Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Όθος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Όθος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2023

ΣΤΑ ΚΑΡΠΑΘΙΚΑ ΤΡΙΣΤΡΑΤΑ της Εύρης Βαρίκα Μοσκόβη

 

Sta_Karpathika_tristrata
  Σήμερα η εγγραφή μου, είναι αφιερωμένη στο βιβλίο της Εύρης Βαρίκα - Μοσκόβη, Στα Καρπάθικα Τρίστρατα. Είναι μια συλλογή διηγημάτων ηθογραφικού κυρίως αλλά και λαογραφικού χαρακτήρα, που εκδόθηκε το 1958 στην Αθήνα, Αναφέρονται στο χωριό της καταγωγής της συγγραφέας, και χωριό μου, το Όθος της Καρπάθου. Ο τίτλος έχει συμβολικό χαρακτήρα, μιας κι όλες οι ιστορίες που παρουσιάζει, έρχονται σε εμάς με την μορφή κουρέττου (κουτσομπολιού) στα τρίστρατα των γειτονιών του χωριού.

  Ο χρόνος αναφοράς των διηγημάτων είναι ασαφής, μιας και δεν διακρίνεται κανένα ιστορικό στοιχείο, που θα μας βοηθούσε στη χρονολόγηση. Από τα συμφραζόμενα σε ορισμένα σημεία, πιθανόν να είναι η δεκαετία του 1910 -1920. Σίγουρα όμως η συγγραφέας έχει και δικά της μεταγενέστερα βιώματα, τα οποία ενσωματώνει μέσα στα κείμενά της.  Αυτό πιθανόν γίνεται σκόπιμα, διότι στα διηγήματά της ασκεί έντονη κοινωνική κριτική στα ζητήματα των σχέσεων, για το πως αυτές γίνονται δεκτές ή όχι, από την τότε κλειστή κοινωνία της Καρπάθου, αλλά και στιγματίζει αναχρονιστικές αντιλήψεις για τη θέση της γυναίκας.

  Γλώσσα γραφής είναι η Δημοτική, ενώ στους διαλόγους των κειμένων,  χρησιμοποιεί το Οθείτικο Καρπάθικο ιδίωμα, τόσο ζωντανά και εύστοχα, ώστε πολλές φορές στο μυαλό μου ταξίδευε στην παιδική μου ηλικία και ήταν σαν να άκουγα τους γεροντότερους του χωριού μου να μιλούν. (Για όσους είχαν ζήσει παλαιότερα στην Κάρπαθο, κάθε χωριό όσο κοντά κι αν ήταν με το άλλο, διέκρινες με άνεση τις λεπτές γλωσσικές αποχρώσεις του καθενός.)  Στο τέλος του έχει πλούσιο λεξιλόγιο, όπου αποδίδεται η μετάφραση των λέξεων στην νεοελληνική και ακολουθεί παράρτημα με τις χρησιμοποιούμενες παροιμίες, όπου δίδεται και η εννοιολογική τους εξήγηση (πολλές από αυτές της έχει δανειστεί από εργασία του σπουδαίου συντοπίτη μας, Μιχαήλ Μιχαηλίδη- Νουάρου).

  Η εικονογράφηση είναι του Γερ. Γρηγόρη και το βιβλίο τυπώθηκε το 1958 στο τυπογραφία της ΗΜΕΡΗΣΙΑΣ.

  Το πρώτο διήγημα έχει τίτλο ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ και αναφέρεται στην αγωνία που ζούσε κάθε οικογένεια , η οποία είχε κάποιον δικό της στα ξένα και μόνος τρόπος επικοινωνίας ήταν η αλληλογραφία με το ταχυδρομείο. Αν το γράμμα δεν ερχόταν αυτό προμήνυε κάποιο κακό για τον ξενιτεμένο άντρα του σπιτιού αλλά και στενοχώρια έως ένδεια για την γυναίκα και τα παιδιά του, οι οποίοι αναρωτιούνταν για την τύχη του αλλά και έμεναν δίχως οικονομικούς πόρους, μιας και δεν έρχονταν πια τα δολάρια ή οι χάρτινες λίρες, που έμπαιναν μέσα στον φάκελο, κρυμμένα ανάμεσα στα επιστολόχαρτα.

 Το δεύτερο διήγημα, Η ΚΟΥΛΛΟΥΡΑ, αναφέρεται στο μέγιστο των παραπτωμάτων ενός νέου της εποχής, να παντρευτεί κάποια κοπέλα από ξένο τόπο (ξενιτσά). Ξένος τόπος είναι κάθε τόπος εκτός του νησιού τους. Και ο ξενιτεμένος στο Μαρόκο γαμπρός εδώ, όχι μόνο φέρνει μαζί του μια ξένη αλλά και πρόσφυγα από τη Μικρά Ασία, ασχέτως αν είχε ελληνική καταγωγή. Ευτυχώς, που της πέρασε μόνο δαχτυλίδι αρραβώνα και όχι την Κουλλούρα, (τα στέφανα) κι έτσι μπόρεσαν να βρουν λύση σε αυτό το ατόπημα του νεαρού ξενιτεμένου. Για να καταλάβετε πόσο μεγάλο εθεωρείτο το παράπτωμα του, θα σας μεταφέρω μία φράση από το κείμενο, από το οικογενειακό συμβούλιο που αναζητούσε τρόπους να χωρίσει τους αρραβωνιασμένους:  

- Μιάλην εκολογιά* έχει, πολτούς συνζενείες**, τσαι θα πέσουν απάνω του να τα χαλάσου, είπε η Μαργαρώ. Εξανακούσθη μαθές πρωτογιός τσαι κανακάρης*** να πάρει ξενιτσά; 

* οικογένεια   **συγγενείς   *** αυτός που κληρονομεί όλη την πατρική περιουσία

Κι άλλη μία, όταν προξενεύουν στον γαμπρό μια χωριανή τους, που του αρμόζει και συγκρίνουν το βιος της μιας με της άλλης: 

- Τρεις προύτσες* επέρει παι(δ)ί μου. Αυτή θα κληρονομήσει τσαι τη κάλτα** της τη Φωτουλτσά, τσαι τον μπάρμπα της τον Αλέξη. Εξός*** τ' αμπελοχώραφα της, απούναιν α(γύ)ριστα! Όχι την ξενιτσά παι(δ)ί μου, που δεν έχει χώμα να θαφτεί.

* προίκες   **θεία   ***εκτός

  Το τρίτο διήγημα μιλά για ένα ΠΑΙΔΙΚΟ ΠΑΡΑΣΤΡΑΤΗΜΑ. Ήταν πολύ σύνηθες εκείνα τα χρόνια, οι μεγαλύτεροι να στέλνουν για θελήματα τους μικρότερους. Κι εδώ η μικρή πρωταγωνίστριά μας, έχει πάρει εντολή από τη γιαγιά της, η οποία είχε το χούι να μην ανέχεται να βλέπει κανέναν άπραγο. Μεγάλη Πέμπτη, μετά το σχόλασμα του σχολείου για τις γιορτές, της δίνει εντολή να πάρει ένα γεμάτο καλάθι με αυγά και να τα πάει στη γειτονιά του Αγίου Βλασίου, για να τα βάψουν.  -Σήμερα να γίνει η (δ)ουλειά, αύριο μόνο οι Εβραίοι τα βάφουν. Δυστυχώς όμως όλα πάνε στραβά και σίγουρα αυτό ήταν το Πάσχα, που θα την στοιχειώνει για πάντα.

  Στο διήγημα αυτό εκτός των άλλων, εντύπωση κάνει πόσο παράταιρο εθεωρείτο, να θέλει κάποια κοπέλα να πάει στο σχολείο και να μάθει γράμματα: Επαλταρέψατε* πιο μωρή, διά(β)ασε διά(β)ασε. Μ' ε φταίει καένας μόνον ο αφέντης σας. Πού κούστη μαθές οι κόρες να μαθαίνουν τόσα γράμματα;

*Παλαβώσατε

Ger_Grigori  Το τέταρτο διήγημα έχει τίτλο Η ΞΕΜΑΒΛΙΣΤΡΑ (η ξελογιάστρα) και μας λέει για μια χήρα και την κόρη της, νιοφερμένες από την Αμερική, που παραβαίνουν όλους τους άγραφους κανόνες της εποχής, ξεμυαλίζοντας όσους έρχονται σε επαφή μαζί τους. Οι γυναίκες του χωριού στέκονται απέναντί τους αλλά οι άντρες τους, αρέσκονται στο φέρσιμό τους.

Λένε για τη μάνα: Χήρα γυναίκα μαθές τσαι να φορεί τα μεταξωτά τσαι τα βελου(δ)ένα τσαι να (γ)υρίζει τα πανε(γ)ύρια τσαι τους χορούς;

Αυτά μέχρι που σκάει η είδηση, ότι ότι ο Γιώργης ο Αμερικάνος, ο πολυγροσάς (πλούσιος), ο γιος της Μαρούκλας, αρραβωνιάστηκε δίχως την άδεια της μάνας του, την κόρη της ξεμαβλίστρας. Η μάνα του κλαίει και οδύρεται και δίνει βαριές κατάρες στην υποψήφια συμπεθέρα της: -Τηχ χολή που ποτίστηκα σήμερο να μπτζει τσαι τσείνη σατ της φέρου α(δ)ικοσκοτωμένη τη λαχτάρα της.

Τελικά η ιστορία έχει αίσιο τέλος, καθώς η Μαρούκλα υποχωρεί στο φέρσιμο της ξεμαβλίστρας και της κόρης της και τις δέχεται με κάθε επισημότητα στο σπίτι της.  -Τροπιτσές* είναι Σοφίλλα μου. Εί(δ)ες μαθές νάρτουν οπροχτές, τσαι η μάνα τσαι η κόρη, να μου φιλού μαθές τα χέρια μου, τσαι να με παρακαλού η νύφφη μου με τα (δ)άκρυα στα μάτια να πάω στο γάμο...

