Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διηγήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διηγήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 23 Απριλίου 2021

Πώς να ξεχάσεις;

   Το μυστήριο είχε τελειώσει πριν από λίγο, οι συγγενείς και οι φίλοι είχαν σκορπίσει σε μικρά ή μεγαλύτερα πηγαδάκια στον χώρο του γνωστού κτήματος που τελέστηκε ο γάμος, ψάχνοντας τη σκιά των πανύψηλων δέντρων για να προφυλαχτούν από τον απογευματινό ήλιο που έκαιγε ακόμα. Ο Γιώργος, ο άντρας της από δω και πέρα, που μέχρι πριν από λίγο της κρατούσε σφιχτά το χέρι ενώ το πρόσωπό του έλαμπε από χαρά, την άφησε για λίγο, οι φίλοι του κάτι ήθελαν να του πουν, κάποια έκπληξη ετοίμαζαν για το γλέντι που θα ακολουθούσε και ήθελαν να συνεννοηθούν μαζί του για τις τελευταίες λεπτομέρειες. Δίπλα της είχε μείνει μόνο η ξαδέλφη της, η Helena, η κουμπάρα της πια. Ήταν η μόνη από τους δικούς της ανθρώπους που μπόρεσε να παραβρεθεί στη χαρά της, έκανε τα πάντα για να τα καταφέρει, δεν μπορούσε να γίνει και διαφορετικά, μαζί μεγάλωσαν, το ίδιο δωμάτιο μοιράζονταν μέχρι τα δεκαοχτώ τους κι αυτό συνεχίστηκε και στο Βελιγράδι, όταν έφυγαν για να σπουδάσουν.

  Η Aneta έφυγε μερικά βήματα μπροστά από την Helena, εκείνη την ακολούθησε κρατώντας κάποια απόσταση, ήξερε, δεν ήταν και το πιο εύκολο πράγμα, στην ομορφότερη μέρα της ζωής της να είναι μόνη, να μην έχει κανέναν από την οικογένειά της δίπλα της. Για όλα φρόντισε μόνη της, η πεθερά της περισσότερο την δυσκόλευε, όχι ότι δεν την ήθελε για νύφη, αλλά απλά δεν μπορούσε να καταλάβει όλα εκείνα που της έλειπαν. Την ώρα αυτή που ετοιμαζόταν να στήσει το δικό της σπιτικό, να φτιάξει τη δική της οικογένεια χρειαζόταν όσο ποτέ άλλοτε, τις συμβουλές της μητέρας της, το γέλιο και την αισιοδοξία του πατέρα της, τα χαμόγελα των αδελφιών της. 
  Έφτασε ως τον ξύλινο φράχτη που οριοθετούσε τον χώρο, τον έπιασε δυνατά με τα χέρια της, πάτησε στην χαμηλότερη τάβλα και σήκωσε το λεπτό κορμί της ψηλά, σαν να ήθελε να αποφύγει κάποιο εμπόδιο που δεν την άφηνε να δει αυτό που περισσότερο απ΄ οτιδήποτε επιθυμούσε εκείνη τη στιγμή. Το νυφικό της, σύρθηκε και αυτό μαζί της, το γείσο του ακουμπούσε ακόμα στο γρασίδι, θα λερωνόταν αλλά δεν την ένοιαζε, μόνη της το είχε διαλέξει, με λεπτή δαντέλα που της θύμιζε όλα εκείνα τα όμορφα κεντήματα, με τα οποία η μητέρα της στόλιζε το σπίτι τους, μόνη της τα έφτιαχνε, της άρεσαν οι δαντέλες, οι λευκές χειροποίητες, τέτοιες διάλεξε κι εκείνη να την στολίζουν την ημέρα του γάμου της.

  Κι από εκεί, λίγο ψηλότερα μόνο, μπόρεσε να δει το σπίτι της. Μοναχικό να στέκει στην πλαγιά του λόφου, με τα λίγα θεόρατα δέντρα να ακουμπούν πάνω του, να ρίχνουν τη σκιά τους στη κεραμιδένια σκεπή του, να το κρατούν δροσερό το καλοκαίρι και να το προστατεύουν τον χειμώνα. Τον φράχτη, ίδιο με αυτόν που κρατούσε τώρα δυνατά με τα δυο της χέρια, να το περιστοιχίζει ολόγυρα, κρατώντας τα ζώα τους, που γύριζαν ελεύθερα, μακριά από τον μπαξέ με τα κηπευτικά τους.

