Αυτή είναι η τελευταία τακτική εγγραφή μου για τη φετινή σεζόν. Αν υπάρχει λόγος, κάτι με τσιγκλήσει, θα υπάρχει κάποια έκτακτη. Όπως είναι γνωστό, το καλοκαίρι δεν γράφω τόσο, αφήνω το μυαλό μου να ξεκουραστεί, μα κυρίως να δεχθεί νέα ερεθίσματα... η εποχή προσφέρεται. Κλείνω με μια εγγραφή, που θα προσθέσει έναν επιπλέον προβληματισμό, στο σοβαρό ζήτημα της γυναικείας κακοποίησης, που με απασχολεί έντονα το τελευταίο διάστημα:
Το να θεωρείται η γυναίκα κτήμα τους αντρός της, είναι μια πολύ παλιά αντίληψη, χιλιετιών θα μπορούσα να πω. Είναι η περίφημη πατριαρχία, η οποία επιβλήθηκε κυρίως, εξαιτίας της διαφορετικής σωματικής διάπλασης του άντρα, που μπορούσε να ανταπεξέλθει πιο εύκολα στις προκλήσεις μιας εποχής, όπου ο ισχυρότερος στη φύση επιβίωνε. Ύστερα ήταν και η περίοδος της κύησης, όπου η γυναίκα αδυνατούσε να έχει δυναμικό ρόλο στην κοινότητά της. Όλα αυτά βέβαια θα μπορούσαν να είχαν απαλυνθεί στο πέρασμα του χρόνου, αλλά οι κοινωνικές δομές που δημιουργήθηκαν, ήταν πολύ ισχυρές για να αποδεχθούν την ισάξια θέση της γυναίκας. Κάθε μορφή εξουσίας, θρησκευτική, πολιτική κλπ, επιθυμούσε να μην αλλάξει αυτή η τάξη των πραγμάτων.
Σήμερα, στον Δυτικό κόσμο τουλάχιστον, φαίνεται ότι η κοινωνία είναι έτοιμη να αποδεχθεί την πλήρη ισότιμη θέση της γυναίκας. Όχι ότι το έχει πετύχει, αλλά έχουν γίνει τεράστια βήματα. Όχι όμως στην Πατρίδα μας, όπως φαίνεται απ΄ όσα τραγικά εξακολουθούν να γίνονται τα τελευταία χρόνια. Έξι γυναικοκτονίες από την αρχή της χρονιάς, δεκάδες ξυλοδαρμοί και άλλες θλιβερές καταστάσεις συνθέτουν μια θλιβερή εικόνα. Πριν λίγα χρόνια, σε εγγραφή μου εδώ, δήλωνα αισιόδοξος (δες). Τρία χρόνια αργότερα, δυστυχώς, δεν βλέπω την πρόοδο που ανέμενα στην κοινωνία μας, ίσα ίσα την βλέπω να συντηρητικοποιείται ακόμα περισσότερο, να μένει προσκολλημένη σε στερεότυπα άλλων εποχών και με λυπεί ιδιαιτέρως όταν βλέπω σε νέους ανθρώπους να ενστερνίζονται συμπεριφορές που θα έπρεπε να είχαν εκλείψει από καιρό.
Στην εγγραφή μου εκείνη, είχα παρουσιάσει τρία παραδείγματα από την Παγκόσμια Τέχνη, που έδειχναν πόσο βαθιά ήταν ριζωμένα τα Πατριαρχικά πρότυπα στους ανθρώπους.
Σήμερα θα παρουσιάσω δημοτικά τραγούδια μας, με θέμα τους την γυναικοκτονία, με διάφορες προφάσεις και δικαιολογίες. Αυτό το κάνω για να δείξω από τη μια πόσο βαθιές ρίζες έχει αυτή η ιστορία αλλά από την άλλη θέλω να επισημάνω πόσο παράταιροι πρέπει να μας ακούγονται σήμερα οι στίχοι τους.
Μου αρέσουν τα τραγούδια αυτά, είναι κομμάτι της παράδοσής μας, τα
ακούω, κάποια τα έχω τραγουδήσει αλλά πάντα με σκωπτικό τρόπο, αναγνωρίζοντας ότι αυτά που πρεσβεύουν ανήκουν στο παρελθόν. Αν κάποιος θεωρεί, ότι απηχούν το σήμερα, τότε κουβαλάει μαζί του όλη τη μιζέρια εκείνης αλλά και της σημερινής εποχής.
Το πρώτο τραγούδι είναι το γνωστό: Βρε Μανόλη, βρε λεβέντη, βρε καλό παιδί το οποίο τραγουδιέται σε πολλές περιοχές της Πατρίδας μας. Με λίγα λόγια, κάποιος από την παρέα του Μανόλη περηφανεύτηκε ότι είδε την γυναίκα του μέσα στον κήπο τους, ο Μανόλης αυτό το θεώρησε μεγάλη προσβολή και επιστρέφοντας μεθυσμένος στο σπίτι του, την "έσφαξε". Το πρωί ξεμέθυστος πια μετάνιωσε αλλά το κακό είχε γίνει Οι παρακάτω στίχοι είναι από την Θράκη:
σήκω, βάλε τα χρυσά σου να πας στην εκκλησιά, (δις)
να σε δγιουν τα παλληκάρια, να μαραίνονται, (δις)
να σε δγιω κι εγώ ο καημένος, να σε χαίρομαι. (δις)
Παραλλαγή του παραπάνω τραγουδιού είναι και ο περίφημος Μενούσης της Ηπείρου και όχι μόνο, μιας και τραγουδιέται σε πολλές περιστάσεις από γάμους ως τραγούδι της τάβλας, πέρασε στο σχολικό πρόγραμμα. Το τραγούδησε και η Ειρήνη Παππά, στις "Ωδές" (1979) σε μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου.
Στην Κρήτη, έχουμε ένα δημοτικό τραγούδι, όπου η κόρη δολοφονείται από την ίδια την οικογένεια της, με πρωτοστάτη την ίδια την μητέρα της, διότι τόλμησε να δείξει συμπάθεια σε κάποιον άντρα, που όπως φαίνεται δεν είχε την έγκριση τους. Εντύπωση μου έκανε, ότι το τραγούδι αυτό το βρήκα και σε... συλλογή με νανουρίσματα. Στη νεότερη εκτέλεσή του, ο παρακατιανός που ζήτησε μια χάρη από την άτυχη κοπέλα, γίνεται Βασιλιάς, κι έτσι είναι γνωστό το τραγούδι σήμερα.
Μια κόρη ανθούς εμάζωνε κι ανθούς εκορφολόγα.
Να κάμει πέτσες με τσ' ανθούς, μαντήλια με τα ρόδα.
Κι ο Γιαννακής κατέβαινε απού λαγού κυνήγι.
Ζευγάρι ρόδα τση ζητά και τέσσερα του δίνει.
Κι η μάνα τζης, την εθωρεί π' ανάδιο παραθύρι.
Μωρή σκυλιά, μωρή βρωμιά, μωρή μαγαρισμένη.
Απού 'χεις δώδεκ' αδερφούς κι οι δώδεκ' αντριωμένοι.
Κι αργά δα 'ρθουν κι οι δώδεκα και δα σε μαντατέψω.
Κι αργά 'ρθανε κι οι δώδεκα, τη κόρη μαντατεύγει.
Ο γεις τση κόλα με σπαθί και άλλος με κοντάρι.
Κι ο ύστερος τση αδελφός μ' ένα καλαμοκάνι.
Κι η μάννα τζης τση κόλανε με τη χρυσή τζης ρόκα.
Κι ο κύρης τζης τση κόλανε μ' ένα κομμάτι κλήμα,
γιατί την ελυπούντανε, την πεντακακομοίρα.
Τη νύχτα τα μεσάνυχτα, η κόρη εψυχομάχε.
Κι η μάννα τζης στο πλάϊ της και τζαγκουρνοφωνάται.
- Ιντάχεις μάννα μου και κλαίς και τζαγκουρνοφωνάσαι;
- Κλαίω σε θυγατέρα μου, ποια ρούχα δα σου βάλω.
Η τα χρυσά ή τα΄αργυρά ή τα μαλαματένια.
Είτε τα λινοπράσινα, που σούχω στη κασέλα.
- Δε θέλω 'γώ, ούτε χρυσά, ούτ' αργυρά, ούτε μαλαματένια.
Ούτε τα λινοπράσινα, που μούχεις στη κασέλα.
Μόνο τα ρουχαλάκια μου τα ματοβουρωμένα,
που να ματοβουρώσ΄η γης και ν΄ακουστεί στη Χώρα,
πως με ματοβουρώσετε, για 'να ζευγάρι ρόδα.
