Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μια ιδέα μια έμπνευση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μια ιδέα μια έμπνευση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 15 Απριλίου 2024

Το ζητούμενο είναι η ευτυχία!

 

Μετά από πολλά χρόνια, ο Αλέξανδρος επέστρεφε στο πατρικό του, σε ένα ορεινό χωριό της Δράμας. Για χρόνια ζούσε στην Αθήνα, κάνοντας σπουδαία καριέρα ως διευθυντής πωλήσεων. Οικογένεια δεν δημιούργησε, αν και για κάποια χρόνια διατηρούσε δεσμό με την Αλίκη, τελικά αποφάσισαν από κοινού ότι δεν ταίριαζαν και χώρισαν. Έτσι απλά και όμορφα, δίχως ανώφελα δράματα. Η βασική αιτία του χωρισμού τους ήταν ότι αυτός ήταν τόσο αφοσιωμένος στη δουλειά του, που η προοπτική του γάμου και τα συνακόλουθά του, ποτέ δεν πήραν κάποια θέση στη σκέψη του. Η Αλίκη μεγαλώνοντας, ανακάλυψε ότι δίπλα του είχε χάσει πολύτιμο χρόνο από τη ζωή της ώστε ο χωρισμός να είναι μονόδρομος για εκείνην, που ποθούσε στην ζωή της την ευτυχία που φέρνει μία οικογένεια. Αυτά όμως έγιναν πριν από αρκετά χρόνια.

  Τώρα πενηνταπεντάρης πια, έχοντας φτιάξει ένα καλό κομπόδεμα, νιώθοντας όλο και πιο στενάχωρα στην μεγάλη πόλη, τα βρόντηξε όλα και αποφάσισε να επιστρέψει στο πατρικό του σπίτι, να το ανακαινίσει κι αν άντεχε τον βαρύ χειμώνα, που θυμόταν από μικρό παιδί, να εγκατασταθεί μόνιμα εκεί. Ήδη ο χειμώνας είχε φτάσει για τα καλά, σίγουρα δεν θα αργούσαν και τα πρώτα χιόνια και πέρα από κάποια βασικά μερεμέτια στην στέγη και τα κουφώματα δεν είχε προλάβει να κάνει πολλά.

Κλεισμένος τις περισσότερες ώρες της μέρας στο πατρικό του, συνήθως με κάποιο βιβλίο στο χέρι, με τη συντροφιά του ραδιοφώνου και τον ήχο των ξύλων να καίνε στο τζάκι, νιώθει να τον τυλίγει μια ζεστή αγκαλιά αναμνήσεων και γλυκών συναισθημάτων. Αναμνήσεων από την παιδική του ηλικία, που συνοδεύονται με την αίσθηση της αγάπης που απλόχερα του είχαν χαρίσει η δικοί του. Κι όλη αυτή η γλυκύτητα έρχεται σε τέλεια αντίθεση με τη τραχιά ζωής της πόλης, που πρόσφατα εγκατέλειψε. Από τη μία είχε να επιλέξει την ήσυχη ζωή, χαμηλών προσδοκιών μα προσωπικής ηρεμίας κι από την άλλη την γεμάτη καθημερινότητα με το συνεχές τρέξιμο που του χάριζε επαγγελματική καταξίωση και το γεμάτο πορτοφόλι. Θεωρητικά εύκολη η επιλογή, όχι όμως γι΄ αυτόν πια.

Αργά το απόγευμα εκείνου του Δεκέμβρη, λίγο ήθελε για να σκοτεινιάσει, άκουσε ένα διστακτικό κτύπημα στην πόρτα. Μετά από λίγο επαναλήφθηκε, αυτή τη φορά με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα Παραξενεύτηκε, οι λίγοι κάτοικοι του χωριού τέτοια ώρα είχαν κλειστεί στα σπίτια τους, παρέα με την τηλεόραση που έπαιζε στη διαπασών. Αφού τσάκισε τη σελίδα που διάβαζε στην πάνω γωνία της, άφησε το βιβλίο στο τραπέζι μπροστά του και πήγε να ανοίξει. Με το άνοιγμα της πόρτας, ένιωσε το υγρό κρύο στο πρόσωπό του ενώ αυτό εισχωρούσε μέσα στο ζεστό σπίτι. Αμέσως αναγνώρισε τη γυναίκα που στεκόταν εκεί μπροστά του, αν και τα βαριά ρούχα που είχε σφίξει πάνω της και το σκουφί στο κεφάλι της ίσως να δυσκόλευαν κάποιον άλλο.

"Μπορώ να περάσω;" ακούστηκε η φωνή της.

Παραμέρισε για να περάσει μέσα και μόνο όταν έκλεισε την πόρτα, μπόρεσε να αρθρώσει την πρώτη του λέξη.

"Μαρίνα;"

"Εγώ είμαι! Βοήθησέ με να βγάλω αυτά από πάνω μου, φτιάξε μου ένα ζεστό τσάι... ή δώσε μου ένα δυνατό ποτό και τα λέμε μετά."

Με αμήχανες κινήσεις πήρε το χοντρό μπουφάν και το σκουφί, που του έδωσε και το κρέμασε σε μια σειρά καρφιών μαζί με το δικό του, δίπλα στην πόρτα. Φορούσε ένα ζεστό κόκκινο φόρεμα, εφαρμοστό πάνω της, κλειστό ως το λαιμό και μακρύ ως τους αστραγάλους. Το σουλούπι της, νευρώδες, τα μακριά μαύρα μαλλιά της που έπεφταν στους ώμους και την πλάτη της, τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια της που τον κοίταζαν, η χροιά της φωνής της, όλα είχαν μείνει ίδια, ανέγγιχτα από τον χρόνο. Λίγα κιλά παραπάνω μόνο είχε πάρει, λογικό, κατ΄ άλλα δεν είχε αλλάξει καθόλου σε αντίθεση με αυτόν, που και πολλά παραπανίσια κιλά είχε αποκτήσει, τα μαλλιά του είχαν αραιώσει και το πρόσωπο του είχε χάσει όλη τη νεανική του λάμψη.

Την οδήγησε ως εκεί που καθόταν, της πρόσφερε θέση δίπλα στο τζάκι και της γέμισε ένα ποτήρι με κόκκινο κρασί, από αυτό που πάντα είχε πρόχειρο πάνω στο τραπέζι.

"Σου κάνει εντύπωση που βρίσκομαι εδώ;"

"Σίγουρα δεν σε περίμενα!"

"Λάθος σου! Σου το είχα πει. Αν ποτέ γυρίσεις εδώ, μαζί σου θα επιστρέψω κι εγώ."

"Είναι αλήθεια! Αλλά συνήθως τα λόγια απέχουν από τις πράξεις."

"Σημασία έχουν οι προθέσεις. Κι εγώ όπως βλέπεις, δεν έλεγα ψέματα."

"Γιατί δεν έφυγες μαζί μου τότε; Γιατί επέλεξες να παραμείνεις στον τόπο αυτόν, που ελάχιστα είχε να σου προσφέρει;"

"Δεν έχω δώσει ακόμη πειστική απάντηση στον εαυτό μου. Ίσως γιατί δεν μου ταιριάζουν οι μεγάλες πόλεις. Εσύ γιατί είσαι εδώ;"

"Κουράστηκα! Απηύδησα για να το πω πιο ωμά. Δεν άντεξα αν θες! Εσύ; Έκανες οικογένεια;"

"Ναι! Είμαι παντρεμένη, έχω και δυο παιδιά, αγόρι και κόρη, φοιτητές. Μένω στη Δράμα, με τον άντρα μου, οι δυο μας μείναμε..."

