Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βιβλιοπαρουσιάσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βιβλιοπαρουσιάσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 20 Μαρτίου 2025

Ρέα Φραντζή

  Συνομιλώντας με την ηρωίδα του Χρήστου Βακαλόπουλου, Ρέα Φραντζή,  του μυθιστορήματος Η Γραμμή του Ορίζοντος.

Ήταν ένα περίεργο παιδί που δεν μιλούσε ποτέ, οι Έλληνες ήταν ακόμα ντροπαλοί τον Ιούλιο του 1971, μιλούσαν ελάχιστα.” 

Η πραγματικότητα είναι πιο πολύπλοκη. Θα σου έλεγα ότι τα αγόρια μοιράζονταν, τότε τουλάχιστον, σε δύο κατηγορίες. Εκείνα που ήταν διατεθειμένα να τσαλακώσουν προσωρινά την πρόσοψή τους δεχόμενα μια πιθανή άρνηση από τα χείλη εκείνης, που για μια στιγμή πετάρισε το είναι τους και τα άλλα, τα ντροπαλά ή δειλά αν προτιμάς, που θεωρούσαν ότι μια αρνητική απάντηση, συνεπαγόταν την οριστική καταβαράθρωσή τους από τον αόρατο θρόνο στον οποίο είχαν τοποθετήσει, αυτοί οι ίδιοι, τον εαυτό τους.

Και δεν χρειαζόταν να είσαι ούτε Ελβετός ούτε Άγγλος ούτε Έλληνας, απλώς αρσενικός, που από μικρός έδινες αλλεπάλληλες μάχες ενηλικίωσης. Από το γκολ που έπρεπε να βάλεις στην αλάνα, το πρώτο τσιγάρο που έπρεπε να γίνει με την εγγραφή σου στο Γυμνάσιο, τα πρώτα ποτήρια ποτού που όφειλες να αντέξεις όρθιος, ως την πρώτη φορά που θα επισκεπτόσουν τη γειτονιά με τα κόκκινα φανάρια. Έτσι γινόταν, σχεδόν όλοι το ήξεραν και σχεδόν όλοι το είχαν αποδεχθεί. Είπαμε η πραγματικότητα είναι πιο πολύπλοκη.

 Τι σκέφτονταν, τότε, τα κορίτσια απέναντι στις καρέκλες που τοποθετούνταν περιμετρικά του χοροστασίου, όπου γίνονταν τα πάρτι με βερμούτ; Τα αγόρια μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε. Για ένα μόνο είμαι σίγουρος, ότι τότε στην πλειοψηφία τους, αρνούνταν να μπουν γρήγορα στο παιχνίδι των σχέσεων, είχαν τη δύναμη να περιμένουν τον πρίγκιπα του παραμυθιού τους, στην ύπαρξη του οποίου είχαν πιστέψει με τρόπο αναμφισβήτητo, ώστε όταν αυτός θα στεκόταν κάποια στιγμή γυμνός απέναντί τους, τις περισσότερες φορές η πίστη τους στην ύπαρξή του τις είχε τυφλώσει τόσο, που το παραμύθι θα καταντούσε αληθινός εφιάλτης. Υπήρχαν βέβαια κι εκείνες που ευτύχησαν... 

...πλούσιες Περσίδες του έλεγαν ότι η ευτυχία μπορεί να είναι απόλυτη, ..., η ευτυχία διαλέγει με προσοχή τις παρέες της και τις κρατάει για πάντα κοντά της...” 

Πάντα υπάρχει και η άλλη πλευρά, κι εδώ γεννάται το χιλιοειπωμένο ερώτημα, άραγε υπάρχει ευτυχία κάπου, έστω κι ως ελάχιστες στιγμές στον χρόνο ή κι αυτή είναι ένα ακόμα ανθρώπινο εφεύρημα, μια ψευδαίσθηση ότι άξιζε σε κάτι η ζωή μας;


  Αλλά εδώ δεν μιλάμε για δεκατριάχρονα που έκαναν τσιγάρο στα κρυφά, ούτε καν για δεκαεξάχρονες με όλον τον κόσμο στην ποδιά τους, ούτε για κανέναν από το ξανθό γένος, ούτε βέβαια για κάποιες πλούσιες Περσίδες, αλλά για σένα, τη Ρέα Φραντζή, τριάντα δύο χρόνων, τη μελαχρινή με τα μαύρα γυαλιά και το τσιγάρο στο στόμα, την ελαφριά ντυμένη, με λίγα χρήματα στην τσέπη της, η οποία σπούδασες κάποτε Πολιτικές επιστήμες, η οποία είσαι έτοιμη να χωρίσεις, γι' αυτό βρέθηκες στην Πάτμο, για λόγους, που όπως ισχυρίζεσαι δεν γνωρίζεις, έτσι λες, σίγουρα ξέρεις πιστεύω εγώ, απλώς σε βολεύει προς στιγμή να τους κρατάς σε κάποια κρυφή γωνιά, βαθιά στην ψυχή σου. Πάντα ξέρουμε!

Και δεν χρειάζεται να είσαι ούτε Άγγλος, ούτε Ελβετός ούτε να ανήκεις σε κανενός είδους ξανθό γένος (προερχόμενο από τον πλούσιο ευρωπαϊκό Βορά), αυτό που κατακλύζει τις παραλίες μας κάθε καλοκαίρι, για να ξέρεις τον μυστηριώδη τρόπο να μαυρίζεις ομοιόμορφα, ως σημείου τελειότητας στον ήλιο. Και η παιδική φίλη σου να προσπαθεί να τους μιμηθεί, ακόμα και στο τέλειο μαύρισμά τους, και σε όλα τα υπόλοιπα και ποτέ να μην το πετυχαίνει. Αναμενόμενο! Εμείς γεννηθήκαμε στον ήλιο, τον απολαμβάνουμε όλο τον χρόνο, δεν τον ποθούμε, δεν μας χρειάζεται το τέλειο μαύρισμα για να αποδεικνύουμε ότι περάσαμε τις διακοπές μας κάτω από τον λαμπρό ήλιο της Μεσογείου...τόσο απλά! Ίσως θα έπρεπε να τους μοιάσουμε σε άλλα πράγματα, όπως την οργάνωση των κοινωνιών τους, όπως την βαθιά ριζωμένη τους αντίληψη ότι το συλλογικό συμφέρον είναι υπέρτερο του ατομικού, ότι πρέπει να μιλάμε λιγότερο και να πράττουμε περισσότερα. Ναι! "Η Ελβετία είναι πολύ καθαρή" και οι Γερμανοί πολύ οργανωτικοί και οι Ιταλοί ερωτεύσιμοι και οι Σκανδιναβοί σκληροτράχηλοι και οι Γάλλοι σωβινιστές, ναι, όλα αυτά τα στερεότυπα καλά κρατούν, αλλά εμένα, που έχω την τύχη ή την ατυχία να ζω εδώ, πόσο με ενδιαφέρουν αυτά;  Εμένα απλώς, Ρέα Φραντζή, με πονάει, το γεγονός ότι δεν έχουμε βρει ακόμη τα πατήματά μας, να μπορούμε να σταθούμε μόνοι μας, να μην ζηλεύουμε κανένα τους. Κι ακόμα με πονάει περισσότερο ότι μέρα με τη μέρα, γενιά με τη γενιά, χάνουμε την ταυτότητα μας, μαϊμουδίζουμε όλα τα κακέκτυπα της Δύσης, σαν οι σταυροφορίες να πέτυχαν τον σκοπό τους, μετά από τόσους αιώνες. Ναι! Εδώ συμφωνώ μαζί σου, αγαπητέ κύριε Βακαλόπουλε. Κι όχι δεν μας κατέκτησαν οι ορδές των τουριστών, που όπου σταθούν αποθανατίζουν τα τοπία μας με τις τέλειες φωτογραφικές του μηχανές, δεν κατακτιέσαι με αυτόν το τρόπο, υπάρχουν ισχυρότεροι τρόποι. Ο κινηματόγραφος, η τηλεόραση, τα έντυπα, οι εικόνες στην οθόνη μας, που διαφημίζουν ότι εκεί στη Εσπερία όλα είναι τέλεια, όλα είναι σύγχρονα, όλα προοδεύουν καθημερινά. 

 ...πέρασε πέντε χρόνια νομίζοντας ότι είναι παντρεμένη, προσπάθησε να διώξει μακριά τον παιδικό της εαυτό, τον έκανε κόσκινο από ψηλά ενώ αυτός ήταν μαζί της, τον πέρασε για κάποιον εχθρό και τον πυροβολούσε κάθε μέρα, τον είχε στο στόχαστρο, δεν τον άφηνε να βγει στα μέρη του.

Ρέα Φραντζή τελικά ήξερες! Μπορεί αυτό που ήξερες να ήταν λάθος αλλά έτσι συμβαίνει συνήθως. Δεν φταίει ο άντρας σου, ούτε κι εσύ φταις, σίγουρα όχι τόσο πολύ όσο θέλεις να λες, ούτε βέβαια και η ριμάδα κοινωνία. Μάλλον οι ευθύνες ανήκουν στον ίδιο τον γάμο και τα όρια που σου επέβαλε. Που από την μία μέρα στην άλλη βρεθήκατε και οι δύο εγκλωβισμένοι μέσα σε ένα πλαίσιο με κανόνες και υποχρεώσεις, που ο ενθουσιασμός της προηγούμενης, ενώ υποσχόταν παντοτινή αγάπη, γρήγορα σας εγκατέλειψε. "Παντοτινή αγάπη", κλισέ χολιγουντιανής ταινίας. Και αρνείσαι να τα δεχθείς όλα αυτά, στοχοποιώντας ως υπεύθυνη εσένα για τα γκρέμισμα κάθε παιδικού σου ονείρου. Μα και σε ποιον δεν συμβαίνει το ίδιο; Δύο επιλογές έχεις, ή παλεύεις για να επιβιώσεις μέσα σε αυτήν τη σύμβαση ή τα βροντάς όλα, συνεχίζοντας να παλεύεις αυτή τη φορά για την κατάκτηση κάθε ονείρου σου. Και οι δύο επιλογές έχουν το τίμημά τους. Η πρώτη τον συμβιβασμό στην πραγματικότητα και η δεύτερη να παρασυρθείς από το όνειρο σε έναν δύσβατο μονοπάτι, γεμάτο αποτυχίες. Ή και πάλι μπορεί να είσαι από εκείνες τις λίγες, που κατορθώνουν το ακατόρθωτο. Πάντα η επιλογή θα είναι δική σου!

