Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νόμπελ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νόμπελ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 1 Νοεμβρίου 2023

Bob Dylan, Μητέρα των Μουσών.

   

Jakob_de_Wit
Ο Δίας σαν βοσκός αποπλανά την Μνημοσύνη
Jakob de Wit (1727)

  ΜνημοσύνηΜια από τις πολλές θεότητες των Αρχαίων μας προγόνων, η οποία προσωποποιεί την μνήμη και τον Πολιτισμό. Άγνωστη στους πολλούς, δικαίως, μιας και Πάνθεον των αρχαίων είναι ατελείωτο. Κι όμως, ο σπουδαίος Αμερικανός μουσικός, στιχουργός και ποιητής, κάτοχος του Νόμπελ Λογοτεχνίας 2016, Bob Dylan, το 2020 έγραψε ένα τραγούδι για την μητέρα των Μουσών, την Μνημοσύνη.    Μητέρα των Μουσών από τον Δία, κι όπως λέει ο μύθος, αυτός κοιμήθηκε μαζί της για εννέα συνεχείς νύχτες ώστε να δημιουργηθούν οι εννέα θεές της μουσικής, του χορού και της ποίησης.

 Στους στίχους του τραγουδιού αυτού καλεί την Μνημοσύνη, να του τραγουδήσει για όλα όσα θεωρεί σπουδαία. Την αγάπη που έφυγε γρήγορα, για τους ήρωες που στάθηκαν μόνοι τους, θέλοντας να ελευθερώσουν τον κόσμο. Και στη συνέχεια της εξομολογείται την αγάπη του, για την πρωτότοκη κόρη της, την Καλλιόπη, προστάτρια της επικής ποίησης αλλά το σημαντικότερο είναι ότι φτάνοντας στο τέλος της ζωής του, αισθάνεται ότι δεν έχει "δει" όσα θα ήθελε και ζητεί τη συνδρομή της, για να το πετύχει.

  Πόσο παρόμοιο είναι με αυτό, που έκανε ο Όμηρος, όπου στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια, επικαλείται συνολικά δεκαεπτά φορές την μούσα, να τον βοηθήσει στην ιστόρηση των δύο αυτών επών. Το ίδιο κάνει και ο Ησίοδος, όπου στο ποίημα του "Έργα και Ημέραι" επικαλείται τις Μούσες για να το γράψει. Κι από εκεί και πέρα, κάθε καλλιτέχνης που σέβεται τον εαυτό του, οφείλει να βρει τη δική του Μούσα. 

 Είναι αλήθεια ότι χαίρομαι όταν ανακαλύπτω σημαντικούς, ξένους καλλιτέχνες, οι οποίοι έχουν εμπνευστεί έργα τους από την αρχαία ελληνική μυθολογία, αλλά συγχρόνως θλίβομαι, όταν γνωρίζω πόσο έχει υποβαθμιστεί το ανάλογο αντικείμενο στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση της χώρας μας. (Μακάρι να ήταν αυτό το μόνο στραβό στα εκπαιδευτικά πράγματα της πατρίδας μας.)

  Ας διαβάσουμε όμως τους στίχους του Bob Dylan:

  (Μνημοσύνη)

Μητέρα των Μουσών, τραγούδα για μένα
Τραγούδα για τα βουνά και τη βαθιά σκοτεινή θάλασσα
Τραγούδα για τις λίμνες και τις νύμφες του δάσους
Τραγούδα με όλη σας την καρδιά, όλες οι γυναίκες της χορωδίας
Τραγούδα για την τιμή και τη μοίρα και για τη δόξα
Μητέρα των Μουσών, τραγούδα για μένα

Μητέρα των Μουσών, τραγούδα για την καρδιά μου
Τραγούδα για μια αγάπη που έφυγε πολύ γρήγορα
Τραγούδα για τους ήρωες που στάθηκαν μόνοι
Τα ονόματα τους χαράχτηκαν σε πινακίδες από πέτρα
Που αγωνίστηκαν με πόνο για να ελευθερώσουν τον κόσμο
Μητέρα των Μουσών, τραγούδα για μένα