* αυτές που έχουν καλούς τρόπους

 Το πέμπτο διήγημα ΤΟ ΞΕΝΑΚΙ, αναφέρεται σε έναν νέο δάσκαλο, από άλλο νησί της Δωδεκανήσου, ο οποίος υπηρετεί στο χωριό. Αν και ξένος εδώ δεν μπαίνει κανέναν εμπόδιο να παντρευτεί κάποια από τις κοπέλες του χωριού. Μάλιστα τα προξενιά από τις κανακαράες* του χωριού είναι συνεχή. Βλέπεις μια κοπέλα μπορούσε να παντρευτεί κάποιον από άλλον τόπο, διότι αφού είχε και το σπίτι και κτηματική περιουσία, δεν υπήρχε φόβος να εγκαταλείψει το νησί και τους συγγενείς της.  

*πρωτοκόρη, η οποία κληρονομεί όλη την προερχόμενη περιουσία από την μάνα της (και το σπίτι).

  Το επόμενο διήγημα Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ, αναφέρεται στον καημό των γυναικών, που έχουν μείνει μόνες στο χωριό, διότι ο άντρας του σπιτιού, λείπει στην ξενιτιά. Αυτό τις περιορίζει στις εξόδους και τις διασκεδάσεις του χωριού, διότι μία χήρα δεν ήταν πρέπον, να συνοδεύει την ελεύθερη κόρη της, ειδικά στις διασκεδάσεις των Απόκριων. Μετά από αναμονή και στενοχώρια ετών, εκείνη τη χρονιά, επιτέλους επιστρέφει ο ξενιτεμένος γιός τους από την Αμερική, φέρνοντας και μια πλούσια προίκα για την αδελφή του, για να γιορτάσει με τους συγχωριανούς του τις Απόκριες, που τόσο είχε νοσταλγήσει στα ξένα. Ευτυχισμένοι συμμετέχουν στα ιδιαίτερα έθιμα των Απόκριων του Όθους καθώς  πλέον δεν είναι μακριά κι ο χρόνος, που τα δύο αδέλφια, θα γλεντήσουν και στις δικές τους χαρές. ( όπου χαρές, εννοείται ο γάμος τους)

  Το έβδομο διήγημα ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟ ΝΗΣΙ, καλύτερα αφήγηση, αναφέρεται στα αυστηρά έθιμα της σαρανταήμερης νηστείας των Χριστουγέννων, στις ετοιμασίες που γίνονται στο σπίτι (ασπρίσματα, γενική καθαριότητα, στόλισμα) και το εδεσματολόγιο της γιορτής των Χριστουγέννων.

Ger_Grigori
  Το τελευταίο διήγημα ΤΑ ΣΥΒΒΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ  ΦΡΑΓΚΟΥΛΙΑΣ, παρουσιάζει την καλή τύχη της όμορφης μα ορφανής και φτωχής Φραγκουλιάς, να αρραβωνιαστεί εξ αποστάσεως τον ζάμπλουτο Αμερικάνο (με καταγωγή από τη Ρόδο) και όλοι να την ζηλεύουν αδυνατώντας να πιστέψουν ότι είχε αποσιωπηθεί το παραστράτημά της: -Δετ τα ξαίρεις μαθές διέκοψεν η Καλίσσα του Σταμάτη. Τσαι που τις έχομε τις φρόνιμες κόρες τι καλόν εί(δ)αμε; "Οι ακαμάτρες τσ' οι λωλλές έχου(ν) τις μοίρες τις καλές." Μ' ά(φ)εις ιά να (δ)ούμε αν θα την επάρει καλότυχη, αν υπά(σι) στ΄ αυτιά τ' αθθρώπου τα κα(μ)ώματά της, απού λέουσι μαθές πως κρα(τ)εί τα ραβασάτσατης * ο Εργαράς** του Πολυχρόνη του Ελυμπίτη. Ο Θεός να με συγχωρέσει (δ)έ τά(δ)α με τα μάδια μου, λέει τα ο κόσμος....

 * το ραβασάκι της    **Γιώργος (με περιπαικτική διάθεση)

Τα κουτσομπολιά όμως είχαν βάση. Η Φραγκουλιά πράγματι έτρεφε εδώ κι ένα χρόνο αισθήματα για τον  Γιώργη, ο οποίος ήταν όμορφος, γερός και δουλευταράς.  Τραγουδιστής και πρωτοχορευτής, όπου κανένας δεν τον παράβγαινε. Στην αρχή αντιστάθηκε στο προξενιό, που έγινε διαμέσου του ξενιτεμένου θείου της, που γνώριζε καλά τον γαμπρό. Στο τέλος η Φραγκουλιά, ζυγίζοντας τη φτώχια της, το μέλλον όχι μόνο το δικό της αλλά και της μικρότερης αδελφής της αλλά και του ακαμάτη αδελφού της, είπε το ναι. Καθοριστική ήταν και η συμβουλή της θείας της της Ερνιάς, που ήταν ο σύνδεσμος της με τον αγαπημένο της Γιώργη: 

-(Δ)ε βαριέσαι κόρη μου. Ούλες ε(γ)απούσαμε στα νιάτα μας, μα (δ)ε τους επήραμε. Εξαννοίξαμε το σύφφερό* μας. Εσού να ξαννοίξεις να σωθείς να σώσεις τσαι το σπίτι σου. Εγώ ξαίρεις πώς σ' α(γ)απώ τσαι θέλω το καλό σου."

*συμφέρον

Τα πλούσια δώρα έφτασαν από την Αμερική και εκείνη ετοιμαζόταν πλέον να εγκαταλείψει το σπίτι της, για να πάει να παντρευτεί στην Αμερική.

Ο Γιώργης έχοντας χάσει τη μάχη, σε μια τελευταία πράξη, αποχαιρετά την αγαπημένη του, κάνοντας της μια καντάδα με  με πειρακτικά δίστιχα. Εκείνη μέσα από τα κλειδαμπαρωμένα πορτοπαράθυρα, κλαίει με λυγμούς. Τελικά εγκαταλείπει τον τόπο της, με δάκρυα στα μάτια, μη γνωρίζοντας κανείς, αν αυτά ήταν από την χαρά για την ευτυχία της ή δάκρυα πόνου, για τα δυο γλυκά μάτια που άφηνε για πάντα πίσω στο νησί.

      Και μόνο για το βιβλίο της ΣΤΑ ΚΑΡΠΑΘΙΚΑ ΤΡΙΣΤΡΑΤΑ και όσα ανέφερα παραπάνω αλλά και όσα μας παρουσιάζει ο Μανόλης Δημελλάς στην έρευνα του στα Καρπαθιακά Νέα ( δείτε εδώ...  ), θεωρώ ότι οι Οθείτες, οφείλουν να τιμήσουν τη σπουδαία και πρωτοπόρα για την εποχή της, συμπατριώτισσα μας. Μια οφειλόμενη τιμή, σε μία γυναίκα που αγάπησε το χωριό μας, μας αφιέρωσε ένα σημαντικό ντοκουμέντο πια για τον παρελθόν μας, ανέδειξε τα αναχρονιστικά ήθη τα οποία πριν λίγα μόλις χρόνια αποτινάξαμε από πάνω μας. Μια άξια Καρπαθιά της διασποράς.

Κυριακή 28 Μαΐου 2023

ΜΑΥΡΟΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ(1985)

  Αυτό είναι το τελευταίο  κείμενο αυτής της σειράς, αναμνήσεων, σαν από ημερολόγιο από τη δεκαετία του 80. Έχει φύγει πια το καλοκαίρι και βρισκόμαστε στη αρχή του φθινοπώρου. Όλα έχουν αλλάξει, κι αυτό αποτυπώνεται πια, με πολύ σαφήνεια.

  Το καλοκαίρι έφτανε στο τέλος του. Αποχαιρετισμοί περαστικών φίλων,
με μόνο κοινό σημείο θύμησης τις στιγμές στη θάλασσα και τη μοναχική πια αυλή της απόμερης εκκλησίας. Το πλοίο κάθε πέντε μέρες, που φέυγοντας άφηνε πίσω του την αίσθηση της επικείμενης χειμωνιάτικης μοναξιάς. Παράξενη μα γνωστή λύπη, ζωγραφισμένη στα άλλοτε ζωντανά πρόσωπά μας. Απολογισμός προηγούμενων καταστάσεων χωρίς συμπέρασμα. Πλησίασμα στην καθημερινή μετριότητα...

  Επαναφορά στον αργό ρυθμό ζωής, φόβος μήπως περισσέψουν κάποιες ώρες. Ρυθμός αργός στη δουλειά, στον βηματισμό, στις σκέψεις, στα όνειρα. Σωματική και ψυχική προσαρμογή στα προσωπικά χειμερινά δεδομένα.

  Μάτια που ψάχνουν άδικα το πρόσωπο, που μας έκανε να αισθανθούμε ευτυχισμένοι. Ήχοι σιγανοί, ανεπαίσθητοι, ανίκανοι να διαταράξουν τα λιμνάζοντα ύδατα σε αντίθεση με μυρωδιές χαρούμενες, γνήσιες. Γεύσεις απαλλαγμένες από την αλμύρα της θάλασσας. Σώμα ελεύθερο να ξαναβρεί τον χαμένο "ζωτικό του χώρο".

  Ίδια δρομολόγια με διαφορετική διαδρομή. Διαδρομή ολιγάνθρωπη. βουβή, με στάνταρ προορισμό. Παραλίες τις οποίες απολαμβάνουν μόνο λίγοι ξένοι τουρίστες.

  Πρωινά ξυπνήματα από το καφενείο, λύτρωση η δουλειά, ατέλειωτο απόγευμα. Πρωινά γεμάτα, έστω και με την αναμονή του ταχυδρόμου. Απογεύματα άδεια κι από αυτές τις "νεκρές σκέψεις".