Τίποτε δεν μένει ίδιο, ειδικά από δεκαετία σε δεκαετία όλα αλλάζουν, αλίμονο αν έμεναν ίδια, το διαπιστώνεις κι εσύ. Όλα γίνονται πιο γρήγορα, οι σχέσεις, οι συνευρέσεις, όλα πια τρέχουν, ίσως πιο γρήγορα απ' ότι μπορείς να αντέξεις, μόνο η απλότητά τους μένει η ίδια, όπως τότε που ήσαστε μαθήτριες:

"Όταν έδειχνες την Παρθένο πάνω στο χοντρό μολύβι με τα ζώδια σήμαινε ότι είσαι ερωτευμένη μαζί του. Αν σου την έδειχνε κι αυτός από μακριά, τότε τα είχατε. Αν ήθελες να τα χαλάσετε, έπρεπε να δείξεις τους Διδύμους."   

Κάπως έτσι και σήμερα. Δεν χρειάζονται πολλά λόγια πλέον, ούτε ψεύτικα ερωτόλογα, ένα μήνυμα ή ένα moji στο κινητό, μια κίνηση ότι ήλθε η ώρα κι όλα θα πάρουν το δρόμο τους. Βλέπεις Ρέα, όσο κι αν θέλουμε κάποια πράγματα να σταματήσουν κάπου, όλα κινούνται αδιάκοπα, όλα προχωρούν, όλα μας προσπερνούν, μα στο βάθος τους μένουν ίδια. Ίδιος παραμένει και ο πόνος που προκαλεί η απογοήτευση, όταν γκρεμίζονται τα πιο ουρανοπέταγα όνειρά μας.     

"Γνωρίστηκαν στην Βενετία, με φόντο τους κλεμμένους Βυζαντινούς θησαυρούς, είπε ναι, δέχθηκε.

Δεν ξέρω αλήθεια αν εσένα Ρέα Φραντζή, σε απασχόλησαν ποτέ τόσο πολύ, όσα βρίσκονταν γύρω σας, όσα κρύβονταν πίσω από τον Γιάννη όταν σου έκανε πρόταση γάμου, μόνο τρεις μήνες μετά την πρώτη σας γνωριμία, εκεί στη Βενετία. Το τέθριππο του θριάμβου που κοσμούσε τον ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης, το σύμπλεγμα της Τετραρχίας του 3ου αιώνα, το στέμμα του Λέοντα του Στ' του Σοφού, το δισκοπότηρο του αυτοκράτορα Ρωμανού. Σημασία δεν τους έδωσες ούτε τότε ούτε και τώρα! Αυτά απασχολούν τον δημιουργό σου, τον Βακαλόπουλο, εσένα όμως όχι. Εσένα το μόνο που σε ενδιέφερε ήταν ο Γιάννης και ο έρωτας σας, το καρδιοχτύπι που ένιωσες όταν σου έκανε την πρόταση κι εσύ χωρίς να σκεφτείς πολλά πολλά απάντησες ναι. Μα και τώρα που βρίσκεσαι στην Πάτμο, σε ένα από τα εναπομείναντα λείψανα του Βυζαντινού πολιτισμού, με τις ορδές των τουριστών γύρω σου, με τα δικά σου ερωτήματα από το που ξεκίνησες και που βρίσκεσαι, και πάλι δεν νομίζω ότι σε απασχολούν τέτοιου είδους ζητήματα. Τι πιο φυσιολογικό; 

Όσο κι αν επαίρεται ο κάθε συγγραφέας, ότι οι ήρωες του είναι δικά του δημιουργήματα, τόσο εκείνοι αυτονομούνται, τόσο εκείνοι αναλαμβάνουν το βάρος της δικής τους ύπαρξης, τόσο εκείνοι σπάνε τον ομφάλιο λώρο που τους δένει μαζί του. Ένα ακόμα από τα θαύματα της Λογοτεχνίας.

  Αυτονομημένη από τις ιδεοληψίες του συγγραφέα, θα συναντήσεις στις Λεύκες την περιπλανώμενη Ταϊλανδέζα Λι, που ξέμεινε στο νησί, τον Γάλλο που ξεχάστηκε στη δεκαετία του 50', τον Ισπανό σεναριογράφο, τον ντόπιο βοσκό, κι αυτό που θα κινήσει το ενδιαφέρον σας θα είναι η ιστορία του πλούσιου Αιγύπτιου, με καταγωγή από την Πάτμο, που έκτισε εκεί στη μοναξιά, τη διώροφη έπαυλη σε Ιταλικό στυλ, για να στεγάσει την ερωμένη του. Μα το μόνο που σε απασχολεί στα αλήθεια Ρέα, είναι να βρεις τα κατάλληλα λόγια, τα πιο δύσκολα λόγια, αυτά που πρέπει να γράψεις στον Γιάννη για να του ανακοινώσεις τη δίχως επιστροφή αναχώρησή σου.

Διότι τα λόγια δεν είναι τόσο εύκολα, συνήθως άλλα έχεις στο μυαλό σου κι άλλα λες, μόλις γράψεις την πρώτη λέξη οδηγείσαι αλλού, είναι δύσκολο το σωστό συνταίριασμα των λέξεων, τελικά καταλήγεις στην πιο απλή λύση, όσα θέλεις να πεις, να τα λες με τη σιωπή σου.

  Ρέα Φραντζήχάρηκα για τη γνωριμία, έστω κι αν η πραγματικότητα είναι πιο πολύπλοκη απ' ότι συνήθως έχουμε στο μυαλό μας, εύχομαι ο δρόμος που ακολούθησες να είναι ευκολοδιάβατος, κι αν πέσεις γρήγορα να σηκωθείς, πιο δυνατή την επόμενη φορά, εύχομαι να φτάσεις εκεί που ποθείς, εκεί που μόνο εσύ ξέρεις, εκεί που η παιδική απλότητα μπορεί να σκεπάσει κάθε αγωνία σου!

Πάτμος:  Φωτογραφία από Jim Black από το Pixabay

Υγ: Η εικόνα της Ρέας Φραντζή, είναι δημιούργημα της τεχνητής νοημοσύνης 

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2025

Φταίει, φταίει ο Ποιητής! Φταίει για το φως, για τη σκιά του φταίει.

 

Καρδιασμός

 

Η Ζωή σημαδεύει και σημαδεύεται.

Δεν κρύβεται.

Ζει ακόμη στο δικό της νησί

με ίδια τα ονόματά μας. τις ίδιες εποχές,

καθώς μας μιλά,

τους χωρισμούς συλλογάται…

Δυο των ανθρώπων οι χρόνοι!

Η 9η Νοέμβρη… ακόμη ψιθυρίζει.

Ψάχνει η Ζωή, ν΄ αγαπήσει τον Ποιητή της,

να ψηλαφίσει τους αρμούς του,

στο μάγουλο μας.

Καθώς το τέλος μας αφορά όλους,

μείναμε μόνοι στις σχεδίες των κορμιών,

στην άδικη μοιρασιά της Νύχτας.

Ήθελα τη Ζωή, στιγμή και αιώνα!

Να ξυπνάμε μαζί.

Να την περιμένουμε!

Οι μνήμες αιχμαλωτίζουν‧

δεν τραβούν τις κουρτίνες από τα μάτια μας.

Με τα σημάδια στα χέρια,

καμμιά Μαρία δεν με γνώρισε…

Κι ας αντηχούν τα μολύβια

κι οι λέξεις σε μικρές στάσεις,

ας δωροδοκούν.

Το χαρτί όλο φλόγες.

Κι εγώ, στην ανοιχτή πόρτα μπροστά, τρέχω ως το νήμα,

ως το ελάχιστο τέρμα, να μάθω γι΄ αυτήν.

Αυτή που λείπει, είν΄ η Ζωή.

Φταίει, φταίει ο Ποιητής!

Φταίει για το φως, για τη σκιά του φταίει.

Τη ξέρω αυτή τη Ζωή…

 

   Αυτό το ποίημα έλαβα, προ καιρού είναι αλήθεια, από τον Δραμινό φίλο και συνάδελφο Δημήτρη Τσουρούπη. Και όλοι σας μπορείτε να αισθανθείτε την χαρά μου, βλέποντας το μυθιστόρημά μου Στη Σκιά του Ποιητή, να έχει την ικανότητα να υποβάλλει έναν άνθρωπο στη βάσανο της γραφής ενός ποιήματος. Αλλά και για όσα συμπυκνώματα της γραφής μου περιέχει, τα οποία με έκαναν να σκεφτώ και πάλι την ιστορία που είχα γράψει. Βλέπετε η ποίηση, τέχνη την οποία δεν κατέχω, έχει τη δύναμη, κατ' άλλους τη χάρη, να μην χρειάζεται πολλές λέξεις για να εκφράσει όσα πραγματικά έχουν κάποια αξία στη ζωή του ανθρώπου.

  Με τον Δημήτρη κατά καιρούς, έχω κάνει πραγματικά ενδιαφέρουσες συζητήσεις για τα εκδοτικά πεπραγμένα της χώρας μας, γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα, αλλά κυρίως ο λόγος του με στήριξε, όταν απέναντι μου έβρισκα πόρτες κλειστές. Με βοήθησε να θυμηθώ ότι η γραφή είναι κυρίως μια πράξη εσωτερικής αναζήτησης και ευχαρίστησης, γι΄ αυτό γράφουμε, χωρίς να παραγνωρίζει και την χαρά μιας έκδοσης.

