Αυτή είναι η τελευταία τακτική εγγραφή μου για τη φετινή σεζόν. Αν υπάρχει λόγος, κάτι με τσιγκλήσει, θα υπάρχει κάποια έκτακτη. Όπως είναι γνωστό, το καλοκαίρι δεν γράφω τόσο, αφήνω το μυαλό μου να ξεκουραστεί, μα κυρίως να δεχθεί νέα ερεθίσματα... η εποχή προσφέρεται. Κλείνω με μια εγγραφή, που θα προσθέσει έναν επιπλέον προβληματισμό, στο σοβαρό ζήτημα της γυναικείας κακοποίησης, που με απασχολεί έντονα το τελευταίο διάστημα:
Το να θεωρείται η γυναίκα κτήμα τους αντρός της, είναι μια πολύ παλιά αντίληψη, χιλιετιών θα μπορούσα να πω. Είναι η περίφημη πατριαρχία, η οποία επιβλήθηκε κυρίως, εξαιτίας της διαφορετικής σωματικής διάπλασης του άντρα, που μπορούσε να ανταπεξέλθει πιο εύκολα στις προκλήσεις μιας εποχής, όπου ο ισχυρότερος στη φύση επιβίωνε. Ύστερα ήταν και η περίοδος της κύησης, όπου η γυναίκα αδυνατούσε να έχει δυναμικό ρόλο στην κοινότητά της. Όλα αυτά βέβαια θα μπορούσαν να είχαν απαλυνθεί στο πέρασμα του χρόνου, αλλά οι κοινωνικές δομές που δημιουργήθηκαν, ήταν πολύ ισχυρές για να αποδεχθούν την ισάξια θέση της γυναίκας. Κάθε μορφή εξουσίας, θρησκευτική, πολιτική κλπ, επιθυμούσε να μην αλλάξει αυτή η τάξη των πραγμάτων.
Σήμερα, στον Δυτικό κόσμο τουλάχιστον, φαίνεται ότι η κοινωνία είναι έτοιμη να αποδεχθεί την πλήρη ισότιμη θέση της γυναίκας. Όχι ότι το έχει πετύχει, αλλά έχουν γίνει τεράστια βήματα. Όχι όμως στην Πατρίδα μας, όπως φαίνεται απ΄ όσα τραγικά εξακολουθούν να γίνονται τα τελευταία χρόνια. Έξι γυναικοκτονίες από την αρχή της χρονιάς, δεκάδες ξυλοδαρμοί και άλλες θλιβερές καταστάσεις συνθέτουν μια θλιβερή εικόνα. Πριν λίγα χρόνια, σε εγγραφή μου εδώ, δήλωνα αισιόδοξος (δες). Τρία χρόνια αργότερα, δυστυχώς, δεν βλέπω την πρόοδο που ανέμενα στην κοινωνία μας, ίσα ίσα την βλέπω να συντηρητικοποιείται ακόμα περισσότερο, να μένει προσκολλημένη σε στερεότυπα άλλων εποχών και με λυπεί ιδιαιτέρως όταν βλέπω σε νέους ανθρώπους να ενστερνίζονται συμπεριφορές που θα έπρεπε να είχαν εκλείψει από καιρό.
Στην εγγραφή μου εκείνη, είχα παρουσιάσει τρία παραδείγματα από την Παγκόσμια Τέχνη, που έδειχναν πόσο βαθιά ήταν ριζωμένα τα Πατριαρχικά πρότυπα στους ανθρώπους.
Σήμερα θα παρουσιάσω δημοτικά τραγούδια μας, με θέμα τους την γυναικοκτονία, με διάφορες προφάσεις και δικαιολογίες. Αυτό το κάνω για να δείξω από τη μια πόσο βαθιές ρίζες έχει αυτή η ιστορία αλλά από την άλλη θέλω να επισημάνω πόσο παράταιροι πρέπει να μας ακούγονται σήμερα οι στίχοι τους.
