Ο Ταχυδρόμος του Γιώργου Παπαδάκη κέρδισε το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος για το 2019. Είναι αλήθεια ότι αν και εκδόθηκε από την ΕΣΤΙΑ το 2018, λίγοι ασχολήθηκαν τότε μαζί του. Η βράβευσή του όμως, όπως ήταν αναμενόμενο, αύξησε τις πωλήσεις και το έκανε γνωστό στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Ως γραφή αλλά και ως ιστορία μου άρεσε.
Ολιγοσέλιδο για μυθιστόρημα, με μόλις 232 σελίδες στις οποίες ο συγγραφέας αναπτύσσει την ιστορία του, η οποία διαδραματίζεται στην ορεινή Κρήτη της δεκαετίας του 50' με κεντρικό ήρωα τον ταχυδρόμο της περιοχής, τον Αλέξη Δαφέρμο. Είναι δύσκολο όταν γράφεις για ένα τόσο μικρό σε όγκο μυθιστόρημα να μην προδώσεις την πλοκή. Θα προσπαθήσω όμως να σεβαστώ τον αναγνώστη, που δεν το έχει διαβάσει ακόμα και πιθανόν θα θελήσει να το κάνει.
Ο συγγραφέας αν και χρησιμοποιεί μια απλή γλώσσα για να αποδώσει την ιστορία του, εκφράζει με μαεστρία όλα όσα θέλει να πει και μας δείχνει τη δύναμη που αποκτούν οι λέξεις όταν αυτές τοποθετούνται κάθε φορά, κατάλληλα μέσα στο κείμενο. Επίσης η γλώσσα που χρησιμοποιεί, ταιριάζει απόλυτα στον ήρωα του, ο ίδιος αφηγείται την ιστορία του- το μυθιστόρημα είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο. Αποφεύγει τον πειρασμό να γράψει τους ελάχιστους διαλόγους στην βαριά κρητική διάλεκτο, που μιλούσαν και μιλούν οι άνθρωποι στα μεσόγεια του νησιού, βοηθώντας τον αναγνώστη στην ευκολότερη ανάγνωση του βιβλίου. Τοποθετεί μόνο κάποιες πολύ χαρακτηριστικές λέξεις, όπως το "ίντα" (το ερωτηματικό τι), για να προσδιορίσει με σαφήνεια τον τόπο.
Ταχυδρόμος της εποχής
Αξιοσημείωτες ακόμα είναι και οι αναφορές του στα έθιμα της περιοχής, σχετικά με τον γάμο. Την υποχρέωση του γαμπρού να φτιάξει το σπίτι που θα στεγάσει την οικογένειά του και την υποχρέωση της νύφης να το γεμίσει με την προίκα της. Από τα έπιπλα ως και τις κουρτίνες ήταν της νύφης. Αυτά τα κουβάλησαν από την προηγούμενη στο σπίτι του γαμπρού. Της πομπής προηγούταν ο λυράρης που έπαιζε χαρούμενους σκοπούς σε όλη τη διαδρομή, ακολουθούσαν οι συγγενείς της νύφης και από πίσω τα φορτωμένα μουλάρια όμορφα στολισμένα με όμορφα κεντήματα ή υφαντά, που κρέμονταν κι από τις δύο πλευρές του ζώου. Στη συνέχεια ακολουθούσε το στρώσιμο του νυφικού κρεβατιού, από δύο όμορφες κοπέλες, που είχαν και τους δύο τους γονείς στη ζωή, καλότυχες. Το γέμισμα του με χαρτονομίσματα και κέρματα και τέλος το πέταγμα πάνω του ενός μικρού αγοριού με την εντολή να κυλιστεί. Όλα αυτά ως συμβολισμοί μιας οικογένειας που θα ευλογούνταν με πολλά παιδιά, το πρώτο καλό θα ήταν να είναι αγόρι, και οικογενειακής ευτυχίας. Η επίδειξη του ματωμένου σεντονιού, την επομένη του γάμου, με όλα τα σημαινόμενα περί της τιμιότητας της κοπέλας.
Υπάρχει όμως και μια πλούσια αναφορά στα ήθη της εποχής, όπως ότι ένας καλός γάμος ήταν αυτός που γινόταν από προξενιό: "Με προξενιό έπρεπε να παντρεύονται οι τίμιες θυγατέρες, όχι με άλλον τρόπο." Ο προγαμιαίος "λόγος", που ήταν ισχυρός και μόνο με αίμα διαλυόταν. Οι αυστηροί αδελφοί της νύφης, οι κέρβεροι-θεματοφύλακες της τιμής της αδελφής τους, σε όλη της τη ζωή. Το αξεπέραστο εμπόδιο των ιδιότυπων κοινωνικών τάξεων, όπως με την Αθηνά, τη δασκάλα, φίλη του πρωταγωνιστή, που από νωρίς της ξέκοψαν ότι οι κόρη δύο δασκάλων, ποτέ δεν θα παντρευόταν τον γιο του σιδηρουργού και μάλιστα από γενιά ξεπεσμένη. Η υπακοή και των δυο νέων στη θέληση των γονιών τους, παρά τις δεδομένες αρνητικές συνέπειες και για τους δυο τους.
Κρήτη - η μεταφορά της προίκας με τα ζώα
Μη γελιέστε όμως, δεν πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που ξεπέφτει σε μια απλή καταγραφή εθίμων και ηθών. Η ιστορία ξεκινά από την ημέρα που το σπίτι του Αλέξη επισκέπτεται η προξενήτρα της περιοχής, τον γάμο και τον έγγαμο βίο του και φτάνει ως το αποτρόπαιο έγκλημα που διαπράττει και την τραγική κατάληξή του. Ψυχογραφώντας τον, διαπιστώνουμε από τη μία ότι πρόκειται για έναν χαρακτήρα αφοσιωμένο στη δουλειά του, την οποία υπηρετεί με την μέγιστη ευσυνειδησία, αλλά από την άλλη ως χαρακτήρας είναι απαθής, άβουλος και άτολμος. Χωρίς να αντιδρά κάνει αυτά που οι άλλοι θέλουν γι΄ αυτόν, ακόμα κι όταν του προξενεύουν μία άγνωστη για γυναίκα του, ακόμα κι όταν για έναν χρόνο αρραβωνιασμένοι δεν έπρεπε να την δει, ακόμα κι όταν διαπιστώνει ότι άλλην του έταξαν και σε άλλην τον έβαλαν να σταθεί δίπλα στη γαμήλια τελετή. Φανταστείτε, πηγαίνοντας να αγοράσει τις βέρες του γάμου, διαπιστώνει ότι αγνοεί το όνομά της. (Αρτεμίσια την λέγαν) Σχεδόν ποτέ δεν τον βλέπουμε να εκφράζει προς τα έξω τα συναισθήματά του. Μιλώντας μας τα εξομολογείται, προσπαθεί μάλιστα να τα εξηγήσει, αλλά ποτέ δεν τόλμησε να τα εκφράσει. Χάνει την μοναδική γυναίκα που θα μπορούσε να τον κάνει ευτυχισμένο, κι αυτός ούτε εξεγείρεται, ούτε αντιδρά κατ΄ ελάχιστό, υπομένει απαθής την μοίρα του, την αντιμετωπίζει σαν να μην έκανε ποτές του όνειρα γι΄ αυτήν. Ελάχιστες φορές στη ζωή του αποφασίζει να πάρει την κατάσταση πάνω του, και μία από αυτές έχει την απόλυτα τραγική κατάληξη και γι΄ αυτόν και για την οικογένειά του. Η όλη μέχρι τότε συμπεριφορά του, με τίποτε δεν σε προϊδεάζει για την αποτρόπαια πράξη στην οποία, σε πλήρη ηρεμία, θα προβεί. Και φυσικά δεν βρίσκεις, ούτε στα λεγόμενά του, την οποιαδήποτε αιτιολόγησή της. Υπομένει την δίκη του και το επικείμενο τέλος του, με μία απίστευτη αδιαφορία που πραγματικά ξενίζει. Οφείλω να πω, ότι μου θύμισε σε πολλά σημεία την απάθεια με την οποία αντιμετώπιζε τη ζωή του ο πρωταγωνιστής του Καμύ, στο έργο του: Ο Ξένος.