  
Ο Δημήτρης βέβαια γράφει ποίηση εδώ και πολύ καιρό, σεμνός όμως καθώς είναι, ποτέ δεν θέλησε να "παίξει" με τα λογοτεχνικά κυκλώματα. Αυτό "έσπασε" κατά κάποιον τρόπο πριν λίγο καιρό, όταν κατόπιν παρότρυνσης αγαπημένων φίλων του, αποφάσισε να αυτοεκδώσει πέντε συλλογές ποιημάτων του, σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων. Θεωρώ τον εαυτό μου ευτυχή που μου τις δώρισε. Και με μεγάλη χαρά θα παρουσιάσω από το ιστολόγιο μου, ένα μικρό δείγμα της δουλειάς του, αποσπάσματα που ερέθισαν τις εσωτερικές χορδές μου πάλλοντας τη ψυχή και την καρδιά. Αν αυτό δεν είναι το ζητούμενο στην ποίηση, τότε ποιο είναι;

...Απριλίου 1987
 
 "Το ήξερα πως δε θα ξαναχαιρόσουν...
Το ότι οι όχθες Σου, γκρέμισαν για μένα, το ήξερα.
Μαζί μου, είσαι με άρτια και σπασμένα φτερά...
Σ'  άφηνα στη μοναξιά και τό 'ξερα,
δίχως πουκάμισο στην Ολυμπιάδα και τό ήξερα.
Με περίμενες.
Με πηλό και φλέβα, με περίμενες...
Κι έγινες νερό που σκούριασε.
Νηολόγιον Ιερισσού 1265.
Ίτσα εγώ, δακράκι εσύ."
                                               είπε η Μαρία

την ίδια μέρα

  "Λεπτά τα νήματα τής Ζωής
μήτε ψίθυρο δεν αντέχουν.
Όταν πηγαίνανε μαζί σχολείο...
Η ώχρα του Χρόνου, μας πάει όλο Νότια.
Το βότσαλο βαθούλωσε.
Στον ορίζοντα τών ψυχών
το παρελθόν παρελαύνει.
Όταν ήρθα!
Τι ν'  αρνηθώ!
Στιγμές και μεσημέρια στο κοχύλι..."
                                                είπε η Μαρία

από τη συλλογή: Προθεσμία ως την αυγή 2


Απουσία

Παλιές εικόνες
με γαλάζιες ποδιές, δε λένε
να κοιμηθούν.
Ποιήματα με σημαδεύουν.
Χέρια που κατέβασαν σύννεφα,
για απάντηση στη μάγισσα βροχή.
Όνειρα προς το Βερτίσκο...
Πριν το Αθάνατο Νερό,
σ΄ ένα ποτάμι, ξεδιψούν τα δέντρα.
Στην πρώτη κρίση γυρίζω,
στο άγιο κακό.
Ψάχνω πληγές στις λέξεις.
Το αύριο, βλέμμα, δίχως καμπούρα
την Αυγή, δίχως τσακμακόπετρα...
Μάταιο τραίνο στην ανηφόρα.
Δίπλα οι πορτοκαλεώνες.
Κι όλο ασβεστώνεται ο σταχτής λύκος,
νους μου!
από τη συλλογή: άρνης αΜΜωτά


Εκεί έξω

Ακρωτήριο Λίκερι.
Σκουριά!
Το τοπίο στην κανέλα του.
Τεταρτημόρια Σι-δι-ρο-κά-στρου,
σπαραγμοί Βυρώνειας.
Εικόνες από αντηχείο.
Μνήμες στο ράφι, ως την Πανσέληνο στάση.
Ασπρόμαυρα ουράνια τόξα η επαρχία μου.
Διάτρηση στο βλέμμα Σου,
η ανοξείδωτη της γέφυρας νιότη.
Με δικό της μαντείο η χώρα μου.
Με δικό της χρησμό.
Στην πρώτη πέτρα, η Οφηλία στ΄ άσπρα,
γυρνά τις σελίδες μας.
από τη συλλογή: αΜοργός Καία




Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2025

ΕΝΑ ΝΗΣΙ της Karen Jennings

  Το μυθιστόρημα ΕΝΑ ΝΗΣΙ, της Νοτιοαφρικανής συγγραφέας, Karen Jennings,  διαπραγματεύεται με απλό και αβίαστο τρόπο θέματα όπως είναι η μοναξιά, η εξουσία με τις φρούδες υποσχέσεις της και την ξενοφοβία. Όλη η δράση του εξαντλείται σε τέσσερις μέρες, οι οποίες όμως είναι αρκετές για να δημιουργηθεί μια ιστορία, η οποία κρατά το ενδιαφέρον αμείωτο κάνοντας το μυαλό συνεχώς να αναρωτιέται για τα παραπάνω ζητήματα.

  Η μοναξιά αφορά τον πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος, τον εβδομηντάχρονο Σάμουελ και τον καθημερινό αγώνα του στο ιδιαίτερο περιβάλλον που βρίσκεται. Σε ένα απομονωμένο νησί, εκτελεί χρέη φαροφύλακα, ξεχασμένος σχεδόν απ' όλους, ειδικά από το κράτος. Οι μόνοι που τον επισκέπτονται κάθε δεκαπέντε μέρες, είναι ο Τσίμελου και ο γιός του, οι οποίοι τον εφοδιάζουν με τις απαραίτητες προμήθειες. Ο Σάμουελ στα είκοσι χρόνια που βρίσκεται στο νησί, έχει φροντίσει όσο του επιτρέπουν οι δυνάμεις του να το κρατήσει ζωντανό, πέρα από τον φάρο που φέγγει ρυθμικά την νύχτα. Έχει φτιάξει έναν μικρό κήπο, συντηρεί αρκετές κότες, καθαρίζει το έδαφος από τα ατελείωτα αγριόχορτα και κυρίως περιμαντρώνει όλον τον χώρο, με ένα πετρόκτιστο τοιχίο.  Το μόνο παράξενο που συμβαίνει είναι ότι πότε πότε, στις ακτές ξεβράζονται ανθρώπινα κουφάρια, τα οποία ο Σάμουελ ενσωματώνει μέσα στο τοιχίο του, μιας και καμία κρατική υπηρεσία δεν ενδιαφέρεται για την τύχη τους. Το νησί από τα συμφραζόμενα υποψιαζόμαστε ότι ανήκει στην αφρικανική ήπειρο αν και η συγγραφέας ούτε το ονομάζει ούτε ορίζει την χώρα στην οποία ανήκει. 

  Όλα αυτά μέχρι την ημέρα που στο νησί ξεβράζεται, για πρώτη φορά, ένας ζωντανός ναυαγός, ένας ξένος, ο οποίος αδυνατεί να συνεννοηθεί με τον Σάμουελ. Το μόνο σίγουρο είναι ότι είναι κάποιος άνθρωπος, ένας μετανάστης, ένας λαθρομετανάστης, ένας κυνηγημένος, ποιος ξέρει; λίγη σημασία έχει αυτό! Ο Σάμουελ αρχικά τον περιθάλπει, στη συνέχεια όμως ζει ένα δράμα καθότι τον υπερνικά ο φόβος, για τον άγνωστο άνθρωπο που έχει πια δίπλα του και με τον οποίο οφείλει να συγκατοικήσει στην ελάχιστη έκταση του νησιού. Φοβάται ότι ο ξένος θέλει να του πάρει ότι αυτός έχει φτιάξει εκεί, φοβάται το ξεβόλεμά του, φοβάται ακόμα ότι ο ξένος απειλεί και την ίδια τη ζωή του. Είναι ο φόβος απέναντι σε οτιδήποτε ξένο, ο οποίος γίνεται εντονότερος όσο καταλαμβάνουν τα γηρατειά τον άνθρωπο.

  Σε αυτές τις τέσσερις μέρες - δεν θα σας πω φυσικά πως τελειώνουν - ο Σάμουελ κάνει συχνές αναδρομές στην πρότερη ζωή του. Ζωή η οποία δεν απέχει από τη μοίρα εκείνων των απόκληρων της κοινωνίας, που πιστεύουν με την ορμή των νιάτων τους σε μια καλύτερη ζωή.  Ερωτεύεται την ατίθαση επαναστάτρια Μέρια και δέχεται ως παιδί του αυτό που κυοφορεί, αν και υποψιάζεται ότι δεν είναι δικό του. Που παρά τους αρχικούς δισταγμούς του τελικά εμπλέκεται ενεργά στην ανατροπή του στυγνού καθεστώτος που κυριαρχεί στην χώρα του. Και αυτή η απόφασή του έχει καταστροφικές συνέπειες για όλη τη ζωή του καθώς φυλακίζεται για περισσότερο από δύο δεκαετίες μέχρι να αλλάξουν τα πράγματα.

 Μέσα από τος αναδρομές αυτές, στοχαζόμαστε τη ματαίωση όλων εκείνων των αγώνων στο όνομα μιας επανάστασης κι ενός υποσχόμενου, πιο δίκαιου μέλλοντος, διότι οι ηγέτες της αδυνατούν να αποβάλλουν την αίσθηση ότι πρέπει η εξουσία να τους ανήκει δια παντός, αυτήν που με αίμα κατάκτησαν, όχι το δικό τους αλλά των άλλων, των απλών μικρών, ασήμαντων ανθρώπων, αυτών που ως μόνο μπούσουλα τους είχαν την ιδεολογία της ελευθερίας ή τη δικαιοσύνη ή το όνειρο μιας αόριστης δημοκρατίας. Συγχρόνως βλέπουμε, το ξέρουμε ότι η ζωή και τα γεγονότα που τη συνοδεύουν, εξελίσσονται πολύ πιο γρήγορα απ' ότι εμείς οι ίδιοι μπορούμε, πολλές φορές να αντέξουμε. Ο Σάμουελ είναι ένας από αυτούς, που αδυνατεί πλέον να συγχρωτιστεί με τους άλλους ανθρώπους, έχει μάθει τη μοναξιά από την φυλακή, αδυνατεί να ενσωματωθεί σε μια κοινωνία που έχει πια αλλάξει ριζικά, μετά την πολύχρονη φυλάκισή του.

