Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πάρτι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πάρτι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 8 Μαΐου 2023

ΝΥΧΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ (1985)

  Συνέχεια αφιερώματος στη δεκαετία του 80'. Αυτή τη φορά, σαν από σελίδα ημερολογίου, νεανικό μου κείμενο, που επαναφέρει μνήμες από μια καλοκαιρινή νύχτα με πάρτι και ότι άλλο ήθελε προκύψει...

 Περιμένω καθισμένος στο τσιμεντένιο σκαλοπάτι, δίπλα στο τοστάδικο του κολλητού μου. Πάρτι γίνεται απόψε στην μικρή μας κωμόπολη, θα πάμε, όλη η παρέα.

  Για να περάσει η ώρα παρακολουθώ αυτούς, που κάνουν την καθιερωμένη βραδινή τους βόλτα προς το λιμάνι. Μια παρέα δύο τριών κοριτσιών, δεκαπέντε δεκάξι χρόνων, η μια σπρώχνει την άλλη, το γέλιο της μιας χάνεται στις αποδοκιμασίες της άλλης. Μια άλλη, μεγάλη ομάδα από τουρίστες με τα σακίδια στην πλάτη, στην ηλικία μας, έχει πλοίο απόψε, θα ταξιδέψουν προς κάποιον άλλο προορισμό. Ένα νέο ζευγάρι με καμάρι σπρώχνουν το καροτσάκι με το μωρό τους. Ένας άντρας μονάχος με βήμα αργό, χαμένος στις σκέψεις του. Ένας πατέρας, σημαίνων πρόσωπο του νησιού, κρατά σφιχτά απ' το χέρι την κορούλα του. Οι μηχανόβιοι του νησιού προς στιγμή διαταράσσουν την ησυχία της  στιγμής. Το δίπλα  εστιατόριο με τους αεικίνητους σερβιτόρους, που διασχίζουν ξανά και ξανά το δρόμο, για να σερβίρουν τους ξένους, όλοι μεσόκοπα ζευγάρια. Η θάλασσα μπροστά μου αντανακλά το φως των ηλεκτρικών λαμπτήρων προς τις γεμάτες δίχτυα βάρκες. Η ντίσκο μουσική της παρακάτω καφετέριας, μπερδεύεται με τα λαϊκά του εστιατορίου.

  Η δική μου παρέα μαζεύεται σιγά σιγά, έχει ώρα, να ξεκινήσουμε από το σπίτι του Γιώργου, εδώ δίπλα είναι, δεν πειράζει κι αν πάμε λίγο αργά στο πάρτι. Στο πάρτι, το ετήσιο, θεσμός πια, το μέγα γεγονός του καλοκαιριού, το κάνει όλη η νεολαία της μικρής πόλης, θα 'ναι κόσμος απ' όλα τα χωριά, μουσική, ότι πιο καινούριο κυκλοφορεί. 

  Βολευτείτε όπως μπορείτε, άλλοι στον καναπέ, δύο δύο στις πολυθρόνες, ακόμη και στη σκάλα. Κεφάτοι να πάμε, "σατς" το λένε το νέο παιχνίδι, που σκαρφιζόμαστε εκείνη την ώρα, όλοι πίνουν ότι βρίσκεται εύκαιρο, πρώτα από κονιάκ τριών αστέρων, τελειώνει, σειρά έχει το πεντάρι, προσοχή, όλοι πίνουν υποχρεωτικά, το ποτό τελειώνει, να τραγουδήσουμε τώρα, γρήγορα την κιθάρα και το μπουζούκι, η Σοφία τραγουδάει υπέροχα, όλοι σιγοντάρουμε, ένα παλιό τετράδιο με τους στίχους βοηθάει. Τραγούδια παλιά, αγαπημένα όμως, δικά μας, που μας αγγίζουν, τραγούδια που η ανερχόμενη γενιά αγνοεί ακόμη. Η ώρα πέρασε, το κέφι στα ύψη, ένας αποχαιρετιστήριος μαξιλαροπόλεμος, "σιγά, ρε παιδιά!"

  Καθώς κατεβαίνουμε τη σκάλα, η μουσική όλο και δυναμώνει, η αίθουσα γεμάτη, πιο γεμάτη η πίστα, ο D.J. από ψηλά κατευθύνει, θέσεις δεν υπάρχουν, γρήγορα όλοι στην πίστα, έχει το τραγούδι μας. Ο ρυθμός συντονίζει τα πόδια μας, απελευθερώνει τα χέρια μας, το αίμα μας κτυπά άτακτα, ο ιδρώτας κυλάει ποτίζοντας τα ρούχα μας. Να ξεκουραστούμε λίγο, έχει διαγωνισμό break dance, στη μέση αυτοί, εμείς γύρω γύρω βλέπουμε, κρίνουμε εκ του ασφαλούς, χαμογελάμε με συγκατάβαση ή χειροκροτούμε με ενθουσιασμό.

