Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2025

Ευεργέτιδα λήθη.

  Η άνοιξη είχε μπει για τα καλά και οι κάτοικοι του χωριού, άντρες και γυναίκες, απ΄ τα ξημερώματα είχαν κατέβει στον κάμπο για να σπείρουν τα καπνά. Καλά ήταν ακόμα τα χρόνια, ο μπασμάς είχε πέραση, κάπου εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα πρέπει να ήταν. Κουραστική δουλειά μα οι χωριανοί μας μπορούσαν και ζούσαν με αξιοπρέπεια τις οικογένειές τους. Στο χωριό μόνο τα παιδιά έμεναν και οι γεροντότεροι. Την ημέρα εκείνη σχολείο δεν πρέπει να είχε, διότι όλα τ΄ αγόρια της γειτονιάς βρίσκονταν από νωρίς εκεί στο πλάτωμα παίζοντας ποδόσφαιρο. Με τον βαρύ ήχο του αυτοκινήτου που ακούστηκε ν΄ ανεβαίνει την ανηφόρα, τραβήχτηκαν στην άκρη του δρόμου, αφού μάζεψαν βιαστικά τη μπάλα τους. Γρήγορα εκείνο φάνηκε στη στροφή μέχρι που ήλθε και σταμάτησε κάτω απ΄ το σπίτι του Κογκαλίδη. Το σήμα της κόκκινης ημισελήνου στις πινακίδες του, έδειχνε την προέλευση των επιβατών του. Οι πόρτες άνοιξαν, δυο άντρες βγήκαν, άνοιξαν την πίσω πόρτα και με φανερή τρυφερότητα βοήθησαν τη γυναίκα να βγει. Αυτή ήταν μεγάλης ηλικίας, φορούσε άσπρη μαντίλα που κάλυπτε το κεφάλι της και τη παραδοσιακή στολή των γυναικών της Ανατολής.

  Την ώρα εκείνη φάνηκε στη στροφή ο Τζιότζιος. Με που τους είδε τέντωσε το κορμί του, κατέβασε τη τραγιάσκα, πάτησε καλύτερα το μπαστούνι του και κίνησε κατά πάνω τους. Τάχυνε το βήμα του όσο μπορούσε, τα δυο τρία ούζα που είχε πιει στο μπακάλικο του Καλογιάννη σε συνδυασμό με τα χρόνια που κουβαλούσε στην πλάτη, τον δυσκόλευαν.

  Η γυναίκα, γιαγιά θα την έλεγες, κάτι έδειξε με τα χέρια της, κάτι είπε στη γλώσσα της, κάτι της απάντησαν οι άλλοι. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της ενώ την βοηθούσαν να ξαναμπεί στο αυτοκίνητο. Ό ένας απ΄ τους δυο άντρες έπιασε μια φωτογραφική μηχανή απ' το μπροστινό κάθισμα και άρχισε να φωτογραφίζει ολόγυρα όλα τα σπίτια.

  Την ώρα εκείνη ο Τζιότζιος έφτασε πια κοντά τους.

Γεια σας!” τους χαιρέτησε με εγκαρδιότητα χωρίς να μπορεί να κρύψει την περιέργεια του.

Μερ χαμπά” Ανταπέδωσαν κι αυτοί τον χαιρετισμό.

Τουρκ;” τους ρώτησε.

Έβε” απάντησαν θετικά.

  Τους ξαναρώτησε τι έψαχναν, άδικα όμως απ' εδώ και πέρα η συνεννόηση τους ήταν αδύνατη. Μπήκαν στο αυτοκίνητο, έκλεισαν τις πόρτες, ο οδηγός έβαλε μπροστά τη μηχανή και ξεκίνησε ν΄ ανεβαίνει την ανηφόρα για την έξοδο του χωριού.

  Μέχρι το βράδυ τα νέα είχαν διαδοθεί παντού. Καθένας έλεγε το μακρύ και το κοντό του, όπως συνήθως γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις. Αυτή ήταν και η κουβέντα που μονοπώλησε το ενδιαφέρον όλων στο καφενείο της απάνω γειτονιάς. Οι Τούρκοι που σταμάτησαν και φωτογράφισαν τα σπίτια τους. Κάποιος υποστήριξε ότι σίγουρα ήταν κατάσκοποι, από την άλλη όμως αναρωτήθηκε τι ενδιαφέρον να είχε η γειτονιά τους. Κάποιος άλλος, απ΄ τους γεροντότερους της παρέας, που πρόλαβε τα χρόνια πριν την απελευθέρωση, υποστήριξε ότι πρέπει να ήταν απόγονοι των λίγων Τούρκων που ζούσαν στο χωριό τότε. Δεν απέκλεισε το γεγονός, η γιαγιά με την άσπρη μαντίλα, να γεννήθηκε και να μεγάλωσε στο χωριό. Εκεί, στη μέση του μαγαζιού, κοντά στη ξυλόσομπα που η ζέστα της ήταν χρειαζούμενη ακόμη τα βράδια, καθόταν και ο Τζιότζιος. Απ΄ αυτόν διαδόθηκαν τα νέα αλλά ακόμα δεν είχε ανοίξει το στόμα του, μόνο άκουγε. Τα ογδόντα τα είχε πατήσει προ πολλού αλλά στις διηγήσεις ήταν μάστορας. Όλοι κρέμονταν από τα χείλη του, ειδικά όταν βαριούνταν την φλυαρία της τηλεόρασης. Τότε εκείνη έκλεινε κι αυτός ανέσυρε απ΄ τη μνήμη του ιστορίες από τα παλιά τα χρόνια. Και ήταν αστείρευτος. Πέρα από όλα τα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν το χωριό τους, ήξερε όλα τα χούγια και τα μυστικά των συγχωριανών του, τις παρασπονδίες και τις καλοσύνες τους, τα κρυφά πιπεράτα μυστικά τους. Όλοι ήξεραν ότι συνήθως υπερέβαλε στις διηγήσεις του αλλά ο τρόπος της αφήγησης του ήταν ανεπανάληπτος. Άλλαζε ή αυξομείωνε την ένταση της φωνής του, χειρονομούσε κατάλληλα, σηκωνόταν για να δώσει έμφαση σε αυτά που έλεγε, σήκωνε απειλητικά το μπαστούνι του, καθόταν και μόρφαζε σαν κάτι πολύ βαρύ να τον στενοχωρούσε, έκανε τις ανάλογες παύσεις για να τους προετοιμάσει για το τέλος. Ένας ερασιτέχνης ηθοποιός που έδινε την παράσταση του, με μοναδικό ακροατήριο τους λίγους θαμώνες του καφενείου. Μόνη του απόλαυση ήταν και του άρεσε αυτό, να τους βλέπει να κρέμονται από χείλη του και στο τέλος είτε να τον χειροκροτούν είτε να τον αποδοκιμάζουν γελώντας για το θράσος του. Και ήταν θρασύς διότι τολμούσε και έλεγε ιστορίες, που το υπόλοιπο χωριό της κρατούσε στη λήθη, μακριά από τα παιδιά και τα εγγόνια τους, διότι δεν απέδιδαν τιμή και παινέματα στους προγόνους τους.

  Τότε ο Τζιότζιος ένευσε με το χέρι του ησυχία, ήταν το σήμα ότι θα ξεκινούσε την δική του εξιστόρηση. Γύρισε το κεφάλι του ολόγυρα σε όλο το μαγαζί, όλοι ησύχαζαν ένας ένας. Με το που κάθισε και ο καφετζής, άρχισε την αφήγηση του. 