  Το μυθιστόρημα της 
Karen Jennings διαβάζεται εύκολα, σε κάνει να αναλογιστείς πολλά θέματα σε διαφορετικά επίπεδα, θέματα που απασχολούν κι εμάς καθημερινά (ξενοφοβία, ρατσισμός, μεταναστευτικό, δημοκρατία, επαναστάσεις και εξεγέρσεις, μοναξιά και γηρατειά, το πέρασμα του χρόνου). Εύκολα σε τοποθετεί εκεί που διαδραματίζεται όλη η ιστορία, όσο μακρινός ή απροσδιόριστος κι αν είναι ο τόπος αυτός. Κατορθώνει κατά κάποιον τρόπο, να σε κάνει ένα με τον κεντρικό του ήρωα, να βιώσεις τον πόνο που του χάρισε απλόχερα η ζωή, να συμμεριστείς τη μοναξιά, την απομόνωση στην οποία υπέβαλε τον εαυτό του, τους φόβους του. Κι αυτό πιστεύω ότι είναι το μεγάλο προτέρημα του βιβλίου αυτού.
Η εικόνα δημιουργήθηκε με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης


Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2024

ΑΤΙΜΩΣΗ του J.M. COETZEE

  Υπό κανονικές συνθήκες δεν θα είχα τίποτα να πω για ένα τέτοιο μυθιστόρημα. Μέχρι του σημείου εκείνου, που η πρωταγωνίστρια του παραδίδεται αμαχητί, σε μία αρρωστημένη αντίληψη (κατ΄εμέ), ότι πρέπει κι εκείνη να πληρώσει το τίμημα όλης της φρικτής πολιτικής του απαρτχάιντ, που άσκησαν οι λευκοί Νοτιο Αφρικανοί συμπατριώτες της έναντι των μαύρων κατοίκων της χώρας τους. Και η παράδοσή της, άνευ όρων, σε αυτήν της την αντίληψη, μου είναι σε τέτοιο σημείο αδιανόητη, που δεν θα διστάσω να πω ότι εξοργίστηκα με τον πολυβραβευμένο - και κάτοχο του Νόμπελ -  Τζων Μάξουελ Κουτσί, που επέλεξε η πρωταγωνίστρια του, η Λούσι, να λειτουργήσει με αυτόν τον τρόπο. Εκφράζει μια λάθος αντίληψη, όπου για το "συλλογικό κακό" πρέπει να τιμωρηθεί κάθε ένα άτομο, ανεξαρτήτως αν συμμετείχε ή όχι στα εγκλήματα του καθεστώτος, που κυριάρχησε στην Νότιο Αφρική για σαράντα τρία ολόκληρα χρόνια.

  Το μυθιστόρημα γράφτηκε πριν από 25 χρόνια, λίγα χρόνια μετά την κατάργηση του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική. Ένα ιδιαίτερο πολιτικό καθεστώς, όπου επέβαλε των διαχωρισμό των ανθρώπων ανάλογα της φυλή τους, σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές, μέσα στη χώρα τους (1948). Σταδιακά περιοριζόταν κάθε πολιτικό δικαίωμα των μη λευκών μέχρι το 1991, που το απεχθές αυτό καθεστώς διαλύθηκε μετά την υποχώρηση των ακραίων ρατσιστών και τη νίκη του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσο, του οποίου ηγούνταν ο Νέλσον Μαντέλα.

  Σίγουρα είναι νωπές ακόμη οι μνήμες όσων λευκών αντιτάχθηκαν στο σκληρό καθεστώς, που διαχώριζε τους ανθρώπους της χώρας τους σε παρίες και "ευγενείς". Από εκεί και πέρα η ίδια η χώρα, η νέα πολιτική πραγματικότητα, επέλεξε να ζήσουν όλοι μαζί, με ίσα δικαιώματα, αφήνοντας πίσω από την πολιτική ιστορία του τόπου τους το παρελθόν, δίχως ρεβανσισμούς και αχρείαστες πολιτικές εμμονές. Τώρα γιατί ο συγγραφέας, επιλέγει σε αυτό του το μυθιστόρημα το αυτομαστίγωμα, δεν το καταλαβαίνω.

  Η ιστορία κινείται μεταξύ του χωρισμένου καθηγητή Ντέιβιντ Λούρι και της κόρης του Λούσι. Ο πατέρας έχει χάσει τον ενθουσιασμό του για τη διδασκαλία νιώθει όμως ευτυχισμένος με την εβδομαδιαία του συνεύρεση με μία ιερόδουλη. Μέχρι την ημέρα, που ερωτεύεται μια φοιτήτρια του. Ο τρόπος που την κατακτά δεν είναι πολύ κανονικός, το σκάνδαλο δεν αργεί να ξεσπάσει, αυτός παραδίδεται αμαχητί στις κατηγορίες που του προσάπτονται και διώκεται από το Πανεπιστήμιο. Αποφασίζει να πάει για λίγο στην κόρη του, την Λούσι, η οποία ζει αποκομμένη σε ένα αγρόκτημα, φυλάσσοντας σκύλους. Κι εκεί βλέπουμε ότι η Λούσι, ζει μια ζωή που σίγουρα δεν της ταιριάζει, το παραβλέπουμε όμως αυτό, ενήλικη είναι όπως της αρέσει. Ως τη στιγμή που βιάζεται από μία ομάδα βίαιων, νεαρών μαύρων. Κι εδώ αρχίζουν τα περίεργα. Αρχικά αρνείται να καταγγείλει το γεγονός, στη συνέχεια έγκυος (απόρροια του βιασμού) παραδίδεται στον μαύρο, φαλλοκράτη γείτονά της, ήδη παντρεμένο με παιδιά, δεχόμενη να γίνει μια από συζύγους του, για να έχει την προστασία του.

  Η Λούσι έχει την δυνατότητα να τα αφήσει όλα αυτά πίσω και να ζήσει στην Ολλανδία, μιας κι έχει Ολλανδική υπηκοότητα, με κάθε ελευθερία στον τρόπο ζωής της, αλλά το αρνείται. Παραδίδεται αμαχητί σε μια μοίρα, την οποία προσωπικά εγώ, αδυνατώ να καταλάβω.

  Το μυθιστόρημα Ατίμωση του Κουτσί διαπνέεται από μια διάχυτη απαισιοδοξία, όχι μόνο για τους δύο πρωταγωνιστές του αλλά και για το μέλλον της χώρας τους. Μια ανεξήγητη παραίτηση από την ζωή και του πατέρα και της κόρης. Δεν ξέρω, ίσως ήθελε να δείξει, πόσο οδυνηρή ήταν τελικά για τους λευκούς η κατάργηση του απαρτχάιντ; Γιατί αυτό που εκ πρώτη όψεως εξάγεται, ότι και οι λευκοί έπρεπε να πληρώσουν το δικό τους τίμημα στην ιστορία, εγώ δεν το αντιλαμβάνομαι καθώς η ίδια η χώρα δεν λειτούργησε με αυτόν τον τρόπο. Κι εδώ φάνηκε το μεγαλείο και η πολιτική ωριμότητα του Νέλσον Μαντέλα, που ηγήθηκε της ειρηνικής μετάβασης της χώρας προς τη Δημοκρατία.

  Και το τελικό ερώτημα για να μην παρεξηγηθώ:

 Οφείλει η λογοτεχνία να είναι πάντα εύπεπτη, με ωραίο τέλος κλπ.; 

  Όχι βέβαια, αλλά από την άλλη  έχω το δικαίωμα σε μια εποχή που η κατάκτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι ένα από τα βασικά προτάγματα στον Δυτικό κόσμο, να οριοθετώ τις αντιλήψεις, και στη λογοτεχνία, όπου έστω κι αν η παραίτηση των δικαιωμάτων αυτών γίνεται οικειοθελώς, για εμένα να μην αποτελεί επιλογή!

Τετάρτη 24 Απριλίου 2024

Ο φωτεινότερος φακός του κόσμου του Γιώργου Κασαπίδη

   Αν κάποιος θέλει να διαβάσει μια συλλογή διηγημάτων, για μια μικρή επαρχιακή πόλη, τη Δράμα (αλλά και άλλες περιοχές), με την αίσθηση του χιούμορ παρούσα, ενίοτε και με σαρκασμό, γραμμένα με σουρεαλιστική διάθεση αλλά κυρίως δίχως τη μιζέρια που κάποιοι θέλουν να προσδίδουν στους μικρούς κι απομακρυσμένους από το κέντρο  τόπους μας, ο Φωτεινότερος φακός του κόσμου του Δραμινού συγγραφέα, ποιητή και φωτογράφου Γιώργου Κασαπίδη θα τον ενθουσιάσει. 

  Μικρές ιστορίες εμπνευσμένες από την καθημερινότητα, που σε πρώτη ανάγνωση αποπνέουν μια περίεργη "ελαφρότητα", αλλά σίγουρα όσο προχωράς ανακαλύπτεις ένα στιβαρό φιλοσοφικό υπόβαθρο. Αυτό που φαίνεται ότι απασχολεί τον συγγραφέα ιδιαιτέρως είναι το παιχνίδι ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο. 

  Το ονομάζω παιχνίδι, διότι πολύ εύκολα ο Γιώργος Κασαπίδης μας μεταφέρει από τη μια διάσταση της ύπαρξης μας στην επόμενη... κατάσταση, την οποία αντιμετωπίζει ως κάτι το αυτονόητο. Κι όση τραγικότητα κι αν εμπεριέχει ο θάνατος, την ίδια έχει και η ζωή, συγχρόνως όμως, όση ασημαντότητα, αμηχανία ή ευθυμία περιέχει η ζωή, τα ίδια μπορεί και ο θάνατος.

  Στα διηγήματά του, μικρογεγονότα της καθημερινότητας, με την ματιά του παρατηρητή ο οποίος στη συνέχεια γίνεται ο αφηγητής που όλα τα γνωρίζει, έρχονται για να μας βασανίσουν με δεύτερες σκέψεις, για να πιστοποιήσουν ότι αυτά που ζούμε ποτέ δεν είναι τόσο απλά, ή τόσο αστεία, όσο αρχικά θεωρήσαμε.  Όπως οι "τέσσερις εύσωμες γυναίκες, σχεδόν υπέρβαρες, σχεδόν μέσης ηλικίας, σχεδόν συμπαθητικές" οι οποίες βγήκαν σε ένα καφέ της πόλης τους για να τα πούνε. Χαριεντίζονται μα συγχρόνως θάβονται μεταξύ τους, αγωνιούν για το μέλλον αλλά παλεύουν το παρόν. Και πίσω από την αφήγηση, εσύ, ο αναγνώστης, πιάνεις τον εαυτό σου να αναρωτιέται για τα επερχόμενα γηρατειά και τη μοναξιά που τα ακολουθεί.

  'Η όπως ο Μάρκος Δράκος, ο οποίος σκοτώνει τη μάνα του (όχι τόσο συνηθισμένο βέβαια, υπήρχε όμως λόγος σοβαρός) και για να μην αποκαλυφθεί θα πρέπει να οργανώσει την κηδεία της με απόλυτη μυστικότητα (σύμφωνα με τις οδηγίες που εκείνη του έδωσε). Απόλυτα σουρεαλιστικές σκηνές εκτυλίσσονται στη συνέχεια και παρά τη τραγικότητα της κατάστασης, το χαμόγελο δύσκολα φεύγει από το πρόσωπό σου, συγχρόνως όμως πιάνεις τον εαυτό σου να φιλοσοφεί για τον επερχόμενο θάνατό όλων μας αλλά και για τη ζωή την οποία τάχθηκε να υπηρετεί ο καθένας μας.