Το τραγούδι το ακούμε σε μια πράγματι σπαρακτική εκτέλεση από τους Γιώργο και Νίκο Στρατάκη , με συμμετοχή του Θανάση Βασιλόπουλου.
Φυσικά δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και το περίφημο Γεφύρι της Άρτας, όπου θυσιάζεται η γυναίκα του Πρωτομάστορα για να στερεωθεί το γεφύρι. Μια θυσία, στην οποία συναινεί ο ίδιος, διότι η γυναίκα του ήταν αναλώσιμη μπροστά στον μεγάλο σκοπό του έργου, που έπρεπε να γίνει. Κι αυτό υπάρχει στα σχολικά εγχειρίδια.
Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες
γιοφύρι εθεμέλιωσαν στης Άρτας το ποτάμι.
Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.
Μοιρολογιούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες:
"Αλοίμονο στούς κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας,
ολημερίς να χτίζουμε το βράδυ να γκρεμιέται."
Πουλάκι εδιάβη κι έκατσε αντίκρυ στό ποτάμι,
δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σαν χελιδόνι,
παρά εκελάηδε κι έλεγε ανθρώπινη λαλίτσα:
"Αν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει,
και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα,
που έρχεται αργά τ' αποταχύ και πάρωρα το γιόμα."
Τ' άκουσ' ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει.
Πιάνει, μηνάει της λυγερής με το πουλί τ' αηδόνι:
Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα,
αργά να πάει και να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι.
Και το πουλι παράκουσε κι αλλιώς επήγε κι είπε:
"Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα,
γοργά να πας και να διαβείς της ʼρτας το γιοφύρι."
Να τηνε κι εμφανίστηκε από την άσπρη στράτα.
Την είδ' ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του.
Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέει:
"Γειά σας, χαρά σας, μάστοροι και σεις οι μαθητάδες,
μα τι έχει ο πρωτομάστορας και είναι βαργομισμένος;
"Το δαχτυλίδι του 'πεσε στην πρώτη την καμάρα,
και ποιός να μπει, και ποιός να βγει, το δαχτυλίδι νά 'βρει;"
"Μάστορα, μην πικραίνεσαι κι εγώ να πά σ' το φέρω,
εγώ να μπω, εγώ να βγω, το δαχτυλίδι νά 'βρω."
Μηδέ καλά κατέβηκε, μηδέ στη μέση πήγε,
"Τράβα, καλέ μ' τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα
τι όλον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν βρήκα."
Ένας πηχάει με το μυστρί κι άλλος με τον ασβέστη,
παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο.
"Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας!
Τρεις αδελφάδες ήμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες,
η μια 'χτισε το Δούναβη, κι η άλλη τον Αφράτη
κι εγώ η πιό στερνότερη της ʼρτας το γιοφύρι.
Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γιοφύρι,
κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες."
"Κόρη, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,
που 'χεις μονάκριβο αδελφό, μη λάχει και περάσει."
Κι αυτή το λόγον άλλαζε κι άλλη κατάρα δίνει:
"Αν τρέμουν τ' άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι,
κι αν πέφτουν τ' άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες,
γιατί έχω αδελφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει.
Και κλείνω με ένα τραγούδι του ακριτικού κύκλου, στο οποίο η άπιστη γυναίκα του Μαυριανού, δολοφονείται από τον απατημένο σύζυγό της, ενώ την κλαίει η μάνα της, η οποία όμως είναι αυτή που την εξώθησε στην απιστία.
Ο Κωσταντής, ο Μαυριανός κι ο Αλέξης ο µεγάλος
Ετρώσασι κι επείνασι στ’ Αλέξη το περβόλι
Κι εκίνησεν ο Μαυριανός κι επαίναν την καλή του
Κι επαίναν την καλίτσαν του, την αγαπητικιάν του.
– Ως είν’ το µήλο κόκκινο και το κυδώνιν άσπρο
Και το φεγγάρι τ’ άγλαµπρον, έτσι είναι κι η κυρά µου.
– Ως είν’ το µήλο κόκκινο και το κυδώνιν άσπρο
Και το φεγγάρι τ’ άγλαµπρον, έτσι είναι κι η κυρά σου,
Μα που δανείζει και πουλεί κι είναι ντροπή δικιά σου.
– Πλουσία είναι κι ας δανεί, αρκόντισσα κι ας δίνει.
– Ε Μαυριανέ µου κι άρκοντα,
Μακάρι και να δάνειζε γρόσια ’που το πουγκί σου,
Μα που δανείζει το φιλί κι είναι ντροπή δική σου!
– Και ποιος το ’πε και ποιος το λε’ και ποιος το βεβαιώνει;
– Εγώ το ’πα και εγώ το λε’ και ’γω το βεβαιώνω.
Κι αν δε µπιστεύκεις Μαυριανέ, κι αν δεµ πιστολοάσαι
Πιάσε και τουρκοφόρεσε και βάλε άλλα ρούχα.
Και ’λλάσει και τα ρούχα του και βάλλει Τούρκου ρούχα.
Με την ευκαιρία της σημερινής εορτής της μητέρας....
Κυριακή
πρωί και η Ζωή βρίσκεται μπροστά στον
καθρέπτη του δωματίου της, δένοντας
κότσο τα μαλλιά της. Η Αντιγόνη, η μάνα
της. περνά απέξω, κοντοστέκεται για λίγο,
την παρατηρεί.
"Πως
περνούν τα χρόνια... τριαντάρισες πια
κόρη μου.... τη δική σου οικογένεια θα
έπρεπε να ετοιμάζεις για την εκκλησία...
με ποιον να φτιάξεις νοικοκυριό απ΄
εκεί; ..."
Μέσα
της τα είπε βέβαια, πρωί Κυριακής, ποιος
είχε όρεξη για καβγά; Μπήκε στην κουζίνα,
άνοιξε την τηλεόραση στο κρατικό, η
λειτουργία είχε αρχίσει, χαμήλωσε λίγο
τη φωνή. Έπιασε το μπρίκι, έβαλε νερό,
άναψε το γκαζάκι. Έπιασε το φλιτζάνι
της, έβαλε μια κουταλιά απ΄ το δυνατό
καφέ που της άρεσε, μισή ζάχαρη. Όταν
είδε το νερό να βγάζει τις πρώτες
φουσκάλες, το έκλεισε και άδειασε το
νερό στο φλιτζάνι. Ανακάτεψε βιαστικά
και κάθισε στο ντιβάνι για να τον πιει.
Μια ιεροτελεστία, καθημερινή, την οποία
τηρούσε με θρησκευτική ευλάβεια. Έβαλε
τα γυαλιά της, έπιασε το βιβλίο που
διάβαζε αυτή την εποχή, το τελευταίο
της Μαντά και το άνοιξε στη σελίδα, που
το είχε αφήσει την προηγούμενη. Της
άρεσαν οι ιστορίες της. Μιλούσαν για
γυναίκες έξυπνες, δυναμικές αλλά που η
τύχη τις έφερε να κακοπέσουν δίπλα σε
έναν ανάξιο τους άντρα. Για γυναίκες
που μάχονται για έναν ανεκπλήρωτο έρωτα
ή που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την
πεθερά, που θεωρεί ότι ο γιος της άξιζε
καλύτερης τύχης. Πολλές φορές
πάλι η γυναίκα έχει το πάνω χέρι και τότε “σέρνει” στα πόδια της τον δύστυχο
ερωτευμένο, παίρνοντας εκδίκηση
επιτέλους, για όλα τα δεινά που υπέμειναν
οι υπόλοιπες πρωταγωνίστριες της.
“Φεύγω
μάνα! Να δω πότε θα 'ρθεις μαζί μου, ποια
Κυριακή θα ΄ναι αυτή; Μα πώς σ΄ αρέσει
η λειτουργία απ΄ την τηλεόραση; Μπα,
ούτε αυτήν ακούς! Τέλος πάντων, τα
ίδια θα λέμε; Γεια σου!”
Εκείνη
έτσι το ήθελε. Να ακούγεται έτσι σιγανά,
ίσα ίσα η μελωδία από την Μητρόπολη να
χαϊδεύει τ΄ αυτιά της, δίχως να χρειάζεται
να ακούει τα λόγια, δίχως τα συνεχή
ανασηκώματα που θα έκανε αν βρισκόταν
στο ναό της γειτονιάς της, ίσα ίσα τόσο όσο να
καταλαγιάζει τις σκέψεις της.
Συνέχισε
το διάβασμα της, μέχρι που, στην πόρτα
εμφανίστηκε ο άντρας της.
“Καλημέρα
Αντιγόνη!”
Κάθισε
απέναντί της, έτοιμος, κουστουμαρισμένος,
με τη γνώριμη μυρωδιά του after
save που φορούσε.
“Να
σου κάνω καφέ;”
“Όχι,
όχι... θα πιω με την παρέα.”