"Και πώς τον άφησες; Με ποια δικαιολογία έφυγες;"

"Μεγάλοι άνθρωποι είμαστε! Μέχρι να τελειώσουν οι αγώνες και να γυρίσει σπίτι, θα έχω επιστρέψει κι εγώ."

"Άρα δεν επέστρεψες στο χωριό! Μάλλον ήλθες απλώς για να επιβεβαιώσεις, ότι πράγματι βρίσκομαι εδώ."

"Μάλλον... Ξέρεις, ποτέ δεν μπόρεσα να σε βγάλω από το μυαλό μου. Κι αυτό έκανε όλη τη ζωή μου δύσκολη. Λάθος να μην ακολουθείς την καρδιά σου όταν αυτή σε καλεί. Κι αυτό το λάθος θα το πληρώνω για μια ζωή."

" Για μια ζωή... Ίσως έπρεπε κι εγώ να επιμείνω περισσότερο τότε. Αλλά βλέπεις βιαζόμουν να φύγω, ήθελα να κατακτήσω τον κόσμο, πίστεψα ότι και χωρίς εσένα θα έβρισκα την ευτυχία. Το δικό μου λάθος!"

"Εσύ; Έκανες οικογένεια;"

"Όχι... δεν έκατσε... μάλλον για να είμαι ειλικρινής, ποτέ δεν την επιδίωξα."

Ο Αλέξανδρος σήκωσε το ποτήρι του, το τσούγκρισε με το δικό της.

"Στην επανασύνδεση μας, λοιπόν!"

"Σήκωσε και η Μαρίνα το δικό της ποτήρι και το έφερε στο στόμα της. Δίστασε μα στο τέλος, με αργές γουλιές το άδειασε."

"Δεν έπρεπε να το πιω! Ο δρόμος της επιστροφής δεν είναι και τόσο εύκολος. Όπου νάναι νυχτώνει. Μάλλον πρέπει να φεύγω!"

"Θα σε ξαναδώ;"

"Δεν ξέρω! Ίσως! Μάλλον! Θα το επιδιώξω!"

"Δείχνεις αρκετά συγχυσμένη! Κάτσε λίγο ακόμα να ηρεμήσεις και φεύγεις σε λίγο."

"Αυτό θα κάνω!"

Image by Eirena from Pixabay
Για λίγο κάθισαν και δύο αμίλητοι. Μια περίεργη αίσθηση ευτυχίας είχε
φωλιάσει στις καρδιές και των δύο. Αν κι εκείνη ήξερε ότι σε λίγη ώρα θα τον αποχαιρετούσε κι αυτός αν και ήθελε να την έχει κοντά του για όσο περισσότερο γινόταν, η αίσθηση της ζεστασιάς στην καρδιά τους μαλάκωνε την ψυχή τους. Οι μνήμες και των δύο γύριζαν στις μέρες εκείνες, στα είκοσι τους, όταν τα νιάτα τους ήταν ικανά να τους κάνουν να καρδιοχτυπούν. Τα ξεμοναχιάσματά τους στα στενά σοκάκια του χωριού, το πρώτο τους φιλί, η πρώτη φορά που έκαναν έρωτα μια θεοσκότεινη νύχτα στην πηγή δίπλα στον πλάτανο.

Ο Αλέξανδρος σηκώθηκε να ρίξει ένα κούτσουρο στη φωτιά που πήγαινε να σβήσει. Σηκώθηκε και η Μαρίνα.

"Πρέπει να φύγω!"

Πήγε ως την πόρτα, ξεκρέμασε τα ρούχα της και με αποφασιστικές κινήσεις ντύθηκε ενώ ο Αλέξανδρος την πλησίασε.

"Είσαι σίγουρη ότι θα τα καταφέρεις μέσα στην νύχτα;"

"Μια χαρά θα είμαι."

Την αγκάλιασε με τον τρόπο που κάνει κάποιος, όχι για να αποχαιρετήσει αλλά για να δείξει την χαρά του, που ξαναέβλεπε ένα αγαπημένο του πρόσωπο μετά από τόσα χρόνια. Την κράτησε για λίγο κι εκεί που θεώρησε ότι αυτό θα κρατούσε για κάποια λεπτά, του ξέφυγε και άνοιξε την πόρτα. Αυτό που αντίκρισαν τους έκανε να συνειδητοποιήσουν ότι η μοίρα θα έκανε πια το δικό της παιχνίδι κι αυτοί απλώς θα έπρεπε να υποκύψουν στις διαθέσεις της. Το χιόνι έπεφτε πυκνό, σε μεγάλες νιφάδες και ήδη είχε σκεπάσει την αυλή. Σίγουρα, ο έτσι κι αλλιώς δύσκολος δρόμος μέσα από τα βουνά δεν θα ήταν σε καλύτερη κατάσταση, άσε που θα είχε χαθεί πλέον κάθε ίχνος του.

"Όπως βλέπεις, δεν γίνεται να φύγεις. Εκτός κι αν ήλθες με ερπυστριοφόρο." της είπε με κρυφή χαρά.

"Μα πρέπει να φύγω!"

Έκλεισε την πόρτα πίσω του, ήδη το κρύο που πρόλαβε να μπει μέσα, είχε ψυχράνει τον χώρο. Την βοήθησε να βγάλει και πάλι το μπουφάν και το σκουφί της και τα κρέμασε στο ίδιο καρφί που βρίσκονταν πρωτύτερα. Εκείνη μπερδεμένη, αγωνιώντας για τον άντρα της που θα γύριζε στο σπίτι και δεν θα την έβρισκε, αλλά απόλυτα παραδομένη, προχώρησε προς τα μέσα και κάθισε και πάλι στη θέση της. Γέμισε το ποτήρι της με κρασί και το άδειασε με τον ίδιο τρόπο, με αργές γουλιές μέχρι το τέλος.

"Μην στενοχωριέσαι, Μαρίνα! Κάποια πράγματα είναι πάνω από τις δυνάμεις μας. Θα φροντίσω να είμαι καλός οικοδεσπότης. Εγώ έτσι κι αλλιώς κοιμάμαι εδώ, δίπλα στο τζάκι. Η κάμαρα μέσα είναι για σένα, θα βάλω και την ηλεκτρική σόμπα να καίει όλη νύχτα, μια χαρά θα είσαι."

Η αμηχανία ήταν εμφανής και στα λόγια και στις πράξεις τους.

"Θα φτιάξω μια ομελέτα, δεν γίνεται να πίνουμε ξεροσφύρι. Έχω αρκετά αυγά και λουκάνικα στο ψυγείο, μια ομελέτα με το κρασί είναι ότι πρέπει."

Σηκώθηκε και άρχισε να τηγανίζει, με αρκετή μαεστρία είναι αλήθεια, ενώ η Μαρίνα τον παρατηρούσε αμίλητη. Στο μυαλό της γύριζαν ένα σωρό σκέψεις. Ο άντρας της του οποίου την αγάπη δεν ένιωθε από καιρό πια, τα παιδιά της που τα έβλεπε μόνο στις διακοπές, τα όνειρα που είχε αρνηθεί να κάνει εδώ και χρόνια, την αγωνία της για την αναστάτωση στο σπίτι της αλλά κι αν όλα όσα προμηνύονταν από εδώ και πέρα θα άξιζαν αληθινά. Ο Αλέξανδρος αφού έστρωσε ένα τραπεζομάντηλο στο τραπέζι, στη μέση έβαλε μια πετσέτα, πάνω της άφησε το τηγάνι, έβαλε κι από ένα πιάτο μπροστά τους, έκοψε ψωμί, τοποθέτησε κατάλληλα τα μαχαιροπήρουνα και τις χαρτοπετσέτες, έφερε ακόμα ένα μπουκάλι κρασί και το άφησε δίπλα τους.