  Μοναδικός χώρος διασκέδασης η νύχτα.  Στο καφενείο, την ταβέρνα, τη τηλεόραση. Παρέες ζαλισμένες από το συνεχές μέτρημα της τράπουλας. Μάχη για την καλύτερη ζαριά. Καβγάς, τεχνητή φασαρία, η ησυχία την ώρα των δυσνόητων ειδήσεων. Καφετζήδες αεικίνητοι ή αργόθυμοι. Τραπεζομάντηλο νάιλον, χοιρινό σουβλάκι, γέλιο, μπύρα ή ουίσκι, σοβαρή ή αναίτεια συζήτηση, ραντεβού για την επομένη δίχως λόγια. Στην τηλεόραση κάποια βιντεοκασέτα, τοστ και πορτοκαλάδα, καρέκλες στη σειρά, θαυμασμός, όλα ψεύτικα μα και αληθινά.

  Απόγευμα Κυριακής. Ποδόσφαιρο στο ραδιόφωνο, Προ-πό, ομαδάρα, ημίχρονο, προβλέψεις. Το βράδυ επανάληψη, στην τηλεόραση αυτή τη φορά. Νεολαία που ψάχνει το ήρωα της βράδυ Τετάρτης, στο Κύπελο Ευρώπης, ελπίδες, πρώτη θέση, όρθιοι, τηλεόραση και μπάλλα βασίλισσες. Πικρή απογοήτευση.

  Ο δρόμος που οδηγεί στην πόλη. Βόλτα στον παραλιακό, καφετέρια, πίτσα, προβλήματα, κορεσμός, αίσθηση ανικανοποίητου, επιστροφή στο χωριό με τα σβηστά φώτα.

  Προσμονή κάποιου πανηγυριού, γλεντιού ή έστω τυχαίας συνάντησης, το Σάββατο βράδυ ή κάποια άλλη μέρα. Επαφή!... Αλλά μόνο αδιέξοδος υπάρχει.

  Υπομονή...

Οκτώβρης 1985


Πέμπτη 18 Μαΐου 2023

ΤΟΠΟΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ (1985)

  Συνέχεια αφιερώματος στη δεκαετία του 80'. Αυτή τη φορά, σαν από σελίδα ημερολογίου, νεανικό μου κείμενο, που επαναφέρει μνήμες από ένα περιστασιακό, καλοκαιρινό σημείο συνάντησης της νεολαίας, ελλείψει άλλου χώρου...
  
 Το χαμένο στην ησυχία του χειμώνα εκκλησάκι της Παναγίας, ζωντανό
τόσο ξαφνικά, για λίγο όμως, όσο διαρκεί η διαμονή όλων των ξενιτεμένων νέων του χωριού από κάθε γωνιά της Γης, που μαζεύονται στον αγαπημένο τους τόπο, ένας ενάμισης μήνας όλο κι όλο, τόσο διαρκεί το πραγματικό καλοκαίρι στο νησί μας.
Παναγία - Όθος Καρπάθου

   Ο πρόσφατα ασβεστωμένος αυλόγυρος και το πλακόστρωτο δάπεδο, η ξύλινη πόρτα που ποτέ δεν κλείνει, η μαρμάρινη εντοιχισμένη πλάκα με την ημερομηνία εγκατάστασης των προγόνων μας σε αυτόν τον τόπο, βαμμένη για να φαίνονται τα χαράγματα καλύτερα(!) Στον τοίχο σύντομα σημειώματα κάποιων κοριτσιών, με μαρκαδόρο ή μολύβι, κάποια ολοφάνερα μαρτυρούν το μήνυμά τους, άλλα πάλι είναι κωδικοποιημένα, σε προκαλούν να γράψεις κι εσύ κάτι, για ποιον λόγο; μέχρι το επόμενο καλοκαίρι σίγουρα θα έχουν σβηστεί. Το σκοινί της καμπάνας κρέμεται, το μόνο πράγμα που υπάρχει για να ξεσπάσει κάποιος σε κάποια στιγμή απόλυτης ευθυμίας ή ευτυχίας. Η πρόσφατη επικεράμωση της στέγης και του τρούλου μετά από κάμποσες δεκαετίες κυριαρχίας του τσιμέντου. Κάτω μας τρέχει ασταμάτητα, η πηγή του χωριού μας μα κανένας δεν την ακούει. Πιο πέρα οι ασθενείς λάμπες το φωτίζουν ενώ όλο και κάποιος περνά κοιτώντας μας επικριτικά για την "βεβήλωση" του χώρου, που βλέπει να συντελείται μπροστά στα μάτια του.

  Στενά συνδεδεμένη η νεολαία με αυτήν την μικρή αυλή. Από τις απογευματινές ως τις βαριά νυχτερινές ώρες. Κάποιοι μαζεύονται από πολύ νωρίς να πιάσουν κεντρική θέση, να οργανώσουν τη βραδιά και την επόμενη ημέρα, κάποιοι βρίσκουν και πάλι την παρέα τους, κάποιοι ελπίζουν να να είναι αυτή η βραδιά που θα φανερώσουν το χτυποκάρδι τους σε αυτήν που τους έχει "τρελάνει", αυτοί προτιμούν ιδιαίτερα τη γωνία, που κρύβεται από το δρόμο. Άλλοι, μεγαλύτεροι θα κάνουν μια στάση με το αυτοκίνητο τους, σταματούν ακριβώς μπροστά στην είσοδο, αν υπάρχει "ενδιαφέρον" ανεβάζουν και την ένταση της μουσικής που τους ακολουθεί. Η παρέα των κοριτσιών με τα ατελείωτα σιγοψιθυρίσματά τους αφού περάσει μια φορά από μπροστά μας, στην επιστροφή θα προστεθούν στην παρέα μας, βιασύνη για το ποια θα πιάσει την πιο καλή θέση, κοντά στη άλλη γωνία, αμηχανία στην αρχή μα και πάλι σε λίγο επανέρχεται η κανονικότητα, στα σιγοψιθυρίσματα. Τ' αγόρια προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τα τσιγάρα γεμίζουν το πλακόστρωτο - κάποια γειτόνισσα αδίκως θα διαμαρτυρηθεί γι' αυτήν την ασχήμια - προσπάθεια για επικοινωνία αλλά η κατάληξη πάντα η ίδια... τα σιγοψιθυρίσματα.

  Το μαγνητόφωνο στην πρίζα της εκκλησίας, που θα ηχήσει αργά τη νύχτα με ροκιές ή λαϊκά, στο σκοτάδι που μας περικυκλώνει, πάντα υπάρχει κάποιος που θα χορέψει, έστω για μια στροφή μόνο.

  Νυχτερινή θέα στην μικρή παραθαλάσσια κωμόπολή μας, στα φώτα της που φαίνονται στο βάθος, στη γαλήνια θάλασσα της που τη φωτίζουν τ΄ αστέρια, που όλοι κάτι περιμένουμε από αυτήν.

  Είναι η ίδια αυλή ετούτη, που θα μαζευτούμε αργά τα μεσάνυχτα, όταν το καφενείο δεν θα έχει να μας προσφέρει τίποτε άλλο, για να διηγηθούμε τις διάφορες ιστορίες μας, παντός είδους ιστορίες, εμπειρίες ολόδικες μας,  έως αφελείς από εμάς που ζούμε στην μικρή μας Ελλάδα σε αντίθεση με τις ιστορίες θαυμάτων των φίλων μας που επέστρεψαν από τα ξένα. Κάποια χοντρά ανέκδοτα, τα οποία θα ξαναλέγονται για πολύ καιρό μετά, σε κάθε ευκαιρία, προκαλώντας την υπερηφάνεια του λέγοντος για τις αντιδράσεις μας.

  Η ώρα όμως περνά, ένας ένας σηκώνεται και φεύγει αφήνοντας πίσω του μια ξεψυχισμένη "Καληνύχτα" ή μία "Καλημέρα", όλο προσδοκία. Το χωριό σιωπηλό, πηγαίνοντας για το σπίτι νιώθω ως συνήθως μόνος, η μοναξιά γίνεται ακόμη μεγαλύτερη όταν σκέφτομαι, ότι όλα τα παραπάνω, έχουν σύντομη ημερομηνία λήξης. Ο χειμώνας μας περιμένει...

Αύγουστος 1985



Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2022

Κωδικός Γκάντερ της Φωτεινής Τομαή ( ή η ζωή του Αλέξανδρου Γεωργιάδη )


Alexandros_Georgiadis
  Ο Αλέξανδρος Γεωργιάδης, με καταγωγή από το Όθος της Καρπάθου, έγινε γνωστός ακόμα και σε μας τους συγχωριανούς του, χάρις στο μυθιστόρημα της Φωτεινής Τομαή: Κωδικός Γκάντερ. Η κ. Τομαή είναι πρεσβευτής Α΄ επί τιμή, πολυγραφότατη συγγραφέας, ιστορικός και υπήρξε διευθύντρια για πολλά χρόνια της υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του υπ. Εξωτερικών. Ως εκ τούτου, το έργο της αυτό σίγουρα υπερβαίνει την μυθιστορηματική αφήγηση κι αυτά που αναφέρει έχουν πραγματική ιστορική βάση. Εξάλλου τα ιστορικά στοιχεία που αναφέρει επιβεβαιώνονται από τα αρχεία που μας παραθέτει στο τέλος του βιβλίου αλλά και από μαρτυρίες άλλων αγωνιστών της εποχής.
 Το βιβλίο της κ. Τομαή δεν το αξιολογώ ως λογοτεχνικό αλλά ως ιστορικό έργο, μιας κ παρουσιάζει τη δράση του Ελληνοαμερικανού, Καρπαθιακής καταγωγής, Αλέξανδρου Γεωργιάδη, στον κατεχόμενο Έβρο και στον πρώτο χρόνο της απελευθέρωσης μας από τις δυνάμεις του Άξονα. Ενδιαφέρουσα ιστορικά στοιχεία, αλήθειες που δεν λέγονται  εύκολα ακόμα και σήμερα και η απρόβλεπτη αντιμετώπιση από την δεύτερη πατρίδα του, περιγράφονται σε πρώτο πρόσωπο στο βιβλίο αυτό. Διαβάζεται ως μυθιστόρημα, διδάσκει όμως το ίδιο με πανεπιστημιακό εγχειρίδιο. 

