Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2024

Μικρό αφιέρωμα στην αραβική ποίηση

Αυτό που κυρίως ενώνει τις Αραβικές φυλές, που κατοικούν σε μια
τεράστια έκταση από την Αραβική χερσόνησο, την ανατολική Μεσόγειο ως τη Σαχάρα και την βόρεια Αφρική, είναι η κοινή τους γλώσσα. Από κει και πέρα υπάρχει η κοινή ιστορία με μία περίοδο θαυμαστής προόδου σε κάθε τομέα (8ος - 14ος αιώνα μ.Χ), η θύμηση της κυριαρχίας τους στη Μεσόγειο, τα κοινά πολιτισμικά στοιχεία τους, αλλά και το Ισλάμ το οποίο καλύπτει περίπου το 97% του πληθυσμού τους.

Στη σημερινή μου εγγραφή θα περιοριστώ στην ποίηση των Αράβων, αξιόλογη και σημαντική, η οποία όμως δεν μας είναι γνωστή. Σίγουρα δεν έχω βρει τα σπουδαιότερα ποιήματα, καθότι οι μεταφράσεις τους δεν είναι και τόσο διαδεδομένες, αλλά και πάλι πιστεύω ότι η προσπάθεια αξίζει.

Το παλαιότερα γνωστά αραβικά ποιήματα που έχει διασωθεί, από την προ - ισλαμική περίοδο, είναι τα Mu'allaqat al-Hinzab, γνωστά και ως "Οι Κρεμασμένες Ποιήσεις". Αυτή η συλλογή των επτά ή δέκα ποιημάτων, αντίστοιχων ποιητών, του 6ου μ.Χ. αιώνα, γράφονταν και κρεμιούνταν σε υφαντά στον τοίχο του Κάαμπα στη Μέκκα, του ιερότερου σημείου των Αράβων από την αρχαιότητα ακόμη, έτσι ώστε να εκτίθενται προς τέρψη όλης της ευρύτερης φυλής.

  • Ένας από τους ποιητές της συλλογής αυτής ήταν ο Imru' al-Qais:

Μια μαυρισμένη μελωδία, σαν σημάδι φαίνεται.
Στο δίκαιο της πλευράς. 
Ή σαν σκούρη απόγονο του Κέδαρ που κατασκηνώνει εκεί. 
Πολλές φορές στην κοιλάδα 
έχει αντηχήσει το τρίξιμο της φωτιάς ανάμεσα στους θάμνους,
που άναψε η χειροπέδα του σκότους στα μαλλιά της
και όταν μιλά, οι καμηλιέρηδες σταματούν και ακούν.
Δες το βήμα της.
Στην απαλότητα του ανέμου κουνά τα λεπτά κλαδιά.
Πάνω από αυτήν!
Γλυκά φώναζε απευθυνόμενη σε μένα,
γευματίζοντας το ποτό των μελισσοστόμων της λέξεων.
Ο προσερχόμενος σου, εσύ που ιππεύεις το καμήλι.

  • Ο ποιητής Abū Nuwās (... - 814), θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους Άραβες ποιητές. Το όνομά του σημαίνει «Φορέας του Μπροστινού Κόκκου», ένα παρατσούκλι που περιγράφει ένα ασυνήθιστο χτένισμα που πιθανώς συνδέεται με τον εξωφρενικό τρόπο ζωής του. 

Το ποίημά του, Άλογο (όλοι μας έχουμε ακούσει για τα περίφημα αραβικά άλογα), περιγράφει έναν νεαρό επιβήτορα, τον Colt, εκπληκτικής, μυθικής θα λέγαμε δύναμης. 

Ακτίνες φώτισαν τον ουρανό
Μαύρη νύχτα χτύπησε το στρατόπεδο-
Απόδειξη ότι ήταν μέρα.
Έβγαλα το Colt - έναν επιβήτορα ωμής δύναμης και γενεαλογίας.
Η ενέργεια της φωτιάς κατευθύνθηκε
μέσα από τις σφιχτές, τεντωμένες αρθρώσεις του με σχοινί.
Στάλθηκε στη γη με νυχτερινά σύννεφα καθοδηγούμενα
από ένα ανερχόμενο αστέρι.
Πλημμύρισαν τα δώρα τους.
Ευλογημένο από σύννεφα μαύρα με βροχή
Σε συνεχείς βροχοπτώσεις.
Έπινε από τη γενναιοδωρία τους. Τα άκρα δυνάμωσαν.



  • Ο Abu al-Ala al-Ma'arri (973-1057) ήταν ένας από τους
μεγαλύτερους ποιητές της αραβικής παράδοσης. Το στυλ του
χαρακτηρίζεται από τη μελαγχολία, την αντίθεση προς τη θρησκεία
και την κοινωνία, καθώς και την εστίασή του στα ηθικά και
φιλοσοφικά ζητήματα.

Η ασθένεια εισβάλει στα άκρα μου, οι μέρες μου τελειώνουν.
Αλλά ο θάνατος ποτέ δεν έχει συνοδευτεί με την αναζήτηση του.
Δεν θα ήθελα να γευτώ την ανάσα του.
Ούτε θα την απέφευγα, αν φιλοξένησε τον θάνατο.
Η ζωή και ο θάνατος, δύο μόνο δώρα για δανεισμό.
Δεν θέλω ούτε να πουλήσω, ούτε να δανειστώ.

Εδώ θα πραγματοποιήσω ένα άλμα χιλίων χρόνων, για να δούμε κάποια αποσπάσματα από τη σύγχρονη αραβική ποιητική δημιουργία. Εξελίχθηκε πολιτιστικά και γλωσσικά με την πάροδο του χρόνου, και συνεχίζει να εξερευνά νέες μορφές και θέματα, αντανακλώντας τις αλλαγές στην κοινωνία και τον πολιτισμό.

