Βιβλία, δημιουργοί, γραφές, ταξίδια, θέματα πολιτισμού και εκπαίδευσης... και ότι άλλο μας κάνει ανθρώπους.
Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2025
Ο σεισμός του 1948 στην Κάρπαθο
Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2023
ΣΤΑ ΚΑΡΠΑΘΙΚΑ ΤΡΙΣΤΡΑΤΑ της Εύρης Βαρίκα Μοσκόβη
Σήμερα η εγγραφή μου, είναι αφιερωμένη στο βιβλίο της Εύρης Βαρίκα - Μοσκόβη, Στα Καρπάθικα Τρίστρατα. Είναι μια συλλογή διηγημάτων ηθογραφικού κυρίως αλλά και λαογραφικού χαρακτήρα, που εκδόθηκε το 1958 στην Αθήνα, Αναφέρονται στο χωριό της καταγωγής της συγγραφέας, και χωριό μου, το Όθος της Καρπάθου. Ο τίτλος έχει συμβολικό χαρακτήρα, μιας κι όλες οι ιστορίες που παρουσιάζει, έρχονται σε εμάς με την μορφή κουρέττου (κουτσομπολιού) στα τρίστρατα των γειτονιών του χωριού.
Ο χρόνος αναφοράς των διηγημάτων είναι ασαφής, μιας και δεν διακρίνεται κανένα ιστορικό στοιχείο, που θα μας βοηθούσε στη χρονολόγηση. Από τα συμφραζόμενα σε ορισμένα σημεία, πιθανόν να είναι η δεκαετία του 1910 -1920. Σίγουρα όμως η συγγραφέας έχει και δικά της μεταγενέστερα βιώματα, τα οποία ενσωματώνει μέσα στα κείμενά της. Αυτό πιθανόν γίνεται σκόπιμα, διότι στα διηγήματά της ασκεί έντονη κοινωνική κριτική στα ζητήματα των σχέσεων, για το πως αυτές γίνονται δεκτές ή όχι, από την τότε κλειστή κοινωνία της Καρπάθου, αλλά και στιγματίζει αναχρονιστικές αντιλήψεις για τη θέση της γυναίκας.
Γλώσσα γραφής είναι η Δημοτική, ενώ στους διαλόγους των κειμένων, χρησιμοποιεί το Οθείτικο Καρπάθικο ιδίωμα, τόσο ζωντανά και εύστοχα, ώστε πολλές φορές στο μυαλό μου ταξίδευε στην παιδική μου ηλικία και ήταν σαν να άκουγα τους γεροντότερους του χωριού μου να μιλούν. (Για όσους είχαν ζήσει παλαιότερα στην Κάρπαθο, κάθε χωριό όσο κοντά κι αν ήταν με το άλλο, διέκρινες με άνεση τις λεπτές γλωσσικές αποχρώσεις του καθενός.) Στο τέλος του έχει πλούσιο λεξιλόγιο, όπου αποδίδεται η μετάφραση των λέξεων στην νεοελληνική και ακολουθεί παράρτημα με τις χρησιμοποιούμενες παροιμίες, όπου δίδεται και η εννοιολογική τους εξήγηση (πολλές από αυτές της έχει δανειστεί από εργασία του σπουδαίου συντοπίτη μας, Μιχαήλ Μιχαηλίδη- Νουάρου).
Η εικονογράφηση είναι του Γερ. Γρηγόρη και το βιβλίο τυπώθηκε το 1958 στο τυπογραφία της ΗΜΕΡΗΣΙΑΣ.
Το πρώτο διήγημα έχει τίτλο ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ και αναφέρεται στην αγωνία που ζούσε κάθε οικογένεια , η οποία είχε κάποιον δικό της στα ξένα και μόνος τρόπος επικοινωνίας ήταν η αλληλογραφία με το ταχυδρομείο. Αν το γράμμα δεν ερχόταν αυτό προμήνυε κάποιο κακό για τον ξενιτεμένο άντρα του σπιτιού αλλά και στενοχώρια έως ένδεια για την γυναίκα και τα παιδιά του, οι οποίοι αναρωτιούνταν για την τύχη του αλλά και έμεναν δίχως οικονομικούς πόρους, μιας και δεν έρχονταν πια τα δολάρια ή οι χάρτινες λίρες, που έμπαιναν μέσα στον φάκελο, κρυμμένα ανάμεσα στα επιστολόχαρτα.
Το δεύτερο διήγημα, Η ΚΟΥΛΛΟΥΡΑ, αναφέρεται στο μέγιστο των παραπτωμάτων ενός νέου της εποχής, να παντρευτεί κάποια κοπέλα από ξένο τόπο (ξενιτσά). Ξένος τόπος είναι κάθε τόπος εκτός του νησιού τους. Και ο ξενιτεμένος στο Μαρόκο γαμπρός εδώ, όχι μόνο φέρνει μαζί του μια ξένη αλλά και πρόσφυγα από τη Μικρά Ασία, ασχέτως αν είχε ελληνική καταγωγή. Ευτυχώς, που της πέρασε μόνο δαχτυλίδι αρραβώνα και όχι την Κουλλούρα, (τα στέφανα) κι έτσι μπόρεσαν να βρουν λύση σε αυτό το ατόπημα του νεαρού ξενιτεμένου. Για να καταλάβετε πόσο μεγάλο εθεωρείτο το παράπτωμα του, θα σας μεταφέρω μία φράση από το κείμενο, από το οικογενειακό συμβούλιο που αναζητούσε τρόπους να χωρίσει τους αρραβωνιασμένους:
- Μιάλην εκολογιά* έχει, πολτούς συνζενείες**, τσαι θα πέσουν απάνω του να τα χαλάσου, είπε η Μαργαρώ. Εξανακούσθη μαθές πρωτογιός τσαι κανακάρης*** να πάρει ξενιτσά;
* οικογένεια **συγγενείς *** αυτός που κληρονομεί όλη την πατρική περιουσία
Κι άλλη μία, όταν προξενεύουν στον γαμπρό μια χωριανή τους, που του αρμόζει και συγκρίνουν το βιος της μιας με της άλλης:
- Τρεις προύτσες* επέρει παι(δ)ί μου. Αυτή θα κληρονομήσει τσαι τη κάλτα** της τη Φωτουλτσά, τσαι τον μπάρμπα της τον Αλέξη. Εξός*** τ' αμπελοχώραφα της, απούναιν α(γύ)ριστα! Όχι την ξενιτσά παι(δ)ί μου, που δεν έχει χώμα να θαφτεί.
