Γεώργιος Κωστέτσος |
Μέχρι το 1992 ζούσε στο Όθος της Καρπάθου ο Γεώργιος Κωστέτσος, ο τελευταίος χαλκιάς του νησιού. Τον θυμάμαι κάθε πρωί ν΄ ανεβαίνει στο χαλτσαδιό(1) του και κάθε απόγευμα να κατεβαίνει κατάκοπος. Στα χέρια του συνήθως κρατούσε κάποια από τις δημιουργίες του. Εκεί στο δωματιάκι που ζούσε είχε ένα μπαούλο με αξίνες, σκαλιστήρια, τσάπες και ένα σωρό άλλα σιδερένια εργαλεία. Από όλα τα χωριά τον επισκέπτονταν για να διορθώσουν ή ν' αγοράσουν κάποιο εργαλείο και τότε η πρωτότυπη αυτή έκθεση άνοιγε αμέσως και με καμάρι επιδείκνυε το εμπόρευμα του.
Τον θυμάμαι μεγάλο σε ηλικία. Είχε περάσει τα ενενήντα, όταν πέθανε. Γεννήθηκε το 1902 όπως έγραφε η ταυτότητά του, εκείνος όμως υποστήριζε ότι το πραγματικό έτος γέννησης του ήταν το 1898. Κι όμως λίγα χρόνια πριν πεθάνει, ακόμα δούλευε. Μόνος του δούλευε το φυσερό για να δυναμώσει η φωτιά και στη συνέχεια χτυπούσε αλύπητα το πυρωμένο σίδερο στο αμόνι για να του δώσει σχήμα. Δύσκολη δουλειά μα ήταν δυνατός άντρας. Έχουν να διηγούνται στο χωριό: Προπολεμικά, όταν χτιζόταν το Δημοτικό Σχολείο, κάτω στα Πηγάδια - το λιμάνι του νησιού- έφτασαν τα ξύλα για τη στέγη και τα πατώματα. Όλοι οι άντρες κατέβηκαν για να βοηθήσουν στη μεταφορά τους. Τα δοκάρια όμως είχαν μεγάλο μήκος και δεν μπορούσαν να φορτωθούν στα ζώα. Τότε αποφάσισαν να τα μεταφέρουν στον ώμο. Δύο δύο οι άντρες φορτώνονταν τα δοκάρια και διένυαν την απόσταση των 5 χιλιομέτρων περίπου για να ανέβουν στο υψόμετρο των 530 μέτρων που βρίσκεται το χωριό. Μόνο ο Γιώργης ο Κωστέτσος την έκανε αυτή τη μεταφορά μόνος του και μάλιστα δυο φορές την ημέρα.
Ο Κωστέτσος στο Χαλτσαδιό του |
Σε μικρή ηλικία βρέθηκε στην Μικρά Ασία, στην περιοχή της Σμύρνης. Σε ντόπιο μάστορα έμαθε την τέχνη του χαλκιά. Ακολούθησε τη φυγή των Ελλήνων κατά την Μικρασιατική Καταστροφή. Μάλιστα έφυγε μια μόλις μέρα πριν την είσοδο των Τούρκων στην Σμύρνη, παρά τις παραινέσεις του αφεντικού του να παραμείνει για μία μέρα ακόμα ( κανένας δεν πίστευε στην Καταστροφή). Επέστρεψε στην Κάρπαθο και μπήκε βοηθός σε ντόπιους μαστόρους. Στο Νικολή το Χαλκιά και τον Πολυχρόνη Χανιώτη. Δεν ήταν ικανοποιημένος όμως ούτε από τις απολαβές, ούτε από την εργασία. Έτσι ανοίγει δικό εργαστήριο στις Πυλές. Δεκαοχτώ χρόνια το κράτησε ανοιχτό. Στη συνέχεια ανοίγει χαλτσαδιό στο χωριό του, στης Ευαγγελίας το σπίτι, κοντά στην Παναγία. Εκεί έμεινε ως την πρώτη πενταετία του 1950. Τότε μεταφέρει το εργαστήριο του στη Μέλλουρα, εκεί όπου τον γνωρίσαμε εμείς οι νεότεροι.
