Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εύρη Βαρίκα Μοσκόβη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εύρη Βαρίκα Μοσκόβη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2023

ΣΤΑ ΚΑΡΠΑΘΙΚΑ ΤΡΙΣΤΡΑΤΑ της Εύρης Βαρίκα Μοσκόβη

 

Sta_Karpathika_tristrata
  Σήμερα η εγγραφή μου, είναι αφιερωμένη στο βιβλίο της Εύρης Βαρίκα - Μοσκόβη, Στα Καρπάθικα Τρίστρατα. Είναι μια συλλογή διηγημάτων ηθογραφικού κυρίως αλλά και λαογραφικού χαρακτήρα, που εκδόθηκε το 1958 στην Αθήνα, Αναφέρονται στο χωριό της καταγωγής της συγγραφέας, και χωριό μου, το Όθος της Καρπάθου. Ο τίτλος έχει συμβολικό χαρακτήρα, μιας κι όλες οι ιστορίες που παρουσιάζει, έρχονται σε εμάς με την μορφή κουρέττου (κουτσομπολιού) στα τρίστρατα των γειτονιών του χωριού.

  Ο χρόνος αναφοράς των διηγημάτων είναι ασαφής, μιας και δεν διακρίνεται κανένα ιστορικό στοιχείο, που θα μας βοηθούσε στη χρονολόγηση. Από τα συμφραζόμενα σε ορισμένα σημεία, πιθανόν να είναι η δεκαετία του 1910 -1920. Σίγουρα όμως η συγγραφέας έχει και δικά της μεταγενέστερα βιώματα, τα οποία ενσωματώνει μέσα στα κείμενά της.  Αυτό πιθανόν γίνεται σκόπιμα, διότι στα διηγήματά της ασκεί έντονη κοινωνική κριτική στα ζητήματα των σχέσεων, για το πως αυτές γίνονται δεκτές ή όχι, από την τότε κλειστή κοινωνία της Καρπάθου, αλλά και στιγματίζει αναχρονιστικές αντιλήψεις για τη θέση της γυναίκας.

  Γλώσσα γραφής είναι η Δημοτική, ενώ στους διαλόγους των κειμένων,  χρησιμοποιεί το Οθείτικο Καρπάθικο ιδίωμα, τόσο ζωντανά και εύστοχα, ώστε πολλές φορές στο μυαλό μου ταξίδευε στην παιδική μου ηλικία και ήταν σαν να άκουγα τους γεροντότερους του χωριού μου να μιλούν. (Για όσους είχαν ζήσει παλαιότερα στην Κάρπαθο, κάθε χωριό όσο κοντά κι αν ήταν με το άλλο, διέκρινες με άνεση τις λεπτές γλωσσικές αποχρώσεις του καθενός.)  Στο τέλος του έχει πλούσιο λεξιλόγιο, όπου αποδίδεται η μετάφραση των λέξεων στην νεοελληνική και ακολουθεί παράρτημα με τις χρησιμοποιούμενες παροιμίες, όπου δίδεται και η εννοιολογική τους εξήγηση (πολλές από αυτές της έχει δανειστεί από εργασία του σπουδαίου συντοπίτη μας, Μιχαήλ Μιχαηλίδη- Νουάρου).

  Η εικονογράφηση είναι του Γερ. Γρηγόρη και το βιβλίο τυπώθηκε το 1958 στο τυπογραφία της ΗΜΕΡΗΣΙΑΣ.

  Το πρώτο διήγημα έχει τίτλο ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ και αναφέρεται στην αγωνία που ζούσε κάθε οικογένεια , η οποία είχε κάποιον δικό της στα ξένα και μόνος τρόπος επικοινωνίας ήταν η αλληλογραφία με το ταχυδρομείο. Αν το γράμμα δεν ερχόταν αυτό προμήνυε κάποιο κακό για τον ξενιτεμένο άντρα του σπιτιού αλλά και στενοχώρια έως ένδεια για την γυναίκα και τα παιδιά του, οι οποίοι αναρωτιούνταν για την τύχη του αλλά και έμεναν δίχως οικονομικούς πόρους, μιας και δεν έρχονταν πια τα δολάρια ή οι χάρτινες λίρες, που έμπαιναν μέσα στον φάκελο, κρυμμένα ανάμεσα στα επιστολόχαρτα.

