Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δικτατορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δικτατορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2022

Ημέρες ραδιοφώνου

   Ακόμα και σήμερα που το διαδίκτυο κυριαρχεί στα πάντα, το ραδιόφωνο είναι ένα αγαπημένο μέσο, από το οποίο ενημερώνομαι, ακούω μουσική και με έχει συντροφέψει σε δύσκολες στιγμές. Όταν πρωτοήλθα σε επαφή με το μαγικό αυτό εργαλείο, εκεί στις αρχές της δεκαετίας του 70', είχε ήδη εφευρεθεί το τρανζίστορ, που αντικατέστησε τις ογκώδεις και ενεργοβόρες λυχνίες με αποτέλεσμα οι ραδιοφωνικοί δέκτες να γίνουν πιο διαχειρίσιμοι, να γίνουν συσκευές που μπορούσες να τις τοποθετήσεις όπου ήθελες, στην αυλή, στην κουζίνα ή να τις μεταφέρεις εύκολα μαζί σου, στη θάλασσα για παράδειγμα. Ακόμη και η λέξη ραδιόφωνο τότε κόντεψε να αντικατασταθεί από τη λέξη τρανζίστορ (τρανζιστοράκι). Θυμάμαι ακόμη τη Μαρινέλα το 1978 να τραγουδά:

" Να παίζει το τρανζίστορ τ' Αμερικάνικα

και συ περνάς στους δρόμους

με το μπουφάν στους ώμους

και τα πουκαμισάκια τα κοντομάνικα. "

   Το ραδιόφωνο πέρα από τον ενημερωτικό και ψυχαγωγικό του χαρακτήρα είναι συνδεδεμένο και με μνήμες, που ακόμη γλυκαίνουν το μυαλό. 

  Το πρώτο μας ραδιόφωνο ήταν ένα sanyo το οποίο αγόρασε ο πατέρας μου από τα Κανάρια νησιά, στη διάρκεια του μακρινού ταξιδιού επαναπατρισμού από την Αυστραλία. Με δερμάτινη επένδυση και λουρί, που μπορούσες να το κρεμάς στον ώμο, συνήθως όμως κρεμόταν από ένα καρφί στον τοίχο κι έπαιζε όλη την ημέρα, έτσι το θυμάμαι. Στα Μεσαία κύματα οι περισσότεροι σταθμοί τότε, τα FM με στερεοφωνικό ήχο ακόμη ήταν άγνωστα στη χώρα μας και φυσικά τα βραχέα γiα τους πολύ μακρινούς σταθμούς, από BBC ως Radio Μόσχα. Υπήρχε κι ένα άλλο, της γιαγιάς μας, Philips αυτό, ραδιοπικάπ σε βαλιτσάκι για εύκολη μεταφορά, σπουδαίο εργαλείο. Δυστυχώς κανένα από τα δύο δεν διασώθηκε, το πρώτο χάλασε από την πολύ χρήση το δεύτερο κάποια στιγμή κρίθηκε ως αχρείαστο εξαιτίας το όγκου του αλλά και της έλλειψης κασετοφώνου. Η κασέτα βλέπεις είχε εισβάλει πια στις ζωές μας, όπως στη συνέχεια τα CD, τα mp3 και τώρα τα play lists του Youtube και του Spotify. Το ραδιόφωνο όμως, είτε από τα ερτζιανά είτε διαδικτυακά, πάντα αποτελεί σταθερή αξία. 

  Οι σταθμοί που πιάναμε στις αρχές της δεκαετίας του 70' στο νησί της Καρπάθου, ήταν τρεις όλοι κι όλοι. Η ΕΙΡΤ, το ΡΙΚ (Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου) και ο σταθμός των Ενόπλων Δυνάμεων (ΥΕΝΕΔ), από την ανατολική μόνο μεριά του νησιού.

