Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μπλοκοπαίχνιδο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μπλοκοπαίχνιδο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 4 Απριλίου 2022

Το τέλος...


Συμμετοχή στο λογοτεχνικό δρώμενο: Εικόνα και φράση #2#, που διοργανώνει με μεγάλη επιτυχία η MaryPetrax  από τη Γήινη Ματιά:  

  Στο μπαρ Sinatra, τις πρώτες πρωινές ώρες οι πελάτες ήταν ελάχιστοι. Ένα ζευγαράκι, που για άγνωστο λόγο αντί να βρίσκεται αγκαλιασμένο σε κάποιο κρεβάτι, καθόταν ολιγομίλητο σ’ ένα ημισκότεινο τραπεζάκι στην άκρη του μαγαζιού και δύο τύποι με τον κρυφό νταλκά τους, ακροβολισμένοι στις δύο άκρες της μπαριέρας. Από τα κρυμμένα ηχεία ακούγονταν αμερικάνικα τζαζ κομμάτια, σε μέτρια ένταση, ώστε αν χρειαζόταν κάποιος να μιλήσει, να μπορεί να το κάνει δίχως να ξελαρυγγιάζεται.

  Η ώρα περνούσε, τίποτα δεν φαινόταν να αλλάζει κι αυτό το βράδυ για τους θαμώνες του, μέχρι την ώρα, που έκανε την εμφάνισή της εκείνη. Τους ήταν αδύνατο να αποφύγουν την εντυπωσιακή εικόνα της. Φορούσε ένα κατακόκκινο φουστάνι ενώ μία μαύρη εσάρπα κάλυπτε την πλάτη της. Προχώρησε προς την μπαριέρα και κάθισε ακριβώς στο μεσαίο σκαμπό, έχοντας χωρίσει επακριβώς την απόσταση ανάμεσα στους δύο θαμώνες που έπιναν το ποτό τους. Κατέβασε την εσάρπα και φάνηκε η γυμνή της πλάτη, ενώ συγχρόνως ζητούσε να της σερβίρει ο μπάρμαν ένα ουίσκι με πάγο. Τα μακριά, μαύρα μαλλιά της είχαν ένα περίπλοκο χτένισμα, δίνοντας το μήνυμα ότι πρέπει να ήταν σε κάποια φανταχτερή εκδήλωση. Σίγουρα ναι, αυτό μαρτυρούσε και το όμορφα περιποιημένο πρόσωπό της, με τα τονισμένα μάτια αλλά και το κατακόκκινο κραγιόν στα χείλη. Δεν πρέπει να ήταν παραπάνω από είκοσι πέντε χρόνων, αυτό πρόδιδε το σφιχτό κορμί της. Με που της σέρβιρε το ποτό ο μπάρμαν, με μια επιδέξια κίνηση, ελευθέρωσε τα πόδια της από τις μαύρες γόβες και τις άφησε να πέσουν κάτω με ανακούφιση. Πήρε στα χείλη της το ποτό, έβρεξε πρώτα τα χείλη της σαν να ήθελε να το δοκιμάσει και στη συνέχεια το ήπιε όλο με τη μία. Ο εξ αριστερών της θαμώνας, αμέσως προσφέρθηκε να την κεράσει το επόμενο, εκείνη του αρνήθηκε με τη ματιά της, που δεν σήκωνε καμία αντίρρηση. Εκείνος σηκώνοντας και τα δύο χέρια ως ένδειξη παραίτησης ξαναλούφαξε στη θέση του. Στη συνέχεια  έκανε νόημα στον μπάρμπαν, να της γεμίσει και πάλι το ποτήρι.

  Την ώρα εκείνη μπήκε στο μπαρ, ένας εξίσου καλοντυμένος νεαρός με μαύρο κουστούμι που καθόταν τέλεια στον ογκώδη σωματότυπό του. Αμέσως κατευθύνθηκε προς το μέρος της, ενώ η σιλουέτα του διαγραφόταν στον καθρέπτη που κοσμούσε το μπαρ μαζί με τα πολύχρωμα μπουκάλια. Εκείνη δεν έδειξε να ξαφνιάζεται διόλου. Στάθηκε δίπλα της, ακουμπώντας στην μπαριέρα με τους αγκώνες.