"Η νύχτα θα είναι μακριά!" της είπε.

"Εσύ, με έφερνες καμιά φορά στο μυαλό σου; Ή με είχες ξεχάσει ολότελα; Δεν θα ήταν παράξενο!"

"Βλέποντάς με στη πόρτα, πιστεύω να κατάλαβες τη χαρά μου!"

"Ναι, την ένιωσα αλλά δεν μου απάντησες!"

"Αυτό που μπορώ να σου πω είναι ότι ποτέ δεν μπόρεσα να δω τον εαυτό μου στα σοβαρά, δίπλα σε κάποια άλλη γυναίκα. Πάντα υπήρχε κάτι, μια σκιά από το παρελθόν, που με κρατούσε πίσω."

"Εγώ φοβόμουν τη μοναξιά... αν και πάντα ήμουν μόνη και τώρα ακόμη περισσότερο, αφότου έφυγαν τα παιδιά."

Ο Αλέξανδρος σήκωσε το ποτήρι του, αυτή τη φορά κάνοντας μια πρόποση:

"Στα λάθη μας! Στη μοίρα! Στην ελπίδα!"

Η Μαρίνα τσούγκρισε για δεύτερη φορά το ποτήρι της με αυτό του Αλέξανδρου χωρίς να πει τίποτε. Το έβαλε στο στόμα της , ήπιε μια γουλιά και το άφησε κάτω. Ήδη είχε υπερβεί τα όρια της και το ήξερε. Εκείνος έκοψε την ομελέτα στην μέση και την μοίρασε στα πιάτα τους.

"Δοκίμασε την ομελέτα μου. Όσοι την έχουν δοκιμάσει λένε τα καλύτερα."

"Πού έμαθες να μαγειρεύεις;"

"Όταν ζεις μόνος σου, μαθαίνεις πολλά πράγματα!"

"Σωστά!"

"Κοίτα Μαρίνα! Βλέπω ότι έχεις χάσει την άνεση που είχες από την ώρα που κατάλαβες ότι δεν θα επιστρέψεις στο σπίτι σου απόψε. Τίποτε δεν είναι τυχαίο στον κόσμο αυτόν! Όλα γίνονται για κάποιον λόγο! Εγώ χαίρομαι που σε έχω εδώ! Ξέρω ότι κι εσύ χάρηκες που με είδες! Τον άντρα σου δεν τον ξέρω! Ούτε ξέρω τι σχέση έχετε. Και δεν με ενδιαφέρει για να είμαι ειλικρινής! Απόψε είμαστε εδώ, μόνο οι δυο μας και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει. Αν το θεωρείς σκόπιμο, πάρε τον ένα τηλέφωνο και πες του να μην σε περιμένει. Δίχως περιττές εξηγήσεις. Μόνο και μόνο για να μην αγωνιά."

"Θα το κάνω κι αυτό. Αργότερα!"

Η Μαρίνα έβαλε μια μπουκιά από την ομελέτα στο στόμα της. Με ένα νεύμα επιδοκίμασε τις μαγειρικές του ικανότητες. Πράγματι ήξερε να μαγειρεύει. Ο δικός της ούτε αυγό βραστό δεν μπορούσε να κάνει. Μα γιατί τους συγκρίνει; Τι της χρειάζεται αυτό τώρα;

"Εκτός από τον γάμο και τα παιδιά σου, ασχολήθηκες με κάτι άλλο;"

"Δούλεψα περιστασιακά ως πωλήτρια σε διάφορα καταστήματα ένδυσης, κυρίως αφότου μεγάλωσαν λίγο τα παιδιά μου. Αλλά τα χρόνια είναι δύσκολα, ο κόσμος δεν ξοδεύει χρήματα κι έτσι κι εμάς δεν μας χρειάζονται τα καταστήματα όλο τον χρόνο. Εσύ; Τι δουλειά έκανες;"

"Ήμουν υπεύθυνος πωλήσεων σε μια μεγάλη εταιρία με παιδικές τροφές. Βρήκα δουλειά εκεί μετά τον στρατό κι ευτυχώς μπόρεσα να εξελιχθώ μέσα στην εταιρία. Κάπου όμως βαρέθηκα, κουράστηκα, πιέστηκα από τον ανταγωνισμό και τα νούμερα που ήθελαν τα μεγάλα αφεντικά και τα παράτησα. Ακόμα δεν ξέρω αν έκανα σωστά! Ο χρόνος θα δείξει."

"Το ζητούμενο είναι η ευτυχία... και μάλλον κανένας δεν μας δεν μπόρεσε να την βρει."

"Ναι, πάντα αυτή είναι το ζητούμενο, αλλά εμείς αρνούμαστε να το δούμε. Κι όταν επιτέλους το καταλάβουμε, τότε συνήθως είναι πολύ αργά."

"Ποτέ δεν είναι αργά αν θέλεις κάτι πραγματικά!"

Η βραδιά συνεχίστηκε στο ίδιο μοτίβο. Άλλοτε θυμούνταν τα ευτυχισμένα χρόνια που έζησαν στο χωριό ως παιδιά, άλλοτε τα δυνατά νεανικά τους καρδιοχτύπια αλλά και τον πόνο του αποχαιρετισμού τους, άλλοτε αναφέρονταν στη ζωή που έκαναν, στα "χαμένα τους χρόνια". Ο Αλέξανδρος μίλησε για την ελπίδα του να βρει όσα είχε χάσει επιστρέφοντας στο μισο έρημο πια χωριό του και η Μαρίνα για την ανίκητη επιθυμία της να τον δει και πάλι, από την στιγμή που έμαθε ότι είχε επιστρέψει. Κάποια στιγμή πήρε τον άντρα της, του είπε ότι ήταν αδύνατον να βρεθεί στο σπίτι τους τη νύχτα εκείνη, είναι όμως καλά και να μην ανησυχεί. Εκείνος ήθελε περισσότερες διευκρινήσεις αλλά η Μαρίνα του έκλεισε το τηλέφωνο.

Το τηλέφωνο της άρχισε να κουδουνίζει, ήταν εκείνος, το έσβησε εντελώς. "Μου είναι άχρηστο απόψε. Πιστεύεις ότι ο χρόνος δίνει δεύτερες ευκαιρίες σε κάποιους, να διορθώσουν όσα έκαναν κάποτε λάθος;" ρώτησε τον Αλέξανδρο.

"Δεν ξέρω για τον χρόνο, αλλά η αποψινή χιονοθύελλα και ο αποκλεισμός σου εδώ, είναι ένα σημάδι που δύσκολα μπορεί κανείς να αγνοήσει. Και για να σου πω την αλήθεια, χαίρομαι! Χαίρομαι που ήλθαν τα πράγματα έτσι!"