  Δεν κρύβει όμως και τη μεγάλη του αγάπη για την τέχνη της φωτογραφίας. Σε κάθε ευκαιρία κάποια επώνυμη φωτογραφική μηχανή θα εμφανιστεί, όπως εκείνες που κουβαλά ο Τσε, ναι ο Αργεντίνος επαναστάτης, περαστικός από την κεντρική πλατεία της Δράμας, ή η "γκόμενα" του Αργύρη, που αγοράζει για τον προστάτη της, την σπάνια Κάνον 7 με φακό 50 mm και άνοιγμα 0.95, τον φωτεινότερο φακό του κόσμου και μέσα από εκείνον της αποκαλύπτεται όλη η αλήθεια για τη ζωή της.

  Κλείνω με το διήγημα το οποίο με εντυπωσίασε περισσότερο, "Το πτώμα". Το απρόοπτο της όλης κατάστασης στην οποία βρίσκεται ο πρωταγωνιστής, η αμηχανία για την εξεύρεση μιας λύσης στο πρόβλημα που αντιμετωπίζει, πρόβλημα που πολύ εύκολα θα μπορούσε να απαρνηθεί, η διφορούμενη θέση του πρωταγωνιστή  - αφηγητή (εύρημα πολύ έξυπνα δοσμένο), η τελική λύτρωση αλλά κι ένα μικροεπεισόδιο με νεαρούς μαθητές που με προσγείωσε αλλού, είχαν όλα εκείνα τα στοιχεία που χρειάζονται για να με εξιτάρουν αναγνωστικά ως το τέλος.

Ασπρόμαυρη φωτογραφία του Γιώργου Κασαπίδη από την ύπαιθρο της Δράμας



          

Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2023

Η εγγονή του Bernhard Schlink

      Η τελευταία μου εγγραφή για το 2023, ήθελα να είναι μία από τις  ΒιβλιοΑναγνώσεις μου. Ένα βιβλίο, που αγάπησα στη χρονιά που μας πέρασε, που με προβλημάτισε αλλά και μου χάρισε την ελπίδα ότι τίποτα απ΄ όσα κάνουμε στον άξονα της ανθρωπίνων αξιών δεν πάει χαμένο.

Η_ εγγονή_Bernhard_Schlink

  Η εγγονή του Γερμανού συγγραφέα, Bernhard Schlink , (γνωστού από το best seller, Διαβάζοντας τη Χάννα) είναι ένα μυθιστόρημα, που μιλά κυρίως για τις σχέσεις των ανθρώπων και πως αυτές επηρεάζονται από τις κυρίαρχες ιδεολογίες κάθε τόπου ή εποχής.   Ο Schlink αριστοτεχνικά τοποθετεί τους ήρωες του στον ιστορικό χρόνο, η πλοκή του έργου είναι συναρπαστική και το απρόσμενα αισιόδοξο τέλος, ικανοποίησε τις προσδοκίες μου.

  Το μυθιστόρημα αυτό χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος μαθαίνουμε για τη γνωριμία του Δυτικογερμανού Κάσπαρ και της Ανατολικογερμανίδας Μπίγκιρτ,  το 1964, στο Ανατολικό Βερολίνο με την ευκαιρία της Γιορτής της Πεντηκοστής, όπου μαζεύονταν νέοι και από τις δύο πλευρές της πόλης. Μαθαίνουμε για τη σφοδρή επιθυμία της Μπίγκιρτ να αποδράσει προς τη Δύση, όπου θα είχε την ελευθερία να ταξιδεύει σε όλον τον κόσμο, για τις ιδιορρυθμίες της αλλά και τη μοναχική της ζωή, παρά την ανιδιοτελή αγάπη, που δέχεται από τον σύζυγό της τον Κάσπαρ.  Μα αυτό που συγκλονίζει τον Κάσπαρ δεν είναι μόνο ο ξαφνικός θάνατος της Μπίγκιρτ, αλλά και η ανακάλυψη του μεγάλου μυστικού της γυναίκας του. Προτού φύγει από την Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας, για να ζήσει μαζί του, είχε γεννήσει ένα κοριτσάκι το οποίο εγκατάλειψε σε μια φίλη της με την εντολή να το αφήσει σε κάποιο ίδρυμα ή την εκκλησία. Ζούσε στη σκιά αυτού του γεγονότος, μην τολμώντας να το μαρτυρήσει ούτε στον άντρα της, διστάζοντας να το αναζητήσει, έως ότου έπεσε το τείχος και ενοποιήθηκε και πάλι η Γερμανία. Τότε δειλά δειλά άρχισε την αναζήτηση της κόρης που εγκατέλειψε έχοντας πολλές ενοχές, μα την πρόλαβε ο θάνατος.

nazism
Ο Ναζισμός επανακάμπτει στη σημερινή Γερμανία

  Στο δεύτερο μέρος, ο εβδομηντάρης πια Κάσπαρμε τα ελάχιστα στοιχεία που έχει αφήσει η γυναίκα του, αποφασίζει να ψάξει την χαμένη κόρη της. Με μεθοδικότητα αλλά και τύχη την βρίσκει παντρεμένη, σε μια αγροτική κοινότητα εθνικιστών στην Κάτω Σαξωνία, με ένα κοριτσάκι δεκατεσσάρων ετών, την Ζίγκρουν. Η ζωή τους εμπνέεται από τα ιδεώδη του εθνικοσοσιαλισμού, πιστεύουν "στην ανωτερότητα της Γερμανικής φυλής και ονειρεύονται ότι μια μέρα, το σάπιο κατεστημένο που κυριαρχεί θα καταπέσει και με τη δική τους συνδρομή, για να δημιουργηθεί μία μεγάλη και ισχυρή Γερμανία. Μια Γερμανία όπου κάθε φυλετική ή κοινωνική μειονότητα θα εξαλειφθεί, μια Γερμανία που θα ανήκει στους νόμιμους ιδιοκτήτες της". 

  Ο Κάσπαρ θεωρεί, ότι οφείλει να καταβάλει κάθε προσπάθεια, για να απεγκλωβίσει τη νεαρή Ζίγκρουν, την εγγονή του εξ αγχιστείας, από τις αναχρονιστικές απόψεις με τις οποίες μεγαλώνει. 

  Δεν θα αποκαλύψω αν το κατορθώνει τελικά, ούτε ποια μέθοδο χρησιμοποιεί. Αυτά τα αφήνω για τον μελλοντικό αναγνώστη αυτού του ενδιαφέροντος μυθιστορήματος. Αν και πολλές φορές ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, ο Κάσπαρ, φτάνει στα όρια του, επιδεικνύει αξιοθαύμαστη υπομονή αλλά και επιμονή στην προσπάθεια του αυτή. Εξάλλου όπως καταλαβαίνετε κι εσείς, δεν είναι και πολύ εύκολο ένας εβδομηντάχρονος να  μεταπείσει μία έφηβη, που πέρα από τις παγιωμένες αντιλήψεις της είναι και πολύ έξυπνη. 

  Ο Bernhard Schlink, μέσα από το μυθιστόρημα Η εγγονή, καταπιάνεται με κάποια από τα σοβαρά πολιτικά ζητήματα της χώρας του, όπως:

 α) Τις δύο μεταπολεμικές Γερμανίες με τα διαφορετικά πολιτικά συστήματα, τα οποία λίγο πολύ είναι γνωστά σε όλους μας. Εντύπωση μου έκανε η πληροφορία, ότι κάποιος μπορούσε να μετακινηθεί από το Δυτικό Βερολίνο προς το Ανατολικό, διαμέσου κάποιας επίσημης πύλης εισόδου, με μόνον περιορισμό ότι έπρεπε να το έχει εγκαταλείψει ως τα μεσάνυχτα. Το αντίθετο δεν επιτρεπόταν, αφού πολλοί Ανατολικογερμανοί επιθυμούσαν να δραπετεύσουν στην Δύση, μην αντέχοντας την έλλειψη των ατομικών ελευθεριών και τον απομονωτισμό τον οποίο έπρεπε να υπομένουν οι κάτοικοι της Λ.Δ.Γ. (όπως και η Μπίγκιρτ).

β) Την υποτίμηση που ένιωθαν οι Ανατολικογερμανοί, από τους Δυτικογερμανούς, όχι μόνο μετά την πτώση του τείχους και την ενοποίηση της χώρας, αλλά και πριν. Η Δυτική Γερμανία, ήταν μια πλούσια βιομηχανική χώρα, με ανεπτυγμένη τεχνολογία, όπου όλα λειτουργούσαν εντός του καπιταλιστικού οικονομικού πλαισίου αλλά με ατομικές ελευθερίες. Τους Ανατολικογερμανούς τους περιφρονούσαν διότι είχαν υποκύψει σε ένα πολιτικό σύστημα, που όσες επιτυχίες κι αν είχε, δεν μπορούσε να τους φτάσει. Αλλά και οι ίδιοι οι Ανατολικογερμανοί ένιωθαν μειονεκτικά έναντι των Δυτικών, βλέποντας την υστέρηση τους σε βασικούς τομείς της οικονομίας, της παιδείας, των ελευθεριών κλπ.

γ) Μια ακροδεξιά που αναπτύχθηκε στην πρώην Ανατολική Γερμανία, κυρίως ως αντίδραση σε εκείνο το πολιτικό σύστημα, που καταδίκασε την μισή Γερμανία, να ζει στη σκιά της άλλης μισής. Μια ακροδεξιά, που στο μυθιστόρημα αυτό είναι υπαρκτή αλλά κατακερματισμένη σε διάφορες ομάδες, σε αντίθεση με αυτό που γίνεται στη σημερινή Γερμανία, όπου το ακροδεξιό κόμμα AFD, έχει το 21% των ψηφοφόρων να το υποστηρίζουν. Μόνο που τώρα αντλεί τη δύναμή του από την απογοήτευση των
Bernhard_Schlink
Bernhard Schlink
Γερμανών από την τρικομματική τους κυβέρνηση, που εμφανίζεται αδύναμη να δώσει λύση στα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά προβλήματα της χώρας.