  Την ημέρα εκείνη έλειπε, είχε κοιμηθεί στο σπίτι της αγαπημένης της ξαδέλφης, μετά το μεσημεριανό θα την γύριζαν σπίτι της. Ήταν τυχερή, έτσι της είπε η θεία της, καθώς τα δάκρυα έτρεχαν ασυγκράτητα στο πρόσωπό της, δεν ήταν ανάμεσά τους, γλίτωσε από το κακό που τους βρήκε, έτσι της έλεγε όπως τη έσφιγγε μέσα στην αγκαλιά της, την πονούσε, της το είπε με παράπονο στη φωνή, αλλά εκείνη δεν άκουγε, σώπασε, κατάλαβε, το ένιωσε ότι το κακό που την είχε βρει ήταν μεγαλύτερο. Την κράτησε όλη την ημέρα δίπλα της, όλοι σιγοψιθύριζαν, κάποιοι από αυτούς που μαζεύτηκαν στο μικρό καθιστικό τους ήλθαν κοντά της να την αγκαλιάσουν, μα κανένας δεν της έλεγε τι είχε συμβεί, μόνο έκλαιγαν, βουβά, παραπονεμένα. Έκλαιγε κι εκείνη, δεν ήξερε ακριβώς γιατί, αλλά έκλαιγε.  Καταλάβαινε πολλά περισσότερα δίχως να χρειαστεί να της μιλήσει κανένας. Κάποια στιγμή τόλμησε να ζητήσει τη μάνα της, τα αναφιλητά πύκνωσαν απ΄ όλους εκείνους που είχαν μαζευτεί εκεί μέσα, έγιναν ποτάμι και την έπνιξαν, μέσα από τον θρήνο άκουσε κάποιον να καταριέται του Αμερικάνους που την σκότωσαν, όλους τους σκότωσαν, μια μόνο βόμβα έπεσε από τον ουρανό, κανένας τους δεν γλίτωσε, όλα διαλύθηκαν, να μην φοβάται την παρηγορούσε η θεία της, δεν θα την άφηναν μόνη της, θα έμενε εκεί, μαζί τους, εκείνη θα την μεγάλωνε, ήταν κόρη της αδελφής της, μα εκείνη δεν ήθελε, ήταν μόλις επτά χρονών, ήθελε να πάει στο σπίτι της, στους δικούς της ανθρώπους, στα αδέλφια της, έκλαψε, τα δάκρια και ο πόνος την βασάνιζαν για ώρα, μέχρι αργά το βράδυ, μέχρι που έπεσε σε έναν βαθύ, μακάριο ύπνο, και τότε τους είδε για μια ακόμα φορά, τα μικρότερα αδέλφια της χαρούμενα να παίζουν, τον πατέρα της με την καλοσιδερωμένη στολή του, που πριν λίγους μήνες μόλις φόρεσε και τη μάνα της, με το πιο γλυκό χαμόγελο, να την αφήνει από την αγκαλιά της δίνοντας της ένα τελευταίο φιλί, όπως έκανε κάθε πρωί όταν την τραβούσε από το κρεβάτι για να ξυπνήσει.
  Το άλλο πρωί για μια στιγμή ξεγελάστηκε, νόμισε ότι θα βρισκόταν στην κουζίνα τους και θα τους άκουγε όλους να μιλάνε δυνατά, να κάνουν φασαρία και εκείνη να τους μαλώνει, δεν της άρεσε η φασαρία ούτε και τώρα την αντέχει, αλλά βρισκόταν στο ξένο σπίτι, ησυχία επικρατούσε, όλοι κοιμούνταν, έπνιξε τα αναφιλητά της μέχρι που την πήρε και πάλι ο ύπνος. 

  Σε λίγες μέρες την πήγαν να δει σπίτι της, έτσι τους συμβούλεψε η ψυχολόγος που ήλθε, για να αισθανθεί οριστικά ότι όλα είχαν τελειώσει, μα τι σκληρές καρδιές ήταν αυτές που σε καθοδηγούν με αυτόν το τρόπο, δεν υπήρχε τίποτα, όλα είχαν καεί, στη θέση τους το μόνο που μπόρεσε να δει, εκεί που άλλοτε έστεκε το σπιτάκι τους, ήταν μαύρα αποκαΐδια  και τα κλαδιά των δέντρων να έχουν γείρει πάνω του, καμένα και αυτά, να σκεπάζουν τον χώρο, σαν θλιβερό σάβανο της χαμένης της πια ζωής.