Τέλος θεωρώ το βιβλίο χρήσιμο, διότι μας μεταφέρει στην σκληρή πραγματικότητα της ελληνική επαρχίας του παρελθόντος, με όλα τα καταπιεστικά ήθη που βασάνιζαν τους ανθρώπους, με ένα άγραφο δίκαιο που μπορεί να εξασφάλιζε την "τάξη" αλλά αφαιρούσε την όποια ελευθερία από το άτομο, ιδίως τους νέους που την χρειάζονταν περισσότερο. Κι αυτό είναι χρήσιμο να το θυμούνται όλοι εκείνοι που εξιδανικεύουν το παρελθόν και αποδοκιμάζουν το παρόν.
Κλείνω την εγγραφή μου με ένα μικρό απόσπασμα: 'Αβγαλτα παιδιά, δεν ξέραμε τη ζωή. Έπρεπε να το καταλάβουμε πως η σιωπή είναι το πιο γόνιμο έδαφος για να ριζώσουν τα αισθήματα. Κι όταν, ίσως, η αίσθηση κινδύνευε να πάρει αφή, δεν τολμήσαμε, αυτό είναι το πιο πιθανό, δεν τολμήσαμε. Όσο κι αν έλεγε η Αθηνά πως αψηφούμε τους νόμους της κοινωνίας και πως η γυναίκα όφειλε να κοιτάξει το μέλλον πατώντας στα δικά της πόδια, δεν θέλησε καθόλου να έρθει σε ρήξη με τους γονείς της. Άφησε να γίνει αυτό, να καταπνίξει όποιο αίσθημα ένιωθε για μένα. Κι εγώ από τη μεριά μου, άτολμος, αμέλησα να ακούσω τον εαυτό μου. Δεν τον άκουγα, δεν ήξερα ποτέ να ακούω τις παύσεις, γιατί φοβόμουν τη μοναξιά.
Η συμμετοχή μου, στην μίνι σκυτάλη γραφής 21-22, πιο διοργανώνει με πολύ επιτυχία η αγαπητή μας MaryPetrax
Μου το είχαν πει, το βρήκα αρκετά ενδιαφέρον, όλο ανέβαλα
όμως την επίσκεψη μου, ο χρόνος μου έλειπε, μπα δικαιολογίες, απλώς βαριόμουν
να σύρω τα πόδια μου ως την Άνω Πόλη, κάποιο στοκατζίδικο είχε ανοίξει, πολύ
καλές τιμές, σε καλή κατάσταση όλα όσα πωλούσε, κάποια ανέγγιχτα ακόμα, μάλλον
δώρα που δεν άρεσαν θα ήταν, και το πιο σημαντικό, η ποσότητα και η ποικιλία ήταν
εφάμιλλη των καλύτερων βιβλιοπωλείων του Κέντρου.
Ναι για βιβλία μου είπαν,
μέχρι χτες αυτά έλεγα, όταν ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι δεν μου είχε μείνει κανένα αδιάβαστο
πια, απ΄ αυτά που σκόρπια εδώ κι εκεί γέμιζαν όλο τον χώρο του φοιτητικού μου δωματίου. Ήξερα από τη
μια ότι ο μηνιαίος μου λογαριασμό κινδύνευε να εξαντληθεί πριν την ώρα του, αλλά
από την άλλη η ανάγκη μου για λογοτεχνία με είχε κυριεύσει σαν ναρκωτικό. Να διαβάσω κάτι για δεύτερη φορά μου είναι αδύνατον. Είναι αλήθεια, στην
δεύτερη ανάγνωση πάντα ανακαλύπτεις νέες πτυχές και κρυφά νοήματα, που οι
συγγραφείς θέτουν προς διερεύνηση από εμάς, δεν με ενδιαφέρουν όμως αυτά εμένα,
προτιμώ το ταξίδι που μου χαρίζουν τα βιβλία, σε κόσμους αλλοτινούς ή ξένους,
με ήρωες αληθινούς ανθρώπους και όχι τέρατα της φαντασίας, με τρόπους που ποτέ
μου δεν θα ζήσω στην δική μου, μικρή και περιορισμένη ζωή.
Τέλος πάντων, το πήρα
απόφαση, επισκέφτηκα τον χώρο αυτόν, σε κάποιο πλακόστρωτο στενό των Κάστρων βρισκόταν, ψιλοέβρεχε
την ημέρα εκείνη, όταν διάβηκα την πόρτα του το πρώτο που ένιωσα ήταν η μυρωδιά
του πολυκαιρισμένου χαρτιού, δεν με ενόχλησε, ίσα ίσα η ζεστασιά του όλου
χώρου με είχε κερδίσει με τη μια. Άρχισα να ψάχνω στις προθήκες και τους
πάγκους, μία κοπέλα, στην ηλικία μου πάνω κάτω, ίσως να ‘ταν κι αυτή φοιτήτρια,
δεν ενδιαφέρθηκα να μάθω,με ρώτησε αν
μπορούσε να με βοηθήσει, δεν χρειάζεται της είπα, έψαχνα έτσι αόριστα, δίχως
κάτι μέσα στο μυαλό μου, πάντα έτσι κάνω όταν επισκέπτομαι τα βιβλιοπωλεία,
θέλω η εικόνα του εξώφυλλου, ο τίτλος, η περίληψη στο οπισθόφυλλο, να με
προκαλέσουν, να με πείσουν ότι δεν θα έχανα από την αγορά μου αυτή. Έψαχνα λοιπόν αργά, υπομονετικά, εκεί θα
περνούσα το απόγευμά μου πια, δεν βιαζόμουν, έψαχνα στις σωρούς με τα βιβλία μέχρι να βρω αυτό που θα μου γυάλιζε το μάτι:
Μαρία Νεφέλη, χαμογέλασα, την πρώτη φορά το διάβασα
με τον λάθος τρόπο, ναι, υπάρχει τέτοιος, σελίδα τη σελίδα κι όχι πρόσωπο το
πρόσωπο όπως το ήθελε ο Ελύτης.
Η αφήγηση ενός ναυαγού και τα Εκατό Χρόνια
Μοναξιάς δίπλα δίπλα, κόσμοι ξωτικοί στην σκληράδα τους, πονεμένοι μα και
ερωτικοί, που τους απόλαυσα με την ασφάλεια της απόστασης που με χώριζε από τους
ήρωες τους.
Η παγκόσμια ιστορία της ατιμίας, το Μπόρχες, που με
απογοήτευσε διότι εγώ αναζητούσα τις ραδιουργίες των μεγάλων κι αυτός, μου
σέρβιρε αυτές τις αναμενόμενες, των μικρών ανθρώπων της διπλανής πόρτας.
Ταξίδι στη Ανατολή, του Έσσεν, βαθιά φιλοσοφικό, έβλεπε τα πράγματα από διαφορετική
σκοπιά από αυτήν μας μάθανε, κίνησε το μυαλό μου σε αντίστροφους κύκλους, μου άρεσε.