  Κυρίως άκουγα τραγούδια. Ήμαστε τυχεροί διότι πέσαμε σε μια εποχή που έβγαιναν πραγματικά σουξέ, τα οποία σήμερα ακούμε με νοσταλγία. Από νέο κύμα ως ελαφρολαϊκό τραγούδι, με σπουδαίους ερμηνευτές. Πρόχειρα μου έρχονται στο μυαλό, Κυρά Γιώργαινα, ο Γιώργος που πάει, του Γιάννη Καλατζή, Αδέλφια μου Αλήτες πουλιά, Του Τόλη Βοσκόπουλου, Αχ χελιδόνι μου του Γιώργου Νταλάρα, Άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε της Βίκης Μοσχολιού. Βέβαια υπήρχε και μια πολύ μεγάλη μερίδα απαγορευμένων καλλιτεχνών, που δημιουργούσαν στο εξωτερικό όπως ο Θεοδωράκης, ή ήταν αποκλεισμένοι, όπως ο Καζαντζίδης. Αυτά όλα θα άλλαζαν μετά την πτώση τη δικτατορίας, όχι όμως τόσο όσο όφειλαν τα δημόσια ραδιοτηλεοπτικά μέσα για τους μεγάλους καλλιτέχνες. Έπρεπε  να κερδίσει το ΠΑΣΟΚ τις εκλογές του 1981, για να ακουστεί πραγματικά ο Θεοδωράκης από τα ερτζιανά. 

  Βέβαια, δεν ήταν μόνο τα σουξέ αλλά και το ποδόσφαιρο. Κάθε Κυριακή, τη ίδια ώρα ακούγαμε όλους τους αγώνες της Α΄ Εθνικής, όπου οι συνδέσεις γίνονταν διαδοχικά από γήπεδο σε γήπεδο. Βλέπεις η τηλεόραση έπαιζε μόνο τα ντέρμπυ ή δεν είχε σήμα σταθερό ώστε να μπορείς να παρακολουθείς απρόσκοπτα πάντα την αγαπημένη σου ομάδα. Δεν θα ήταν υπερβολή αν έλεγες ότι κάθε Κυριακή, γύρω στις 3 μ.μ. όλος ο αρσενικός πληθυσμός βρισκόταν καρφωμένος πάνω από ένα ραδιοφωνάκι, επευφημώντας ή οικτίροντας για την τύχη της ομάδας του. 

  

Δεν ξεχνώ και τις ραδιοφωνικές σειρές, από τις οποίες οι πιο γνωστές ήταν "Με τη θεία Λένα" για τα παιδιά και "Το Σπίτι των Ανέμων", με περιπετειώδη πλοκή, για όλη την οικογένεια. Οι ακροατές αγωνιούσαν με τις σκοτεινές υποθέσεις που έπρεπε να λύσει ο  δικηγόρος-ντέντεκτιβ Λαμπίρης (Βύρων Πάλλης) και την αιώνια αγαπημένη του Τζοβάνα (Αφροδίτη Γρηγοριάδου). 

  Την πιο οδυνηρή ραδιοφωνική ανάμνηση την έχω από την εισβολή στην Κύπρο, το 1974. Από τις πρώτες μέρες χάσαμε το σήμα του ΡΙΚ. Αργότερα έμαθα, ότι η κεραία εκπομπής βρισκόταν μέσα στα κατεχόμενα και ποτέ δεν αποκαταστάθηκε. Με αγωνία συντονιζόμαστε στην ΕΙΡΤ, η οποία κι αυτή λόγω των καταστάσεων είχε ιδιαίτερα αδύναμο σήμα, για να μάθουμε κάποια είδηση, ή μάλλον για να εξυψώσουμε το έτσι κι αλλιώς πεσμένο ηθικό μας, ακούγοντας για τις ηρωικές μάχες που έδιναν οι μαχητές της ΕΛΔΥΚ και της Ελληνοκυπριακής φρουράς, που πολεμούσαν εκεί. Για να πιάνει πιο καλά το σήμα, πλησιάζαμε το ραδιόφωνο στις γειώσεις των ρολογιών της ΔΕΗ, οι οποίες ενίσχυαν το σήμα κι έτσι μπορούσαμε να ακούμε ικανοποιητικά.