Τραγούδα για τον Σέρμαν, τον Μοντγκόμερι και τον Σκοτ
Και για τον Ζούκοφ, τον Πάτον και τις μάχες που έδωσαν
Που άνοιξαν το δρόμο για τον Πρίσλεϊ να τραγουδήσει
Που άνοιξαν τον δρόμο για τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ
Που έκαναν αυτό που έκαναν και συνέχισαν τον δρόμο τους
Φίλε, θα μπορούσα να σου διηγηθώ τις ιστορίες τους όλη μέρα

Ερωτεύομαι την Καλλιόπη
Δεν ανήκει σε κανέναν, γιατί να μην μου δοθεί;
Μιλάει σε μένα, μιλάει με τα μάτια της
Έχω κουραστεί να κυνηγάω ψέματα
Μητέρα των Μουσών, όπου κι αν βρίσκεσαι
Έχω ήδη ξεπεράσει τη ζωή μου κατά πολύ

Μητέρα των Μουσών, απελευθέρωσε την οργή σου
Πράγματα που δεν μπορώ να δω, εμποδίζουν τον δρόμο μου
Δείξε μου τη σοφία σου, πες μου τη μοίρα μου
Κάνε με να σταθώ με εντιμότητα, κάνε με να περπατήσω με ευθύτητα
Σφυρηλάτησε την ταυτότητά μου από μέσα προς τα έξω
Ξέρεις για τι μιλάω

Πάρε με στον ποταμό, απελευθέρωσε τη γοητεία σου
Άφησέ με να ξαπλώσω λίγο στην αγκαλιά σου
Ξύπνησέ με, ταρακούνησέ με, απελευθέρωσέ με από τον πειρασμό
Κάνε με αόρατο, σαν τον αέρα
Έχω μυαλό να περιπλανηθώ, έχω μυαλό να ταξιδέψω
Ταξιδεύω ανάλαφρα και δεν βιάζομαι να γυρίσω σπίτι.

  Για του λάτρεις του Dylan κλείνω με την αντίστοιχη μπαλάντα του, με τίτλο Μητέρα των Μουσών



Τετάρτη 3 Μαρτίου 2021

Το αρχέγονο και άλλοι τόποι της Όλγα Τοκάρτσουκ

Olga-Tokarczuk
Όλγα Τοκαρτσουκ (1962-   )

 Η Πολωνή, βραβευμένη με Νόμπελ συγγραφέας έγινε γνωστή στην πατρίδα μας από το μυθιστόρημα της: Το Αρχέγονο και άλλοι τόποι.

  Μέσα από τους πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος αυτού, παρακολουθούμε την ιστορία της Πολωνίας από το 1914 ως και την πτώση του κομμουνισμού. Η Τοκάρτσουκ γράφει με έναν τρόπο παραμυθιακό, αναπτύσσει την ιστορία μέσα από μικρά κεφάλαια που όλα τους αναφέρονται σε κάποιον από τους ήρωες της και αυτό γίνεται, δίχως μελοδραματισμούς, με έναν τρόπο ήρεμο θα έλεγα, χωρίς ξεφωνητά. Ακόμα και στις πιο τραγικές στιγμές της ιστορίας της χώρας, όπως εκεί που αναφέρεται στην εξολόθρευση της εβραϊκής κοινότητας, όλα τα παρατηρούμε από μία απόσταση και όλα διαδραματίζονται με έναν τρόπο αναμενόμενο, σαν να μην μπορούσε να υπάρξει διαφυγή των ανθρώπων από τη ροή της ιστορίας στην οποία συμμετέχουν αλλά είναι ανίκανοι να καθορίσουν την οποιαδήποτε εξέλιξή της.

Olga-Tokarczuk

 Δεν είναι εύκολο να αντιλαμβάνεσαι ότι στην ιστορία, καταλαμβάνεις απλά και μόνο τον ρόλο του κομπάρσου.