 Το δεύτερο διήγημα, Η ΚΟΥΛΛΟΥΡΑ, αναφέρεται στο μέγιστο των παραπτωμάτων ενός νέου της εποχής, να παντρευτεί κάποια κοπέλα από ξένο τόπο (ξενιτσά). Ξένος τόπος είναι κάθε τόπος εκτός του νησιού τους. Και ο ξενιτεμένος στο Μαρόκο γαμπρός εδώ, όχι μόνο φέρνει μαζί του μια ξένη αλλά και πρόσφυγα από τη Μικρά Ασία, ασχέτως αν είχε ελληνική καταγωγή. Ευτυχώς, που της πέρασε μόνο δαχτυλίδι αρραβώνα και όχι την Κουλλούρα, (τα στέφανα) κι έτσι μπόρεσαν να βρουν λύση σε αυτό το ατόπημα του νεαρού ξενιτεμένου. Για να καταλάβετε πόσο μεγάλο εθεωρείτο το παράπτωμα του, θα σας μεταφέρω μία φράση από το κείμενο, από το οικογενειακό συμβούλιο που αναζητούσε τρόπους να χωρίσει τους αρραβωνιασμένους:  

- Μιάλην εκολογιά* έχει, πολτούς συνζενείες**, τσαι θα πέσουν απάνω του να τα χαλάσου, είπε η Μαργαρώ. Εξανακούσθη μαθές πρωτογιός τσαι κανακάρης*** να πάρει ξενιτσά; 

* οικογένεια   **συγγενείς   *** αυτός που κληρονομεί όλη την πατρική περιουσία

Κι άλλη μία, όταν προξενεύουν στον γαμπρό μια χωριανή τους, που του αρμόζει και συγκρίνουν το βιος της μιας με της άλλης: 

- Τρεις προύτσες* επέρει παι(δ)ί μου. Αυτή θα κληρονομήσει τσαι τη κάλτα** της τη Φωτουλτσά, τσαι τον μπάρμπα της τον Αλέξη. Εξός*** τ' αμπελοχώραφα της, απούναιν α(γύ)ριστα! Όχι την ξενιτσά παι(δ)ί μου, που δεν έχει χώμα να θαφτεί.

* προίκες   **θεία   ***εκτός

  Το τρίτο διήγημα μιλά για ένα ΠΑΙΔΙΚΟ ΠΑΡΑΣΤΡΑΤΗΜΑ. Ήταν πολύ σύνηθες εκείνα τα χρόνια, οι μεγαλύτεροι να στέλνουν για θελήματα τους μικρότερους. Κι εδώ η μικρή πρωταγωνίστριά μας, έχει πάρει εντολή από τη γιαγιά της, η οποία είχε το χούι να μην ανέχεται να βλέπει κανέναν άπραγο. Μεγάλη Πέμπτη, μετά το σχόλασμα του σχολείου για τις γιορτές, της δίνει εντολή να πάρει ένα γεμάτο καλάθι με αυγά και να τα πάει στη γειτονιά του Αγίου Βλασίου, για να τα βάψουν.  -Σήμερα να γίνει η (δ)ουλειά, αύριο μόνο οι Εβραίοι τα βάφουν. Δυστυχώς όμως όλα πάνε στραβά και σίγουρα αυτό ήταν το Πάσχα, που θα την στοιχειώνει για πάντα.

  Στο διήγημα αυτό εκτός των άλλων, εντύπωση κάνει πόσο παράταιρο εθεωρείτο, να θέλει κάποια κοπέλα να πάει στο σχολείο και να μάθει γράμματα: Επαλταρέψατε* πιο μωρή, διά(β)ασε διά(β)ασε. Μ' ε φταίει καένας μόνον ο αφέντης σας. Πού κούστη μαθές οι κόρες να μαθαίνουν τόσα γράμματα;

*Παλαβώσατε

Ger_Grigori  Το τέταρτο διήγημα έχει τίτλο Η ΞΕΜΑΒΛΙΣΤΡΑ (η ξελογιάστρα) και μας λέει για μια χήρα και την κόρη της, νιοφερμένες από την Αμερική, που παραβαίνουν όλους τους άγραφους κανόνες της εποχής, ξεμυαλίζοντας όσους έρχονται σε επαφή μαζί τους. Οι γυναίκες του χωριού στέκονται απέναντί τους αλλά οι άντρες τους, αρέσκονται στο φέρσιμό τους.