«Τελικά κατόρθωσες, να με κάνεις να τρέχω πίσω σου!»

  Εκείνη ήπιε μια γουλιά από το ποτό της, σαν να μη την αφορούσε αυτό που μόλις άκουσε.

«Σου αρέσει να γίνεσαι το κέντρο του ενδιαφέροντος! Δεν χρειαζόταν όλη εκείνη η σκηνή προηγουμένως!»

  Γύρισε το κορμί της για να τον βλέπει στο πρόσωπο.

«Ποια σκηνή; Δεν έκανα κάτι λιγότερο απ’ ότι έπρεπε για να διαφυλάξω την αξιοπρέπεια μου. Κάτι, που μάλλον εσύ δεν αντιλαμβάνεσαι.»

«Θα μπορούσες να ήσουν λίγο πιο διακριτική.»

  Για λίγο τον κοίταξε επίμονα στα μάτια μα γρήγορα με την απογοήτευση να έχει κυριεύσει το πρόσωπό της, επέστρεψε στο ποτό της.

«Δεν σε αναγνωρίζω πια, Γιώργο! Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί εγκαταλείψαμε τον απλό τρόπο με τον οποίο ζούσαμε μέχρι πριν λίγους μήνες και μπλέξαμε σε όλη αυτήν την κούφια παράσταση. Και ούτε θα καταλάβω ποτέ, γιατί δέχτηκα εξ αρχής αυτές τις παράλογες επιθυμίες σου.»

«Είναι όμορφη η απλή ζωή, μα μήπως το μυστήριο και το πάθος την κάνουν ομορφότερη;»

  Το πρόσωπό της συσπάστηκε, σαν έτοιμο να εκραγεί. Έστρεψε και πάλι το πρόσωπό της προς εκείνον.

«Ποιο μυστήριο, ρε Γιώργο και ποιο πάθος; Όπως απόψε, που ένα μάτσο κακομαθημένοι όπως εσύ, μου την έπεφταν ξεδιάντροπα, δίχως να σκεφτούν ούτε για μια στιγμή τις γυναίκες τους που ήταν εκεί γύρω ή εσένα. Μα τι λέω; Πού ήσουν εσύ; Νομίζεις ότι δεν σε είδα; Το ίδιο παιχνίδι έπαιζες με όλους εκείνους. Μόνο που αυτό γινόταν με άλλη και όχι με τη γυναίκα σου! Κι εγώ η ανόητη, δέχτηκα να είμαι συνεργός σου σε όλο αυτό. Γιατί;»

«Στην κοινωνική ομάδα, που ανήκουμε πλέον, κάποια πράγματα λειτουργούν διαφορετικά, απ’  ότι στον κοινωνικό περίγυρο, που γνωρίζαμε μέχρι πρότινος.»

«Δηλαδή το θεωρείς φυσιολογικό, να φλερτάρεις με κάποιαν άλλη κι εγώ να βρίσκομαι στο πλάι σου;»

«Ένα παιχνίδι κάναμε. Δεν ήταν κάτι σοβαρό.»

«Παιχνίδι; Και ποιος σου είπε ότι εγώ είμαι διατεθειμένη να συμμετάσχω σε τέτοιου είδους παιχνίδια. Άκου παιχνίδι! Δηλαδή αρνείσαι ότι αν σε τραβούσε στο κρεβάτι της, εσύ θα την ακολουθούσες δίχως δεύτερη σκέψη.»

  Κάθισε δίπλα της και ζήτησε κι αυτός να του φέρουν ένα ουίσκι, σκέτο.

«Κοίτα να δεις αγάπη μου; Είμαστε νέοι, ωραίοι, δυνατοί και η τύχη τα έφερε έτσι, που μπορέσαμε να ξεφύγουμε γρήγορα από την φτώχεια, που γνωρίζαμε από την ώρα που γεννηθήκαμε. Δεν νομίζω ότι πρέπει να είμαστε αχάριστοι. Ένας καινούριος κόσμος ανοίγεται μπροστά μας και δεν βλέπω τον λόγο, που εμείς πρέπει ακόμα να μένουμε προσκολλημένοι στους μικροαστικούς περιορισμούς που μέχρι τώρα ξέραμε.»