Μου αρέσουν τα τραγούδια αυτά, είναι κομμάτι της παράδοσής μας, τα
ακούω, κάποια τα έχω τραγουδήσει αλλά πάντα με σκωπτικό τρόπο, αναγνωρίζοντας ότι αυτά που πρεσβεύουν ανήκουν στο παρελθόν. Αν κάποιος θεωρεί, ότι απηχούν το σήμερα, τότε κουβαλάει μαζί του όλη τη μιζέρια εκείνης αλλά και της σημερινής εποχής.
Το πρώτο τραγούδι είναι το γνωστό: Βρε Μανόλη, βρε λεβέντη, βρε καλό παιδί το οποίο τραγουδιέται σε πολλές περιοχές της Πατρίδας μας. Με λίγα λόγια, κάποιος από την παρέα του Μανόλη περηφανεύτηκε ότι είδε την γυναίκα του μέσα στον κήπο τους, ο Μανόλης αυτό το θεώρησε μεγάλη προσβολή και επιστρέφοντας μεθυσμένος στο σπίτι του, την "έσφαξε". Το πρωί ξεμέθυστος πια μετάνιωσε αλλά το κακό είχε γίνει Οι παρακάτω στίχοι είναι από την Θράκη:
σήκω, βάλε τα χρυσά σου να πας στην εκκλησιά, (δις)
να σε δγιουν τα παλληκάρια, να μαραίνονται, (δις)
να σε δγιω κι εγώ ο καημένος, να σε χαίρομαι. (δις)
Παραλλαγή του παραπάνω τραγουδιού είναι και ο περίφημος Μενούσης της Ηπείρου και όχι μόνο, μιας και τραγουδιέται σε πολλές περιστάσεις από γάμους ως τραγούδι της τάβλας, πέρασε στο σχολικό πρόγραμμα. Το τραγούδησε και η Ειρήνη Παππά, στις "Ωδές" (1979) σε μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου.
Στην Κρήτη, έχουμε ένα δημοτικό τραγούδι, όπου η κόρη δολοφονείται από την ίδια την οικογένεια της, με πρωτοστάτη την ίδια την μητέρα της, διότι τόλμησε να δείξει συμπάθεια σε κάποιον άντρα, που όπως φαίνεται δεν είχε την έγκριση τους. Εντύπωση μου έκανε, ότι το τραγούδι αυτό το βρήκα και σε... συλλογή με νανουρίσματα. Στη νεότερη εκτέλεσή του, ο παρακατιανός που ζήτησε μια χάρη από την άτυχη κοπέλα, γίνεται Βασιλιάς, κι έτσι είναι γνωστό το τραγούδι σήμερα.
Μια κόρη ανθούς εμάζωνε κι ανθούς εκορφολόγα.
Να κάμει πέτσες με τσ' ανθούς, μαντήλια με τα ρόδα.
Κι ο Γιαννακής κατέβαινε απού λαγού κυνήγι.
Ζευγάρι ρόδα τση ζητά και τέσσερα του δίνει.
Κι η μάνα τζης, την εθωρεί π' ανάδιο παραθύρι.
Μωρή σκυλιά, μωρή βρωμιά, μωρή μαγαρισμένη.
Απού 'χεις δώδεκ' αδερφούς κι οι δώδεκ' αντριωμένοι.
Κι αργά δα 'ρθουν κι οι δώδεκα και δα σε μαντατέψω.
Κι αργά 'ρθανε κι οι δώδεκα, τη κόρη μαντατεύγει.
Ο γεις τση κόλα με σπαθί και άλλος με κοντάρι.
Κι ο ύστερος τση αδελφός μ' ένα καλαμοκάνι.
Κι η μάννα τζης τση κόλανε με τη χρυσή τζης ρόκα.
Κι ο κύρης τζης τση κόλανε μ' ένα κομμάτι κλήμα,
γιατί την ελυπούντανε, την πεντακακομοίρα.
Τη νύχτα τα μεσάνυχτα, η κόρη εψυχομάχε.
Κι η μάννα τζης στο πλάϊ της και τζαγκουρνοφωνάται.
- Ιντάχεις μάννα μου και κλαίς και τζαγκουρνοφωνάσαι;
- Κλαίω σε θυγατέρα μου, ποια ρούχα δα σου βάλω.