  Και γίνεται επιτέλους η Παλινόρθωση της Δημοκρατίας, έχω μπει και στην εφηβεία κι όλα αλλάζουν πια με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Στο Λύκειο, αγαπημένη μου εκπομπή γίνεται αυτή του Γιάννη Πετρίδη, "από τις 4 στις 5", ναι, μεταδίδεται ακόμη και σήμερα από το πρώτο πρόγραμμα. Ροκ μουσική, ποπ, ντίσκο, ρέγγε, μουσική ενημέρωση  με ότι πιο τελευταίο κυκλοφορούσε τότε στο διεθνές στερέωμα. Όσο διάβαζα το ραδιόφωνο πάντα έπαιζε πολύ χαμηλά, ίσα ίσα για να με απομονώνει από τους έξω ήχους, μα την ώρα εκείνη το διάβασμα σταμάταγε, άκουγα με προσοχή την κάθε του πρόταση και ενδιάμεσα προσπαθούσα να γράψω και καμιά κασέτα με τα τελευταία χιτς της εποχής. Pink Floyd, οι αγαπημένοι μου από τότε. Εκείνα τα καλοκαίρια ανακάλυψα και τον ραδιοφωνικό σταθμό της της Αγγλικής Βάσης της Κύπρου, τον οποίο μόνο καλοκαίρια μπορούσα να πιάσω, λόγω των παιχνιδιών που παίζουν τα ραδιοκύματα στην ανώτερη επιφάνεια της ατμόσφαιρας. Είχαμε μπει πια στην εποχή των FM, με καθαρό ήχο δίχως παράσιτα. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τη χαρά μου, όταν άναψε το λαμπάκι στο ραδιοκασετόφωνο που είχα, που έδειχνε ότι η λήψη μου ήταν και στερεοφωνική. 

 Τελειώνω το Λύκειο και περιμένω τα αποτελέσματα των Πανελληνίων. Ναι, από το ραδιόφωνο! Να περιμένεις για ώρες, γερμένος πάνω του, για να ακούσεις και το δικό σου όνομα, μέσα από μια σειρά ονομάτων, που εκφωνούνταν ανά σχολή, άχρωμα και βαρετά για τον περισσότερο κόσμο, σε τέλεια αντίθεση με τη δική σου καρδιά, που είχε ανεβάσει τους κτύπους της στο ζενίθ, μέχρι να ακούσεις ότι είσαι κι εσύ ανάμεσα στους επιτυχόντες. Μια φορά μόνο το άκουγες το όνομά σου. Δεν υπήρχε καμία δυνατότητα για επανάληψη, για ένα δεύτερο άκουσμα, μήπως δεν άκουσες καλά, μια φορά μόνο ακουγόταν το όνομά σου κι έπρεπε να είσαι εκεί για να το ακούσεις.

  Στη συνέχεια ως φοιτητής "μελετώ" το έντεχνο, παλιό και νέο, δυστυχώς δεν θυμάμαι την εκπομπή στην ΕΙΡΤ, ξέρω μόνο ότι έπαιζε κάθε απόγευμα και την παρακολουθούσα φανατικά, απολαμβάνοντας τους μουσικούς θησαυρούς της πατρίδας μας. Χατζιδάκις, Λεοντής, Μαρκόπουλος, Λοΐζος, Μαμαγκάκης και φυσικά Θεοδωράκης, μια μουσική πανδαισία, μια μεγαλειώδη ελληνική μουσική που με έκανε υπερήφανο για την Πατρίδα μου. Σημειώνω δίσκους, συνθέτες και τραγουδιστές, κυρίως συνθέτες μιας και είναι η εποχή που τους δίσκους τους "γέμιζαν" οι συνθέτες ακόμη.

 Ο πρώτος μου διορισμός ήταν στο ακριτικό Καστελόριζο. Φεύγοντας από την Ρόδο για το νησί, προνόησα και αγόρασα από τα τουριστικά ένα τρανζιστοράκι σε μέγεθος παλάμης. Αυτό από κάποιο κατασκευαστικό λάθος, έπιανε εκτός από το πρώτο πρόγραμμα (αυτός ήταν και ο μόνος ελληνικός σταθμός) και την συχνότητα της κρατικής τηλεόρασης. Ήχος άνευ εικόνας! Χάλασε γρήγορα αλλά τουλάχιστον έβγαλε την χρονιά στο νησί.