  Κλείνοντας θα έλεγα, ότι το μυθιστόρημα αυτό μου άρεσε, διότι ο Schlink  ακουμπά στην ιστορία της σύγχρονης Γερμανίας, για να μας μιλήσει για τον έρωτα, την αληθινή αγάπη, τις δύσκολες σχέσεις (Κάσπαρ - Μπίγκιρτ, Κάσπαρ - Ζίγκρουν), τον πόθο της ελευθερίας και την αξία της πάλης ενάντια στις σκοταδιστικές ακροδεξιές απόψεις, που κατακλύζουν όχι μόνο την Γερμανία αλλά και ολόκληρη  την Ευρώπη πλέον.

Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2023

Η Λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων κ' Οι χώρες της Επαγγελίας του Jean Michel Guenassia

Jean_Michel_Guenassia
Jean Michel Guenassia
  Αν κάποιος θέλει να διαβάσει ένα μεγάλο μυθιστόρημα, με μία ιστορία ενηλικίωσης, με επεκτάσεις στον ιστορικό γίγνεσθαι της εποχής που πραγματεύεται (1959 - 1989), με πρωταγωνιστές που ξεκινούν αμφισβητώντας τα πάντα αλλά στο τέλος αγωνίζονται για τη δική τους γη της επαγγελίας, τότε συστήνω ανεπιφύλακτα τα δύο αυτά έργα του Jean Michel Guenassia. Σίγουρα Η Λέσχη των Αθεράπευτα Αισιόδοξων υπερτερεί  του Οι χώρες της Επαγγελίας αλλά το δεύτερο, το οποίο διάβασα μετά από κάποιους μήνες, μου έδωσε τη χαρά να ξανασυντήσω παλιούς γνώριμους και να ακολουθήσω τη μετέπειτα ζωή τους. Διότι είναι γεγονός, ότι αναγνωστικά την ήθελα αυτήν τη συνέχεια, πιστεύω όμως ότι και ο συγγραφέας είχε την ανάγκη, να εξελίξει την πορεία της ζωής των πρωταγωνιστών του, διότι τελειώνοντας Η Λέσχη των Αθεράπευτα Αισιόδοξων, μου άφησε την αίσθηση, ότι δεν μου είχε πει όλα όσα χρειαζόμουν να ακούσω για τη ζωή τους. Σίγουρα όμως και τα δύο μυθιστορήματα μπορεί κάποιος να τα διαβάσει αυτόνομα. 
H_lesxi_twn_atherapeuta_aisiodoxwn
    Κεντρικό πρόσωπο των Αθεράπευτα Αισιόδοξων, είναι ο Μισέλ Μαρινί, όπου το 1959 είναι μόλις δώδεκα χρόνων. Κακός μαθητής στο σχολείο, δίχως κανέναν προσανατολισμό στη ζωή του, μεγαλώνει μέσα σε μια δυσλειτουργική οικογένεια. Κι όμως είναι μανιώδης αναγνώστης κάθε βιβλίου το οποίο μπορεί και το διαβάζει σε χρόνο ρεκόρ. Στον ελεύθερο χρόνο του συχνάζει στο μπιστρό Balto, όπου συναντιέται με τους φίλους του για να παίξει ποδοσφαιράκι, στο οποίο είναι παιχνίδι είναι ανίκητος. Στην πίσω αίθουσα του μπιστρό, λειτουργεί  μια άτυπη σκακιστική λέσχη, στην οποία κατορθώνει πολύ γρήγορα να γίνει δεκτός ως θεατής. Το ιδιαίτερο σε αυτήν τη λέσχη είναι, ότι εκεί συχνάζουν πολιτικοί πρόσφυγες από τις κομμουνιστικές χώρες, βρισκόμαστε στην εποχή του ψυχρού πολέμου, οι οποίοι σε κάποια στιγμή της ζωής τους ασμένως εγκατέλειψαν τις οικογένειες τους, μαζί εγκατέλειψαν και τα ιδεώδη με τα οποία μεγάλωσαν και πίστεψαν για να γλιτώσουν τις ζωές τους. Κι όμως αυτοί οι άνθρωποι, ο Ίγκορ, ο Λεονίντ, ο Σάσα, ο Ίμρε και άλλοι, που κάνουν κάθε είδους δουλειές για να επιβιώσουν, φαινομενικά χωρίς κανένα μέλλον, διακρίνονται για την αισιοδοξία τους. Είναι αθεράπευτα αισιόδοξοι. Ο συγχρωτισμός του Μισέλ Μαρινί με αυτούς τους ανθρώπους, είναι η αιτία για να αλλάξουν τα πάντα στη ζωή του. Κοντά στον Σάσα, έναν αποκομμένο απ΄ τους υπόλοιπους πρόσφυγα,  κάνει και τα πρώτα του βήματα στην τέχνη της φωτογραφίας, με την οποία στο μέλλον θα ασχοληθεί επαγγελματικά.
  Στις σελίδες των Αθεράπευτα Αισιόδοξων, θα δούμε τις ανησυχίες της γαλλικής νεολαίας της δεκαετίας του '60, θα νιώσουμε τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα του πρωταγωνιστή για τη γυναίκα που τον σημάδεψε για πάντα, την Καμίγ, τις ανησυχίες του ιδεαλιστή αδελφού του Φρανκ αλλά και την ιδιαίτερη  σχέση του Μισέλ με την κοπέλα του Φρανκ, την Σεσίλ και τον αδελφό της. Κι όλα αυτά με φόντο τον Αλγερινο-γαλλικό πόλεμο, που σκίαζε όλη της Γαλλική κοινωνία. Στον πόλεμο αυτόν στέλνεται και ο Φρανκ, ο οποίος μπλέκει σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση, από την οποία όπως φαίνεται δεν υπάρχει διαφυγή. Χωρίζει την Σεσίλ με έναν άκομψο τρόπο, γεγονός που αυτή ποτέ δεν του συγχωρεί.
 
Oi_hores_tis_epaggelias
  Οι Χώρες της Επαγγελίας ακολουθούν όχι μόνο τον Μισέλ Μαρινί (από τα δεκαεπτά του και μετά) αλλά και τον αδελφό του, τον Φρανκ, ο οποίος βρίσκεται εγκλωβισμένος στην Ελεύθερη πια Αλγερία, έχοντας πείσει τον εαυτό του, ότι εκεί επιτέλους θα οικοδομηθεί ένα νέο, δίκαιο, μα κυρίως σοσιαλιστικό κράτος. Συγχρόνως παρακολουθούμε και τη συνέχεια της ζωής των μελών της Λέσχης των Αθεράπευτα Αισιόδοξων του μπιστρό Batlo. Του Ίγκορ, ο οποίος γεμάτος τύψεις, αποδέχεται ένα έγκλημα το οποίο ουδέποτε διέπραξε. Αφού αποφυλακιστεί μαζί με τον Λεονίντ και τον Μισέλ ταξιδεύουν ως το Ισραήλ. Οι δύο πρώτοι προσπαθούν να ξαναφτιάξουν τις ζωές τους σε μία χώρα που αποδέχεται τον καθένα, φτάνει να δηλώνει Εβραίος και ο Μισέλ για να αναζητήσει την αγαπημένη του Καμίγ, της οποίας έχει χάσει τα ίχνη. Κι από εκεί και πέρα ξεκινά ένα απίστευτο γαϊτανάκι εξελίξεων και συμπτώσεων, τις οποίες ο συγγραφέας με μαεστρία παρουσιάζει, την μία εστιάζοντας στον Μισέλ και την άλλη στον Φράνκ, τα δύο αδέλφια που έχουν χάσει τα ίχνη ο ένας του άλλου.
  Με την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, όταν ανατρέπεται πλήρως το παγκόσμιο πολιτικό σκηνικό, βρίσκουμε τον Φράνκ ως έναν ιδιαίτερα αγαπητό μοναχό στην ενδοχώρα της Ρωσίας. Το αποκορύφωμα έρχεται όταν τα αδέλφια συναντώνται, μαζί τους και η κόρη του Φρανκ και της Σεσίλτην ύπαρξη της οποίας αγνοούσε έως τότε.

  Και τα δύο μυθιστορήματα διαβάζονται ευχάριστα, κράτησαν το ενδιαφέρον μου αμείωτο σε κάθε στιγμή του, απόλαυσα μια ιστορία με πολλές διαφορετικές παραμέτρους και τελικά με δικαίωσαν,  που τα επέλεξα. Τα πλεονεκτήματά τους είναι ότι κατόρθωσαν να με συμπαρασύρουν σε ένα νοερό ταξίδι στον χρόνο και την εποχή όπου διαδραματίστηκαν σημαντικά ιστορικά γεγονότα στην ήπειρο μας, να με τοποθετήσουν ανάμεσα στους πρωταγωνιστές τους, να με κάνουν συμμέτοχο των αγωνιών και των προσδοκιών τους. Ο Γάλλος συγγραφέας  Jean Michel Guenassia, απέδειξε  πόσο μεγάλος συγγραφέας είναι, φτιάχνοντας δύο πολυσέλιδα μυθιστορήματα, τα οποία όχι μόνο δεν σε κουράζουν αλλά τελειώνοντάς τα, αισθάνεσαι εκείνη την ιδιαίτερη ικανοποίηση που αφήνει η ανάγνωση ενός βιβλίου, που σε κάνει σοφότερο άνθρωπο. 

 

Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2023

Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπο του ΕΡΙΧ ΜΑΡΙΑ ΡΕΜΑΡΚ

 Τότε που οι πόλεμοι όσο άγριοι κι αν ήταν, γίνονταν ανάμεσα σε στρατούς και όχι έχοντας ενδιάμεσα τους αμάχους, τους οποίους τους καταγράφουμε ως παράπλευρες απώλειες. Και ούτε βέβαια εφορμούσαν μέσα σε χωριά και συνάξεις της νεολαίας, σφάζοντας όποιον έβρισκαν μπροστά τους. 

  Το Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπον, το πρωτοδιάβασα έφηβος ακόμη. Αν και το θυμόμουν αμυδρά μόνο, πάντα για μένα αποτελούσε σημείο αναφοράς για την αντιπολεμική λογοτεχνία. Είχα την ευκαιρία να το ξαναδιαβάσω και πάλι, μέσα στο 2023, και ως πιο ώριμος επιπλέον, να κατανοήσω πιστεύω πληρέστερα όσα σημαντικά έχει να μας δώσει. Ο Γερμανός συγγραφέας του, Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, το έγραψε το 1929 και έχει ιδιαίτερη αξία ως κείμενο για διάφορους λόγους!

