Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα νιάτα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα νιάτα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 18 Μαΐου 2023

ΤΟΠΟΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ (1985)

  Συνέχεια αφιερώματος στη δεκαετία του 80'. Αυτή τη φορά, σαν από σελίδα ημερολογίου, νεανικό μου κείμενο, που επαναφέρει μνήμες από ένα περιστασιακό, καλοκαιρινό σημείο συνάντησης της νεολαίας, ελλείψει άλλου χώρου...
  
 Το χαμένο στην ησυχία του χειμώνα εκκλησάκι της Παναγίας, ζωντανό
τόσο ξαφνικά, για λίγο όμως, όσο διαρκεί η διαμονή όλων των ξενιτεμένων νέων του χωριού από κάθε γωνιά της Γης, που μαζεύονται στον αγαπημένο τους τόπο, ένας ενάμισης μήνας όλο κι όλο, τόσο διαρκεί το πραγματικό καλοκαίρι στο νησί μας.
Παναγία - Όθος Καρπάθου

   Ο πρόσφατα ασβεστωμένος αυλόγυρος και το πλακόστρωτο δάπεδο, η ξύλινη πόρτα που ποτέ δεν κλείνει, η μαρμάρινη εντοιχισμένη πλάκα με την ημερομηνία εγκατάστασης των προγόνων μας σε αυτόν τον τόπο, βαμμένη για να φαίνονται τα χαράγματα καλύτερα(!) Στον τοίχο σύντομα σημειώματα κάποιων κοριτσιών, με μαρκαδόρο ή μολύβι, κάποια ολοφάνερα μαρτυρούν το μήνυμά τους, άλλα πάλι είναι κωδικοποιημένα, σε προκαλούν να γράψεις κι εσύ κάτι, για ποιον λόγο; μέχρι το επόμενο καλοκαίρι σίγουρα θα έχουν σβηστεί. Το σκοινί της καμπάνας κρέμεται, το μόνο πράγμα που υπάρχει για να ξεσπάσει κάποιος σε κάποια στιγμή απόλυτης ευθυμίας ή ευτυχίας. Η πρόσφατη επικεράμωση της στέγης και του τρούλου μετά από κάμποσες δεκαετίες κυριαρχίας του τσιμέντου. Κάτω μας τρέχει ασταμάτητα, η πηγή του χωριού μας μα κανένας δεν την ακούει. Πιο πέρα οι ασθενείς λάμπες το φωτίζουν ενώ όλο και κάποιος περνά κοιτώντας μας επικριτικά για την "βεβήλωση" του χώρου, που βλέπει να συντελείται μπροστά στα μάτια του.

  Στενά συνδεδεμένη η νεολαία με αυτήν την μικρή αυλή. Από τις απογευματινές ως τις βαριά νυχτερινές ώρες. Κάποιοι μαζεύονται από πολύ νωρίς να πιάσουν κεντρική θέση, να οργανώσουν τη βραδιά και την επόμενη ημέρα, κάποιοι βρίσκουν και πάλι την παρέα τους, κάποιοι ελπίζουν να να είναι αυτή η βραδιά που θα φανερώσουν το χτυποκάρδι τους σε αυτήν που τους έχει "τρελάνει", αυτοί προτιμούν ιδιαίτερα τη γωνία, που κρύβεται από το δρόμο. Άλλοι, μεγαλύτεροι θα κάνουν μια στάση με το αυτοκίνητο τους, σταματούν ακριβώς μπροστά στην είσοδο, αν υπάρχει "ενδιαφέρον" ανεβάζουν και την ένταση της μουσικής που τους ακολουθεί. Η παρέα των κοριτσιών με τα ατελείωτα σιγοψιθυρίσματά τους αφού περάσει μια φορά από μπροστά μας, στην επιστροφή θα προστεθούν στην παρέα μας, βιασύνη για το ποια θα πιάσει την πιο καλή θέση, κοντά στη άλλη γωνία, αμηχανία στην αρχή μα και πάλι σε λίγο επανέρχεται η κανονικότητα, στα σιγοψιθυρίσματα. Τ' αγόρια προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τα τσιγάρα γεμίζουν το πλακόστρωτο - κάποια γειτόνισσα αδίκως θα διαμαρτυρηθεί γι' αυτήν την ασχήμια - προσπάθεια για επικοινωνία αλλά η κατάληξη πάντα η ίδια... τα σιγοψιθυρίσματα.