 Λίγα χρόνια αργότερα, στην ραδιοφωνική μου ζωή μου μπαίνει ο Παύλος Γεραμάνης με την εκπομπή του, "Λαϊκοί Βάρδοι". Άριστος γνώστης, μεταξύ των άλλων και του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Σε κάθε εκπομπή του έχει καλεσμένο κι έναν παλιό λαϊκό τραγουδιστή ή κάποιον οργανοπαίχτη και ανάμεσα στα τραγούδια να διηγούνται απίστευτες ιστορίες για το Λαϊκό τραγούδι της Πατρίδας μας, από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά.

 Δεν ήμουν όμως μόνο ακροατής. Για κάποιο διάστημα θήτευσα κι ως "ραδιοπειρατής" κάνοντας με τον κολλητό μου φίλο, τον Μιχάλη, την μόνη θεματική εκπομπή του παράνομου ραδιοσταθμού του νησιού μας: "Με του βοριά τα κύματα". Θυμάμαι με αγάπη την εκπομπή για το ρεμπέτικο με καλεσμένο ντόπιο μουσικό καλλιτέχνη. Η εκπομπή όμως που καθήλωσε τον κόσμο στα ραδιόφωνα του, ήταν μια fake εκπομπή. Τάχατες από το νησί μας, πέρασε για μια μέρα ο αστρολόγος Κώστας Λεφάκης, τον οποίον υποδυόταν κάποιος καλός φίλος και... απαντούσε για ώρες στα τηλεφωνήματα των αγωνιούντων ακροατριών μας, αναλύοντας τους τον αστρολογικό τους χάρτη!!! Αργότερα, θα κάνω κι ένα σύντομο πέρασμα από τον Δημοτικό ραδιοφωνικό σταθμό με μια εκπομπή με θέματα εκπαίδευσης.

 Κάποια στιγμή, νοσηλευόμενος σε νοσοκομείο ανακάλυψα
τις μεταμεσονύχτιες εκπομπές του ραδιοφώνου, συνειδητοποιώντας παράλληλα την μοναξιά πολλών συνανθρώπων μας. Στην αρχή πίστεψα ότι οι ακροατές και συγχρόνως συνεντευξιαζόμενοι σε αυτές ήταν μόνο άνθρωποι που εργάζονταν αυτήν την ώρα και μέσα από τις εκπομπές αυτές έσπαγαν την μονοτονία του νυχτερινού κάματου. Ανακάλυψα όμως ότι η πλειονότητα τους ήταν άνθρωποι που μοιράζονταν απλώς την μοναξιά τους και η παρέα του ραδιοφωνικού εκφωνητή τους αναπτέρωνε το ηθικό, τους κράταγε όρθιους, τους έδινε ένα κάποιο έρεισμα να παλέψουν και να κρατηθούν στη ζωή ως την επόμενη εκπομπή.

 Και τα καλοκαίρια μου είναι συνυφασμένα εδώ και αρκετά χρόνια με το ραδιόφωνο. Εκεί στην αυλή μας, όταν ο ήλιος έχει πάρει την κατιούσα προς τη Δύση, αυτό παίζει, συντονισμένο κατά κύριο λόγο στο Δεύτερο πρόγραμμα του κρατικού ή έχει αντικατασταθεί από το ραδιόφωνο του κινητού, που συντονίζεται στο διαδικτυακό σταθμό, του Sohos FM, όπου παίζει έντεχνο. 

 Μα εκεί που το ραδιόφωνο πάντα ακούγεται, είναι στο αυτοκίνητο. Κάνω αρκετά χιλιόμετρα τα τελευταία χρόνια και ο ήχος του αποτελεί μια καλή συντροφιά. Μέχρι πρότινος, ήταν σταθερά συντονισμένο  στο Πρώτο πρόγραμμα του Κρατικού, δεν ξέρω γιατί,  μάλλον ήταν κάτι σαν εθισμός στα επαναλαμβανόμενα δελτία, φοβούμενος μήπως χάσω την "σπουδαία" είδηση. Από το καλοκαίρι όμως αυτό άλλαξε, τώρα "η βελόνα" έχει κολλήσει στο Δεύτερο, ελληνική μουσική κατά κύριο λόγο παίζει. Χαίρομαι σαν μικρό παιδί, να ακούω και πάλι επιτυχίες το παρελθόντος, όλων των εποχών, από το ρεμπέτικο της δεκαετίας του 20΄ ως τα σουξέ της δεκαετίας του 70', από Αττίκ ως το σύγχρονο έντεχνο, με υπέροχες και υπέροχους ραδιοφωνικούς παραγωγούς.