  Ο Αλέξανδρος Γεωργιάδης είναι ένας ήρωας, που αγάπησε με όλη του την ψυχή και τις δύο πατρίδες του, αν και απογοητεύτηκε από αυτές το ίδιο. Από τη μία, η Αμερική του γκρέμισε την εικόνα της ιδανικής δημοκρατίας που πίστευε γι΄ αυτήν και από την άλλη, η Ελλάδα τον πόνεσε με τον αχρείαστο αδελφοκτόνο πόλεμο την ώρα που οι άλλοι Ευρωπαίοι, (νικητές και ηττημένοι) μονιασμένοι ανάσταιναν από τα ερείπια τις χώρες τους.

Ποιος  όμως ήταν ο Αλέξανδρος Γεωργιάδης; Για ποιον λόγο η κυρία Τομαή, γράφει ένα μυθιστόρημα για τη ζωή του; Και για ποιον λόγο είμαστε σήμερα εμείς, οι συγχωριανοί του, υπερήφανοι και για τη δράση του στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και όλη τη ζωή του;

  Ο Αλέξανδρος Γεωργιάδης, γεννήθηκε στο Όθος της Καρπάθου το 1898. Το 1912 με την κατάληψη των Δωδεκανήσων από τους Ιταλούς στέλνεται από τους δικούς του στην Αθήνα για καλύτερες σπουδές. Ανήσυχο πνεύμα όπως ήταν, η στενάχωρη χώρα μας δεν τον ικανοποιεί και σε ηλικία μόλις 18 ετών φεύγει για την χώρα της ελευθερίας, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Κυνηγά το Αμερικάνικο όνειρο και μετά από πολύ προσπάθεια αλλά και τύχη το κερδίζει. Το 1942 καλείται από την Αμερικανική κυβέρνηση, μαζί με άλλους Ελληνοαμερικανούς, να στελεχώσει τη νεοσύστατη υπηρεσία πληροφοριών την γνωστή O.S.S. με σκοπό να διεισδύσει στην κατεχόμενη Ελλάδα. Το εγχείρημα ήταν δύσκολο. Πέρα από τους προφανείς λόγους ότι έπρεπε να δράσει σε μία εχθρική χώρα, οι ΗΠΑ εξαιτίας του μέχρι τότε απομονωτισμού τους, δεν είχαν ανάλογη εμπειρία σε τέτοιου είδους αποστολές. Επιπλέον η Ελλάδα ανήκε στην σφαίρα επιρροής των Άγγλων και οι Αμερικάνοι κατάσκοποι αν και σύμμαχοι, αντιμετωπίζονταν με μεγάλη καχυποψία, όχι μόνο από αυτούς αλλά και από το διπλωματικό κατεστημένο της χώρας μας.  Ο Γεωργιάδης όμως καταφέρνει με τον καλύτερο τρόπο να φέρει σε πέρας την αποστολή που του είχε ανατεθεί από την αρχή. Να οργανώσει το σαμποτάζ  στις γραμμές ανεφοδιασμού των Γερμανών από την Τουρκία, και συγκεκριμένα να σταματήσει τη ροή χρωμίου, απαραίτητου υλικού για τη στρατιωτική της βιομηχανία. Επιπλέον ξεσκέπασε ένα δίκτυο Βούλγαρων κατασκόπων κι ένα άλλο Τούρκων. Η βάση του ήταν στο ελληνικό προξενείο της Ανδριανούπολης και το πεδίο δράσης του ο κατεχόμενος από τους Γερμανούς Έβρος.  Για να πετύχει τον σκοπό του, συνεργάζεται με τo τοπικό κλιμάκιο του ΕΛΑΣ, αφού πρώτα κερδίζει την εμπιστοσύνη τους. Γι΄ αυτούς ήταν ο Αλέκος ο Αμερικάνος, ο ντόμπρος συνεργάτης σε αυτά που τους έταζε, ο αγνός πατριώτης, που πέρα από τις εντολές που είχε, πολεμούσε στο πλάι τους με την ίδια αυταπάρνηση με εκείνους.
  Η πετυχημένη δράση του στον Έβρο, δεν θα ήταν δυνατή, εάν δεν είχε το σθένος να παρακάμπτει τους ασφυκτικούς γραφειοκρατικούς κανόνες της υπηρεσίας του, αν δεν είχε την διορατικότητα να βλέπει τι κρυβόταν πίσω από τις χειραψίες και τα κτυπήματα στην πλάτη κι αν δεν είχε το ηθικό ανάστημα να συνομιλεί με τους Ελασίτες αντάρτες, την γλώσσα της αλήθειας. 

  Μετά την θετική έκβαση της αποστολής του και την απελευθέρωση της Ελλάδας, παίρνει νέες εντολές. Αυτή τη φορά έπρεπε να εκμεταλλευτεί τις πολύ καλές σχέσεις που είχε αναπτύξει στην περιοχή της Θράκης με στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος προκειμένου να διερευνήσει τις προθέσεις τους αμέσως μετά την απελευθέρωση. Ήταν το μοναδικό στέλεχος της O.S.S. που εμπιστεύονταν οι πρώην αντάρτες του ΕΛΑΣ.  Όλοι ανησυχούσαν κατά πόσο τα ένοπλα στρατιωτικά τμήματα του ΕΑΜ, κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, ήταν διατεθειμένα να καταθέσουν τα όπλα τους μετά τις συμφωνίες  του Λιβάνου(1) και της Καζέρτας (2). Κατά την παραμονή του στην Αθήνα ζει από κοντά τα τραγικά γεγονότα των Δεκεμβριανών του 44, τα οποία όπως διαπιστώνουμε σημαδεύουν για πάντα την ψυχή του. Αν και είχε ζήσει στη Θράκη τις ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα στον περιβόητο Τσαούς Αντών (Αντώνης Φωστερίδης) και των δυνάμεων του ΕΛΑΣ, τις οποίες υποδαύλιζαν οι Άγγλοι, καταλάβαινε ότι το χάσμα που υπήρχε ανάμεσα στους Έλληνες θα θα τελείωνε εκεί αλλά θα είχε ολέθριες συνέπειες για το μέλλον της χώρας μας. Ήταν εξοργισμένος με τον ύπουλο ρόλο των Άγγλων και κατά τη διάρκεια της Κατοχής αλλά και μετά την απελευθέρωση, βλέποντας τους να μην σέβονται έναν Λαό, που σε όλη τη διάρκεια του Πολέμου έχυσε ποταμούς αίματος τασσόμενος στο πλευρό των Συμμάχων.  Μία ακόμα αποστολή του στην Βόρεια Ελλάδα ακολουθεί, όπου συναντά τον Μάρκο Βαφειάδη και τον Ευριπίδη Μπακιρτζή, προβληματισμένους με την πολιτική που ακολουθούσαν τα ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ των Αθηνών. Τότε ανακαλείται στο Κάιρο για να δώσει αναφορά για τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα και για να παρασημοφορηθεί. Επιστρέφει στην Ελλάδα το 1945 και τότε του δίνεται επιτέλους η πολυπόθητη άδεια που ζητούσε, να επισκεφτεί τον γενέθλιο τόπο του, την Κάρπαθο. Την μόνη που βρίσκει ζωντανή από τους δικούς του, είναι η ογδονταδιάχρονη μητέρα του. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά, που επισκέφτηκε τον τόπο καταγωγής του. 

  Επιστρέφοντας στην Αμερική του ζητείται να ενταχθεί εκ νέου στις μυστικές υπηρεσίες με αποστολή την παρακολούθηση των νέων εχθρών, των κομμουνιστών, με έδρα του τα παράλια της Μικράς Ασίας. Αυτή τη φορά αρνείται. Ήδη έχει πληγωθεί με τον αλληλοσπαραγμό μεταξύ των Ελλήνων, που μετά την απελευθέρωση τους αντί μονιασμένοι να οικοδομήσουν την πατρίδα τους, αυτοί αλληλοεξοντώνονται μεταξύ τους. Ακατανόητη του ήταν και η εχθρότητα που επέδειξαν οι Άγγλοι ενάντια στους μαχητές του ΕΛΑΣ και η διαγραφή κάθε προδοσίας των δωσίλογων, πρώην συνεργάτες των ΝΑΖΙ.  Ο Καρπάθιος, που έφυγε από τα σκλαβωμένα Δωδεκάνησα, που υπέρτατη αξία γι΄ αυτόν ήταν η Ελευθερία και η δικαιοσύνη, πονούσε βλέποντας την κατάντια των ομοεθνών του. Κυρίως όμως, δεν μπορούσε να κατανοήσει την αναγκαιότητα που ώθησε τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές στον εμφύλιο πόλεμο. Έβλεπε με συμπάθεια τους μαχητές του ΕΛΑΣ, αναγνώριζε τον πατριωτισμό τους, πίστευε όμως ότι η Ελλάδα δεν θα κέρδιζε τίποτα, αν προσδενόταν στο άρμα της Σοβιετικής Ένωσης.

  Η άρνησή του αυτή, όπως και κάποιες αντιζηλίες από πρώην συμμαχητές του στον O.S.S. τον έβαλαν στο στόχαστρο των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ. Οι καλές του σχέσεις με τους αντάρτες του ΚΚΕ, γίνεται το όπλο για να τον κυνηγήσουν. Είναι η εποχή όπου τα πάντα εξουσιάζει η πολιτική του Μακαρθισμού και ο Γεωργιάδης είναι ένα καλό θύμα για να δείξουν ως υπαρκτό, έναν ανύπαρκτο κίνδυνο για τις ΗΠΑ. Ο Αλέξανδρος Γεωργιάδης όμως δεν είναι από εκείνους που δειλιάζουν ή φοβούνται μπροστά στις απειλές. Τους αγνοεί και δεν πέφτει στην παγίδα να συνδιαλλαγεί μαζί τους. Αυτοί του το κρατάνε, παρενοχλώντας τον για πολλά χρόνια ακόμα. Πέρασε δύσκολα! Δεν υπήρχε χειρότερη κατάσταση τότε από το να υποδειχθείς ως φίλα προσκείμενος στην Σοβιετική Ένωση. Ο Τζόσεφ Μακάρθυ είχε απλώσει ένα πλέγμα τρόμου πάνω από την αμερικανική κοινωνία, που διαπερνούσε όχι μόνο όσους έβαζε στο στόχαστρό του αλλά και κάθε έναν, που πιθανόν να είχε την όποια σχέση μαζί του.