 Το Αρχέγονο, ένας μικρός τόπος κάπου στην Πολωνία. Φαινομενικά είναι ένας ασήμαντος τόπος, με απλούς, καθημερινούς ήρωες. Την Γκενοβέφα και τον Μίχαλ τον μυλωνά με την κόρη τους τη Μίσια και τον άρρωστο γιό τους τον Ιζίντορ. Το Εβραίο Έλι και για σύντομο διάστημα εραστή της Γκενοβέφα. Την πόρνη Σταχούλα που είχε τη δύναμη να διαβάζει το μέλλον και την κόρη της τη Ρούτα. Ο Ιζίντορ του Μίχαλ που μια ζωή αγαπούσε την Ρούτα.  Η Ρούτα που επέζησε χάρη στα θαυματουργά βότανα της μάνας της. Τον βαρόνο Ποπιέλσκι, που ερωτεύτηκε τρελά την νεαρή ζωγράφο Μαρία Σερ και μετά τον χωρισμό τους ποτέ δεν ξανάγινε ο ίδιος. Το παπά με τα χωράφια της εκκλησίας, που τα πλημμύριζε η Μαύρη, το ποτάμι, βυθίζοντας τον στην οργή. Την τρελή Φλορεντίνκα, που της έτυχαν όλες οι συμφορές του κόσμου αλλά φρόντιζε όλα τα αδέσποτα της περιοχής. Τον γέρο Μπόσκι με την οικογένεια του, τις τρεις κόρες του και τον Πάβελ, ένα δυνατό και λογικό αλλά και φιλόδοξο παλικάρι, ο οποίος παντρεύεται την Μίσια παρά τις αντιρρήσεις του Μίχαλ. Η κόρη του γέρο Μπόσκι, η Στάσια που παντρεύτηκε τον τεχνίτη  Παπούγκα, ο οποίος όμως την εγκατέλειψε τα Χριστούγεννα με ένα παιδί στην αγκαλιά. Κι όμως μέσα από τις μικρές αυτές ιστορίες, διαφαίνεται το ψηφιδωτό, της προπολεμικής κοινωνίας της Πολωνίας. 

  Μαζί με τα πρόσωπα, η Τοκάρτσουκ στον καμβά της αφήγησης της, παρουσιάζει και κάποια αντικείμενα τα οποία παίζουν τον δικό τους ρόλο στην κατανόηση της ιστορίας: την εικόνα της Παναγίας του Γεσκόλε που χάριζε τις θαυματουργικές της δυνάμεις σε όλον τον κόσμο, πιστούς και μη. Τον μύλο του καφέ, από πορσελάνη, μπρούντζο και ξύλο, τον οποίο ο Μίχαλ έφερε μαζί του από τον πόλεμο και τον κράτησε για όλη της τη ζωή η Μίσια, σαν το πιο πολύτιμο δώρο που είχε ποτές της. Το παιχνίδι διαφυγής με τους οκτώ ομόκεντρους κύκλους και τις πολλές εξόδους, που παίζει ο Βαρόνος Ποπιέλσκι με το οκτάεδρο ζάρι και τις έξι επιλογές του, το οποίο όμως απαιτεί ο παίκτης και να ονειρεύεται και να κάνει πάντα τη δική του επιλογή.

  Κι ενώ παρακολουθούμε τους πρωταγωνιστές της Τοκάρτσουκ να γεύονται τις μικροχαρές και τις αγωνίες που τους προσφέρει η ειρηνική ζωή στο Αρχέγονο και την γύρω περιοχή, όλα τελειώνουν από την μία ημέρα στην άλλη και ακολουθούν όλα εκείνα που σημάδεψαν βαθιά την ψυχή της Πολωνίας. Τον διαμελισμό της και την εισβολή στα μέρη του Αρχέγονου, πρώτα των Γερμανών. Τον μάζεμα όλων των Εβραίων και την επί τόπου εκτέλεση όποιου αντιστεκόταν, στην μεταφορά του στα γειτονικά κρεματόρια. Την κατάληψη της περιοχής ξανά, αυτή τη φορά από τους Σοβιετικούς. Τη μετατόπιση της γραμμής του μετώπου καταμεσής του Αρχέγονου και την φυγή των κατοίκων του στο δάσος. Τους χιλιάδες νεκρούς στο πεδίο της μάχης. Την ειρήνη επιτέλους να έρχεται μα όλα να έχουν αλλάξει δραματικά. Την Πολωνία ενταγμένη στο μπλόκο των Σοβιετικών με την χαρακτηριστική γραφειοκρατία των Κομμουνιστικών κρατών και την υποταγή των πολιτών τους σε αυτήν.