  • Ξεκινώ με την Ιρακινή ποιήτρια Nazik al-Mala'ika (1923-2007) η οποία πέρα από το σπάσιμο της κλασικής αραβικής ποιητικής φόρμας, καταπιάνεται με φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα. Όπως στο ποίημα της:

Σε ένα κορίτσι που κοιμάται στον δρόμο

Στην Καράντα τη νύχτα, άνεμος και βροχή πριν την αυγή,
όταν το σκοτάδι είναι μια στέγη ή μια κουρτίνα που δεν τραβιέται ποτέ,
όταν η νύχτα είναι στο αποκορύφωμά της και το σκοτάδι είναι γεμάτο βροχή,
και η υγρή σιωπή κυλά σαν άγριος τυφώνας,
ο θρήνος του ανέμου γεμίζει τον έρημο δρόμο,
οι στοές στενάζουν από τον πόνο και τα λυχνάρια κλαίνε απαλά.
Ένας φρουρός συνοφρυώνεται καθώς περνάει με τρεμάμενα βήματα,
ο κεραυνός δείχνει το λεπτό του πλαίσιο, αλλά οι σκιές αναχαιτίζονται.

Παρασυρμένη από τις πλημμύρες, σκισμένη από το κρύο,
η νύχτα τρέμει από σκοτάδι, ρίγη όταν κυλά η βροντή.
Σε μια στροφή του δρόμου, το κατώφλι μιας πόρτας
σε ένα σπίτι που κανείς δεν μένει πια,
ο κεραυνός αναβοσβήνει και δείχνει, ξαπλωμένη εκεί, κοιμισμένη βαθιά
μια νεαρή κοπέλα, δέρμα ακατέργαστο από το μαστίγιο του ανέμου του χειμώνα.

Στην αθωότητα των ματιών της, στο χλωμό των μάγουλων της,
τη λεπτότητα του σκελετού της, μιλάνε τα έντεκα χρόνια της.
Κοιμάται εκεί, στο παγωμένο μάρμαρο της γης,
ενώ γύρω της ο άνεμος του Νοεμβρίου ουρλιάζει,
μικροσκοπικά χέρια σφιχτά σφιχτά από την κούραση και τον φόβο,
το βρεγμένο πεζοδρόμιο το μαξιλάρι της, η κουβέρτα της ο αέρας.

Δεν μπορεί να κοιμηθεί από τον πυρετό, τις βροντές, τη φλόγα
που ανάβει η αϋπνία βαθιά μέσα στο μικρό της κάδρο.
Διψάει για ύπνο, αλλά ο ύπνος δεν πιάνει ποτέ.
Τι πρέπει να ξεχάσει πρώτα—πυρετό, πείνα ή κρύο;
Διπλασιασμένος από την αϋπνία, ο πόνος ακόμα ροκανίζει και
αναζωπυρώνεται στον πυρετό με τα ανελέητα νύχια.
Με τις διαβολικές κραυγές τους, αυτές οι σκληρές εικόνες εμπνέουν
φαντάσματα που σπεύδουν να τροφοδοτήσουν τη φωτιά του πυρετού,
και καλύπτει τα μάτια της, αλλά τα χέρια της δεν μπορούν να κρύψουν
ότι το σκοτάδι δεν ξέρει και ο πυρετός δεν μπορεί να νιώσει.
Το μικρό κορίτσι συνεχίζει να τρέμει μέχρι να δείξει ο ήλιος,
«μέχρι να σβήσει ο τυφώνας, και ακόμα κανείς δεν ξέρει.
Πέρασε κάθε μέρα της παιδικής της ηλικίας με δακρυσμένο
σώμα σπασμένο από την έλλειψη στέγης, την πείνα και τον φόβο,
για έντεκα πολλά χρόνια, η θλίψη δεν έληξε ποτέ
όλη της τη ζωή ήταν πεινασμένη, διψασμένη και κουρασμένη.

Σε ποιον να διαμαρτυρηθεί; Οι κραυγές της δεν ακούγονται,
γιατί η ανθρωπότητα είναι πλέον μια λέξη χωρίς νόημα,
και οι άνθρωποι είναι μια μάσκα, τεχνητή και ψεύτικη, η
γλυκιά, απαλή εξωτερική τους εμφάνιση κρύβει φλεγόμενο μίσος,
και όπου το έλεος κάποτε ευδοκιμούσε στην κοινωνία μας
τώρα είναι απλώς μια λέξη στο λεξικό.
Όσοι κοιμούνται στο δρόμο θα παραμείνουν δυσαρεστημένοι,
κανείς δεν λυπάται τον πυρετό τους ούτε καταπραΰνει τους θρήνους τους-
είναι άγρια ​​αδικία, χωρίς αντάλλαγμα -
τι φάρσα που αποκαλούμε αυτόν, τον παγκόσμιο πολιτισμό!



  • Ο Muhammad Al-Maghut (1934-2006), ήταν Σύριος ποιητής, ένας από τους πρωτοπόρους του αραβικού πεζού ποιήματος:

