Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Β' Π.Π.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Β' Π.Π.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2023

Σαν να μην υπήρξαν ποτέ! ( διήγημα)

  "Μικρός ήμουν, αλλά τους θυμάμαι καλά. Μένανε κοντά στο μαγαζί του
πατέρα μου, κάτω από τον χωματόδρομο που 
διέσχιζε κατά μήκος το χωριό, τον οποίον είχαν διανοίξει οι Ιταλοί. Πρέπει να ήταν γύρω στα πενήντα, μπορεί και μικρότεροι, τότε οι άνθρωποι γερνούσαν πιο γρήγορα από σήμερα. Αυτός, ήταν ψηλόλιγνος, με αραιά μαλλιά αλλά πυκνή γενειάδα, κοκκινοτρίχης, με κάτι μικρά ματάκια, που τώρα πια μπορώ με σιγουριά να πω, ότι μέσα τους είχε κρύψει όλη την άδικη οργή του κόσμου. Η γυναίκα του, αρκετά πιο κοντή απ' αυτόν, μελαχρινή, όμορφη πρέπει να ήταν στα νιάτα της, ντελικάτη γυναίκα. Παιδιά δεν είχαν. Αυτή σπάνια έβγαινε από την αυλή της, πού να πάει; Κανένας δεν την έβαζε στο δικό του σπίτι. Δεν ξέρω πως βρέθηκαν στο χωριό μας. Ίσως να νόμισαν ότι εδώ ψηλά, όπου κατοικούσαμε εμείς, σε ένα νησί μακριά από κάθε άλλη στεριά, θα μπορούσαν να ζήσουν το υπόλοιπο της ζωής τους με ειρήνη. Η μάνα μου, έλεγε ότι τους θυμόταν από τα χρόνια, που τον τόπο τον είχαν ακόμη οι Τούρκοι.

  Όλοι μας φοβέριζαν, να μην πηγαίνουμε κοντά τους, να μην τους μιλάμε. “Είναι Οβραίοι αυτοί, να τους προσέχετε!”. Δεν ξέρω τι φοβόταν ο κόσμος τότε. Μήπως μας αλλάξουν την πίστη; Ή μήπως κολλήσουμε κάποιες από τις παράξενες συνήθειες που είχαν, όπως να κλείνονται στο σπίτι τους όλο το Σάββατο και να μην κάνουν τίποτε; Δεν ξέρω! Ήσυχοι άνθρωποι ήταν! Όταν εκείνος ερχόταν για να ψωνίσει, Λέβι τον φώναζαν, εγώ μαζευόμουν σε μια άκρη, δίπλα στα τσουβάλια με τα όσπρια και τον παρατηρούσα με την άκρη των ματιών μου. Έπαιρνε λίγα πράγματα, ίσα ίσα για να περάσουν την εβδομάδα τους. Λίγο αλεύρι, λίγη φακή, λάδι, σαπούνι, τα πιο αναγκαία για να ζήσει κάποιος. Άνοιγε το πορτοφόλι του και μετρούσε με φανερή αγωνία ένα ένα τα κέρματα στο χέρι του πατέρα μου, μέχρι να συμπληρωθεί το απαιτούμενο ποσό.  

  Τον φώναζαν καμιά φορά, για να κάνει κάποιο μεροκάματο όταν κτιζόταν κάποιο σπίτι στο χωριό. Λέγαν ότι ήταν καλός στη δουλειά, ότι του έλεγαν το έκανε, δυνατός άντρας παρά το παρουσιαστικό του. Μα μέχρις εκεί! Ούτε στα πανηγύρια μας τολμούσε να έρθει μαζί με τη γυναίκα του, ούτε στις χαρές του χωριού ήταν καλεσμένοι, ούτε νοιαζόταν κανένας γι' αυτούς. Όλος ο κόσμος τους ήταν εκείνη η αυλή τους. Οι δυο πλευρές της έκλειναν με τα δύο ξέχωρα δωμάτια του σπιτιού.  Την κουζίνα που γινόταν όλη η λάτρα  του νοικοκυριού και το “καλό σπίτι”, όπου κοιμόντουσαν σε κείνα τα παραγεμισμένα με μαλλί στρώματα, που τα μάζευαν την ημέρα τυλίγοντας τα σαν φλογέρα και το άλλο βράδυ πάλι τα άπλωναν για να κοιμηθούν. Η τρίτη πλευρά κάλυπτε ο τοίχος του διπλανού σπιτιού. Προς το σοκάκι, που έβλεπε στις ελιές της Βαρβαρούλας, ένα ξύλινο κάγκελο με την εξώπορτα στην μέση, οριοθετούσε τον μικρό τους παράδεισο. Η Χάννα, έτσι την έλεγαν τη γυναίκα του Λέβι, έβγαινε για να απλώσει την μπουγάδα της, για να ποτίσει την αλιτάνα, την οποία είχε γεμίσει με γαριφαλιές, να κόψει κανένα λεμόνι από την πάντα γεμάτη λεμονιά τους. Εκεί, κάτω από το φύλλωμα της, κάθονταν οι δυο τους και συζητούσαν με τις ώρες. Τι μπορούσε να λέει ένα ζευγάρι στην ηλικία τους για τόση ώρα, ποτέ μου δεν το κατάλαβα. Ούτε σήκωναν ποτέ τη φωνή τους, ούτε φαινόταν ότι τσακώνονταν ποτέ, μόνο συζητούσαν, ήρεμα και χαμηλόφωνα.