Ποτέ
δεν έπινε τον πρωινό του καφέ στο σπίτι.
Πριν τη δουλειά, σταματούσε στο
μπουγατσατζίδικο, που βρισκόταν στον
κεντρικό δρόμο πριν τη λεωφόρο κι εκεί
έπινε τον πρώτο καφέ της ημέρας, μαζί
με όλους όσους ξυπνούσαν νωρίς, αδυνατώντας να μείνουν στο σπίτι τους. Η παρέα ίδια,
εδώ και χρόνια. Μα ο άντρας της, τη
συνήθεια αυτή την κρατούσε ακόμα
και τις Κυριακές, που η δικαιολογία της
δουλειάς δεν υπήρχε. Λες να έχει
ξελογιαστεί με κείνη, την πονήρω, τη
Μπουγατσατζού...
Τον
κάρφωσε στα μάτια.
“Τι
ρε Αντιγόνη; Αφού ξέρεις. Ο καφές χωρίς
τσιγάρο δεν γίνεται κι εδώ απαγορεύεται...”
“Κάνε
ότι θες. Ότι και να πω, δεν θ΄ αλλάξει
τίποτε. Την κόρη μας την είδες; Πότε θ'
ασχοληθείς μαζί της;”
“Τι
έγινε με δαύτη;”
"Τι
έγινε; Τριάντα φεύγα έγινε πια! Δουλειά,
σπίτι κι από εκεί εκκλησία, λειτουργία
για λειτουργία δεν αφήνει, θυμίαμα
μυρίζουν τα ρούχα της, άβαφη και τώρα
μου μόστραρε και τον κότσο στο κεφάλι....
και αύριο θα μου φύγει για κανένα
μοναστήρι..... Εσένα δεν σε ανησυχούν
αυτά; Τα θεωρείς φυσιολογικά; Μία την
έχουμε; Μίλα της και συ κάποια φορά!
Πατέρας της είσαι! Πες κάτι!"
"Τι
να σου πω, ρε Αντιγόνη; Τι να σου πω; Αυτά
που λέει όλος ο κόσμος. Θα τα ΄χεις
ακούσει.... Τα ξέρεις!"
Ήξερε
τι ακουγόταν. Για όλες εκείνες τις
"θεούσες", έτσι τις έλεγαν στη
γειτονιά, ανάμεσα τους και η κόρη τους...
που κόλλησαν γύρω στον παπά που ήλθε
στην ενορία τους, πριν από λίγα χρόνια.
Νέος, πρόσχαρος, ακούραστος, είχε
καταφέρει να αναστήσει τον ναό των
Ταξιαρχών. Όμορφο δεν τον έλεγες αλλά
σίγουρα είχε κάτι που μαγνήτιζε τον
κόσμο. Μα πώς τα κατάφερε, να πείσει τόσο
κόσμο, να προσφέρει όλα εκείνα τα χρήματα
για να κάνει την εκκλησία τους σαν
καινούρια; Άλλαξε τα μάρμαρα στην είσοδο,
την παλιά σιδερένια πόρτα με μια περίτεχνα
σκαλισμένη από ακριβό ξύλο, τα
προσκυνητάρια, τα σκεύη του ιερού... και
γύρω του, προσκολλημένες
οι "θεούσες", ανάμεσα τους και η Ζωή τους. Αυτή ήταν ελεύθερη τουλάχιστον, καλό
δεν είναι κι αυτό, μα κι εκείνες οι
άλλες, οι παντρεμένες, με άντρα, με παιδιά,
πότε προλαβαίνουν τις δουλειές του
σπιτιού τους. Κι ύστερα λένε για τα
κέρατα που τις φοράνε. Πώς θα γίνει;
"Της
μίλησα ρε Αντιγόνη, δεν της μίλησα; Τότε
που νόμιζα ότι περνούσε ακόμα ο λόγος
μου. Το ξέχασες; Και ποιο το αποτέλεσμα;
Από εκεί που ήμουν ο μπαμπάς της, τώρα
είμαι ένας... ξένος. Πάει και το μπαμπάς,
πάνε και τα χαριεντίσματα που κάναμε,
πάνε και τα αστεία που λέγαμε... Τώρα:
"πατέρα, να σου φτιάξω έναν καφέ;"
Δεν είναι πια κοριτσάκι. Ολόκληρη
γυναίκα είναι πια! Ότι και να της πεις...
μπαινάκης και βγαινάκης!"
Δίκιο
έχει, μονολόγησε από μέσα της η Αντιγόνη.
Μήπως δεν της μίλησε κι εκείνη, τόσες
και τόσες φορές. Και τι κατάλαβε; Αυτή
εκεί, δίπλα στο παπά Δημήτρη, ότι έλεγε
εκείνος νόμος απαράβατος, ότι έλεγε η
μάνα της, ασήμαντο, ανάξιο σχολιασμού.
Δεν μπορεί, κάτι άλλο συμβαίνει. Εκείνος
είναι ένας ξένος. Εμείς είμαστε οι γονείς
της. Εμείς ίσα που την βλέπουμε στο
σπίτι. Σε αυτόν ξημεροβραδιάζεται. Πόσο
κανονικό είναι αυτό για μια ελεύθερη
γυναίκα στην ηλικία της;
"Τι
σκέφτεσαι ρε Αντιγόνη; Πες μου κι εμένα
να καταλάβω κάτι περισσότερο!"
"Άκου
Περικλή! Όλο αυτό που συμβαίνει δεν μου
αρέσει... Στα νιάτα της πάνω, εικοσιπέντε
ήταν όταν άρχισε αυτή η ιστορία... και
χαιρόμουν ο βλάκας, έλεγα κοντά στην
εκκλησία θα είναι, καλό θα είναι γι΄
αυτήν. Και μήνα με το μήνα άλλαζε... κι
έλεγα εγώ, ο δρόμος του Θεού είναι αυτός.
Ούτε ξενύχτια πια, ούτε τις παρέες
εκείνες που τότε με ανησυχούσαν, είχε πια. Τώρα ούτε εξόδους ούτε φίλους ούτε ψώνια,καλά καλά δεν κάνει για τον
εαυτό της. Δεν είναι ο δρόμος του Θεού
αυτός! Οικογένεια έπρεπε να έχει τώρα!
Σήμερα Κυριακή θα έπρεπε να μου φέρνει
τα εγγόνια μου εδώ! Κι αν μου φύγει; Κι
αν μου κλειστεί σε κανένα μοναστήρι; Τι
θα κάνω εγώ μόνη μου εδώ... και εσύ μόνος
σου εκεί;"
Ένιωθε
ο Περικλής τι του έλεγε η γυναίκα του.
Τη μοναξιά τη βίωναν και οι δυο τους,
κάθε ένας με το δικό του τρόπο, με ολοένα
και σκληρότερο τρόπο, χρόνο με το χρόνο
όλο και χειρότερα την αισθάνονταν. Σαν
δυο ξένοι κάτω από την ίδια στέγη. Τη
συνήθισαν πια. Παρηγοριόταν λέγοντάς
στον εαυτό ότι, ούτε ο πρώτος ούτε ο
τελευταίος ήταν. Ζήλευε όμως, πίσω από
τα χαμόγελα έκρυβε τον πόνο του, όταν ο
ένας του φίλος, πάντρευε τον γιο του, όταν ο άλλος
κερνούσε για το πρώτο του εγγόνι, όταν
ο τρίτος έφευγε κάθε τόσο διήμερα
ταξίδια, με τη γυναίκα του. Όλα στη ζωή
έχουν μια προβλέψιμη κατάληξη. Όχι όμως
η δική τους, όχι όπως θα την ήθελε
τουλάχιστον.
"Αντιγόνη,
πες μου... εκείνον τον, πως τον λέγανε...
τον Αναστάση, τον καθηγητή, που της είχαν
προξενέψει, ποτέ μου δεν κατάλαβα, γιατί
δεν τον πήρε. Καλό παιδί φαινόταν, ήσυχο,
της εκκλησίας και αυτός, λογικά θα
ταίριαζαν. Δεν της άρεσε! Τι περιμένει
ακόμα, τον πρίγκιπα; Λες και θα της δοθούν
κι άλλες ευκαιρίες! Δεν της άρεσε! Μαζί
θα γύριζαν στις εκκλησίες τους... που θα
βρει άλλον τέτοιο;"
"Άστο
ρε Περικλή, άστο!"
Μην
το σκαλίζεις, θα ΄θελε να του πει. Δεν
μπορούσε όμως ούτε η ίδια, να αποδεχθεί
αυτό που υποψιαζόταν τόσο καιρό. Τα
σημάδια είναι φανερά... οι πατεράδες
μπουνταλάδες μια ζωή σ' αυτά. Αυτή δεν
ξεγελιόταν, ένιωθε τι γινόταν... απλώς
δεν μπορούσε να το αποδεχθεί.