Οδυσσέας του Τζόις, όλα σε ένα εικοσιτετράωρο
καμωμένα, περισσότερο να με βασανίζουν οι σκέψεις του, κι εκείνον φαντάζομαι
όταν το έγραφε, και στο τέλος να υπόσχομαι στον εαυτό μου ότι θα το ξαναδιαβάσω
όταν μεγαλώσω κι άλλο, μπας και καταλάβω γιατί το έγραψε.
Ερωτικές ιστορίες καθημερινής τρέλας, του Τσαρλς
Μπουκόφσκι, απόκληρου και μέθυσου, και φαινομενικά παραιτημένου, που εμένα όμως
η ωμή γλώσσα του, ο κυνισμός του, μου
μιλούσαν για τις αλήθειες της ζωής.
Βασίλης Αρβανίτης, το θεριό, που σκιάχτηκε και χάθηκε
στη θέα ενός φιδιού, τεράστιου, έτσι υποστήριξε ο Μυριβήλης.
Τοδιπλό βιβλίο, του Χατζή, που με έχωσε για
καλά, στα παρελθόντα, δύσκολα χρόνια της Πατρίδας μας, από την πλευρά όχι ενός
ήρωα της αριστεράς ή της δεξιάς, αλλά ενός απλού ανθρώπου που το μόνο που επιδίωκε ήταν να
επιβιώσει. Ξεριζωμός, μνήμες ευτυχισμένες χρόνων, η σκληρή πραγματικότητα.
Το όνομα του Ρόδου, του σπουδαίου Ουμπέρτο Έκο,
μυστηριακό, γοτθικό, με μοναστηριακές ραδιουργίες και απέραντη θλίψη για την
κατάληξη της καλά κρυμμένης βιβλιοθήκης.
Το βιβλίο της θλίψης και του γέλιου, του Μίλαν
Κούντερα, πονεμένες ιστορίες από τη δική του χώρα, του υπαρκτού σοσιαλισμού, που
αυτός ήθελε να απομυθοποιήσει, όταν εμείς ακόμα ονειρευόμαστε τον άπιαστο
παράδεισό του.
Όλα αυτά τα είχα διαβάσει όταν το μάτι μου έπεσε, Σ το
σπίτι των πνευμάτων, της Αλλιέντε, ανιψιάς του θρυλικού προέδρου της Χιλής,
που σκοτώθηκε αμυνόμενος για τη δημοκρατία στην Πατρίδα του. Αυτό θα πάρω, έχω
ακούσει ότι γράφει καλά, ότι σου μεταφέρει με την ψυχή της αυτά που ξέρει, που
δεν ξεχνά ποτέ την αξία του ανθρώπου και του έρωτα, που στο τέλος νικούν τον κάθε
παρανοϊκό δικτατορίσκο.
Η ανάγνωση για δεύτερη φορά ενός μυθιστορήματος, αν και οι περισσότεροι δεν το κάνουμε συχνά, μπορεί να αποδειχθεί μια πράξη ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Ειδικά αν αυτή γίνει σε χρόνο, που να απέχει αρκετά από την πρώτη φορά. Αυτό συνέβη και σε μένα, με το βιβλίο του Ορχάν Παμούκ, "Το σπίτι της σιωπής" του μόνου Τούρκου συγγραφέα βραβευμένου με Νόμπελ.
Πρώτα πρώτα γιατί με έφερε και πάλι κοντά στον Τουρκικό Λαό, μου θύμισε ότι κι αυτοί στην καθημερινότητά τους, λίγο πολύ, αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα με εμάς, έστω κι αν οι κυρίαρχες πολιτικές επιλογές της γειτονικής χώρας μας δημιουργούν καθημερινά προβλήματα. Ο δεύτερος λόγος, είναι ο τρόπος που γράφει. Προσωπικά η γραφή του με αιχμαλωτίζει, με κάνει να ακολουθώ πειθήνια τους πρωταγωνιστές του, να πιάνομαι από τις κουβέντες τους ακόμα και τις φαινομενικά πιο ασήμαντες, να ακολουθώ αγόγγυστα την αργή ροή της ιστορίας που θέλει να μου διηγηθεί, διότι ο χρόνος έχει την δική του αξία και αυτό φροντίζει ο συγγραφέας να μου το κάνει ξεκάθαρο. Υπάρχουν συχνές επαναλήψεις γεγονότων και καταστάσεων ενώ οι νέες πληροφορίες προστίθενται αβίαστα. Κι όμως, οι αγωνίες των πρωταγωνιστών του, η απελπισία τους, η φαινομενική αδράνεια τους, τα όνειρά τους, όταν φανερώνονται, με κάνουν να συμπάσχω μαζί τους.
"Το σπίτι της σιωπής" είναι το δεύτερο μυθιστόρημα του Παμούκ, κυκλοφόρησε στην Τουρκία του 1983 και διαπραγματεύεται, μεταξύ των άλλων, ένα από τα πιο αγαπημένα θέματα του συγγραφέα, που είναι την πάλη της σύγχρονης Τουρκίας ανάμεσα στο ανατολίτικο παρελθόν της από τη μία και την προσπάθεια της από την άλλη να ενταχθεί πολιτισμικά στον δυτικό κόσμο. Για να ακριβολογώ, την πάλη ανάμεσα στις δυνάμεις εκείνων που οραματίζεται μία Τουρκία ως μια σύγχρονη χώρα του Δυτικού κόσμου και εκείνων που αρνούνται να εγκαταλείψουν όσα κουβαλούν μαζί τους από τα χρόνια της ένδοξης Οθωμανικής περιόδου. Κι αν αυτή η διαμάχη ήταν ξεκάθαρη όταν πρωτοκυκλοφόρησε το βιβλίο του, σήμερα μετά από δεκαοχτώ χρόνια Ερντογανικής εξουσίας, δεν ξέρω καν πόσες δυνάμεις έχουν απομείνει σε εκείνους που πιστεύουν στο όραμα της Δύσης. Ο ίδιος ο συγγραφέας επιλέγοντας να ζει στην Κωνσταντινούπολη, την αγαπημένη του πόλη, σιωπά. Όχι αδίκως, αν σκεφτείς την μοίρα όλων εκείνων που τόλμησαν να αντιταχθούν στην ισλαμιστική στροφή που έχει επιφέρει ο πρόεδρος της στην γείτονα και τα μεγαλοϊδεατικά του οράματα. Και να μην ξεχνάμε βέβαια ότι στην Τουρκία, υπάρχει μια ιδιότυπη δικτατορία, η οποία παλαιότερα ελεγχόταν από τις δυνάμεις του βαθέως Κεμαλικού κράτους αλλά σήμερα ελέγχεται πλήρως από τις δυνάμεις που υποστηρίζουν τον νυν πρόεδρο.
Η ιστορία εξελίσσεται στο Τσενέχτισαρ, ένα ταχέως αναπτυσσόμενο προάστιο της Κωνσταντινούπολης, όπου μέρα με την μέρα, σηκώνονται πολυτελείς οικοδομές για να φιλοξενήσουν τους πλούσιους αστούς της Πόλης, αλλάζοντας όλη την γεωμορφολογία της περιοχής. Το παλιό, ξύλινο σπίτι, άλλοτε αρχοντικό, στο οποίο κατοικεί η γιαγιά Φατμά με τον πιστό της υπηρέτη, τον Ρετζέπ, στέκει ακόμα παρά τη φθορά του χρόνου και ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την εικόνα του πολύ επιδέξια, για να δείξει την επιμονή της ιδιοκτήτριας του, να μένει δέσμια του δικού της παρελθόντος.