  Από πού τους έβλεπα; Το σπίτι μας ήταν πιο ψηλά από το δικό τους. Ανέβαινα πάνω στο χωμάτινο δώμα μας κι από εκεί τους κατασκόπευα. Πίστευα, ότι υπήρχε κάποιο φοβερό μυστικό, που εξαιτίας του το χωριό τους είχε θέσει σε αυτήν την ανεξήγητη για μένα καραντίνα.  “Είναι Οβραίοι, μην τους πλησιάζεις”. Τι έχουν οι Οβραίοι και δεν έπρεπε να τους πλησιάζουμε; Κανένας δεν μου έδινε την οποιαδήποτε απάντηση. Έτσι κι εγώ είχα πεισθεί ότι αυτό το μεγάλο και τρομερό μυστικό που υπήρχε, έπρεπε να το ξεδιαλύνω. Για ώρες ξεροστάλιαζα κάτω από τον ήλιο, κάποιες μέρες έχανα και το παιχνίδι με τα άλλα παιδιά, ελπίζοντας ότι εκείνη την ημέρα επιτέλους θα ανακάλυπτα τι έκρυβαν. Μα το μόνο που ανακάλυψα, ήταν οι ατελείωτες συζητήσεις τους κάτω από τη λεμονιά. Εκείνος πάντα σε ένα χαμηλό σκαμνάκι και η Χάννα σε μια καρέκλα, ώστε τα κεφάλια τους να βρίσκονται στο ίδιο ύψος. Αυτό μόνο έβλεπα και σίγουρα δεν μπορούσα να τους κατηγορήσω  επειδή τους έβλεπα να μιλούν μεταξύ τους με τις ώρες.

  Το 1937, ναι τότε ήταν, που ο νέος Ιταλός διοικητής Ντεβέκι από τη Ρόδο, έστειλε τη διαταγή που έλεγε ότι στα σχολεία μας θα διδάσκονται μόνο Ιταλικά. Οι δάσκαλοι μας πήγαν στη Ρόδο, έλειψαν για όλο το καλοκαίρι και όταν ο Σεπτέμβρης ήλθε και άνοιξαν τα σχολεία μαζί τους ήταν και η Ιταλίδα διευθύντρια, η signora Ρένια. Ήταν αδύνατο να γίνει το μάθημα, εμείς ζητάγαμε συνεχώς διευκρινίσεις στα ελληνικά μα οι δάσκαλοί μας φοβούνταν να απαντήσουν στη γλώσσα μας. Ακόμα και τα ονόματα μας έγιναν Ιταλικά από την μια μέρα στην άλλη. Εμένα που με λένε Νίκο, με φώναζαν πια Nicola. Δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά. Αν τους άκουγε η signora Ρένια, σίγουρα θα τους κατέδιδε στους καραμπινιέρους κι αλίμονο τους! Θα έχαναν τη δουλειά τους, θα φυλακίζονταν, ακόμα ίσως να κατηγορούνταν για προδοσία. Άσχημα χρόνια! Τι να κάνουμε κι εμείς, θέλαμε δε θέλαμε μαθαίναμε τα Ιταλικά.