  Μόλις το 2018 του απονέμονται στρατιωτικές τιμές και η ανώτατη διάκριση ήρωα Πολεμιστών του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, στο Εθνικό Μνημείο Πολεμιστών της Ουάσιγκτον. Μόνο που ο ένθερμος αυτός αγωνιστής της Ελευθερίας και της δικαιοσύνης, έχει ήδη αποβιώσει.  

  Περισσότερα για τη ζωή και τη δράση του, μπορείτε να διαβάσετε στο βιβλίο της Φωτεινής Τομαή αλλά και στην σχετική εγγραφή των Καρπαθιακών Νέων: Alekos ο Αμερικάνος, ο Οθείτης κατάσκοπος της O.S.S.  

  Όπως λέει η κυρία Τομαή, ο άντρας αυτός, με την ηρωική του δράση στον ακριτικό μας Έβρο σημάδεψε την πορεία του πολέμου. Το αποτέλεσμα ήταν η επιβράδυνση της παραγωγής πολεμικού υλικού  από την βιομηχανία των Γερμανών  στους τελευταίους κρίσιμους μήνες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη. Αυτό ήταν σημαντικό γεγονός διότι έκανε πιο εύκολη την τελική επικράτηση των Συμμαχικών δυνάμεων, που αντιμετώπιζαν τη λυσσαλέα άμυνα των Γερμανών σε όλα τα μέτωπα. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε, ότι επιτάχυνε την λήξη του πολέμου στην ήπειρό μας. Ήταν ένας πράκτορας που εκμεταλλεύτηκε όλα τα χαρίσματα που του έδωσε ο σκληρός τόπος της γέννησής του αλλά και όσα έμαθε καθώς ωρίμαζε στη χώρα των θαυμάτων. Επί δεκαοχτώ μήνες σήκωνε το βάρος της επιτυχημένης αποστολής του, όταν το ορισμένο από την O.S.S. χρονικό διάστημα που μπορούσε κάποιος πράκτορας να βρίσκεται σε αποστολή ήταν το εξάμηνο. Αυτόν τον ήρωα, τον Αλέξανδρο Γεωργιάδη, τον Αλέκο τον Αμερικάνο για τους αριστερούς του ΕΛΑΣ, η Αμερική του επεφύλαξε την πιο άδικη και σκληρή αντιμετώπιση. Δεν μπορώ να φανταστώ με ποιον τρόπο συνεχίζεις τη ζωή σου μετά από αυτό. Εμείς όμως, οι επόμενες γενιές του χωριού μας, του Όθους της Καρπάθου, οφείλουμε όχι μόνο να μην ξεχάσουμε αλλά και να αναδείξουμε όλα εκείνα με τα οποία ο μικρός τόπος μας γαλούχησε τις γενιές εκείνων των αντρών. Ένας τόπος σκλαβωμένος πολύ πιο πέρα από τα τετρακόσια χρόνια Οθωμανικής Κυριαρχίας, που ποτέ του όμως δεν έπαψε να ονειρεύεται την Ελευθερία του, την Ένωσή του με την μητέρα Ελλάδα.

Othos_Karpathos
Όθος Καρπάθου, αρχές του 20ου αιώνα

 Κλείνοντας θα ήθελα να ευχαριστήσω, την κ. Φωτεινή Τομαή, για την εξαίρετη δουλειά που έκανε στο βιβλίο της: Κωδικός Γκάντερ, αλλά και διότι πρώτη έβγαλε από την ιστορική λήθη ένα σημαντικό αγωνιστή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τον συγχωριανό μας, τον Αλέκο τον Αμερικάνο, όπως τον φώναζαν οι Εβρίτες αντάρτες. 

(1) Συνέδριο του Λιβάνου (17 - 20 Μαΐου 1944) Διάσκεψη των αρχηγών των ελληνικών πολιτικών παρατάξεων και αντιστασιακών οργανώσεων,  με σκοπό τη δημιουργία κυβέρνησης εθνικής ενότητας στη χώρα, μετά το τέλος της γερμανικής κατοχής.


(2) Συμφωνία της Καζέρτας: (26 Σεπτεμβρίου 1944) Συμφωνία μεταξύ της «ελεύθερης» ελληνικής κυβέρνησης εθνικής ενότητας που συστάθηκε στο Κάιρο , αφενός, και αφετέρου των ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων (ΕΑΜ και ΕΔΕΣ) που δρούσαν τότε στην Ελλάδα. Η συμφωνία αυτή έγινε υπό την επίβλεψη των Βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων της Μεσογείου. Σκοπός της συμφωνίας αυτής ήταν να καθορισθούν θέματα σχετικά με τη δράση, τον έλεγχο και/ή τον αφοπλισμό των ένοπλων τμημάτων αντίστασης που είχαν δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια της Κατοχής στον ελληνικό χώρο προκειμένου η χώρα να οδηγηθεί στην ομαλότητα, μετά την απελευθέρωση.

Κάρπαθος

Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2021

Γεώργιος Κωστέτσος, ο τελευταίος χαλκιάς της Καρπάθου

  Το αφιέρωμα στον Γεώργιο Κωστέτσο, τον γείτονα μου, το πρωτοδημοσίευσα  στο διμηνιαίο περιοδικό "Παράδοση και Τέχνη", της Διεθνούς Οργάνωσης Λαϊκής Τέχνης, στο τεύχος Μαρτίου Απριλίου του 2001. Αφού το επιμελήθηκα εκ νέου, το δημοσιεύω και πάλι, στο ιστολόγιο μου αυτή τη φορά.  Ευχαριστώ τον γιό του, Μανώλη Κωστέτσο, τον καθηγητή Μανώλη Χατζηαντωνίου και τον αείμνηστο θείο μου Νίκο Σκούλλο, για τις άγνωστες σε μένα πληροφορίες που μου έδωσαν για τη ζωή του. Οι φωτογραφίες είναι από την φεϊσμπουκική ομάδα:  OTHOS"Αναγνώρισε τα πρόσωπα.Photo history of families

Georgios Kostetsos
Γεώργιος Κωστέτσος
  Τον ξέραμε όλοι στο χωριό. Λίγοι όμως από τη δική μου γενιά γνώριζαν για τη συμβολή του στην επιβίωση της Καρπάθου στα δύσκολα χρόνια του Πολέμου. Χρειάστηκε ο Νίκος ο Σκούλλος, από τους λίγους εναπομείναντες μιας γενιάς που έφυγε, να μας μιλήσει για τη σημασία του χαλκιά (σιδερά) τα χρόνια εκείνα. Ψάχνοντας το θέμα περισσότερο, κατάλαβα ότι εμείς οι νεότεροι οφείλουμε να περισώσουμε στη μνήμη μας τους τεχνίτες και επαγγελματίες του παλιού καιρού, όχι μόνο γιατί αποτελούν  μέρος της ιστορίας μας αλλά και διότι αυτοί οι άνθρωποι με την τέχνη τους έσωσαν από την πείνα τους συνανθρώπους τους σε δύσκολες περιόδους. Τέτοιοι ήταν ο μυλωνάς, που έκανε το στάρι αλεύρι, ο χτίστης του ξεροτρόχαλου, που συγκρατούσε τα λιγοστά χώματα στα νησιά μας, ο χαλκιάς που έφτιαχνε τα εργαλεία για να καλλιεργηθεί η γης.

  Μέχρι το 1992 ζούσε στο Όθος της Καρπάθου ο Γεώργιος Κωστέτσος, ο τελευταίος χαλκιάς του νησιού. Τον θυμάμαι κάθε πρωί ν΄ ανεβαίνει στο χαλτσαδιό(1) του και κάθε απόγευμα να κατεβαίνει κατάκοπος. Στα χέρια του συνήθως κρατούσε κάποια από τις δημιουργίες του. Εκεί στο δωματιάκι που ζούσε είχε ένα μπαούλο με αξίνες, σκαλιστήρια, τσάπες και ένα σωρό άλλα σιδερένια εργαλεία. Από όλα τα χωριά τον επισκέπτονταν για να διορθώσουν ή ν'  αγοράσουν κάποιο εργαλείο και τότε η πρωτότυπη αυτή έκθεση άνοιγε αμέσως και με καμάρι επιδείκνυε το εμπόρευμα του.

  Τον θυμάμαι μεγάλο σε ηλικία. Είχε περάσει τα ενενήντα, όταν πέθανε. Γεννήθηκε το 1902 όπως έγραφε η ταυτότητά του, εκείνος όμως υποστήριζε ότι το πραγματικό έτος γέννησης του ήταν το 1898. Κι όμως λίγα χρόνια πριν πεθάνει, ακόμα δούλευε. Μόνος του δούλευε το φυσερό για να δυναμώσει η φωτιά και στη συνέχεια χτυπούσε αλύπητα το πυρωμένο σίδερο στο αμόνι για να του δώσει σχήμα. Δύσκολη δουλειά μα ήταν δυνατός άντρας. Έχουν να διηγούνται στο χωριό: Προπολεμικά, όταν χτιζόταν το Δημοτικό Σχολείο, κάτω στα Πηγάδια - το λιμάνι του νησιού- έφτασαν τα ξύλα για τη στέγη και τα πατώματα. Όλοι οι άντρες κατέβηκαν για να βοηθήσουν στη μεταφορά τους. Τα δοκάρια όμως είχαν μεγάλο μήκος και δεν μπορούσαν να φορτωθούν στα ζώα. Τότε αποφάσισαν να τα μεταφέρουν στον ώμο. Δύο δύο οι άντρες φορτώνονταν τα δοκάρια και διένυαν την απόσταση των 5 χιλιομέτρων περίπου για να ανέβουν στο υψόμετρο των 530 μέτρων που βρίσκεται το χωριό. Μόνο ο Γιώργης ο Κωστέτσος την έκανε αυτή τη μεταφορά μόνος του και μάλιστα δυο φορές την ημέρα.