* προίκες **θεία ***εκτός
Το τρίτο διήγημα μιλά για ένα ΠΑΙΔΙΚΟ ΠΑΡΑΣΤΡΑΤΗΜΑ. Ήταν πολύ σύνηθες εκείνα τα χρόνια, οι μεγαλύτεροι να στέλνουν για θελήματα τους μικρότερους. Κι εδώ η μικρή πρωταγωνίστριά μας, έχει πάρει εντολή από τη γιαγιά της, η οποία είχε το χούι να μην ανέχεται να βλέπει κανέναν άπραγο. Μεγάλη Πέμπτη, μετά το σχόλασμα του σχολείου για τις γιορτές, της δίνει εντολή να πάρει ένα γεμάτο καλάθι με αυγά και να τα πάει στη γειτονιά του Αγίου Βλασίου, για να τα βάψουν. -Σήμερα να γίνει η (δ)ουλειά, αύριο μόνο οι Εβραίοι τα βάφουν. Δυστυχώς όμως όλα πάνε στραβά και σίγουρα αυτό ήταν το Πάσχα, που θα την στοιχειώνει για πάντα.
Στο διήγημα αυτό εκτός των άλλων, εντύπωση κάνει πόσο παράταιρο εθεωρείτο, να θέλει κάποια κοπέλα να πάει στο σχολείο και να μάθει γράμματα: Επαλταρέψατε* πιο μωρή, διά(β)ασε διά(β)ασε. Μ' ε φταίει καένας μόνον ο αφέντης σας. Πού κούστη μαθές οι κόρες να μαθαίνουν τόσα γράμματα;*Παλαβώσατε
Το τέταρτο διήγημα έχει τίτλο Η ΞΕΜΑΒΛΙΣΤΡΑ (η ξελογιάστρα) και μας λέει για μια χήρα και την κόρη της, νιοφερμένες από την Αμερική, που παραβαίνουν όλους τους άγραφους κανόνες της εποχής, ξεμυαλίζοντας όσους έρχονται σε επαφή μαζί τους. Οι γυναίκες του χωριού στέκονται απέναντί τους αλλά οι άντρες τους, αρέσκονται στο φέρσιμό τους.
Λένε για τη μάνα: Χήρα γυναίκα μαθές τσαι να φορεί τα μεταξωτά τσαι τα βελου(δ)ένα τσαι να (γ)υρίζει τα πανε(γ)ύρια τσαι τους χορούς;
Αυτά μέχρι που σκάει η είδηση, ότι ότι ο Γιώργης ο Αμερικάνος, ο πολυγροσάς (πλούσιος), ο γιος της Μαρούκλας, αρραβωνιάστηκε δίχως την άδεια της μάνας του, την κόρη της ξεμαβλίστρας. Η μάνα του κλαίει και οδύρεται και δίνει βαριές κατάρες στην υποψήφια συμπεθέρα της: -Τηχ χολή που ποτίστηκα σήμερο να μπτζει τσαι τσείνη σατ της φέρου α(δ)ικοσκοτωμένη τη λαχτάρα της.
Τελικά η ιστορία έχει αίσιο τέλος, καθώς η Μαρούκλα υποχωρεί στο φέρσιμο της ξεμαβλίστρας και της κόρης της και τις δέχεται με κάθε επισημότητα στο σπίτι της. -Τροπιτσές* είναι Σοφίλλα μου. Εί(δ)ες μαθές νάρτουν οπροχτές, τσαι η μάνα τσαι η κόρη, να μου φιλού μαθές τα χέρια μου, τσαι να με παρακαλού η νύφφη μου με τα (δ)άκρυα στα μάτια να πάω στο γάμο...
* αυτές που έχουν καλούς τρόπους
Το πέμπτο διήγημα ΤΟ ΞΕΝΑΚΙ, αναφέρεται σε έναν νέο δάσκαλο, από άλλο νησί της Δωδεκανήσου, ο οποίος υπηρετεί στο χωριό. Αν και ξένος εδώ δεν μπαίνει κανέναν εμπόδιο να παντρευτεί κάποια από τις κοπέλες του χωριού. Μάλιστα τα προξενιά από τις κανακαράες* του χωριού είναι συνεχή. Βλέπεις μια κοπέλα μπορούσε να παντρευτεί κάποιον από άλλον τόπο, διότι αφού είχε και το σπίτι και κτηματική περιουσία, δεν υπήρχε φόβος να εγκαταλείψει το νησί και τους συγγενείς της.
*πρωτοκόρη, η οποία κληρονομεί όλη την προερχόμενη περιουσία από την μάνα της (και το σπίτι).
Το επόμενο διήγημα Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ, αναφέρεται στον καημό των γυναικών, που έχουν μείνει μόνες στο χωριό, διότι ο άντρας του σπιτιού, λείπει στην ξενιτιά. Αυτό τις περιορίζει στις εξόδους και τις διασκεδάσεις του χωριού, διότι μία χήρα δεν ήταν πρέπον, να συνοδεύει την ελεύθερη κόρη της, ειδικά στις διασκεδάσεις των Απόκριων. Μετά από αναμονή και στενοχώρια ετών, εκείνη τη χρονιά, επιτέλους επιστρέφει ο ξενιτεμένος γιός τους από την Αμερική, φέρνοντας και μια πλούσια προίκα για την αδελφή του, για να γιορτάσει με τους συγχωριανούς του τις Απόκριες, που τόσο είχε νοσταλγήσει στα ξένα. Ευτυχισμένοι συμμετέχουν στα ιδιαίτερα έθιμα των Απόκριων του Όθους καθώς πλέον δεν είναι μακριά κι ο χρόνος, που τα δύο αδέλφια, θα γλεντήσουν και στις δικές τους χαρές. ( όπου χαρές, εννοείται ο γάμος τους)
Το έβδομο διήγημα ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟ ΝΗΣΙ, καλύτερα αφήγηση, αναφέρεται στα αυστηρά έθιμα της σαρανταήμερης νηστείας των Χριστουγέννων, στις ετοιμασίες που γίνονται στο σπίτι (ασπρίσματα, γενική καθαριότητα, στόλισμα) και το εδεσματολόγιο της γιορτής των Χριστουγέννων.