"Αντιγόνη
φεύγω, θα γυρίσω το μεσημέρι. Τουλάχιστον
σήμερα να φάμε όλοι μαζί σαν οικογένεια" Προτού τελειώσει τον λόγο του, η πόρτα
κτύπησε πίσω του. Η λειτουργία ακουγόταν
απ΄ την τηλεόραση, το βιβλίο της Μαντά
ακουμπισμένο ανάποδα για να μην χάσει
τη σελίδα, ο καφές είχε κρυώσει.
Τι
να του πει; Για τη λάμψη, στο πρόσωπο της
κόρης της, όταν μιλούσε για “τον παπά
της”. Για τις γεμάτες παύσεις προτάσεις
της, όταν της ανέλυε τα κηρύγματα του
και τις συμβουλές του. Για τους κρυφούς
αναστεναγμούς που δεν τολμούσε να
βγάλει, αλλά εκείνη τους άκουγε.
"Πώς
την πάτησε έτσι το κοριτσάκι μου; Πώς
την πάτησε..."
Να
της μιλήσει δεν μπορούσε. Όλο για την
αγάπη του Χριστού μιλούσε, όλο για την
αθωότητα του καλού Χριστιανού της έλεγε,
όλο για την αμόλυντη ψυχή που πρέπει να
διατηρήσουμε... Δεν θα παραδεχόταν
τίποτα, τίποτα, θα την κατσάδιαζε κιόλας
για τις βδελυρές της σκέψεις. Δεν είχε
τη δύναμη, δεν είχε το κουράγιο για μια
τέτοια σύγκρουση.
"Μάνα της είμαι όμως , εγώ έχω την ευθύνη
να της ανοίξω τα μάτια. Μόνο εγώ... μόνο
εγώ. Πώς όμως; Πώς; Κι αν της το πω τι θα
κερδίσει; Θα αλλάξει ζωή, θα δει την
αλήθεια κατάματα, το αδιέξοδο; Κι αν
νιώσει ότι το μυστικό της είναι πια
φανερό, ποιο θα είναι το επόμενο της
βήμα; Να φύγει, να μου κλειστεί σε κανένα
μοναστήρι; Το θέλω αυτό;"
Το
μεσημέρι, το τραπέζι ήταν στρωμένο, το
κοκκινιστό στη μέση, τα πιάτα στη θέση
τους. Ο Περικλής τσούγκρισε τα ποτήρια
τους με το κόκκινο κρασί, ευχόμενος όπως πάντα υγεία. Η Ζωή με ένα διάπλατο
χαμόγελο ανταπέδωσε λέγοντας: "Με τη
βοήθεια του Κυρίου!" Χαμογέλασε και η Αντιγόνη, με σφιγμένα
τα χείλη της. Δεν είπε τίποτε. Έτσι ήταν
καλύτερα... για όλους τους.
Ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια είναι Ο Προσκυνητής σε στίχους και μουσική του Αλκίνοου Ιωαννίδη.(1)
Πάντα αναρωτιόμουν ποιος είναι ο Προσκυνητής. Αυτός που κάνει ένα ταξίδι - μικρό ή μεγάλο, εύκολο ή δύσκολο - για να φτάσει σε έναν ιερό τόπο ή αυτός που συνδυάζει το ταξίδι με μια βαθιά εσωτερική αναζήτηση, με σκοπό να κατακτήσει τη δική του, μοναδική Αλήθεια;
Προσκυνητής ήταν και ο Καζαντζάκης όταν επισκέφτηκε το Άγιο Όρος μαζί με τον Σικελιανό, αναζητώντας την αλήθεια (2). Θέλει να ασκήσει το κορμί του ώστε να γίνει υπάκουο στην ψυχή του. Δεν ξέρω αν το κατάφερε αυτό αλλά την Αλήθεια που αναζητούσε δεν βρήκε εκεί. Προσκυνητής ήταν κι όταν βρέθηκε στη Ασίζη, όπου γράφει τον Φτωχούλη του Θεού. Όπως λέει ο ίδιος: "Το ταξίδι στην Ασίζη δεν ήταν ένα ξεστράτισμα, μια λοξοδρόμηση στην οδοιπορία του πάνω στη φλούδα της γης, δεν ήταν ένα γεγονός της τύχης. Ήταν ένας σαφής και καθορισμένος στόχος, μια αποστολή, ένα προσκύνημα."
Αλλά και ο Γερμανός συγγραφέας Έρμαν Έσσε, στο βαθιά φιλοσοφικό του έργο Σιντάτρα, ακολουθεί τον ήρωα του σε ένα Προσκυνηματικό ταξίδι, το οποίο ο νεαρός Σιντάρτα ακολουθεί, εμπνεόμενος από τη Βουδιστική διδασκαλία, όπου η πείρα και η γνώση κατακτιούνται και δεν χαρίζονται, όπου ο έρωτας είναι μαθητεία, όπου η ζωή προχωρά δίχως δεσμεύσεις καμίας πίστης, καμίας φιλοδοξίας, κανενός παρελθόντος.
Αν περιοριστούμε στον Χριστιανικό κόσμο, θα βρούμε πολλά γνωστά προσκυνήματα. Το Άγιον Όρος, τα Ιεροσόλυμα και οι Άγιοι Τόποι, η Παναγία στη Λούρδη της Γαλλίας, η διαδρομή του Αγίου Ιακώβου της Κομποστέλα της Ισπανίας και το Βατικανό είναι μόνο μερικά από αυτά. Και είναι γνωστό πως ένα προσκύνημα όταν γίνεται με ανοιχτή καρδιά και περίσσευμα ψυχής, μπορεί να δράσει ιαματικά πάνω στον άνθρωπο που ταλαιπωρείται από χιλιάδες αναπάντητα ερωτήματα. Όχι βέβαια σε όλους, εξαρτάται ως που φτάνουν οι αναζητήσεις του καθενός.
Ο Κώστας Βάρναλης έχει γράψει ένα ποίημα με τίτλο Προσκυνητής, από το οποίο θα σας παρουσιάσω τον πρόλογο του:
Ἀπ᾿ ἀλήθεια σ᾿ ἀλήθεια ἀκροπατώντα,
νυχτόημερα λουσμένος τῶν κλαμάτων,
τὴ θεία βουλὴ νὰ σμίξω λαχταρώντα
στὸ κύκλωμα τοῦ ἡλιοῦ καὶ στῶν πνεμάτων
τοὺς ἥλιους μὲ τὴν ἄσκησή μου ζώντα
μιὰ ζήση, ἀλί!, καθημερνῶν θανάτων,
πίσου ἀπ᾿ ὅλα σὲ μάντευα ὡς παρθένα
σκέψη γοργὴ σὲ μάτια ἐρωτεμένα.
Καννὶ τοῦ ῥοδοστάγματος, Χριστέ μου ·
Κότσυφα ἐσύ, τοῦ Αἰώνιου Κήπου κράχτη·
Ἀφέντη τετραλόγιστε, ἀδερφέ μου·
τῆς Μιᾶς Ἀλήθειας πύλη ἐσὺ καὶ φράχτη·
Χρυσὲ Βασιλοπόταμε· τοῦ Ἀνέμου
ριπή, ποὺ λεῖ τὰ μάταια ἔργα στάχτητ
μοῦ ῾πες ἐσύ, πὼς τὴν αἰώνια ζήση
πρέπει κανεὶς ἐδῶ νὰ τὴν ἀρχίσει.
Διαβάζοντας το ολόκληρο εδώ, σίγουρα θα αισθανθείς την ίδια αγωνία που διακατέχει έναν οποιονδήποτε Προσκυνητή, μόνο που αυτή εκφράζεται και πραγματώνεται διαμέσου των στίχων του υπέροχου αυτού ποιήματος.
Προσκύνημα στη Romeria, (1921), Salvador Dali
Ο παραπάνω πίνακας ανήκει στα πρώιμα έργα του Νταλί και σίγουρα μας θυμίζει, κάποιο από τα μικρά και σεμνά προσκυνήματα σε κάποιο πανηγύρι ενός εξωκλησιού, σίγουρα σταθήκαμε τυχεροί αν βρεθήκαμε εκεί. Διότι, τουλάχιστον έτσι αισθάνομαι εγώ, σε αυτά τα μικρά, ολιγοπληθή προσκυνήματα, έχοντας την αίσθηση ότι ο Θεός καθόταν κάπου εκεί, ανάμεσα μας.