Georgios Kostetsos the last Blacksmith
Ο Κωστέτσος στο Χαλτσαδιό του

  Σε μικρή ηλικία βρέθηκε στην Μικρά Ασία, στην περιοχή της Σμύρνης. Σε ντόπιο μάστορα έμαθε την τέχνη του χαλκιά. Ακολούθησε τη φυγή των Ελλήνων κατά την Μικρασιατική Καταστροφή. Μάλιστα έφυγε μια μόλις μέρα πριν την είσοδο των Τούρκων στην Σμύρνη, παρά τις παραινέσεις του αφεντικού του να παραμείνει για μία μέρα ακόμα ( κανένας δεν πίστευε στην Καταστροφή). Επέστρεψε στην Κάρπαθο και μπήκε βοηθός σε ντόπιους μαστόρους. Στο Νικολή το Χαλκιά και τον Πολυχρόνη Χανιώτη. Δεν ήταν ικανοποιημένος όμως ούτε από τις απολαβές, ούτε από την εργασία. Έτσι ανοίγει δικό εργαστήριο στις Πυλές. Δεκαοχτώ χρόνια το κράτησε ανοιχτό. Στη συνέχεια ανοίγει χαλτσαδιό στο χωριό του, στης Ευαγγελίας το σπίτι, κοντά στην Παναγία. Εκεί έμεινε ως την πρώτη πενταετία του 1950. Τότε μεταφέρει το εργαστήριο του στη Μέλλουρα, εκεί όπου τον γνωρίσαμε εμείς οι νεότεροι.

 Στην περίοδο του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, όταν αποκλείστηκε το νησί και τα καράβια έπαψαν να μεταφέρουν τρόφιμα, οι κάτοικοι ως μόνο τρόπο επιβίωσης βρήκαν την καλλιέργεια της λιγοστής γης. Χρειάζονταν εργαλεία. Καλοσυντηρημένα εργαλεία. Και η πρώτη ύλη ήταν λιγοστή. Τότε φάνηκε η αξία του ντόπιου τεχνίτη. Και ο καλύτερος ήταν ο Κωστέτσος. Έκανε συμφωνία με τους γεωργούς και τους κτηνοτρόφους. Θα τους επιδιόρθωνε τα εργαλεία που θα χρειάζονταν για μια πλήρη καλλιεργητική περίοδο και αυτοί θα τον πλήρωναν σε είδος. Οι γεωργοί τέσσερα πινάκια γεννήματα. (Το πινάκι ήταν δοχείο-μονάδα μέτρησης όγκου, του Κωστέτσου ήταν λίγο μεγαλύτερο.) Οι κτηνοτρόφοι, βούτυρο, δρίλλα, κρέας. Οι σκαφιοί(2) χρήματα. Τίποτα δεν έλειψε από το σπίτι του τα δύσκολα εκείνα χρόνια. Πολλές φορές ήταν το μόνο σπίτι που είχε βούτυρο, το οποίο έδινε σε κάποιον ασθενή ως γιατρικό. Δούλεψε όμως πολύ σκληρά τότε, το επέτρεπε πέρα από την ισχυρή του κράση και η ηλικία του. Από τα ξημερώματα ως αργά τη νύχτα. Οι ανάγκες ήταν μεγάλες. Έφτιαχνε τα πάντα, από υνιά ως κλειδαριές. 

 Του έφερναν σκασμένα βλήματα και αυτός τους έφτιαχνε τα εργαλεία. Για κάρβουνο φρόντιζε ο ίδιος. Έπαιρνε άδεια από τους κατακτητές Ιταλούς κι έκοβε πεύκα. Στις Μισσάθες κατασκεύαζε τον καρβουνόλακο. Έκοβε ξύλα και τα στοίβαζε μέσα σε αυτόν, τα σκέπαζε με κοσκινισμένο χώμα και τα "έκαιγε" δημιουργώντας το κάρβουνο. Όταν ήταν έτοιμα τα μετέφερε με μουλάρια στο χαλτσαδιό του.

 Ατυχήματα είχε. Κάποτε του καρφώθηκε στο χέρι το πίσω μέρος ενός δρεπανιού. Τα φάρμακα ανύπαρκτα. Η δημώδης ιατρική συνέστησε έναν κόκορα βραστό σε καθημερινή βάση. Το ξεπέρασε γρήγορα. 

 Τον θυμάμαι ακόμη, να παίζει τάβλι στο καφενείο. Αληθινή πρόκληση για όποιον είχε το θάρρος να τα βάλει μαζί του. Ανίκητος. Στο χωριό ακόμα λένε για ένα αναπόφευκτα χαμένο διπλό παιχνίδι: "Αυτό δεν το κόβει ούτε ο Κωστέτσος".

 Κρίμα που η γενιά μου, δεν είχε την προνοητικότητα να περισώσουμε το φυσερό του, το αμόνι του, το εργαστήρι του. Πράγματα που κάποτε τα θεωρούσαμε ασήμαντα, σήμερα στην εποχή της αλματώδους ανάπτυξης θα μας συνέδεαν με το παρελθόν μας. Τουλάχιστον με τη βοήθεια της μνήμης ας κάνουμε αυτό το ταξίδι, στη δύσκολη ζωή των παλαιοτέρων γενιών από εμάς. Όχι νοσταλγώντας την αλλά για να διδαχθούμε από τον τρόπο που αντιμετώπιζαν τις δυσχέρειες της εποχής τους.  

Φυσερό ή Φυσούνα σιδερά, λαογραφικό Μουσείο Καλλιμασίας Χίου. Το φυσερό του Κωστέτσου ήταν διαφορετικό, μοναδικό από μια πρόχειρη έρευνα που έκανα, δυστυχώς δεν διασώθηκε.

(1) χαλτσαδιό: σιδερουργείο

(2) σκαφιοί: σκαφτιάδες

Κάρπαθος

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2018

Κάποτε στη Γυνατού

  Τη θυμάμαι καλά εκείνη τη χρονιά. Τη θυμάμαι διότι θα ξεπερνούσα επιτέλους, την μέχρι τότε άρνηση των γονιών μου να ακολουθήσω την παρέα μου στη πανηγύρι της Γυνατούς. 