  Αχάραγα ακούστηκαν εκείνες οι τουφεκιές δίπλα στο ποτάμι. Στις όχθες του κείτονταν δίπλα δίπλα, τα άψυχα πια κορμιά του Καντάν και της γυναίκας του της Μουγγέ. Παραπέρα, μόλις μερικές δεκάδες μέτρα και ο δεκαπεντάχρονος γιος τους ο Ονάν. Πλήρωσαν με τη ίδια τη ζωή τους, την απερισκεψία τους. Πίστεψαν ότι κανένας δεν θα τους πείραζε. Τόσα χρόνια ζούσαν μέσα στο μαχαλά αγαπημένοι με τους γείτονες τους, δεν χωρούσε στο νου τους αυτό, που θα τους συνέβαινε εκείνο το βράδυ. Οι υπόλοιποι της γενιάς τους από τις προηγούμενες ημέρες, όσο ακουγόταν ότι ο ελληνικός στρατός πλησίαζε ασταμάτητος στο χωριό τους, είχαν μαζέψει σε τεράστιους μπόγους ότι τους ήταν χρειαζούμενα, τα φόρτωσαν στα ζώα τους και κατευθύνθηκαν προς την Ανατολή. Ήλπιζαν ότι κάποια μέρα θα τα κατάφερναν, σύντομα, να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Πού να ήξεραν;

  Ένα βράδυ προτού οι πρώτοι Έλληνες στρατιώτες διασχίσουν το χωριό για να φτάσουν στη Δράμα, έγινε το κακό. Η γειτονιά μας, όπως έκανε όλο το χωριό μόλις σκοτείνιαζε, κλείστηκε στα σπίτια, σφάλισε τα παράθυρα και τις πόρτες της. Αν και οι λίγοι Βούλγαροι στρατιώτες που στάθμευαν εδώ είχαν φύγει από την προηγούμενη, κανένας δεν μπορούσε να πιστέψει ακόμα τα καλά νέα που έφταναν από παντού. Ξάφνου ακούστηκαν οι κλαγγές των αλόγων, οι κλωτσιές στην πόρτα, οι φωνές της Μουγγέ, οι γδούποι στο κορμί του Καντάν, οι απειλές και το βρισίδι των δικών μας, η βίαια έξοδος των ανθρώπων και μετά... ησυχία. Αφού πέρασε λίγη ώρα, τράβηξαν οι πατεράδες μας απαλά το σύρτη, άνοιξαν με προσοχή τις πόρτες, κοίταξαν προς το σπίτι των γειτόνων μας, όλοι είχαν φύγει. Μαζεύτηκαν στην αυλή του διαλυμένου σπιτιού, όλα ένα κουβάρι, σαν να βρήκε την ευκαιρία ο χρόνια κλεισμένος θυμός στο ασκί του Αιόλου να βγει με ορμή προς τα εκεί και να μην αφήσει τίποτα όρθιο στο διάβα του. 

  Κατέβασαν το κεφάλι, γύρισαν και πάλι στα σπίτια τους, κλείδωσαν πίσω τους, η ψυχή τους πονούσε, τα μάτια των γυναικών βούρκωσαν, μπορεί να διέφεραν στην πίστη αλλά μαζί πορεύτηκαν τόσα χρόνια. Ο φόβος τους έκλεισε το στόμα, όλοι διαισθάνονταν τι θα γινόταν, καλύτερα να μην έλεγαν τίποτε, τα παιδιά τους δεν χρειαζόταν να μάθουν.

  Μα το επόμενο πρωινό η στενοχώρια τους γρήγορα έγινε χαρά και πανηγύρι. Το χωριό μας γιόρταζε επιτέλους την ελευθερία του. Σαν ψέματα μας φαινόταν! 

  Βλέπετε, στην αρχή του χρόνου το χωριό το είχαν καταλάβει οι Βούλγαροι, υπερήφανοι και αλαζόνες που πατούσαν για πρώτη φορά πόδι σε όλη την περιοχή, από το Νέστο, την Καβάλα ως τον Στρυμόνα. Μαζί τους κατέβηκαν στο χωριό και οι Εξαρχικοί από τη Μέλτζοβα! Αλλά και απ΄ αυτήν εδώ τη γειτονιά, κάποιοι βρήκαν την ευκαιρία να ταχθούν φανερά πια με το μέρος των νέων κατακτητών. Τα διαθέσιμα τρόφιμα επιτάχθηκαν, οι μερίδες που αναλογούσαν στον καθένα μας ήταν ίσα για να μην πεθάνουμε. Εκτός κι αν βουλγαρογραφόσουν, ε! τότε το σπίτι σου γέμιζε με όλα τα καλά. Οι διωγμοί ήταν στην ημερήσια διάταξη, κυρίως των γραμματιζούμενων, κάποιοι μπόρεσαν κι έφυγαν προς τη Θεσσαλονίκη για να γλιτώσουν την ίδια τη ζωή τους. Το όνειρο για Ένωση με την Ελλάδα του χωριού μας που πάντα η πλειοψηφία του είχε ελληνική συνείδηση, φαινόταν ότι έσβηνε για πάντα. Εκείνο το εξάμηνο, ήταν από τα πιο μαύρα που ζήσαμε.

  Όλα μεμιάς ξεχάστηκαν, η χαρά πλημμύριζε την ψυχή και οι πανηγυρισμοί ήταν ξέφρενοι. Από μέσα από το χωριό, περνούσαν ο ένας μετά την άλλο, οι λόχοι του στρατού μας. Το χωριό μέχρι το μεσημέρι γέμισε με τις σημαίες μας. Ανασαίναμε επιτέλους την ελευθερία και ο φόβος πέρασε στους χθεσινούς ευνοημένους της μοίρας. Ο τόπος δεν τους σήκωνε πια, έπρεπε να φύγουν. Βρέθηκαν στη λάθος μεριά της ιστορίας και έπρεπε να πληρώσουν το τίμημα. Πήραν το δύσκολο δρόμο της προσφυγιάς προς το βορρά, αποχαιρετώντας τους συγγενείς τους. Η μισή οικογένεια να αγωνίζεται για την ελληνικότητα της και η άλλη μισή να την αρνείται. Κανένας δεν έκλαψε γι' αυτούς. Όσο για τη Μέλτζοβα, αυτή σβήστηκε από το χάρτη, ήταν αδύνατον να γίνει διαφορετικά, το χωριό που κράτησε ψηλά όλα τα προηγούμενα χρόνια τη σημαία όλων αυτών που θεωρούσαν τη Βουλγαρία ως φυσικό διεκδικητή της περιοχής, ερημώθηκε.

Η εικόνα είναι δημιούργημα της τεχνητής νοημοσύνης

  Τις επόμενες ημέρες στελεχώθηκαν οι υπηρεσίες, πρώτα και καλύτερα η αστυνομία και τα σχολεία, με πρωταρχικό τους σκοπό να εκριζώσουν ότι ξένη επιρροή υπήρχε από τους ατελείωτους αιώνες της σκλαβιάς. Οι γιαγιάδες στις αυλές τους ακόμα μιλούσαν κρυφά τα γιούφτικα, με αυτήν τη γλώσσα πορεύονταν από γενιά σε γενιά. Βουλγάρικα ήτανε στην πραγματικότητα. Όλοι μιλούσαν τα γιούφτικα, αλλά η γλώσσα της εκκλησίας καθόριζε τι ήταν ο καθένας μας. Όσοι πήγαιναν στο σχολείο επί Τουρκοκρατίας, Ελληνικά μάθαιναν γιατί αυτή ήταν η γλώσσα του Ευαγγελίου, έτσι κι εμείς αισθανόμασταν πάντα Έλληνες. Στην κοινότητα, υψώθηκε η ελληνική σημαία, τα σινάφια άλλαξαν στα ελληνικά τις πινακίδες στα μαγαζιά τους, οι αστυνόμοι τριγύριζαν στις γειτονιές επιβλέποντας παντού την κατάσταση, μήπως τους είχε ξεφύγει κάτι.

  Τώρα βέβαια, με το δίκιο σας, θα με ρωτήσετε ποιοι ήταν εκείνοι, οι δικοί μας που σκότωσαν του αφελείς που νόμιζαν ότι το σπίτι τους θα το προστάτευαν οι γείτονές τους. Την αλήθεια θα σας πω, κανένας μας δεν τους είδε. Άλλοι έλεγαν ότι ήταν από κάποιους εντόπιους, που έχοντας υποστεί τον ξεφτιλισμό των Βουλγάρων ή το βάρος των ατέλειωτων χρόνων της Τουρκικής σκλαβιάς ξέσπασαν πάνω σε αυτούς τους άμοιρους ανθρώπους, που καμιά σχέση δεν είχαν με ότι γινόταν γύρω τους. Άλλοι είπαν ότι ήταν οι Θρακιώτες, που διωγμένοι κι αυτοί κακήν κακώς από τα δικά τους μέρη με το ξέσπασμα του πολέμου, ζήτησαν εκδίκηση. Ποιος ξέρει;

  Έγιναν φοβερά πράγματα τότε. Πάντα στον πόλεμο γίνονται ντροπιαστικά, που τα κρύβουν ενώ τα λίγα ηρωικά τα ξεχειλώνουν. Μακάρι να μην ήξερα ούτε από εκείνα ούτε από τα άλλα. Μα έτσι τα έγραφε η Ιστορία ότι έπρεπε να γίνουν, όπως κι έγιναν τελικά.”

