρυτίδες στο πρόσωπό της και μετά κοιτάζεται και αυτός στο καθρέπτη, όλο και πιο συχνά μένει πια αξύριστος, και αναρωτιέται που πήγαν τα νιάτα τους. Η ανεμελιά τους. Κοιτάζει ξανά το παροπλισμένο σκαρί που βρίσκεται μπροστά του και αισθάνεται ακόμα πιο έντονα την δική του αχρηστία. Κοιτάζει για μια ακόμα φορά την θάλασσα που μπλαβίζει πια, μα δεν βλέπει κανέναν να τον παρηγορήσει από την μεριά της. 
   Το βράδυ στο σπίτι τους, όταν πια είχε μαζευτεί όλη η οικογένεια του, χαρούμενα και ανέμελα τα παιδιά του, η γυναίκα του λιγομίλητη όπως πάντα να προσπαθεί να τους ευχαριστήσει όλους, τους διέκοψε από τις δικές τους σκέψεις και ζήτησε να τον ακούσουν για λίγο. Με ήρεμο τρόπο τους εξήγησε την κατάσταση που βρίσκονταν, ζήτησε από τα παιδιά του να καταλάβουν ότι κάποια πράγματα μπορεί να άλλαζαν προς το χειρότερο για όλους τους, πρόσκαιρα τους καθησύχασε, μέχρι να σταματήσει όλο αυτό το κακό που τους είχε πάρει από κάτω. Δεν ήταν ιδιαίτερα αισιόδοξος ότι το καλοκαίρι που περίμεναν θα ήταν καλύτερο από το προηγούμενο και ότι άλλη λύση δεν είχε από να φτιάξει ξανά από την αρχή του κτήμα του πατέρα του, στο Λάι. Αρκετές ελιές είχε, ένα κομμάτι κληματαριά και μέρος για κήπο. Ήξερε ότι θα είχε πολύ δουλειά μπροστά του, χρόνια εγκαταλειμμένο είχε αγριέψει και τα αγριόχορτα το έπνιγαν, αλλά δεν μπορούσε πια να στηριχτεί στην ταβέρνα τους. Θα την δούλευε το καλοκαίρι, τότε τους έδινε αρκετά, αλλά τον χειμώνα δεν μπορούσε να σκλαβώνεται εκεί, για δυο τρία ποτά, που έδινε την ημέρα και τα ρεύματα να καίνε. Θα ξεκινούσε από την επομένη κιόλας. Τα παιδιά του σιώπησαν αμήχανα κοιτάζοντας μια αυτόν και μια την μάνα τους. Και τότε εκείνη αφού καθάρισε τα χέρια στην ποδιά της, ήλθε και κάθισε δίπλα του, τον πλησίασε στο μάγουλο και τον φίλησε τρυφερά, πράγμα που είχε πολύ καιρό να κάνει.
   «Κι εγώ Μιχάλη! Κι εγώ μαζί σου! Καλύτερα στο κτήμα δίπλα σου, ότι χρειάζεσαι βοήθεια να στην δίνω, παρά εδώ μέσα! Πάντα μαζί σου δεν ήμουν; Καλύτερα εκεί στον καθαρό αέρα, έξω παρά εδώ μέσα. Μπάφιασα κι εγώ Μιχάλη μου όλη μέρα εδώ μέσα! Δεν το αντέχω άλλο!» κι έπεσε στην αγκαλιά του με αναφιλητά. 

Αυτή είναι η συμμετοχή μου, στην μίνι συγγραφική σκυτάλη#1 του 2021, που οργανώνει με πάθος η Μαίρη από το μπλοκ ΓΙΗΝΗ ΜΑΤΙΑ και την ευχαριστώ για την όλη προσπάθεια της.

Κάρπαθος

Τρίτη 23 Ιουνίου 2020

Bloggers Talking Challenge #2 Σας παρουσιάζω την αγαπημένη μας Μάνια από το Blog: "Καληνύχτα"


Αγαπητοί αναγνώστες μου, συμμετέχοντας στο bloggo-παιχνίδι που ξεκίνησε η αγαπητή Κατερίνα, από το ιστολόγιο της 
                "Pause Blog"-Bloggers Talking Challenge #2                

έχω τη χαρά να σας παρουσιάσω την αγαπητή φίλη Μάνια, με τις ιδιαίτερες, μυστήριες, μαγικές εγγραφές της, γεμάτες όμορφες φωτογραφίες, ξωτικά και αγάπη στο μπλοκ της: 
                       Κ α λ η ν ύ χ τ α
  Μέσα απ΄το όμορφο αυτό παιχνίδι, έχουμε τη χαρά να γνωρίσουμε  λίγο καλύτερα, ανθρώπους που έχουμε συνηθίσει να τους  διαβάζουμε, να μας συντροφεύουν και ενίοτε να τους αγαπούμε μέσα από τα γραπτά τους. 
Γνωρίστε λοιπόν την Μάνια!!!!!!

