Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τουρκία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τουρκία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2022

Ινστιτούτο Ρύθμισης Ρολογιών του TANPINAR AHMET-HAMDI

  Από την τουρκική λογοτεχνία, ότι έχω διαβάσει μέχρι στιγμής, είναι γεγονός ότι μου αρέσει. Ίσως επειδή τελικά έχουμε πιο πολλά κοινά με τον γείτονα λαό, απ΄ ότι νομίζουμε. Ίσως πάλι επειδή και η δική τους ιστορία, ως ένα βαθμό, αφορά κι εμάς. Η αλήθεια είναι ότι οι σπουδαίοι Τούρκοι συγγραφείς, γράφουν με έναν τρόπο που εμένα, αναγνωστικά μου ταιριάζει.

  Μετά τον Λιβανελί και τον Παμούκ, στα χέρια μου ήλθε το πολυσέλιδο βιβλίο του Αχμέτ Χαμντί Τανμπιναρ, με τίτλο Ινστιτούτο Ρύθμισης Ρολογιών. Ο χώρος, που διαδραματίζεται η ιστορία είναι η Κωνσταντινούπολη και ο χρόνος, αυτός ανάμεσα στην πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την εδραίωση της Τουρκικής Δημοκρατίας. 

  Η πλοκή του βιβλίου κτίζεται γύρω από ένα λογοτεχνικό εφεύρημα και έναν αντιήρωα. Το εφεύρημα είναι η δημιουργία ενός Κρατικού Ινστιτούτου Ρολογιών, που ως μοναδικό του μέλημα θα είχε τη ρύθμιση των Δημοσίων και ιδιωτικών Ρολογιών. Και μάλιστα, αν κάποιος "συλλαμβανόταν¨ με αρρύθμιστο ρολόι, καλούνταν να πληρώσει πρόστιμο με ένα εξίσου απίστευτο κανόνα. Το εφεύρημα αυτό πατά πάνω στην εναρμόνιση του Δυτικού ημερολογίου με την Τουρκική Δημοκρατία, που επέβαλε ο Κεμάλ και τον αναγκαίο ορισμό της ώρας με έναν αξιόπιστο τρόπο. Μέχρι τότε, ο κύριος τρόπος που οριζόταν η ώρα, ήταν τα καλέσματα του Μουεζίνη από τους Μιναρέδες της πόλης. Στα χρόνια του Κεμάλ, τοποθετήθηκαν πολλά δημόσια ρολόγια για να κανονίζουν τις δουλειές τους πλέον οι άνθρωποι. Θα ήταν ψέμα βέβαια αν λέγαμε ότι δεν υπήρχαν ρολόγια κατά την Οθωμανική περίοδο ή αργότερα. Και βέβαια υπήρχαν, μάλιστα κάθε τζαμί όφειλε να έχει ένα τέτοιο σε περίοπτη θέση, υπήρχαν οι ωρολογάδες που τα πουλούσαν και τα επιδιόρθωναν, αλλά το ρολόι χειρός σίγουρα δεν ήταν κάτι που το απολάμβανε ακόμα εύκολα ο απλός κόσμος στην καθημερινότητά του. 

"...Σύμφωνα με όσα έμαθα αρκετά αργότερα από τον ωρολογοποιό Νουρί εφέντη, οι σημαντικότεροι πελάτες της ευρωπαϊκής ωρολογοποιίας ήταν οι μουσουλμάνοι και ειδικά ο λαός μας που θεωρούνταν αρκετά θρήσκος. Το ναμάζι, δηλαδή η προσευχή πέντε φορές την ημέρα, το ιφτάρ και το σαχούρ, δηλαδή το δείπνο μετά την ημερήσια νηστεία και το πρωινό φαγητό πριν από την ανατολή του ηλίο κατά το ραμαζάνι, όπως και κάθε είδους λατρεία, καθοριζόταν από την ώρα. Η ώρα ήταν ο πιο σίγουρος τρόπος να ανταμώσουμε τον Αλλάχ..."