Εκείνη σηκώθηκε από τη θέση της, τον πλησίασε και τον φίλησε στο στόμα, εκείνος δεν αιφνιδιάστηκε, το ήξερε από την πρώτη στιγμή που την είδε, ότι κάπως έτσι θα εξελίσσονταν τα πράγματα μεταξύ τους, αν όχι εκείνη τη βραδιά κάποια επόμενη σίγουρα. Ανταπέδωσε με θέρμη και σε λίγη ώρα βρίσκονταν γυμνοί, σφιχταγκαλιασμένοι, μπροστά στο αναμμένο τζάκι, στη βαριά φλοκάτα που ήταν στρωμένη μπροστά του, προσπαθώντας να κερδίσουν λίγη από την ευτυχία, που ήξεραν ότι μόνο τα κορμιά τους μπορούσαν να προσφέρουν.

Το πρωί πρώτος ξύπνησε ο Αλέξανδρος, η βαριά μάλλινη κουβέρτα που έριξε πάνω τους, τους κράτησε ζεστούς τη νύχτα μα το τζάκι είχε σβήσει από ώρα. Έπρεπε να το ανάψει, σηκώθηκε τοποθέτησε τα ξύλα με τη σιγουριά εκείνου που ήξερε τον σωστό τρόπο, τα σπινθηροβόλημα της φωτιάς φώτισε και πάλι τον χώρο και η Μαρίνα ξύπνησε αναζητώντας το κορμί του που είχε επιστρέψει δίπλα της. Εκείνος ανταπέδωσε και σε ελάχιστο χρόνο γεύονταν και πάλι την ηδονή, που τόσο είχαν ανάγκη εκείνη την ώρα. Αφού οι ανάσες τους ξαναβρήκαν και πάλι τον κανονικό τους ρυθμό, η Μαρίνα σηκώθηκε, βρήκε τα ρούχα της και άρχισε να ντύνεται. Πλησίασε το παράθυρο και είδε ότι το χιόνι εξακολουθούσε να πέφτει πυκνό.

"Ακόμα χιονίζει!" ανακοίνωσε με φωνή που κάθε άλλο από αγωνία εξέφραζε. Μάλλον κάποια ευλογία σκέπαζε κάθε άλλο συναίσθημα εκείνη την ώρα.

"Ποιος ξέρει πότε θα ανοίξουν το δρόμο;" συνέχισε.

"Βιάζεσαι να φύγεις;" την τσίγκλησε εκείνος.

"Δεν θα φύγω! Μια φορά σε άφησα να φύγεις μόνος, δεν θα κάνω το ίδιο λάθος και πάλι! Εκτός κι αν εσύ δεν με θέλεις στα πόδια σου."

"Αυτό κατάλαβες εσύ, Μαρίνα;"

"Όχι, αλλά θα ήθελα να σε ακούσω να το λες!"

"Αυτό μόνο; Σε θέλω εδώ, μαζί μου, κάθε μέρα, κάθε ώρα! Εσύ είσαι έτοιμη;"

"Έτοιμη; ... σαν έτοιμη από καιρό, θαρραλέα, αποχαιρετώ το παρελθόν που φεύγει. Θυμάσαι πώς παίζαμε με τα ποιήματα που μαθαίναμε στο σχολείο."

"Καβάφης, παράφραση του Καβάφη, από το ποίημα του, Απολέιπην ο θεός Αντώνιον. Δεν ξεχνιούνται αυτά! Μπορεί να έμειναν στην άκρη για λίγο αλλά μαζί σου, όλα έρχονται μπροστά μου και πάλι. Σαν να άνοιξε η πόρτα, που μας κρατούσε σε απόσταση."

Δεν συνέχισαν την κουβέντα. Κάθε ένας χρειαζόταν να αναλογιστεί για μία ακόμη φορά, την υπόσχεση, που μόλις είχε δώσει. Παρασύρθηκαν σαν δεκαοχτάχρονα που εκστομίζουν εύκολα λόγια τα οποία πολύ γρήγορα ξεχνάνε. Κι αυτοί σε ηλικία, που όφειλαν να σκέπτονται πολύ σοβαρά τι λένε σε αυτόν που έχουν απέναντι τους, έδωσαν στον άλλο πολύ περισσότερα απ΄ όσα μπορούσαν να αντέξουν... ή μήπως όχι, μήπως είχαν φτάσει σε εκείνο το σημείο, όπου όλα είναι έτοιμα από καιρό και το μόνο που χρειάζεται είναι η στιγμή, όπου όλα ευθυγραμμίζονται, οι πλανήτες, το πέταγμα της πεταλούδας στην Κίνα, μια μη αναμενόμενη χιονοθύελλα στην άλλη πλευρά της Γης, τα θέλω και τα μπορώ των δύο τους.

Η επιλογή δική σας!!!!


 Οφείλω να ευχαριστήσω τον Giannis Pit. για την ευκαιρία που μου έδωσε, να γράψω μια ιστορία, από αυτές που γραφή περιπλανιέται γύρω από τις ανθρώπινες σχέσεις.  Η πρόταση πάνω στην  οποία πατήσαμε όλοι οι συμμετέχοντες είναι:

Το παλιό οικογενειακό σπίτι στο ορεινό χωριό, έχει την αγάπη σας αλλά περιμένει και τη φροντίδα σας. Η κατάστασή του είναι κακή και εσείς σχεδιάζετε να το ανακαινίσετε. Βρίσκεστε ήδη εκεί αλλά ένα αναπάντεχο πρόβλημα καθιστά άμεσα αναγκαία την επίλυσή του. Ο μοναδικός / μοναδική, από τη γειτονική κωμόπολη, που θα ανέβει στο σπιτικό προκαλεί πραγματικό σοκ με την άφιξή του / της. Ίσως να μη περιμένατε ποτέ να βρεθεί απέναντί σας. Η ξαφνική χιονοθύελλα έχει τα δικά της σχέδια και θα σάς αναγκάσει να μείνετε εκεί, στον ίδιο κλειστό χώρο μέχρι να απεγκλωβιστείτε. Η νύχτα και το παρελθόν έρχεται ξανά. Τι μπορεί άραγε να κουβαλάει αυτό το πρόσωπο; Είχατε ποτέ σχέση μαζί του; ή μήπως προκύπτει μια έμμεση σχέση μαζί του; Τι μπορεί να φέρει; Τι μπορεί να αλλάξει; Μπορείτε να το αφήσετε στην άκρη;

Όλες τις συμμετοχές μπορείτε να τις δείτε από εδώ: Μια ιδέα - Μια έμπνευση


Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2024

Νέμεσις!

 



  Η Ελένη Χρυσίδου, μία από τις πιο εμβληματικές ηθοποιούς της εποχής μας, είχε πάντα την ικανότητα να μαγεύει με τις ερμηνείες της τον κόσμο. Από το 2001 που αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης, πάντα αναλαμβάνει πρωταγωνιστικούς ρόλους και πάντα εισπράττει την αγάπη του κόσμου. Οι επιτυχίες της ήταν ισάξιες και στον κινηματογράφο και στο θέατρο και στην τηλεόραση. Όμορφη γυναίκα, ψηλή, καλλίγραμμη, πάντα διέγειρε τον αντρικό πληθυσμό αλλά και οι γυναίκες δεν έμειναν ασυγκίνητες. Ή τη ζήλευαν ή την θαύμαζαν ή τη μισούσαν ή ακόμη, την ερωτεύονταν.

  Η μεγάλη μας ηθοποιός φτάνοντας στα σαράντα της, τα οποία τα "γιόρτασε" μόνη της, αποφασίζει να απευθυνθεί στον γνωστό συγγραφέα Αλέξανδρο Τρανό, τον καλύτερο βιογράφο της πατρίδας μας, ζητώντας του να γράψει τη δική της ιστορία, όπως εκείνη θα του την αφηγούνταν. Γιατί; Διότι και ίδια πια είχε κουραστεί να κρύβει το μεγάλο της μυστικό. Αυτά όμως δεν ήταν της ώρας, αν έρχονταν σε συμφωνία, τότε δεν θα του έκρυβε τίποτε απολύτως.