"Τα ξύλα του ξεβαμμένα, ο κισσός από τον πλαϊνό τοίχο έχει περάσει στην πρόσοψη, η σκιά της συκιάς πέφτει στα κλειστά παντζούρια της γιαγιάς, τα σιδερένια κάγκελα, στα παράθυρα του κάτω πατώματος έχουν σκουριάσει. ... Θυμήθηκα το γεμάτο σκόνη φως που τρύπωνε στο σπίτι από τα παντζούρια, τη μυρωδιά της μούχλας..."
Τον Ρετζέπ, η Φατμά τον καλεί με το όνομά του αλλά γι΄ αυτήν πάντα θα είναι ο Τζουτζές της, με όλη την υποτιμητική σημασία της λέξης (τζουτζές: νάνος, γελωτοποιός). Αυτό που την συνδέει επιπλέον με τον Ρετζέπ, είναι ότι είναι νόθος γιος του μακαρίτη του άντρα της. Η Φατμά, όλη την ημέρα κάθεται στο δωμάτιο της, το βράδυ δεν κοιμάται παρά μόνο την αυγή, χαμένη στις σκέψεις της και τις μνήμες της άχαρης ζωής της. Μόνη της συντροφιά ο Τζουτζές της, τον οποίο μισεί, και αυτό το μίσος μεγαλώνει μέρα με την μέρα όσο αισθάνεται την όλο και μεγαλύτερη εξάρτηση της από αυτόν. Ο μακαρίτης ο άντρας της, ο οραματιστής γιατρός, Σελάχαντιν, "σκότωσε" την προίκα της, ώστε απερίσπαστος να συγγράψει την "σπουδαιότατη εγκυκλοπαίδεια του" η οποία θα άνοιγε τα μάτια του αμόρφωτου Λαού, θα τον έβγαζε από την απάθεια του και την αποδοχή της μοίρας του και θα τον έφερνε κοντά στην πρόοδο της Δύσης, την οποία θαύμαζε απεριόριστα. Από την άλλη, αυτός είχε παραδοθεί στη δική του μοίρα, μένοντας με μια γυναίκα με την οποία το μόνο που τον συνέδεε ήταν τα χρυσά κοσμήματα της, τα οποία τους συντηρούσαν, αρνούμενος να δουλέψει, αρνούμενος να ενταχθεί στην αληθινή κοινωνία που άλλαζε δραματικά μετά την επικράτηση του Κεμάλ, αιχμάλωτος ενός έργου το οποίο ποτέ δεν θα τελείωνε, βυθισμένος στην λυτρωτική επίδραση του ποτού. Με τον θάνατο του, η Φατμά επιτέλους αισθάνθηκε λυτρωμένη από έναν μεγάλο βραχνά της ζωής της, η πρώτη της πράξη ήταν να κατέβη στο γραφείο-εργαστήριο του και να καταστρέψει κάθε χειρόγραφο της εγκυκλοπαίδειας του, που βρήκε. Έναν γιο είχαν μόνο, τον Ντογάν, ο οποίος πέθανε μη μπορώντας να αντέξει τον θάνατο της αγαπημένης του συζύγου.
Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται την περίοδο πριν από την
δικτατορία του Εβρέν (1980), όταν οι διαμάχη των αριστερών με τους ακροδεξιούς είχε εκτραχυνθεί, αφήνοντας δεκάδες νεκρούς καθημερινά πίσω της. Σε μια περίοδο λίγων ημερών μόνο, όταν αρχές του καλοκαιριού επισκέπτονται την γιαγιά Φατμά τα τρία εγγόνια της, για το ετήσιο μνημόσυνο των γονιών τους. Ο μεγαλύτερος, ο Φαρούκ, ιστορικός, που όμως δεν βρίσκει κανένα ενδιαφέρον πια στην επιστήμη του, μπερδεμένος ανάμεσα στις δύο πολιτισμικές ταυτότητες του (Δυτικός και Οθωμανός) σε μια στιγμή λέει: "Παραδίδομαι επειδή δεν αντέχω να ζω με δύο ψυχές. Σου συμβαίνει αυτό καμιά φορά: είναι φορές που νομίζω ότι είμαι δύο άνθρωποι μαζί." Χωρισμένος από την γυναίκα του, με μόνη του παρηγοριά το ποτό. Το ποτό ως γνωστό είναι απαγορευμένο στους Μουσουλμάνους, αλλά οι νεο-αστοί Τούρκοι, δεν τον ακολουθούν αυτόν τον κανόνα.
Η Νιλγκιούν, φοιτήτρια της Κοινωνιολογίας, κομμουνίστρια, η οποία ακολουθεί ένα αυστηρό ημερήσιο πρόγραμμα απομόνωσης, σαν να μην την αφορά ο κόσμος του κοσμοπολίτικου θέρετρου που βρίσκεται.
Και ο μικρότερος, ο Μετίν, ο οποίος ονειρεύεται να βρεθεί στην Αμερική, όπου εκεί θα μπορέσει να ξεφύγει από τη μιζέρια και να φτιάξει τη χλιδάτη ζωή που ονειρεύεται. Πνίγεται κι αυτός (όπως ο παππούς του) απ΄ ότι του θυμίζει τις τουρκικές του ρίζες. Είναι ο μόνος όμως που τολμά, αν και μεθυσμένος, να ζητήσει από την γιαγιά του να δώσει την αγαπημένη της μονοκατοικία, ως αντιπαροχή για να πάρουν κι αυτοί τα διαμερίσματα που τους αναλογούν. Προσπαθεί να ενταχθεί στις παλιές παρέες του με τους γόνους των πλούσιων μεγαλοαστών, που όπως φαίνεται ζουν άνευ ορίων τον εκδυτικοποιημένο τρόπο ζωής τους. Ο Μετίν προσπαθεί να φανεί "ισάξιος" τους, το διαβατήριο του είναι κάποιες χιλιάδες λίρες, που με πολύ κόπο δούλεψε το προηγούμενο διάστημα, αυτό όμως είναι ένα μυστικό του, που κανένας δεν πρέπει να μάθει.
Στον αντίποδα του Μετίν, βρίσκεται ο Χασάν, ανιψιός του Ρετζέπ, ο οποίος είναι ενταγμένος στην ακροδεξιά παράταξη. Προσπαθεί ακόμα να αποδείξει την πίστη του στους τοπικούς ηγετίσκους, συγχέοντας την επιθυμία του να ξεφύγει από τη μιζέρια της δικής του οικογένειας, με την επιθυμία του πατέρα του- επίσης νόθος του Σελάχαντιν- να μορφωθεί, και το όνειρό του μια μέρα να διαπρέψει( στην παράταξη, στην κοινωνία;) όλα είναι μπερδεμένα μέσα του. Και γίνονται ακόμα χειρότερα, όταν διαπιστώνει ότι οι παλιοί του φίλοι, τα εγγόνια της Φατμά, που μικροί έπαιζαν όλοι μαζί στην αυλή του σπιτιού τους, κάνουν ότι δεν τον γνωρίζουν. Αυτό, στο τέλος θα έχει τραγική κατάληξη και για τις δυο οικογένειες.
Πιστεύω ότι ο κύριος χαρακτήρας του μυθιστορήματος: ΤοΣπίτι της Σιωπής του Ορχάν Παμούκ, είναι η Φατμά και η δυστυχία που την ακολούθησε μετά τον γάμο που της επέβαλαν οι γονείς της, με τον γιατρό Σελάχαντιν.