 Έτσι λοιπόν αγαπημένοι μου φίλοι και φίλες μπήκε το ραδιόφωνο στη ζωή μου, έτσι το αγάπησα κι έτσι πορεύομαι μαζί του ως και σήμερα. 




Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2021

Κοιτώντας προς την θάλασσα

 

   Ό Μιχάλης αλαφιασμένος έστειλε το SMS με το νούμερο 6, έπρεπε οπωσδήποτε να βγει από το σπίτι του, η όλη κατάσταση είχε αρχίσει να τον κτυπά στα νεύρα και μόλις είχε τσακωθεί για μία ακόμα φορά με τα παιδιά του. Ευτυχώς και η γυναίκα του, που κρατούσε τα μπόσικα στο σπίτι κι έστεκε ακόμα όρθιο. Εκείνος, με τρεις μήνες κλειστό το μαγαζί του, μια μικρή ψησταριά στο χωριό που έμεναν, στον Βράχο της Παναγίας, είχε φτάσει στα όρια του. Τα χρήματα τους είχαν σχεδόν τελειώσει, οι υποχρεώσεις έτρεχαν, η τηλεόραση που όλη μέρα έπαιζε τον τρέλαινε και κανένας δεν έδειχνε να τον καταλαβαίνει. Ειδικά τα παιδιά του. Κλεισμένα στα δωμάτια τους, συνέχεια με το κινητό στο χέρι, είτε έκαναν μάθημα είτε χάνονταν με τις ώρες στη γειτονιά με τους άλλους συνομήλικους τους. Άλλη ώρα μαζευόταν η Μαρία του άλλη ο Δημήτρης του. Κι εκείνος εκεί, άπραγος, μην έχοντας πουθενά να πάει, ενώ η γυναίκα του συνεχώς κάτι έκανε, μαγείρευε στην κουζίνα, τακτοποιούσε τα υπνοδωμάτια, έριχνε νερό στα μπαλκόνια, στριφογύριζε την σκούπα στα πόδια του. 
   Μπήκε στο αυτοκίνητο και κατέβηκε προς την θάλασσα, προς τα αγαπημένα του Πηγάδια. Πόσο καιρό είχε να δει την θάλασσα αναρωτήθηκε. Από το καλοκαίρι απάντησε ο ίδιος, κι αυτές δυο τρεις φορές μόνο. Πού χρόνος για μπάνια με την ταβέρνα καλοκαιριάτικα, αφού οι απανταχού διωγμένοι συγχωριανοί του μαζεύονταν στο χωριό και τον κρατούσαν ανοιχτό ως το μεταμεσονύχτιο πέρασμα στην άλλη μέρα. Πάρκαρε το αυτοκίνητο του στην άκρη της μικρής τους παραθαλάσσιας πόλης. Ο ήλιος που πλησίαζε στην δύση του, την έδειχνε απόκοσμα άδεια, ακίνητη, αν ήταν ημέρα καραβιού τότε ίσως να έβλεπε και κανέναν άνθρωπο. Άνοιξε το ντουλαπάκι δίπλα του κι έβγαλε μια μάσκα, χρησιμοποιημένη ξανά και ξανά, που να τον βρει αυτόν το κακό εδώ πέρα μονολόγησε και την πέρασε κάτω στο πηγούνι του. Βγήκε και προχώρησε προς το αλιευτικό καταφύγιο ενώ η δροσερή αύρα του Φλεβάρη με την αλμύρα της θάλασσας τον ανάγκασαν να πάρει μια βαθιά ανάσα ανακούφισης. Τότε η ματιά του έπεσε σε κείνο το σκαρί, που γερμένο στην άκρη της παραλίας, σάπιζε αργοπεθαίνοντας. Χρόνια ήταν εκεί, ποτέ δεν τον τσίγκλησε η εικόνα του, παρά μόνο σήμερα. Πλησίασε. Ήξερε τίνος ήταν και θυμόταν πολύ καλά την ημέρα εκείνη, τότε που όλοι οι κάτοικοι της μικρής τους κωμόπολης, μαζί και η πιτσιρικαρία του μικρού τους νησιού είχε μαζευτεί στην άκρη του μόλου περιμένοντας το πολύτιμο φορτίο του, μαζί τους κι εκείνος.

