Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νάνος Βαλαωρίτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νάνος Βαλαωρίτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2023

Η Ελένη του Νάνου Βαλαωρίτη (ως ελάχιστη αποτίμηση τιμής)

  Στην άκρη ενός κλειστού κόλπου, κάπου στα νότια της Μυκόνου, βρίσκεται ένα από τα πολλά ξενοδοχεία των Κυκλάδων. Σε ένα δωμάτιο του μένει η Ελένη, μια γυναίκα που ξέρει να φροντίζει τον εαυτό της, ντυμένη πάντα κομψά, νωχελική μα όχι παραιτημένη, που απολαμβάνει την ανιαρή ζωή των διακοπών της, ανεπηρέαστη απ΄ όσα γίνονται δίπλα της.

made_by_craiyon

Αφήνει τις μέρες να περνούν αβίαστα, χαλαρώνοντας στην πισίνα με θέα το γαλάζιο του Αιγαίου. Αργά το απόγευμα, ξυπόλυτη περπατάει στην άμμο, αφήνοντας τα κύματα να σβήνουν τις πατημασιές που αφήνει πίσω της, ενώ η αύρα του θαλασσινού αέρα χορεύει στα κυματιστά μαλλιά της και οι ακτίνες του ήλιου από τη Δύση αγγίζουν απαλά το πρόσωπό της. Στο δείπνο πάντα είναι μόνη, παραδομένη στην απραξία της ημέρας που μόλις πέρασε, για να καταλήξει στο μπαλκόνι του δωματίου της, σβήνοντας όλα τα φώτα, θέλει να αφήσει τις αισθήσεις της απερίσπαστες σε εκείνα που το σκοτάδι κρύβει.

Για την Ελένη ο έρωτας είναι μια κάποια κατάσταση, η οποία στην παρούσα φάση της ζωής της, την αφήνει αδιάφορη. Προτιμά την ανεπιτήδευτη ευτυχία των μικρών απολαύσεων όπως ένα παγωτό, που της δροσίζει γλυκά τον ουρανίσκο. Ή την ατμόσφαιρα ενός βραδινού περιπάτου στο διπλανό ψαροχώρι ή ακόμη την ανάγνωση ενός βιβλίου κάτω από τη σκιά ενός θαλασσόδεντρου. Παρακολουθεί τα ηλιοβασιλέματα μηχανικά, αγνοώντας τη ρομαντική τους υπόσταση. Αντί να ψάχνει για εντυπωσιακές στιγμές, προτιμά να βυθίζεται στην ηρεμία της σιωπής, ακούγοντας τον παφλασμό των κυμάτων και αφήνοντας το μυαλό της να περιπλανιέται ελεύθερο, δίχως κανενός είδους περιορισμούς. Ο έρωτας για εκείνη είναι η ομορφιά, που αναδύεται μέσα από την απλότητα της ζωής.

Όλα αυτά μέχρι την ημέρα, όπου σε μια από τις απογευματινές βόλτες της γνωρίζει έναν άνδρα. Καθόταν με το λινό του κουστούμι στην άμμο πετώντας τακτικά βότσαλα στο νερό. Το λευκό του καπέλο έκρυβε το πρόσωπό του, μέχρι που εκείνη στάθηκε μπροστά. Σήκωσε το κεφάλι του και τότε ανακάλυψε έναν άνδρα αρκετά μεγαλύτερό της, με ασπρισμένο μούσι να ζώνει το πρόσωπό του και μάτια στα οποία αναγνώρισε όλη την ματαιότητα της ζωής. Και της δικής της. Κάθισε δίπλα του, συζήτησαν αβίαστα σαν να γνωρίζονταν από καιρό κι ανακάλυψε ότι κι αυτός, όπως κι εκείνη, εκτιμούσε τα ελάχιστα, υπεραρκετά όμως για να σου χαρίσουν την ευτυχία, έστω της μιας στιγμής μόνο.

Σε αντίθεση με αυτήν όμως, αυτός δεν είχε παραδοθεί ακόμη, δεν είχε κλείσει καμία πόρτα στα κελεύσματα του έρωτα, πάντα του άρεσε η αψάδα, που του προκαλούσε στα σωθικά του, έστω κι αν οι δυνάμεις του τον είχαν προδώσει πια. Πέφτοντας το σκοτάδι της ζήτησε να βουτήξουν στο νερό, αφήνοντας τα ρούχα τους πίσω. Κι εκείνη το μόνο που βρήκε να του πει ήταν:

"Μήπως το νερό είναι κρύο;"

Εκείνος γέλασε κι άρχισε να βγάζει με επιμέλεια ένα ένα τα ρούχα του κι όταν φανερώθηκε η γύμνια του, ευτυχώς το σκοτάδι έκρυβε την φθορά του χρόνου, με σταθερό βηματισμό καλύφθηκε ως το λαιμό στα σκοτεινά νερά. Η Ελένη δεν δίστασε, ακολούθησε τις κινήσεις και τα βήματά του, χάθηκε στην αόρατη απεραντοσύνη της νύχτας, ως που βρήκε το ζεστό σώμα του άγνωστου σε εκείνην, μέχρι πριν λίγες ώρες, άντρα.

Το παραπάνω πεζό είναι ελεύθερη απόδοση του παρακάτω ποιήματος του Νάνου Βαλαωρίτη:

Σώματα χωρίς πρόσωπα συγκεκριμένα
Πρόσωπα χωρίς σώματα σχηματισμένα
Που σβήνουν μόλις σβήσει ο ήλιος
Με το θόρυβο μιας γραφομηχανής

Με μπράτσα γυμνά ρωμαλέα στο πλάι τους
Αντρειωμένοι ροχαλίζουν στον ύπνο τους
Και βλέπουν πως το χάος τούς νίκησε
Στα σιδερένια σαλόνια του ύπνου

Εξαϋλωμένα αισθήματα στην παραλία
Των υπνοδοχείων της Μέσης Κατηγορίας
Καμωμένη από χρώματα και αρώματα
Η ωραία Ελένη ντυμένη της μόδας

Ρεμβάζει κι αναρωτιέται τί κάνει
Καθισμένη σ’ ένα τραπέζι με άλλους
Κοιτώντας νωχελικά το αργόσχολο
Πλήθος της ζέστης της άσπρης σεζόν

Κι εγώ προσπαθώ να την πείσω
Να κάνουμε μπάνιο τη νύχτα οι δυο μας γυμνοί
Αφήνοντας στην παραλία τα ρούχα μας
Και με ρωτάει αν το νερό θα’ ναι κρύο.
                      Δειπνοσοφιστές,   10.4.1983 – 12.1.1984



Ο φωτεινότερος φακός του κόσμου του Γιώργου Κασαπίδη

    Αν κάποιος θέλει να διαβάσει μια συλλογή διηγημάτων, για μια μικρή επαρχιακή πόλη, τη Δράμα (αλλά και άλλες περιοχές), με την αίσθηση το...