  Ο Τζιότζιος χαλάρωσε στην καρέκλα του και πάλι, δίνοντας το σήμα ότι η αφήγηση του είχε τελειώσει. Κανένας δεν μίλησε αυτή τη φορά, μια βουβαμάρα σκέπασε όλο τον χώρο μέχρι που σηκώθηκε απ την καρέκλα του ο Κογκαλίδης. Αυτός ήταν ένας από τους πρώτους πρόσφυγες, παιδί ακόμα, που έφτασαν στο χωριό, πριν το 22. Η οικογένεια του βρήκε ένα εγκαταλειμμένο σπίτι, εκεί στη γειτονιά που σταμάτησε το πρωί το αυτοκίνητο με τους Τούρκους, και το κατέλαβε. Όλοι τους καλοδέχθηκαν, σίγουρα προσπαθούσαν να ξορκίσουν εκείνη τη τραγική βραδιά, που αδυνατούσε η μνήμη τους να διαγράψει. Την ιστορία πρώτη φορά την άκουγε μα κάτι επιπλέον πέρασε από το μυαλό του. Χαιρέτησε βιαστικά κι έφυγε για το σπίτι του.

  Την άλλη μέρα, ξύπνησε από τα χαράματα, στην πραγματικότητα ο ύπνος δεν τον είχε πιάσει διόλου όλη τη νύχτα. Έβγαλε το κασμά και το φτυάρι από την αποθήκη. Το δικό του σπίτι έψαχναν οι Τούρκοι. Από χρόνια σκόνταφτε σε εκείνη την πλάκα, μέσα από την εξώθυρα του σπιτιού. Ήταν ελαφριά ανασηκωμένη, ελάχιστα, ίσα που φανέρωνε ότι κάποιος την είχε βγάλει για κάποιο λόγο και την τοποθέτησε και πάλι αλλά το κουσούρι του μερεμετιού έμεινε. Άρχισε να την κτυπά με τον κασμά, έφερε και το καλέμι με τη βαριοπούλα, σήκωσε τη γειτονιά στο πόδι, η νύφη του ξύπνησε και αυτή, προσπάθησε να καταλάβει τι γινόταν, ζήτησε να περιμένουν τον άντρα της να γυρίσει απ΄ τα χωράφια το βράδυ, αυτός της έλεγε μόνο να προσέχει να μην μπει κανένας στο σπίτι τους. Η βαριά πέτρινη πλάκα χαλάρωσε, έβαλε όση δύναμη του απέμεινε μέχρι που την τράβηξε στα πλάγια. Η νύφη του μια κοίταζε να μην μπει καμιά γειτόνισσα και μια τον πεθερό της, που θαρρείς ότι ψηνόταν ολόκληρος στον πυρετό. Το χώμα φάνηκε από κάτω. Με το φτυάρι, άρχισε να σκάβει και να αδειάζει το χώμα. Σε λίγο, το σίδερο σκόνταψε σε κάτι. Έπιασε και πάλι το καλέμι, γονάτισε και άρχισε να ξύνει μ΄ αυτό το χώμα ολόγυρα. Ένα ξύλινο κουτί, σάπιο σχεδόν, μικρό με φιλντισένια στολίδια, φάνηκε. Στα χέρια του διαλύθηκε. Τρεις χρυσές λίρες Αγγλίας όλες και όλες κρύβονταν εκεί. Δεν ήταν απ΄ τους τυχερούς. Μα πώς μπορούσε να γίνει διαφορετικά; Φτωχοί άνθρωποι ήταν όσοι κατοικούσαν στο χωριό τους, ξωμάχοι της γης, όλοι τους. Είτε Έλληνες είτε Τούρκοι είτε Βούλγαροι, ο ένας μοίραζε τη φτώχεια του με τον άλλο μέχρι που στο γύρισμα του αιώνα, οι Μεγάλοι  αποφάσισαν ότι ο καθένας έπρεπε να πάρει τον δικό του δρόμο και να κλειστεί στα δικά του σύνορα. Τα σύνορα που χαράχτηκαν έπρεπε να διαγράψουν απ΄ τη μνήμη των ανθρώπων εκείνα που τους ένωναν και να μείνουν εκείνα που τους χώριζαν. Μάθαμε να μισούμε, τους έμαθαν να μας μισούν, μέχρι την ημέρα που ως Λαοί θα σταθούμε στα πόδια μας, ικανοί να μην φοβόμαστε την ίδια την ύπαρξη μας.

20-2-2019

Αυτό είναι ένα διήγημά μου, το οποίο έγραψα πριν από λίγα χρόνια και τώρα έφτασε ο χρόνος για τη δημοσίευσή του.  

Τετάρτη 5 Μαΐου 2021

Η Αλιστράτη πολύ παλιά (1784)

 Οι αναγνωστικές βουτιές στο ιστορικό παρελθόν των τόπων, ιδιαίτερα των "δικών μου" τόπων,  ήταν κάτι που πάντα με γοήτευε. Είτε αυτές γίνονταν διαμέσου κάπου ιστορικού μυθιστορήματος, είτε με την ανάγνωση αμιγώς ιστορικών βιβλίων, είτε ακόμη και από τις γλαφυρές περιγραφές των περίφημων περιηγητών. Έτσι, όταν τυχαία έπεσα πάνω στο έργο του Γάλλου περιηγητή Esprit Maria Cousinery, Voyage dans la Macedoine (Ταξίδι στην Μακεδονία) του 1831, αισθάνθηκα την ανάγκη να κάνω μια σχετική εγγραφή.

Cousinery
  Ο E.M. Cousinery ήταν πρόξενος της Γαλλίας στη Θεσσαλονίκη, από το 1784 ως το 1817. Επίσης ήταν αρχαιολόγος και συλλέκτης νομισμάτων. Το 1784 περίπου, πραγματοποιεί ένα 8/μηνο ταξίδι σε όλη την  Μακεδονία. Το ταξίδι γίνεται θεωρητικά, για να διερευνήσει τις εμπορικές ευκαιρίες που μπορούν να υπάρξουν ανάμεσα στην Γαλλική Αυτοκρατορία και τις πλούσιες σε προϊόντα, αγροτικές περιοχές της Μακεδονίας. Βλέπουμε όμως ότι σε όλη τη διαδρομή του, ανάμεσα σε πόλεις, χωριουδάκια, κάμπους και βουνά, αυτό που αναζητά κυρίως είναι: τις περιοχές με ερείπια του Αρχαίου και Ρωμαϊκού παρελθόντος. Τις εντυπώσεις του τις δημοσιοποιεί στο παραπάνω δίτομο έργο, αρκετά χρόνια αργότερα (1831). Στην κατοχή του είχε αρκετές χιλιάδες αρχαίων νομισμάτων, που κατά την άποψη μου, τα αγόραζε έναντι ευτελούς τιμήματος, από τους αγρότες της περιοχής, πρακτική συνήθης την εποχή εκείνη και όχι μόνο. Το ταξίδι του στην Μακεδονική ενδοχώρα ασφαλώς θα του έδωσε την ευκαιρία, να βρει ή να αγοράσει πολλά από αυτά, κάποια τα απεικονίζει και μέσα στο εν λόγω έργο του. Πάντως, αν κάτι χαρακτηρίζει τα γραφόμενα του, είναι ο θαυμασμός του όχι μόνο για τα ερείπια του σπουδαίου παρελθόντος μας, αλλά και για τις ομορφιές που συνάντησε, καθώς και η συμπάθεια του για τους Έλληνες κατοίκους της Μακεδονίας. Ο Cousinery είχε νυμφευτεί Ελληνίδα και κατά την Ελληνική Επανάσταση τάχθηκε με το μέρος των Ελλήνων.

