Συμμετοχή στο λογοτεχνικό δρώμενο: Εικόνα και φράση #2#, που διοργανώνει με μεγάλη επιτυχία η MaryPetrax από τη Γήινη Ματιά:
Την ώρα εκείνη μπήκε στο μπαρ, ένας εξίσου καλοντυμένος
νεαρός με μαύρο κουστούμι που καθόταν τέλεια στον ογκώδη σωματότυπό του. Αμέσως
κατευθύνθηκε προς το μέρος της, ενώ η σιλουέτα του διαγραφόταν στον καθρέπτη
που κοσμούσε το μπαρ μαζί με τα πολύχρωμα μπουκάλια. Εκείνη δεν έδειξε να ξαφνιάζεται
διόλου. Στάθηκε δίπλα της, ακουμπώντας στην μπαριέρα με τους αγκώνες.
«Τελικά κατόρθωσες, να με κάνεις να τρέχω πίσω σου!»
Εκείνη ήπιε μια γουλιά από το ποτό της, σαν να μη την
αφορούσε αυτό που μόλις άκουσε.
«Σου αρέσει να γίνεσαι το κέντρο του ενδιαφέροντος! Δεν
χρειαζόταν όλη εκείνη η σκηνή προηγουμένως!»
Γύρισε το κορμί της για να τον βλέπει στο πρόσωπο.
«Ποια σκηνή; Δεν έκανα κάτι λιγότερο απ’ ότι έπρεπε για να διαφυλάξω
την αξιοπρέπεια μου. Κάτι, που μάλλον εσύ δεν αντιλαμβάνεσαι.»
«Θα μπορούσες να ήσουν λίγο πιο διακριτική.»
Για λίγο τον κοίταξε επίμονα στα μάτια μα γρήγορα με την
απογοήτευση να έχει κυριεύσει το πρόσωπό της, επέστρεψε στο ποτό της.
«Δεν σε αναγνωρίζω πια, Γιώργο! Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί εγκαταλείψαμε
τον απλό τρόπο με τον οποίο ζούσαμε μέχρι πριν λίγους μήνες και μπλέξαμε σε όλη
αυτήν την κούφια παράσταση. Και ούτε θα καταλάβω ποτέ, γιατί δέχτηκα εξ αρχής αυτές
τις παράλογες επιθυμίες σου.»
«Είναι όμορφη η απλή
ζωή, μα μήπως το μυστήριο και το πάθος την κάνουν ομορφότερη;»
Το πρόσωπό της συσπάστηκε, σαν έτοιμο να εκραγεί. Έστρεψε και
πάλι το πρόσωπό της προς εκείνον.
«Ποιο μυστήριο, ρε Γιώργο και ποιο πάθος; Όπως απόψε, που ένα
μάτσο κακομαθημένοι όπως εσύ, μου την έπεφταν ξεδιάντροπα, δίχως να σκεφτούν
ούτε για μια στιγμή τις γυναίκες τους που ήταν εκεί γύρω ή εσένα. Μα τι λέω; Πού
ήσουν εσύ; Νομίζεις ότι δεν σε είδα; Το ίδιο παιχνίδι έπαιζες με όλους
εκείνους. Μόνο που αυτό γινόταν με άλλη και όχι με τη γυναίκα σου! Κι εγώ η
ανόητη, δέχτηκα να είμαι συνεργός σου σε όλο αυτό. Γιατί;»
«Στην κοινωνική ομάδα, που ανήκουμε πλέον, κάποια πράγματα
λειτουργούν διαφορετικά, απ’ ότι στον κοινωνικό
περίγυρο, που γνωρίζαμε μέχρι πρότινος.»
«Δηλαδή το θεωρείς φυσιολογικό, να φλερτάρεις με κάποιαν άλλη
κι εγώ να βρίσκομαι στο πλάι σου;»
«Ένα παιχνίδι κάναμε. Δεν ήταν κάτι σοβαρό.»
«Παιχνίδι; Και ποιος σου είπε ότι εγώ είμαι διατεθειμένη να
συμμετάσχω σε τέτοιου είδους παιχνίδια. Άκου παιχνίδι! Δηλαδή αρνείσαι ότι αν
σε τραβούσε στο κρεβάτι της, εσύ θα την ακολουθούσες δίχως δεύτερη σκέψη.»
Κάθισε δίπλα της και ζήτησε κι αυτός να του φέρουν ένα ουίσκι,
σκέτο.
«Κοίτα να δεις αγάπη μου; Είμαστε νέοι, ωραίοι, δυνατοί και η
τύχη τα έφερε έτσι, που μπορέσαμε να ξεφύγουμε γρήγορα από την φτώχεια, που
γνωρίζαμε από την ώρα που γεννηθήκαμε. Δεν νομίζω ότι πρέπει να είμαστε
αχάριστοι. Ένας καινούριος κόσμος ανοίγεται μπροστά μας και δεν βλέπω τον λόγο,
που εμείς πρέπει ακόμα να μένουμε προσκολλημένοι στους μικροαστικούς περιορισμούς
που μέχρι τώρα ξέραμε.»