Το τελευταίο διήγημα ΤΑ ΣΥΒΒΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΙΑΣ, παρουσιάζει την καλή τύχη της όμορφης μα ορφανής και φτωχής Φραγκουλιάς, να αρραβωνιαστεί εξ αποστάσεως τον ζάμπλουτο Αμερικάνο (με καταγωγή από τη Ρόδο) και όλοι να την ζηλεύουν αδυνατώντας να πιστέψουν ότι είχε αποσιωπηθεί το παραστράτημά της: -Δετ τα ξαίρεις μαθές διέκοψεν η Καλίσσα του Σταμάτη. Τσαι που τις έχομε τις φρόνιμες κόρες τι καλόν εί(δ)αμε; "Οι ακαμάτρες τσ' οι λωλλές έχου(ν) τις μοίρες τις καλές." Μ' ά(φ)εις ιά να (δ)ούμε αν θα την επάρει καλότυχη, αν υπά(σι) στ΄ αυτιά τ' αθθρώπου τα κα(μ)ώματά της, απού λέουσι μαθές πως κρα(τ)εί τα ραβασάτσατης * ο Εργαράς** του Πολυχρόνη του Ελυμπίτη. Ο Θεός να με συγχωρέσει (δ)έ τά(δ)α με τα μάδια μου, λέει τα ο κόσμος....* το ραβασάκι της **Γιώργος (με περιπαικτική διάθεση)
Τα κουτσομπολιά όμως είχαν βάση. Η Φραγκουλιά πράγματι έτρεφε εδώ κι ένα χρόνο αισθήματα για τον Γιώργη, ο οποίος ήταν όμορφος, γερός και δουλευταράς. Τραγουδιστής και πρωτοχορευτής, όπου κανένας δεν τον παράβγαινε. Στην αρχή αντιστάθηκε στο προξενιό, που έγινε διαμέσου του ξενιτεμένου θείου της, που γνώριζε καλά τον γαμπρό. Στο τέλος η Φραγκουλιά, ζυγίζοντας τη φτώχια της, το μέλλον όχι μόνο το δικό της αλλά και της μικρότερης αδελφής της αλλά και του ακαμάτη αδελφού της, είπε το ναι. Καθοριστική ήταν και η συμβουλή της θείας της της Ερνιάς, που ήταν ο σύνδεσμος της με τον αγαπημένο της Γιώργη:
-(Δ)ε βαριέσαι κόρη μου. Ούλες ε(γ)απούσαμε στα νιάτα μας, μα (δ)ε τους επήραμε. Εξαννοίξαμε το σύφφερό* μας. Εσού να ξαννοίξεις να σωθείς να σώσεις τσαι το σπίτι σου. Εγώ ξαίρεις πώς σ' α(γ)απώ τσαι θέλω το καλό σου."
*συμφέρον
Τα πλούσια δώρα έφτασαν από την Αμερική και εκείνη ετοιμαζόταν πλέον να εγκαταλείψει το σπίτι της, για να πάει να παντρευτεί στην Αμερική.
Ο Γιώργης έχοντας χάσει τη μάχη, σε μια τελευταία πράξη, αποχαιρετά την αγαπημένη του, κάνοντας της μια καντάδα με με πειρακτικά δίστιχα. Εκείνη μέσα από τα κλειδαμπαρωμένα πορτοπαράθυρα, κλαίει με λυγμούς. Τελικά εγκαταλείπει τον τόπο της, με δάκρυα στα μάτια, μη γνωρίζοντας κανείς, αν αυτά ήταν από την χαρά για την ευτυχία της ή δάκρυα πόνου, για τα δυο γλυκά μάτια που άφηνε για πάντα πίσω στο νησί.
Και μόνο για το βιβλίο της ΣΤΑ ΚΑΡΠΑΘΙΚΑ ΤΡΙΣΤΡΑΤΑ και όσα ανέφερα παραπάνω αλλά και όσα μας παρουσιάζει ο Μανόλης Δημελλάς στην έρευνα του στα Καρπαθιακά Νέα ( δείτε εδώ... ), θεωρώ ότι οι Οθείτες, οφείλουν να τιμήσουν τη σπουδαία και πρωτοπόρα για την εποχή της, συμπατριώτισσα μας. Μια οφειλόμενη τιμή, σε μία γυναίκα που αγάπησε το χωριό μας, μας αφιέρωσε ένα σημαντικό ντοκουμέντο πια για τον παρελθόν μας, ανέδειξε τα αναχρονιστικά ήθη τα οποία πριν λίγα μόλις χρόνια αποτινάξαμε από πάνω μας. Μια άξια Καρπαθιά της διασποράς.
Κυριακή 28 Μαΐου 2023
ΜΑΥΡΟΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ(1985)
Αυτό είναι το τελευταίο κείμενο αυτής της σειράς, αναμνήσεων, σαν από ημερολόγιο από τη δεκαετία του 80. Έχει φύγει πια το καλοκαίρι και βρισκόμαστε στη αρχή του φθινοπώρου. Όλα έχουν αλλάξει, κι αυτό αποτυπώνεται πια, με πολύ σαφήνεια.
Το καλοκαίρι έφτανε στο τέλος του. Αποχαιρετισμοί περαστικών φίλων,
με μόνο κοινό σημείο θύμησης τις στιγμές στη θάλασσα και τη μοναχική πια αυλή της απόμερης εκκλησίας. Το πλοίο κάθε πέντε μέρες, που φέυγοντας άφηνε πίσω του την αίσθηση της επικείμενης χειμωνιάτικης μοναξιάς. Παράξενη μα γνωστή λύπη, ζωγραφισμένη στα άλλοτε ζωντανά πρόσωπά μας. Απολογισμός προηγούμενων καταστάσεων χωρίς συμπέρασμα. Πλησίασμα στην καθημερινή μετριότητα...
Επαναφορά στον αργό ρυθμό ζωής, φόβος μήπως περισσέψουν κάποιες ώρες. Ρυθμός αργός στη δουλειά, στον βηματισμό, στις σκέψεις, στα όνειρα. Σωματική και ψυχική προσαρμογή στα προσωπικά χειμερινά δεδομένα.
Μάτια που ψάχνουν άδικα το πρόσωπο, που μας έκανε να αισθανθούμε ευτυχισμένοι. Ήχοι σιγανοί, ανεπαίσθητοι, ανίκανοι να διαταράξουν τα λιμνάζοντα ύδατα σε αντίθεση με μυρωδιές χαρούμενες, γνήσιες. Γεύσεις απαλλαγμένες από την αλμύρα της θάλασσας. Σώμα ελεύθερο να ξαναβρεί τον χαμένο "ζωτικό του χώρο".
Ίδια δρομολόγια με διαφορετική διαδρομή. Διαδρομή ολιγάνθρωπη. βουβή, με στάνταρ προορισμό. Παραλίες τις οποίες απολαμβάνουν μόνο λίγοι ξένοι τουρίστες.
Πρωινά ξυπνήματα από το καφενείο, λύτρωση η δουλειά, ατέλειωτο απόγευμα. Πρωινά γεμάτα, έστω και με την αναμονή του ταχυδρόμου. Απογεύματα άδεια κι από αυτές τις "νεκρές σκέψεις".
Μοναδικός χώρος διασκέδασης η νύχτα. Στο καφενείο, την ταβέρνα, τη τηλεόραση. Παρέες ζαλισμένες από το συνεχές μέτρημα της τράπουλας. Μάχη για την καλύτερη ζαριά. Καβγάς, τεχνητή φασαρία, η ησυχία την ώρα των δυσνόητων ειδήσεων. Καφετζήδες αεικίνητοι ή αργόθυμοι. Τραπεζομάντηλο νάιλον, χοιρινό σουβλάκι, γέλιο, μπύρα ή ουίσκι, σοβαρή ή αναίτεια συζήτηση, ραντεβού για την επομένη δίχως λόγια. Στην τηλεόραση κάποια βιντεοκασέτα, τοστ και πορτοκαλάδα, καρέκλες στη σειρά, θαυμασμός, όλα ψεύτικα μα και αληθινά.