  Το μαγνητόφωνο στην πρίζα της εκκλησίας, που θα ηχήσει αργά τη νύχτα με ροκιές ή λαϊκά, στο σκοτάδι που μας περικυκλώνει, πάντα υπάρχει κάποιος που θα χορέψει, έστω για μια στροφή μόνο.

  Νυχτερινή θέα στην μικρή παραθαλάσσια κωμόπολή μας, στα φώτα της που φαίνονται στο βάθος, στη γαλήνια θάλασσα της που τη φωτίζουν τ΄ αστέρια, που όλοι κάτι περιμένουμε από αυτήν.

  Είναι η ίδια αυλή ετούτη, που θα μαζευτούμε αργά τα μεσάνυχτα, όταν το καφενείο δεν θα έχει να μας προσφέρει τίποτε άλλο, για να διηγηθούμε τις διάφορες ιστορίες μας, παντός είδους ιστορίες, εμπειρίες ολόδικες μας,  έως αφελείς από εμάς που ζούμε στην μικρή μας Ελλάδα σε αντίθεση με τις ιστορίες θαυμάτων των φίλων μας που επέστρεψαν από τα ξένα. Κάποια χοντρά ανέκδοτα, τα οποία θα ξαναλέγονται για πολύ καιρό μετά, σε κάθε ευκαιρία, προκαλώντας την υπερηφάνεια του λέγοντος για τις αντιδράσεις μας.

  Η ώρα όμως περνά, ένας ένας σηκώνεται και φεύγει αφήνοντας πίσω του μια ξεψυχισμένη "Καληνύχτα" ή μία "Καλημέρα", όλο προσδοκία. Το χωριό σιωπηλό, πηγαίνοντας για το σπίτι νιώθω ως συνήθως μόνος, η μοναξιά γίνεται ακόμη μεγαλύτερη όταν σκέφτομαι, ότι όλα τα παραπάνω, έχουν σύντομη ημερομηνία λήξης. Ο χειμώνας μας περιμένει...

Αύγουστος 1985



Δευτέρα 8 Μαΐου 2023

ΝΥΧΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ (1985)

  Συνέχεια αφιερώματος στη δεκαετία του 80'. Αυτή τη φορά, σαν από σελίδα ημερολογίου, νεανικό μου κείμενο, που επαναφέρει μνήμες από μια καλοκαιρινή νύχτα με πάρτι και ότι άλλο ήθελε προκύψει...

 Περιμένω καθισμένος στο τσιμεντένιο σκαλοπάτι, δίπλα στο τοστάδικο του κολλητού μου. Πάρτι γίνεται απόψε στην μικρή μας κωμόπολη, θα πάμε, όλη η παρέα.

  Για να περάσει η ώρα παρακολουθώ αυτούς, που κάνουν την καθιερωμένη βραδινή τους βόλτα προς το λιμάνι. Μια παρέα δύο τριών κοριτσιών, δεκαπέντε δεκάξι χρόνων, η μια σπρώχνει την άλλη, το γέλιο της μιας χάνεται στις αποδοκιμασίες της άλλης. Μια άλλη, μεγάλη ομάδα από τουρίστες με τα σακίδια στην πλάτη, στην ηλικία μας, έχει πλοίο απόψε, θα ταξιδέψουν προς κάποιον άλλο προορισμό. Ένα νέο ζευγάρι με καμάρι σπρώχνουν το καροτσάκι με το μωρό τους. Ένας άντρας μονάχος με βήμα αργό, χαμένος στις σκέψεις του. Ένας πατέρας, σημαίνων πρόσωπο του νησιού, κρατά σφιχτά απ' το χέρι την κορούλα του. Οι μηχανόβιοι του νησιού προς στιγμή διαταράσσουν την ησυχία της  στιγμής. Το δίπλα  εστιατόριο με τους αεικίνητους σερβιτόρους, που διασχίζουν ξανά και ξανά το δρόμο, για να σερβίρουν τους ξένους, όλοι μεσόκοπα ζευγάρια. Η θάλασσα μπροστά μου αντανακλά το φως των ηλεκτρικών λαμπτήρων προς τις γεμάτες δίχτυα βάρκες. Η ντίσκο μουσική της παρακάτω καφετέριας, μπερδεύεται με τα λαϊκά του εστιατορίου.