  Το επόμενο πρωί κιόλας τον επισκέφτηκε στο σπίτι του. Ούτε δίστασε ούτε φοβήθηκε ότι δεν θα γινόταν δεκτή. Γνώριζε πολύ καλά ότι και μόνο το όνομα της να άκουγε κάποιος, θα έτρεχε να της ανοίξει την πόρτα. Ο Τρανός έμενε σε ένα άνετο τριάρι μιας πολυκατοικίας επί της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Γόνος πλούσιας οικογένειας, αφιερώθηκε στο γράψιμο, ζώντας μια άνετη, κοσμική ζωή, έχοντας πάντα στο πλευρό του κάποια όμορφη κυρία, η οποία συνήθως προερχόταν από τους κύκλους που σύχναζε.

  Πράγματι, μόλις ο Τρανός άκουσε ποια είναι της άνοιξε την πόρτα δίχως δεύτερη σκέψη και φάνηκε ιδιαιτέρως περιποιητικός απέναντί της. Εξαίρετος βιογράφος αλλά και παρατηρητής της ανθρώπινης συμπεριφοράς ακούγοντας το αίτημά της, ενθουσιάστηκε από την ιδέα να είναι ο πρώτος, που θα έβγαζε ένα βιβλίο για την μοναδική σταρ της πατρίδας μας. Ανυπομονούσε να εξερευνήσει της ζωή της, να την ακούσει να του αφηγείται όσα ο περισσότερος κόσμος αγνοούσε και να τα καταγράφει. Της υποσχέθηκε ότι η αμέσως επόμενη βιογραφία που θα έγραφε θα ήταν η δική της. Την θαύμαζε από χρόνια, την είχε παρακολουθήσει σχεδόν σε κάθε ρόλο της. Ήταν ευτυχής που του "εμπιστευόταν τη ζωής της" και δεν της το έκρυψε. Εκείνη του άφησε κάποια πρώτα στοιχεία, όπως το πραγματικό της όνομα κι έκανε κάποιες ελάχιστες νύξεις για όσα τη βάραιναν, θέτοντας έναν μόνο όρο. Οι συνεντεύξεις θα δίνονταν στο δικό της σπίτι, ένιωθε πιο άνετα στο δικό της χώρο, έτσι του είπε. Εκείνος δέχτηκε κι έκλεισαν το πρώτο τους ραντεβού για μετά από έναν μήνα.

  Οι πρώτες συναντήσεις τους κύλησαν ομαλά. Η αφήγησή της, όπως ήταν αναμενόμενο, άρχισε από την παιδική της ηλικία, η οποία δεν έκρυβε κάτι συνταρακτικό. Εκείνος την άκουγε προσεκτικά, το καταγραφικό του πάντα ανοικτό, παράλληλα σημείωνε και ότι του έκανε εντύπωση σ' ένα σημειωματάριο. Όσο όμως προχωρούσε προς τα χρόνια της εφηβείας της και στη συνέχεια στα χρόνια της φοίτησης της στη σχολή, ο διάσημος συγγραφέας διαισθανόταν ότι αυτά που κρατούσε στη σκιά η Χρυσίδου, όλο και πλήθαιναν.

  Δεν απογοητευόταν όμως, εμπιστευόταν ακόμη το λόγο, που του είχε πει στην πρώτη τους συνάντηση, ότι ήταν έτοιμη γι΄ αυτό το βήμα και δεν θα δίσταζε να αποκαλύψει τα πάντα για εκείνην, όσο δύσκολα κι αν της ήταν. Μέχρι την ημέρα, πρέπει να ήταν η τρίτη τους συνάντηση, όταν βρήκε την πόρτα της ανοικτή σαν να τον περίμενε. Διάβηκε το κατώφλι και τότε έμεινε εμβρόντητος διαπιστώνοντας ότι το δωμάτιο, που γίνονταν οι συναντήσεις τους μέχρι τότε, ήταν εντελώς άδειο, σαν να μην είχε ζήσει ποτέ κάποιος εκεί μέσα. Την καλεί στο τηλέφωνο που του είχε δώσει, αλλά αυτό φαίνεται νεκρό.

  Αρχικά χάνει την εμπιστοσύνη του, η εικόνα του ειδώλου του κινδυνεύει να διαλυθεί, γυρίζει στο διαμέρισμα του, είναι έτοιμος να αποδεχτεί την ήττα του, ότι κάποια “έπαιξε” μαζί του, όσο καμία άλλη δεν τόλμησε ποτέ. Κάθεται στο γραφείο του, βαζει μπροστά του τις σημειώσεις του, το υλικό που είχε αρχίσει να μαζεύει από περιοδικά κι εφημερίδες και ανοίγει το καταγραφικό του. Η φωνή της ήρεμη, δίχως καμία συγκινησιακή φόρτιση, εξιστορούσε τα ήσυχα παιδικά της χρόνια στα πατρικό της, στο κέντρο της Αθήνας, στην οδό Εμμανουήλ Μπενάκη, στο ύψος των Εξαρχείων. Ξαφνικά χάνεται η φωνή κι της ακούγεται μια παιδική φωνή, να λέει:

  «Γιατί με εγκατέλειψες; Ποτέ δεν θα γίνω όμοιος σου!».

  Πατάει το στοπ, γυρίζει λίγο μπροστά, θέλει να ακούσει και πάλι τη μυστήρια φωνή, αλλά αυτή έχει χαθεί. Επαναλαμβάνει την κίνηση του αρκετές φορές ακόμη, δεν ακούει τίποτε ξανά, είναι σίγουρος όμως ότι η φωνή που άκουσε δεν ήταν αποκύημα της φαντασίας του. Εκεί παίρνει την απόφαση να συνεχίσει την έρευνα του, έως ότου μάθει τι συμβαίνει με την Έλενα Χρυσίδου, της οποία το αληθινό όνομα είναι Ελένη Μαυρίδου.

  Φτιάχνει έναν κατάλογο, με κάθε έναν που την γνώρισε λίγο ή περισσότερο. Φίλους συνεργάτες, δεσμούς. Αρχίζει κι επισκέπτεται έναν ένα και με μεθοδικό τρόπο καταγράφει, ότι του λένε. Κάποια είναι γνωστά, κάποια δεν διασταυρώνονται από πουθενά κάποια άλλα όμως έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Όπως ότι στην προσωπική της ζωή αυτό που υπερτερούσε, σε αντίθεση με την λαμπρή εικόνα της ηθοποιού, ήταν η μυστηριώδης παρουσία της, ο απρόσητος χαρακτήρας της, το ότι χανόταν για μεγάλα διαστήματα από τις επαγγελματικές συναναστροφές τους. Πάντα όμως μετά τις μυστηριώδεις εξαφανίσεις της επέστρεφε στην εργασία της, επιβλητική, εκθαμβωτική!