Η τα χρυσά ή τα΄αργυρά ή τα μαλαματένια.
Είτε τα λινοπράσινα, που σούχω στη κασέλα.
- Δε θέλω 'γώ, ούτε χρυσά, ούτ' αργυρά, ούτε μαλαματένια.
Ούτε τα λινοπράσινα, που μούχεις στη κασέλα.
Μόνο τα ρουχαλάκια μου τα ματοβουρωμένα,
που να ματοβουρώσ΄η γης και ν΄ακουστεί στη Χώρα,
πως με ματοβουρώσετε, για 'να ζευγάρι ρόδα.
Το τραγούδι το ακούμε σε μια πράγματι σπαρακτική εκτέλεση από τους Γιώργο και Νίκο Στρατάκη , με συμμετοχή του Θανάση Βασιλόπουλου.
Φυσικά δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και το περίφημο Γεφύρι της Άρτας, όπου θυσιάζεται η γυναίκα του Πρωτομάστορα για να στερεωθεί το γεφύρι. Μια θυσία, στην οποία συναινεί ο ίδιος, διότι η γυναίκα του ήταν αναλώσιμη μπροστά στον μεγάλο σκοπό του έργου, που έπρεπε να γίνει. Κι αυτό υπάρχει στα σχολικά εγχειρίδια.
Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες
γιοφύρι εθεμέλιωσαν στης Άρτας το ποτάμι.
Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.
Μοιρολογιούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες:
"Αλοίμονο στούς κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας,
ολημερίς να χτίζουμε το βράδυ να γκρεμιέται."
Πουλάκι εδιάβη κι έκατσε αντίκρυ στό ποτάμι,
δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σαν χελιδόνι,
παρά εκελάηδε κι έλεγε ανθρώπινη λαλίτσα:
"Αν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει,
και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα,
που έρχεται αργά τ' αποταχύ και πάρωρα το γιόμα."
Τ' άκουσ' ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει.
Πιάνει, μηνάει της λυγερής με το πουλί τ' αηδόνι:
Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα,
αργά να πάει και να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι.
Και το πουλι παράκουσε κι αλλιώς επήγε κι είπε:
"Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα,
γοργά να πας και να διαβείς της ʼρτας το γιοφύρι."
Να τηνε κι εμφανίστηκε από την άσπρη στράτα.
Την είδ' ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του.
Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέει:
"Γειά σας, χαρά σας, μάστοροι και σεις οι μαθητάδες,
μα τι έχει ο πρωτομάστορας και είναι βαργομισμένος;
"Το δαχτυλίδι του 'πεσε στην πρώτη την καμάρα,
και ποιός να μπει, και ποιός να βγει, το δαχτυλίδι νά 'βρει;"
"Μάστορα, μην πικραίνεσαι κι εγώ να πά σ' το φέρω,
εγώ να μπω, εγώ να βγω, το δαχτυλίδι νά 'βρω."
Μηδέ καλά κατέβηκε, μηδέ στη μέση πήγε,
"Τράβα, καλέ μ' τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα
τι όλον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν βρήκα."
Ένας πηχάει με το μυστρί κι άλλος με τον ασβέστη,
παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο.
"Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας!
Τρεις αδελφάδες ήμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες,
η μια 'χτισε το Δούναβη, κι η άλλη τον Αφράτη
κι εγώ η πιό στερνότερη της ʼρτας το γιοφύρι.
Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γιοφύρι,
κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες."
"Κόρη, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,
που 'χεις μονάκριβο αδελφό, μη λάχει και περάσει."
Κι αυτή το λόγον άλλαζε κι άλλη κατάρα δίνει:
"Αν τρέμουν τ' άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι,
κι αν πέφτουν τ' άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες,
γιατί έχω αδελφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει.
Και κλείνω με ένα τραγούδι του ακριτικού κύκλου, στο οποίο η άπιστη γυναίκα του Μαυριανού, δολοφονείται από τον απατημένο σύζυγό της, ενώ την κλαίει η μάνα της, η οποία όμως είναι αυτή που την εξώθησε στην απιστία.