Ποια είναι η ιστορία του blog μου;

  Η ιστορία του μπλoγκ μου είναι ιστορικής σημασίας για την γλώσσα το πολιτισμό τα ήθη και τα έθιμα της πολύπλοκης απλής προσωπικότητας, μιας γνήσιας φυσικής ξανθιάς θεάς. Πάρα πολλές χρήσιμες πληροφορίες και φωτογραφικό υλικό δικής μου πνευματικής ιδιοκτησίας (ιδιοκτησία χαχαχαχα) από το 2007 για την ζωή μου, έτσι όπως σκοπίμως ακατανόητα καταγράφηκαν και αρχειοθετήθηκαν κάτω από άσχετες ετικέτες. Ένα μπλογκ για μένα από μένα με αγάπη εγώ.... με γραφή παρανοϊκά ακατανόητη, άναρχη, αδόμητη, αμόρφωτη.   Ξεκίνησα να γράφω στην διεύθυνση spiritpblogs.gr και όταν μας έκαναν έξωση από το pathfinder.gr μεταφέρθηκε στη maniaskalinyxta.wordpress.com. Ένα ημερολόγιο λοιπόν που αποκτά ανεκτίμητη αξία από τα σχόλια. Σαν να λέμε "Καληνύχτα μη φοβάσαι δεν σε ξέχασε κανείς".  Το μπλογκ μου φιλοξενεί 43.040 σχόλια και μόνο στην wordpress μπορούσα να τα μεταφέρω. 

Πέντε τυχαία πράγματα που θα ήθελα να μάθετε για μένα…
  1. Είμαι ανοιχτό βιβλίο, ο μεγάλος μου πόθος είναι να με σκαλίσεις και να μάθεις τα πάντα για μένα. Ρώτα με και θα σου πω τα πάντα, άσχετο αν δεν θα καταλάβεις τίποτα και θα σκάσεις τελικά από την πολυλογία μου. 
  2. Αυτή τη στιγμή μου πρόσφερε να δοκιμάσω ένα κομμάτι τυρί μμμ πρελούδιο σκέτο, και φοράω μόνο μια φαρδιά μπλούζα και τίποτε άλλο. 
  3. Μου αρέσουν οι άντρες, τους θεωρώ μυστήριο της φύσης τρελαίνομαι να τους εξερευνώ. Θεωρώ τις γυναίκες φίλες μου.
  4. Ζω στο Μόντρεαλ ως ερωτική μετανάστρια τα τελευταία δέκα χρόνια. 
  5. Το παλιό μου παλτό είναι ο σύντροφός μου Για το καλό σου μην προσπαθήσεις ποτέ να του προκαλέσεις σωματικό ή ψυχικό πόνο. Κατά τα άλλα δεν με ενοχλεί καθόλου να με υποτιμάς. 
Ένα τραγούδι που μου δίνει δύναμη:
Ένα; ένΑΑΑ ; Ένα που μου ήρθε αυτή τη στιγμή που γράφω με τίτλο "Che sia benedetta", από το μουσικό φεστιβάλ του Σαν Ρέμο. Σας προσκαλώ να το ακούσετε ...

κι εδώ έχω και τη μετάφραση του https://maniaskalinyxta.wordpress.com/2017/02/12/as-einai-efloghmenh/