 “ Είναι μακριά, θα κουραστείς, η στράτα είναι επικίνδυνη, δεν υπάρχει μέρος για να κοιμηθείς” ήταν τα επιχειρήματά τους.
  Κάθε χρόνο, την επομένη της εξόρμησης αυτής και για πολλές ημέρες ακόμα, άκουγα από τους φίλους μου, για ένα μονοπάτι, που σε κάποια σημεία του έχασκε ακριβώς δίπλα του ένας τεράστιος γκρεμνός, τον οποίο ήταν προτιμότερο να το περάσεις καβάλα πάνω σε κάποιο ζώο, το οποίο σίγουρα δεν θα έχανε τα βήματα του. Άκουγα για τις αυτοσχέδιες καλύβες που έφτιαχναν μέσα στα σκίνα για να κοιμηθούν, για την Κούφη που οι μεγαλύτεροι κοιμούνταν, για το μικρό εκκλησάκι της Παναγίας, που το χωριό το θυμόταν κάθε Σεπτέμβρη. Μα κυρίως αυτό που συζητούσαν όλοι, ήταν ποιος είχε κατορθώσει να “πουδιάσει” τον άλλο, να του περάσει δηλαδή μια θηλιά στα πόδια την ώρα που κοιμόταν και να τον σύρει προς τα κάτω, προς την κατηφόρα που σχημάτιζε το έδαφος στη πλαγιά του βουνού, σίγουρα τρομάζοντάς τον, μερικές φορές προκαλώντας του και κάποια τραύματα. Έτσι ήταν τότε. Ήμαστε σκληροί, άλλοι λιγότερο άλλοι περισσότερο, γνωρίζαμε όμως ότι έτσι παιζόταν το παιχνίδι της ενηλικίωσης μας.
  Κάθε χρόνο κάκιωνα με τους δικούς μου, που μου αρνούνταν να συμμετάσχω σε αυτή την περιπέτεια, την οποία με τόσο ενθουσιασμό περιέγραφαν όλοι οι συνομήλικοί μου. Μέχρι εκείνη τη χρονιά! Την παραμονή των γενεθλίων της Παναγίας, μετά το μεσημεριανό φαγητό, ανέβηκα στο σπίτι του παππού, με ένα σακ βουαγιάζ γεμάτο προμήθειες και μια βαριά κουβέρτα, για να δανειστώ τον γάιδαρό του. Από το καλοκαίρι τον είχα προετοιμάσει και δεν σήκωνα κουβέντα σε αυτό, ότι τον γάιδαρο θα τον έπαιρνα εκείνη τη χρονιά. Ένα ήρεμο, δυνατό ζώο το οποίο θα με μετέφερε ως εκεί με την παρέα μου. Ο παππούς μου φρόντισε να μου υπενθυμίσει όλα τα “χούδια” του ζώου, με βοήθησε στο σαμάρωμα, μου έδειξε πως θα το στερεώσω σωστά στο ζώο, φορτώσαμε τα πράγματα μου μαζί και λίγο άχυρο για το φαγητό του ζώου, μου ζήτησε να καρφώσω το καζίκι(1) του καλά, σε στέρεο έδαφος, μην τύχει και το σύρει τη νύχτα και τον ψάχνουμε την άλλη μέρα.
  Όταν τελείωσαν όλες οι συμβουλές, με αποχαιρέτησε με φανερή την αγωνία στο πρόσωπό του. Τον αποχαιρέτησα βιαστικά, καβάλησα το ταλαιπωρημένο από τη δουλειά τόσων χρόνων ζώο και κατέβηκα την κατηφόρα με τα τσιμεντένια σκαλιά προς την έξοδο του χωριού. Εκεί, περίμεναν και οι υπόλοιποι, όλοι καβάλα με τον παραδοσιακό τρόπο, γυρισμένοι προς τη μια μεριά του σκληρού σαμαριού, έτοιμοι να πηδήξουν κάτω όποτε η ανάγκη το έφερνε.
Και ξεκινήσαμε τη διαδρομή μας. Ένα εφηβικό καραβάνι, γεμάτο ορμή και νιάτα, το οποίο εκείνη την ώρα σήκωνε το βάρος, χωρίς να το ξέρει, της ιστορίας του χωριού μας. Θα πατούσαμε εκείνο το αρχαίο μονοπάτι, το οποίο ακολούθησαν οι πρόγονοι μας, πριν από χρόνια, για να φτάσουν στη σημερινή θέση του χωριού μας, μακριά από τη θάλασσα για να γλιτώσουν από τις επιδρομές των Σαρακηνών, που εξουσίαζαν τη Μεσόγειο. Η περιοχή των Εΰρων, αποτέλεσε για πολλά χρόνια ο ενδιάμεσος σταθμός σε αυτή τη διαδρομή τους. Σκληρός τόπος, η καλλιεργήσιμη γη λιγοστή και δυσκολοδούλευτη, μα είχε το πλεονέκτημα ότι ήταν αόρατη από τη θάλασσα. Μόνο από εκεί που βρισκόταν το εκκλησάκι της Παναγίας, μπορούσες να την δεις, κάτω, μακριά να αφρίζει τον περισσότερο καιρό.
  Περάσαμε από τα Κόνια, αφήσαμε τον αμαξιτό δρόμο και μπήκαμε στο χαραγμένο στην επιφάνεια του βουνού, μονοπάτι. Σε κάποια σημεία, εκεί που ο δρόμος πλάταινε ελάχιστα, γίνονταν τα προσπεράσματα. Τσιγκλώντας τα ζώα μας, προσπαθούσαμε να αιφνιδιάσουμε τον προπορευόμενο σε εμάς, περνώντας δίπλα του, τις περισσότερες φορές ακουμπώντας τον. Ευτυχώς τα ζώα μας, μαθημένα από τις όποιες απαιτήσεις των ιδιοκτητών τους, συνέχιζαν το σταθερό και σίγουρο βήμα τους.
Λίγο πιο κάτω βρίσκαμε τις κουμαριές. Ο θάμνος αυτός σκέπαζε όλη την πλαγιά, ίσα που διακρίνονταν οι πράσινοι καρποί του, οι οποίοι σε έναν μήνα θα κοκκίνιζαν. Στον μεγάλο πόλεμο, τότε που οι κάτοικοι του νησιού γνώρισαν την πείνα, όλοι είχαν γευτεί αυτό το δώρο της φύσης και μας περιέγραφαν με απίστευτη νοσταλγία τη γλυκύτητα των ώριμων καρπών.
  Περάσαμε μία μία τις στεφανές(2) του βουνού, μέχρι που φτάσαμε στην Κυλίστρα, ένα ελάχιστο κομμάτι δρόμου, χωμάτινο δίχως σταθερά πατήματα και τον γκρεμνό να χάσκει από κάτω μας. Όλοι μας σοβαρέψαμε, τα στόματα έκλεισαν, εμπιστευτήκαμε μόνο τα τέσσερα δυνατά πόδια του ζώου μας, τα οποία από ένστικτο ήξεραν πως να μας περάσουν με ασφάλεια. Από κει, πιάσαμε την κατηφόρα, περάσαμε το ρέμα, όπου ακόμα διακρίνονταν τα ερείπια κάποιων παλιών κατοικιών, τις οποίες η θαμνώδης βλάστηση της περιοχής, τα εξαφάνιζε σιγά σιγά. Και μετά από λίγο, ο δρόμος γινόταν πιο ομαλός, μέχρι που φτάσαμε στο στάβλο του Σταυράκη. Αυτός, μαζί με τη γυναίκα και τις κόρες του, έμενε μόνο, για να διαφεντεύει όλους τους γύρω βοσκότοπους. Σε ελάχιστα λεπτά, φτάσαμε στη μοναδική πηγή της περιοχής, το Ητσάλλι, σταματήσαμε ίσα ίσα για να ξεδιψάσουν τα ζώα και να συμπληρώσουμε με νερό τα παγούρια μας.
  Όταν φτάσαμε στην επόμενη στροφή του δρόμου, κάτω αντικρίσαμε το εκκλησάκι της Παναγίας της Γυνατούς, κάτασπρο, με τη μικρή του αυλή. Στη πλαγιά, πιο ψηλά, υπήρχε μια ελιά στην οποία κρεμόταν η καμπάνα και πίσω της η περίφημη “Κούφη”, ένα μονόχωρο κτίσμα στο οποίο μπορούσαν να κοιμηθούν το βράδυ, κατάχαμα, κάποιοι από τους λίγους προσκυνητές. Κατεβήκαμε με τα ζώα μας, κατευθυνθήκαμε προς το ρέμα, ξεκαβαλικέψαμε, τα δέσαμε καλά για να μην μας φύγουν, τους δώσαμε το σανό που είχαμε φέρει μαζί, πήραμε τα πράγματα μας, πήραμε μαζί μας και τα σχοινιά για το φόρτωμα μην μας τα κλέψουν και κατευθυνθήκαμε προς το εκκλησάκι.    
  Μπαίνοντας, η ματιά μου σταμάτησε στο υπέρθυρο, όπου μας καλωσόριζε η αλλόκοτη, ανάγλυφη προσωπογραφία της Παναγίας. Ταλαιπωρημένη από τον χρόνο, έμεναν να φαίνονται αδρά τα χαρακτηριστικά του προσώπου της με τη κορώνα στα μαλλιά που έπεφταν στους ώμους της. Ή μήπως δεν ήταν η Παναγία αλλά κάποια πριγκιποπούλα της περιοχής, από εκείνα τα χρόνια τα παλιά, που η περιοχή κατοικούνταν; Βιαστικά ανάψαμε κερί, προσκυνήσαμε την εικόνα και βγήκαμε έξω. Περπατήσαμε την περιοχή για να βρούμε κάποιο μεγάλο σκίνο για να κοιμηθούμε στο εσωτερικό του. Το μαλακό χώμα της ρίζας του, θα ήταν το στρώμα μας για εκείνο το βράδυ. Λίγο, πιο κάτω βρήκαμε ένα που το θεωρήσαμε κατάλληλο. Με ένα κλαδευτήρι κόψαμε κάποια από τα κλαδιά του μέχρι να σχηματιστεί ένα κούφωμα στο εσωτερικό του. Τρία άτομα χωρούσαμε άνετα. Αφού τακτοποιηθήκαμε, επιστρέψαμε στη αυλή της εκκλησίας περιμένοντας τον παπά. Οι παλαιότεροι έλεγαν ιστορίες που θυμούνταν για την περιοχή, για τις καλλιέργειες που κάποιοι έκαναν στις γύρω περιοχές στα δύσκολα χρόνια του πολέμου. Κάποιος θυμήθηκε την περίφημη ιστορία του Καταχανά(3), που εμφανίστηκε αν και νεκρός στα μέρη αυτά, αργά τη νύχτα, προσπαθώντας να πάρει μαζί του στον άλλο κόσμο τον κουμπάρο του. Είπε ψέματα, ότι έπρεπε να τον ακολουθήσει στο χωριό, διότι η γυναίκα του ήταν άρρωστη σοβαρά. Στο δρόμο έκανε ότι ήταν δυνατόν για να τον γκρεμοτσακίσει στις απότομες εκείνες πλαγιές, η αναμμένη δάδα όμως που κρατούσε τον έσωσε.  Όταν έφτασε στο χωριό και έμαθε ότι ο αγαπημένος του κουμπάρος και φίλος είχε θαφτεί από την προηγούμενη ημέρα, έπεσε σε βαριά κατάθλιψη, η οποία τον συντρόφευε σε όλη τη ζωή του μέχρι που πέθανε. Κάποιος άλλος έλεγε για το κατόρθωμα του, να φύγει μέσα στο βαθύ σκοτάδι, με έναν φακό μόνο, να πάει στο κοντινό χωριό, τις Μενεταίς, να αγοράσει ποτό και να γυρίσει για να συνεχιστεί το γλέντι τους. Και κάποιοι άλλοι, προσπαθούσαν να πιάσουν στο τρανζιστοράκι(4) που είχαν, την αναμετάδοση του πρωταθλήματος που άρχιζε εκείνη την ημέρα.