Ο Κωσταντής, ο Μαυριανός κι ο Αλέξης ο µεγάλος
Ετρώσασι κι επείνασι στ’ Αλέξη το περβόλι
Κι εκίνησεν ο Μαυριανός κι επαίναν την καλή του
Κι επαίναν την καλίτσαν του, την αγαπητικιάν του.
– Ως είν’ το µήλο κόκκινο και το κυδώνιν άσπρο
Και το φεγγάρι τ’ άγλαµπρον, έτσι είναι κι η κυρά µου.
– Ως είν’ το µήλο κόκκινο και το κυδώνιν άσπρο
Και το φεγγάρι τ’ άγλαµπρον, έτσι είναι κι η κυρά σου,
Μα που δανείζει και πουλεί κι είναι ντροπή δικιά σου.
– Πλουσία είναι κι ας δανεί, αρκόντισσα κι ας δίνει.
– Ε Μαυριανέ µου κι άρκοντα,
Μακάρι και να δάνειζε γρόσια ’που το πουγκί σου,
Μα που δανείζει το φιλί κι είναι ντροπή δική σου!
– Και ποιος το ’πε και ποιος το λε’ και ποιος το βεβαιώνει;
– Εγώ το ’πα και εγώ το λε’ και ’γω το βεβαιώνω.
Κι αν δε µπιστεύκεις Μαυριανέ, κι αν δεµ πιστολοάσαι
Πιάσε και τουρκοφόρεσε και βάλε άλλα ρούχα.
Και ’λλάσει και τα ρούχα του και βάλλει Τούρκου ρούχα.
Όταν το 2012 ο εθνομουσικολόγος Λάμπρος Λιάβας, παρουσίασε για πρώτη φορά την εκπομπή του, το Αλάτι της Γης, στην ΕΡΤ, είχα γράψει εδώ στο ιστολόγιο μου:
"Το προτέρημα της είναι, ότι δεν αναστυλώνει την παράδοση από το παρελθόν για να μας την προσφέρει ως σωστή πρόταση, αλλά δέχεται ότι η παράδοση είναι ζωντανή, βίωμα αληθινό, ... Μία παράδοση η οποία συνεχίζεται, αφαιρεί τμήματα της, εμπλουτίζεται με νέα, ακολουθεί τον αργό δρόμο της εξέλιξης όπως κάθε ζωντανός οργανισμός.
Η παράδοση των Ελλήνων δεν είναι μουσειακό είδος αλλά κατάσταση δρώσα, ζωντανή, καθημερινή!" δες εδώ
Τα τελευταία χρόνια πολλοί καλλιτέχνες μας, κυρίως νέοι, όχι μόνο ανακαλύπτουν την παραδοσιακή μας μουσική, αλλά βρίσκουν το θάρρος, να επέμβουν σε αυτήν, με επιτυχία ομολογώ, προσπαθώντας να την φέρουν πιο κοντά στο σήμερα.
Κι όσοι γνωρίζουν τα σχετικά με το θέμα, το εγχείρημά τους δεν είναι εύκολο, μιας και ακόμη είναι ισχυρή η άποψη εκείνων που υποστηρίζουν, ότι δεν πρέπει, δεν δικαιούμαστε, να επεμβαίνουμε σε όσα μας παρέδωσαν οι πρόγονοι μας αλλά οφείλουμε να τα διατηρήσουμε και να τα παραδώσουμε, όπως τα παραλάβαμε στους επόμενους από εμάς.
Αυτός βέβαια είναι ένας μύθος, διότι όπως είναι γνωστό, ότι δεν εξελίσσεται, μένει στάσιμο και στο τέλος πεθαίνει. Άντε το πολύ πολύ να διατηρηθεί σαν μουσειακό είδος. Και η παραδοσιακή μας μουσική εξελίσσεται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η κρητική μουσική, όπου πριν κάμποσες δεκαετίες βασικό όργανο ήταν το βιολί και το μαντολίνο, ενώ σήμερα κυριαρχεί η λύρα και το λαούτο.