  Κάποια στιγμή ο Τρανός ανακάλυψε την πραγματική της διεύθυνση. Δεν ήταν το διαμέρισμα που συναντήθηκαν κοντά στη γειτονιά που μεγάλωσε αλλά μία μονοκατοικία σε κάποια πάροδο της λεωφόρου Βάρης - Κορωπίου. Πολύ πιο ταιριαστό για μια ηθοποιό του βεληνεκούς της Χρυσίδου σκέφτηκε. Την επισκέπτεται την ίδια κιόλας μέρα. Το διώροφο κτίσμα βρισκόταν στη μέση ενός κατάφυτου και περιποιημένου κήπου, σημάδι ότι ήταν σίγουρα κατοικήσιμο. Παρά τις συνεχείς κλίσεις του από το θυροτηλέφωνο της αυλόπορτας, δεν παίρνει καμία απάντηση. Απευθύνεται στο τοπικό αστυνομικό τμήμα κι εκεί μετά από λίγο τον πληροφορούν, ότι δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας, η κ. Χρυσίδου είναι καλά στην υγεία της. Τίποτε άλλο!

  Για μία ακόμα φορά αισθάνεται πληγωμένος, απορεί με την επιμονή του σε αυτήν την υπόθεση αλλά κάτι αδιευκρίνιστο μέσα του, τον παρακινεί να συνεχίσει την έρευνα του. Αυτή τη φορά, με τη βοήθεια ενός φίλου του ντέτεκτιβ, αναζητά και βρίσκει συγγενείς της. Από αυτούς μαθαίνει ότι η μεγάλη ηθοποιός μεγάλωσε μόνο με τη μητέρα της, διότι ο πατέρας της, ο οποίες παρέμενε γι΄ αυτούς άγνωστος, τους εγκατέλειψε πριν ακόμη γεννηθεί. Πρόσφατα έχασε την μητέρα της, ίσως αυτός να ήταν ένας λόγος που θέλησε να απευθυνθεί σε εκείνον για να γράψει την βιογραφία της στη δεδομένη στιγμή. Ίσως όμως τελικά να το μετάνιωσε. Για ποιον λόγο όμως δεν τον ειδοποίησε ότι της ήταν πλεόν δύσκολο να συνεχίσει αυτό που αρχικά είχε αποφασίσει. Θα την καταλάβαινε, δεν ήταν δα και η πρώτη φορά που είχε συναντήσει ανθρώπους πρόθυμους να του ανοίξουν τη καρδιά τους αλλά στο τέλος, τους ήταν αδύνατον να ξεκλειδώσουν αληθινά όσα μυστικά κρατούσαν μέσα τους.

  Αποφασίζει να επισκεφτεί για μία ακόμη φορά το σπίτι της. Φτάνει εκεί λίγο πριν το μεσημέρι και βρίσκει έναν νεαρό άντρα, να περιποιείται τον κήπο. Τον φωνάζει κι εκείνος τον πλησιάζει.

   - Ζητάτε κάποιον;

  -Θα ήθελα να δω την κυρία Χρυσίδου.

  -Η κυρία Χρυσίδου, δεν επιθυμεί να δει κανέναν αυτήν την περίοδο.

  -Πείτε της ότι έξω βρίσκεται ο κύριος Τρανός και μετά ας κάνει ότι θέλει.

  Ο νεαρός χάνεται μέσα στο σπίτι. Τα λεπτά περνούν και δεν εμφανίζεται κανένας. Αυτός όμως δεν εγκαταλείπει, είναι σίγουρος ότι θα πάρει κάποια απάντηση. Πράγματι μετά από δεκαπέντε περίπου λεπτά εμφανίζεται και πάλι ο νεαρός, ο οποίος τον πληροφορεί ότι η κυρία Χρυσίδου, μπορεί να τον δεχτεί για λίγα λεπτά μόνο και του ανοίγει την βαριά καγκελόφραχτη αυλόπορτα. Προχωρά προς τα μέσα, φτάνει στο σπίτι, ανεβαίνει τα λίγα σκαλοπάτια ως την εξώπορτα η οποία τον περιμένει ανοιχτή. Ξέρει τι θα της πει, δεν θα την αφήσει να τον αιφνιδιάσει. Μπαίνει μέσα, το φως είναι ελάχιστο, χρειάστηκε κάποια δευτερόλεπτα μέχρι να την διακρίνει να κάθεται σε μια πολυθρόνα στο βάθος. Φοράει ένα από τα θεατρικά της κουστούμια, κατακόκκινο με μαύρες κορδέλες να ξεπετάγονται από παντού, ενώ τα μαλλιά της, σαν να είναι έτοιμη για κάποια παράσταση, ορθώνονται ολόγυρα τούφες τούφες με μυτερή κατάληξη. Η εικόνα του θυμίζει την Μήδεια, σε μια παράσταση που είχε δει πριν από χρόνια, σίγουρα από την ίδια. Του κάνει νόημα να καθίσει απέναντι της.

  -Αγαπητέ μου! Γιατί τόση αγωνία να με ξαναδείς;

  -Κυρία Χρυσίδου! Είχαμε κάνει μια συμφωνία. Να συνεργαστούμε για να γράψουμε τη βιογραφία σας. Και ξαφνικά όχι μόνο εξαφανίζεστε αλλά αποδεικνύεται ότι με εμπαίζατε.

  -Ξέρεις, ο εμπαιγμός, είναι στοιχείο της ανθρώπινης φύσης. Ξέρεις ποια υποδύομαι σήμερα; Σίγουρα το έχεις καταλάβει. Την Μήδεια! Αυτήν κι αν την ενέπαιξε ο μεγάλος της ο έρωτας, ο Ιάσονας, την ξέρετε την ιστορία. Ίσως κι εσείς κάποτε...

  -Γιατί χαθήκατε; Αν θέλετε να διακόψουμε τη συνεργασία μας, μπορείτε να μου το δηλώσετε. Γίνονται αυτά στη δουλειά μου! Αν και ήδη έχω μάθει αρκετά για εσάς, ικανά να προχωρήσω και μόνος μου στην έκδοση της βιογραφίας σας.

  -Πιστεύετε ότι έχετε μάθει, όλα όσα ήμουν πρόθυμη να σας αποκαλύψω;"

  -Γιατί; Δεν είστε πρόθυμη ακόμη, κυρία Χρυσίδου; Μήπως θα θέλατε να μείνω στο Μαυρίδου και την ταπεινή καταγωγή σας;

  -Μην αυταπατάστε κύριε μου. Τα στοιχεία που γνωρίζετε είναι από τα πλέον εύκολα να αναζητήσει κάποιος. Έχετε σκεφτεί για παράδειγμα, γιατί απευθύνθηκα σε εσάς; Ή για να το κάνω ακόμη πιο ενδιαφέρον, αν υπάρχει κάποιο άγνωστο με εσάς νήμα, το οποίο, με κάποιον τρόπο μας συνδέει εμάς τους δύο;

  -Δεν καταλαβαίνω!

  -Αναμενόμενη η αντίδρασή σας! Αυτά για σήμερα! Απ΄ ότι καταλαβαίνετε, σας έχω δώσω επιπλέον στοιχεία για να συνεχίσετε την έρευνά σας. Αν σας ενδιαφέρει φυσικά ακόμη η υπόθεσή μου!

  -Υπονοείτε ότι...

  -Πολλά μπορώ να υπονοώ, αλλά δεν θα σας αποκαλύψω τίποτε άλλο σήμερα. Εάν καταλήξετε στην οποιαδήποτε απάντηση, μπορείτε να με επισκεφτείτε και πάλι και τότε τα συζητάμε εκτενέστερα.

  Ο άλλοτε αγέρωχος Τρανός σηκώθηκε μουδιασμένος, κάτι του διέφευγε, μίλησε για κάποια σχέση μαζί της για την οποία δεν υποψιαζόταν το παραμικρό. Κατευθύνθηκε προς την πόρτα όταν σκέφτηκε να της ζητήσει κάποια επιπλέον βοήθεια, γύρισε αλλά η πολυθρόνα που καθόταν ήταν άδεια.