Τατουάζ

Τώρα
Την τρίτη ώρα του εικοστού αιώνα
Εκεί που τίποτα δεν χωρίζει τα πτώματα
από τα παπούτσια των πεζών
εκτός από άσφαλτο
Θα ξαπλώσω στη μέση του δρόμου
σαν βεδουίνος σεΐχης
και δεν θα σηκωθώ
μέχρι όλα τα κάγκελα των φυλακών και τα αρχεία των υπόπτων του κόσμου
μαζευτούν και τοποθετηθούν μπροστά μου
για να μπορώ να τα μασάω
σαν καμήλα στον ανοιχτό δρόμο.
Μέχρι όλα τα ρόπαλα της αστυνομίας και των διαδηλωτών
αποδράσουν από τις λαβές
και πάνε πίσω (για άλλη μια φορά)
εκκολαπτόμενα κλαδιά στα δάση τους.
Στο σκοτάδι γελάω
κλαίω
γράφω
Δεν ξεχωρίζω πια το στυλό μου από τα δάχτυλά μου
Κάθε φορά που κάποιος χτυπά ή κινείται μια κουρτίνα
Κρύβω τα χαρτιά μου
σαν ιερόδουλη σε αστυνομική επιδρομή.
Από ποιον κληρονόμησα αυτόν τον φόβο
και αυτό το αίμα
φοβάσαι σαν λεοπάρδαλη του βουνού;
Μόλις δω επίσημο χαρτί στο κατώφλι
ή ένα καπέλο από την πόρτα
τα κόκαλα και τα δάκρυά μου τρέμουν
το αίμα μου τρέχει προς όλες τις κατευθύνσεις
σαν αιώνια περιπολία προγονικής αστυνομίας
το κυνηγάει από τη μια φλέβα στην άλλη.
Ω! αγαπητέ
Μάταια προσπαθώ να ανακτήσω το κουράγιο και τη δύναμή μου
Η τραγωδία δεν είναι εδώ
στο μαστίγιο, στο γραφείο ή στις σειρήνες
Είναι εκεί
Στην κούνια. . .
Στη μήτρα
Σίγουρα δεν ήμουν δεμένος στη μήτρα με ομφάλιο λώρο

Ήταν μια θηλιά δήμιου

  • Ο Σύριος, Ali Ahmad Said Esber  ( 1930 - .....), γνωστός με το ψευδώνυμο Άδωνις, ίσως είναι σήμερα ο πιο αναγνωρίσιμος Άραβας ποιητής, αν και ζει στην Γαλλία. Παρακάτω ένα μικρό απόσπασμα από την ποίησή του.

Κάθε μέρα, το σώμα του εραστή
διαλύεται στον αέρα,
μετατρέπεται σε άρωμα,
γυρίζει, επικαλείται όλα τα αρώματα
που μαζεύονται στο στρώμα του,
καλύπτει τα όνειρά του,
εξατμίζεται σαν λιβάνι,
επιστρέφει σαν λιβάνι.
Τα πρώτα του ποιήματα είναι πόνος
ενός παιδιού χαμένου στη δίνη των γεφυρών,
χωρίς να ξέρει να κρατιέται στο νερό
ούτε να το περάσει.

  •   Και κλείνω το σίγουρα ατελές αφιέρωμά μου, με τον πρόσφατα σκοτωμένο από τους βομβαρδισμούς στη Γάζα, Παλαιστίνιο ποιητή Refaat  AlareerΤο τελευταίο ποίημα του που ανάρτησε στο Χ την 1η Νοεμβρίου 2023:
ΑΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ

Αν πρέπει να πεθάνω
θα πρέπει να ζήσεις εσύ
να πεις την ιστορία μου
να πουλήσεις τα πράγματα μου
για να αγοράσεις ένα κομμάτι πανί
και κάμποσο σπάγκο,
(να τον φτιάξεις άσπρο με μακριά ουρά)
έτσι ώστε ένα παιδί, κάπου στη Γάζα
σαν θα κοιτάει τον ουρανό κατάματα
προσμένοντας τον πατέρα που έφυγε μες τη φωτιά—
και δεν αποχαιρέτησε κανέναν
ούτε και την ίδια του τη σάρκα,
ούτε τον ίδιο του τον εαυτό –
βλέπει τον χαρταετό, τον χαρταετό μου που έφτιαξες,
να πετάει επάνω ψηλά
και σκέφτεται προς στιγμήν πως είναι ένας άγγελος εκεί
που φέρνει πίσω την αγάπη
Αν πρέπει να πεθάνω
Ας φέρει αυτό ελπίδα
Ας γίνει μια ιστορία
Μετάφραση: Χρήστος Τσιάμης



Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2024

Νίκος Καββαδίας - μικρό αφιέρωμα

  Ο πρώτος ποιητής που με συνεπήρε αληθινά με την πένα του, ήταν ο Νίκος Καββαδίας, την ίδια εποχή που έγινε γνωστός εξαιτίας της μελοποίησης των ποιημάτων του από τον Θάνο Μικρούτσικο το 1979, στο πασίγνωστο έργο του, Ο Σταυρός του Νότου. 

Nikos_Kavadias
  Θεωρώ τυχερό τον εαυτό μου, που στη βιβλιοθήκη του χωριού μου τότε, βρήκα την κοινή έκδοση των δύο ποιητικών του συλλογών Μαραμπού και Πούσι. Τόσο είχα ενθουσιαστεί, που έπιασα ένα καθαρό τετράδιο κι αντέγραψα πολλά από τα ποιήματα αυτά σε αυτό.

  Για ποιον λόγο ενθουσιάστηκα τόσο για τα ποιήματά του; Τότε δεν μπόρεσα να το αξιολογήσω. Απλώς μου άρεσαν! Με το χρόνο, διαβάζοντάς τα και πάλι αλλά κυρίως ακούγοντάς τα σε πολλές διαφορετικές εκτελέσεις - είναι αξιοσημείωτο το πως αντέχουν στον χρόνο - πιστεύω ότι έχω ξεκλειδώσει πολλά από μυστικά των ποιημάτων αυτών, τα οποία με ταξίδεψαν σε άγνωστους για μένα τόπους, σκληρούς μα και μεθυστικούς, σε μέρη όπου συχνάζουν πόρνες και κάθε είδους τύποι. Ποιήματα που με έκαναν να νιώσω τις πολλαπλές διαθέσεις της θάλασσας και την αλμύρα στην κουπαστή του πλοίου, από τη σκοπιά ενός ναυτικού.