Λένε για τη μάνα: Χήρα γυναίκα μαθές τσαι να φορεί τα μεταξωτά τσαι τα βελου(δ)ένα τσαι να (γ)υρίζει τα πανε(γ)ύρια τσαι τους χορούς;

Αυτά μέχρι που σκάει η είδηση, ότι ότι ο Γιώργης ο Αμερικάνος, ο πολυγροσάς (πλούσιος), ο γιος της Μαρούκλας, αρραβωνιάστηκε δίχως την άδεια της μάνας του, την κόρη της ξεμαβλίστρας. Η μάνα του κλαίει και οδύρεται και δίνει βαριές κατάρες στην υποψήφια συμπεθέρα της: -Τηχ χολή που ποτίστηκα σήμερο να μπτζει τσαι τσείνη σατ της φέρου α(δ)ικοσκοτωμένη τη λαχτάρα της.

Τελικά η ιστορία έχει αίσιο τέλος, καθώς η Μαρούκλα υποχωρεί στο φέρσιμο της ξεμαβλίστρας και της κόρης της και τις δέχεται με κάθε επισημότητα στο σπίτι της.  -Τροπιτσές* είναι Σοφίλλα μου. Εί(δ)ες μαθές νάρτουν οπροχτές, τσαι η μάνα τσαι η κόρη, να μου φιλού μαθές τα χέρια μου, τσαι να με παρακαλού η νύφφη μου με τα (δ)άκρυα στα μάτια να πάω στο γάμο...

* αυτές που έχουν καλούς τρόπους

 Το πέμπτο διήγημα ΤΟ ΞΕΝΑΚΙ, αναφέρεται σε έναν νέο δάσκαλο, από άλλο νησί της Δωδεκανήσου, ο οποίος υπηρετεί στο χωριό. Αν και ξένος εδώ δεν μπαίνει κανέναν εμπόδιο να παντρευτεί κάποια από τις κοπέλες του χωριού. Μάλιστα τα προξενιά από τις κανακαράες* του χωριού είναι συνεχή. Βλέπεις μια κοπέλα μπορούσε να παντρευτεί κάποιον από άλλον τόπο, διότι αφού είχε και το σπίτι και κτηματική περιουσία, δεν υπήρχε φόβος να εγκαταλείψει το νησί και τους συγγενείς της.  

*πρωτοκόρη, η οποία κληρονομεί όλη την προερχόμενη περιουσία από την μάνα της (και το σπίτι).

  Το επόμενο διήγημα Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ, αναφέρεται στον καημό των γυναικών, που έχουν μείνει μόνες στο χωριό, διότι ο άντρας του σπιτιού, λείπει στην ξενιτιά. Αυτό τις περιορίζει στις εξόδους και τις διασκεδάσεις του χωριού, διότι μία χήρα δεν ήταν πρέπον, να συνοδεύει την ελεύθερη κόρη της, ειδικά στις διασκεδάσεις των Απόκριων. Μετά από αναμονή και στενοχώρια ετών, εκείνη τη χρονιά, επιτέλους επιστρέφει ο ξενιτεμένος γιός τους από την Αμερική, φέρνοντας και μια πλούσια προίκα για την αδελφή του, για να γιορτάσει με τους συγχωριανούς του τις Απόκριες, που τόσο είχε νοσταλγήσει στα ξένα. Ευτυχισμένοι συμμετέχουν στα ιδιαίτερα έθιμα των Απόκριων του Όθους καθώς  πλέον δεν είναι μακριά κι ο χρόνος, που τα δύο αδέλφια, θα γλεντήσουν και στις δικές τους χαρές. ( όπου χαρές, εννοείται ο γάμος τους)

  Το έβδομο διήγημα ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟ ΝΗΣΙ, καλύτερα αφήγηση, αναφέρεται στα αυστηρά έθιμα της σαρανταήμερης νηστείας των Χριστουγέννων, στις ετοιμασίες που γίνονται στο σπίτι (ασπρίσματα, γενική καθαριότητα, στόλισμα) και το εδεσματολόγιο της γιορτής των Χριστουγέννων.