  Εκεί και ο Σταυράκης, θηριώδης, χαμογελαστός, χαρούμενος που εκείνη τη βραδιά χανόταν επιτέλους η ατέλειωτη ησυχία που σκέπαζε όλο το χρόνο την περιοχή. Στις γύρω πλαγιές θα αντιλαλούσαν οι φωνές μας και τα γέλια μας, ο ήχος της λύρας και οι μαντινάδες. Οι κουτάλες ήδη κτυπούσαν στα καζάνια που ετοίμαζαν το φαγητό και το κτύπημα της καμπάνας επιτέλους, θα σήμαινε την ώρα για τον εσπερινό. Ήταν ο οικοδεσπότης μας, ο οποίος όμως διακριτικά χανόταν πίσω απ΄ όλους τους άλλους, τον έφτανε που μας έβλεπε εκεί στη χάρη της χαμένης στη μοναξιά, συντρόφισσας του, της Παναγίας της Γυνατού
 Με το σκοτείνιασμα έφτασε κι ο παπά Κρητσιώτης, ο οποίος περίμενε να πέσει η κάψα της ημέρας για να ξεκινήσει από το χωριό, μιας και πάντα τη διαδρομή την έκανε με τα πόδια. Τότε άναβαν τα λουξ(5), ο χώρος φωτιζόταν σαν να ΄ταν μέρα, εκτός από το εκκλησάκι μέσα, όπου το μόνο φως που επιτρεπόταν ήταν αυτό από τα κεριά και το καντήλι. 
  Ο εσπερινός άρχισε, κάπως ησυχάσαμε, μα όλοι μας βιαζόμασταν να τελειώσει, μιας κι αυτό που μας ένοιαζε περισσότερο ήταν να σερβιριστεί το φαγητό, που μαγειρευόταν στην άκρη της αυλής και το οποίο από ώρα μας έσπαγε τη μύτη. Κατσικάκι κοκκινιστό με πιλάφι. Και μόνο γι αυτό το πιάτο άξιζε ο κόπος να βρεθείς εκεί. Συγχρόνως ακούστηκαν και οι πρώτες δοξαριές και στον τόπο απλώθηκε η γλυκιά μελωδία της λύρας. Νόμιζες ότι το όργανο αυτό ήταν φτιαγμένο ειδικά για κάτι τέτοιες βραδιές. Τα πατήματα στο όργανο ακολουθούσαν τους αιώνες και έφταναν ως εμάς, που παρακολουθούσαμε μην έχοντας την άδεια να σταθούμε δίπλα στους γλεντιστάδες του χωριού. Οι μαντινάδες τους μιλούσαν για όλα όσα απασχολούσαν τους ανθρώπους τότε. Τα μικρά για μας που κρατούσαμε τις αποστάσεις από τις παραδόσεις μα τα πολύ μεγάλα για εκείνους τους απλούς ανθρώπους, που είχαν χορτάσει από όνειρα και βιοπάλη.
  Αργά, μετά τα  μεσάνυχτα, σιγά σιγά όλοι πήγαμε για ύπνο. Στην Κούφη οι μεγαλύτεροι, οι γυναίκες είχαν καταλάβει το εσωτερικό του ναΐσκου και εμείς, οι νεολαίοι προσπαθούσαμε να βολευτούμε στις αυτοσχέδιες καλύβες μας. Με το ένα μάτι ανοιχτό λαγοκοιμόμασταν, τυλιγμένοι μέσα στις κουβέρτες, προσπαθώντας να γλυτώσουμε από την αφόρητη υγρασία της περιοχής και το “πούδιασμα”. Ο ύπνος μας πήρε ελάχιστες ώρες πριν το χάραμα, όταν πια όλοι είχαν ησυχάσει από την ολονύχτια προσπάθεια των πιο τολμηρών, να βρουν κάποιον, που μην αντέχοντας την κούραση της ημέρας τον είχε πάρει ο ύπνος κι έτσι να μπορέσουν να του δέσουν τα πόδια και να τον σύρουν, τρομάζοντας τον στον ύπνο, μέσα σε γέλια από τη μία και βρισίδια από την άλλη.
  Ξυπνήσαμε μην έχοντας προλάβει καλά καλά να ξεκουραστούμε, με τον ήχο της καμπάνας που κτυπούσε ο παπάς για την πρωινή λειτουργία. Σηκωθήκαμε με δυσκολία, μαζέψαμε τα πράγματα μας, πήγαμε να δούμε αν τα "ζωντανά" μας ήταν στη θέση που τα αφήσαμε την προηγούμενη, το φορτώσαμε και το φέραμε πιο κοντά, προς το εκκλησάκι. Μέχρι να τα κάνουμε αυτά, η λειτουργία τελείωνε, ίσα που προλάβαμε το Ευαγγέλιο. Με το “Δι' ευχών των Αγίων” και το μοίρασμα του άρτου, εγκαταλείψαμε το χώρο με τη σιγουριά ότι και του χρόνου θα ήμασταν και πάλι εκεί.
Και πράγματι, ήμουν πιστός στο ετήσιο προσκύνημα στη Γυνατού μέχρι που έφυγα για φοιτητής.
  Εκείνη την τελευταία χρονιά, με ένα καλοκαίρι που το θυμάμαι ακόμα, γεμάτο αγωνία περιμένοντας τα αποτελέσματα εισαγωγής στις σχολές, τα οποία έβγαιναν αργά, μέσα στον Οκτώβριο, έμεινα πίσω, δεν ακολούθησα τη συντροφιά μου. Επίτηδες δεν ακολούθησα για να έχω τη ησυχία μου και να μπορέσω να φωτογραφήσω το τοπίο με το πρωινό φως. Κρατούσα στα χέρια μου, τη φωτογραφική μηχανή του πατέρα μου την οποία είχα οικειοπηθεί από πολύ νωρίς, μια γερμανική Agfa της δεκαετίας του 50 και άφησα το ζώο να με οδηγήσει πίσω στο χωριό, σίγουρος ότι θα έβρισκε τα χθεσινά του χνάρια. Μα δεν έγινε έτσι. Πολύ γρήγορα ξεστράτισε και μέχρι να το καταλάβω, βρέθηκα να περιπλανιέμαι στη δυτική πλευρά του βουνού. Η θάλασσα φαινόταν βαθιά κάτω, εγώ όμως κανονικά, δεν θα έπρεπε να τη βλέπω. Ξεπέζεψα, προσπάθησα να διακρίνω το δρόμο, που με είχε φέρει μέχρις εκεί αλλά ο τόπος ήταν γεμάτος στενούς κατσικόδρομους, που όλοι μου φαίνονταν γνώριμοι. Ακολούθησα κάποιον με έβγαλε σε αδιέξοδο. Έπιασα έναν δεύτερο τίποτα. Έναν τρίτο, και πάλι αδιέξοδο. Σταμάτησα. Παρατήρησα το μέρος όσο καλύτερα μπορούσα. Γρήγορα κατάλαβα ότι ουσιαστικά είχα χαθεί, σίγουρα βρισκόμουν κοντά στο μονοπάτι, αλλά δεν μπορούσα να διακρίνω κάποιο σημάδι που θα με οδηγούσε προς αυτό. Όλη η πλαγιά με τα διάσπαρτα, κυρτωμένα από τον αέρα πεύκα, δίχως κανένα ίχνος ανθρώπινης παρέμβασης μου ήταν τελείως άγνωστη. Στάθηκα, μελετώντας ποια θα ήταν η επόμενη κίνηση μου, με αγωνία και φόβο μαζί, μέχρι που μια φωνή, γυναικεία φωνή, ακούστηκε για να με κατευθύνει προς τη σωστή κατεύθυνση. Σε ελάχιστα λεπτά είχα ξαναβρεί το μονοπάτι, το ακολούθησα μέχρι το χωριό, μην τολμώντας να αφήσω την προσοχή μου από το δρόμο που ακολουθούσε ο γάιδαρός μας.
  Δεν ήμασταν πολλοί στην περιοχή, εκείνη την ημέρα. Καμιά από τις λίγες γυναίκες του χωριού, που ήταν εκεί, δεν ήξερε τίποτα. Οι μεγαλύτεροι, με απόλυτη σιγουριά, θεώρησαν ότι η Παναγία έκανε ένα ακόμα από τα θαύματα της. Όσο για μένα, δεν έχω απάντηση. Θα μου άρεσε όμως, να ήταν η Παναγία. Η οποία μας ακολούθησε, ευχαριστημένη που για ένα βράδυ ήμασταν στο σπίτι της, που την θυμηθήκαμε, της κάναμε παρέα, ζωντανέψαμε την περιοχή των προγόνων μας. Μας ακολούθησε λυπημένη που την αφήναμε και πάλι μόνη, στο έρημο βουνό στο οποίο ακόμα και οι κυνηγοί με δυσκολία έφταναν, ως την επόμενη χρονιά. Ή μήπως ήταν εκείνη η πριγκιποπούλα της περιοχής, που με τα μαλλιά ξέπλεκα στους ώμους της, αλλαφροΐσκιωτη από κάποιον χαμένο έρωτα, έτρεχε στις γύρω πλαγιές, μέχρις που με συνάντησε και αποφάσισε να με γλυτώσει από την ταλαιπωρία. 
.........................................................................................................................
Γρήγορα όλα άλλαξαν. Τα μονοπάτια χάθηκαν και έγιναν αυτοκινητόδρομοι. Τι έγκλημα κι αυτό; Στη χάρη της Παναγίας, μαζεύεται πια τόσος κόσμος, που οι επίτροποι της εκκλησίας μεγάλωσαν την αυλή, γκρέμισαν την Κούφη, έφτιαξαν πλατείες για να παρκάρουν τα αυτοκίνητα, έφεραν γεννήτριες για να φωτιστεί ο χώρος, έφεραν και ενισχυτές που σκληραίνουν τον ήχο των οργάνων.
Και η Δημοτική αρχή του νησιού, ανιστόρητη ως συνήθως, λίγα μέτρα πιο πέρα από το προσκύνημα του χωριού μας, τοποθετεί τον σκουπιδότοπο του νησιού. Τον οποίο επιπλέον αφήνει στην μοίρα του, αδιαφορώντας για τα κάθε είδους απορρίμματα, που βρομίζουν όλη την περιοχή.
Πρόοδο το λένε αυτό σήμερα, άλλοι πιο συγκαταβατικοί τα θεωρούν όλα αυτά αναγκαίο κακό, κάποιοι άλλοι πιο ρομαντικοί, όπως του ελλόγου μου, πάντα θα αναρωτιούνται αν ήταν αναγκαία όλα αυτά;
      Κι εγώ; Νοσταλγώ εκείνα τα χρόνια, τυχερή τη γενιά μου, που τα έζησε, χρόνια διαφορετικά... μα εκείνο που κυρίως νοσταλγώ είναι τα νιάτα μας και την ανεμελιά μας. Ωραία χρόνια!

(1) σιδερένιο παλούκι, με ένα κρίκο το οποίο κάρφωναν στη γη για να δέσουν το σχοινί που κρατούσε το ζώο
(2) οι απόκρημνες πλαγιές του βουνού
(3) βρυκόλακας
(4) μικρό ραδιόφωνο της εποχής
(5) ισχυρό φωτιστικό που έκαιγε πετρέλαιο σε πίεση


Κάρπαθος

Το ζητούμενο είναι η ευτυχία!

  Μετά από πολλά χρόνια, ο Αλέξανδρος επέστρεφε στο πατρικό του, σε ένα ορεινό χωριό της Δράμας. Για χρόνια ζούσε στην Αθήνα, κάνοντας σπο...