Nikos_Kavadias
   Πρώτα πρώτα τα ποιήματα αυτά μιλάνε για τις γυναίκες, αγαπημένες,
πληγωμένες, μυστήριες, ικανές τόσο για το καλό όσο και για το κακό. Για ματαιωμένους έρωτες. Για τη θάλασσα, την ατελείωτη πλανεύτρα θάλασσα, άλλοτε γαλήνια να σου δίνει τη δυνατότητα να αγναντεύεις τις άγνωστες στεριές κι άλλοτε άγρια, τρομακτική, θανατηφόρα. Για τη ζωή του ναυτικού, που σαν άλλος Οδυσσέας περιπλανιέται σε όλα τα πλάτη και μήκη της Γης, ζώντας απίστευτες καταστάσεις με τους συντρόφους του (Το επάγγελμά του ήταν ασυρματιστής του Εμπορικού Ναυτικού). Ακόμα και η γλώσσα του, στην οποία μπλέκουν τα ελληνικά με ναυτικούς όρους και ονομασίες ξένων τόπων, όπως τους λένε οι ναυτικοί. Τι παραπάνω νομίζετε ότι χρειάζεται ένας έφηβος, για να αγαπήσει του στίχους του Νίκου Καββαδία;

  Στη σημερινή μου εγγραφή θα μείνω στο έργο του Μαραμπού*,  και θα προσπαθήσω να κάνω και πάλι, εκείνο το εφηβικό ταξίδι, με την ωριμότητα των χρόνων που με βαραίνουν, αναπόφευκτο αυτό το τελευταίο.

  Στο πρώτο ομότιτλο ποίημα της συλλογής αυτής που εξέδωσε το 1933, προσπαθεί να διαλύσει την κακή εικόνα που έχουν γι΄ αυτόν οι συνάδελφοι του. Κι αφηγείται διαμέσου των στίχων του την λυπητερή, καλύτερα θα έλεγα, την αποκαρδιωτική, μοναδική ερωτική ιστορία του. Ποιος μπορεί να μείνει αλώβητος από ένα τέτοιο παιχνίδι της μοίρας;


Μαραμπού

Λένε γιὰ μένα οἱ ναυτικοὶ ποὺ ἐζήσαμε μαζὶ
πὼς εἶμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πὼς τὶς γυναῖκες μ᾿ ἕνα τρόπον ὕπουλο μισῶ
κι ὅτι μ᾿ αὐτὲς νὰ κοιμηθῶ ποτέ μου δὲν πηγαίνω.

Ἀκόμα, λένε πὼς τραβῶ χασίσι καὶ κοκό,
πὼς κάποιο πάθος μὲ κρατεῖ φριχτὸ καὶ σιχαμένο,
κι ὁλόκληρο ἔχω τὸ κορμὶ μὲ ζωγραφιὲς αἰσχρές,
σιχαμερὰ παράξενες, βαθιὰ στιγματισμένο.

Ἀκόμα, λένε πράματα φριχτὰ πάρα πολύ,
ποὺ εἶν᾿ ὅμως ψέματα χοντρὰ καὶ κατασκευασμένα,
κι αὐτὸ ποὺ ἐστοίχισε σὲ μὲ πληγὲς θανατερὲς
κανεὶς δὲν τό ῾μαθε, γιατὶ δὲν τό ῾πα σὲ κανένα.

Μ᾿ ἀπόψε, τώρα ποὺ ἔπεσεν ἡ τροπικὴ βραδιά,
καὶ φεύγουν πρὸς τὰ δυτικὰ τῶν Μαραμποὺ τὰ σμήνη,
κάτι μὲ σπρώχνει ἐπίμονα νὰ γράψω στὸ χαρτί,
ἐκεῖνο, ποὺ παντοτινὴ κρυφὴ πληγή μου ἐγίνη.

Ἤμουνα τότε δόκιμος σ᾿ ἕνα λαμπρὸ ποστάλ
καὶ ταξιδεύαμε Αἴγυπτο γραμμὴ Νότιο Γαλλία.
Τότε τὴ γνώρισα -σὰν ἄνθος ἐμοίαζε ἀλπικὸ-
καὶ μία στενὴ μᾶς ἔδεσεν ἀδελφικὴ φιλία.

Ἀριστοκρατική, λεπτὴ καὶ μελαγχολική,
κόρη ἑνὸς πλούσιου Αἰγύπτιου ὁπού ῾χε αὐτοκτονήσει,
ταξίδευε τὴ λύπη της σὲ χῶρες μακρινές,
μήπως ἐκεῖ γινότανε νὰ τήνε λησμονήσει.

Πάντα σχεδὸν τῆς Μπασκιρτσὲφ κρατοῦσε τὸ Ζουρνάλ,
καὶ τὴν Ἁγία της Ἄβιλας παράφορα ἀγαποῦσε,
συχνὰ στίχους ἀπάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ὧρες πολλὲς πρὸς τὴ γαλάζιαν ἔκταση ἐκοιτοῦσε.

Κι ἐγώ, ποὺ μόνον ἑταιρῶν ἐγνώριζα κορμιά,
κι εἶχα μίαν ἄβουλη ψυχὴ δαρμένη ἀπ᾿ τὰ πελάη,
μπροστά της ἐξανάβρισκα τὴν παιδικὴ χαρὰ
καί, σὰν προφήτη, ἐκστατικὸς τὴν ἄκουα νὰ μιλάει.

Ἕνα μικρὸ τῆς πέρασα σταυρὸν ἀπ᾿ τὸ λαιμὸ
κι ἐκείνη ἕνα μοῦ χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι ἤμουν ὁ πιὸ δυστυχισμένος ἄνθρωπος τῆς γῆς,
ὅταν ἐφθάσαμε σ᾿ αὐτὴν ποὺ θά ῾φευγε, τὴν πόλη.