Στην εγγραφή μου αυτή, θα παρουσιάσω και στη συνέχεια θα σχολιάσω (τμηματικά), το σύντομο πέρασμα του E.M. Cousinery το 1784 από την Αλιστράτη, καθώς και τη διαδρομή του προς και από αυτήν. Στο τέλος της εγγραφής μου μπορείτε να βρείτε τον σύνδεσμο του χάρτη της περιοχής, σε μεγαλύτερη ανάλυση, για να παρατηρήσετε καλύτερα τα τοπολογικά στοιχεία που αναφέρονται.  Γράφει λοιπόν:

  "Περάσαμε τη νύχτα σε αυτό το χωριό του οποίου οι κάτοικοι, οι περισσότεροι Έλληνες μας φάνηκαν να είναι άνετοι και φιλόξενοι." 

( O Cousenery αναφέρεται στην Zilaova, όπου ο τοπικός αγάς είχε παραθεριστική κατοικία. Σύμφωνα με τον χάρτη που παραθέτει ο ίδιος, πρόκειται για κάποιο ορεινό χωριό, που βρίσκεται ανάμεσα στη Zigna και την Alistrati, σε απόσταση δύο ωρών πεζοπορίας περίπου και από την Ζίχνη και από την Αλιστράτη. Δύσκολο να προσδιοριστεί ποιο χωριό είναι, μιας και η Zilaova,  παραπέμπει  στην παλιά ονομασία της Ζίχνης: Ζηλιάχοβα. Είναι πιθανόν, να έχει κάνει κάποιο λάθος εδώ.

Τμήμα του χάρτη της Μακεδονίας, που παραθέτει ο Cousinery, με έτος
δημιουργίας το 1826.  Διακρίνεται η Αλιστράτη.

 "Την επόμενη μέρα, ακολουθήσαμε τις ίδιες πλαγιές και μετά από δύο ώρες περπατώντας ανατολικά, φτάσαμε στην περιοχή του Aghìo-Strati ή πιο λαϊκά, Ali - Strati, μια μικρή πόλη στην περιοχή Drame, που βρίσκεται στις βάσεις του όρους Cercine, όπου φτάσαμε μέσα από όμορφους αμπελώνες, Φυτείες με βαμβάκια, απέραντους ορυζώνες, μεγάλες φυτείες καπνού, αμπέλια διάσπαρτα με χωράφια με σιτάρι, που σχημάτιζαν το πιο ευχάριστο θέαμα μπροστά στα μάτια μας. Αυτή η πεδιάδα που επαίνεσαν οι Αθηναίοι*, λόγω των καρπών και των τριαντάφυλλων της, περιβάλλεται από βουνά που σχηματίζουν ένα οβάλ, περίπου εννέα λευγών** σε μήκος και μέγιστο πλάτος, τρεις λεύγες. Έχει διεύθυνση από τα νοτιοανατολικά προς τα βορειοδυτικά.

( 1. Παρατηρούμε ότι η Αλιστράτη, περιγράφεται ως μια μικρή πόλη της περιοχής της Δράμας. Αυτό δεν είναι παράξενο, όλοι γνωρίζουμε τους στενούς δεσμούς που διατηρεί το χωριό, ακόμα και σήμερα, με την περιοχή της Δράμας αλλά και ότι η Αλιστράτη, εντάχθηκε στο Νομό Σερρών, μετά την απελευθέρωση της περιοχής. (1913). 

2. Υπάρχουν τρεις ονομασίες για το χωριό: ALISTRATI στον χάρτη. Aghio-Strati -Άγιο-Στράτη, πιθανόν κάποια παλιά γραφή της περιοχής, άγνωστης εξήγησης. Πάντως δίπλα υπάρχει το Αγιο-χώρι, ίσως αυτά να συνδέονται με κάποιον τρόπο.  Ali-Strati, όπως κοινώς, είναι γνωστή πλέον, από στη εποχή του Cousinery.

3. Λέει ότι η Αλιστράτη είναι κτισμένη στην βάση (πρόποδες) του όρος Cercine (Κερκίνη) αν και στον χάρτη γράφει forêt de Cercine (δάσος Κερκίνης). Αυτό δεν είναι περίεργο αν δούμε ότι όλη η περιοχή επηρεάζεται από την λίμνη του Αχινού (Lac Takinos-Cercine).  Είναι η λίμνη που υπήρχε πριν την αποξήρανση της περιοχής και την απόδοση των εκτάσεων της στους κατοίκους των γύρω χωριών το 1932, με το φράγμα στον ποταμό Στρυμόνα και τη δημιουργία της τεχνητής λίμνης της Κερκίνης στα βόρεια του νομού. Φαίνεται ότι αυτή η ονομασία επικρατούσε μιας  ο  Cousinery, σε όλο το έργο του, την περιοχή την ονομάζει Κερκίνη .

4. Στη διαδρομή του από τη Zilaova ως την Αλιστράτη, μένει εκστασιασμένος από το ευχάριστο θέαμα των πολλών και διαφορετικών καλλιεργειών, που δείχνει πέρα από μια πλούσια σε σοδειές περιοχή και μια ποικιλομορφία στις καλλιέργειες, πολλές από τις οποίες έχουν χαθεί σήμερα, πχ ρύζια ή καπνά.

5. Αν παρατηρήσουμε τον χάρτη, αρκετά πριν την Ζίχνη (Zigna), ο δρόμος από τα ανατολικά, διακλαδίζεται σε δύο τμήματα. Ο ένας περνά μέσα από τον κάμπο και ό άλλος πάνω από τα βουνά και οι δύο συναντιούνται στη Αλιστράτη, που είναι το μοναδικό πέρασμα προς της Δράμα. Σίγουρα στη διαδρομή που ακολούθησε ο Coysinery, υπήρχαν και άλλα μικρότερα χωριά, τα οποία δεν αναφέρονται.

6. *Αθηναίοι: Πρέπει να αναφέρεται στους αρχαίους Αθηναίους, που πρώτοι αποίκησαν την περιοχή της Αμφίπολης, όχι βέβαια μόνο για τον πλούτο του κάμπου αλλά κυρίως για να ελέγχουν τα χρυσοφόρα κοιτάσματα του Παγγαίου.

7. **  1 λεύγα: περίπου 4500 μέτρα )

Amfipoli
Άποψη της περιοχής της Αμφίπολης, όπως την ζωγράφισε ο Langlume που ακολουθούσε τον Cousinery, από την περιοχή της Ζίχνης. Φαίνεται η λίμνη του Αχινού ή Κερκινίτιδα, ο Στρυμόνας και τα ερείπια της αρχαίας πόλης.
 "Μετά από μερικές ώρες διαμονής στη μικρή πόλη του Αλή Στράτη, που βρίσκεται στη βόρεια πλαγιά και κατοικείται ως επί το πλείστον από Έλληνες και Τούρκους καλλιεργητές παρά εμπόρους, κατεβήκαμε στο πεδιάδα. Μισή ώρα είναι αρκετή για να φτάσεις εκεί. Λίγα λεπτά αργότερα, βρεθήκαμε δίπλα σε μια γέφυρα με τρεις καμάρες, καλής κατασκευής, κάτω από τις οποίες ρέει ο Αγγίτης (Angitas), που δεν έχει ακόμη πλημμυρίσει, σε αυτό το μέρος, με νερά την πεδιάδα. Σε μικρή απόσταση από αυτήν τη γέφυρα, επισκεφθήκαμε έναν νερόμυλο, του οποίου οι δύο μυλόπετρες καθαρίζουν το ρύζι που συγκομίστηκε στους ορυζώνες. .... "

( 1. Μας δίνει την  πληροφορία ότι η Αλιστράτη κατοικείται κατά κύριο λόγο, από καλλιεργητές παρά εμπόρους. Αυτό πρέπει να θεωρηθεί ως φυσιολογικό, μιας και στη διαδρομή Σερρών - Δράμας, η ενδιάμεση στάση, πρέπει να ήταν η Ζίχνη, όπου εκεί θα υπήρχε και χάνι και άλλα εμπορικά καταστήματα. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η Αλιστράτη  δεν είχε εμπορικό κέντρο ( την παλιά αγορά, με πάμπολα καταστήματα ολόγυρα της) αλλά ασφαλώς αναφέρεται στην πλειοψηφία των κατοίκων. Επίσης ορίζει του κατοίκους της, μόνο ως Έλληνες και Τούρκους.