Ενδιαφέρουσες είναι και οι αναφορές της Τοκάρτσουκ στο Θεό: 

"Ποιος είμαι;" ρωτάει ο Θεός. 

"Θεός ή άνθρωπος, γίνεται να είμαι και τα δύο μαζί ή ίσως τίποτα από αυτά τα δύο; Άραγε είμαι εγώ που δημιούργησα τους ανθρώπους ή αυτοί εμένα;"

"Οι άνθρωποι- που από μόνοι τους αποτελούν μια διαδικασία εξέλιξης- φοβούνται όλα όσα είναι αεικίνητα και συνεχώς μεταβαλλόμενα, επειδή επινόησαν κάτι που δεν υπάρχει- το αμετάβλητο, αποφασίζοντας πως τέλειο είναι το αιώνιο, αυτό που δεν αλλάζει. Προσέδωσαν λοιπόν στον Θεό την ιδιότητα του αμετάβλητου. Και έτσι έχασαν την ικανότητα κατανόησής του."

 "Το θέμα δεν είναι αν υπάρχει Θεός ή όχι. Δεν είναι έτσι. Το θέμα είναι αν πιστεύεις ή όχι."

 Τελειώνοντας, θα έλεγα σε όποιον θέλει να διαβάσει αυτό το βιβλίο, ότι μία πρώτη ανάγνωσή του δεν θα του είναι αρκετή. Θα χρειαστεί να επανέλθει και με δεύτερη, ίσως πιο υποψιασμένη για το τι ζητά να μάθει ως αναγνώστης.  Το περίεργο είναι ότι δεν είναι από εκείνα τα βιβλία, τα πολύ δυσνόητα με τις μακρόσυρτες προτάσεις και τις ακατανόητες λέξεις. Η γραφή της Τοκάρτσουκ είναι αρκετά απλή, αυτά που θέλει να μας πει όμως δεν είναι τόσο εύκολα. Ίσως γιατί το δράμα της Πολωνίας να είναι άλλου επιπέδου από αυτό, της δικής μας χώρας.

old_Polland
Χαρακτηριστική ξύλινη κατοικία της επαρχιακής Πολωνίας


Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2020

Louise Glück , Νόμπελ Λογοτεχνίας 2020 και Ελλάδα!

 

    


  Στην 77/χρονη Αμερικανίδα ποιήτρια, Louise Gluck, απονεμήθηκε φέτος το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Δεν θα αναφέρω περισσότερα στοιχεία γι΄ αυτήν - έχουν γραφτεί τόσο πολλά τις τελευταίες ημέρες για τη ζωή το και το έργο της εξάλλου. 

Στο μικρό μου αφιέρωμα θα παρουσιάσω μόνο πέντε ποιήματα της, που έχουν σχέση με την αρχαία ελληνική μυθολογία ( και δεν είναι τα μόνα ), την οποία έχει αγαπήσει από τα μαθητικά της χρόνια. Για μία ακόμα φορά επαληθεύεται η παγκόσμια πολιτισμική δύναμη της ελληνικής μυθολογίας. Των διαχρονικών νοημάτων, των ανθρώπινων αξιών και των ισχυρών συμβολισμών που περιέχει. Η δική μας αρχαία μυθολογία, που κατέβασε τους Θεούς στο επίπεδο του ανθρώπου, με όλα τα καλά του αλλά και όλα τα ελαττώματά του. 