 
Το 74 ήταν, στα γεγονότα της εισβολής στην Κύπρο μας, τότε που στο ξεψύχισμα της η Χούντα επιστράτευε την Πατρίδα μας προσπαθώντας να περισώσει ότι μπορούσε από την απίστευτη προδοσία της. Οι άντρες των χωριών είχαν ανοίξει τα φυλλάδια εκστρατείας τους, οι μανάδες τους κλαίγανε στις πλατείες αποχαιρετώντας τους, τα ΤΕΑ είχαν πάρει θέσεις κοντά σε κάποιες παραλίες, επιβλήθηκε γενική συσκότιση και το ραδιόφωνο μετέδιδε συνεχώς πολεμικά εμβατήρια και ανακοινωθέντα, ο κόσμος άδειασε τα μπακάλικα της πόλης. Λόγω της εγγύτητας του νησιού με την Κύπρο έπιαναν το κρατικό ραδιόφωνο της Κύπρου, το Ρ.Ι.Κ., κι έτσι οι κάτοικοι από πρώτο χέρι ήξεραν τι πραγματικά συνέβαινε ακούγοντας την σπαρακτική φωνή του εκεί εκφωνητή. Κάποιοι λίγοι επίστρατοι φάνηκαν στο νησί, Αθηναίοι οι περισσότεροι. Και τότε φάνηκε η πραγματική γύμνια του κράτους που ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με τις φαμφαρονικές εκδηλώσεις των δικτατόρων. Τους έστειλαν με τα ρούχα που είχαν φύγει από το σπίτι τους και άοπλους. Αλλά και οι δικοί μας, δεν πήγαιναν πίσω. Ο βασικός τους εξοπλισμός ήταν το Lee- Enfield, όπλο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, με βεληνεκές μόλις στα 200 μέτρα. Όσο για τις επικοινωνίες μεταξύ τους ανύπαρκτες, ούτε με ταχυδρομικά περιστέρια.

  Οι αρχές του τόπου επικοινώνησαν με το κέντρο, αλλά μέσα στον γενικό χαμό, που να βρεθεί άνθρωπος να τους δώσει κάποια απάντηση. Κάποια στιγμή, τους λένε: «Εξοπλισμό και όπλα έχουμε στην Ρόδο αλλά δεν έχουμε τρόπο να σας τον στείλουμε.» Συσκέπτονται τότε οι αρχές και αποφασίζουν να στείλουν αυτοί, ένα δικό τους καΐκι. Το καλύτερο το είχε ο Κριεζής, μάλλον παρατσούκλι πρέπει να ήταν αυτό. Τον καλούν στην δημαρχία, παρόντες εκτός του Δημάρχου, ο Δεσπότης, ο διευθυντής της Χωροφυλακής κι ένας Λοχαγός που μέσα του αναθεμάτιζε την ώρα, καθότι ο μόνος που μπορούσε να καταλάβει πραγματικά τι γινόταν. Ο Κριεζής μπήκε αγέρωχος, έτσι και αλλιώς αυτός ζούσε τον καθημερινό του πόλεμο με τα κύματα και την αλμύρα και η ελληνική σημαία στο κατάρτι του πάντα κυμάτιζε. Οι γαλονάδες και οι εξουσίες δεν ήταν ποτέ του γούστου του. Του εξήγησαν τι ήθελαν να κάνει, του έδωσαν την απόφαση να την κρατά για το επίσημο του πράγματος κι εκείνος δίχως δεύτερη σκέψη αρματώθηκε για το ταξίδι και ξεκίνησε την ίδια μέρα κιόλας.