Κλείνοντας, επανέρχομαι στο ερώτημα που έκανα στην αρχή, αν ένα Προσκυνηματικό ταξίδι προς την αλήθεια βρίσκεται στην Ιθάκη, τον Ομηρικό προορισμό ή βρίσκεται στο ίδιο το ταξίδι, όπως ισχυρίζεται στη δική του Ιθάκη ο Καβάφης;Προσωπικά ενστερνίζομαι την άποψη του ταξιδιού, της διαρκούς αναζήτησης, διαμέσου της οποίας ίσως μια μέρα, ακουμπήσεις την αλήθεια.
(1) Ο Προσκυνητής (στίχοι και μουσική Αλκίνοος Ιωαννίδης)
Τα βουνά περνάω
Και τις θάλασσες περνώ
Κάποιον αγαπάω
Δυο ευχές κρατάω
Και δυο τάματα κρατώ
Περπατώ και πάω
Κάποιος είπε πως η αγάπη
Σ' ένα αστέρι κατοικεί
Αύριο βράδυ θα ‘μαι εκεί
Κάποιος είπε πως ο έρωτας
Για μια στιγμή κρατά
Αύριο βράδυ θα ‘ναι αργά
Στα πουλιά μιλάω
Και στα δέντρα τραγουδώ
Κάποιον αγαπάω
Κι όταν τραγουδάω
Προσευχές παραμιλώ
Περπατώ και πάω
Κάποιος είπε πως ο δρόμος
Είναι η φλέβα της φωτιάς
Ψυχή μου πάντα να κυλάς
Κάποιος είπε πως ταξίδι
Είναι μόνο η προσευχή
Καρδιά μου να ‘σαι ζωντανή
(2) Και των δύο αγαπημένων φίλων και λογοτεχνών, τα σχετικά ημερολόγια από το ταξίδι αυτό. έχουν εκδοθεί.
Αν κάποιος θέλει να διαβάσει μια συλλογή διηγημάτων, για μια μικρή επαρχιακή πόλη, τη Δράμα (αλλά και άλλες περιοχές), με την αίσθηση του χιούμορ παρούσα, ενίοτε και με σαρκασμό, γραμμένα με σουρεαλιστική διάθεση αλλά κυρίως δίχως τη μιζέρια που κάποιοι θέλουν να προσδίδουν στους μικρούς κι απομακρυσμένους από το κέντρο τόπους μας, ο Φωτεινότερος φακός του κόσμου του Δραμινού συγγραφέα, ποιητή και φωτογράφου Γιώργου Κασαπίδη θα τον ενθουσιάσει.
Μικρές ιστορίες εμπνευσμένες από την καθημερινότητα, που σε πρώτη ανάγνωση αποπνέουν μια περίεργη "ελαφρότητα", αλλά σίγουρα όσο προχωράς ανακαλύπτεις ένα στιβαρό φιλοσοφικό υπόβαθρο. Αυτό που φαίνεται ότι απασχολεί τον συγγραφέα ιδιαιτέρως είναι το παιχνίδι ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο.
Το ονομάζω παιχνίδι, διότι πολύ εύκολα ο Γιώργος Κασαπίδης μας μεταφέρει από τη μια διάσταση της ύπαρξης μας στην επόμενη... κατάσταση, την οποία αντιμετωπίζει ως κάτι το αυτονόητο. Κι όση τραγικότητα κι αν εμπεριέχει ο θάνατος, την ίδια έχει και η ζωή, συγχρόνως όμως, όση ασημαντότητα, αμηχανία ή ευθυμία περιέχει η ζωή, τα ίδια μπορεί και ο θάνατος.
Στα διηγήματά του, μικρογεγονότα της καθημερινότητας, με την ματιά του παρατηρητή ο οποίος στη συνέχεια γίνεται ο αφηγητής που όλα τα γνωρίζει, έρχονται για να μας βασανίσουν με δεύτερες σκέψεις, για να πιστοποιήσουν ότι αυτά που ζούμε ποτέ δεν είναι τόσο απλά, ή τόσο αστεία, όσο αρχικά θεωρήσαμε. Όπως οι "τέσσερις εύσωμες γυναίκες, σχεδόν υπέρβαρες, σχεδόν μέσης ηλικίας, σχεδόν συμπαθητικές" οι οποίες βγήκαν σε ένα καφέ της πόλης τους για να τα πούνε. Χαριεντίζονται μα συγχρόνως θάβονται μεταξύ τους, αγωνιούν για το μέλλον αλλά παλεύουν το παρόν. Και πίσω από την αφήγηση, εσύ, ο αναγνώστης, πιάνεις τον εαυτό σου να αναρωτιέται για τα επερχόμενα γηρατειά και τη μοναξιά που τα ακολουθεί.
'Η όπως ο Μάρκος Δράκος, ο οποίος σκοτώνει τη μάνα του (όχι τόσο συνηθισμένο βέβαια, υπήρχε όμως λόγος σοβαρός) και για να μην αποκαλυφθεί θα πρέπει να οργανώσει την κηδεία της με απόλυτη μυστικότητα (σύμφωνα με τις οδηγίες που εκείνη του έδωσε). Απόλυτα σουρεαλιστικές σκηνές εκτυλίσσονται στη συνέχεια και παρά τη τραγικότητα της κατάστασης, το χαμόγελο δύσκολα φεύγει από το πρόσωπό σου, συγχρόνως όμως πιάνεις τον εαυτό σου να φιλοσοφεί για τον επερχόμενο θάνατό όλων μας αλλά και για τη ζωή την οποία τάχθηκε να υπηρετεί ο καθένας μας.
Δεν κρύβει όμως και τη μεγάλη του αγάπη για την τέχνη της φωτογραφίας. Σε κάθε ευκαιρία κάποια επώνυμη φωτογραφική μηχανή θα εμφανιστεί, όπως εκείνες που κουβαλά ο Τσε, ναι ο Αργεντίνος επαναστάτης, περαστικός από την κεντρική πλατεία της Δράμας, ή η "γκόμενα" του Αργύρη, που αγοράζει για τον προστάτη της, την σπάνια Κάνον 7 με φακό 50 mm και άνοιγμα 0.95, τον φωτεινότερο φακό του κόσμου και μέσα από εκείνον της αποκαλύπτεται όλη η αλήθεια για τη ζωή της.
Κλείνω με το διήγημα το οποίο με εντυπωσίασε περισσότερο, "Το πτώμα". Το απρόοπτο της όλης κατάστασης στην οποία βρίσκεται ο πρωταγωνιστής, η αμηχανία για την εξεύρεση μιας λύσης στο πρόβλημα που αντιμετωπίζει, πρόβλημα που πολύ εύκολα θα μπορούσε να απαρνηθεί, η διφορούμενη θέση του πρωταγωνιστή - αφηγητή (εύρημα πολύ έξυπνα δοσμένο), η τελική λύτρωση αλλά κι ένα μικροεπεισόδιο με νεαρούς μαθητές που με προσγείωσε αλλού, είχαν όλα εκείνα τα στοιχεία που χρειάζονται για να με εξιτάρουν αναγνωστικά ως το τέλος.
Ασπρόμαυρη φωτογραφία του Γιώργου Κασαπίδη από την ύπαιθρο της Δράμας
Μετά από πολλά χρόνια, ο Αλέξανδρος επέστρεφε στο πατρικό του, σε ένα ορεινό χωριό της Δράμας. Για χρόνια ζούσε στην Αθήνα, κάνοντας σπουδαία καριέρα ως διευθυντής πωλήσεων. Οικογένεια δεν δημιούργησε, αν και για κάποια χρόνια διατηρούσε δεσμό με την Αλίκη, τελικά αποφάσισαν από κοινού ότι δεν ταίριαζαν και χώρισαν. Έτσι απλά και όμορφα, δίχως ανώφελα δράματα. Η βασική αιτία του χωρισμού τους ήταν ότι αυτός ήταν τόσο αφοσιωμένος στη δουλειά του, που η προοπτική του γάμου και τα συνακόλουθά του, ποτέ δεν πήραν κάποια θέση στη σκέψη του. Η Αλίκη μεγαλώνοντας, ανακάλυψε ότι δίπλα του είχε χάσει πολύτιμο χρόνο από τη ζωή της ώστε ο χωρισμός να είναι μονόδρομος για εκείνην, που ποθούσε στην ζωή της την ευτυχία που φέρνει μία οικογένεια. Αυτά όμως έγιναν πριν από αρκετά χρόνια.
Τώρα πενηνταπεντάρης πια, έχοντας φτιάξει ένα καλό κομπόδεμα, νιώθοντας όλο και πιο στενάχωρα στην μεγάλη πόλη, τα βρόντηξε όλα και αποφάσισε να επιστρέψει στο πατρικό του σπίτι, να το ανακαινίσει κι αν άντεχε τον βαρύ χειμώνα, που θυμόταν από μικρό παιδί, να εγκατασταθεί μόνιμα εκεί. Ήδη ο χειμώνας είχε φτάσει για τα καλά, σίγουρα δεν θα αργούσαν και τα πρώτα χιόνια και πέρα από κάποια βασικά μερεμέτια στην στέγη και τα κουφώματα δεν είχε προλάβει να κάνει πολλά.