  Η δική μου παρέα μαζεύεται σιγά σιγά, έχει ώρα, να ξεκινήσουμε από το σπίτι του Γιώργου, εδώ δίπλα είναι, δεν πειράζει κι αν πάμε λίγο αργά στο πάρτι. Στο πάρτι, το ετήσιο, θεσμός πια, το μέγα γεγονός του καλοκαιριού, το κάνει όλη η νεολαία της μικρής πόλης, θα 'ναι κόσμος απ' όλα τα χωριά, μουσική, ότι πιο καινούριο κυκλοφορεί. 

  Βολευτείτε όπως μπορείτε, άλλοι στον καναπέ, δύο δύο στις πολυθρόνες, ακόμη και στη σκάλα. Κεφάτοι να πάμε, "σατς" το λένε το νέο παιχνίδι, που σκαρφιζόμαστε εκείνη την ώρα, όλοι πίνουν ότι βρίσκεται εύκαιρο, πρώτα από κονιάκ τριών αστέρων, τελειώνει, σειρά έχει το πεντάρι, προσοχή, όλοι πίνουν υποχρεωτικά, το ποτό τελειώνει, να τραγουδήσουμε τώρα, γρήγορα την κιθάρα και το μπουζούκι, η Σοφία τραγουδάει υπέροχα, όλοι σιγοντάρουμε, ένα παλιό τετράδιο με τους στίχους βοηθάει. Τραγούδια παλιά, αγαπημένα όμως, δικά μας, που μας αγγίζουν, τραγούδια που η ανερχόμενη γενιά αγνοεί ακόμη. Η ώρα πέρασε, το κέφι στα ύψη, ένας αποχαιρετιστήριος μαξιλαροπόλεμος, "σιγά, ρε παιδιά!"

  Καθώς κατεβαίνουμε τη σκάλα, η μουσική όλο και δυναμώνει, η αίθουσα γεμάτη, πιο γεμάτη η πίστα, ο D.J. από ψηλά κατευθύνει, θέσεις δεν υπάρχουν, γρήγορα όλοι στην πίστα, έχει το τραγούδι μας. Ο ρυθμός συντονίζει τα πόδια μας, απελευθερώνει τα χέρια μας, το αίμα μας κτυπά άτακτα, ο ιδρώτας κυλάει ποτίζοντας τα ρούχα μας. Να ξεκουραστούμε λίγο, έχει διαγωνισμό break dance, στη μέση αυτοί, εμείς γύρω γύρω βλέπουμε, κρίνουμε εκ του ασφαλούς, χαμογελάμε με συγκατάβαση ή χειροκροτούμε με ενθουσιασμό.

Image by Bruno /Germany from Pixabay
  Ώρα να φύγουμε, δεν θέλουμε να πάμε στα σπίτια μας, είναι νωρίς ακόμη, Αύγουστος, ποιος χρειάζεται τον ύπνο; 

"Στη θάλασσα για νυχτερινό μπάνιο"...καλή ιδέα. 

"Να το οργανώσουμε." 

"Εσύ φέρε πετσέτες." 

"Με τα πόδια σιγά σιγά θα φτάσουμε." 

"Ποιος βιάζεται;" 

"Ναι, στην ίδια παραλία που ήμαστε και την ημέρα." 