Τὴν ἐσκεφτόμουνα πολλὲς φορὲς στὰ φορτηγά,
ὡς ἕνα παραστάτη μου κι ἄγγελο φύλακά μου,
καὶ μία φωτογραφία της στὴν πλώρη ἦταν γιὰ μὲ
ὄαση, ποὺ ἕνας συναντᾶ μὲς στὴν καρδιὰ τῆς Ἄμμου.

Νομίζω πὼς θὲ νά ῾πρεπε νὰ σταματήσω ἐδῶ.
Τρέμει τὸ χέρι μου, ὁ θερμὸς ἀγέρας μὲ φλογίζει.
Κάτι ἄνθη ἐξαίσια τροπικὰ τοῦ ποταμοῦ βρωμοῦν,
κι ἕνα βλακῶδες Μαραμποὺ παράμερα γρυλίζει.

Θὰ προχωρήσω!... Μία βραδιὰ σὲ πόρτο ξενικὸ
εἶχα μεθύσει τρομερὰ μὲ οὐίσκυ, τζὶν καὶ μπύρα,
καὶ κατὰ τὰ μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
τὸ δρόμο πρὸς τὰ βρωμερά, χαμένα σπίτια ἐπῆρα.

Αἰσχρὲς γυναῖκες τράβαγαν ἐκεῖ τους ναυτικούς,
κάποια μ᾿ ἅρπαξ᾿ ἀπότομα, γελώντας, τὸ καπέλο
(παλιὰ συνήθεια γαλλικὴ τοῦ δρόμου τῶν πορνῶν)
κι ἐγὼ τὴν ἀκολούθησα σχεδὸν χωρὶς νὰ θέλω.

Μία κάμαρα στενή, μικρή, σὰν ὅλες βρωμερή,
οἱ ἀσβέστες ἀπ᾿ τοὺς τοίχους της ἐπέφτανε κομμάτια,
κι αὐτὴ ράκος ἀνθρώπινο ποὺ ἐμίλαγε βραχνά,
μὲ σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.

Τῆς εἶπα κι ἔσβησε τὸ φῶς. Ἐπέσαμε μαζί.
Τὰ δάχτυλά μου καθαρὰ μέτρααν τὰ κόκαλά της.
Βρωμοῦσε ἀψέντι. Ἐξύπνησα, ὡς λένε οἱ ποιητές,
«μόλις ἐσκόρπιζεν ἡ αὐγὴ τὰ ροδοπέταλά της».

Ὅταν τὴν εἶδα καὶ στὸ φῶς τ᾿ ἀχνὸ τὸ πρωινό,
μοῦ φάνηκε λυπητερή, μὰ κολασμένη τόσο,
ποὺ μ᾿ ἕνα δέος ἀλλόκοτο, σὰ νά ῾χα φοβηθεῖ,
τὸ πορτοφόλι μου ἔβγαλα γοργὰ νὰ τὴν πληρώσω.

Δώδεκα φράγκα γαλλικά... Μὰ ἔβγαλε μία φωνή,
κι εἶδα μία ἐμένα νὰ κοιτᾶ μὲ μάτι ἀγριεμένο,
καὶ μία τὸ πορτοφόλι μου... Μ᾿ ἀπόμεινα κι ἐγὼ
ἕνα σταυρὸν ἀπάνω της σὰν εἶδα κρεμασμένο.

Ξεχνώντας τὸ καπέλο μου βγῆκα σὰν τὸν τρελό,
σὰν τὸν τρελὸ ποὺ ἀδιάκοπα τρικλίζει καὶ χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στὸ αἷμα μου μία ἀρρώστια τρομερή,
ποὺ ἀκόμα βασανιστικὰ τὸ σῶμα μου παιδεύει.

Λένε γιὰ μένα οἱ ναυτικοὶ ποὺ ἐκάμαμε μαζὶ
πὼς χρόνια τώρα μὲ γυναίκα ἐγὼ δὲν ἔχω πέσει,
πῶς εἶμαι παλιοτόμαρο καὶ πὼς τραβάω κοκό.
Μ᾿ ἂν ἤξεραν οἱ δύστυχοι, θὰ μ᾿ εἶχαν συχωρέσει...

Τὸ χέρι τρέμει... Ὁ πυρετός... Ξεχάστηκα πολύ,
ἀσάλευτο ἕνα Μαραμποὺ στὴν ὄχθη νὰ κοιτάζω.
Κι ἔτσι καθὼς ἐπίμονα κι ἐκεῖνο μὲ κοιτᾶ,
νομίζω πὼς στὴ μοναξιὰ καὶ στὴ βλακεία τοῦ μοιάζω ...

Το μαραμπού είναι εξωτικό πουλί, συγγενικό με τον πελαργό, που ζει στη Αφρική και την Ασία. Έχει άσπρο γκρίζο φτέρωμα, με γυμνό ροζ λαιμό και κεφάλι.

  Το επόμενο ποίημα είναι το πασίγνωστο Το Μαχαίρι, το οποίο όλοι μας πιστεύω ότι κάποια στιγμή σιγοτραγουδήσαμε, παρά την ένταση και τη σκληρή ιστορία, που αφηγείται. Ένα μαχαίρι αγορασμένο από κάποιον γέρο έμπορο στο Αλγέρι, το οποίο το ζώνουν αλλόκοτοι θρύλοι και τώρα πια αυτό που απομένει, είναι εναντίον τίνος θα στραφεί... Το παρουσιάζω σε εκτέλεση του Βασίλη Παπακωνσταντίνου:


  Συνεχίζω με το ποίημα Mal Du Depart (Νοσταλγία της αναχώρησης), γνωστό ως "Θα μείνω πάντα ιδανικός και ανάξιος εραστής" Σε αυτό νιώθουμε τις ενοχές, που αισθάνεται κάποιος νέος άνθρωπος, ο οποίος εγκαταλείπει την οικογένεια του και τις ευκολίες της στεριανής δουλειάς, για να πραγματοποιήσει το όνειρό του να κάνει μακρινά ταξίδια στους γαλάζιους πόντους (θάλασσες). Συγχρόνως όμως αισθανόμαστε και την απόφασή του ποιητή, να μην υποταχτεί στη μοίρα των πολλών ανθρώπων. 