 1ον: Ο Ρεμάρκ, έχει συμμετάσχει ως στρατιώτης του Κάιζερ, στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, άρα ξέρουμε ότι όσα φοβερά γράφει, τα έχει ζήσει από πρώτο χέρι. Έναν πόλεμο ατελείωτων χαρακωμάτων, τον σκληρότερο που είχε γνωρίσει έως τότε η ανθρωπότητα, με ελεύθερη χρήση χημικών, με νέα όπλα στο πεδίο των μαχών (τανκς, αεροπλάνα, φλογοβόλα). Έζησε δίπλα σε εκατοντάδες συντρόφους του τις αδυσώπητες μάχες, πολλούς τους είδε να σκοτώνονται ή να ακρωτηριάζονται. Είδε διαμελισμένα πτώματα να κρέμονται από τα δέντρα ή να κείτονται μέσα στα λασπόνερα. Το αν θα ζήσεις ή θα πεθάνεις, το αν θα γυρίσεις στο σπίτι σου αρτιμελής ή σακάτης, τις περισσότερες φορές οφειλόταν στη θεά Τύχη. Βίωσε και μας μετέφερε την πραγματική εικόνα του πολέμου δηλαδή.

 2ον. Είναι ένα μυθιστόρημα, το οποίο δεν ηρωοποιεί τον πόλεμο, αντιθέτως τον παρουσιάζει τόσο τρομακτικό, όσο μπορεί να είναι στην πραγματικότητα. Δεν μένει μόνο σε αυτά που αισθάνεται ο πρωταγωνιστής με τις πέντε αισθήσεις του, αλλά αποκαλύπτει με απόλυτη σαφήνεια, όσα νιώθει και σκέπτεται ένας στρατιώτης από τη στιγμή, που παύει να λειτουργεί ως ένας κοινός άνθρωπος. Επικρατούν τα κατώτερα ένστικτα, όπως της επιβίωσης (εύρεση τροφής, εύρεση χρόνου και τρόπου για ύπνο, τη μηχανική κάλυψη από τα διάφορα είδη κτυπημάτων του εχθρού, της αναισθησίας έναντι του θανάτου ή καλύτερα της εξίσωσης του θανάτου από εχθρικό όπλο με εκείνον κάποιου που πεθαίνει από ατύχημα ή κάποια θανατηφόρα ασθένεια). Κάθε σχέση με οτιδήποτε σε κάνει να ξεχωρίζεις ως άνθρωπος, χάνεται ολοένα και περισσότερο, κάθε μέρα που περνά στα χαρακώματα. Κι όποιος δεν μπορεί να λειτουργήσει με αυτόν τον τρόπο, ελαχιστοποιεί όλο και περισσότερο τις πιθανότητες επιβίωσής του.

 3ον. Παρουσιάζει τις σχέσεις εξουσίας μεταξύ ανωτέρων βαθμοφόρων
Α΄.W.W
και κατωτέρων οπλιτών, οι οποίες είναι παρά την όποια αντιξοότητα ή την επικείμενη ήττα, οφείλουν και παραμένουν ακλόνητες ως το τέλος. Διότι μόνο έτσι διατηρείς έναν στρατό έτοιμο για δράση, του αφαιρείς κάθε κριτική σκέψη, του αποκλείεις την ομαδική απόδραση από την κόλαση που ζει σχεδόν καθημερινά, με μικρές μόνο ανάπαυλες ξεκούρασης στα μετόπισθεν.

 4ον. Αναφέρεται σε αυτούς, που βρίσκονται στα κέντρα αποφάσεων (στην περίπτωσή μας τον Κάιζερ), μακριά από τα πεδία των μαχών, και αδιατάρακτα παίρνουν τις αποφάσεις, παίζοντας με τη ζωή των νέων ανθρώπων αλλά και του άμαχου πληθυσμού. Δεν έχει όμως την ωριμότητα να δει πιο πίσω και να αναφέρει, πού “παίζονται” τα μεγάλα οικονομικά κέρδη, πού κάποιοι αποκομίζουν από τη “βιομηχανία” του πολέμου. Για παράδειγμα γράφει:

“Γιατί λοιπόν να υπάρχει πόλεμος” ρωτάει ο Τιάντεν.

Ο Κατ σηκώνει τους ώμους.

“Θα πρέπει να υπάρχουν άνθρωποι που έχουν κέρδος από τον πόλεμο”.

“Ε, λοιπόν, εγώ δεν είμαι από δαύτους” σαρκάζει ο Τιάντεν.

“Ούτε εσύ ούτε κανένας απ' όσους βρίσκονται εδώ”.

“Και ποιοι λοιπόν έχουνε κέρδος;” επιμένει ο Τιάντεν. “Ούτε και ο ίδιος ο Κάιζερ δεν έχει κέρδος απ' τον πόλεμο. Αυτός μάλιστα έχει ό,τι του χρειάζεται”.

“Μην το λες αυτό” αποκρίνεται ο Κατ. “Ίσαμε τώρα δεν είχε κάνει πόλεμο. Και κάθε μεγάλος αυτοκράτορας έχει ανάγκη το λιγότερο από έναν πόλεμο. Διαφορετικά δεν γίνεται διάσημος. Ρίξε λοιπόν μια ματιά στα σχολικά σου βιβλία”.



 5ον. Παρουσιάζει όλους εκείνους, που υπηρετούν ένα σύστημα εξουσίας, ή ένα σύστημα μεγαλοϊδεατισμού (στην προκείμενη περίπτωση της αυτοκρατορικής Γερμανίας του Κάιζερ). Δάσκαλοι, Δήμαρχοι, απόμαχοι, κλπ, οι οποίοι προπαγανδίζουν στους νέους, την “υπέρτατη" υποχρέωσή τους, να πολεμήσουν για κάποιο αόριστο μεγαλείο. Μικρά γρανάζια στη μεγάλη κρεατομηχανή του πολέμου, ικανά όμως να επηρεάσουν τους νέους ανθρώπους. Κι εκείνοι πείθονται, μα όταν ο πρωταγωνιστής μας, ο νεαρός στρατιώτης Πάουλ, ανακαλύπτει ότι απ' όλη την τάξη του, μόνο εκείνος έχει μείνει ζωντανός, καταλαβαίνει, αργά όμως, τη ματαιότητα της όλης υπόθεσης.  Το εξοργιστικό είναι, ότι παρά τις στρατιές νεκρών και αναπήρων, αυτοί φαίνονται αμετανόητοι και το μόνο, που έχουν να προσφέρουν, είναι λόγια παρηγοριάς. Την ήττα και τις συνέπειες της δεν την σκέπτονται. Και το χειρότερο, οι νέοι δεν έχουν δικαίωμα να αντιδράσουν, διότι φοβούνται τον χλευασμό των μεγαλύτερων τους (πέρα από τους κρατικούς μηχανισμούς εξουσίας). Το παρουσιάζει πολύ εύγλωττα:

“...Γιατί εκείνην την εποχή, ακόμα κι ο πατέρας σου και η μάνα σου εύκολα σου πετούσαν κατάμουτρα τη λέξη «δειλός». Και τούτο γιατί τότε οι άνθρωποι δεν είχαν ιδέα για ό,τι θα γινόταν. Για να πούμε την αλήθεια, οι πιο λογικοί απ' όλους ήταν οι απλοί και φτωχοί άνθρωποι. Από την πρώτη κιόλας στιγμή λογιάσανε τον πόλεμο δυστυχία, ενώ η καλή αστική κοινωνία δεν βαστιόταν από τη χαρά της. Κι όμως, αυτή ίσα ίσα αυτή μπορούσε καλύτερα να λογαριάσει τις συνέπειες.”

Erich_Maria_Remarque
Έριχ Μαρία Ρεμάρκ ( 1898-1970)      
  Έχει ενδιαφέρον να πούμε και δύο λόγια για το τι απέγινε ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ μετά την έκδοση του μυθιστορήματός του. Το λέω αυτό διότι βρισκόμαστε σε μια Γερμανία, όπου γίνονται φοβερές κοινωνικές και πολιτικές ανακατατάξεις εξαιτίας των δυσβάσταχτων και ταπεινωτικών όρων παράδοσης, που επέβαλαν οι δυνάμεις της Αντάτ στην ηττημένη Γερμανία. Η κυριότερη από αυτές είναι, η εμφάνιση του Ναζιστικού κόμματος και των αντίστοιχων του ταγμάτων εφόδου.


 Το Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπο, το 1930 έγινε ταινία, σε σκηνοθεσία του Λούις Μάιλστοουν, όπου τιμήθηκε και με το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας. Όταν αυτή προβλήθηκε για πρώτη φορά στο Βερολίνο, ο συγγραφέας αντιμετωπίστηκε ως εχθρός της Πατρίδας και οι εξοργισμένοι χιτλερικοί νεολαίοι, εφόρμησαν στο σινεμά φωνάζοντας "Γερμανία Ξύπνα!" Η ταινία απαγορεύτηκε και ο Ρεμάρκ εγκατέλειψε την χώρα του, το 1931.

  Μαζί με το μυθιστόρημα, είδα και την πολύ καλή ταινία του Νέτφλιξ, σε σκηνοθεσία του Έντουαρντ Μπέργκερ, με τον ίδιο τίτλο, στηριγμένη στο βιβλίο του Ρεμάρκ. Μάλιστα είναι η πρώτη φορά, που αυτό γίνεται από γερμανική εταιρία παραγωγής. Σε πολλά μοιάζει στο βιβλίο, δείχνει την σκληρότητα του πολέμου και όσα είπαμε παραπάνω, αλλά δεν μπόρεσε να αποφύγει τον πειρασμό να την κάνει κάπως πιο ηρωική, κάτι που ο συγγραφέας, έχω την εντύπωση, αν ζούσε, θα ήθελε να αποφύγει.





Κυριακή 26 Μαρτίου 2023

Το χιόνι των Αγράφων του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη

 

  Το χιόνι των Αγράφων είναι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, που
αναφέρεται σε ένα όχι και τόσο γνωστό επεισόδιο του Εμφύλιου, στα 1948. Τα γεγονότα είναι αληθινά, τα πρόσωπα υπαρκτά, ίσως θα μπορούσε να γραφεί ως ιστορικό δοκίμιο, ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης όμως, επέλεξε όλα τα τραγικά στα οποία αναφέρεται το έργο του, να τα παρουσιάσει με τον τρόπο, που μόνο η λογοτεχνία μπορεί.