«Θα επαναλάβω τα δικά σου λόγια, θυμίζοντάς σου ότι εσύ μίλησες για μυστήριο και πάθος. Πες μου! Πού το βλέπεις το μυστήριο και το πάθος σε όλο αυτό, που γίνεται τον τελευταίο καιρό; Δεν καταλαβαίνω, γιατί η οικονομική μας κατάσταση, πρέπει να αλλάξει και τον τρόπο, που ο ένας αντιμετωπίζει τον άλλο.»

«Το ξέρεις ότι σε αγαπώ! Μα μέσα στο αποψινό παιχνίδι, που μαζί συμφωνήσαμε, ήταν όλα αυτά. Το ξέχασες;»

«Αλλιώς τα είχαμε συμφωνήσει, αν θυμάσαι. Θα μπαίναμε σαν δύο άγνωστοι μεταξύ μας εκεί, θα ήμαστε ελεύθεροι να συμπεριφερθούμε με τους άλλους όπως θέλαμε, μα στο τέλος θα φεύγαμε μαζί. Το μυστήριο ζευγάρι της βραδιάς, που τελικά το πάθος τους ενώνει. Κι αντί αυτού, αντιλαμβάνομαι ότι δεν είχες καμία διάθεση να με πλησιάσεις. Απεναντίας, θα ήσουν πρόθυμος να με παραχωρήσεις  σε κάποιον από τους νέους σου φίλους. Πότε επιτέλους θα θυμόσουν, ότι ήμουν κι εγώ εκεί, περιμένοντάς σε; Όταν θα ξημέρωνε και θα πηγαίναμε στα σπίτια μας; Ή μήπως, ούτε αυτό θα γινόταν και κάποια στιγμή θα εξαφανιζόσουν;»

«Για ποιον λόγο φοβάσαι να αποδεχτείς μια άλλη πραγματικότητα από αυτήν που έχεις μάθει; Ωραία φλέρταρα! Το ίδιο θα μπορούσες να κάνεις κι εσύ. Ήμαστε ελεύθεροι να συμπεριφερθούμε όπως θέλαμε, το θυμάσαι αυτό; Ίσως χανόμουν σε καμιά τουαλέτα με καμιά τους για λίγη ώρα. Θα μπορούσες κι εσύ να διαλέξεις κάποιον και να δοκιμάσεις την απιστία. Για μια βραδιά. Δίχως έρωτες και υποχρεώσεις. Και τότε θα έβλεπες, πως και το δικό μας πάθος θα φουντώσει και πάλι. Ανοιχτό μυαλό, μόνο αυτό χρειάζεται.»

«Όχι Γιώργο! Δεν θα συμμετάσχω εγώ σε τέτοιου είδους παιχνίδια. Σε αγαπώ ακόμα, ζήλευα την κάθε σου στιγμή βλέποντάς σε να γελάς και να ανταλλάσσεις φιλοφρονήσεις με εκείνην, ενώ εγώ μόνο χαμογελούσα σαν ηλίθια, μη μπορώντας καν να ακούσω τι μου έλεγαν τα όρνια που με περιτριγύριζαν. Καταλάβαινα όμως πολύ καλά, τι ήθελαν. Δυστυχώς βεβαιώνομαι και για αυτά που θέλεις εσύ. Όχι, δεν  θέλω να συμμετάσχω σε κανένα τέτοιου είδους παιχνίδι! Αν εσύ πιστεύεις ότι η αγάπη μου δεν σου φτάνει, είσαι ελεύθερος να φύγεις. Αν πιστεύεις, ότι χρειάζεσαι τέτοιου είδους ντόπες για να φουντώσει το πάθος μεταξύ μας, κάνεις λάθος. Είμαι πολύ νέα ακόμα για να παραιτηθώ, από την πίστη ότι δυο άνθρωποι μπορούν να αγαπιούνται, έτσι απλά. Αν τα βλέπεις διαφορετικά εσύ τα πράγματα, εγώ, ευτυχώς, δεν έχω καμία διάθεση να ακολουθήσω τους κανόνες, που εσύ θέλεις να μας επιβάλλεις. Μπορείς, αν θέλεις να επιστρέψεις εκεί, να βρεις τις πρόθυμες κυρίες, να κάνεις ότι θέλεις μαζί τους αλλά στο σπίτι  που θα επιστρέψεις το πρωί, θα είσαι πια μόνος. Εγώ θα έχω φύγει!

  Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της, το σκούπισε με την ανάστροφη της παλάμης της ενώ εκείνος για λίγο αμφιταλαντεύτηκε σαν να μην ήξερε προς τα που να στρέψει στο κορμί του. Κατέβασε το ποτό του με τη μία, έβγαλε και πλήρωσε και των δύων τους τα ποτά, σηκώθηκε και δίχως να της πει τίποτε περισσότερο, χάθηκε πίσω από την πόρτα που πριν από λίγο μπήκε.

  Η αγάπη, αυτή που κάποτε τους υποσχόταν ότι έτσι θα πορεύονταν σε όλη τη ζωή τους, δεν υπήρχε πια, μόνο που αυτή αρνούνταν μέχρι πριν λίγο ακόμη, να το καταλάβει.



 

 

 

 

 

 

Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2021

Ποιος είναι ο λύκος τελικά;

 

Η συμμετοχή μου, στο λογοτεχνικό δρώμενο: Εικόνα και Φράση #1#, που διοργάνωσε με μεγάλη επιτυχία, η αγαπητή μας Mary Petrax  από την Γήινη Ματιά!

  Ο Διογένης καθόταν ακριβώς απέναντί της, ενώ εκείνη, όρθια σε ένα αντικριστό τους τραπέζι κάτι έλεγε στην παρέα της. Ευδιάθετη, μία γύριζε προς τα δεξιά της που βρισκόταν η θάλασσα, μια προς την άλλη στα καφέ που βρίσκονταν στη σειρά, τα χέρια της μια υψώνονταν σαν να ήθελαν να ακουμπήσουν τον ήλιο που έκρυβε η τέντα, μια άνοιγαν σαν να ήθελαν να τους αγκαλιάσει όλους, μια χαμήλωναν σαν να τους θύμιζε ότι κάπου εκεί, βρίσκεται το τέλος του κόσμου. Σίγουρα θεατρίνα θα είναι σκέφτηκε ο Διογένης, μπορεί να παίζει κάποιον ρόλο. Το πρόσωπό της κοριτσίστικο, όμορφο, μα σκοτεινό σαν τον ρόλο που υποδυόταν εκείνην την ώρα, σε κάθε αποστροφή του λόγου της έπαιρνε την κατάλληλη έκφραση. Φόβου και οργής. Όπως οι κινήσεις της χόρευαν το ελαφρύ φόρεμα πάνω στο κορμί της, ο Διογένης νόμισε ότι ξαφνικά είχε μεταφερθεί σε κάποιο παράταιρη θεατρική σκηνή, όπου η «θεά» που λικνιζόταν απέναντι του τον καλούσε να χορέψει μαζί της. Σηκώθηκε όρθιος στη θέση του, κάποιος από την παρέα του τον κοίταξε παράξενα για λίγο, παρακαλούσε να τον προσέξει για μια στιγμή, να κερδίσει έστω μια φευγαλέα ματιά της. Τότε άκουσε τα χειροκροτήματα, οι φίλοι της είχαν σηκωθεί όρθιοι και την επευφημούσαν και τότε μόνο το πρόσωπό της μαλάκωσε, γλύκανε, χαμογέλασε σε όλους με ικανοποίηση. Τι ήταν αυτό που τους παρουσίασε εκεί μπροστά τους και τους ενθουσίασε τόσο; Δεν μπόρεσε να καταλάβει. 

  Η παρέα του ούτε που πήρε χαμπάρι, ο ένας άναψε κι άλλο τσιγάρο, ο άλλος ρούφηξε με ευχαρίστηση μια ακόμα βαθιά γουλιά απ’ τον καφέ του, ο τρίτος έλεγξε για πολλοστή φορά το κινητό του για μηνύματα. Μόνο ο Διογένης έστεκε ακόμη όρθιος, εκείνη ζητούσε συγνώμη από την παρέα της, έπρεπε να φύγει, αυτό κατάλαβε ότι τους είπε, εκείνοι δυνατά την αποχαιρέτησαν θυμίζοντας της το αποψινό πάρτι κι εκείνη φεύγοντας, του βεβαίωσε ότι θα τους βρει εκεί. Με βιασύνη σχεδόν δρασκέλισε το τραπέζι τους και βρέθηκε να την ακολουθεί από πίσω. Η παρέα του τον γιούχαρε μα εκείνος δεν τους έδωσε καμία σημασία.