Απόγευμα Κυριακής. Ποδόσφαιρο στο ραδιόφωνο, Προ-πό, ομαδάρα, ημίχρονο, προβλέψεις. Το βράδυ επανάληψη, στην τηλεόραση αυτή τη φορά. Νεολαία που ψάχνει το ήρωα της βράδυ Τετάρτης, στο Κύπελο Ευρώπης, ελπίδες, πρώτη θέση, όρθιοι, τηλεόραση και μπάλλα βασίλισσες. Πικρή απογοήτευση.
Ο δρόμος που οδηγεί στην πόλη. Βόλτα στον παραλιακό, καφετέρια, πίτσα, προβλήματα, κορεσμός, αίσθηση ανικανοποίητου, επιστροφή στο χωριό με τα σβηστά φώτα.
Προσμονή κάποιου πανηγυριού, γλεντιού ή έστω τυχαίας συνάντησης, το Σάββατο βράδυ ή κάποια άλλη μέρα. Επαφή!... Αλλά μόνο αδιέξοδος υπάρχει.
Υπομονή...
Οκτώβρης 1985
Πέμπτη 18 Μαΐου 2023
ΤΟΠΟΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ (1985)
τόσο ξαφνικά, για λίγο όμως, όσο διαρκεί η διαμονή όλων των ξενιτεμένων νέων του χωριού από κάθε γωνιά της Γης, που μαζεύονται στον αγαπημένο τους τόπο, ένας ενάμισης μήνας όλο κι όλο, τόσο διαρκεί το πραγματικό καλοκαίρι στο νησί μας.
![]() |
Παναγία - Όθος Καρπάθου |
Ο πρόσφατα ασβεστωμένος αυλόγυρος και το πλακόστρωτο δάπεδο, η ξύλινη πόρτα που ποτέ δεν κλείνει, η μαρμάρινη εντοιχισμένη πλάκα με την ημερομηνία εγκατάστασης των προγόνων μας σε αυτόν τον τόπο, βαμμένη για να φαίνονται τα χαράγματα καλύτερα(!) Στον τοίχο σύντομα σημειώματα κάποιων κοριτσιών, με μαρκαδόρο ή μολύβι, κάποια ολοφάνερα μαρτυρούν το μήνυμά τους, άλλα πάλι είναι κωδικοποιημένα, σε προκαλούν να γράψεις κι εσύ κάτι, για ποιον λόγο; μέχρι το επόμενο καλοκαίρι σίγουρα θα έχουν σβηστεί. Το σκοινί της καμπάνας κρέμεται, το μόνο πράγμα που υπάρχει για να ξεσπάσει κάποιος σε κάποια στιγμή απόλυτης ευθυμίας ή ευτυχίας. Η πρόσφατη επικεράμωση της στέγης και του τρούλου μετά από κάμποσες δεκαετίες κυριαρχίας του τσιμέντου. Κάτω μας τρέχει ασταμάτητα, η πηγή του χωριού μας μα κανένας δεν την ακούει. Πιο πέρα οι ασθενείς λάμπες το φωτίζουν ενώ όλο και κάποιος περνά κοιτώντας μας επικριτικά για την "βεβήλωση" του χώρου, που βλέπει να συντελείται μπροστά στα μάτια του.
Στενά συνδεδεμένη η νεολαία με αυτήν την μικρή αυλή. Από τις απογευματινές ως τις βαριά νυχτερινές ώρες. Κάποιοι μαζεύονται από πολύ νωρίς να πιάσουν κεντρική θέση, να οργανώσουν τη βραδιά και την επόμενη ημέρα, κάποιοι βρίσκουν και πάλι την παρέα τους, κάποιοι ελπίζουν να να είναι αυτή η βραδιά που θα φανερώσουν το χτυποκάρδι τους σε αυτήν που τους έχει "τρελάνει", αυτοί προτιμούν ιδιαίτερα τη γωνία, που κρύβεται από το δρόμο. Άλλοι, μεγαλύτεροι θα κάνουν μια στάση με το αυτοκίνητο τους, σταματούν ακριβώς μπροστά στην είσοδο, αν υπάρχει "ενδιαφέρον" ανεβάζουν και την ένταση της μουσικής που τους ακολουθεί. Η παρέα των κοριτσιών με τα ατελείωτα σιγοψιθυρίσματά τους αφού περάσει μια φορά από μπροστά μας, στην επιστροφή θα προστεθούν στην παρέα μας, βιασύνη για το ποια θα πιάσει την πιο καλή θέση, κοντά στη άλλη γωνία, αμηχανία στην αρχή μα και πάλι σε λίγο επανέρχεται η κανονικότητα, στα σιγοψιθυρίσματα. Τ' αγόρια προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τα τσιγάρα γεμίζουν το πλακόστρωτο - κάποια γειτόνισσα αδίκως θα διαμαρτυρηθεί γι' αυτήν την ασχήμια - προσπάθεια για επικοινωνία αλλά η κατάληξη πάντα η ίδια... τα σιγοψιθυρίσματα.
Το μαγνητόφωνο στην πρίζα της εκκλησίας, που θα ηχήσει αργά τη νύχτα με ροκιές ή λαϊκά, στο σκοτάδι που μας περικυκλώνει, πάντα υπάρχει κάποιος που θα χορέψει, έστω για μια στροφή μόνο.
Νυχτερινή θέα στην μικρή παραθαλάσσια κωμόπολή μας, στα φώτα της που φαίνονται στο βάθος, στη γαλήνια θάλασσα της που τη φωτίζουν τ΄ αστέρια, που όλοι κάτι περιμένουμε από αυτήν.
Είναι η ίδια αυλή ετούτη, που θα μαζευτούμε αργά τα μεσάνυχτα, όταν το καφενείο δεν θα έχει να μας προσφέρει τίποτε άλλο, για να διηγηθούμε τις διάφορες ιστορίες μας, παντός είδους ιστορίες, εμπειρίες ολόδικες μας, έως αφελείς από εμάς που ζούμε στην μικρή μας Ελλάδα σε αντίθεση με τις ιστορίες θαυμάτων των φίλων μας που επέστρεψαν από τα ξένα. Κάποια χοντρά ανέκδοτα, τα οποία θα ξαναλέγονται για πολύ καιρό μετά, σε κάθε ευκαιρία, προκαλώντας την υπερηφάνεια του λέγοντος για τις αντιδράσεις μας.
Η ώρα όμως περνά, ένας ένας σηκώνεται και φεύγει αφήνοντας πίσω του μια ξεψυχισμένη "Καληνύχτα" ή μία "Καλημέρα", όλο προσδοκία. Το χωριό σιωπηλό, πηγαίνοντας για το σπίτι νιώθω ως συνήθως μόνος, η μοναξιά γίνεται ακόμη μεγαλύτερη όταν σκέφτομαι, ότι όλα τα παραπάνω, έχουν σύντομη ημερομηνία λήξης. Ο χειμώνας μας περιμένει...