Σήμερα θα σας παρουσιάσω τρία παραδείγματα παραδοσιακών τραγουδιών, επιτυχημένων κατά την άποψη μου, για τα οποία μπορώ να έχω λόγο, μιας και γνωρίζω τους τόπους "καταγωγής" των τραγουδιών. Τρία διασκευασμένα παραδοσιακά τραγούδια της πατρίδας μας, με στίχο που ακόμα μπορεί να συνομιλεί με το σήμερα.
Πρώτο είναι, η Μηλιά, παραδοσιακό τραγούδι της Καρπάθου σε διασκευή και εκτέλεση Μάρθας Φριτζήλα. Ένα τραγούδι που φτάνει πίσω στον χρόνο, ως το Ύστερο Βυζάντιο. Παρουσιάζει την αντίθεση ενός νέου που νυχτοπερπατά πιθανόν για κάποια ερωτοδουλειά από την μια μεριά και από την άλλη, ενός άλλου νέου, αρχοντόπουλου και του Ρήγα* εγγόνι, το οποίο βρίσκεται θαμμένο, στον δρόμο του. Ζωή και θάνατος, το αιώνιο φιλοσοφικό ερώτημα, μας βασανίζει στο τραγούδι αυτό:
*Βασιλιά
Δεύτερο στη σειρά η Καρότσα, παραδοσιακό της Αλιστράτης Σερρών σε διασκευή και εκτέλεση του Δραμινού συγκροτήματος Pagan. Ένα τραγούδι που μας πάει πίσω, σε σκοτεινές εποχές, τότε που απήγαγαν από τα σπίτια τους τις νέες κοπέλες, για να τις πουλήσουν στα σκλαβοπάζαρα. Ένα τραγούδι που με τραγικό τρόπο είναι επίκαιρο ακόμη και σήμερα όπου το εμπόριο της γυναικείας σάρκας ανθεί. Και τρίτο στη σειρά ο Αφούσης, παραδοσιακό της Κάσου, σε διασκευή και εκτέλεση του συγκροτήματος Γκιντίκι. Ο Αφούσης πρέπει να ήταν υπαρκτό πρόσωπο, που έζησε στα μέσα του 19ου αιώνα. Σαλεμένος από κάποιο τραγικό γεγονός στην οικογένεια αλλά πληγωμένος κι από έναν ανεκπλήρωτο έρωτα, ζούσε στο νησί χωρίς να πειράζει κανέναν. Ίσα ίσα που ήταν πολύ αγαπητός σε όλον τον κόσμο και στα γλέντια πάντα κάτεχε μια καλή θέση, διότι έλεγε ιστορίες ή μύθους και έφτιαχνε στίχους οι οποίοι προκαλούσαν την ευθυμία σε όλη την παρέα.
Μία από τις καλές εκπομπές της ΕΡΤ, είναι το Μουσικό κουτί με τον Νίκο Πορτοκάλογλου και την Ρένα Μόρφη.
Μία δίωρη μουσική εκπομπή, με φοβερή ζωντάνια και η οποία μας δίνει την ευκαιρία να γνωρίσουμε καταξιωμένους Έλληνες καλλιτέχνες δίπλα δίπλα με νεότερους αλλά εξίσου ταλαντούχους. Κι οπωσδήποτε δεν πρέπει να αγνοήσω την φοβερή μουσική ομάδα που τους πλαισιώνει της οποίας την μουσική διεύθυνση έχει ο Γιάννης Δίσκος.
Στην τελευταία τους εκπομπή καλεσμένοι τους ήταν η Μάρθα Φριντζήλα και η Μαρία Παπαγεωργίου. Η πρώτη γνωστή ως ηθοποιός, σκηνοθέτης και ερμηνεύτρια που δεν φοβάται να πειραματιστεί για το καινούριο και η δεύτερη μια νέα χαρισματική καλλιτέχνιδα. Τραγούδησαν πολλά και διαφορετικά τραγούδια, αλλά σε αυτήν μου την εγγραφή, θα σταθώ σε ένα παραδοσιακό της Καρπάθου, την Μηλιά.