  Μα το πιο σκληρό εκείνου του χειμώνα για τη δική μας οικογένεια ήταν ο ξαφνικός χαμός του πατέρα μας. Ένα βαρύ κρυολόγημα, το οποίο ο γιατρός που ερχόταν από το διπλανό χωριό, δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει με τα πενιχρά μέσα που διέθετε και σε λίγες εβδομάδες πέθανε, αφήνοντας τη μάνα μας χήρα στα είκοσι οχτώ της μόλις χρόνια. Η αδελφή μου ήταν μόλις στα έξι κι εγώ έκλεινα τα εννιά, όταν από τη μια μέρα στην άλλη αντιμετωπίσαμε τον οίκτο των συγχωριανών μας, την επικριτική λύπηση τους για εμάς. Δεν ζητούσαμε τίποτε απ' εκείνους, το μόνο που θέλαμε ήταν τον πατέρα μας. Η μάνα μου προσπάθησε με νύχια και με δόντια να κρατήσει ζωντανό το μαγαζί, μα τα πράγματα είχαν αρχίσει να γίνονται δύσκολα. Οι προμηθευτές δεν εμπιστεύονταν εύκολα μια γυναίκα, τα βερεσέδια γέμιζαν τα τετράδια και δύσκολα ξεπληρώνονταν. Όσο κι αν το πάλεψε, όσο κι αν σκλήρυνε τη στάση της, ειδικά όταν επιβλήθηκαν τα περίφημα δελτία, λόγω των ελάχιστων εισαγωγών στο νησί σε τρόφιμα, στο τέλος αναγκάστηκε να το κλείσει. Την περίοδο εκείνη ήταν που κι εγώ, άρχισα να ξεφεύγω από την στενή επίβλεψη της μάνας μου, να μην θέλω πια να είμαι το καλό και υπάκουο παιδί της.

 Θυμάμαι ήταν το Πάσχα του τριάντα εννέα. Από τότε καίγαμε μπροστά στην εκκλησία τον “Εβραίο”, ένα παραγεμισμένο με άχυρα σκιάχτρο, μετά τη λειτουργία της Δεύτερης Ανάστασης. Η δική μου παρέα, με που άναψε και καιγόταν ο ψεύτικος Εβραίος, φύγαμε για να πάμε στους αληθινούς Οβραίους, οι οποίοι ζούσαν λίγα μέτρα παραπέρα, του Λέβι και της Χάννα. Αφού διαλέξαμε ότι πιο βαριά πέτρα βρίσκαμε στο δρόμο μας, σταθήκαμε αντίκρυ από το σπίτι τους και αρχίσαμε να το πετροβολούμε. Η δική μου μανία ήταν απερίγραπτη, το σκέφτομαι πολλές φορές και αναρωτιέμαι από πού πήγαζε όλο εκείνο το μίσος εναντίον εκείνων των ανθρώπων, που ποτέ τους δεν ενόχλησαν κανέναν από εμάς. Πόσο σχέση είχε, με αυτά που μου είχαν μάθει να μισώ στο σχολείο, στο σπίτι; Να μισώ τον περιούσιο Λαό του Ισραήλ, που οδήγησε στο θάνατο το Χριστό μας. Φοβάμαι ότι με κάποια από εκείνα τα παράξενα τερτίπια του μυαλού, τους είχα συνδυάσει και με το θάνατο του δικού μου πατέρα. Δεν ξέρω, ας με συγχωρέσει μόνο ο Θεός!

  Αυτό επαναλήφθηκε και την επόμενη χρονιά και την μεθεπόμενη, οι άνθρωποι είχαν μάθει πια και από νωρίς κλειδώνονταν μέσα στο σπίτι τους, περιμένοντας να ξεσπάσει η οργή μας, πάνω τους. Την πρώτη φορά θυμάμαι με κατσάδιασε άσχημα η μάνα μου, με τιμώρησε στερώντας μου για μια βδομάδα την έξοδο από το σπίτι. Την επόμενη χρονιά ούτε που ασχολήθηκε μαζί μου. Τα χρόνια είχαν δυσκολέψει πάρα πολύ, η φτώχεια και η πείνα  ήταν το βασικό πρόβλημα του κόσμου. Όλοι έψαχναν κάτι για να ταΐσουν τα παιδιά τους, τα τρόφιμα του δελτίου ήταν για κοροϊδία. Οι άνθρωποι είχαν αναστήσει και πάλι κάθε σπιθαμή καλλιεργήσιμης γης, δούλευαν σκληρά στα πετροχώραφα τους, για να θερίσουν λίγο σιτάρι, να μαζέψουν λίγο λάδι. Κι από αυτό έπρεπε να βρουν έναν τρόπο, να κρύψουν και κάποια ποσότητα, να την γλυτώσουν από την επίταξη, την οποία είχε επιβάλλει ο κατακτητής. Όλοι σήμερα μιλούν και παριστάνουν τους ήρωες, αλλά η αλήθεια είναι ότι έπρεπε να βρούμε έναν τρόπο να επιβιώσουμε. Δεν ήταν θέμα ηρωισμού αλλά η κινητοποίηση του ενστίκτου των κατακτημένων για επιβίωση.  Άλλοι, όπως η δική μου οικογένεια, ξεπούλησε ότι πολύτιμο είχε σε αυτούς, που παραδόξως είχαν τρόφιμα για πούλημα και συγχρόνως δουλεύαμε σκληρά τη γη μας. Και άλλοι πάλι συνεργάστηκαν με τους κατακτητές, οι περισσότεροι για να  λύσουν τις διαφορές τους με τους συμπατριώτες τους. Πάντα υπάρχουν αυτοί, μα ευτυχώς ήταν λίγοι. Και ενώ τους ξέραμε όλοι μας πολύ καλά, οι περισσότεροι καμωνόμαστε σήμερα ότι δεν έγινε τίποτα. Για κάποιον λόγο η κοινωνία μας τους αμνήστευσε δίχως καν να γευτεί την ικανοποίηση να τους δει να απολογούνται, να κατεβάσουν για λίγο τα μάτια τους προς τη γη, να δείξουν ότι αισθάνονταν έστω λίγη ντροπή για ότι έκαναν.  