  Βρισκόταν στο κατόπι της, πήγαινε προς το παλιό Διοικητήριο του νησιού, κρατούσε μια απόσταση από εκείνην που όλο μίκραινε. Εκείνη πέρασε μπροστά από ένα άλλο καφέ της περιοχής, χαιρέτησε εγκάρδια τον ιδιοκτήτη, εκείνος την κάλεσε για ένα ποτό, "αργότερα" του απάντησε και συνέχισε το δρόμο της, ο Διογένης για λίγο στάθηκε, έκανε ότι κάτι κοίταζε στην βιτρίνα του μαγαζιού με τα τουριστικά είδη, όταν την είδε να συνεχίζει τον δρόμο της, την ακολούθησε και πάλι.  Κατέβηκε τα ασπρισμένα  σκαλοπάτια προς τη θάλασσα, βγήκε στο παραλιακό, συνέχισε προς τους βράχους που έφτιαχναν τον κυματοθραύστη πριν την παραλία, πρέπει να τον είχε δει, εκείνον δεν τον ενδιέφερε πια να κρυφτεί, κάποια στιγμή γύρισε προς τα πίσω και του χαμογέλασε ενώ πατούσε γερά το πόδι της στον βράχο που είχε μπροστά της για να τον ανέβη. Εκείνος πλησίασε κι άλλο, την χαιρέτησε, δεν του απάντησε μόνο συνέχισε να σκαρφαλώνει, βγήκε από την πίσω πλευρά, στα πόδια της η θάλασσα, στο βάθος η παραλία με τους λουόμενους ενώ η μικρή πόλη ούτε που φαινόταν πια. Κάθισε σε έναν βράχο, έβγαλε τα σανδάλια της κι έβρεξε τα πόδια της, εκείνος στάθηκε πιο πέρα, την κοιτούσε αμίλητος, έψαξε τα τσιγάρα του, μόνο τον αναπτήρα βρήκε, πρέπει από την φούρια του να μην την χάσει να τα ξέχασε στο τραπεζάκι του καφέ που καθόταν πριν λίγο,  εκείνη τον κοίταξε στα μάτια.

-Γειά σου;

-Σε χαιρέτησα πιο πριν, δεν με άκουσες;

-Σου απαντώ τώρα! Δεν σου κάνει;

-Ναι, ναι… νόμισα ότι δεν με άκουσες.

-Σε άκουσα. Γιατί με ακολουθείς;

-Η παράστασή σου, μου έκανε εντύπωση!

-Παράσταση; Κάθε άλλο. Κάτι τους έλεγα κι ήθελα απλώς να τους κινήσω το ενδιαφέρον.

-Και ξεσήκωσες το ενδιαφέρον όλης της καφετέριας.

-Υπερβολές. Εκτός από σένα δεν είδα κανέναν άλλο να ενδιαφέρεται. Πως σε λένε; Εγώ είμαι η Ξένια.

-Διογένης! Χάρηκα για την γνωριμία.

-Γιατί χάρηκες; Ούτε που με ξέρεις.

Εκείνος κάθισε κοντά σε κείνην.

-Έτσι συνηθίζεται να λένε. «Χάρηκα για την γνωριμία.» Ποια είσαι λοιπόν;

-Δεν νομίζω ότι περιμένεις αληθινά να σου περιγράψω ποια είμαι.

-Μυστήρια είσαι.

-Έτσι λένε όλοι.

-Και δεν δε πειράζει αυτό;

-Έχω μάθει να πορεύομαι. Εξάλλου ποιος είναι νορμάλ στην εποχή μας;

-Εξαρτάται τι εννοείς νορμάλ.

-Ωραίος! Έρχεσαι στα λόγια μου. Η αλήθεια είναι ότι δεν μου αρέσουν πολύ οι άνθρωποι. Συνήθως είναι βαρετοί. Και το νησί αυτό. Μακάρι να μπορούσα να είχα ήδη φύγει.