Ger_Grigori
  Το τελευταίο διήγημα ΤΑ ΣΥΒΒΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ  ΦΡΑΓΚΟΥΛΙΑΣ, παρουσιάζει την καλή τύχη της όμορφης μα ορφανής και φτωχής Φραγκουλιάς, να αρραβωνιαστεί εξ αποστάσεως τον ζάμπλουτο Αμερικάνο (με καταγωγή από τη Ρόδο) και όλοι να την ζηλεύουν αδυνατώντας να πιστέψουν ότι είχε αποσιωπηθεί το παραστράτημά της: -Δετ τα ξαίρεις μαθές διέκοψεν η Καλίσσα του Σταμάτη. Τσαι που τις έχομε τις φρόνιμες κόρες τι καλόν εί(δ)αμε; "Οι ακαμάτρες τσ' οι λωλλές έχου(ν) τις μοίρες τις καλές." Μ' ά(φ)εις ιά να (δ)ούμε αν θα την επάρει καλότυχη, αν υπά(σι) στ΄ αυτιά τ' αθθρώπου τα κα(μ)ώματά της, απού λέουσι μαθές πως κρα(τ)εί τα ραβασάτσατης * ο Εργαράς** του Πολυχρόνη του Ελυμπίτη. Ο Θεός να με συγχωρέσει (δ)έ τά(δ)α με τα μάδια μου, λέει τα ο κόσμος....

 * το ραβασάκι της    **Γιώργος (με περιπαικτική διάθεση)

Τα κουτσομπολιά όμως είχαν βάση. Η Φραγκουλιά πράγματι έτρεφε εδώ κι ένα χρόνο αισθήματα για τον  Γιώργη, ο οποίος ήταν όμορφος, γερός και δουλευταράς.  Τραγουδιστής και πρωτοχορευτής, όπου κανένας δεν τον παράβγαινε. Στην αρχή αντιστάθηκε στο προξενιό, που έγινε διαμέσου του ξενιτεμένου θείου της, που γνώριζε καλά τον γαμπρό. Στο τέλος η Φραγκουλιά, ζυγίζοντας τη φτώχια της, το μέλλον όχι μόνο το δικό της αλλά και της μικρότερης αδελφής της αλλά και του ακαμάτη αδελφού της, είπε το ναι. Καθοριστική ήταν και η συμβουλή της θείας της της Ερνιάς, που ήταν ο σύνδεσμος της με τον αγαπημένο της Γιώργη: 

-(Δ)ε βαριέσαι κόρη μου. Ούλες ε(γ)απούσαμε στα νιάτα μας, μα (δ)ε τους επήραμε. Εξαννοίξαμε το σύφφερό* μας. Εσού να ξαννοίξεις να σωθείς να σώσεις τσαι το σπίτι σου. Εγώ ξαίρεις πώς σ' α(γ)απώ τσαι θέλω το καλό σου."

*συμφέρον

Τα πλούσια δώρα έφτασαν από την Αμερική και εκείνη ετοιμαζόταν πλέον να εγκαταλείψει το σπίτι της, για να πάει να παντρευτεί στην Αμερική.

Ο Γιώργης έχοντας χάσει τη μάχη, σε μια τελευταία πράξη, αποχαιρετά την αγαπημένη του, κάνοντας της μια καντάδα με  με πειρακτικά δίστιχα. Εκείνη μέσα από τα κλειδαμπαρωμένα πορτοπαράθυρα, κλαίει με λυγμούς. Τελικά εγκαταλείπει τον τόπο της, με δάκρυα στα μάτια, μη γνωρίζοντας κανείς, αν αυτά ήταν από την χαρά για την ευτυχία της ή δάκρυα πόνου, για τα δυο γλυκά μάτια που άφηνε για πάντα πίσω στο νησί.

      Και μόνο για το βιβλίο της ΣΤΑ ΚΑΡΠΑΘΙΚΑ ΤΡΙΣΤΡΑΤΑ και όσα ανέφερα παραπάνω αλλά και όσα μας παρουσιάζει ο Μανόλης Δημελλάς στην έρευνα του στα Καρπαθιακά Νέα ( δείτε εδώ...  ), θεωρώ ότι οι Οθείτες, οφείλουν να τιμήσουν τη σπουδαία και πρωτοπόρα για την εποχή της, συμπατριώτισσα μας. Μια οφειλόμενη τιμή, σε μία γυναίκα που αγάπησε το χωριό μας, μας αφιέρωσε ένα σημαντικό ντοκουμέντο πια για τον παρελθόν μας, ανέδειξε τα αναχρονιστικά ήθη τα οποία πριν λίγα μόλις χρόνια αποτινάξαμε από πάνω μας. Μια άξια Καρπαθιά της διασποράς.

Ο φωτεινότερος φακός του κόσμου του Γιώργου Κασαπίδη

    Αν κάποιος θέλει να διαβάσει μια συλλογή διηγημάτων, για μια μικρή επαρχιακή πόλη, τη Δράμα (αλλά και άλλες περιοχές), με την αίσθηση το...