 Το καλοκαίρι του σαράντα τέσσερα πρέπει να ήταν, οι Γερμανοί είχαν πάρει τη κυριότητα των νησιών ήδη και συνεργάζονταν με την Ιταλική αστυνομία. Εμείς βρισκόμαστε στο μετόχι μας, το στάρι που είχαμε σπείρει το φθινόπωρο είχε ωριμάσει και όλη την ημέρα θερίζαμε. Τη νύχτα καθόμαστε μέσα στο σκοτάδι και με την αίσθηση των δαχτύλων μας μαζεύαμε όσα περισσότερα σπυριά μπορούσαμε, για να τα κρύψουμε. Η μάνα μου είχε βάλει ένα πιθάρι σε έναν λάκκο, στην πέρα άκρη του χωραφιού κι εκεί κάθε βράδυ έκρυβε όσο περισσότερο στάρι μπορούσε. Τα άχυρα τα σκορπάγαμε στο χωράφι αφήνοντας μέσα στην άλωνα πάντα μια ικανή ποσότητα για να φαίνεται ότι δεν κλέβαμε. Το ίδιο κάναμε και το χειμώνα, όπου αλέθαμε στον χερόμυλο τις ελιές, για να πάρουμε λίγο λάδι, προτού μαζέψουν τη σοδειά μας οι Ιταλοί με τους ντόπιους ρουφιάνους τους.  Δεν είχαμε άλλη επιλογή, όσο κι αν μας φοβέριζαν ότι αν μας έπιαναν θα σαπίζαμε στη φυλακή, το αίσθημα  της επιβίωσης ήταν πιο δυνατό από τον φόβο, τον οποίο όλοι μας νιώθαμε.

 Μεσημέρι ήταν, όταν ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά μας μία περίπολο  Ιταλών καραμπινιέρων με ένα απ' τα γνωστά τους τσιράκια. Εμείς εκείνη την ώρα, αποκαμωμένοι από την πρώιμη κάψα, είχαμε καθίσει για φαγητό, λίγο ψωμί με ελιές και κρεμμύδι, έξω από το αγροτόσπιτο μας, ένα απλό μονόχωρο κτίσμα με δώμα, που το σκέπαζε ένα θεόρατο πεύκο.  Έκαναν έλεγχο για το στάρι που είχαμε θερίσει. Οι Ιταλοί έκαναν τη δουλειά τους τυπικά μα ο κοντοχωριανός μας, σαν να ήξερε ότι κρύβαμε τη σοδειά, πίεζε τη μάνα μου να του πει, που είχαμε κρύψει το υπόλοιπο στάρι. Ήταν σίγουρος ότι κάπου το κρύβαμε, όλοι το έκαναν, θαρρούσε ότι εύκολα θα φοβέριζε μια χήρα γυναίκα, για να του αποκαλύψει την κρυψώνα μας για να πάρει τα εύσημα. Της φώναζε στα μούτρα, την έσπρωξε, την απείλησε μα δεν υπήρχε περίπτωση κάποιος ν΄ ανοίξει το στόμα του, όταν ξέραμε ότι χωρίς αυτό θα ήταν αδύνατον να βγάλουμε τον επόμενο χειμώνα. Στο τέλος ο επικεφαλής αξιωματικός έδωσε εντολή να φύγουν, εκείνος μας απείλησε για μια τελευταία φορά, ότι θα μας παρακολουθούσε απ' εδώ και πέρα πιο στενά. Κι έτσι γινόταν μέχρι την απελευθέρωση μας, λίγους μόλις μήνες μετά.  Συνεχώς τον είχαμε μέσα στα πόδια μας, μα δεν μπορούσε να ανακαλύψει τίποτε διαφορετικό απ' ότι φαινόταν ότι έκαναν όλοι οι συγχωριανοί μας εκείνη την εποχή.