  Αργότερα έμαθε ότι την ημέρα εκείνη περνούσε από εκεί κοντά ο πατέρας της με έναν συμπολεμιστή του, ζήτησε να κάνουν μια μικρή στάση, μόνο για λίγο, ήθελε να δει τη γυναίκα του, το καμιόνι στάθηκε έξω από τον φράχτη, προτού προλάβει να μπει στο σπίτι τους, η μάνα της το είδε από το παράθυρο και βγήκε έξω, τον αγκάλιασε εκεί στη είσοδο του σπιτιού τους, ενώ τα μικρά τους μαζεύτηκαν γύρω τους. Τότε το εχθρικό αεροπλάνο, κανένας δεν πρόλαβε να το δει, σημάδεψε το καμιόνι, αυτό ανατινάχτηκε μαζί με τα πολεμοφόδια που κουβαλούσε, η έκρηξη ήταν σφοδρή, τίποτα δεν έμεινε όρθιο, η φωτιά που ακολούθησε αποτελείωσε ότι απέμεινε. Ο άλλοτε αγαπημένος της τόπος, έμεινε έτσι για πολύ καιρό, κανένας δεν τον πλησίασε ξανά από την ώρα που τα συνεργεία του στρατού μάζεψαν ότι είχε απομείνει από τα διαμελισμένα κορμιά της οικογένειας της. Ούτε κι εκείνη τον επισκέφτηκε ποτέ ξανά. Μετά έμαθε ότι όλη η περιοχή είχε μολυνθεί από τις βόμβες εμπλουτισμένες με ουράνιο που έριχναν σε κάθε στόχο που όριζαν οι ξένοι πιλότοι.

  Ήλθε στη Θεσσαλονίκη αμέσως μετά τις σπουδές της, βρήκε δουλειά και νοίκιασε ένα μικρό δυάρι, στο πρώτο όροφο μια πολυκατοικίας σε μια πυκνοκατοικημένη γειτονιά στην Αγίου Δημητρίου κοντά. Την εξοχή την απέφευγε. Ένιωθε πιο ασφαλής στη στενάχωρη γειτονιά της, που γυρίζοντας το κεφάλι της προς τα πάνω δυσκολευόταν να δει τον ουρανό. Τώρα όμως έπρεπε να ξεχάσει όλα εκείνα που πλήγωναν την ψυχή της. Έπρεπε να τα αφήσει πίσω, να προχωρήσει στη ζωή της.

«Αγάπη μου, τι κάνεις εδώ; Σε πείραξε κάτι;»

  Εκείνη γύρισε το πρόσωπό της, τον είδε που την πλησίαζε και του χαμογέλασε, κατέβηκε με προσοχή και έπεσε στην αγκαλιά του.

«Όχι, όλα καλά, αγάπη μου! Μα ακόμα μου λείπουν, ήθελα μόνο να τους έχω εδώ μαζί μου, δίπλα μου και τα δάκρυα που έχυσα γι΄ αυτούς να είναι χαράς, μόνο χαράς. Για μια στιγμή ένιωσα ότι τους είδα, ο φράχτης μου θύμισε το σπίτι μας, ναι, τους ένιωσα! Περίεργο, πολύ λίγα πράγματα θυμάμαι πια, αλλά για μια στιγμή ένιωσα ότι ήταν εδώ, μαζί μου.»

«Έλα πάμε, ο φωτογράφος μας περιμένει. Μην στενοχωριέσαι! Τώρα είμαι εγώ εδώ, δίπλα σου, τίποτα δεν θα μας χωρίσει.»

  Έπιασε το χέρι του, το έσφιξε δυνατά σαν να φοβόταν να μην τον χάσει και τον ακολούθησε. Την αγαπούσε το ήξερε, κι αυτή το ίδιο, μα όσο κι αν φοβόταν το άγνωστο που το μέλλον κρύβει μέσα του, εκείνη την ώρα ξόρκιζε με σιγουριά οτιδήποτε θα μπορούσε να την πληγώσει ξανά. 

Αυτή είναι η συμμετοχή μου, στην μίνι συγγραφική σκυτάλη#2 του 2021, που οργανώνει με πάθος η Μαίρη από το μπλοκ ΓΙΗΝΗ ΜΑΤΙΑ και την ευχαριστώ για την όλη προσπάθεια της.




   


Κυριακή 20 Μαρτίου 2016

Γκιακ

20 Μαρ 2016

Πολλά έχουν γραφτεί για το βραβευμένο Γκιακ του Δημοσθένη Παπαμάρκου. Διηγήματα σκληρά, που δεν εξωραΐζουν τον πόλεμο, που δεν ωραιοποιούν την σκληρή πραγματικότητα που βίωσαν οι Έλληνες στρατιώτες στη Μικρασιατική εκστρατεία, που απομυθοποιούν την έννοια του ήρωα πολεμιστή. Είναι ένα από εκείνα τα βιβλία, που οφείλεις να διαβάσεις, ως αντιστάθμισμα στην σχολική ιστορία, που όλοι μας έχουμε διδαχθεί. 