Τι σε ενοχλεί στο διαδίκτυο;
Πως είναι δυνατόν να απαντήσω αν δεν γνωρίζω τι είναι διαδίκτυο; Χαος! Μια ματιά στα βασικά με κάνει να θεωρώ πιο δύσκολη την ερώτηση "τι είναι αυτό που σου αρέσει στο διαδίκτυο" Μια τεράστια δεξαμενή -πληροφορίας, γνώσης- που φαινομενικά είναι χωρίς ιεραρχία άναρχη μέχρι τη στιγμή που θα νιώσεις πως η μηχανή αναζήτησης  που χρησιμοποιείς μπορεί να σε καθοδηγήσει όπως γουστάρει στις πληροφορίες :) Με ενοχλούν: Hoax, phishing, pharming, με ενοχλούν όλα τα νομικά και ηθικά ζητήματα. Με ενοχλεί που ενώ νιώθω πως το διαδίκτυο είναι ένα καθαρά αναρχικό μούτρο, θεωρείται από πολλούς όχι πολίτης αλλά πελάτης... και έτσι ξεκαρδίζομαι στα γέλια που νευριάζω,  "με το υφάκι του Εικονικού "γ@μια" που  προβάλλει στο διαδίκτυο καθώς  ουσιαστικά αγ@μητος στην πραγματική του ζωή" 

Γεγονότα που σε «διαμόρφωσαν» στον άνθρωπο που είσαι τώρα:
Δεν θέλω να απαντήσω. Το γεγονός είναι γεγονός και ως γεγονός το μόνο γεγονός  είναι το ότι γεννήθηκα. Μικρές και μεγάλες αποφάσεις, δισταγμοί, επιλογές, και συναισθήματα σε όποια γεγονότα γύρω μου συνεχίζουν να διαμορφώνουν τη ζωή μου. Έτσι απάντησα χωρίς να απαντήσω. 

Αγαπημένες συνήθειες μου:
Να ακούω μουσική και τραγούδια ως συντροφιά σε ότι κάνω. Να καπνίζω μετά το φαγητό. Να παρακολουθώ ταινίες με παρέα. Να δοκιμάζω τα φρούτα άπλυτα. Να παίζω με κάθε ευκαιρία. Να με παίρνει ο ύπνος χωρίς να το καταλάβω.  

Λόγοι για να μην χάσεις το χαμόγελο σου:
μου ή σου... μπερδεύτηκα η μικρή ξανθιά ... Δεν ξέρω :) 

Θα επιθυμούσα να παραλάβει τη σκυτάλη από μένα, Μαρία Γ. που έχει το μπλογκ Φεύγουμε;
καθώς είναι ένας από τους ανθρώπους που φροντίζει να μη χαθεί το χαμόγελο.

  * Ευχαριστώ τη Μάνια για την αποδοχή της πρόσκλησης και προσκαλώ κι εγώ την αγαπητή Μαρία Γ, να παραλάβει τη σκυτάλη από τη Μάνια, την μικρή ξανθιά μας!!!!!

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2020

Bloggers Talking Challenge #2 Παράδοση σκυτάλης-κάλεσμα στον επόμενο

Αγαπημένοι μου φίλοι και φίλες, για όσους δεν το γνωρίζουν στη bloggoγειτονιά μας, κυκλοφορεί ένα όμορφο δικτυακό δρώμενο το: 


Η Κατερίνα, στο προσωπικό της ιστολόγιο, όπως θα δείτε στον παραπάνω σύνδεσμο, είχε την έμπνευση και ξεκίνησε ένα ακόμα εμπνευσμένο, διαδραστικό δικτυακό δρώμενο.
Ένα "γαϊτανάκι" διαδοχικών παρουσιάσεων φίλων που δραστηριοποιούνται στο χώρο των Bloggers.
Μέσα από μια μικρή σύντομη συνέντευξη, στην οποία έχουν την ευκαιρία να απαντήσουν σε κάποια δοσμένα ερωτήματα παρουσίασης.

Έτσι μας δίνεται μια ακόμα ευκαιρία να ανοίξουμε περαιτέρω τις καρδιές μας και να γνωριστούμε καλύτερα μεταξύ μας. Κι εμείς οι παλιοί αλλά και με άλλους που έχουν το "ψώνιο" των ιστολογίων.

Ο Giannis Pit, ο καλός μας φίλος, μου έκανε την τιμή εδώ: 


να με φιλοξενήσει στο ιστολόγιό του, το " Η δ ύ π ο τ ο ν " 

Στο τέλος παρέδωσα την "σκυτάλη" στην αγαπημένη μας φίλη Mania, την γνωστή δικτυακή μας ξανθιά, με τα μυστήρια ξωτικά της, 
για να είναι η δική μου καλεσμένη στην επόμενη παρουσίαση,
Καληνύχτα  το ιστολόγιό της.