Το φετινό Νόμπελ επιπλέον, ας αποτελέσει την ευκαιρία να υπενθυμίσει σε όλους αυτούς που καταρτίζουν τα αναλυτικά προγράμματα των σχολείων, ότι στο μάθημα της Ελληνικής Γλώσσας θα πρέπει να προσέξουν λίγο παραπάνω, την κλασσική λογοτεχνική μας κληρονομιά!


«Ο θρίαμβος του Αχιλλέα» 
                                            (μτφ. Γιώργος Χουλιάρας)

Ο Πάτροκλος υποβασταζόμενος από τον Μενέλαο!
Στην ιστορία του Πάτροκλου 
δεν υπάρχει επιζών, ούτε καν ο Αχιλλέας
που ήταν σχεδόν θεός.
Ο Πάτροκλος τού έμοιαζε· φορούσαν
την ίδια πανοπλία.
Πάντοτε στις φιλίες αυτές
ο ένας υπηρετεί τον άλλο, ο ένας είναι πιο λίγος:
η ιεραρχία
είναι πάντοτε εμφανής, αν και οι θρύλοι

δεν είναι αξιόπιστοι –
πηγή τους είναι ο επιζών,
αυτός τον οποίο εγκατέλειψαν.
Τι ήταν τα ελληνικά πλοία που καίγονταν
μπροστά σε αυτή την απώλεια;
Στη σκηνή του, ο Αχιλλέας
πενθούσε με όλη την ύπαρξή του
και οι θεοί είδαν
πως ήταν ένας άνθρωπος ήδη νεκρός, θύμα
της πλευράς εκείνης η οποία αγαπούσε,
της πλευράς που ήταν θνητή.

Νόστος

Στην αυλή ήταν μια μηλιά-
αυτό θα ήταν πριν
σαράντα χρόνια- πίσω της,
μόνο αγρολίβαδα. Σωροί
από κρόκο στο υγρό γρασίδι.
Στάθηκα στο παράθυρο:
τέλη Απρίλη. Λουλούδια ανοιξιάτικα
μες στην αυλή του γείτονα.
Πόσες φορές, αλήθεια, άνθισε το δέντρο
στα γενέθλιά μου,
τη μέρα εκείνη ακριβώς, ούτε
πιο πριν, ούτε μετά; Το αμετάβλητο
αντίβαρο στην αλλαγή, την μετεξέλιξη.
Η εικόνα αντίβαρο
στο ανυποχώρητο της γης. Τι
ξέρω εγώ γιʼ αυτό εδώ το μέρος,
τον ρόλο που το δέντρο είχε για δεκαετίες
τον πήρε ένα μπονσάι, φωνές
που ανεβαίνουν απʼ τα γήπεδα του τέννις-
Λιβάδια. Άρωμʼ από ψηλό χορτάρι, φρεσκοκουρεμένο.
Τι περιμένεις από λυρική ποιήτρια.
Κοιτάζουμε τον κόσμο μια φορά, στα παιδικά μας χρόνια.
Τα άλλα όλα είνʼ ανάμνηση.


Η Θλίψη της Κίρκης

Με σύστησα, εν τέλειστη γυναίκα σου, σα μια
Θεά, στο ίδιο της το σπίτι, στην
Ιθάκη, σα μια φωνή
χωρίς το σώμα: άφησʼ εκείνη
το υφαντό, γύρισε το κεφάλι.
Πρώτα δεξιά, ύστερʼ αριστερά.
Αν και δεν είχʼ ελπίδα φυσικά
να αποδώσει τη φωνή σε κάποια
υπαρκτή πηγή: Εγώ αμφιβάλλω
αν γυρίσει πια στον αργαλειό της
με όσα ξέρει τώρα. Όταν
την δεις ξανά, πες της πως
έτσι αποχαιρετάει μια Θεά:
Αν στο μυαλό της είμαι δια παντός
είμαι και στη ζωή σου δια παντός.



Ένας μύθος αφοσίωσης

Όταν ο Άδης αποφάσισε ότι αγαπούσε το κορίτσι

τής έφτιαξε μια απομίμηση της γης,

τα πάντα ίδια, και το λιβάδι ακόμη,

αλλά προσθέτοντας ένα κρεβάτι.