2. Ασφαλώς, εδώ πλέον αναφέρεται στον Κάμπο της Αλιστράτης, όπου φαίνεται ότι μια από τις βασικές καλλιέργειες του ήταν το ρύζι, καθώς ο κάμπος πλημμύριζε σε μεγάλο μέρος του, από τα νερά του Αγγίτη ποταμού. Να λάβουμε υπόψη μας, ότι δεν υπήρχε κανενός είδους αντιπλημμυρικό έργο στην περιοχή.

3. Η γέφυρα με τις τρεις καμάρες, πρέπει να ήταν πετρόκτιστη, πιθανόν στο ίδιο σημείο με την σημερινή, και αποτελούσε τη μοναδική διάβαση προς την πόλη της Δράμας, από την περιοχή μας. )

Aggitis
Νεότερη γκραβούρα του Αγγίτη ποταμού, αγνώστου δημιουργού.
( του 1850 περίπου, από την προσωπική μου συλλογή)

 " Μπήκαμε σε αυτά τα καλλιεργημένα με ρύζι έλη και φτάσαμε μου σε ένα ρυάκι με μεγάλη, πολύ γρήγορη ροή, που πλημμυρίζει την περιοχή. Το νερό προέρχεται από μια γειτονική πηγή, την οποία οι Τούρκοι ονομάζουν Bournar-Bachi (μπουρνάμπασι, μτφ: κεφαλή των υδάτων. Από το σημείο γέννησης  του Αγγίτη (Angitas) έως τους Φιλίππους, μέσα σε ένα διάστημα οκτώ λευγών,  πηγάζει αυτός από όλους τους γύρω λόφους, οι οποίες (πηγές) αφού καταστήσουν γόνιμη την πεδιάδα των ορυζώνων και σχηματίσουν βαθιά έλη, ενώνονται στην απέναντι όχθη για να χυθούν τη συνέχεια στον Αγγίτη. Αυτή η πεδιάδα δίνει κάθε χρόνο στο εμπόριο καπνό, βαμβάκι και ρύζι. Τα προϊόντα θα απέδιδαν μεγάλα κέρδη αν η δραστηριότητα των κατοίκων και η μηχανοποιημένη επεξεργασία ανταποκρινόταν στην γενναιοδωρία της φύσης. "

( 1. Ο Cousinery αναφέρεται σε κάποια κοντινή πηγή με την Τούρκικη ονομασία της, την Bournar-Bachi, δεν ξέρουμε πόσο κοντινή αλλά και ούτε ξέρουμε αν την είδε ο ίδιος ή του την ανέφεραν κάποιοι ντόπιοι. Είναι σύνηθες πολλά από αυτά που αναφέρουν οι περιηγητές εκείνων των χρόνων, να μην είναι δικές τους παρατηρήσεις αλλά ακούσματα τρίτων τα οποία εκείνοι απλώς μεταφέρουν, πολλές φορές χωρίς καν να ελέγξουν την ορθότητα της πληροφορίας.

2. Φυσικά και κάνει μια σύγκριση με αυτά που γίνονται στην Ευρώπη την ίδια εποχή, όπου η βιομηχανική επανάσταση, έχει εισάγει κερδοφόρες καινοτομίες σε κάθε παραγωγική δραστηριότητα των ανθρώπων, σε αντίθεση με την Ανατολή, όπου η εκβιομηχάνιση ήταν ανύπαρκτη ακόμα. )

Πατήστε εδώ για να δείτε ολόκληρο τον χάρτη του Cousinery, 

σε μεγαλύτερη ανάλυση.  

Δείτε εδώ άλλες εγγραφές σχετικές με την Αλιστράτη

Κυριακή 3 Μαρτίου 2019

Περί εθνικών θέσεων και παρανοήσεων....

  Σε πρόσφατη ανάρτηση μου στο fb, με αφορμή κάποιο άρθρο του ΒΗΜΑΤΟΣ , κάνω μια παρατήρηση για τη χρήση του επιθέτου μακεδονικός από τους βόρειους γείτονες μας. 

Σύμφωνα με επίσημη ντερεκτίβα του κράτους της Βόρειας Μακεδονίας πλέον, όταν δεν αναφέρονται στην κρατική τους οντότητα, θα μπορούν να προσδιορίζουν ότι θέλουν με το επίθετο μακεδονικός, -ή, -ό. 

Για παράδειγμα θα μπορούν να μιλούν για μακεδονική ιστορία, μακεδονική οικονομία, μακεδονική επικράτεια και πάει λέγοντας. Θέτω λοιπόν κάποια ερωτήματα: 
 α) Η συμφωνία των Πρεσπών καλύπτει, την εθνική γραμμή, η οποία έλεγε για σύνθετη ονομασία για όλες τις χρήσεις; Ασφαλώς και όχι. Εδώ να μην ξεχνάμε την μακεδονική γλώσσα που δέχεται η συμφωνία όπως και την καυτή πατάτα με την μακεδονική εθνότητα.
 β) Όταν αυτοί θα λένε μακεδονική ιστορία, της νεώτερης ιστορίας για να το συγκεκριμενοποιώ, τι εννοούν και τι εμείς; Σίγουρα πάντως όχι τα ίδια πράγματα... και σίγουρα υποστηρίζονται αντίθετες ιστορικές "αλήθειες". Εμείς μιλάμε για τον μακεδονικό αγώνα όπου δόθηκαν πραγματικές μάχες για τη διατήρηση της ελληνικότητας της περιοχής, για τους νικηφόρους πολέμους του 12-13, για τις μαύρες στιγμές των τελευταίων χρόνων του εμφύλιου. Εκείνοι υποστηρίζουν ότι αυτοί είναι οι γνήσιοι κάτοικοι της περιοχής αυτής, οι οποίοι είτε εκδιώχθηκαν από τα εδάφη της ελληνικής Μακεδονίας  είτε βίαια εξελληνίστηκαν οι εναπομείναντες απόγονοι τους. 
Θα μιλάμε για μακεδονική οικονομία και θα αναρωτιόμαστε τίνος; Αν λέγανε για την βορειομακεδονική θα το ορίζαμε αλλά όταν λες μακεδονική, σίγουρα δεν ξέρεις τίνος. 
Θα μιλάμε για μακεδονικά ήθη και έθιμα, τίνος; και μην μου πει κάποιος ότι είναι ίδια, ομοιότητες έχουν αλλά δεν είναι ίδια. κλπ κλπ

  Η εγγραφή μου, ήθελε να καταδείξει τις σοβαρές αδυναμίες της συμφωνίας των Πρεσπών, που όσο κι αν αρέσει στους συμμάχους μας και τους εδώ υποστηριχτές της, όσο κι αν ακούγεται ότι ο Ζάεφ κ ο Τσίπρας θα προταθούν για το Νόμπελ Ειρήνης, μπορεί και να το πάρουν.... εμάς εδώ, στα βόρεια μας ανησυχεί. Μας ανησυχεί διότι βλέπουμε ότι κάποια ζητήματα στα οποία είχαμε σοβαρές ενστάσεις για πολλά χρόνια, τα οποία αρνούμαστε να δεχθούμε ως κράτος, η παρούσα συμφωνία τα παραχωρεί. Και όσα λάθη κι αν έγιναν στο παρελθόν, σε άλλους χρόνους κι άλλες εποχές, αυτή η συμφωνία δεν αντιστρέφεται, δεν έχει δικλείδες ασφαλείας και μονομερούς άρσης των συνεπειών της. Δυστυχώς θα πρέπει να πορευόμαστε κάθε μέρα μαζί της και να τρέχουμε να διορθώνουμε τις συνέπειες της. Μια να ανταγωνιζόμαστε για την ιστορία μας, την άλλη να ανακαλύπτουμε ανύπαρκτες "μακεδονικές" μειονότητες κλπ κλπ. 
Τι ζητώ; 
Σεβασμό στην ιστορική αλήθεια. Δέχομαι ότι στις μεγάλες εθνοτικές ανακατατάξεις των αρχών του 20ου αιώνα δεν ήθελαν να είναι ούτε Έλληνες ούτε Βούλγαροι αλλά κάτι άλλο. Αυτό το άλλο όμως, ψάχνοντας καταγωγικούς μύθους, δεν μπορεί να καπηλεύεται την ιστορία ενός γειτονικού λαού και βεβαίως δεν πρέπει να υποστηρίζει με κανέναν τρόπο λαθεμένα ιδεολογήματα ( ισχυρών όμως γεωστρατηγικών συμφερόντων ) του τύπου Μακεδονίας του Αιγαίου. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να τους αποδεχθούμε ως φίλους, καλούς γείτονες και συνεργάτες. Αυτό βέβαια, μένει να αποδειχθεί στον χρόνο. 
Η εγγραφή μου, όμως δεν γίνεται γι΄αυτά που λίγο πολύ μας είναι πολύ γνωστά πια.