Αύγουστος 1985
Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2022
Κωδικός Γκάντερ της Φωτεινής Τομαή ( ή η ζωή του Αλέξανδρου Γεωργιάδη )
Ο Αλέξανδρος Γεωργιάδης είναι ένας ήρωας, που αγάπησε με όλη του την ψυχή και τις δύο πατρίδες του, αν και απογοητεύτηκε από αυτές το ίδιο. Από τη μία, η Αμερική του γκρέμισε την εικόνα της ιδανικής δημοκρατίας που πίστευε γι΄ αυτήν και από την άλλη, η Ελλάδα τον πόνεσε με τον αχρείαστο αδελφοκτόνο πόλεμο την ώρα που οι άλλοι Ευρωπαίοι, (νικητές και ηττημένοι) μονιασμένοι ανάσταιναν από τα ερείπια τις χώρες τους.
Ποιος όμως ήταν ο Αλέξανδρος Γεωργιάδης; Για ποιον λόγο η κυρία Τομαή, γράφει ένα μυθιστόρημα για τη ζωή του; Και για ποιον λόγο είμαστε σήμερα εμείς, οι συγχωριανοί του, υπερήφανοι και για τη δράση του στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και όλη τη ζωή του;
Ο Αλέξανδρος Γεωργιάδης, γεννήθηκε στο Όθος της Καρπάθου το 1898. Το 1912 με την κατάληψη των Δωδεκανήσων από τους Ιταλούς στέλνεται από τους δικούς του στην Αθήνα για καλύτερες σπουδές. Ανήσυχο πνεύμα όπως ήταν, η στενάχωρη χώρα μας δεν τον ικανοποιεί και σε ηλικία μόλις 18 ετών φεύγει για την χώρα της ελευθερίας, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Κυνηγά το Αμερικάνικο όνειρο και μετά από πολύ προσπάθεια αλλά και τύχη το κερδίζει. Το 1942 καλείται από την Αμερικανική κυβέρνηση, μαζί με άλλους Ελληνοαμερικανούς, να στελεχώσει τη νεοσύστατη υπηρεσία πληροφοριών την γνωστή O.S.S. με σκοπό να διεισδύσει στην κατεχόμενη Ελλάδα. Το εγχείρημα ήταν δύσκολο. Πέρα από τους προφανείς λόγους ότι έπρεπε να δράσει σε μία εχθρική χώρα, οι ΗΠΑ εξαιτίας του μέχρι τότε απομονωτισμού τους, δεν είχαν ανάλογη εμπειρία σε τέτοιου είδους αποστολές. Επιπλέον η Ελλάδα ανήκε στην σφαίρα επιρροής των Άγγλων και οι Αμερικάνοι κατάσκοποι αν και σύμμαχοι, αντιμετωπίζονταν με μεγάλη καχυποψία, όχι μόνο από αυτούς αλλά και από το διπλωματικό κατεστημένο της χώρας μας. Ο Γεωργιάδης όμως καταφέρνει με τον καλύτερο τρόπο να φέρει σε πέρας την αποστολή που του είχε ανατεθεί από την αρχή. Να οργανώσει το σαμποτάζ στις γραμμές ανεφοδιασμού των Γερμανών από την Τουρκία, και συγκεκριμένα να σταματήσει τη ροή χρωμίου, απαραίτητου υλικού για τη στρατιωτική της βιομηχανία. Επιπλέον ξεσκέπασε ένα δίκτυο Βούλγαρων κατασκόπων κι ένα άλλο Τούρκων. Η βάση του ήταν στο ελληνικό προξενείο της Ανδριανούπολης και το πεδίο δράσης του ο κατεχόμενος από τους Γερμανούς Έβρος. Για να πετύχει τον σκοπό του, συνεργάζεται με τo τοπικό κλιμάκιο του ΕΛΑΣ, αφού πρώτα κερδίζει την εμπιστοσύνη τους. Γι΄ αυτούς ήταν ο Αλέκος ο Αμερικάνος, ο ντόμπρος συνεργάτης σε αυτά που τους έταζε, ο αγνός πατριώτης, που πέρα από τις εντολές που είχε, πολεμούσε στο πλάι τους με την ίδια αυταπάρνηση με εκείνους.Μετά την θετική έκβαση της αποστολής του και την απελευθέρωση της Ελλάδας, παίρνει νέες εντολές. Αυτή τη φορά έπρεπε να εκμεταλλευτεί τις πολύ καλές σχέσεις που είχε αναπτύξει στην περιοχή της Θράκης με στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος προκειμένου να διερευνήσει τις προθέσεις τους αμέσως μετά την απελευθέρωση. Ήταν το μοναδικό στέλεχος της O.S.S. που εμπιστεύονταν οι πρώην αντάρτες του ΕΛΑΣ. Όλοι ανησυχούσαν κατά πόσο τα ένοπλα στρατιωτικά τμήματα του ΕΑΜ, κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, ήταν διατεθειμένα να καταθέσουν τα όπλα τους μετά τις συμφωνίες του Λιβάνου(1) και της Καζέρτας (2). Κατά την παραμονή του στην Αθήνα ζει από κοντά τα τραγικά γεγονότα των Δεκεμβριανών του 44, τα οποία όπως διαπιστώνουμε σημαδεύουν για πάντα την ψυχή του. Αν και είχε ζήσει στη Θράκη τις ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα στον περιβόητο Τσαούς Αντών (Αντώνης Φωστερίδης) και των δυνάμεων του ΕΛΑΣ, τις οποίες υποδαύλιζαν οι Άγγλοι, καταλάβαινε ότι το χάσμα που υπήρχε ανάμεσα στους Έλληνες θα θα τελείωνε εκεί αλλά θα είχε ολέθριες συνέπειες για το μέλλον της χώρας μας. Ήταν εξοργισμένος με τον ύπουλο ρόλο των Άγγλων και κατά τη διάρκεια της Κατοχής αλλά και μετά την απελευθέρωση, βλέποντας τους να μην σέβονται έναν Λαό, που σε όλη τη διάρκεια του Πολέμου έχυσε ποταμούς αίματος τασσόμενος στο πλευρό των Συμμάχων. Μία ακόμα αποστολή του στην Βόρεια Ελλάδα ακολουθεί, όπου συναντά τον Μάρκο Βαφειάδη και τον Ευριπίδη Μπακιρτζή, προβληματισμένους με την πολιτική που ακολουθούσαν τα ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ των Αθηνών. Τότε ανακαλείται στο Κάιρο για να δώσει αναφορά για τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα και για να παρασημοφορηθεί. Επιστρέφει στην Ελλάδα το 1945 και τότε του δίνεται επιτέλους η πολυπόθητη άδεια που ζητούσε, να επισκεφτεί τον γενέθλιο τόπο του, την Κάρπαθο. Την μόνη που βρίσκει ζωντανή από τους δικούς του, είναι η ογδονταδιάχρονη μητέρα του. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά, που επισκέφτηκε τον τόπο καταγωγής του.