Δεν μιλά, ποτέ δεν μιλούσε, ούτε στον άντρα της, ούτε όταν της ξόδεψε όλη την προίκα της, ούτε όταν εκείνος συνήψε σχέση με την παραδουλεύτρα τους. Ούτε και τώρα μιλά, παρά μόνο για να ζητήσει κάτι από τον Τζουτζέ της. Ακόμα και στα εγγόνια που ήλθαν να τη δουν και να κάνουν την προσευχή τους, όλοι μαζί, πάνω από τον τάφο των γονιών τους, οι κουβέντες που ανταλλάσσει μαζί τους είναι μετρημένες. Αυτό που απουσιάζει από το σπίτι, μάλλον απουσίαζε πάντα, είναι το γέλιο, η χαρά, τα μικρά επιφωνήματα ευτυχίας, ακόμα και οι έντονες συζητήσεις ή οι οργισμένοι διαπληκτισμοί... είναι το σπίτι της Σιωπής.
Η Φατμά, δεν παύει για ούτε για μια στιγμή, να θυμάται με αγαλλίαση τα ευτυχισμένα παιδικά της χρόνια, με τις φίλες της και την επαφή της με τα βιβλία που εκείνες τις διάβαζαν αποσπάσματα. Οι περιπέτειες του Ροβινσώνα, "...όπου ένας Άγγλος ζούσε ολομόναχος σ΄ ένα ερημονήσι, επειδή είχε βυθιστεί το καράβι του, όχι δεν ήταν ολομόναχος, είχε και τον υπηρέτη του, που τον βρήκε έπειτα από χρόνια..." (ο παραλληλισμός με τη δική της κατάσταση είναι εμφανής)
"Στη ζωή, όταν τελειώσει το μοναδικό ταξίδι με την άμαξα, δεν μπορείς να το ξανακάνεις, αν όμως έχεις ένα βιβλίο, όσο μπερδεμένο κι ακατανόητο κι αν είναι, όταν τελειώσει για να συλλάβεις το ακατανόητο και για να καταλάβεις τη ζωή, αν θες, το πιάνεις απ΄ την αρχή και το ξαναδιαβάζεις, έτσι δεν είναι Φατμά;"
Δυστυχώς την ζωή, όσο κι αν το επιθυμούν κάποιοι, δεν μπορείς να την πάρεις από την αρχή και πάλι. Είσαι υποχρεωμένος να τη ζήσεις, μέχρι το τέλος με όσα αυτή σου κληροδότησε. Άλλοι το αντέχουν, άλλοι χάνονται στα πάθη τους και άλλοι ψάχνουν για δρόμους διαφυγής. Κάθε ένας από τους ήρωες του μυθιστορήματος αυτού, ανήκει σε μία από τις πάνω κατηγορίες. Τα υπόλοιπα ανήκουν στα γνωστά παιχνίδια της μοίρας, στο "κισμέτ " κατά την ανατολίτικη φιλοσοφία.
Την ευκαιρία για την σημερινή μου εγγραφή, μου την έδωσε η ανάγνωση των διηγημάτων του Γεώργιου Βιζυηνού στα πλαίσια της Λέσχης Ανάγνωσης Δράμας.
Το έργο του Βιζυηνού δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλο, αλλά μπόρεσε να συγκινήσει, διότι περιγράφει με αμεσότητα την σκληρή πραγματικότητα της ζωής του. Τα διηγήματά του είναι αυτοβιογραφικά στο μεγαλύτερο μέρος τους και μας προσφέρουν την αναγνωστική χαρά που αποκομίζουμε από την κλασσική λογοτεχνία.
Όπως διαβάζω στο οπισθόφυλλα της έκδοσης που έχω: "...διαβάζουμε τα μεγάλα κλασσικά έργα, για να κατανοήσουμε ...τον εαυτό μας και τον κόσμο, μέσα από την αναμέτρηση με τα μεγάλα ερωτήματα που μας θέτουν, όπως είναι, εν προκειμένω, η σχέση αρσενικού και θηλυκού, λογικής και τρέλας, πραγματικότητας και πλάνης, ταυτότητας και ετερότητας, και προ πάντων, το περί του θανάτου ερώτημα..."
Μου είναι πολύ δύσκολο, να κατατάξω τα διηγήματά του, σύμφωνα με την αναγνωστική απόλαυση που μου πρόσφεραν. Θα το επιχειρήσω όμως, και στην πρώτη θέση θα τοποθετήσω το Μοσκώβ-Σελήμ. Πρωταγωνιστής είναι το τρίτο παιδί μίας πλούσιας οικογένειας Τούρκων της Δυτικής Θράκης, ο οποίος μεγαλώνει από την μητέρα ως κορίτσι ενώ το πρότυπο-πατέρας του τον περιφρονεί. Σε μικρή ηλικία κατατάσσεται στον Τουρκικό στρατό, παίρνοντας τη θέση του λιποτάκτη (φυγόστρατου) αδελφού του. Πολεμά με γενναιότητα συμμετέχοντας σε όλους σχεδόν τους Ρωσο-τουρκικούς πολέμους του 19ου αιώνα, κατακτά τα γαλόνια του με την αξία του στο πεδίο της μάχης, αλλά χάνει τα πάντα (σπίτι και οικογένεια) από την ανικανότητα του Οθωμανικού κράτους να υπερασπιστεί τους πολεμιστές του. Στο διήγημα εμφανίζεται γέρος πια, ως μία παρεξηγημένη φιγούρα, φορώντας την μισο-διαλυμένη στολή Κοζάκου και στο κεφάλι κόκκινο φέσι, να περιμένει εναγωνίως τον ερχομό των λυτρωτικών Ρωσικών στρατευμάτων για να τους υποδεχτεί με κάθε τιμή. Ήταν οι μόνοι, που αν και αιχμάλωτος στα χέρια τους, του πρόσφεραν κάθε περιποίηση και θαλπωρή, που η πατρίδα και η οικογένειά του ακόμα, του αρνήθηκαν. Αυτό όμως, πρέπει να ήταν ένα θεραπευτικό ψέμα, για να αντέξει την καταστροφή όλων εκείνων που τον έκαναν άνθρωπο και αγαπούσε, από την πίστη του στον μεγάλο του αφέντη, τον Σουλτάνο, ο οποίος, όχι μόνο δεν ενδιαφέρθηκε για την κατάντια του αλλά εν πολλοίς ήταν και υπεύθυνος γι΄ αυτήν. Υπάρχουν και άλλα ζητήματα, όπως ο συνεχής αγώνας του μέχρι να τον αποδεχθεί ο πατέρας του, η αγάπη του για την μητέρα του και η αποδοχή της φτωχής γυναίκας που του διάλεξε για σύζυγο, το γκρέμισμα κάθε ιδανικού, το μεγάλωμα του ως κορίτσι κ.α.
Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896)
Ο Γεώργιος Βιζυηνός, ήταν μια τραγική και αδικημένη μορφή της εποχής του.Γεννήθηκε από μία πάμπτωχη οικογένεια στη Βιζύη της Δυτικής Θράκης και μικρός στάλθηκε να μάθει την τέχνη του ράπτη στην Πόλη. Η εξυπνάδα του ήταν η αιτία, που μπόρεσε να βρει ισχυρούς προστάτες και να τον στείλουν να σπουδάσει, στην Κύπρο, στην Αθήνα, στη Σχολή της Χάλκης και την Γερμανία. Μπόρεσε να επισκεφτεί και το Παρίσι και το Λονδίνο. Μετά τον θάνατο του μεγάλου προστάτη του, του Γ. Ζαρίφη, επιστρέφει στην Αθήνα με σημαντικές ανώτατες σπουδές αλλά και βραβεύσεις ποιημάτων του. Προσπαθεί να καταλάβει κάποια θέση ισάξια των σπουδών του, αυτό καθίσταται αδύνατον καθώς θεωρείται ξένο σώμα στο πνευματικό κατεστημένο της πόλης. Φεύγει για την Θράκη, ασχολείται ατυχώς με την εκμετάλλευση κάποιου μεταλλείου, ενώ αρρωσταίνει από κάποια εκφυλιστική ασθένεια των οστών. Πηγαίνει στην Αυστρία για θεραπεία και μετά επιστρέφει στην Αθήνα. Πιθανόν η αρρώστια αυτή να τον οδήγησε στην τρέλα σε συνδυασμό με την απόρριψη που βίωνε. Πεθαίνει στο Δρομοκαΐτειο, στα 47 του χρόνια μόλις. Προσφιλές θέμα των Αθηναίων ήταν για πολύ καιρό, ο ανάρμοστος έρωτας του για την Μπετίνα Φραβασίλη, 12-14 χρόνων, μαθήτρια του στο ωδείο που δίδασκε, ενώ αυτός ήταν 43 χρόνων.
Μπετίνα Φραβασίλη, μουσικός, (1876-1596)
Είναι άξιο μελέτης, δεν ξέρω αν πρέπει να αποδοθεί στις επικρατούσες αντιλήψεις της εποχής, που υποστήριζαν ότι τα κορίτσια πρέπει να παντρεύονται πολύ μικρά αλλά υπάρχει μία εμμονή και στη ζωή του και στο έργο του για κορίτσια, της πρώιμης εφηβικής ηλικίας. Έτσι εκτός από την Μπετίνα, όταν βρέθηκε στην Κύπρο ως νεαρός ιεροδιάκονος, έγραφε ερωτικές επιστολές και ποιήματα στην 14χρονη Ελένη Φυσεντζίδη. Αυτός ήταν και ο λόγος που ανακλήθηκε άρον άρον πίσω στην Κωνσταντινούπολη. Εκείνη δεν έπαψε ποτέ να τον αγαπά, περιμένοντας ματαίως την επιστροφή του. Στα διηγήματά του αναφέρονται η 14χρονη, Αγγλίδα Μάσιγγα, η οποία πρόκειται με εντολή του πατέρα της να παντρευτεί κάποιον αρκετά μεγαλύτερο της και χήρο. Η Γερμανίδα Κλάραν, που από τα συμφραζόμενα, θα πρέπει να βρισκόταν σε αυτήν την ηλικία και η οποία τρελαίνεται μετά από ερωτική απογοήτευση. Αλλά και η γιαγιά του παιδί ήταν ακόμα, μας διηγείται, όταν παντρεύτηκε τον αγαπημένο του παππού. Πουθενά δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά για κάποιον άλλο έρωτα ή σχέση του Βιζυηνού.
Κλείνοντας θα αφήσω τον σύνδεσμο, για όποιον ενδιαφέρεται, της ταινίας "Το μόνον της ζωής του ταξείδιον" (2001), σε σκηνοθεσία του Λάκη Παπαστάθη. Ο Ηλίας Λογοθέτης σε δύο ρόλους (του έγκλειστου στο Δρομοκαΐτειο Βιζυηνού και του παππού του), είναι απολαυστικός.
Τον ποιητή Αργύρη Χιόνη, τον ανακάλυψα μέσα από το βιβλίο του, "Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες", μια συλλογή διηγημάτων*. Διηγήματα, γραμμένα θα έλεγα με σαρκαστική διάθεση, που κατακρίνουν όλα αυτά που κτίζουν γύρω μας έναν κόσμο φυλακή. Γραμμένα επίσης, με διδακτική διάθεση αλλά όχι με τον τρόπο που είμαστε συνηθισμένοι. Διηγήματα απλών πραγμάτων, με τέλος πολλές φορές απρόσμενο, τα οποία βρίσκονται πολύ κοντά στη φύση. Τη φύση, κοντά στην οποία έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, απομονωμένος σχεδόν, σε ένα μικρό χωριό 30 κατοίκων στην ορεινή Κορινθία, αφότου επέστρεψε από την Ευρώπη.
Ζούσε και χαιρόταν τη φύση, μέσα στην οποία επέλεξε να ζει. Εμπνεόταν και έπαιρνε ζωή, διδασκόταν και "δίδασκε" μέσα από αυτήν. Είχε πει ο ίδιος: "... η φύση, που είναι η μάνα που μας γεννάει και αυτή που μας τρώει. "
" Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δασκάλα από τη φύση "
Ποιήματα γράφει από πολύ μικρός, από τα 14 του. Από λαϊκή γειτονιά και φτωχή οικογένεια, τα πρώτα ποιητικά του ακούσματα είναι οι μαντινάδες και τα αποσπάσματα του Ερωτόκριτου, που τραγουδούσε η Κρητικιά μητέρα του στο σπίτι. Πολύ νέος ξενιτεύεται, πρώτα στη Γαλλία, μετά στην Ολλανδία. Εκεί παίρνει και το πτυχίο του στην ιταλική φιλολογία. "..σπούδασα ιταλικά για να μπορέσω να διαβάσω τον Δάντη από το πρωτότυπο..." μας λέει. Για ένα διάστημα εργάζεται στο Συμβούλιο της Ευρώπης, μέχρι, που παίρνει την απόφαση να τα αφήσει όλα και να επιστρέψει στην Ελλάδα.
Ποια η άποψη του για την ποίηση;
Ο ίδιος, λέει: " Ο ποιητής μπορεί να μιλάει για την εποχή του με έναν τρόπο, που να μην χαϊδεύει τα αυτιά των ανθρώπων αλλά να τους απαλαίνει, να τους γλυκαίνει τον πόνο "
" Η ποίηση είναι ένα είδος παραμυθίας. Οι άνθρωποι προσφεύγουν στην ποίηση -όσοι την αγαπούν- για να έχουν αυτή την παραμυθία, την παρηγοριά, δηλαδή είναι ένας τρόπος να παρηγορηθούμε για τα πράγματα τα αποτρόπαια που συμβαίνουν γύρω μας ".
Είναι όσα τόλμησα να σκίσω ή να μην γράψω... "Κάθε λέξη είναι μια αχτίδα. Κάθε ποίημα μια απόπειρα φωτός" "Απόπειρες φωτός"
Υπηρετούσε μια ποίηση, βάλσαμο στις πληγές των ανθρώπων, η οποία όμως φροντίζει, στην πρώτη ανάγνωση, να ξύσει τις πληγές σου, να σου θυμίσει τον σκληρό, αληθινό κόσμο, μέσα στον οποίο ζούμε.