 Τέλος του καλοκαιριού, επιστρέψαμε στο χωριό. Όλο οι κάτοικοι του εγκατέλειψαν τα μετόχια που απλώνονταν ολόγυρα του χωριού μας, αφού είχαν θερίσει και αλωνίσει τη λιγοστή σοδειά και αφού πέρασαν οι κατακτητές από κάθε κτήμα και μας άφησαν την ποσότητα που εκείνοι θεωρούσαν δίκαιη για τον καθένα μας. Το χωριό μας ζωντάνευε και πάλι, εμείς βρίσκαμε τις παρέες μας και ετοιμαζόμαστε για το σχολείο όπου τα Ελληνικά ήταν ελεύθερα, ενώ οι μεγάλοι ετοιμάζονταν σιγά σιγά για τον χειμώνα.

 Δεν το πήραμε είδηση μέχρι που κάποιος γείτονας, μας φανέρωσε ότι τους Οβραίους τους μάζεψαν οι Γερμανοί, μια μέρα μέσα στο καλοκαίρι και κανένας από τότε δεν τους ξανάδε. Δεν μπορούσαμε να φανταστούμε το λόγο της σύλληψης τους, κανένας στο χωριό δεν μπορούσε να τους συνδέσει με οποιαδήποτε παράβαση των καθημερινών διαταγών των κατακτητών και κανένας μας βέβαια δεν ήξερε τότε τι γινόταν με τις χιλιάδες των Εβραίων, που μαζεύονταν απ' όλα τα μέρη της κατεχόμενης Ευρώπης για να οδηγηθούν στα κρεματόρια του Άουσβιτς, του Μαϊντάνεκ και της Τρεμπλίνκα.

 Μα το πιο σημαντικό είναι, ότι τον Λέβι και τη Χάννα τους ξεχάσαμε γρήγορα κι εμείς. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ στο χωριό μας. Κανένας δεν μιλούσε γι' αυτούς, ειδικά όταν τελείωσε ο πόλεμος και όλοι μας μάθαμε τι γινόταν στα στρατόπεδα εξόντωσης που έφτιαξαν οι Γερμανοί. Σαν να φοβόμασταν μήπως και αποκαλυφθούν και οι δικές μας ενοχές. Στο χωριό επικράτησε η σιωπή. Το κρύψαμε απ' τα παιδιά μας, απ' τα εγγόνια μας, απ' τους ίδιους τους εαυτούς μας. Μα τώρα βλέπω ότι μόνο εγώ απόμεινα απ' εκείνη τη γενιά. Τέτοια γεγονότα δεν επιτρέπεται να χαθούν στη λήθη. Οι Λαοί πάντα ψάχνουν να βρουν τους τωρινούς "Οβραίους" τους, να τους φορτώσει το κάθε σφάλμα της κοινωνίας μας. Δεν πρέπει να κάνετε κι εσείς τα ίδια λάθη με εμάς. Εσείς είστε μια καλύτερη γενιά από τη δική μας!"

                                                                                                    Δεκέμβρης 2018


Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2022

Ευγενία του Lionel Duroy και Βαλκανική Τριλογία της Olivia Manning

 Τοv τελευταίο καιρό, κατά σύμπτωση, διάβασα δύο μυθιστορήματα που αναφέρονται στον ίδιο τόπο, την Ρουμανία, και στον ίδιο χρόνο περίπου (1936 -1945). Είναι αξιοσημείωτο ότι και τα δύο βιβλία, δεν τα έχουν γράψει Ρουμάνοι. Θα ήταν ενδιαφέρον να βρω και κάποιον Ρουμάνο συγγραφέα, που να έχει γράψει γι'  αυτήν την περίοδο, ώστε να έχω και την λογοτεχνική ματιά ενός γηγενούς για όσα έγιναν στη χώρα του εκείνην την περίοδο. Μια περίοδο ταραγμένη, με πολιτική αστάθεια, με έντονο εθνικισμό αλλά και ρατσισμό, με την διάλυση του ονείρου μιας μεγάλης Ρουμανίας, που επετεύχθη κατά τον Α' Π.Π.