Mal Du Depart

Στὴν ἀδερφή μου Ζένια

Θὰ μείνω πάντα ἰδανικὸς κι ἀνάξιος ἐραστὴς
τῶν μακρυσμένων ταξιδιῶν καὶ τῶν γαλάζιων πόντων,
καὶ θὰ πεθάνω μία βραδιά, σὰν ὅλες τὶς βραδιές,
χωρὶς νὰ σχίσω τὴ θολὴ γραμμὴ τῶν ὁριζόντων.

Γιὰ τὸ Μαδράς, τὴ Σιγγαπούρ, τ᾿ Ἀλγέρι καὶ τὸ Σφὰξ
θ᾿ ἀναχωροῦν σὰν πάντοτε περήφανα τὰ πλοῖα,
κι ἐγώ, σκυφτὸς σ᾿ ἕνα γραφεῖο μὲ χάρτες ναυτικούς,
θὰ κάνω ἀθροίσεις σὲ χοντρὰ λογιστικὰ βιβλία.

Θὰ πάψω πιὰ γιὰ μακρινὰ ταξίδια νὰ μιλῶ
οἱ φίλοι θὰ νομίζουνε πὼς τά ῾χω πιὰ ξεχάσει,
κι ἡ μάνα μου, χαρούμενη, θὰ λέει σ᾿ ὅποιον ρωτᾶ
«Ἦταν μία λόξα νεανική, μὰ τώρα ἔχει περάσει...»

Μὰ ὁ ἑαυτός μου μία βραδιὰν ἐμπρός μου θὰ ὑψωθεῖ
καὶ λόγο, ὡς ἕνας δικαστὴς στυγνός, θὰ μοῦ ζητήσει,
κι αὐτὸ τὸ ἀνάξιο χέρι μου ποὺ τρέμει θὰ ὁπλιστεῖ,
θὰ σημαδέψει, κι ἄφοβα τὸ φταίχτη θὰ χτυπήσει.

Κι ἐγώ, ποὺ τόσο ἐπόθησα μία μέρα νὰ ταφῶ
σὲ κάποια θάλασσα βαθιὰ στὶς μακρινὲς Ἰνδίες,
θά ῾χω ἕνα θάνατο κοινὸ καὶ θλιβερὸ πολὺ
καὶ μιὰ κηδεία σὰν τῶν πολλῶν ἀνθρώπων τὶς κηδεῖες.

  Το παρακάτω ολιγόλεπτο βίντεο, είναι το μοναδικό που υπάρχει, το οποίο παρουσιάζει τον Νίκο Καββαδία. Συνέντευξη του  στο Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου το 1965, το οποίο επιχρωματίστηκε αργότερα. Στην αρχή και το τέλος , ο ίδιος ο ποιητής, απαγγέλει το ποίημα αυτό.



  Και κλείνω αυτό το αφιέρωμά, με ένα ακόμη αγαπημένο μου, μελοποιημένο ποίημα του Καββαδία, Ένας νέγρος θερμαστής από το Τζιμπουτί. Ένα ποίημα που δείχνει την αγάπη του ποιητή προς τους συναδέλφους του, ανεξαρτήτου χρώματος ή φυλής, από τους οποίους πάντα είχε κάτι να μάθει. Κι ο συγκεκριμένος, ο Γουίλλη, ο μαύρος θερμαστής, με το τεράστιο σώμα και την αθώα καρδιά, κάποια νυχτιά, στο μπαρ Ρετζίνα, στη Μαρσίλια (Μασσαλία), του έσωσε τη ζωή χάνοντας τη δική του.
  Το ακούμε από τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, σε μια ηχογράφηση του 1983-84, όπου στο πιάνο βρίσκεται ο  Θάνος Μικρούτσικος.


  Βιογραφικά στοιχεία για τον ποιητή στον σύνδεσμο εδώ

Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2023

Η Ελένη του Νάνου Βαλαωρίτη (ως ελάχιστη αποτίμηση τιμής)

  Στην άκρη ενός κλειστού κόλπου, κάπου στα νότια της Μυκόνου, βρίσκεται ένα από τα πολλά ξενοδοχεία των Κυκλάδων. Σε ένα δωμάτιο του μένει η Ελένη, μια γυναίκα που ξέρει να φροντίζει τον εαυτό της, ντυμένη πάντα κομψά, νωχελική μα όχι παραιτημένη, που απολαμβάνει την ανιαρή ζωή των διακοπών της, ανεπηρέαστη απ΄ όσα γίνονται δίπλα της.

made_by_craiyon

Αφήνει τις μέρες να περνούν αβίαστα, χαλαρώνοντας στην πισίνα με θέα το γαλάζιο του Αιγαίου. Αργά το απόγευμα, ξυπόλυτη περπατάει στην άμμο, αφήνοντας τα κύματα να σβήνουν τις πατημασιές που αφήνει πίσω της, ενώ η αύρα του θαλασσινού αέρα χορεύει στα κυματιστά μαλλιά της και οι ακτίνες του ήλιου από τη Δύση αγγίζουν απαλά το πρόσωπό της. Στο δείπνο πάντα είναι μόνη, παραδομένη στην απραξία της ημέρας που μόλις πέρασε, για να καταλήξει στο μπαλκόνι του δωματίου της, σβήνοντας όλα τα φώτα, θέλει να αφήσει τις αισθήσεις της απερίσπαστες σε εκείνα που το σκοτάδι κρύβει.