Κλεισμένος τις περισσότερες ώρες της μέρας στο πατρικό του, συνήθως με κάποιο βιβλίο στο χέρι, με τη συντροφιά του ραδιοφώνου και τον ήχο των ξύλων να καίνε στο τζάκι, νιώθει να τον τυλίγει μια ζεστή αγκαλιά αναμνήσεων και γλυκών συναισθημάτων. Αναμνήσεων από την παιδική του ηλικία, που συνοδεύονται με την αίσθηση της αγάπης που απλόχερα του είχαν χαρίσει η δικοί του. Κι όλη αυτή η γλυκύτητα έρχεται σε τέλεια αντίθεση με τη τραχιά ζωής της πόλης, που πρόσφατα εγκατέλειψε. Από τη μία είχε να επιλέξει την ήσυχη ζωή, χαμηλών προσδοκιών μα προσωπικής ηρεμίας κι από την άλλη την γεμάτη καθημερινότητα με το συνεχές τρέξιμο που του χάριζε επαγγελματική καταξίωση και το γεμάτο πορτοφόλι. Θεωρητικά εύκολη η επιλογή, όχι όμως γι΄ αυτόν πια.
Αργά το απόγευμα εκείνου του Δεκέμβρη, λίγο ήθελε για να σκοτεινιάσει, άκουσε ένα διστακτικό κτύπημα στην πόρτα. Μετά από λίγο επαναλήφθηκε, αυτή τη φορά με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα Παραξενεύτηκε, οι λίγοι κάτοικοι του χωριού τέτοια ώρα είχαν κλειστεί στα σπίτια τους, παρέα με την τηλεόραση που έπαιζε στη διαπασών. Αφού τσάκισε τη σελίδα που διάβαζε στην πάνω γωνία της, άφησε το βιβλίο στο τραπέζι μπροστά του και πήγε να ανοίξει. Με το άνοιγμα της πόρτας, ένιωσε το υγρό κρύο στο πρόσωπό του ενώ αυτό εισχωρούσε μέσα στο ζεστό σπίτι. Αμέσως αναγνώρισε τη γυναίκα που στεκόταν εκεί μπροστά του, αν και τα βαριά ρούχα που είχε σφίξει πάνω της και το σκουφί στο κεφάλι της ίσως να δυσκόλευαν κάποιον άλλο.
"Μπορώ να περάσω;" ακούστηκε η φωνή της.
Παραμέρισε για να περάσει μέσα και μόνο όταν έκλεισε την πόρτα, μπόρεσε να αρθρώσει την πρώτη του λέξη.
"Μαρίνα;"
"Εγώ είμαι! Βοήθησέ με να βγάλω αυτά από πάνω μου, φτιάξε μου ένα ζεστό τσάι... ή δώσε μου ένα δυνατό ποτό και τα λέμε μετά."
Με αμήχανες κινήσεις πήρε το χοντρό μπουφάν και το σκουφί, που του έδωσε και το κρέμασε σε μια σειρά καρφιών μαζί με το δικό του, δίπλα στην πόρτα. Φορούσε ένα ζεστό κόκκινο φόρεμα, εφαρμοστό πάνω της, κλειστό ως το λαιμό και μακρύ ως τους αστραγάλους. Το σουλούπι της, νευρώδες, τα μακριά μαύρα μαλλιά της που έπεφταν στους ώμους και την πλάτη της, τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια της που τον κοίταζαν, η χροιά της φωνής της, όλα είχαν μείνει ίδια, ανέγγιχτα από τον χρόνο. Λίγα κιλά παραπάνω μόνο είχε πάρει, λογικό, κατ΄ άλλα δεν είχε αλλάξει καθόλου σε αντίθεση με αυτόν, που και πολλά παραπανίσια κιλά είχε αποκτήσει, τα μαλλιά του είχαν αραιώσει και το πρόσωπο του είχε χάσει όλη τη νεανική του λάμψη.
Την οδήγησε ως εκεί που καθόταν, της πρόσφερε θέση δίπλα στο τζάκι και της γέμισε ένα ποτήρι με κόκκινο κρασί, από αυτό που πάντα είχε πρόχειρο πάνω στο τραπέζι.
"Σου κάνει εντύπωση που βρίσκομαι εδώ;"
"Σίγουρα δεν σε περίμενα!"
"Λάθος σου! Σου το είχα πει. Αν ποτέ γυρίσεις εδώ, μαζί σου θα επιστρέψω κι εγώ."
"Είναι αλήθεια! Αλλά συνήθως τα λόγια απέχουν από τις πράξεις."
"Σημασία έχουν οι προθέσεις. Κι εγώ όπως βλέπεις, δεν έλεγα ψέματα."
"Γιατί δεν έφυγες μαζί μου τότε; Γιατί επέλεξες να παραμείνεις στον τόπο αυτόν, που ελάχιστα είχε να σου προσφέρει;"
"Δεν έχω δώσει ακόμη πειστική απάντηση στον εαυτό μου. Ίσως γιατί δεν μου ταιριάζουν οι μεγάλες πόλεις. Εσύ γιατί είσαι εδώ;"
"Κουράστηκα! Απηύδησα για να το πω πιο ωμά. Δεν άντεξα αν θες! Εσύ; Έκανες οικογένεια;"
"Ναι! Είμαι παντρεμένη, έχω και δυο παιδιά, αγόρι και κόρη, φοιτητές. Μένω στη Δράμα, με τον άντρα μου, οι δυο μας μείναμε..."
"Και πώς τον άφησες; Με ποια δικαιολογία έφυγες;"
"Μεγάλοι άνθρωποι είμαστε! Μέχρι να τελειώσουν οι αγώνες και να γυρίσει σπίτι, θα έχω επιστρέψει κι εγώ."
"Άρα δεν επέστρεψες στο χωριό! Μάλλον ήλθες απλώς για να επιβεβαιώσεις, ότι πράγματι βρίσκομαι εδώ."
"Μάλλον... Ξέρεις, ποτέ δεν μπόρεσα να σε βγάλω από το μυαλό μου. Κι αυτό έκανε όλη τη ζωή μου δύσκολη. Λάθος να μην ακολουθείς την καρδιά σου όταν αυτή σε καλεί. Κι αυτό το λάθος θα το πληρώνω για μια ζωή."
" Για μια ζωή... Ίσως έπρεπε κι εγώ να επιμείνω περισσότερο τότε. Αλλά βλέπεις βιαζόμουν να φύγω, ήθελα να κατακτήσω τον κόσμο, πίστεψα ότι και χωρίς εσένα θα έβρισκα την ευτυχία. Το δικό μου λάθος!"
"Εσύ; Έκανες οικογένεια;"
"Όχι... δεν έκατσε... μάλλον για να είμαι ειλικρινής, ποτέ δεν την επιδίωξα."
Ο Αλέξανδρος σήκωσε το ποτήρι του, το τσούγκρισε με το δικό της.
"Στην επανασύνδεση μας, λοιπόν!"
"Σήκωσε και η Μαρίνα το δικό της ποτήρι και το έφερε στο στόμα της. Δίστασε μα στο τέλος, με αργές γουλιές το άδειασε."
"Δεν έπρεπε να το πιω! Ο δρόμος της επιστροφής δεν είναι και τόσο εύκολος. Όπου νάναι νυχτώνει. Μάλλον πρέπει να φεύγω!"
"Θα σε ξαναδώ;"
"Δεν ξέρω! Ίσως! Μάλλον! Θα το επιδιώξω!"
"Δείχνεις αρκετά συγχυσμένη! Κάτσε λίγο ακόμα να ηρεμήσεις και φεύγεις σε λίγο."
Για λίγο κάθισαν και δύο αμίλητοι. Μια περίεργη αίσθηση ευτυχίας είχε φωλιάσει στις καρδιές και των δύο. Αν κι εκείνη ήξερε ότι σε λίγη ώρα θα τον αποχαιρετούσε κι αυτός αν και ήθελε να την έχει κοντά του για όσο περισσότερο γινόταν, η αίσθηση της ζεστασιάς στην καρδιά τους μαλάκωνε την ψυχή τους. Οι μνήμες και των δύο γύριζαν στις μέρες εκείνες, στα είκοσι τους, όταν τα νιάτα τους ήταν ικανά να τους κάνουν να καρδιοχτυπούν. Τα ξεμοναχιάσματά τους στα στενά σοκάκια του χωριού, το πρώτο τους φιλί, η πρώτη φορά που έκαναν έρωτα μια θεοσκότεινη νύχτα στην πηγή δίπλα στον πλάτανο.