  Επέστρεψε στο διαμέρισμά του, με χίλιες σκέψεις να του πιέζουν το κεφάλι, αδυνατώντας να βγάλει άκρη απ΄ όσα είχε ακούσει. Κάθισε στο γραφείο του, έπρεπε να αναστοχαστεί όσα είχε μάθει γι΄ αυτήν, όσα του είπε και όσα είδε. Την αμφίεση της Μήδειας κυρίως.

  Ο πατέρας της Χρυσίδου ήταν κάποιος άγνωστος, που κανείς δεν γνώριζε. Η ίδια πιθανόν να τον ήξερε, λογικά η μητέρα της κάποια στιγμή, να της είχε αποκαλύψει την ταυτότητά του. Διόλου απίθανο. Κι αν ο πατέρας της είχε κάποια σχέση με τον ίδιο; Άρχισε να καταγράφει τα στοιχεία για να εξάγει κάποιο ασφαλές συμπέρασμα.

  Ίσως ο δικός του πατέρας να ήταν και πατέρας της Χρυσίδου. Τότε οι δύο τους, θα έπρεπε να είναι αδέλφια. Χρονολογικά, μπορούσε να έχει συμβεί. Δυστυχώς δεν ζούσε, δεν μπορούσε να τον ρωτήσει, ούτε βέβαια τολμούσε να ενοχλήσει τη μητέρα του για μια τέτοια υπόνοια. Μόνο η Χρυσίδου μπορούσε να το επιβεβαιώσει, σίγουρα θα ζητούσε και κάποιο τεστ DNA, ποτέ δεν εμπιστευόταν τα λόγια μόνο. Σηκώθηκε, πήγε προς την ντουλάπα που φύλαγε όλα όσα είχε κρατήσει από το αρχείο του πατέρα του, φωτογραφίες κυρίως και κάποια λίγα έγγραφα. Τα είχε δει πολλές φορές, οι φωτογραφίες ξεκινούσαν από την παιδική του ηλικία κι έφταναν ως λίγα χρόνια πριν το θάνατο του. Ανάμεσά τους υπήρχαν και πολλές από την ευτυχισμένη συζυγική του ζωή. Τώρα όμως που ήξερε τι αναζητούσε, θα του ήταν πιο εύκολο να εντοπίσει κάποιο ενδιαφέρον στοιχείο, αν βέβαια υπήρχε. Στάθηκε σε μια φωτογραφία, όπου έδειχνε τους δύο γονείς του, αγκαλιά έξω από ένα θέατρο, όπου στην μαρκίζα του διακρίνονταν το όνομα της Ελένης Χρυσίδου. Πρέπει να ήταν από το ξεκίνημα της καριέρας της, κάπου εκεί το προσδιόρισε. Η γραμματοσειρά ήταν ακόμη μικρή, όπως και πλήθος άλλων ηθοποιών. Σίγουρα δεν ήταν πρωταγωνίστρια. Ίσως όμως αυτή η σύμπτωση να ήταν ένα άσχημο παιχνίδι της τύχης. Αναρωτήθηκε αν υπήρχε περίπτωση ο πατέρας του να ήξερε, ότι η Χρυσίδου ήταν το παιδί που δεν αναγνώρισε ποτέ;

  Το πάλευε για μέρες στο μυαλό του, δεν κατέληγε σε κανένα ασφαλές συμπέρασμα, αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στην εικόνα του πατέρα που γνώριζε, τρυφερού και καλού οικογενειάρχη, κι ενός άλλου, άπιστου και ανεύθυνου. Τότε λαμβάνει ένα ηχογραφημένο μήνυμα στο κινητό του, από κάποιον άγνωστο παραλήπτη:

  «Μοναδική μου αγάπη, ποτέ δεν θα σε απαρνηθώ!»

  Η φωνή του είναι γνώριμη. Είναι η δική του φωνή σε πολύ νεώτερη ηλικία. Μα πως είναι δυνατόν; Το ακούει για μια φορά ακόμα και τότε το μήνυμα χάνεται. Κάποιος τον καθοδηγεί, ποιος όμως και γιατί;

  Σε λίγες μέρες βρίσκεται και πάλι μπροστά στο σπίτι της Χρυσίδου. Αυτή τη φορά δεν βρίσκεται κανένας στην αυλή, κτυπάει το κουδούνι και ακούγεται από το θυροτηλέφωνο μια αντρική φωνή, πρέπει να ήταν του νεαρού που συνάντησε εκεί την προηγουμένη, που του ζητούσε να περιμένει για λίγο. Άλλη επιλογή δεν είχε παρά να περιμένει. Η αναμονή διήρκεσε αρκετά λεπτά, μέχρι που εμφανίστηκε ο νεαρός, πρέπει να ήταν γύρω στα είκοσι, και τον οδήγησε και πάλι στον ίδιο χώρο που συνάντησε πριν λίγες μέρες την Χρυσίδου. Μόνο που αυτή τη φορά, το δωμάτιο είναι ολόφωτο, οι κουρτίνες διάπλατα ανοικτές κι αυτή κάθεται στην ίδια θέση, κομψή, περιποιημένη, όπως ακριβώς τον δεχόταν στην Αθήνα. Του έκανε νόημα να καθίσει ενώ ο νεαρός στέκεται παραδίπλα της.

  -Λοιπόν, αγαπητέ μου, μπορέσατε να ανακαλύψετε κάτι, βάση των στοιχείων που σας έδωσα;

  -Υποψίες μόνο, αποδείξεις δεν έχω, ούτε είναι δυνατόν να βρω. Βρίσκομαι εδώ αναζητώντας τις απαντήσεις από εσάς. Εξάλλου, μου είχατε υποσχεθεί ότι δεν θα μου κρύψετε τίποτε όταν ξεκινήσαμε αυτήν την ιστορία. Αν μας συνδέει το οτιδήποτε, το οποίο ασφαλώς κι αγνοώ, θα ήθελα να μου το ομολογήσετε τώρα.

  - Τι υποψιάζεστε;

  -Μήπως ο πατέρας μου, κάποια στιγμή είχε κάποια ερωτική σχέση με την μητέρας σας! Μήπως εμείς είμαστε αδέλφια! Δυστυχώς εκείνος δεν ζει για να μου δώσει τις απαντήσεις, που χρειάζομαι.

  Η Χρυσίδου μετακινήθηκε λίγο στην πολυθρόνα της, ένα χαμόγελο απογοήτευσης διαγράφτηκε στο πρόσωπό της, κοίταξε φευγαλέα τον νεαρό ο οποίος αμήχανα κοίταζε προς εκείνη.

  -Όχι! Ο πατέρας σας δεν εμπλέκεται πουθενά στην ιστορία αυτή!

  -Αν δεν υπήρξε καμία σχέση με τον πατέρα μου, τότε με ποιον; Με εμένα;

  Το χαμόγελο της άστραψε, όπως κάνει ο δάσκαλος όταν ακούει τη σωστή απάντηση από τον καλύτερό του μαθητή. Ο Τρανός αντιλήφθηκε την αντίδραση της.

  -Αδύνατον! Δεν μπορώ να θυμηθώ το παραμικρό. Σας γνωρίζω ως ηθοποιό, από την απόσταση που ορίζει η σχέση θεατή και σκηνής, μέχρι εκεί.