Για την Ελένη ο έρωτας είναι μια κάποια κατάσταση, η οποία στην παρούσα φάση της ζωής της, την αφήνει αδιάφορη. Προτιμά την ανεπιτήδευτη ευτυχία των μικρών απολαύσεων όπως ένα παγωτό, που της δροσίζει γλυκά τον ουρανίσκο. Ή την ατμόσφαιρα ενός βραδινού περιπάτου στο διπλανό ψαροχώρι ή ακόμη την ανάγνωση ενός βιβλίου κάτω από τη σκιά ενός θαλασσόδεντρου. Παρακολουθεί τα ηλιοβασιλέματα μηχανικά, αγνοώντας τη ρομαντική τους υπόσταση. Αντί να ψάχνει για εντυπωσιακές στιγμές, προτιμά να βυθίζεται στην ηρεμία της σιωπής, ακούγοντας τον παφλασμό των κυμάτων και αφήνοντας το μυαλό της να περιπλανιέται ελεύθερο, δίχως κανενός είδους περιορισμούς. Ο έρωτας για εκείνη είναι η ομορφιά, που αναδύεται μέσα από την απλότητα της ζωής.

Όλα αυτά μέχρι την ημέρα, όπου σε μια από τις απογευματινές βόλτες της γνωρίζει έναν άνδρα. Καθόταν με το λινό του κουστούμι στην άμμο πετώντας τακτικά βότσαλα στο νερό. Το λευκό του καπέλο έκρυβε το πρόσωπό του, μέχρι που εκείνη στάθηκε μπροστά. Σήκωσε το κεφάλι του και τότε ανακάλυψε έναν άνδρα αρκετά μεγαλύτερό της, με ασπρισμένο μούσι να ζώνει το πρόσωπό του και μάτια στα οποία αναγνώρισε όλη την ματαιότητα της ζωής. Και της δικής της. Κάθισε δίπλα του, συζήτησαν αβίαστα σαν να γνωρίζονταν από καιρό κι ανακάλυψε ότι κι αυτός, όπως κι εκείνη, εκτιμούσε τα ελάχιστα, υπεραρκετά όμως για να σου χαρίσουν την ευτυχία, έστω της μιας στιγμής μόνο.

Σε αντίθεση με αυτήν όμως, αυτός δεν είχε παραδοθεί ακόμη, δεν είχε κλείσει καμία πόρτα στα κελεύσματα του έρωτα, πάντα του άρεσε η αψάδα, που του προκαλούσε στα σωθικά του, έστω κι αν οι δυνάμεις του τον είχαν προδώσει πια. Πέφτοντας το σκοτάδι της ζήτησε να βουτήξουν στο νερό, αφήνοντας τα ρούχα τους πίσω. Κι εκείνη το μόνο που βρήκε να του πει ήταν:

"Μήπως το νερό είναι κρύο;"

Εκείνος γέλασε κι άρχισε να βγάζει με επιμέλεια ένα ένα τα ρούχα του κι όταν φανερώθηκε η γύμνια του, ευτυχώς το σκοτάδι έκρυβε την φθορά του χρόνου, με σταθερό βηματισμό καλύφθηκε ως το λαιμό στα σκοτεινά νερά. Η Ελένη δεν δίστασε, ακολούθησε τις κινήσεις και τα βήματά του, χάθηκε στην αόρατη απεραντοσύνη της νύχτας, ως που βρήκε το ζεστό σώμα του άγνωστου σε εκείνην, μέχρι πριν λίγες ώρες, άντρα.

Το παραπάνω πεζό είναι ελεύθερη απόδοση του παρακάτω ποιήματος του Νάνου Βαλαωρίτη:

Σώματα χωρίς πρόσωπα συγκεκριμένα
Πρόσωπα χωρίς σώματα σχηματισμένα
Που σβήνουν μόλις σβήσει ο ήλιος
Με το θόρυβο μιας γραφομηχανής

Με μπράτσα γυμνά ρωμαλέα στο πλάι τους
Αντρειωμένοι ροχαλίζουν στον ύπνο τους
Και βλέπουν πως το χάος τούς νίκησε
Στα σιδερένια σαλόνια του ύπνου

Εξαϋλωμένα αισθήματα στην παραλία
Των υπνοδοχείων της Μέσης Κατηγορίας
Καμωμένη από χρώματα και αρώματα
Η ωραία Ελένη ντυμένη της μόδας

Ρεμβάζει κι αναρωτιέται τί κάνει
Καθισμένη σ’ ένα τραπέζι με άλλους
Κοιτώντας νωχελικά το αργόσχολο
Πλήθος της ζέστης της άσπρης σεζόν

Κι εγώ προσπαθώ να την πείσω
Να κάνουμε μπάνιο τη νύχτα οι δυο μας γυμνοί
Αφήνοντας στην παραλία τα ρούχα μας
Και με ρωτάει αν το νερό θα’ ναι κρύο.
                      Δειπνοσοφιστές,   10.4.1983 – 12.1.1984



Τετάρτη 1 Νοεμβρίου 2023

Bob Dylan, Μητέρα των Μουσών.

   

Jakob_de_Wit
Ο Δίας σαν βοσκός αποπλανά την Μνημοσύνη
Jakob de Wit (1727)

  ΜνημοσύνηΜια από τις πολλές θεότητες των Αρχαίων μας προγόνων, η οποία προσωποποιεί την μνήμη και τον Πολιτισμό. Άγνωστη στους πολλούς, δικαίως, μιας και Πάνθεον των αρχαίων είναι ατελείωτο. Κι όμως, ο σπουδαίος Αμερικανός μουσικός, στιχουργός και ποιητής, κάτοχος του Νόμπελ Λογοτεχνίας 2016, Bob Dylan, το 2020 έγραψε ένα τραγούδι για την μητέρα των Μουσών, την Μνημοσύνη.    Μητέρα των Μουσών από τον Δία, κι όπως λέει ο μύθος, αυτός κοιμήθηκε μαζί της για εννέα συνεχείς νύχτες ώστε να δημιουργηθούν οι εννέα θεές της μουσικής, του χορού και της ποίησης.