Οι μέρες περνούσαν κι όλοι οι κάτοικοι του νησιού, ότι κι αν έκαναν, κάποια στιγμή σταματούσαν και κοίταζαν προς το πέλαγος, μήπως και φανεί ο Κριεζής. Μέχρι μια βδομάδα ήταν ο εύλογος χρόνος για να πάει και να έλθει, να κάνει τις αναγκαίες συνεννοήσεις και να φορτώσει. Τις τελευταίες της μέρες, όλο και περισσότεροι ήταν εκείνοι που μαζεύονταν στο λιμάνι κοντά περιμένοντας τον σωτήρα τους. Δεν μιλώ για την οικογένειά του, ποιος ξέρει τι αγωνία τράβηξαν οι άνθρωποι; Μέχρι που αργά το σούρουπο της έβδομης μέρας, το σκαρί του φάνηκε από το Τραοπήδημα και όρτσαρε προς το λιμάνι. Σε λίγο, πριν το καταλάβουμε καλά καλά, στην άκρη του μόλου, δίπλα μας ακριβώς και ο Δήμαρχος με το λευκό του κουστούμι, ο Δεσπότης με την βαριά του ποιμαντορική ράβδο, ο διευθυντής της χωροφυλακής με το απαστράπτων θυρεό του και ο Λοχαγός, σκονισμένος και κατάμαυρος από την αγωνία και το εικοσιτετράωρο τρέξιμό του. Το καΐκι όλο και πλησίαζε και οι πιτσιρικάδες πυκνά και τακτικά ξεφωνίζαμε επιφωνήματα επιδοκιμασίας για τον ήρωα που γύριζε σώος από την αποστολή του. Όταν πια πλησίασε και μπορούσαμε να διακρίνουμε τα πρόσωπά τους, τον είδαμε τον Κριεζή, όρθιο στην πλώρη, με το ένα χέρι κρατούσε το ξάρτι που έδενε το ακρόπρωρο με το κατάρτι και με το άλλο τους χαιρετούσε δίνοντάς την είδηση ότι η αποστολή του είχε επιτευχθεί. Αμέσως οι χωροφύλακες μας έσπρωξαν όλους προς τα πίσω και ένα στρατιωτικό φορτηγό με μια εξάτμιση που κάπνιζε σαν τρένο του παλιού καιρού, πλησίασε δίπλα στο καΐκι που μόλις είχε δέσει. Σε κανέναν δεν είπαν τι τελικά είχε καταφέρει να φέρει ο Κριεζής, έτσι κι αλλιώς σε λίγες ημέρες, η δικτατορία έπεσε, ακολούθησε η δεύτερη εισβολή, τα κόμματα άρχισαν να μιλάν και πάλι, που καιρός για τέτοια.
 