Σμύρνη

  Σε φεϊσμπουκική ανάρτησή μου, κάποιος φίλος, καλόπιστα θέλω να πιστεύω, βάζει το ερώτημα: Όταν εμείς λέμε Βόρεια Ήπειρος, Μικρά Ασία ή Ανατολική Θράκη... δεν υποκρύπτουμε κάποια αλυτρωτική διάθεση;

    Πιάνω τον εαυτό μου να οργίζεται για λίγο, στη συνέχεια όμως λέω ας το αναλύσω λίγο πιο ψύχραιμα γιατί φαίνεται στη πρεμούρα κάποιων να μας πείσουν, ότι η συμφωνία αυτή είναι το μάνα εξ ουρανού για τη χώρα μας, τρελαινόμαστε σιγά σιγά. Ένα ένα λοιπόν: 
α) Βόρεια Ήπειρος, έτσι αναφέρεται από εμάς η περιοχή της Νότιας Αλβανίας, τρεις φορές η περιοχή απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό, υπάρχει συμπαγής ελληνικός πληθυσμός ο οποίος επίσημα είναι χαρακτηρισμένος ως εθνική μειονότητα από το αλβανικό κράτος, υπάρχει το πρωτόκολλο της Κέρκυρας το οποίο έδωσε αυτονομία στην περιοχή, το οποίο δυστυχώς ποτέ δεν εφαρμόστηκε κλπ κλπ. Μιλάμε για 400000 Έλληνες, από τους οποίους οι 150000 παραμένουν εκεί και οι υπόλοιποι βρίσκονται στη χώρα μας, ως οικονομικοί μετανάστες. Η Αλβανική κυβέρνηση, μέσα στην χρόνο συρρίκνωσε την περιοχή της ελληνικής μειονοτικής ζώνης σε 99 χωριά. Άρα εδώ έχουμε ελληνική παρουσία την οποία οφείλουμε να υποστηρίζουμε και επιπλέον οι σχέσεις των χωρών μας είναι σε τέτοιο επίπεδο σήμερα, που δεν δικαιολογούν καμία τέτοια "αλυτρωτική"  σκέψη.  
β) Μικρά Ασία, πρώτη φορά αναφέρεται έτσι από τους πρώιμους βυζαντινούς συγγραφείς (4ος -6ος αιώνας) κι έτσι μας είναι γνωστή σήμερα ακόμα η περιοχή αυτή, για τον απλό λόγο ότι μέσα στη συλλογική μας μνήμη, ακόμα ακούμε τις φωνές των ελληνικών πόλεων από την αρχαιότητα ως την καταστροφή της Σμύρνης, ακόμα ζούμε τον ξεριζωμό ενός εκατομμυρίου Ελλήνων από την περιοχή, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Δεν νομίζω ότι μέσα στο μυαλό κανενός περνά η σκέψη ότι ο όρος, πέρα από τη μνήμη που οφείλουμε να έχουμε, υποκρύπτει κάποιον αλυτρωτισμό. Ούτε φυσικά μπορούμε να υποκαταστήσουμε τον όρο με το Οθωμανικό: Ανατολία, αποδεχόμενοι την Τουρκική λογική. 
γ) Ανατολική Θράκη, η οποία σήμερα είναι το ένα κομμάτι της Θράκης το Τουρκικό (Trakya), το δεύτερο είναι το βόρειο,το Βουλγάρικο (Тракия/Тrakija ) και το τρίτο, το ανατολικό κομμάτι,  η ελληνική Θράκη.  Κι εδώ οι μνήμες των Ελλήνων, που εκδιώχθηκαν είτε από τη Βόρεια είτε από την Ανατολική Θράκη ( στην οποία ανήκει και η Κωνσταντινούπολη ) παραμένουν ισχυρές, κανένας αλυτρωτισμός όμως δεν μπορεί να υπάρξει έναντι αυτών των περιοχών. Μην μας ζητάτε όμως να απαρνηθούμε το όνομα Κωνσταντινούπολη, έναντι της Ινσταμπούλ, η Πόλη έχει έναν ισχυρότατο συμβολισμό για τους Έλληνες, είναι κομμάτι που καθορίζει το είναι του Λαού μας, ένα κομμάτι που δεν αφαιρείται ανώδυνα. 

Πιστεύω λοιπόν ακράδαντα, ότι οι παραπάνω όροι, δεν μπορούν να διαγραφούν από
Το Πέραν στις δόξες του
το λεξιλόγιο μας, στο όνομα καμίας πολιτικής ορθότητας, διότι είμαστε υποχρεωμένοι, από την εθνική μας συνείδηση και μόνο, να μην ξεχάσουμε τίποτα από τα παραπάνω. Επικράτησε ο όρος χαμένες πατρίδες για όλες τις παραπάνω περιοχές. Ας λέμε καλύτερα αλησμόνητες πατρίδες, διότι σήμερα πλέον πατρίδα μας είναι η Ελλάδα, αλλά η καρδιά μας αρνείται να ξεχάσει όλες τις περιοχές που κάποτε κατοικούσαμε και σήμερα δεν έχουμε πλέον.                           





Σάββατο 4 Μαρτίου 2017

Χορεύουν οι ελέφαντες και πάντα την πληρώνουν τα μυρμήγκια.

04 Μαρ 2017

 
Θεσσαλονίκη, δεκαετία 50
Μου αρέσουν τα ιστορικά μυθιστορήματα. Σε οποιαδήποτε εποχή κι αν εκτυλίσσεται η πλοκή τους. Είτε αναφέρονται σε φανταστικά είτε σε πραγματικά πρόσωπα. Φτάνει οι περιγραφές να είναι τέτοιες που να ξεγελιέσαι νομίζοντας ότι ζούσες τα γεγονότα, στο χρόνο που πραγματικά συνέβαιναν.  Φτάνει, να μπορείς κι εσύ να ζήσεις κάποιες από τις αγωνίες των πρωταγωνιστών. Με ικανοποιεί όταν η ανάγνωση σε βοηθά να ανακαλύψεις κάποιες από εκείνες
 τις λεπτομέρειες που δεν βρίσκεις στα κλασσικά βιβλία της ιστορίας. Όταν ανοίγουν κάποιες ακόμα χαραμάδες και φωτίζονται λίγο περισσότερο τα κρυμμένα μυστικά, των σκοτεινών υποθέσεων του παρελθόντος. 