Τα πάντα ίδια, περιλαμβάνοντας το φως του ήλιου

γιατί θα ήταν δύσκολο για νέο κορίτσι

να πάει τόσο γρήγορα από λαμπρό φως σε απόλυτο σκοτάδι

Σταδιακά, σκέφτηκε, θα έφερνε τη νύχτα,

πρώτα ως σκιές φύλλων που φτερουγίζουν.

Περσεφόνη 

Μετά σελήνη, μετά άστρα. Έπειτα ούτε σελήνη, ούτε άστρα.

Ας συνηθίσει η Περσεφόνη σιγά σιγά.

Στο τέλος, σκέφτηκε, θα το έβρισκε ανακουφιστικό.

Ένα ομοιότυπο της γης

αλλά εδώ υπήρχε αγάπη.

Αγάπη δεν θέλουν όλοι;

Περίμενε πολλά χρόνια,

χτίζοντας έναν κόσμο, παρακολουθώντας

την Περσεφόνη στο λιβάδι.

Η Περσεφόνη μύριζε, γευόταν.

Αν έχεις κάποια όρεξη, σκέφτηκε,

τις έχεις όλες.

Δεν θέλουν όλοι να νιώσουν τη νύχτα

το αγαπημένο σώμα, πυξίδα, πολικό αστέρα,

να ακούσουν την ήρεμη ανάσα που λέει

είμαι ζωντανός, που σημαίνει επίσης

είσαι ζωντανός, γιατί με ακούς,

είσαι εδώ μαζί μου. Και όταν γυρνά ο ένας,

γυρνά και ο άλλος –

κοιτάζοντας τον κόσμο που είχε

 οικοδομήσει για την Περσεφόνη. Καθόλου δεν σκέφτηκε

πως μυρωδιές πια δεν θα υπήρχαν εδώ,

ασφαλώς ούτε θα έτρωγες πια.

Ενοχή; Τρόμος; Ο φόβος της αγάπης;

Αυτά τα πράγματα δεν μπορούσε να τα φανταστεί∙

κανείς που αγαπά δεν τα φαντάζεται ποτέ.

Ονειρεύεται, αναρωτιέται πώς να ονομάσει το μέρος.

Πρώτα σκέφτεται: Η Νέα Κόλαση. Έπειτα: Ο Κήπος.

Τελικά, αποφασίζει να το αποκαλέσει

Η Νεότητα της Περσεφόνης.

Ένα απαλό φως που σηκώνεται πάνω από το επίπεδο λιβάδι,

πίσω από το κρεβάτι. Την παίρνει στην αγκαλιά του.

Θέλει να πει σε αγαπώ, τίποτε δεν μπορεί να σε βλάψει

αλλά σκέφτεται

αυτό είναι ψέμα, οπότε λέει τελικά

είσαι νεκρή, τίποτε δεν μπορεί να σε βλάψει

που του φαίνεται

μια πιο ελπιδοφόρα αρχή, πιο αληθινό.


Ορφέας
Ω Ευρυδίκη, εσύ που με παντρεύτηκες για τα τραγούδια μου,
γιατί έρχεσαι σ’ εμένα ζητώντας παρηγοριά;
Ποιος ξέρει τι θα πεις στις Ερινύες
όταν τις συναντήσεις πάλι.
Πες τους ότι έχω χάσει την αγαπημένη μου·
είμαι εντελώς μόνος τώρα.
Πες τους ότι δεν υπάρχει τέτοια μουσική
χωρίς αληθινή οδύνη.
Στον Άδη, τραγούδησα γι’ αυτές· θα με θυμούνται
Ορφέας και Ευρυδίκη 


Ο φωτεινότερος φακός του κόσμου του Γιώργου Κασαπίδη

    Αν κάποιος θέλει να διαβάσει μια συλλογή διηγημάτων, για μια μικρή επαρχιακή πόλη, τη Δράμα (αλλά και άλλες περιοχές), με την αίσθηση το...