-Πού θα ήθελες να είσαι τώρα; Δεν μπορώ να φανταστώ καλύτερο μέρος για κάποιον στο μεσοκαλόκαιρο από ένα νησί.

-Σε ένα δάσος, με ψηλά και πυκνά δέντρα όπου ο ήλιος δεν θα έφτανε ως κάτω. Όπου θα ακουμπούσες  το χέρι σου κάτω και θα ένιωθες την υγρή πατημασιά του λύκου που μόλις πέρασε. Που στο βάθος του, από κάθε κατεύθυνση θα άκουγες τα κρωξίματα πουλιών και γρυλίσματα των αγριμιών. Που θα σταματούσε η καρδιά σου με το που θα αισθανόσουν κάποιο τσάκισμα των κλαδιών.

-Δεν φοβάσαι να πηγαίνεις μόνη στο μονοπάτι του δάσους;

-Δεν είμαι η Κοκκινοσκουφίτσα, αν αυτό φοβάσαι.

-Κι αν ο λύκος βρίσκεται δίπλα σου;

Εκείνη μετακινήθηκε πιο κοντά του και τον κοίταξε στα μάτια.

-Κι αν ο λύκος είμαι εγώ;

-Αδυνατώ να το πιστέψω.

-Ως συνήθως, είσαι εγκλωβισμένος στα στερεότυπα. Κάθε κορίτσι είναι η Κοκκινοσκουφίτσα που απειλείται από τον κακό λύκο, που είστε εσείς τα αγόρια.

Τον πλησίασε ακόμα περισσότερο, μέχρι που τον έφτασε. Το στόμα της ακούμπησε στο αυτί του.

-Πες μου! Την νιώθεις την ανάσα του;

Εκείνος ξέφυγε προς τα πίσω.

-Είσαι παράξενη! Το ξέρεις;

-Γιατί; Επειδή σου χαλάω την εικόνα του αθώου θύματος που θα κατασπαράξεις  με τη γοητεία σου; Γιατί με ακολούθησες;

-Διότι εσύ είσαι, που γοήτεψες εμένα!

-Δεν κάνω εγώ τέτοια. Απλώς παίζω θέατρο. Αυτό μου αρέσει, αυτό κάνω όλη μου τη ζωή. Μου αρέσει που μπορώ να ξεβολεύω τον καθένα από την σιγουριά που πιστεύει ότι υπάρχει στη ζωή του.

-Είπες ότι δεν έπαιζες θέατρο.

-Παράσταση δεν έδινα, είπα.

-Και τώρα παίζεις θέατρο;

Τον πλησίασε, μέχρι που τον ακούμπησε και πάλι στο αυτί.

-Όχι, τώρα στα αλήθεια εγώ είμαι ο κακός λύκος.

Μία της κίνηση ήταν αρκετή για να ρίξει τον ανυποψίαστο Διογένη στο νερό.

-Είσαι τρελή; Να γνωριστούμε ήθελα μόνο.

-Τρελή, παράξενη, μυστήρια, χαρακτήρισέ με όπως θες. Αν θες όμως να με γνωρίσεις αληθινά, να ξέρεις εγώ με αυτούς τους κανόνες παίζω. Αν τους δέχεσαι καλώς, αν όχι, στο καλό!

Άπλωσε το χέρι της να τον τραβήξει έξω, εκείνος της το κράτησε με δύναμη και την πήρε μαζί του, βυθίζοντας την μέσα στο αλμυρό νερό. Για λίγο στριφογύρισε ο ένας γύρω από το άλλο, μέχρι που βρέθηκαν στην επιφάνεια.  

-Τώρα, αγαπητή μου Ξένια, παίζουμε με τους ίδιους κανόνες και οι δυο μας. Αν θέλεις το πάμε από την αρχή. Αν όχι…

Το στόμα της σφράγισε το δικό του, τα χέρια της τον έδεσαν σφιχτά στην πλάτη του, ενώ τα κορμιά του χάθηκαν στον βυθό.  Ούτε εκείνη εμφανίστηκε στο πάρτι, ούτε εκείνος έδωσε κανένα σημάδι στην παρέα του.