Συνεπώς προσκαλώ για την συνέχεια την αγαπητή μας φίλη:
Μάνια

με τις υπέροχες, λίγο μυστηριώδεις και ιδιαιτέρως "μαγικές" εγγραφές της, 
να μας δώσει τις δικές της απαντήσεις στο όμορφο αυτό δρώμενο-κάλεσμα-παρουσίαση.

Μάνια μου, περιμένω τις απαντήσεις σου για να σε παρουσιάσω αγαπητή φίλη εδώ, στα "Γυρίσματα του Μυαλού μου" !!!!

ΥΓ: Οι ερωτήσεις προσφέρονται και για ενδοσκόπηση 😀😀
 

Τετάρτη 20 Απριλίου 2016

Νόστος, δρόμος, καρδιά (blogame)

20 Απρ 2016

  Νόστος = επιστροφή στην πατρίδα... και στο μυαλό μου αμέσως έρχεται ο Οδυσσέας, ο πολυμήχανος, ο οποίος ταξίδευε για δέκα ολόκληρα χρόνια μέχρι να επιστρέψει στην Ιθάκη του. Τι καημός κι αυτός! Έχασε τα πλοία του, τους άντρες του, όλα όσα όφειλε να επιστρέψει πίσω στην πατρίδα... επιθυμώντας να δει, έστω για μια ελάχιστη στιγμή, την αναμμένη καμινάδα του σπιτιού του (καπνὸν ἀποθρῴσκοντα)...  και μετά ας πέθαινε.  Η γυναίκα του η Πηνελόπη ( η πιστή ... ), σίγουρα κάποιο ρόλο θα είχε σε όλη αυτή τη σφοδρή επιθυμία της επιστροφής. 

  Οι περισσότεροι από εμάς σήμερα, κάπου έχουμε αφήσει, πίσω μας, μια πατρίδα. Είτε αυτήν που γεννηθήκαμε και παίξαμε όταν ήμαστε μικροί, είτε αυτή που μας ενώνει με τους συγγενείς - προγόνους  μας, είτε αυτή που μας θυμίζει ευτυχισμένες ημέρες όπου τα πρώτα εφηβικά σκιρτήματα μας πλήγωναν την καρδιά. Μια πατρίδα την οποία περπατήσαμε, ανεβήκαμε της πλαγιές της, ατενίσαμε πέρα μακριά τον ορίζοντα της ( ονειρευόμενοι το μέλλον μας ), ξαποστάσαμε σε μια βρυσούλα δίπλα σε κάποιο ξωκλήσι, βουτήξαμε στα νερά της το καλοκαίρι. Μια πατρίδα στην οποία ζήσαμε περιπλανώμενοι από κάποιο παραδοσιακό πανηγύρι σε κάποιο απόμερο μπαράκι με ένα ποτό στο χέρι, ζώντας, έτσι λέγαμε, όλο το πάθος και την κάψα του καλοκαιριού. 
 Και σήμερα η καρδιά μας είναι τόσο μπερδεμένη. Κάπου όλα αυτά έχουν ξεθωριάσει, έχουν γίνει τόσο μακρινά, τόσο δεύτερα, σαν να μην ήταν ποτέ στη ζωή μας...
 Λυπηρό ή ελπιδοφόρο; Δεν ξέρω!
Λυπηρό, να διαγράφεται η "σημασία" του παρελθόντος σου και όσα κουβάλησες μέσα σε αυτό;
Ελπιδοφόρο να αφήνεις πίσω κομμάτια της ζωή σου και να στέκεσαι περισσότερο στα τωρινά ή τα αυριανά;
Το σίγουρο πάντως είναι, ότι το δρόμο του Οδυσσέα, τον επικίνδυνο, τον μακρύ, το δύσβατο, τον περιπετειώδη, τον "άθλιο"... δεν θα τον έκανα ποτέ!
Ποτέ;
Κι αν σήμερα τον διαβαίνεις δίχως να το έχεις καταλάβει... και το τέλος του θα είναι εκεί, όπου η νοσταλγία σε ανύποπτο χρόνο, κτυπά τις άκρες της μνήμης σου με εικόνες, ήχους, μυρουδιές και γεύσεις, αισθήσεις υπαρκτές μα και τόσο άπιαστες;

Μίμης Πανάρετος, ο Καρπάθιος καλλιτέχνης...

    Ο Μίμης για μας που τον γνωρίζουμε από παλιά, είναι ένας άνθρωπος με αβίαστη καλλιτεχνική φλέβα, η οποία εκδηλώνεται σε πολλά επίπεδα. ...