  Ενώ όλη η ελληνική σχολική ιστοριογραφία, περιστρέφεται γύρω από πολέμους και μάχες, στις οποίες άλλοτε ήμασταν νικητές και άλλες ηττημένοι, το τι είναι ο πόλεμος, το τι σημαίνει να κρατάς ένα όπλο με την αίσθηση του κυρίαρχου, ποτέ μας δεν το διδαχθήκαμε. ( Ίσως και σε αυτό να οφείλεται το γεγονός, να βλέπουμε πολλούς συμπατριώτες μας σήμερα, να μην μπορούν να κατανοήσουν την αιτία που τόσοι Σύριοι, αναγκάζονται να αφήσουν τον τόπο τους και να οδηγηθούν ως πρόσφυγες, τόσο μακριά. ). Τέλος πάντων! 
Αυτό που μου άρεσε, στα διηγήματα του Παπαμάρκου, είναι ότι τα βιώματα των στρατιωτών, που εξιστορεί, δεν μας τα παρουσιάζει στο χρόνο που έγιναν, αλλά φτάνουν σε εμάς, σε δεύτερο χρόνο. Ο συγγραφέας, μας τα διηγείται, όπως τα άκουσε, από τους πρωταγωνιστές τους. Με μια δόση αυτοκριτικής θα έλεγε κανείς, αναπλάθουν τις ιστορίες τους. Ο χρόνος, σίγουρα έχει παραμερίσει την ένταση, που θα μπορούσαν να έχουν οι διηγήσεις τους, αν γίνονταν σε χρόνο πολύ κοντινότερο, στην εκστρατεία. Οι διηγήσεις αυτές αποπνέουν μια σοφία, μια κατασταλαγμένη άποψη για τη ζωή που έζησαν, που δεν αλλάζει, αλλά οφείλεις να την κουβαλάς μέσα σου ως φορτίο βαρύ αλλά και... λυτρωτικό. 
 Ακόμα, με πολύ πετυχημένο τρόπο, ο συγγραφέας μας μεταφέρει πίσω στον χρόνο, στα χωριά μας, των προηγούμενων δεκαετιών. Το κατορθώνει αυτό, αν και είναι μόλις 32 χρόνων, αναπαράγοντας το γλωσσικό ιδίωμα, αναπλάθοντας την αίσθηση της κλειστής κοινωνίας, όπου όλα κρύβονται αλλά και συζητιούνται (κρυφά βέβαια), όπου η επιφάνεια των κοινωνιών μοιάζει ατάραχη αλλά λίγο κάτω της, ίσα το χέρι σου να βρέξεις, κρύβονται  απίστευτες ιστορίες. 

Μα πιο πολύ με εντυπωσίασε, η σχέση του συγγραφέα με την προφορική παράδοση του τόπου μας. Θαύμασα, απόλαυσα το έμμετρο "Παραλογή", το οποίο παρουσιάζει την χωρίς ελπίδα, πάλη μας με το θάνατο. Ο Χάρος,
που μας πληγώνει, που μας ξεγελά, που δεν διστάζει να διακόψει την κάθε ευτυχία των θνητών. Θα νόμιζε κανείς ότι το έμμετρο αυτό δεν συνδέεται με τα υπόλοιπα διηγήματα. Κι όμως! Οι περισσότερες ιστορίες του έχουν σχέση με ο θάνατο και μάλιστα με τη βίαια παρουσία του. Αυτός είναι ο Χάρος. Αφαιρεί ζωές, (δεν ξέρω τι βιώνουν, στον κάτω κόσμο οι ψυχές), μα αυτοί που βασανίζονται είναι αυτοί που μένουν ζωντανοί. Πολλές φορές αναρωτιέμαι για τα αληθινά θύματα του Χάρου. Ο νεκρός; κι αν "ζει μια ζωή" απαλλαγμένη από τους ανθρώπινους πόνους; Ο ζωντανός; κι αν ζει, όσο ζήσει πάνω στη γη, με πόνο και θλίψη για τον (την)  αγαπημένο (-η) του;
Μια τέτοια πρωταγωνίστρια είναι η χήρα της "Παραλογής". Είναι αυτή που μένει πίσω, τραγική φιγούρα, η οποία αρνείται να συμβιβαστεί με την απώλεια του αγαπημένου της, που όταν της δίνεται η ευκαιρία, θαρρώντας* ( νομίζοντας) ότι τον έχει στο χέρι τον Χάροντα, ξανασμίγει με τον άντρα της.... μα δεν είναι εκείνος ο όμορφος, ο λεβέντης...είναι ένας καταχανάς* πια, άσχημος και άψυχος (νεκροζώντανος).

Δίδαγμα: Οι νεκροί με τους νεκρούς και οι ζωντανοί με τους ζωντανούς; 
Δεν έχω απάντηση. Καθένας και η ψυχή του!


* από το καρπάθικο ιδίωμα

Ο φωτεινότερος φακός του κόσμου του Γιώργου Κασαπίδη

    Αν κάποιος θέλει να διαβάσει μια συλλογή διηγημάτων, για μια μικρή επαρχιακή πόλη, τη Δράμα (αλλά και άλλες περιοχές), με την αίσθηση το...