    Αυτά σκεφτόταν ο Μιχάλης και οι αναμνήσεις του μπερδεύονταν με την ζοφερή πραγματικότητα των ημερών. Κι ένα αίσθημα πνιγμού του έκλεισε για λίγο τον λαιμό. Φοβόταν. Όσο κι αν ήταν μικρός τότε και όλα στο μυαλό του φάνταζαν σαν ένα παράξενο πανηγύρι, ο φόβος του βγήκε πολλές φορές μεγαλώνοντας. Οι εντάσεις με την γειτονική χώρα ποτέ δεν έπαψαν και εκείνος κάθε φορά, το πρώτο που κοίταζε ήταν το πέλαγος που απλωνόταν μπροστά τους. Η καθαρότητα του τον ησύχαζε. Αν φαινόταν κανένα δικό μας πολεμικό, ήξερε ότι κάτι συνέβαινε αλλά ένιωθε ότι κάποιος ήταν εκεί για τον προφυλάξει. Σήμερα δεν ήξερε ποιος τον φύλαγε και από τι. Ένας ιός, σκότωσε πολλούς στην υπόλοιπη Ελλάδα λένε τα δελτία συνεχώς κι εκείνος εύχεται μόνο να μην είναι έτσι τα πράγματα, τα δελτία να υπερβάλλουν. Βλέπει τα παιδιά του να χάνονται όλη την μέρα σε μια οθόνη και τα απογεύματα να εξαφανίζονται με τους φίλους τους. Βλέπει το μαγαζί του κλειστό, δίχως κανένα άλλο εισόδημα, πέρα από κάποιο επίδομα που πήρε και τα οι λογαριασμοί να μένουν απλήρωτοι. Βλέπει την γυναίκα του στο σπίτι. Ποτές μέχρι τότε δεν είχε αντιληφθεί τον καθημερινό της αγώνα για να μένει το σπίτι τους όρθιο. Βλέπει τις ρυτίδες στο πρόσωπό της και μετά κοιτάζεται και αυτός στο καθρέπτη, όλο και πιο συχνά μένει πια αξύριστος, και αναρωτιέται που πήγαν τα νιάτα τους. Η ανεμελιά τους. Κοιτάζει ξανά το παροπλισμένο σκαρί που βρίσκεται μπροστά του και αισθάνεται ακόμα πιο έντονα την δική του αχρηστία. Κοιτάζει για μια ακόμα φορά την θάλασσα που μπλαβίζει πια, μα δεν βλέπει κανέναν να τον παρηγορήσει από την μεριά της. 
   Το βράδυ στο σπίτι τους, όταν πια είχε μαζευτεί όλη η οικογένεια του, χαρούμενα και ανέμελα τα παιδιά του, η γυναίκα του λιγομίλητη όπως πάντα να προσπαθεί να τους ευχαριστήσει όλους, τους διέκοψε από τις δικές τους σκέψεις και ζήτησε να τον ακούσουν για λίγο. Με ήρεμο τρόπο τους εξήγησε την κατάσταση που βρίσκονταν, ζήτησε από τα παιδιά του να καταλάβουν ότι κάποια πράγματα μπορεί να άλλαζαν προς το χειρότερο για όλους τους, πρόσκαιρα τους καθησύχασε, μέχρι να σταματήσει όλο αυτό το κακό που τους είχε πάρει από κάτω. Δεν ήταν ιδιαίτερα αισιόδοξος ότι το καλοκαίρι που περίμεναν θα ήταν καλύτερο από το προηγούμενο και ότι άλλη λύση δεν είχε από να φτιάξει ξανά από την αρχή του κτήμα του πατέρα του, στο Λάι. Αρκετές ελιές είχε, ένα κομμάτι κληματαριά και μέρος για κήπο. Ήξερε ότι θα είχε πολύ δουλειά μπροστά του, χρόνια εγκαταλειμμένο είχε αγριέψει και τα αγριόχορτα το έπνιγαν, αλλά δεν μπορούσε πια να στηριχτεί στην ταβέρνα τους. Θα την δούλευε το καλοκαίρι, τότε τους έδινε αρκετά, αλλά τον χειμώνα δεν μπορούσε να σκλαβώνεται εκεί, για δυο τρία ποτά, που έδινε την ημέρα και τα ρεύματα να καίνε. Θα ξεκινούσε από την επομένη κιόλας. Τα παιδιά του σιώπησαν αμήχανα κοιτάζοντας μια αυτόν και μια την μάνα τους. Και τότε εκείνη αφού καθάρισε τα χέρια στην ποδιά της, ήλθε και κάθισε δίπλα του, τον πλησίασε στο μάγουλο και τον φίλησε τρυφερά, πράγμα που είχε πολύ καιρό να κάνει.
   «Κι εγώ Μιχάλη! Κι εγώ μαζί σου! Καλύτερα στο κτήμα δίπλα σου, ότι χρειάζεσαι βοήθεια να στην δίνω, παρά εδώ μέσα! Πάντα μαζί σου δεν ήμουν; Καλύτερα εκεί στον καθαρό αέρα, έξω παρά εδώ μέσα. Μπάφιασα κι εγώ Μιχάλη μου όλη μέρα εδώ μέσα! Δεν το αντέχω άλλο!» κι έπεσε στην αγκαλιά του με αναφιλητά. 

Αυτή είναι η συμμετοχή μου, στην μίνι συγγραφική σκυτάλη#1 του 2021, που οργανώνει με πάθος η Μαίρη από το μπλοκ ΓΙΗΝΗ ΜΑΤΙΑ και την ευχαριστώ για την όλη προσπάθεια της.

Κάρπαθος

Ο φωτεινότερος φακός του κόσμου του Γιώργου Κασαπίδη

    Αν κάποιος θέλει να διαβάσει μια συλλογή διηγημάτων, για μια μικρή επαρχιακή πόλη, τη Δράμα (αλλά και άλλες περιοχές), με την αίσθηση το...