Ο Αλέξανδρος σηκώθηκε να ρίξει ένα κούτσουρο στη φωτιά που πήγαινε να σβήσει. Σηκώθηκε και η Μαρίνα.
"Πρέπει να φύγω!"
Πήγε ως την πόρτα, ξεκρέμασε τα ρούχα της και με αποφασιστικές κινήσεις ντύθηκε ενώ ο Αλέξανδρος την πλησίασε.
"Είσαι σίγουρη ότι θα τα καταφέρεις μέσα στην νύχτα;"
"Μια χαρά θα είμαι."
Την αγκάλιασε με τον τρόπο που κάνει κάποιος, όχι για να αποχαιρετήσει αλλά για να δείξει την χαρά του, που ξαναέβλεπε ένα αγαπημένο του πρόσωπο μετά από τόσα χρόνια. Την κράτησε για λίγο κι εκεί που θεώρησε ότι αυτό θα κρατούσε για κάποια λεπτά, του ξέφυγε και άνοιξε την πόρτα. Αυτό που αντίκρισαν τους έκανε να συνειδητοποιήσουν ότι η μοίρα θα έκανε πια το δικό της παιχνίδι κι αυτοί απλώς θα έπρεπε να υποκύψουν στις διαθέσεις της. Το χιόνι έπεφτε πυκνό, σε μεγάλες νιφάδες και ήδη είχε σκεπάσει την αυλή. Σίγουρα, ο έτσι κι αλλιώς δύσκολος δρόμος μέσα από τα βουνά δεν θα ήταν σε καλύτερη κατάσταση, άσε που θα είχε χαθεί πλέον κάθε ίχνος του.
"Όπως βλέπεις, δεν γίνεται να φύγεις. Εκτός κι αν ήλθες με ερπυστριοφόρο." της είπε με κρυφή χαρά.
"Μα πρέπει να φύγω!"
Έκλεισε την πόρτα πίσω του, ήδη το κρύο που πρόλαβε να μπει μέσα, είχε ψυχράνει τον χώρο. Την βοήθησε να βγάλει και πάλι το μπουφάν και το σκουφί της και τα κρέμασε στο ίδιο καρφί που βρίσκονταν πρωτύτερα. Εκείνη μπερδεμένη, αγωνιώντας για τον άντρα της που θα γύριζε στο σπίτι και δεν θα την έβρισκε, αλλά απόλυτα παραδομένη, προχώρησε προς τα μέσα και κάθισε και πάλι στη θέση της. Γέμισε το ποτήρι της με κρασί και το άδειασε με τον ίδιο τρόπο, με αργές γουλιές μέχρι το τέλος.
"Μην στενοχωριέσαι, Μαρίνα! Κάποια πράγματα είναι πάνω από τις δυνάμεις μας. Θα φροντίσω να είμαι καλός οικοδεσπότης. Εγώ έτσι κι αλλιώς κοιμάμαι εδώ, δίπλα στο τζάκι. Η κάμαρα μέσα είναι για σένα, θα βάλω και την ηλεκτρική σόμπα να καίει όλη νύχτα, μια χαρά θα είσαι."
Η αμηχανία ήταν εμφανής και στα λόγια και στις πράξεις τους.
"Θα φτιάξω μια ομελέτα, δεν γίνεται να πίνουμε ξεροσφύρι. Έχω αρκετά αυγά και λουκάνικα στο ψυγείο, μια ομελέτα με το κρασί είναι ότι πρέπει."
Σηκώθηκε και άρχισε να τηγανίζει, με αρκετή μαεστρία είναι αλήθεια, ενώ η Μαρίνα τον παρατηρούσε αμίλητη. Στο μυαλό της γύριζαν ένα σωρό σκέψεις. Ο άντρας της του οποίου την αγάπη δεν ένιωθε από καιρό πια, τα παιδιά της που τα έβλεπε μόνο στις διακοπές, τα όνειρα που είχε αρνηθεί να κάνει εδώ και χρόνια, την αγωνία της για την αναστάτωση στο σπίτι της αλλά κι αν όλα όσα προμηνύονταν από εδώ και πέρα θα άξιζαν αληθινά. Ο Αλέξανδρος αφού έστρωσε ένα τραπεζομάντηλο στο τραπέζι, στη μέση έβαλε μια πετσέτα, πάνω της άφησε το τηγάνι, έβαλε κι από ένα πιάτο μπροστά τους, έκοψε ψωμί, τοποθέτησε κατάλληλα τα μαχαιροπήρουνα και τις χαρτοπετσέτες, έφερε ακόμα ένα μπουκάλι κρασί και το άφησε δίπλα τους.
"Η νύχτα θα είναι μακριά!" της είπε.
"Εσύ, με έφερνες καμιά φορά στο μυαλό σου; Ή με είχες ξεχάσει ολότελα; Δεν θα ήταν παράξενο!"
"Βλέποντάς με στη πόρτα, πιστεύω να κατάλαβες τη χαρά μου!"
"Ναι, την ένιωσα αλλά δεν μου απάντησες!"
"Αυτό που μπορώ να σου πω είναι ότι ποτέ δεν μπόρεσα να δω τον εαυτό μου στα σοβαρά, δίπλα σε κάποια άλλη γυναίκα. Πάντα υπήρχε κάτι, μια σκιά από το παρελθόν, που με κρατούσε πίσω."
"Εγώ φοβόμουν τη μοναξιά... αν και πάντα ήμουν μόνη και τώρα ακόμη περισσότερο, αφότου έφυγαν τα παιδιά."
Ο Αλέξανδρος σήκωσε το ποτήρι του, αυτή τη φορά κάνοντας μια πρόποση:
"Στα λάθη μας! Στη μοίρα! Στην ελπίδα!"
Η Μαρίνα τσούγκρισε για δεύτερη φορά το ποτήρι της με αυτό του Αλέξανδρου χωρίς να πει τίποτε. Το έβαλε στο στόμα της , ήπιε μια γουλιά και το άφησε κάτω. Ήδη είχε υπερβεί τα όρια της και το ήξερε. Εκείνος έκοψε την ομελέτα στην μέση και την μοίρασε στα πιάτα τους.
"Δοκίμασε την ομελέτα μου. Όσοι την έχουν δοκιμάσει λένε τα καλύτερα."
"Πού έμαθες να μαγειρεύεις;"
"Όταν ζεις μόνος σου, μαθαίνεις πολλά πράγματα!"
"Σωστά!"
"Κοίτα Μαρίνα! Βλέπω ότι έχεις χάσει την άνεση που είχες από την ώρα που κατάλαβες ότι δεν θα επιστρέψεις στο σπίτι σου απόψε. Τίποτε δεν είναι τυχαίο στον κόσμο αυτόν! Όλα γίνονται για κάποιον λόγο! Εγώ χαίρομαι που σε έχω εδώ! Ξέρω ότι κι εσύ χάρηκες που με είδες! Τον άντρα σου δεν τον ξέρω! Ούτε ξέρω τι σχέση έχετε. Και δεν με ενδιαφέρει για να είμαι ειλικρινής! Απόψε είμαστε εδώ, μόνο οι δυο μας και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει. Αν το θεωρείς σκόπιμο, πάρε τον ένα τηλέφωνο και πες του να μην σε περιμένει. Δίχως περιττές εξηγήσεις. Μόνο και μόνο για να μην αγωνιά."
"Θα το κάνω κι αυτό. Αργότερα!"
Η Μαρίνα έβαλε μια μπουκιά από την ομελέτα στο στόμα της. Με ένα νεύμα επιδοκίμασε τις μαγειρικές του ικανότητες. Πράγματι ήξερε να μαγειρεύει. Ο δικός της ούτε αυγό βραστό δεν μπορούσε να κάνει. Μα γιατί τους συγκρίνει; Τι της χρειάζεται αυτό τώρα;
"Εκτός από τον γάμο και τα παιδιά σου, ασχολήθηκες με κάτι άλλο;"
"Δούλεψα περιστασιακά ως πωλήτρια σε διάφορα καταστήματα ένδυσης, κυρίως αφότου μεγάλωσαν λίγο τα παιδιά μου. Αλλά τα χρόνια είναι δύσκολα, ο κόσμος δεν ξοδεύει χρήματα κι έτσι κι εμάς δεν μας χρειάζονται τα καταστήματα όλο τον χρόνο. Εσύ; Τι δουλειά έκανες;"
"Ήμουν υπεύθυνος πωλήσεων σε μια μεγάλη εταιρία με παιδικές τροφές. Βρήκα δουλειά εκεί μετά τον στρατό κι ευτυχώς μπόρεσα να εξελιχθώ μέσα στην εταιρία. Κάπου όμως βαρέθηκα, κουράστηκα, πιέστηκα από τον ανταγωνισμό και τα νούμερα που ήθελαν τα μεγάλα αφεντικά και τα παράτησα. Ακόμα δεν ξέρω αν έκανα σωστά! Ο χρόνος θα δείξει."