  Και είναι γεγονός, ότι τα περισσότερα αναγνώσματα μου, ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία. Ίσως, και η μεγαλύτερη λογοτεχνική παραγωγή στη βάση της, να είναι ιστορικά μυθιστορήματα ή διηγήματα. Φυσικό δεν είναι; Όταν κάποιος γράφει μια ιστορία, σε χρόνο παρελθοντικό, προσπαθεί να αναπλάσει, όσο πιο πιστά γίνεται, στο μέτρο βέβαια της δικής του αντίληψης, μια συγκεκριμένη εποχή. Όσο πιο μακρινή αυτή η εποχή, τόσο πιο δύσκολο! Όσο πιο κοντινή η εποχή, τόσο πιο εύκολο, αλλά και ευκολοφανέρωτα τα πιθανά λάθη. Ακόμα και οι πιο ουδέτερες ιστορίες, όπως ένα ρομαντικό ειδύλλιο, που το τοποθετείς σε κάποιον συγκεκριμένο ιστορικό χρόνο, για μένα έχει  χαρακτηριστικά του ιστορικού μυθιστορήματος. Η ανάπλαση μιας εποχής, σου προσφέρει ιστορική γνώση. Όσο πιο πιστή ανάπλαση, τόσο πιο στέρεη ιστορική γνώση αποκτάς για μια συγκεκριμένη εποχή. Εξάλλου η ιστορία δεν αποτελείται μόνο από μεγάλα γεγονότα, πολέμους, συνθήκες αλλά και από τα άλλα, τα μικρότερα(;), την εξέλιξη του πολιτισμού, τις κοινωνικές συνήθειες, την καθημερινότητα των ανθρώπων. 
Η ιστορία βέβαια δεν γράφεται μέσα από τα μυθιστορήματα. Είναι επιστήμη, έχει συγκεκριμένο πλαίσιο και μεθοδολογία, ο ιστορικός προσπαθεί να καταγράφει τα γεγονότα ως ουδέτερος παρατηρητής. Αυτό το τελευταίο βέβαια, δεν νομίζω ότι μπορεί να το καταφέρει κάποιος. Η προσωπική  ματιά, είναι πάντα ισχυρή και παρούσα. Από την άλλη, ο κάθε συγγραφέας, φτιάχνει ελεύθερα τους δικούς του μύθους, έχει την άδεια να παραποιεί τα ιστορικά γεγονότα, να τοποθετεί τους ήρωες του στους χώρους και τους χρόνους που αυτός επιλέγει. Εξάλλου το γνωστό  "κάθε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα ή καταστάσεις, είναι τελείως συμπτωματική", πιστοποιεί αυτή την ελευθερία του συγγραφέα να αναφέρεται στα γεγονότα με την πιστότητα που αυτός επιθυμεί, ή μπορεί. 

Ένα ιστορικό μυθιστόρημα, είναι και αυτό της Σοφίας Νικολαΐδου: " Όταν χορεύουν οι ελέφαντες ". Αναφέρεται στην υπόθεση Στακτόπουλου και τη δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου Πολκ, το 1948.

 Μια υπόθεση, την οποία όσοι κάποια στιγμή γνωρίσαμε, σε οποιονδήποτε
βαθμό, ξέραμε ότι ήταν στημένη. Και δυστυχώς, αν και πιθανόν οργιστήκαμε, κατά βάθος ξέραμε ότι ήταν σχεδόν φυσιολογικό. Να καταδικάζεται ένας άνθρωπος, πιθανότατα αθώος, διότι τα μικρά η μεγάλα παιχνίδια που εξελίσσονται πάνω από εμάς, έτσι όριζαν. Ο Στακτόπουλος, δημοσιογράφος στην εφημερίδα "ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ", συμπαθών του ΚΚΕ ( το μόνο του σφάλμα! ) φυλακίζεται, ενώ οι δύο τάχατες συνεργοί του, μέλη του κομμουνιστικού κόμματος καταδικάζονται ερήμην εις θάνατο. Αποδεικνύεται αργότερα, ότι ο ένας, ο Βασβανάς ήταν εκτός Ελλάδας και ο άλλος ο Μουζενίδης ήταν νεκρός, την περίοδο που έγινε ο φόνος. Όταν αποφυλακίζεται ο Στακτόπουλος, σε κάθε τόνο διακηρύσσει την αθωότητα του, τέσσερις φορές ζητά την αναψηλάφηση της δίκης του, αλλά το "φοβισμένο;" δικαστικό σύστημα του το αρνείται...
Είναι μια ακόμα από εκείνες τις ιστορίες της Πατρίδας μας, που πλήγωσαν τον Λαό μας. Μια από εκείνες τις ιστορίες, που μας μοίρασαν σε καλούς και κακούς, σε νικητές και ηττημένους, σε εντός και εκτός συστήματος. Τυχερή, μέσα στη σημερινή της ατυχία, η νεολαία της Πατρίδας μας, που δεν ζει αυτόν τον παραλογισμό. Βγαίνεις ως χώρα νικήτρια μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, προσαρτάς ένα σημαντικό κομμάτι, τα Δωδεκάνησα κι εμείς αντί να ενωνόμαστε για να ορθοποδήσει ο τόπος μας, σκοτωνόμαστε μεταξύ μας, νομίζοντας ότι έτσι θα λύναμε τα προβλήματα του κόσμου. Και ακόμα χειρότερα, τελειώνει ο Εμφύλιος και οι αντιμαχόμενες παρατάξεις αρνούνται να δώσουν τα χέρια και να προχωρήσουν ως ένας Λαός. Ξέρω, οι πληγές είναι βαθιές και πονάνε, από όποια μεριά κι αν βρέθηκες. Δυστυχώς οι νικητές αρνούνται συγχώρεση στους ηττημένους ομοεθνείς τους αλλά και οι ηττημένοι ονειρεύονται ότι μένουν με το όπλο παρά πόδας.... 

Βόλευε! Βόλευε στους στρατηγικούς σχεδιασμούς των νέων αφεντικών του κόσμου αυτού. Οι Άγγλοι που παρέδιδαν την περιοχή στους Αμερικανούς, οι Σοβιετικοί που ακόμα δεν ξέρουμε για ποιον λόγο δεν επενέβηκαν ( με οποιονδήποτε τρόπο ) να σταματήσει ο εμφύλιος, αφού γνώριζαν ότι η περιοχή είχε δοθεί στη δύση.  

Οι δικοί μας ηγέτες... ηγετίσκοι θα έλεγα καλύτερα, από τη μια πλευρά να αγωνίζονται να γίνουν τα καλά παιδιά του δυτικού κόσμου και από την άλλη πλευρά να αρνούνται να δουν την πραγματικότητα. Αφελείς οι επισημάνσεις; Ίσως! Κατακαημένε Λαέ μου!
 
ο Στακτόπουλος στην δίκη του
Μέσα σε αυτό λοιπόν το ιστορικό πλαίσιο, η μοίρα(;) όρισε τον Στακτόπουλο να είναι το εξιλαστήριο θύμα στο φόνο του Πολκ. Χορεύουν οι ελέφαντες και πάντα την πληρώνουν τα μυρμήγκια... Ένα μυρμήγκι ήταν ο Στακτόπουλος, που η εξουσία δεν είχε τον παραμικρό ενδοιασμό να το πατήσει... Πάντα αυτό κάνουν οι εξουσίες. Φτάνει να μην βρεθείς στο δρόμο τους! Δεν φταις σε τίποτα! Σε τίποτα! Παρά μόνο, ότι ήσουν εκεί τη λάθος ιστορική στιγμή. Αν δεν ήταν ο Στακτόπουλος θα ήταν κάποιος άλλος. Κάποιος άλλος άνθρωπος!
 Στο μυθιστόρημα της Νικολαϊδου, όλα αυτά ξεδιπλώνονται ξανά, χάρις σε έναν μαθητή της τρίτης Λυκείου, του Μηνά, ο οποίος αν και έχει τα φόντα να περάσει σε όποια σχολή θέλει, αρνείται καν να δώσει τις περίφημες πανελλήνιες εξετάσεις. Ο Σουκιούρογλου, ο καθηγητής του της Ιστορίας, για να τον επαναφέρει στην πραγματικότητα(;), του αναθέτει ως εργασία τη διερεύνηση της υπόθεσης Στακτόπουλου. Η συγγραφέας με ένα συνεχές μπρος πίσω, από τo σήμερα στη δεκαετία του 50 και πάλι στο σήμερα, παρουσιάζει την υπόθεση αλλά και προσπαθεί να μπει στην ψυχή των σημερινών λυκειόπαιδων, που στα πιο ανέμελα τους χρόνια τους, συνθλίβονται κάτω από ένα ασήκωτο εξεταστικό σύστημα, διεκδικώντας το μέλλον τους.... "Για τον Σουκιούρογλου οι Πανελλαδικές ήταν τα καυδιανά δίκρανα. Ο εξευτελισμός που έπρεπε να υποστούν οι μαθητές προκειμένου να μυηθούν στο επόμενο στάδιο. Ο μέσος άνθρωπος θεωρούσε ότι οποιαδήποτε άλλη επιλογή εκτός απ'  το πανεπιστήμιο θα απέβαινε καταστροφική για τα ευφυή παιδιά που είχαν την προαίρεση και την επιθυμία να εκπαιδευτούν. Όμως η πραγματικότητα δεν αντιστοιχούσε στο ιδεαλιστικό αυτό αποκύημα. Πράγμα που απολάμβαναν οι πρωτοετείς φοιτητές και κατέληγαν  στα πέριξ του ιδρύματος καφενεία. "
 Συγχρόνως όμως η συγγραφέας φέρνει στο προσκήνιο κάποια ερωτήματα. Τι είναι η ιστορία; "
Τα ιστορικά γεγονότα φτάνουν σε μας ήδη ερμηνευμένα, είναι πιο πονηρό απ΄ ότι νομίζουμε, θυμόταν τη φράση ενός δόκτορα με καρέ μαλλί και συρμάτινο σκελετό στα γυαλιά, πολύ σίγουρου για τον εαυτό του. Το ιστορικό συνεχές δεν έχει αρχή, μέση και τέλος διακήρυσσε. Η ιδεολογία της περιοδολόγησης έχει παρέλθει προ πολλού. Δεν μπορούμε να κόβουμε την ιστορία σε φέτες. καιρός να το παραδεχθούμε. Η ιστορία είναι μια κατασκευή. Μυθοπλασία, αυτή είναι η λέξη που ταιριάζει.Άραγε μαθαίνουμε ποτέ, τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα; Αυτά, που έχουν αποτυπωθεί στα διάφορα ιστορικά βιβλία, είναι ακριβής εξιστόρηση εκείνων των γεγονότων ή φιλτραρισμένα από τη ματιά του κάθε συγγραφέα; Υπάρχει αντικειμενικότητα στην καταγραφή της ιστορίας; Μπορεί να υπάρξει ή όλα καλύπτονται κάτω από τις κυρίαρχες ιδεολογίες; Την ιστορία εντέλει ποιος τη γράφει; Ο νικητής και μόνο; 