 Στους στίχους του τραγουδιού αυτού καλεί την Μνημοσύνη, να του τραγουδήσει για όλα όσα θεωρεί σπουδαία. Την αγάπη που έφυγε γρήγορα, για τους ήρωες που στάθηκαν μόνοι τους, θέλοντας να ελευθερώσουν τον κόσμο. Και στη συνέχεια της εξομολογείται την αγάπη του, για την πρωτότοκη κόρη της, την Καλλιόπη, προστάτρια της επικής ποίησης αλλά το σημαντικότερο είναι ότι φτάνοντας στο τέλος της ζωής του, αισθάνεται ότι δεν έχει "δει" όσα θα ήθελε και ζητεί τη συνδρομή της, για να το πετύχει.

  Πόσο παρόμοιο είναι με αυτό, που έκανε ο Όμηρος, όπου στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια, επικαλείται συνολικά δεκαεπτά φορές την μούσα, να τον βοηθήσει στην ιστόρηση των δύο αυτών επών. Το ίδιο κάνει και ο Ησίοδος, όπου στο ποίημα του "Έργα και Ημέραι" επικαλείται τις Μούσες για να το γράψει. Κι από εκεί και πέρα, κάθε καλλιτέχνης που σέβεται τον εαυτό του, οφείλει να βρει τη δική του Μούσα. 

 Είναι αλήθεια ότι χαίρομαι όταν ανακαλύπτω σημαντικούς, ξένους καλλιτέχνες, οι οποίοι έχουν εμπνευστεί έργα τους από την αρχαία ελληνική μυθολογία, αλλά συγχρόνως θλίβομαι, όταν γνωρίζω πόσο έχει υποβαθμιστεί το ανάλογο αντικείμενο στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση της χώρας μας. (Μακάρι να ήταν αυτό το μόνο στραβό στα εκπαιδευτικά πράγματα της πατρίδας μας.)

  Ας διαβάσουμε όμως τους στίχους του Bob Dylan:

  (Μνημοσύνη)

Μητέρα των Μουσών, τραγούδα για μένα
Τραγούδα για τα βουνά και τη βαθιά σκοτεινή θάλασσα
Τραγούδα για τις λίμνες και τις νύμφες του δάσους
Τραγούδα με όλη σας την καρδιά, όλες οι γυναίκες της χορωδίας
Τραγούδα για την τιμή και τη μοίρα και για τη δόξα
Μητέρα των Μουσών, τραγούδα για μένα

Μητέρα των Μουσών, τραγούδα για την καρδιά μου
Τραγούδα για μια αγάπη που έφυγε πολύ γρήγορα
Τραγούδα για τους ήρωες που στάθηκαν μόνοι
Τα ονόματα τους χαράχτηκαν σε πινακίδες από πέτρα
Που αγωνίστηκαν με πόνο για να ελευθερώσουν τον κόσμο
Μητέρα των Μουσών, τραγούδα για μένα

Τραγούδα για τον Σέρμαν, τον Μοντγκόμερι και τον Σκοτ
Και για τον Ζούκοφ, τον Πάτον και τις μάχες που έδωσαν
Που άνοιξαν το δρόμο για τον Πρίσλεϊ να τραγουδήσει
Που άνοιξαν τον δρόμο για τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ
Που έκαναν αυτό που έκαναν και συνέχισαν τον δρόμο τους
Φίλε, θα μπορούσα να σου διηγηθώ τις ιστορίες τους όλη μέρα

Ερωτεύομαι την Καλλιόπη
Δεν ανήκει σε κανέναν, γιατί να μην μου δοθεί;
Μιλάει σε μένα, μιλάει με τα μάτια της
Έχω κουραστεί να κυνηγάω ψέματα
Μητέρα των Μουσών, όπου κι αν βρίσκεσαι
Έχω ήδη ξεπεράσει τη ζωή μου κατά πολύ

Μητέρα των Μουσών, απελευθέρωσε την οργή σου
Πράγματα που δεν μπορώ να δω, εμποδίζουν τον δρόμο μου
Δείξε μου τη σοφία σου, πες μου τη μοίρα μου
Κάνε με να σταθώ με εντιμότητα, κάνε με να περπατήσω με ευθύτητα
Σφυρηλάτησε την ταυτότητά μου από μέσα προς τα έξω
Ξέρεις για τι μιλάω

Πάρε με στον ποταμό, απελευθέρωσε τη γοητεία σου
Άφησέ με να ξαπλώσω λίγο στην αγκαλιά σου
Ξύπνησέ με, ταρακούνησέ με, απελευθέρωσέ με από τον πειρασμό
Κάνε με αόρατο, σαν τον αέρα
Έχω μυαλό να περιπλανηθώ, έχω μυαλό να ταξιδέψω
Ταξιδεύω ανάλαφρα και δεν βιάζομαι να γυρίσω σπίτι.

  Για του λάτρεις του Dylan κλείνω με την αντίστοιχη μπαλάντα του, με τίτλο Μητέρα των Μουσών



Νάρκισσος, ο μυθικός ωραιοπαθής!

    « Αυτός που ερωτεύεται τον εαυτό του δεν θα έχει αντίπαλους ».  -Βενιαμίν Φραγκλίνος Ο Νάρκισσος είναι ένας ιδιαίτερος χαρακτήρας της...