 Το μυθιστόρημα της Αγγλίδας Olivia Manning, Βαλκανική Τριλογία, το οποίο είναι αυτοβιογραφικό μιας και η συγγραφέας έζησε από κοντά όσα αφηγείται, ως σύζυγος μέλους του Βρετανικού Συμβουλίου στο Βουκουρέστι και μετά στην Ελλάδα. Η Manning περιγράφει την ζωή της σε σχέση με την ταχεία μεταστροφή της Συμμαχικής Ρουμανίας σε μέλος του Άξονα και πως αυτό επέδρασε και στη δική της ζωή.  

 Το μυθιστόρημα Ευγενία, του Γάλλου Lionel Duroy, είναι καθαρή μυθοπλασία, δομημένη όμως πάνω σε έναν πραγματικό ιστορικό καμβά. Πιο διεισδυτικό θα έλεγα, προσπαθεί να μας εξηγήσει, διαμέσου της ηρωίδας του, τις τραγικές καταστάσεις αλλά και τις αντιθέσεις, που βίωσε ο Ρουμανικός Λαός εκείνην την περίοδο. Τον έντονο αντισημιτισμό του, τις ομάδες ακροδεξιών εξτρεμιστών (την περίφημη Σιδηρά Φρουρά), που αναδεικνύονται σε καθοριστική πολιτική δύναμη, την αδυναμία των κρατικών παραγόντων να υπερασπιστούν την ουδετερότητα της Ρουμανίας, την σύνθλιψη της χώρας τους από τους στρατιωτικά ισχυρούς της εποχής εκείνης. Ιδιαίτερα αναλύει τις ρατσιστικές αντιλήψεις των συμπατριωτών της κατά των Εβραίων, όμοιες με αυτές που πρέσβευε το τρίτο Ράιχ, πολύ κοντά σε όσα υποστηρίζουν οι σημερινοί ακροδεξιοί πολιτικοί.

 Στην Βαλκανική Τριλογία, η πρωταγωνίστρια του, η νιόπαντρη Χάριετ Πρινγκλ, έρχεται στο Βουκουρέστι το 1939 για να βρει τον σύζυγό της, Γκάι και ζει τις μεγαλειώδεις στιγμές της Αγγλικής παροικίας με πάρτι, δεξιώσεις, υψηλές κοινωνικές συναναστροφές αλλά και τυχοδιώκτες συμπατριώτες της, σαν να μην αντιλαμβάνονται την καταιγίδα του Β' Παγκόσμιου Πολέμου που ήδη έχει αρχίσει. Περιγράφει βέβαια τα πολιτικά τεκταινόμενα, αλλά από την θέση του παρατηρητή περισσότερο. Οι περιγραφές όσων βλέπει και βιώνει στο Βουκουρέστι αλλά και της ζωής της υψηλής κοινωνίας  είναι καταπληκτικές, τόσο που με άνεση μπορείς να τοποθετηθείς κι εσύ ανάμεσα τους, να γίνεις ένας από αυτούς. Συγχρόνως παρακολουθείς και την ζωή της, την βαθμιαία μεταβολή στη σχέση με τον άντρα της, τα ερωτήματα που της δημιουργούνται σχετικά με τον γάμο της. Το πιο σημαντικό όμως που αποκόμισα από αυτό το μυθιστόρημα, ήταν η αίσθηση της κατάρρευσης της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, που μαζί της συμπαρασύρει και ένα πλήθος ανθρώπων που παρασιτούν, υποστηρίζοντάς την.  

 Το μυθιστόρημα Ευγενία, κτίζεται σε εντελώς διαφορετική φιλοσοφία. Κι εδώ έχουμε πρωταγωνίστρια, την Ευγενία,η οποία κατάγεται από το Ιάσσιο, στο οποίο ζούσε μια ισχυρή Εβραϊκή κοινότητα, και η οποία υπέστη ένα από τα πιο σκληρά πογκρόμ της εποχής. Η Ευγενία σε αντίθεση με την Χάριετ, δεν είναι απλή παρατηρήτρια όσων σημαντικών συμβαίνουν γύρω της αλλά παίρνει θέση, προσπαθεί να παρέμβει στα γεγονότα, προσπαθεί να ανατρέψει όσα την ενοχλούν. Είναι φεμινίστρια και επαναστάτρια, συνάπτει δεσμό με έναν Ρουμανο - Εβραίο συγγραφέα, τον Μιχαήλ Σεμπαστιάν, που από μόνο του είναι γεγονός απόλυτα παρακινδυνευμένο, δημοσιογραφεί προσπαθώντας να αναδείξει τις φρικαλεότητες κατά των Εβραίων, αλλά και παίρνει ενεργά μέρος στην Αντίσταση κοντά στους κομμουνιστές αν και ποτέ δεν αποδέχεται την ιδεολογία τους. Αγαπάει τον Μιχαήλ, την εκνευρίζει η παθητικότητά του, αποδέχεται όμως ότι το μόνο που τον ενδιαφέρει πραγματικά είναι η γραφή του. Η ίδια η Ευγενία, χρησιμοποιεί την γραφή ως εργαλείο, το οποίο όμως πολλές φορές την προδίδει, κάποιες την εκπλήσσει, γενικά δυσκολεύεται να βρει τον δρόμο της ως δημοσιογράφος, που πρέπει να συμβαδίζει απόλυτα με την εκάστοτε κρατούσα κατάσταση.