Επιστρέφοντας στην Αμερική του ζητείται να ενταχθεί εκ νέου στις μυστικές υπηρεσίες με αποστολή την παρακολούθηση των νέων εχθρών, των κομμουνιστών, με έδρα του τα παράλια της Μικράς Ασίας. Αυτή τη φορά αρνείται. Ήδη έχει πληγωθεί με τον αλληλοσπαραγμό μεταξύ των Ελλήνων, που μετά την απελευθέρωση τους αντί μονιασμένοι να οικοδομήσουν την πατρίδα τους, αυτοί αλληλοεξοντώνονται μεταξύ τους. Ακατανόητη του ήταν και η εχθρότητα που επέδειξαν οι Άγγλοι ενάντια στους μαχητές του ΕΛΑΣ και η διαγραφή κάθε προδοσίας των δωσίλογων, πρώην συνεργάτες των ΝΑΖΙ. Ο Καρπάθιος, που έφυγε από τα σκλαβωμένα Δωδεκάνησα, που υπέρτατη αξία γι΄ αυτόν ήταν η Ελευθερία και η δικαιοσύνη, πονούσε βλέποντας την κατάντια των ομοεθνών του. Κυρίως όμως, δεν μπορούσε να κατανοήσει την αναγκαιότητα που ώθησε τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές στον εμφύλιο πόλεμο. Έβλεπε με συμπάθεια τους μαχητές του ΕΛΑΣ, αναγνώριζε τον πατριωτισμό τους, πίστευε όμως ότι η Ελλάδα δεν θα κέρδιζε τίποτα, αν προσδενόταν στο άρμα της Σοβιετικής Ένωσης.Η άρνησή του αυτή, όπως και κάποιες αντιζηλίες από πρώην συμμαχητές του στον O.S.S. τον έβαλαν στο στόχαστρο των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ. Οι καλές του σχέσεις με τους αντάρτες του ΚΚΕ, γίνεται το όπλο για να τον κυνηγήσουν. Είναι η εποχή όπου τα πάντα εξουσιάζει η πολιτική του Μακαρθισμού και ο Γεωργιάδης είναι ένα καλό θύμα για να δείξουν ως υπαρκτό, έναν ανύπαρκτο κίνδυνο για τις ΗΠΑ. Ο Αλέξανδρος Γεωργιάδης όμως δεν είναι από εκείνους που δειλιάζουν ή φοβούνται μπροστά στις απειλές. Τους αγνοεί και δεν πέφτει στην παγίδα να συνδιαλλαγεί μαζί τους. Αυτοί του το κρατάνε, παρενοχλώντας τον για πολλά χρόνια ακόμα. Πέρασε δύσκολα! Δεν υπήρχε χειρότερη κατάσταση τότε από το να υποδειχθείς ως φίλα προσκείμενος στην Σοβιετική Ένωση. Ο Τζόσεφ Μακάρθυ είχε απλώσει ένα πλέγμα τρόμου πάνω από την αμερικανική κοινωνία, που διαπερνούσε όχι μόνο όσους έβαζε στο στόχαστρό του αλλά και κάθε έναν, που πιθανόν να είχε την όποια σχέση μαζί του.
Μόλις το 2018 του απονέμονται στρατιωτικές τιμές και η ανώτατη διάκριση ήρωα Πολεμιστών του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, στο Εθνικό Μνημείο Πολεμιστών της Ουάσιγκτον. Μόνο που ο ένθερμος αυτός αγωνιστής της Ελευθερίας και της δικαιοσύνης, έχει ήδη αποβιώσει.
Περισσότερα για τη ζωή και τη δράση του, μπορείτε να διαβάσετε στο βιβλίο της Φωτεινής Τομαή αλλά και στην σχετική εγγραφή των Καρπαθιακών Νέων: Alekos ο Αμερικάνος, ο Οθείτης κατάσκοπος της O.S.S.
Όπως λέει η κυρία Τομαή, ο άντρας αυτός, με την ηρωική του δράση στον ακριτικό μας Έβρο σημάδεψε την πορεία του πολέμου. Το αποτέλεσμα ήταν η επιβράδυνση της παραγωγής πολεμικού υλικού από την βιομηχανία των Γερμανών στους τελευταίους κρίσιμους μήνες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη. Αυτό ήταν σημαντικό γεγονός διότι έκανε πιο εύκολη την τελική επικράτηση των Συμμαχικών δυνάμεων, που αντιμετώπιζαν τη λυσσαλέα άμυνα των Γερμανών σε όλα τα μέτωπα. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε, ότι επιτάχυνε την λήξη του πολέμου στην ήπειρό μας. Ήταν ένας πράκτορας που εκμεταλλεύτηκε όλα τα χαρίσματα που του έδωσε ο σκληρός τόπος της γέννησής του αλλά και όσα έμαθε καθώς ωρίμαζε στη χώρα των θαυμάτων. Επί δεκαοχτώ μήνες σήκωνε το βάρος της επιτυχημένης αποστολής του, όταν το ορισμένο από την O.S.S. χρονικό διάστημα που μπορούσε κάποιος πράκτορας να βρίσκεται σε αποστολή ήταν το εξάμηνο. Αυτόν τον ήρωα, τον Αλέξανδρο Γεωργιάδη, τον Αλέκο τον Αμερικάνο για τους αριστερούς του ΕΛΑΣ, η Αμερική του επεφύλαξε την πιο άδικη και σκληρή αντιμετώπιση. Δεν μπορώ να φανταστώ με ποιον τρόπο συνεχίζεις τη ζωή σου μετά από αυτό. Εμείς όμως, οι επόμενες γενιές του χωριού μας, του Όθους της Καρπάθου, οφείλουμε όχι μόνο να μην ξεχάσουμε αλλά και να αναδείξουμε όλα εκείνα με τα οποία ο μικρός τόπος μας γαλούχησε τις γενιές εκείνων των αντρών. Ένας τόπος σκλαβωμένος πολύ πιο πέρα από τα τετρακόσια χρόνια Οθωμανικής Κυριαρχίας, που ποτέ του όμως δεν έπαψε να ονειρεύεται την Ελευθερία του, την Ένωσή του με την μητέρα Ελλάδα.
Όθος Καρπάθου, αρχές του 20ου αιώνα |
Κλείνοντας θα ήθελα να ευχαριστήσω, την κ. Φωτεινή Τομαή, για την εξαίρετη δουλειά που έκανε στο βιβλίο της: Κωδικός Γκάντερ, αλλά και διότι πρώτη έβγαλε από την ιστορική λήθη ένα σημαντικό αγωνιστή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τον συγχωριανό μας, τον Αλέκο τον Αμερικάνο, όπως τον φώναζαν οι Εβρίτες αντάρτες.