ΕΞΟΔΟΣ
Μέσα στον κόσμο ανάμεσα
Σ' εκατομμύρια άστρα τ' άστρο Γη
Πάνω στη γη τριγυρισμένη
Από στεριές και θάλασσες τριγυρισμένη
Από χιλιάδες χώρες μία χώρα
Μέσα στη χώρα ανάμεσα
Σε πολιτείες και χωριά μια πολιτεία
Μέσα στην πολιτεία κυκλωμένο
Από χιλιάδες σπίτια ένα σπίτι
Μέσα στο σπίτι ανάμεσα
Στα έπιπλα μια γυάλα
Μέσα στη γυάλα ένα χρυσόψαρο
Ένας άνθρωπος κάθεται και το κοιτά
Κάποτε πρέπει τ' απαραίτητο να βρούμε
Κουράγιο ν' αντιμετωπίσουμε το μπόι μας
Να πάψουμε προέκταση να είμαστε
Όλων αυτών των μπαλκονιών και των βημάτων
Κι όχι μονάχα να κατέβουμε από αυτά
Αλλά και να επιτρέψουμε στα γόνατά μας να λυγίσουν
Να διπλωθούμε και να κάτσουμε κατάχαμα
Κι έτσι με σιγανή φωνή και δίχως χρώμα
Να πούμε ιστορίες για όσους πέρασαν
Κάτω απ' το χώμα αφού πρώτα
Σύρανε τις ξεκοιλιασμένες τους ψυχές
Επάνω σε μπαλκόνια και σε βήματα
Να πούμε ιστορίες για όσους πολεμήσανε
Και χάσανε τη μάχη γιατί ήταν
Πιο ήσυχος ο εχθρός κι ακόμα
Για όσους νικηθήκαν επειδή δεν πολεμήσανε.
Τέτοια κοινά τέτοια καθημερινά διηγώντας
Με σιγανή φωνή και δίχως χρώμα
Ν' αφήσουμε η βροχή των ημερών
Να κάνει τη δουλειά της πάνω μας
πως δεν τόλμησα να τοΑναριοτόμουν
Του άρεσε να ζει μονάχος, απομονωμένος σχεδόν, δίχως τηλεόραση καν στο σπίτι του, (οποία θα τον αποσπούσε από τα διαβάσματα του και τη γραφή). Δεν ήταν όμως ξεκομμένος από τα προβλήματα που κάθε τόσο απασχολούν όλους μας, από τα σημαντικά γεγονότα του κόσμου. Είχε αναπτύξει μια δική του φιλοσοφία ζωής, την οποία μάλιστα, προσπάθησε να μεταφέρει στη νέα γενιά, σε μια ομιλία αποφοίτων της περιοχής του, ανήμερα της επετείου του 40, το 2011 (δύο μήνες μόλις, προτού πεθάνει ):
"... ΟΧΙ λοιπόν στην υπερκατανάλωση αγαθών και τις επίκτητες ανάγκες που μας δημιούργησαν οι έμποροι των εθνών.
ΟΧΙ στις πιστωτικές κάρτες και τις τοκογλυφίες των τραπεζών.
ΟΧΙ στα δάνεια που δεν μπορούμε να ξεπληρώσουμε.
ΟΧΙ στον παλαιοκομματισμό και τους κομματάρχες.
ΟΧΙ στη δαγκωτή ψήφο.
ΟΧΙ στο μέσο και στο κωλογλείψιμο. ΝΑΙ στην αξιοκρατία.
ΟΧΙ στον κομματικό οπαδισμό, γιατί διόλου δεν διαφέρει από τον χουλιγκανισμό των γηπέδων.
ΟΧΙ στην προσωπολατρία και οικογενειολατρία.
ΟΧΙ στην ψευδαίσθηση ότι ψηφίζοντας κάθε τέσσερα χρόνια τους εκλεκτούς ηγέτες μας εκτελούμε το δημοκρατικό καθήκον μας, και από 'κεί και πέρα δεν έχουμε άλλο ρόλο από το να τους χειροκροτούμε ή να τους βρίζουμε ανάλογα με το αν υπηρετούν ή όχι τα προσωπικά μας συμφέροντα.
ΟΧΙ στα κομματικοποιημένα και ενίοτε κρατικοδίαιτα συνδικάτα που λειτουργούν συντεχνιακά, φροντίζοντας μόνο για τα μέλη τους και γράφοντας στα παλιά τους τα παπούτσια την υπόλοιπη κοινωνία.
ΟΧΙ στην παιδεία που δημιουργεί εξειδικευμένα ανδρείκελα, αναίσθητους τεχνοκράτες, αυταρχικούς χαρτογιακάδες, γελοίους γιάπηδες και αρπακτικά golden boys. ΝΑΙ στην παιδεία που παράγει την απαραίτητη εξειδίκευση, διευρύνει γενικότερα το πνεύμα και δίνει νόημα ουσιαστικό στη ζωή.
ΟΧΙ στην πατριδοκαπηλία και τον στείρο εθνικισμό.
ΟΧΙ στο ρατσισμό και την ξενοφοβία.
ΟΧΙ στην καταστροφή του περιβάλλοντος. Πρέπει επιτέλους να καταλάβουμε ότι ο κόσμος αυτός δεν πλάστηκε για μας, και μας ανήκει όσο ανήκει και στο πιο ελάχιστο μυρμήγκι. Δεν είναι παιχνίδι που μας χάρισε ο μπαμπάς μας και μπορούμε να το σπάσουμε για να δούμε τι έχει μέσα.
ΟΧΙ στην εκδρομική ή τουριστική φυσιολατρία. ΝΑΙ στην απόλυτη ταύτισή μας με τη φύση.
ΟΧΙ στην τεμπελιά. ΝΑΙ στην εργασία, ακόμα και σ' αυτήν που δεν έχει σχέση με τις σπουδές που κάνουμε. Σε εποχές σαν αυτή που διανύουμε και που τίθεται ζήτημα επιβίωσης καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή. Καμιά δουλειά δεν είναι μόνο για τους περιφρονητέους μετανάστες.
ΟΧΙ στην τηλεόραση, όπου στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων μαθαίνουμε ποια glamorous ανύπαρκτη παντρεύτηκε με τον αντίστοιχό της glamorous ανύπαρκτο. ΝΑΙ στον πολιτισμό. ΝΑΙ στη μουσική. ΝΑΙ στο θέατρο. ΝΑΙ στον κινηματογράφο. ΝΑΙ και πάλι ΝΑΙ στο βιβλίο.
ΟΧΙ στον αθέμιτο ανταγωνισμό, στο διαγκωνισμό και στον ψευτοπαλικαρισμό, στην τζάμπα μαγκιά, στο «ξέρεις ποιος είμαι εγώ μωρέ;». ΝΑΙ στο συναγωνισμό, στην ευγενή άμιλλα, τη συντροφικότητα, την αλληλεγγύη ...»
Αυτά τα ΟΧΙ μαζί με τα ΝΑΙ, θα έλεγα ότι θα μπορούσαν να είναι η ΒΙΒΛΟΣ, ενός οποιουδήποτε ανθρώπου, με απόλυτη συνείδηση της πραγματικότητας μέσα στην οποία ζούμε. Ένας οδηγός ζωής, που δεν αρκείται στα εύκολα που μας προσφέρει -εκ του πονηρού- ο σύγχρονος πολιτισμός. Ο μπούσουλας εκείνος, που θα χαρίσει στη ψυχή μας, την απαραίτητη ηρεμία, απλά και μόνο για να χαρούμε... την ύπαρξη μας στον κόσμο αυτό.
Ζούσε την μοναχικότητα του με τον δικό του τρόπο. Στο χωριό είχε σχέσεις με τους λιγοστούς κατοίκους του, συμμετείχε στα κοινά της περιοχής του, ήταν ευχάριστος στις κοινωνικές συναναστροφές του... δεν του άρεσε όμως η συναναστροφή με το συνάφι του: " Δεν μπορώ να έχω σχέσεις με το συνάφι, αγαπώ τους συναδέλφους μου κι έχω πολύ καλές σχέσεις αλλά εξ αποστάσεως..." Δεν έβρισκε ενδιαφέρον στις παρέες αυτές... ασχολούνται με τα μικρά, με κουτσομπολιά, ο ένας προσπαθεί να διαβάλλει τον άλλο...