 Τι είναι η δικαιοσύνη; "Η δικαιοσύνη είναι τυφλή; Ή μήπως κι αυτή υποτάσσεται στη δύναμη των γεγονότων που συμβαίνουν εκείνη τη στιγμή; Ένοχος; Αθώος; Ο Στακτόπουλος καταδικάστηκε. Δεν νομίζω να υπάρχει κάποιος σήμερα που να πιστεύει στην ενοχή του. Δικαστική πλάνη ή η δικαιοσύνη σε διατεταγμένη υπηρεσία; Μελετώντας προσεχτικά και σημειώνοντας τα highlights με το φωσφοριζέ μαρκαδοράκι του, ο Μηνάς κατάλαβε ότι η δικαιοσύνη είναι μια έννοια θεωρητική. Άμωμη στα χαρτιά. Στην πράξη όμως αρχίζουν οι διασαφηνίσεις, οι αστερίσκοι, οι ερμηνείες και οι διαξιφισμοί. Τα επιστημονικά βιβλία δεν είχαν κάθαρση, όπως οι τραγωδίες, ούτε αίσιο τέλος, όπως τα παραμύθια και οι σαπουνόπερες. "

 Το Χορεύουν οι ελέφαντες της Σοφίας Νικολαΐδου διαβάζεται εύκολα, σε φέρνει νοερώς στη Θεσσαλονίκη, σε δύο διαφορετικές περιόδους της ιστορίας ( δεκαετία του 50 και στα σημερινά χρόνια της κρίσης ), διερευνά τη σχέση της ιστορίας και της δικαιοσύνης, προβληματίζει για μία ακόμα φορά για τη "λογική" του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Ένα μυθιστόρημα, που προβληματίζει γενικότερα, μια ιστορία που συμπληρώνει μία ακόμα ψηφίδα στο μωσαϊκό της ιστορίας της Πατρίδας μας. Της οδυνηρής, τις περισσότερες φορές ιστορίας μας...

ΥΓ: Η υπόθεση Πολκ, επισήμως είναι μη εξιχνιασμένη.

Σάββατο 17 Μαρτίου 2007

Περί σχολικών βιβλίων ο λόγος....

17 Μαρ 2007

  ( Γράφτηκε με αφορμή το περίφημο βιβλίο Ιστορίας, της κ. Ρεπούση, που τελικά αποσύρθηκε. )
Πολύς ντόρος έγινε τώρα τελευταία για το βιβλίο της Ιστορίας της Στ! τάξης του Δημοτικού.....
  Δυο κουβέντες θα γράψω μόνο για το βιβλίο αυτό. Ως έθνος και ως κράτος έχουμε μια τεράστια σε όγκο ιστορία. Και είμαστε υπερήφανοι γι' αυτό! Από την άλλα πλευρά όμως αυτά θα πρέπει να διδαχθούν στα παιδιά. Κι εδώ αρχίζει το πρόβλημα... Όλες οι περίοδοι της μακραίωνης ιστορίας μας πρέπει να διδαχθούν ...αλλά χωρίς τον απαιτούμενο χρόνο για να αφομοιωθούν όλα από τους μικρούς μαθητές. Έτσι γίνονται αναγκαστικά πολλές περικοπές. Μέχρις εδώ καλά. Τα στραβά αρχίζουν όταν οι περικοπές διαστρεβλώνουν την ιστορία μας. Ή όταν οι περικοπές αφορούν μόνο ότι θεωρείται "εθνικά επιζήμιο".  

Η ιστορία είναι η εξιστόρηση γεγονότων. Και προτιμώ να εξιστορούνται τα γεγονότα παρά να αποσιωπώνται... Να εξιστορούνται κι ας πληγώνουν καμιά φορά... 

Ας υπάρχουν κείμενα από την ελληνική ιστοριογραφία, δεν θα με πείραζαν κι από την Τουρκική... αλλά όχι η αποσιώπηση... Κάτι έγινε το 22. Και ήταν τραγικό! Και πρέπει να ειπωθεί! Εμείς βιώσαμε την τραγωδία! Οι Τούρκοι πέτυχαν τους στόχους τους. Γιατί; Να τα πούμε όλα!!!! Να τα μάθουν οι νεότερες γενεές για να διδαχθούν από τα λάθη μας. 
Ή... κρυφό σχολείο, πράγματι δεν υπήρχε...αλλά κάποια εκπαίδευση υπήρχε. Υπό την εποπτεία της εκκλησίας πάντα. Το Πατριαρχείο άλλοτε την βοηθούσε και άλλοτε την αντιπάλευε... Αυτά λέει η ιστορία... Όχι μόνο από την μια πλευρά....
Οι λαοί πρέπει να διδάσκονται ολόπλευρα την ιστορία τους. Δεν είναι μόνο μάθημα φρονηματικού χαρακτήρα. Αλλά κυρίως μάθημα αυτογνωσίας ενός Λαού, να μάθει και τα καλά και τα άσχημα που τον σημάδεψαν στο πέρασμα του χρόνου και, κυρίως, να διδαχθεί από αυτά κάτι. 

ΥΓ: Ένα ακόμα βιβλίο που διάβασα τώρα τελευταία και μου άρεσε: " Το θεώρημα του Παπαγάλου " του Ντένι Γκετζ, εκδόσεις ΠΟΛΙΣ. Για τους λάτρεις των μαθηματικών... κι όχι μόνο!  Τι μου άρεσε; Πως τα Μαθηματικά κρύβουν πανέμορφες ιστορίες, οι οποίες αν περνούσαν στα σχολικά βιβλία, πόσο πιο ενδιαφέροντα δεν θα έκαναν τα μισητά για πολλούς μαθητές, Μαθηματικά. Αλλά ποιος καίγεται;

Μίμης Πανάρετος, ο Καρπάθιος καλλιτέχνης...

    Ο Μίμης για μας που τον γνωρίζουμε από παλιά, είναι ένας άνθρωπος με αβίαστη καλλιτεχνική φλέβα, η οποία εκδηλώνεται σε πολλά επίπεδα. ...