(1) Συνέδριο του Λιβάνου: (17 - 20 Μαΐου 1944) Διάσκεψη των αρχηγών των ελληνικών πολιτικών παρατάξεων και αντιστασιακών οργανώσεων, με σκοπό τη δημιουργία κυβέρνησης εθνικής ενότητας στη χώρα, μετά το τέλος της γερμανικής κατοχής.
(2) Συμφωνία της Καζέρτας: (26 Σεπτεμβρίου 1944) Συμφωνία μεταξύ της «ελεύθερης» ελληνικής κυβέρνησης εθνικής ενότητας που συστάθηκε στο Κάιρο , αφενός, και αφετέρου των ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων (ΕΑΜ και ΕΔΕΣ) που δρούσαν τότε στην Ελλάδα. Η συμφωνία αυτή έγινε υπό την επίβλεψη των Βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων της Μεσογείου. Σκοπός της συμφωνίας αυτής ήταν να καθορισθούν θέματα σχετικά με τη δράση, τον έλεγχο και/ή τον αφοπλισμό των ένοπλων τμημάτων αντίστασης που είχαν δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια της Κατοχής στον ελληνικό χώρο προκειμένου η χώρα να οδηγηθεί στην ομαλότητα, μετά την απελευθέρωση.
Κάρπαθος
Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2021
Γεώργιος Κωστέτσος, ο τελευταίος χαλκιάς της Καρπάθου
Γεώργιος Κωστέτσος |
Μέχρι το 1992 ζούσε στο Όθος της Καρπάθου ο Γεώργιος Κωστέτσος, ο τελευταίος χαλκιάς του νησιού. Τον θυμάμαι κάθε πρωί ν΄ ανεβαίνει στο χαλτσαδιό(1) του και κάθε απόγευμα να κατεβαίνει κατάκοπος. Στα χέρια του συνήθως κρατούσε κάποια από τις δημιουργίες του. Εκεί στο δωματιάκι που ζούσε είχε ένα μπαούλο με αξίνες, σκαλιστήρια, τσάπες και ένα σωρό άλλα σιδερένια εργαλεία. Από όλα τα χωριά τον επισκέπτονταν για να διορθώσουν ή ν' αγοράσουν κάποιο εργαλείο και τότε η πρωτότυπη αυτή έκθεση άνοιγε αμέσως και με καμάρι επιδείκνυε το εμπόρευμα του.
Τον θυμάμαι μεγάλο σε ηλικία. Είχε περάσει τα ενενήντα, όταν πέθανε. Γεννήθηκε το 1902 όπως έγραφε η ταυτότητά του, εκείνος όμως υποστήριζε ότι το πραγματικό έτος γέννησης του ήταν το 1898. Κι όμως λίγα χρόνια πριν πεθάνει, ακόμα δούλευε. Μόνος του δούλευε το φυσερό για να δυναμώσει η φωτιά και στη συνέχεια χτυπούσε αλύπητα το πυρωμένο σίδερο στο αμόνι για να του δώσει σχήμα. Δύσκολη δουλειά μα ήταν δυνατός άντρας. Έχουν να διηγούνται στο χωριό: Προπολεμικά, όταν χτιζόταν το Δημοτικό Σχολείο, κάτω στα Πηγάδια - το λιμάνι του νησιού- έφτασαν τα ξύλα για τη στέγη και τα πατώματα. Όλοι οι άντρες κατέβηκαν για να βοηθήσουν στη μεταφορά τους. Τα δοκάρια όμως είχαν μεγάλο μήκος και δεν μπορούσαν να φορτωθούν στα ζώα. Τότε αποφάσισαν να τα μεταφέρουν στον ώμο. Δύο δύο οι άντρες φορτώνονταν τα δοκάρια και διένυαν την απόσταση των 5 χιλιομέτρων περίπου για να ανέβουν στο υψόμετρο των 530 μέτρων που βρίσκεται το χωριό. Μόνο ο Γιώργης ο Κωστέτσος την έκανε αυτή τη μεταφορά μόνος του και μάλιστα δυο φορές την ημέρα.
Ο Κωστέτσος στο Χαλτσαδιό του |
Σε μικρή ηλικία βρέθηκε στην Μικρά Ασία, στην περιοχή της Σμύρνης. Σε ντόπιο μάστορα έμαθε την τέχνη του χαλκιά. Ακολούθησε τη φυγή των Ελλήνων κατά την Μικρασιατική Καταστροφή. Μάλιστα έφυγε μια μόλις μέρα πριν την είσοδο των Τούρκων στην Σμύρνη, παρά τις παραινέσεις του αφεντικού του να παραμείνει για μία μέρα ακόμα ( κανένας δεν πίστευε στην Καταστροφή). Επέστρεψε στην Κάρπαθο και μπήκε βοηθός σε ντόπιους μαστόρους. Στο Νικολή το Χαλκιά και τον Πολυχρόνη Χανιώτη. Δεν ήταν ικανοποιημένος όμως ούτε από τις απολαβές, ούτε από την εργασία. Έτσι ανοίγει δικό εργαστήριο στις Πυλές. Δεκαοχτώ χρόνια το κράτησε ανοιχτό. Στη συνέχεια ανοίγει χαλτσαδιό στο χωριό του, στης Ευαγγελίας το σπίτι, κοντά στην Παναγία. Εκεί έμεινε ως την πρώτη πενταετία του 1950. Τότε μεταφέρει το εργαστήριο του στη Μέλλουρα, εκεί όπου τον γνωρίσαμε εμείς οι νεότεροι.
Στην περίοδο του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, όταν αποκλείστηκε το νησί και τα καράβια έπαψαν να μεταφέρουν τρόφιμα, οι κάτοικοι ως μόνο τρόπο επιβίωσης βρήκαν την καλλιέργεια της λιγοστής γης. Χρειάζονταν εργαλεία. Καλοσυντηρημένα εργαλεία. Και η πρώτη ύλη ήταν λιγοστή. Τότε φάνηκε η αξία του ντόπιου τεχνίτη. Και ο καλύτερος ήταν ο Κωστέτσος. Έκανε συμφωνία με τους γεωργούς και τους κτηνοτρόφους. Θα τους επιδιόρθωνε τα εργαλεία που θα χρειάζονταν για μια πλήρη καλλιεργητική περίοδο και αυτοί θα τον πλήρωναν σε είδος. Οι γεωργοί τέσσερα πινάκια γεννήματα. (Το πινάκι ήταν δοχείο-μονάδα μέτρησης όγκου, του Κωστέτσου ήταν λίγο μεγαλύτερο.) Οι κτηνοτρόφοι, βούτυρο, δρίλλα, κρέας. Οι σκαφιοί(2) χρήματα. Τίποτα δεν έλειψε από το σπίτι του τα δύσκολα εκείνα χρόνια. Πολλές φορές ήταν το μόνο σπίτι που είχε βούτυρο, το οποίο έδινε σε κάποιον ασθενή ως γιατρικό. Δούλεψε όμως πολύ σκληρά τότε, το επέτρεπε πέρα από την ισχυρή του κράση και η ηλικία του. Από τα ξημερώματα ως αργά τη νύχτα. Οι ανάγκες ήταν μεγάλες. Έφτιαχνε τα πάντα, από υνιά ως κλειδαριές.