«Θα επαναλάβω τα δικά σου λόγια, θυμίζοντάς σου ότι εσύ
μίλησες για μυστήριο και πάθος. Πες μου! Πού το βλέπεις το μυστήριο και το
πάθος σε όλο αυτό, που γίνεται τον τελευταίο καιρό; Δεν καταλαβαίνω, γιατί η
οικονομική μας κατάσταση, πρέπει να αλλάξει και τον τρόπο, που ο ένας αντιμετωπίζει
τον άλλο.»
«Το ξέρεις ότι σε αγαπώ! Μα μέσα στο αποψινό παιχνίδι, που
μαζί συμφωνήσαμε, ήταν όλα αυτά. Το ξέχασες;»
«Αλλιώς τα είχαμε συμφωνήσει, αν θυμάσαι. Θα μπαίναμε σαν δύο
άγνωστοι μεταξύ μας εκεί, θα ήμαστε ελεύθεροι να συμπεριφερθούμε με τους άλλους
όπως θέλαμε, μα στο τέλος θα φεύγαμε μαζί. Το μυστήριο ζευγάρι της βραδιάς, που
τελικά το πάθος τους ενώνει. Κι αντί αυτού, αντιλαμβάνομαι ότι δεν είχες καμία
διάθεση να με πλησιάσεις. Απεναντίας, θα ήσουν πρόθυμος να με παραχωρήσεις σε κάποιον από τους νέους σου φίλους. Πότε επιτέλους
θα θυμόσουν, ότι ήμουν κι εγώ εκεί, περιμένοντάς σε; Όταν θα ξημέρωνε και θα
πηγαίναμε στα σπίτια μας; Ή μήπως, ούτε αυτό θα γινόταν και κάποια στιγμή θα εξαφανιζόσουν;»
«Για ποιον λόγο φοβάσαι να αποδεχτείς μια άλλη πραγματικότητα
από αυτήν που έχεις μάθει; Ωραία φλέρταρα! Το ίδιο θα μπορούσες να κάνεις κι
εσύ. Ήμαστε ελεύθεροι να συμπεριφερθούμε όπως θέλαμε, το θυμάσαι αυτό; Ίσως χανόμουν
σε καμιά τουαλέτα με καμιά τους για λίγη ώρα. Θα μπορούσες κι εσύ να διαλέξεις
κάποιον και να δοκιμάσεις την απιστία. Για μια βραδιά. Δίχως έρωτες και
υποχρεώσεις. Και τότε θα έβλεπες, πως και το δικό μας πάθος θα φουντώσει και πάλι.
Ανοιχτό μυαλό, μόνο αυτό χρειάζεται.»
«Όχι Γιώργο! Δεν θα συμμετάσχω εγώ σε τέτοιου είδους παιχνίδια.
Σε αγαπώ ακόμα, ζήλευα την κάθε σου στιγμή βλέποντάς σε να γελάς και να ανταλλάσσεις
φιλοφρονήσεις με εκείνην, ενώ εγώ μόνο χαμογελούσα σαν ηλίθια, μη
μπορώντας καν να ακούσω τι μου έλεγαν τα όρνια που με περιτριγύριζαν. Καταλάβαινα
όμως πολύ καλά, τι ήθελαν. Δυστυχώς βεβαιώνομαι και για αυτά που θέλεις εσύ. Όχι,
δεν θέλω να συμμετάσχω σε κανένα τέτοιου
είδους παιχνίδι! Αν εσύ πιστεύεις ότι η αγάπη μου δεν σου φτάνει, είσαι
ελεύθερος να φύγεις. Αν πιστεύεις, ότι χρειάζεσαι τέτοιου είδους ντόπες για να
φουντώσει το πάθος μεταξύ μας, κάνεις λάθος. Είμαι πολύ νέα ακόμα για να
παραιτηθώ, από την πίστη ότι δυο άνθρωποι μπορούν να αγαπιούνται, έτσι απλά. Αν
τα βλέπεις διαφορετικά εσύ τα πράγματα, εγώ, ευτυχώς, δεν έχω καμία διάθεση να
ακολουθήσω τους κανόνες, που εσύ θέλεις να μας επιβάλλεις. Μπορείς, αν θέλεις
να επιστρέψεις εκεί, να βρεις τις πρόθυμες κυρίες, να κάνεις ότι θέλεις μαζί τους
αλλά στο σπίτι που θα επιστρέψεις το
πρωί, θα είσαι πια μόνος. Εγώ θα έχω φύγει!
Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της, το σκούπισε με την
ανάστροφη της παλάμης της ενώ εκείνος για λίγο αμφιταλαντεύτηκε σαν να μην ήξερε
προς τα που να στρέψει στο κορμί του. Κατέβασε το ποτό του με τη μία, έβγαλε
και πλήρωσε και των δύων τους τα ποτά, σηκώθηκε και δίχως να της πει τίποτε
περισσότερο, χάθηκε πίσω από την πόρτα που πριν από λίγο μπήκε.
Η αγάπη, αυτή που κάποτε τους υποσχόταν ότι έτσι θα πορεύονταν
σε όλη τη ζωή τους, δεν υπήρχε πια, μόνο που αυτή αρνούνταν μέχρι πριν λίγο
ακόμη, να το καταλάβει.