 Και τα δύο μυθιστορήματα είναι ενδιαφέροντα, ευκολοδιάβαστα, ειδικά το Ευγενία, και σίγουρα σου προσφέρουν μια πολύ καλή εικόνα, για όσα τραγικά εκτυλίσσονταν στη γειτονιά μας την περίοδο εκείνη. Ενδιαφέρον έχει και το τρίτο μέρος της Βαλκανικής Τριλογίας, όπου διαδραματίζεται στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Ελληνο - Ιταλικού Πολέμου, με άγνωστες για εμάς λεπτομέρειες και την εντυπωσιακή καλοπέραση των Άγγλων γραφειοκρατών που βρίσκονταν στη χώρα μας, σε τέλεια αντίθεση με εκείνους που μάχονταν στα πολλαπλά μέτωπα του πολέμου.

  Κλείνοντας θα έλεγα, ότι η ανάγνωση των δύο παραπάνω μυθιστορημάτων με ικανοποίησαν απόλυτα, με έκανα να σκεφτώ για την μοίρα των Λαών μέσα στο διάβα της Ιστορίας, να υποψιαστώ για μία ακόμη φορά πόσο εύκολο είναι να ανατραπούν οι σταθερές στις ζωές των ανθρώπων εξαιτίας των γεωστρατηγικών αναταράξεων (το βλέπουμε αυτές τις μέρες στην Ουκρανία), να αναλογιστώ τον ρόλο τον δικό μου, στην εποχή που ζούμε, με τις δικές της κάθε φορά προκλήσεις, πολλές από τις οποίες προσομοιάζουν με αυτές, εκείνης της περιόδου.

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2022

Γραφή ή ζωή του Χόρχε Σεμπρουν

 Το μυθιστόρημα Γραφή ή ζωή του Ισπανού Χόρχε Σεμπρούν, σου αφήνει μια παράξενη αίσθηση αφού το έχεις πια διαβάσει. Δεν είναι εύκολο βιβλίο, όχι διότι είναι δυσνόητο ή έχει "περίεργο" τρόπο γραφής, αλλά διότι μιλά για στενάχωρες καταστάσεις. Πολλές φορές πόνεσα, το ίδιο όπως την πρώτη φορά που έμαθα για τις φρικαλεότητες των Ναζί στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας και εξολόθρευσης κάθε παρείσακτου, κατά την άποψη τους, στον κόσμο αυτό.

 Ένας νέος άνθρωπος, ο ίδιος ο συγγραφέας, ήλθε αντιμέτωπος με τον θάνατο μέσα στο ναζιστικό στρατόπεδο εξόντωσης του Μπούχενβαλντ, είδε συντρόφους του να πεθαίνουν ή να χάνονται ξαφνικά από δίπλα του, οσμίστηκε τον θάνατο (στην κυριολεξία αυτό) από την καμινάδα του κρεματορίου. Κι όταν επιτέλους βρίσκεται ελεύθερος, "δυσκολεύεται" πλέον να πιάσει τη ζωή του από εκεί που την άφησε, έχει πεθάνει κι έχει αναστηθεί, τίποτε δεν μπορεί να είναι το ίδιο όπως πριν τον Μεγάλο πόλεμο.  