"Το ζητούμενο είναι η ευτυχία... και μάλλον κανένας δεν μας δεν μπόρεσε να την βρει."
"Ναι, πάντα αυτή είναι το ζητούμενο, αλλά εμείς αρνούμαστε να το δούμε. Κι όταν επιτέλους το καταλάβουμε, τότε συνήθως είναι πολύ αργά."
"Ποτέ δεν είναι αργά αν θέλεις κάτι πραγματικά!"
Η βραδιά συνεχίστηκε στο ίδιο μοτίβο. Άλλοτε θυμούνταν τα ευτυχισμένα χρόνια που έζησαν στο χωριό ως παιδιά, άλλοτε τα δυνατά νεανικά τους καρδιοχτύπια αλλά και τον πόνο του αποχαιρετισμού τους, άλλοτε αναφέρονταν στη ζωή που έκαναν, στα "χαμένα τους χρόνια". Ο Αλέξανδρος μίλησε για την ελπίδα του να βρει όσα είχε χάσει επιστρέφοντας στο μισο έρημο πια χωριό του και η Μαρίνα για την ανίκητη επιθυμία της να τον δει και πάλι, από την στιγμή που έμαθε ότι είχε επιστρέψει. Κάποια στιγμή πήρε τον άντρα της, του είπε ότι ήταν αδύνατον να βρεθεί στο σπίτι τους τη νύχτα εκείνη, είναι όμως καλά και να μην ανησυχεί. Εκείνος ήθελε περισσότερες διευκρινήσεις αλλά η Μαρίνα του έκλεισε το τηλέφωνο.
Το τηλέφωνο της άρχισε να κουδουνίζει, ήταν εκείνος, το έσβησε εντελώς. "Μου είναι άχρηστο απόψε. Πιστεύεις ότι ο χρόνος δίνει δεύτερες ευκαιρίες σε κάποιους, να διορθώσουν όσα έκαναν κάποτε λάθος;" ρώτησε τον Αλέξανδρο.
"Δεν ξέρω για τον χρόνο, αλλά η αποψινή χιονοθύελλα και ο αποκλεισμός σου εδώ, είναι ένα σημάδι που δύσκολα μπορεί κανείς να αγνοήσει. Και για να σου πω την αλήθεια, χαίρομαι! Χαίρομαι που ήλθαν τα πράγματα έτσι!"
Εκείνη σηκώθηκε από τη θέση της, τον πλησίασε και τον φίλησε στο στόμα, εκείνος δεν αιφνιδιάστηκε, το ήξερε από την πρώτη στιγμή που την είδε, ότι κάπως έτσι θα εξελίσσονταν τα πράγματα μεταξύ τους, αν όχι εκείνη τη βραδιά κάποια επόμενη σίγουρα. Ανταπέδωσε με θέρμη και σε λίγη ώρα βρίσκονταν γυμνοί, σφιχταγκαλιασμένοι, μπροστά στο αναμμένο τζάκι, στη βαριά φλοκάτα που ήταν στρωμένη μπροστά του, προσπαθώντας να κερδίσουν λίγη από την ευτυχία, που ήξεραν ότι μόνο τα κορμιά τους μπορούσαν να προσφέρουν.
Το πρωί πρώτος ξύπνησε ο Αλέξανδρος, η βαριά μάλλινη κουβέρτα που έριξε πάνω τους, τους κράτησε ζεστούς τη νύχτα μα το τζάκι είχε σβήσει από ώρα. Έπρεπε να το ανάψει, σηκώθηκε τοποθέτησε τα ξύλα με τη σιγουριά εκείνου που ήξερε τον σωστό τρόπο, τα σπινθηροβόλημα της φωτιάς φώτισε και πάλι τον χώρο και η Μαρίνα ξύπνησε αναζητώντας το κορμί του που είχε επιστρέψει δίπλα της. Εκείνος ανταπέδωσε και σε ελάχιστο χρόνο γεύονταν και πάλι την ηδονή, που τόσο είχαν ανάγκη εκείνη την ώρα. Αφού οι ανάσες τους ξαναβρήκαν και πάλι τον κανονικό τους ρυθμό, η Μαρίνα σηκώθηκε, βρήκε τα ρούχα της και άρχισε να ντύνεται. Πλησίασε το παράθυρο και είδε ότι το χιόνι εξακολουθούσε να πέφτει πυκνό.
"Ακόμα χιονίζει!" ανακοίνωσε με φωνή που κάθε άλλο από αγωνία εξέφραζε. Μάλλον κάποια ευλογία σκέπαζε κάθε άλλο συναίσθημα εκείνη την ώρα.
"Ποιος ξέρει πότε θα ανοίξουν το δρόμο;" συνέχισε.
"Βιάζεσαι να φύγεις;" την τσίγκλησε εκείνος.
"Δεν θα φύγω! Μια φορά σε άφησα να φύγεις μόνος, δεν θα κάνω το ίδιο λάθος και πάλι! Εκτός κι αν εσύ δεν με θέλεις στα πόδια σου."
"Αυτό κατάλαβες εσύ, Μαρίνα;"
"Όχι, αλλά θα ήθελα να σε ακούσω να το λες!"
"Αυτό μόνο; Σε θέλω εδώ, μαζί μου, κάθε μέρα, κάθε ώρα! Εσύ είσαι έτοιμη;"
"Έτοιμη; ... σαν έτοιμη από καιρό, θαρραλέα, αποχαιρετώ το παρελθόν που φεύγει. Θυμάσαι πώς παίζαμε με τα ποιήματα που μαθαίναμε στο σχολείο."
"Καβάφης, παράφραση του Καβάφη, από το ποίημα του, Απολέιπην ο θεός Αντώνιον. Δεν ξεχνιούνται αυτά! Μπορεί να έμειναν στην άκρη για λίγο αλλά μαζί σου, όλα έρχονται μπροστά μου και πάλι. Σαν να άνοιξε η πόρτα, που μας κρατούσε σε απόσταση."
Δεν συνέχισαν την κουβέντα. Κάθε ένας χρειαζόταν να αναλογιστεί για μία ακόμη φορά, την υπόσχεση, που μόλις είχε δώσει. Παρασύρθηκαν σαν δεκαοχτάχρονα που εκστομίζουν εύκολα λόγια τα οποία πολύ γρήγορα ξεχνάνε. Κι αυτοί σε ηλικία, που όφειλαν να σκέπτονται πολύ σοβαρά τι λένε σε αυτόν που έχουν απέναντι τους, έδωσαν στον άλλο πολύ περισσότερα απ΄ όσα μπορούσαν να αντέξουν... ή μήπως όχι, μήπως είχαν φτάσει σε εκείνο το σημείο, όπου όλα είναι έτοιμα από καιρό και το μόνο που χρειάζεται είναι η στιγμή, όπου όλα ευθυγραμμίζονται, οι πλανήτες, το πέταγμα της πεταλούδας στην Κίνα, μια μη αναμενόμενη χιονοθύελλα στην άλλη πλευρά της Γης, τα θέλω και τα μπορώ των δύο τους.
Η επιλογή δική σας!!!!
Οφείλω να ευχαριστήσω τον Giannis Pit. για την ευκαιρία που μου έδωσε, να γράψω μια ιστορία, από αυτές που γραφή περιπλανιέται γύρω από τις ανθρώπινες σχέσεις. Η πρόταση πάνω στην οποία πατήσαμε όλοι οι συμμετέχοντες είναι:
Το παλιό οικογενειακό σπίτι στο ορεινό χωριό, έχει την αγάπη σας αλλά περιμένει και τη φροντίδα σας. Η κατάστασή του είναι κακή και εσείς σχεδιάζετε να το ανακαινίσετε. Βρίσκεστε ήδη εκεί αλλά ένα αναπάντεχο πρόβλημα καθιστά άμεσα αναγκαία την επίλυσή του. Ο μοναδικός / μοναδική, από τη γειτονική κωμόπολη, που θα ανέβει στο σπιτικό προκαλεί πραγματικό σοκ με την άφιξή του / της. Ίσως να μη περιμένατε ποτέ να βρεθεί απέναντί σας. Η ξαφνική χιονοθύελλα έχει τα δικά της σχέδια και θα σάς αναγκάσει να μείνετε εκεί, στον ίδιο κλειστό χώρο μέχρι να απεγκλωβιστείτε. Η νύχτα και το παρελθόν έρχεται ξανά. Τι μπορεί άραγε να κουβαλάει αυτό το πρόσωπο; Είχατε ποτέ σχέση μαζί του; ή μήπως προκύπτει μια έμμεση σχέση μαζί του; Τι μπορεί να φέρει; Τι μπορεί να αλλάξει; Μπορείτε να το αφήσετε στην άκρη;