  -Με γνωρίσατε πριν γίνω γνωστή! Μια απλή, ανόητη μαθήτρια Λυκείου ήμουν. Κι εσείς ένας νέος, εγωιστής και ανεύθυνος.

  -Δεν καταλαβαίνω!

  -Δεν ξέρω αν το κάνατε και με άλλες, αν συνεχίζετε να συμπεριφέρεστε με τον ίδιο τρόπο ακόμη και σήμερα, αλλά εμένα με αντιμετωπίσατε σαν σκουπίδι. Κάτι που σε διαβεβαιώνω ότι δεν είμαι.

  Στο μυαλό του γνωστού συγγραφέα ήρθε αμέσως η εικόνα του, όταν ήταν νεαρός. Ένας ανώριμος άνθρωπος, που διασκέδαζε με τα χρήματα του πατέρα του, που αγνοούσε τα αισθήματα όσων βρίσκονταν δίπλα του. Ίσως αυτή η γυναίκα που καθόταν τώρα απέναντι του, να ήταν ένα από τα θύματα του. Δυστυχώς, ακόμη και μετά από τόσα χρόνια, δεν έχει ουσιαστικά αλλάξει. Σε όλες του τις σχέσεις, αυτό που προτάσσει είναι ο εαυτός του και μόνο.

  -Δεν σας θυμάμαι! Η φωνή του ακούστηκε αλλοιωμένη.

  -Λογικό! Ένα απλό πήδημα σε κάποιο νεανικό πάρτι, σίγουρα δεν το καταγράψατε πουθενά. Ούτε καν στον εγκέφαλό σας!

  -Έχετε κάποια απόδειξη για όσα λέτε;

  -Απόδειξη; Και βέβαια! Κοιτάξτε δίπλα μου! Γύρισε και χαμογέλασε προς τον νεαρό, που όλη αυτήν την ώρα έμενε αμίλητος.

  -Τι; Λέτε ότι..

  -Ναι, αυτό ακριβώς! Ότι είναι γιος σας.

  -Μα γιατί δεν με ενοχλήσατε, δεν μου είπατε τίποτε, δεν με αναζητήσατε;

  -Σκέψου και απάντησε με ειλικρίνεια! Έστω ότι σε έβρισκα και σου έλεγα ότι κρατούσα μέσα μου το παιδί σου, τι θα έκανες; Θα αποδεχόσουν τις ευθύνες σου; Ήταν η πρώτη μου φορά, ήμουν ζαλισμένη από το ποτό, επιπλέον έκαμψες κάθε δισταγμό μου με ένα σωρό ερωτόλογα. Γιατί; Απλώς για να συμπληρώσεις τη λίστα των κατακτήσεων σου με ένα ακόμα εύκολο θύμα! Τι μπορούσα να περιμένω από έναν τέτοιο άνθρωπο, ο οποίος παρά τις υποσχέσεις του, από την επόμενη κιόλας μέρα είχε εξαφανιστεί;

  -......

  -Δεν έχεις τίποτε να πεις; Φυσικό είναι, αυτός είναι ο χαρακτήρας σου. Ένας αδύναμος και μικρός άνθρωπος ο οποίος καμώνεται τον σπουδαίο. Και για να τελειώσω! Αυτή είναι η βιογραφία μου την οποία σου ζήτησα να γράψεις. Αν τολμάς, κάνε το! Αν για μια φορά στη ζωή σου, μπορείς να τιμήσεις το όνομά σου, έχεις κάθε ελεύθερο από εμένα να γράψεις όλη την αλήθεια. Κι αν είναι δυνατόν, να αναφέρεις κι όσες άλλες έχεις συμπεριφερθεί με τον ίδιο τρόπο. Μην το εκλάβεις αυτό ως κάποια εκδίκηση στο πρόσωπό σου. Δεν μου έκανες κάτι κακό για να σε εκδικηθώ. Η περιπέτεια αυτή μου χάρισε ένα παλικάρι, που με φροντίζει, ατσάλωσε τη θέληση μου να γίνω κάποια και το πέτυχα. Δεν είναι εκδίκηση λοιπόν! Απλώς θέλω κάποιοι σαν εσένα, να πάψουν να εμφανίζονται σαν σπουδαίοι και τρανοί. Τον γιο μου τον μεγαλώνω με βασική αρχή, την ενσυναίσθηση. Μια έννοια, την οποία εσύ σίγουρα αγνοείς.

  Ο Τρανός ήξερε ότι η γυναίκα, που καθόταν απέναντι του δεν έλεγε ψέματα.

  -Ξέρεις, θα την παρατούσα την ιστορία αυτή από την αρχή. Δύο παράξενα μηνύματα όμως, ένα στο καταγραφικό και ένα από κινητό μου, με κράτησαν. Τα οποία και τα δύο μυστηριωδώς εξαφανίστηκαν. Ξέρεις κάτι γι΄ αυτό; Εσύ νεαρέ μου;

  -Νομίζω ότι παραλογίζεσαι! Ο νεαρός λέγεται Νίκος! Και είναι γιος σου! Βιολογικά μόνο, διότι συναισθηματικά δεν πρόκειται ποτέ να σε πλησιάσει, δεν σε χρειάζεται πια. Αν όμως υπάρχει κάποια ελπίδα, να αφήσω για σένα, κάποια ελάχιστη χαραμάδα ανοιχτή στη ζωή του, τότε το προαπαιτούμενο είναι αυτό που σου ανέφερα προηγουμένως. Ολοκληρώνεις τη βιογραφία μου, με όλη την αλήθεια και επιπλέον τοποθετείς σε αυτήν και τον αχρείο εαυτό σου. Όσο για τα μηνύματα που λες, ποιος ξέρει; Ίσως η αόρατη Νέμεσις, να θέλησε να επαναφέρει με οποιονδήποτε τρόπο, τη δικαιοσύνη στην αδικία που έχεις σκορπίσει γύρω σου. Τώρα θα ήθελα να φύγεις! Η πόρτα μου θα ανοίξει ξανά για σένα, μόνο, αν αποδεχθείς αληθινά τον εαυτό σου. Είμαι σίγουρη όμως ότι δεν έχεις τη δύναμη να φτάσεις ως εκεί.


  Οφείλω να ευχαριστήσω τον Giannis Pit. για την ευκαιρία που μου έδωσε, να γράψω μια ιστορία Μυστηρίου, λογοτεχνικό είδος, στο οποίο ομολογώ,  ότι δεν έχω εντρυφήσει. Η πρόταση πάνω στη  οποία πατούμε όλοι οι συμμετέχοντες είναι:

Μια γυναίκα, επισκέπτεται έναν επώνυμο συγγραφέα. Τού κάνει μια ελκυστική πρόταση να της γράψει τη βιογραφία της. Ο συγγραφέας θα την αναζητήσει τις αμέσως επόμενες μέρες για να προχωρήσουν. Η γυναίκα όμως έχει εξαφανιστεί.

Εύχομαι το συγγραφικό δρώμενο το οποίο σκάρωσε και οργανώνει! 

"Μια ιδέα - μια έμπνευση",

 να έχει κάθε επιτυχία!!!!


Όλες τις συμμετοχές μπορείτε να τις δείτε από εδώ: Μια ιδέα - Μια έμπνευση

Ο φωτεινότερος φακός του κόσμου του Γιώργου Κασαπίδη

    Αν κάποιος θέλει να διαβάσει μια συλλογή διηγημάτων, για μια μικρή επαρχιακή πόλη, τη Δράμα (αλλά και άλλες περιοχές), με την αίσθηση το...