 "Ποιος μπορεί να πιστέψει ότι όλα αυτά έγιναν στα αλήθεια", αναρωτιέται ο συγγραφέας. Κι ένας παλιός του σύντροφος του δίνει με ερώτηση την απάντηση: "Ποιος μπορεί να αποδώσει καλύτερα αυτά που έγιναν εκεί μέσα εκτός από έναν μυθιστοριογράφο;

  Ασφαλώς κι έχει δίκιο. Οι ιστορικοί θα παραθέσουν αριθμούς, γεγονότα, έγγραφα, αλλά μόνο ένα μυθιστόρημα θα μπορέσει να αποδώσει όλα εκείνα τα συναισθήματα ενός αιχμαλώτου που καθημερινά αντιμαχόταν τον παραλογισμό των Ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης και μέρα με την μέρα κατόρθωνε να ξεγλιστρά από τα ολισθηρά μονοπάτια του θανάτου. Κάποια στιγμή μάλιστα, χρόνια μετά, μαθαίνει ποιο τυχερό είχε και του δόθηκε η ευκαιρία να ζήσει. 

  Ξέρει ότι η γραφή αυτών που έζησε είναι μια οφειλή που πρέπει να ξεχρεώσει. Μα όταν αποφασίζει να το κάνει, τότε αντιλαμβάνεται ότι αυτό δεν του είναι εύκολο, οι μνήμες και τα συναισθήματα που συνοδεύουν τη γραφή είναι αβάσταχτα κι εκείνος δικαίως, αυτό δεν το αντέχει.

" Καθ' όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού της επιστροφής, του φθινοπώρου, μέχρι την ηλιόλουστη χειμωνιάτικη μέρα στην Ασκόνα του Τσιτσίνο, οπότε αποφάσισα να εγκαταλείψω το βιβλίο που προσπαθούσα να γράψω, τα πράγματα που είχα σκεφτεί ότι με ξανασυνδέουν με τη ζωή - η γραφή, η απόλαυση - απεναντίας με απομάκρυναν απ' αυτήν, μ' έστελναν ακατάπαυστα και σιγά σιγά  αλλά σταθερά, στη μνήμη του θανάτου, με απωθούσαν μέσα στην ασφυξία αυτής της μνήμης. "

 Ο Σεμπρούν βάζει στην άκρη την γραφή για να κερδίσει τη ζωή. Είναι ακόμη νέος, αγαπά τις γυναίκες, του αρέσει να διαβάζει ποίηση, αγωνίζεται στην παρανομία για έναν κόσμο δίκαιο ως στέλεχος του Ισπανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, μέχρι που ο άκαμπτος σταλινικός μηχανισμός τον απορρίπτει ως ρεβιζιονιστή. (η πίκρα αυτής της διαγραφής είναι παρούσα σε όλο το κείμενο)

 Τελικά η γραφή όμως νικά. Έστω κι αν πέρασαν αρκετά χρόνια δίχως να γράψει το παραμικρό, αντιλαμβάνεται ότι αυτή ήταν η μοίρα του. Έζησε όλη την φρικαλεότητα της αιχμαλωσίας στα ναζιστικά στρατόπεδα και όφειλε να γράψει γι'  αυτήν.

" Θα ήταν γελοίο, ίσως και άπρεπο, να γράψω οτιδήποτε άλλο παρακάμπτοντας την εμπειρία αυτή.    

  Μου άρεσε! Μου αρέσουν εκείνα τα βιβλία που σε βυθίζουν  στην ιστορία, συνήθως στις πιο σκοτεινές της πλευρές, αλλά  και που σε παρακινούν να ψάχνεις ονόματα, τόπους,  γεγονότα, τα οποία συνεχώς αναδύονται μέσα από τις σελίδες  τους. Κι από τη μια μεριά το κακό σου υπενθυμίζει  ότι είναι υπαρκτό και από την άλλη ζεις την ουτοπία, τη δική  του - και τη δική σου -  για ένα δικαιότερο κόσμο παρέα με τους  σπουδαίους ποιητές της δικής του εποχής, τους οποίους μνημονεύει συνεχώς, να σε  συντροφεύουν.

   Ο Χόρχε Σεμπρούν γεννήθηκε το 1923 στη Μαδρίτη και έζησε από έφηβος εξόριστος, από το καθεστώς  του Φράνκο, στη Γαλλία. Ανδρώθηκε στη χώρα αυτή και είναι  ο μόνος μη Γάλλος, μέλος της Ακαδημίας Γκονκούρ. Την  περίοδο 1988 - 1991, ανέλαβε το υπουργείο Πολιτισμού της Ισπανίας. Πέθανε το 2011, στο Παρίσι.

Το ζητούμενο είναι η ευτυχία!

  Μετά από πολλά χρόνια, ο Αλέξανδρος επέστρεφε στο πατρικό του, σε ένα ορεινό χωριό της Δράμας. Για χρόνια ζούσε στην Αθήνα, κάνοντας σπο...