Του έφερναν σκασμένα βλήματα και αυτός τους έφτιαχνε τα εργαλεία. Για κάρβουνο φρόντιζε ο ίδιος. Έπαιρνε άδεια από τους κατακτητές Ιταλούς κι έκοβε πεύκα. Στις Μισσάθες κατασκεύαζε τον καρβουνόλακο. Έκοβε ξύλα και τα στοίβαζε μέσα σε αυτόν, τα σκέπαζε με κοσκινισμένο χώμα και τα "έκαιγε" δημιουργώντας το κάρβουνο. Όταν ήταν έτοιμα τα μετέφερε με μουλάρια στο χαλτσαδιό του.
Ατυχήματα είχε. Κάποτε του καρφώθηκε στο χέρι το πίσω μέρος ενός δρεπανιού. Τα φάρμακα ανύπαρκτα. Η δημώδης ιατρική συνέστησε έναν κόκορα βραστό σε καθημερινή βάση. Το ξεπέρασε γρήγορα.
Τον θυμάμαι ακόμη, να παίζει τάβλι στο καφενείο. Αληθινή πρόκληση για όποιον είχε το θάρρος να τα βάλει μαζί του. Ανίκητος. Στο χωριό ακόμα λένε για ένα αναπόφευκτα χαμένο διπλό παιχνίδι: "Αυτό δεν το κόβει ούτε ο Κωστέτσος".
Κρίμα που η γενιά μου, δεν είχε την προνοητικότητα να περισώσουμε το φυσερό του, το αμόνι του, το εργαστήρι του. Πράγματα που κάποτε τα θεωρούσαμε ασήμαντα, σήμερα στην εποχή της αλματώδους ανάπτυξης θα μας συνέδεαν με το παρελθόν μας. Τουλάχιστον με τη βοήθεια της μνήμης ας κάνουμε αυτό το ταξίδι, στη δύσκολη ζωή των παλαιοτέρων γενιών από εμάς. Όχι νοσταλγώντας την αλλά για να διδαχθούμε από τον τρόπο που αντιμετώπιζαν τις δυσχέρειες της εποχής τους.
Φυσερό ή Φυσούνα σιδερά, λαογραφικό Μουσείο Καλλιμασίας Χίου. Το φυσερό του Κωστέτσου ήταν διαφορετικό, μοναδικό από μια πρόχειρη έρευνα που έκανα, δυστυχώς δεν διασώθηκε. |
(1) χαλτσαδιό: σιδερουργείο
(2) σκαφιοί: σκαφτιάδες
Κάρπαθος
Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2018
Κάποτε στη Γυνατού
Τη θυμάμαι καλά εκείνη τη χρονιά. Τη θυμάμαι διότι θα ξεπερνούσα επιτέλους, την μέχρι τότε άρνηση των γονιών μου να ακολουθήσω την παρέα μου στη πανηγύρι της Γυνατούς.
Περάσαμε μία μία τις στεφανές(2) του βουνού, μέχρι που φτάσαμε στην Κυλίστρα, ένα ελάχιστο κομμάτι δρόμου, χωμάτινο δίχως σταθερά πατήματα και τον γκρεμνό να χάσκει από κάτω μας. Όλοι μας σοβαρέψαμε, τα στόματα έκλεισαν, εμπιστευτήκαμε μόνο τα τέσσερα δυνατά πόδια του ζώου μας, τα οποία από ένστικτο ήξεραν πως να μας περάσουν με ασφάλεια. Από κει, πιάσαμε την κατηφόρα, περάσαμε το ρέμα, όπου ακόμα διακρίνονταν τα ερείπια κάποιων παλιών κατοικιών, τις οποίες η θαμνώδης βλάστηση της περιοχής, τα εξαφάνιζε σιγά σιγά. Και μετά από λίγο, ο δρόμος γινόταν πιο ομαλός, μέχρι που φτάσαμε στο στάβλο του Σταυράκη. Αυτός, μαζί με τη γυναίκα και τις κόρες του, έμενε μόνο, για να διαφεντεύει όλους τους γύρω βοσκότοπους. Σε ελάχιστα λεπτά, φτάσαμε στη μοναδική πηγή της περιοχής, το Ητσάλλι, σταματήσαμε ίσα ίσα για να ξεδιψάσουν τα ζώα και να συμπληρώσουμε με νερό τα παγούρια μας.

Εκεί και ο Σταυράκης, θηριώδης, χαμογελαστός, χαρούμενος που εκείνη τη βραδιά χανόταν επιτέλους η ατέλειωτη ησυχία που σκέπαζε όλο το χρόνο την περιοχή. Στις γύρω πλαγιές θα αντιλαλούσαν οι φωνές μας και τα γέλια μας, ο ήχος της λύρας και οι μαντινάδες. Οι κουτάλες ήδη κτυπούσαν στα καζάνια που ετοίμαζαν το φαγητό και το κτύπημα της καμπάνας επιτέλους, θα σήμαινε την ώρα για τον εσπερινό. Ήταν ο οικοδεσπότης μας, ο οποίος όμως διακριτικά χανόταν πίσω απ΄ όλους τους άλλους, τον έφτανε που μας έβλεπε εκεί στη χάρη της χαμένης στη μοναξιά, συντρόφισσας του, της Παναγίας της Γυνατού.
.........................................................................................................................
(1) σιδερένιο παλούκι, με ένα κρίκο το οποίο κάρφωναν στη γη για να δέσουν το σχοινί που κρατούσε το ζώο
(2) οι απόκρημνες πλαγιές του βουνού
(3) βρυκόλακας
(4) μικρό ραδιόφωνο της εποχής
(5) ισχυρό φωτιστικό που έκαιγε πετρέλαιο σε πίεση
Μίμης Πανάρετος, ο Καρπάθιος καλλιτέχνης...
Ο Μίμης για μας που τον γνωρίζουμε από παλιά, είναι ένας άνθρωπος με αβίαστη καλλιτεχνική φλέβα, η οποία εκδηλώνεται σε πολλά επίπεδα. ...

-
Στις 9 Φεβρουαρίου του 1948, έγινε ένας μεγάλος σεισμός στην Κάρπαθο , μεγέθους 7,3 ρίχτερ. Από τον τύπο της εποχής μαθαίνουμε ότι υπήρξα...
-
Αλέκος Μαυρίδης (1940-2010) Ο ηθοποιός γεννήθηκε στην Αλιστράτη Σερρών το 1940 , από φτωχή αγροτική οικογένεια. Από μικρός ονειρευόταν να...