Έχει ενδιαφέρον να δούμε τους ποιητές και τους συγγραφείς που τον επηρέασαν:
"...Ο Καβάφης για την ειρωνεία του και τη λιτότητα του ύφους του, για την τόλμη του στη γλώσσα ... ο Καριωτάκης, μου πηγαίνει έτσι στην ψυχοσύνθεση ... ο Σεφέρης, μου αρέσει πάρα πολύ ... ο Σαχτούρης, ο Μπέκετ, τον θεωρώ μεγάλο ποιητή ( αν και είναι γνωστός ως θεατρικός συγγραφέας ) ... ο Καμύ ... ο Καζαντζάκης..."
" Μεγάλο μέρος της δουλειάς μου αναφέρεται στο θάνατο, και οι παραπάνω αντιμετωπίζουν το θέμα ηρωικά, κάτι που μου αρέσει. "
Παραθέτω, παρακάτω, ένα σχετικό με τον θάνατο ποίημά του:
Όταν πεθαίνει ο νεκροθάφτης, άλλοι νεκροθάφτες τον κηδεύουνε.
Εμένα ωστόσο μου αρέσει να φαντάζομαι ότι στην τελευταία του κατοικία
τον οδηγούνε οι νεκροί που ο ίδιος έθαψε όσο ζούσε,
εις ένδειξιν ευγνωμοσύνης για τις υπηρεσίες που τους πρόσφερε,
ή ακόμα ότι μόνος του, με το αργό, επίσημό του βήμα,
μεταφέρει τον εαυτό του ως το μνήμα όπου χώνεται
και από πάνω του τραβά το χώμα σαν κουβέρτα.
" Εσωτοπικά τοπία "
Πολλές φορές είναι ειρωνικός, σκληρός, παρατηρητής καθημερινών καταστάσεων τις οποίες επεκτείνει στο χρόνο, στις οποίες ανακαλύπτει κρυμμένες, άλλες καταστάσεις. Στο παρακάτω ποίημα του, μια αθώα, ευχάριστη καλοκαιρινή ημέρα, σε κάποια παραλία, ο παππούς που κάνει αμμόλουτρα, η βορειοευρωπαία τουρίστρια, ένα παιδί δαρμένο απ΄ τους γονείς του, ένα από τα αδέσποτα σκυλιά που βρίσκουν παρηγοριά κοντά στους λουόμενους, γίνονται αφορμή για παραπέρα σκέψεις... δεν μπαίνω στον πειρασμό να αναφέρω τις δικές μου, οι ποιητικές αναγνώσεις είναι καθαρά προσωπικές υποθέσεις. Αυτό πιστεύω, κατά βάθος θέλει και κάθε δημιουργός. Τα έργα του να μιλούν στον καθένα ξεχωριστά, βαθιά μέσα του, με τρόπο που μόνο εκείνος μπορεί.
ΤΟ ΩΡΑΙΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι
Ωραίο αλλά και επικίνδυνο
Ένας παππούς που έκανε αμμόλουτρα
Ξεχάστηκε θαμμένος μες στην άμμο
Όταν τον θυμηθήκανε ύστερ' από μέρες
Σηκώσαν το καπέλο του
Δεν ήταν από κάτω
Μια πάλλευκη τουρίστρια από το βορρά
Τα έφτιαξε με τον ήλιο
Κοιμήθηκε μαζί του μέρες μήνες
Σκούρυνε, αφομοιώθηκε από το τοπίο
Οι δικοί της τώρα την αναζητούν
Μέσω του Ερυθρού Σταυρού
Ένα παιδί δαρμένο έγινε αχινός
Αν τους βαστάει τώρα
Ας με ξαναδείρουν, είπε
Πήρανε ο μπαμπάς κι η μαμά
Μαχαίρι και πιρούνι
Και χωρίς να τρυπηθούν
Του φάγαν την καρδιά
Ένα σκυλί κυνηγημένο
Δάγκωσε την ουρά του και την έφαγε
Ύστερα έφαγε όλο το κορμί του
Έμεινε μόνο το κεφάλι του στα βότσαλα
Να ασπρίζει από τα κύματα γλειμμένο
Βαθιά ένα καράβι έμενε ακίνητο
Ακίνητο ένα καλοκαίρι
Φυσούσαν άνεμοι φουσκώναν τα πανιά
Δεν έλεγε να φύγει. Τι περίμενε;
Κανείς δεν ξέρει.
Και από τους Χάρη και Πάνο Κατσιμίχα, ενορχήστρωση Γιώργου Ανδρέου:
Στο έργο του, πολλές φορές διακρίνεται μια νοσταλγία για τα χρόνια που έχουν περάσει, που πολύ καλά γνωρίζει ότι επιστροφή σε αυτά δεν υπάρχει, μια προσπάθεια συμβιβασμού με την ιδέα της ζωής που μόνο προχωρά προς τα εμπρός, κοιτάζει πίσω αλλά εξακολουθεί να του φεύγει.
Τρώω καρπό
φτύνω κουκούτσι
φυτρώνει δέντρο.
Αχ, νά' χα κι εγώ κουκούτσι,
να τό' φτυνε ο θάνατος,
να φύτρωνα ξανά.
" Στο Υπόγειο "
" ΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ "
Το παιδικό ποδήλατό μου, ο άλλοτε απαστράπτων Πήγασος που απογειωνόταν μόλις τον καβάλαγα, έχει για πάντα υπογειωθεί. Κι ας λέω ψέματα αδιάκοπα, στον εαυτό μου και σε εκείνο, πώς, κάποια μέρα , θα του αλλάξω λάστιχα, από την σκουριά του θα το γδύσω, θα το λαδώσω και θα το γυαλίσω κι μόλο τον κόσμο μαζί του θα γυρίσω. Το παιδικό ποδήλατό μου έχει για πάντα υπογειωθεί, το ξέρω και το ξέρει.
Ένα ακόμα ποίημά του, τολμηρό(;), που φαντάζομαι ότι το εμπνεύστηκε, κάποιο καλοκαίρι, εκεί στο Θραφαρί, που ζούσε, όταν τα κοριτσόπουλα ερχόμενα από κάθε γωνιά του ελληνισμού για το πανηγύρι του χωριού, στολίζονταν γεμάτα υποσχέσεις, παίζοντας με τον ήλιο, το μελτέμι και τις καρδιές των αγοριών.
ΑΝΕΜΟΣ ΑΝΑΙΣΧΥΝΤΟΣ
τρυπώνει κάτω
απ τα φορέματα ωραίων κοριτσιών,
τρίβεται πάνω σε γυμνούς μηρούς,
κάνει εφήβαια να θροΐζουν,
λαγόνια να λαγγεύουν στήθη να αναριγούν,
να ορθώνονται και,
σαν τρυγόνια αιχμάλωτα,
με ρώγες αιχμηρές
τη φυλακή τους να ραμφίζουν για να βγουν στο φως.
Άνεμος ίμερος ανήμερος,
των κοριτσιών γλυκός εχθρός.
Κλείνω με μία ενδιαφέρουσα, τηλεοπτική συνέντευξη του Αργύρη Χιόνη. Μου αρέσει η απλότητα του λόγου του, η ίδια απλότητα στα γραπτά του -πεζά και ποιήματα- που εμένα με παρακίνησαν να τα δω με περισσότερη προσοχή, με μια σοφία άξια προσοχής, που σε διδάσκει δίχως να σε ενοχλεί.