Οι έρευνες που ακολούθησαν από το λιμενικό και την αστυνομία απέβησαν άκαρπες. Η παρέα της Ξένιας δήλωσε ότι την γνώρισαν στο καράβι και διασκέδαζαν με τον τρόπο που τους παρουσίαζε τις αλλόκοτες ιστορίες της. Ένας λίγο ζαβός που συνέχεια γυρόφερνε στο λιμάνι, είπε ότι είδε τον Διογένη να μπαίνει στο καράβι την ίδια ημέρα της εξαφάνισής του. Ποτέ δεν έδιναν σημασία στα λεγόμενά του. Μέχρι σήμερα,  κανένας δεν ξέρει τι απέγιναν.



Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020

Μαγεία Xmas δέντρο των ευχών

 

 Η συμμετοχή μου, για την οποία χαίρομαι ιδιαιτέρως,  στο Χριστουγεννιάτικο δρώμενο της  Marina Tsardakli , σε  ένα  διαδικτυακό στόλισμα του δέντρου της, στη διεύθυνση: Xmas δέντρο των ευχών!

Το γράμμα μου είναι το Μ. Και η λέξη που διαλέγω: Μαγεία.

 Τις τελευταίες ημέρες, εκεί που ξαπλώνω, νιώθω αφόρητη
δυσφορία. Η αναπνοή μου σώνεται και ο ιδρώτας κατακλύζει το σώμα μου. Βλέπεις η χρόνια ανασφάλεια που με κυνηγάει από μικρό, όλο και συχνότερα κάνει την εμφάνιση της τώρα, στην εποχή του εγκλεισμού, της απραξίας και του φόβου. Μα δεν αφήνομαι, δεν της κάνω το χατίρι να με πάρει από κάτω της. Έχω βρει τον τρόπο να την αδρανοποιώ, έστω για λίγο μόνο, μέχρι να έλθει το ξημέρωμα.

Τι κάνω;

  Κλείνω σφιχτά τα μάτια μου, όπως έκανα παιδί, και μέσα τα βλέφαρά μου στην αρχή ασπρίζουν με ένα λευκό λαμπρό, εκτυφλωτικό. Στη συνέχεια εμφανίζονται τα χρώματα της χαράς μαζί με τον ζεστό ήλιο του καλοκαιριού, το γαλάζιο της θάλασσας, το πράσινο των βουνών, το χρυσό της άμμου, το κόκκινο του πόθου. Κι ακολουθούν οι ήχοι της Πατρίδας μου μαζί με την γλυκιά αλμύρα των κυμάτων να με κτυπούν στο πρόσωπο – το πλατάγιασμα του πελάγους καθώς σκάει στην ακτή, το θρόισμα των φύλλων της δροσερής κληματαριάς, οι εγωιστικές φωνές των παιδιών που ξεσηκώνουν από την θερινή ραστώνη τον καθένα. Κι εκεί, βρίσκεσαι εσύ... όμορφη, γλυκιά, ερωτική, όλο ζωή έτοιμη να με πάρεις ξανά από το χέρι σε ένα αψύ ταξίδι, απ’ αυτά που έτυχα μαζί σου να ζήσω παρόλη  την ασθενική μου κράση.

Κι τότε αναπνέω και πάλι και το χαμόγελο διαγράφεται στο πρόσωπο μου διότι ο ύπνος με έχει πάρει στην αγκαλιά σου, για να γιάνει μέσα στην βαριά σκοτεινιά του ουρανού την κάθε πληγή μου.

Μαγεία;

Μα αυτό κι αν είναι μαγεία, να μπορώ να ξαναζώ σαν χτες, να φέρνω εμπρός στα κλειστά μάτια μου τις ομορφότερες και γλυκύτερες στιγμές της μικρής έτσι κι αλλιώς ζωής μας, να μου κρατάς το χέρι και πάλι!

Επιπλέον ένα εορταστικό βίντεοFrank Sinatra & Bing Crosby - White Christmas 



Εύχομαι υγεία σε όλον τον κόσμο και δύναμη μέχρι να ξαναγυρίσουμε στις ζωές μας, μέσα στο 2021!


Ο φωτεινότερος φακός του κόσμου του Γιώργου Κασαπίδη

    Αν κάποιος θέλει να διαβάσει μια συλλογή διηγημάτων, για μια μικρή επαρχιακή πόλη, τη Δράμα (αλλά και άλλες περιοχές), με την αίσθηση το...