Το τραγούδι αυτό, η Μάρθα Φριντζήλα το διασκεύασε και τραγούδησε η ίδια πριν από αρκετά χρόνια, αλλά η από κοινού του εκτέλεση με την Παπαγεωργίου, το απογείωσε. Ξεκινά με ένα δίφωνο Ηπείρου, συνεχίζει με το γνωστό από την παράδοση τραγούδι της Καρπάθου, σταθερά ανεβάζει τέμπο και μετατρέπεται σε ένα διονυσιακό πανηγύρι αγάπης και έρωτα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Πορτοκάλογλου δάκρυσε, λέγοντας: "Αυτά συμβαίνουν, όταν τα τραγούδια έρχονται από την βαθιά σπηλιά του χρόνου". Πραγματικά υπέροχο!
Η διασκευή αυτή αποτελεί ένα θαυμάσιο παράδειγμα, που μας επιβεβαιώνει την δύναμη των θησαυρών της παράδοσής μας, οι οποίοι στα χέρια άξιων δημιουργών, μπορούν να σπάσουν τα στενά τοπικά όρια με τα οποία συνήθως τα συνδέουμε και να ακουμπήσουν σε ένα πολύ μεγαλύτερο ακροατήριο.
Για όσους θέλουν και τους στίχους πρόχειρους για να παρακολουθήσουν πιο εύκολα το τραγούδι, τους παραθέτω παρακάτω, αφού έχω διαχωρίσει τα τσακίσματά του:
Είχα την χαρά, τις δύο προηγούμενες Κυριακές, να παρακολουθήσω την εκπομπή της ΕΤ1, "το αλάτι της γης".
Μια εκπομπή που ασχολείται κύρια με τη παραδοσιακή μας μουσική και χορό. Υπεύθυνος της ο εθνομουσικολόγος Λάμπρος Λιάβας, ένας καταξιωμένος καθηγητής, από τους καλύτερους στο είδους τους!
Εκπομπή στο στούντιο - κάτι μου θυμίζει από την εκπομπή του Σπύρου Παπαδόπουλου - προσεγμένη όπως συνηθίζει η ΕΡΤ, επαρκούς χρόνου και αρίστης ποιότητας! Το προτέρημα της είναι, ότι δεν αναστυλώνει την παράδοση από το παρελθόν να μας την προσφέρει ως σωστή πρόταση, αλλά δέχεται ότι η παράδοση είναι ζωντανή, βίωμα αληθινό, τουλάχιστον σε μία μερίδα των Ελλήνων, κύρια της επαρχίας ( Δηλαδή όλων μας, πλην αυτών των μεγάλων αστικών κέντρων ). Μία παράδοση η οποία συνεχίζεται, αφαιρεί τμήματα της από το παρελθόν, εμπλουτίζεται από νέα, ακολουθεί τον αργό δρόμο της εξέλιξης όπως κάθε ζωντανός οργανισμός. Η παράδοση των Ελλήνων δεν είναι μουσειακό είδος αλλά κατάσταση δρώσα, ζωντανή, καθημερινή!
Τα πολυφωνικά τραγούδια της Ηπείρου, οι χοροί των Ποντίων όπου η μουσική διαπερνά όλο το κορμί τους, η χάρη των νησιώτικων χορών, η λεβεντιά της Κρήτης, της Ρούμελης και της Μάνης, είναι ζώσες καταστάσεις, όχι κυρίαρχες στον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό αλλά σίγουρα παρούσες!
Για όλα τα παραπάνω χαίρομαι για αυτήν την εκπομπή της ΕΡΤ! Εξάλλου αυτός είναι ο σκοπός της ΕΡΤ, Να δίνει χώρο σε πράγματα τα οποία δεν χωρούν στα εμπορικά ιδιωτικά κανάλια! Κι όμως, αυτήν την εκπομπή βρέθηκαν δημοσιογραφικοί κονδυλοφόροι να την κριτικάρουν αρνητικά, ότι έχει μεγάλο κόστος, ότι άδικα αντικατέστησε παλιά, μα πολύ παλιά αντίστοιχη εκπομπή.
Δεν εξυπηρετούν λοιπόν συμφέροντα αυτοί οι δημοσιογράφοι;