  Το χιόνι των Αγράφων, ανήκουν στα αναγνώσματα, που με ενθουσιάζουν. Ιστορική μυθιστοριογραφία, που αφήνει πίσω της τους μεγάλους ηρωισμούς, με τους οποίους μεγαλώσαμε και παρουσιάζει στην σκληρότητα, την απολυτότητα και την ματαιότητα ενός πολέμου, πολύ περισσότερο αν αυτός είναι ένας αδελφοκτόνος εμφύλιος. Τα συναισθήματα που μου έβγαλε, ήταν θλίψη, πόνος και οργή

  Τώρα θα μου πείτε, πώς είναι δυνατόν να σου αρέσει τόσο, ένα μυθιστόρημα, όταν σε γεμίζει με τόσο αρνητικά συναισθήματα; Θα απαντούσα, ότι εδώ έγκειται η δύναμη της καλής λογοτεχνίας. 

  Κι όταν σας είπα ότι ένιωθα πόνο, για να σας δώσω ένα μέτρο, μετά από κάθε κεφάλαιο, αδυνατούσα να συνεχίσω, άφηνα το βιβλίο στην άκρη και το έπιανα και πάλι μετά από δυο - τρεις μέρες, όταν μέσα μου είχαν κάπως καταλαγιάσει όλα τα βαριά και ασήκωτα συναισθήματα που με είχαν κατακλύσει.

  Θλίψη, διότι αναλογίστηκα σε ποια Ελλάδα αναφέρεται η ιστορία αυτή. Μιας Ελλάδας βαθιά διχασμένης, ανάμεσα σε αυτούς που απλώς ονειρεύονταν έναν πιο δίκαιο κόσμο κι αυτούς, που όχι μόνο αρνούνταν να αποδεχτούν το όνειρό τους, αλλά τους ήθελαν τιμωρημένους στη γωνία, με πιστοποιητικά μετάνοιας ή εξορισμένους. Μιας Ελλάδας, που εξαιτίας του διχασμού αυτού, (ενός ακόμα διχασμού), έχασε άντρες και γυναίκες, δικά της παιδιά, που αντί να οικοδομούν μονιασμένα την κατεστραμμένη από τον Μεγάλο Πόλεμο χώρα μας, αυτά αλληλοεξοντώνονταν, αρχίζοντας από τον Δεκέμβρη του 44 ως τον Αύγουστο του 1949. Θλίψη, διότι σήμερα όλοι μας γνωρίζουμε, ότι ο Εμφύλιος θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, αν οι ηγεσίες και των δύο πλευρών μπορούσαν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και να προτάξουν το συμφέρον της χώρας και των πολιτών της και όχι των ιδεολογημάτων ή των ισχυρών Προστατών της. Το έκανε η Ιταλία, το έκανε η Γαλλία, γιατί όχι κι εμείς;

  Έχω την σπάνια τύχη να μην κουβαλώ πίσω μου, καμία εμφυλιοπολεμική καταβολή, κανένα πρόγονο που να πολέμησε ή να σκοτώθηκε είτε από τη μία είτε από την άλλη πλευρά. Έχω όμως διαμορφώσει άποψη, γνωρίζω και τα στραβά και τα δίκαια και των δύο πλευρών και πιστεύω βαθιά μέσα μου, ότι ο Εμφύλιος έπρεπε να αποφευχθεί με κάθε τρόπο. Ούτε ηρωίδες βλέπω εγώ σε αυτόν, ούτε αντρειωμένους, μόνο ανθρώπους, τους οποίους μια άδικη ιστορική μοίρα τους έμπλεξε στη δίνη ενός πολέμου, του οποίου την οργή οι νεότερες γενιές αδυνατούν να καταλάβουν. Αναγνωρίζω όμως, ότι όλοι εκείνοι που βρέθηκαν να πολεμούν στα απέναντι χαρακώματα, είχαν τα δικά τους πιστεύω και οράματα, αλίμονο αν δεν ήταν έτσι, τα οποία όμως η ιστορική συνέχεια κατέδειξε σε όλους μας, ότι μπορούσαν να γίνουν διαφορετικά τα πράγματα στη χώρα μας. Όχι απλώς διαφορετικά, πολύ καλύτερα για όλους μας. 

  Οργή, διότι γνώρισα ένα κομματικό ηγέτη εμπαθή, που δεν γνώριζε κανέναν ηθικό ή ανθρωπιστικό φραγμό, να παίρνει στον λαιμό του 1300 νέους ανθρώπους από την περιοχή των Αγράφων, φτιάχνοντας το τάγμα των Άοπλων της Ρούμελης, για να το οδηγήσει στα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας, με μικρή στρατιωτική συνοδεία, όπου είχε την έδρα του ο Δημοκρατικός στρατός. Σε μία πορεία σαράντα και πλέον ημερών, το τάγμα αποδεκατίζεται, κατορθώνει να περισώσει μόνο το ένα τέταρτο των δυνάμεων του, το οποίο βέβαια κι αυτό, μόνο μικρή βοήθεια μπορούσε να προσφέρει πλέον. Πρόκειται για τον Γιώργιο Γούσια, ο οποίος αντί να ξηλωθεί για την ανικανότητα του, προάχθηκε ως ανώτερος στρατιωτικός διοικητής του Δημοκρατικού Στρατού, όταν ο Μάρκος, έπεσε στη δυσμένεια του παντοδύναμου Ζαχαριάδη. Ανήκε όπως καταλαβαίνετε, στον πιστό κομματικό πυρήνα που ήθελε να τα ελέγχει όλα. Σε αντίθεση με πλήθος άλλων πιστών στρατιωτών, όχι όμως πιστών κομματικών, οι οποίοι εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες. Αναφέρω μόνο δύο ονόματα, όποιος θέλει ας τα ψάξει: Γιώργος Γιαννούλης, Γιώργος Γεωργιάδης. Το πόσο μικρός άνθρωπος ήταν ο αρχικαπετάνιος Γιώργος Γούσιας, φαίνεται και στο γεγονός της συμπεριφοράς του απέναντι στις γυναίκες, τους στρατιώτες του, τους οποίους ουδόλως υπολόγιζε και στις εκκαθαρίσεις κάθε ενός επιτελάρχη του, που τολμούσε να του φέρει την ελάχιστη αντίρρηση. 

 Το μυθιστόρημα του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη, αναγνωστικά το χωρίζω σε τρία νοητά τμήματα:

1ον: Στους νέους και νέες (25 γυναίκες για κάθε 75 άντρες) που εντάχθηκαν στο τάγμα. Οι περισσότεροι από αριστερές οικογένειες, με ισχυρό ιδεολογικό υπόβαθρο. Κάποιοι για να γλιτώσουν από τους παρακρατικούς, κάποιοι λίγοι εξαιτίας της υποχρεωτικής επιστράτευσης τους. Χάθηκαν σε αυτήν την πρωτάκουστη πορεία, μέσα στην παγωνιά του χειμώνα, στα νερά της Κάρλας και του Πηνειού, στις συνεχείς ενέδρες των κυβερνητικών δυνάμεων και την ανικανότητα αυτών που τους οδηγούσαν.

2ον: Στις ιστορίες των ανθρώπων οι οποίοι αποστάτησαν κατά τη διάρκεια της πορείας, ή εκτελέστηκαν εξαιτίας των παρανοϊκών σχεδιασμών του Γούσια.

3ον: Στον ίδιο τον Γούσια, ένα άνθρωπο ανάξιο για τη θέση που κατείχε, μικρόψυχο, δίχως καμία στρατιωτική εκπαίδευση, αλαζόνα εκ της θέσεως του, βιαστή και αγνώμων. 

  Κλείνοντας θα ήθελα να πω, πόσο σημαντικό είναι, να βλέπουμε νέους συγγραφείς, όπως τον Παπαμάρκου με το Γκιακ και τον Χατζημωυσιάδη με το Χιόνι των Αγράφων, να γράφουν με έναν άλλο τρόπο, για γεγονότα που κάποτε τα είχαμε επενδύσει με το περίβλημα των ύψιστων ηρωικών πράξεων. Η ματιά των συγγραφέων είναι πιο οξυδερκής, δεν ξεγελιέται από κομματικές ή "εθνικές" επιταγές, βλέπουν καθαρά την οδύνη και τα στραβά ενός πολέμου, μένουν στον άνθρωπο, τον άνθρωπο θύμα των καταστάσεων, αποκαλύπτουν καλά κρυμμένες αλήθειες, έχουν εκμαιεύσει και στη συνέχεια μεταφέρουν σε εμάς τις ιστορίες αυτών που έζησαν από κοντά τα γεγονότα. Διότι δεν μας είναι επαρκείς πλέον οι επιστημονικές ή οι στρατευμένες ιστοριογραφίες. Κι αυτή η νέα γραφή είναι σημαντική, διότι μας δείχνει ότι κάτι αλλάζει στον Λαό αυτόν, ίσως επιτέλους χειραφετείται, ίσως δεν πιστεύει πλέον σε θαύματα, προστάτες, σωτήρες και ήρωες.  

  Κι αν είναι όντως έτσι, τότε αυτό είναι ένα πραγματικά παρήγορο σημάδι, στους δύσκολους καιρούς που ζούμε. 

Η Λέσχη Ανάγνωσης Δράμας, έχει την ευτυχή συγκυρία, αυτόν τον Μάρτη να κλείνει 15 χρόνια αδιάλειπτης λειτουργίας με την ανάγνωση 130, κατά κύριο λόγο εξαιρετικών βιβλίων. Την 130ή λοιπόν συνάντησή μας, κατ' εξαίρεση, την κάναμε πλαισιώνοντας την παρουσίαση του μυθιστορήματος του  Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη, Το χιόνι των Αγράφων, στην Δράμα. Η φωτογραφία από την παρουσίαση, αριστερά ο συγγραφέας ο οποίος μας μίλησε από καρδιάς για την όλη σύλληψη και γραφή του έργου του και δεξιά, ο εξαίρετος Χρήστος Σπυρόπουλος, ο οποίος έκανε την παρουσίαση του μυθιστορήματος.

Μίμης Πανάρετος, ο Καρπάθιος καλλιτέχνης...

    Ο Μίμης για μας που τον γνωρίζουμε από παλιά, είναι ένας άνθρωπος με αβίαστη καλλιτεχνική φλέβα, η οποία εκδηλώνεται σε πολλά επίπεδα. ...