  Η νύχτα αφέγγαρη, κατεβαίνουμε αργά τον τσιμεντένιο κατηφορικό δρομάκι, τα παπούτσια μας γλιστρούν στην άμμο. Τώρα κρέμονται από τα χέρια μας, πατάμε την παραλία, η άμμος ψυχρή, λεπτόκοκκη, κολλάει στις πατούσες μας. Οι πετσέτες στη σειρά, τα ρούχα στον βράχο επάνω, καθενός χωριστά, μην μπερδευτούνε. Ποιος θα μπει πρώτος, μια απόφαση είναι, ο πρώτος παφλασμός ακούγεται, ακολουθούμε και οι υπόλοιποι. Η θάλασσα ακίνητη, μυστήρια, αόρατη, σκοτεινή, σε παίρνει βαθιά μέσα της. Η παραλία χάνεται, για λίγο είσαι στο πουθενά, κανένας δεν μιλά, μας έχει συνεπάρει η πρωτόγνωρη αίσθηση, σαν να επιπλέουμε μέσα στην μήτρα της μητέρας γης μας. Νιώθουμε ζεστασιά μα και φόβο μέσα στην απέραντη αυτή υγρή μάζα, την οποία νιώθουμε αλλά δεν βλέπουμε, σε αυτή τη θάλασσα που την ημέρα μας είναι τόσο οικεία, γευόμαστε την κάθε γωνία της, νομίζαμε οι αφελείς ότι την ξέραμε. Κάποιος σπάει τη σιωπή, και δεύτερος, σε λίγο όλοι μας κάτι έχουμε να πούμε, άλλοι φωναχτά κι άλλοι σιγανά, μόνο για την διπλανή του ότι πει.

  Οι πετσέτες σηκώνονται επάνω, τυλίγονται γύρω από τα υγρά, γυμνά κορμιά, απορροφούν τις αλμυρές σταγόνες, μας προστατεύουν από τη δροσερή αύρα της θάλασσας. Μαζευόμαστε γύρω γύρω, τα σώματα μας αποκτούν μια παράξενη, υπερκόσμια λάμψη καθώς αχνοφωτίζονται απ' το ελάχιστο φως των αστεριών.

  Για λίγο επικρατεί και πάλι σιωπή, η θάλασσα μόλις που ακούγεται καθώς σβήνει στην ακτή, απέναντι, στο βάθος, το φως του φάρου, που αναβοσβήνει πάντα στην ίδια τη συχνότητα, τα φώτα της κωμόπολης μας, που κι αυτή φαντάζει νεκρή.

"Στης Μαρίας να πάμε!"

"Να φάμε κάτι."

"Μα οι γονείς μου κοιμούνται..."

"Δεν πειράζει, εσύ θα κοιμάσαι, εμείς καντάδα θα σου κάνουμε", η Μαρία πείθεται. Σε λίγο ανεβαίνουμε αργά αργά προς το σπίτι της, στο δρόμο σιγοτραγουδάμε "Το Μινόρε της Αυγής", το ίδιο τραγούδι λέμε και μέσα στην σκουροπράσινη αυλή, σε λάθος παράθυρο όμως, ένα φως ανάβει, "εντάξει παιδιά, αρκετά", εμείς συνεχίσουμε, η τελική επιβράβευση, σύκα και καρύδια, που σπάνε τρίζοντας στον πάτο.

  Ο δρόμος έρημος, η παρέα σπάει, πάλι στο σπίτι του Γιώργου, όσοι μείναμε, ως να ξημερώσει, καφές, ψίθυροι, κούραση.

  Κάθομαι στο μπαλκόνι, πάνω απ' την προκυμαία, ο ήλιος σηκώνεται πια, αργά αργά, σκορπώντας παντού χρώματα απαλά, διάφανα, ζεστά στη θάλασσα, που η επιφάνεια της αρχίζει ν' αστράφτει και πάλι στα μάτια μου.

  Η νύχτα τελείωσε. Ήδη οι βάρκες ανοίγονται στο πέλαγος για να μαζέψουν τα δίχτυα.

Δεκέμβριος 1985

Ο φωτεινότερος φακός του κόσμου του Γιώργου Κασαπίδη

    Αν κάποιος θέλει να διαβάσει μια συλλογή διηγημάτων, για μια μικρή επαρχιακή πόλη, τη Δράμα (αλλά και άλλες περιοχές), με την αίσθηση το...