Στην περίοδο του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, όταν αποκλείστηκε το νησί και τα καράβια έπαψαν να μεταφέρουν τρόφιμα, οι κάτοικοι ως μόνο τρόπο επιβίωσης βρήκαν την καλλιέργεια της λιγοστής γης. Χρειάζονταν εργαλεία. Καλοσυντηρημένα εργαλεία. Και η πρώτη ύλη ήταν λιγοστή. Τότε φάνηκε η αξία του ντόπιου τεχνίτη. Και ο καλύτερος ήταν ο Κωστέτσος. Έκανε συμφωνία με τους γεωργούς και τους κτηνοτρόφους. Θα τους επιδιόρθωνε τα εργαλεία που θα χρειάζονταν για μια πλήρη καλλιεργητική περίοδο και αυτοί θα τον πλήρωναν σε είδος. Οι γεωργοί τέσσερα πινάκια γεννήματα. (Το πινάκι ήταν δοχείο-μονάδα μέτρησης όγκου, του Κωστέτσου ήταν λίγο μεγαλύτερο.) Οι κτηνοτρόφοι, βούτυρο, δρίλλα, κρέας. Οι σκαφιοί(2) χρήματα. Τίποτα δεν έλειψε από το σπίτι του τα δύσκολα εκείνα χρόνια. Πολλές φορές ήταν το μόνο σπίτι που είχε βούτυρο, το οποίο έδινε σε κάποιον ασθενή ως γιατρικό. Δούλεψε όμως πολύ σκληρά τότε, το επέτρεπε πέρα από την ισχυρή του κράση και η ηλικία του. Από τα ξημερώματα ως αργά τη νύχτα. Οι ανάγκες ήταν μεγάλες. Έφτιαχνε τα πάντα, από υνιά ως κλειδαριές.
Του έφερναν σκασμένα βλήματα και αυτός τους έφτιαχνε τα εργαλεία. Για κάρβουνο φρόντιζε ο ίδιος. Έπαιρνε άδεια από τους κατακτητές Ιταλούς κι έκοβε πεύκα. Στις Μισσάθες κατασκεύαζε τον καρβουνόλακο. Έκοβε ξύλα και τα στοίβαζε μέσα σε αυτόν, τα σκέπαζε με κοσκινισμένο χώμα και τα "έκαιγε" δημιουργώντας το κάρβουνο. Όταν ήταν έτοιμα τα μετέφερε με μουλάρια στο χαλτσαδιό του.
Ατυχήματα είχε. Κάποτε του καρφώθηκε στο χέρι το πίσω μέρος ενός δρεπανιού. Τα φάρμακα ανύπαρκτα. Η δημώδης ιατρική συνέστησε έναν κόκορα βραστό σε καθημερινή βάση. Το ξεπέρασε γρήγορα.
Τον θυμάμαι ακόμη, να παίζει τάβλι στο καφενείο. Αληθινή πρόκληση για όποιον είχε το θάρρος να τα βάλει μαζί του. Ανίκητος. Στο χωριό ακόμα λένε για ένα αναπόφευκτα χαμένο διπλό παιχνίδι: "Αυτό δεν το κόβει ούτε ο Κωστέτσος".
Κρίμα που η γενιά μου, δεν είχε την προνοητικότητα να περισώσουμε το φυσερό του, το αμόνι του, το εργαστήρι του. Πράγματα που κάποτε τα θεωρούσαμε ασήμαντα, σήμερα στην εποχή της αλματώδους ανάπτυξης θα μας συνέδεαν με το παρελθόν μας. Τουλάχιστον με τη βοήθεια της μνήμης ας κάνουμε αυτό το ταξίδι, στη δύσκολη ζωή των παλαιοτέρων γενιών από εμάς. Όχι νοσταλγώντας την αλλά για να διδαχθούμε από τον τρόπο που αντιμετώπιζαν τις δυσχέρειες της εποχής τους.
Φυσερό ή Φυσούνα σιδερά, λαογραφικό Μουσείο Καλλιμασίας Χίου. Το φυσερό του Κωστέτσου ήταν διαφορετικό, μοναδικό από μια πρόχειρη έρευνα που έκανα, δυστυχώς δεν διασώθηκε. |
(1) χαλτσαδιό: σιδερουργείο
(2) σκαφιοί: σκαφτιάδες
Κάρπαθος