Image by Bruno /Germany from Pixabay
  Ώρα να φύγουμε, δεν θέλουμε να πάμε στα σπίτια μας, είναι νωρίς ακόμη, Αύγουστος, ποιος χρειάζεται τον ύπνο; 

"Στη θάλασσα για νυχτερινό μπάνιο"...καλή ιδέα. 

"Να το οργανώσουμε." 

"Εσύ φέρε πετσέτες." 

"Με τα πόδια σιγά σιγά θα φτάσουμε." 

"Ποιος βιάζεται;" 

"Ναι, στην ίδια παραλία που ήμαστε και την ημέρα." 

  Η νύχτα αφέγγαρη, κατεβαίνουμε αργά τον τσιμεντένιο κατηφορικό δρομάκι, τα παπούτσια μας γλιστρούν στην άμμο. Τώρα κρέμονται από τα χέρια μας, πατάμε την παραλία, η άμμος ψυχρή, λεπτόκοκκη, κολλάει στις πατούσες μας. Οι πετσέτες στη σειρά, τα ρούχα στον βράχο επάνω, καθενός χωριστά, μην μπερδευτούνε. Ποιος θα μπει πρώτος, μια απόφαση είναι, ο πρώτος παφλασμός ακούγεται, ακολουθούμε και οι υπόλοιποι. Η θάλασσα ακίνητη, μυστήρια, αόρατη, σκοτεινή, σε παίρνει βαθιά μέσα της. Η παραλία χάνεται, για λίγο είσαι στο πουθενά, κανένας δεν μιλά, μας έχει συνεπάρει η πρωτόγνωρη αίσθηση, σαν να επιπλέουμε μέσα στην μήτρα της μητέρας γης μας. Νιώθουμε ζεστασιά μα και φόβο μέσα στην απέραντη αυτή υγρή μάζα, την οποία νιώθουμε αλλά δεν βλέπουμε, σε αυτή τη θάλασσα που την ημέρα μας είναι τόσο οικεία, γευόμαστε την κάθε γωνία της, νομίζαμε οι αφελείς ότι την ξέραμε. Κάποιος σπάει τη σιωπή, και δεύτερος, σε λίγο όλοι μας κάτι έχουμε να πούμε, άλλοι φωναχτά κι άλλοι σιγανά, μόνο για την διπλανή του ότι πει.

  Οι πετσέτες σηκώνονται επάνω, τυλίγονται γύρω από τα υγρά, γυμνά κορμιά, απορροφούν τις αλμυρές σταγόνες, μας προστατεύουν από τη δροσερή αύρα της θάλασσας. Μαζευόμαστε γύρω γύρω, τα σώματα μας αποκτούν μια παράξενη, υπερκόσμια λάμψη καθώς αχνοφωτίζονται απ' το ελάχιστο φως των αστεριών.

  Για λίγο επικρατεί και πάλι σιωπή, η θάλασσα μόλις που ακούγεται καθώς σβήνει στην ακτή, απέναντι, στο βάθος, το φως του φάρου, που αναβοσβήνει πάντα στην ίδια τη συχνότητα, τα φώτα της κωμόπολης μας, που κι αυτή φαντάζει νεκρή.

"Στης Μαρίας να πάμε!"

"Να φάμε κάτι."

"Μα οι γονείς μου κοιμούνται..."

"Δεν πειράζει, εσύ θα κοιμάσαι, εμείς καντάδα θα σου κάνουμε", η Μαρία πείθεται. Σε λίγο ανεβαίνουμε αργά αργά προς το σπίτι της, στο δρόμο σιγοτραγουδάμε "Το Μινόρε της Αυγής", το ίδιο τραγούδι λέμε και μέσα στην σκουροπράσινη αυλή, σε λάθος παράθυρο όμως, ένα φως ανάβει, "εντάξει παιδιά, αρκετά", εμείς συνεχίσουμε, η τελική επιβράβευση, σύκα και καρύδια, που σπάνε τρίζοντας στον πάτο.

  Ο δρόμος έρημος, η παρέα σπάει, πάλι στο σπίτι του Γιώργου, όσοι μείναμε, ως να ξημερώσει, καφές, ψίθυροι, κούραση.

  Κάθομαι στο μπαλκόνι, πάνω απ' την προκυμαία, ο ήλιος σηκώνεται πια, αργά αργά, σκορπώντας παντού χρώματα απαλά, διάφανα, ζεστά στη θάλασσα, που η επιφάνεια της αρχίζει ν' αστράφτει και πάλι στα μάτια μου.

  Η νύχτα τελείωσε. Ήδη οι βάρκες ανοίγονται στο πέλαγος για να μαζέψουν τα δίχτυα.

Δεκέμβριος 1985

Ο φωτεινότερος φακός του κόσμου του Γιώργου Κασαπίδη

    Αν κάποιος θέλει να διαβάσει μια συλλογή διηγημάτων, για μια μικρή επαρχιακή πόλη, τη Δράμα (αλλά και άλλες περιοχές), με την αίσθηση το...