  Ο αντιήρωας μας είναι ο Χαϊρί Ιρντάλ, ο οποίος αφηγείται και την ιστορία. Ένας άνθρωπος δίχως συγκεκριμένο προορισμό θα λέγαμε. δίχως καμία ιδιαίτερη μόρφωση. Το μόνο, που ξέρει να κάνει καλά, είναι να διορθώνει ρολόγια, μιας και κάποια περίοδο θήτευσε κοντά στον μεγάλο ωρολογοποιό, Νουρί Εφέντη. Ο Χαϊρί Ιρντάλ λοιπόν, μας αφηγείται όλη την ιστορία της ζωής του: τους δύο του γάμους, την φτώχια που υπέμενε όταν η ζωή τον έπαιρνε από κάτω και την ευτυχία της οικογένειας του όταν βρισκόταν στα πάνω του, την επίδραση που είχαν πάνω του ο μισότρελος αλλά αγαπητός στον λαό σεγίτ(1) Λουτφελάχ, ο πάμπλουτος Αμπτεσουλάμ Μπέης που του φέρθηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και ο ψυχίατρος - ψυχαναλυτής Γιαφάς Ραμίζ.

  Αλλά, η πιο μεγάλη του τύχη ήταν όταν συνάντησε τον Χαλίτ Αγιαρτζί, έναν δαιμόνιο πρώην κρατικό υπάλληλο, ο οποίος μηχανεύεται το Ινστιτούτο Ρύθμισης Ρολογιών, το οποίο άνετα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η επιτομή ενός αχρείαστου κρατικού οργανισμού. Ο οποίος όμως μέσα στη λειτουργία ενός απόλυτα γραφειοκρατικού κράτους εναρμονίζεται μια χαρά με την πραγματικότητα. Το πιο ωραίο είναι ότι, ενώ από την πρώτη στιγμή ο Χαϊρί Ιρντάλ γνωρίζει το πόσο άχρηστη είναι η δουλειά που κάνουν, τελικά δέχεται κι αυτός από την θέση του υποδιευθυντή να προσφέρει με συνέπεια τις υπηρεσίες του έναντι ενός καλού εννοείται μισθού

"... Κάθισα στο κρεβάτι μου και σκέφτηκα για ώρες. "Χαϊρί Ιρντάλ" είπα, "είδες και πέρασες πολλά. Μολονότι είσαι μόνο εξήντα χρονών, είναι σαν να έχεις ζήσει πολλές ζωές. Γεύτηκες την πίκρα της εξαθλίωσης και του παραγκωνισμού. Ανέβηκες γρήγορα τα σκαλιά της επιτυχίας. Τακτοποιήθηκαν υποθέσεις σου που δεν υπήρχε περίπτωση να τακτοποιηθούν ποτέ και με καμία κυβέρνηση. Κι όλα αυτά έγιναν χάρη σε εκείνον, τον Χαλίτ Αγιαρτζί. Εκείνος σε τράβηξε και σε έβγαλε από τον σκουπιδότοπο. Εκείνος κατάφερε να σε συμφιλιώσει με ότι και με όσους έθεταν αληθινά εμπόδια στη ζωή, τη σκέψη και την ηρεμία σου. Ενώ ήσουν ένας άνθρωπος που είχε γνωρίσει μονάχα ένα περιβάλλον ασχήμιας, φτώχιας και εξαθλίωσης, συνειδητοποίησες ξαφνικά ότι υπάρχουν ευγενείς απολαύσεις και χαρές που αξίζουν στον άνθρωπο και ανακάλυψες την ευγένεια του ανθρώπινου πνεύματος..."

  Θα μπορούσε κάποιος να πει, ότι το μυθιστόρημα του Tanpinar, παρουσιάζει μια δυτικοποιημένη Τουρκία, η οποία έχει αφήσει πίσω της πλέον την ανατολίτικη μιζέρια. Βλέπουμε μια πνευματιστική λέσχη, άφθονο το αλκοόλ να ρέει, άντρες και γυναίκες που θα μπορούσαν να ζουν σε κάποια ευρωπαϊκή μεγαλούπολη, διασκεδάσεις και δεξιώσεις, πουθενά δεν μου θυμίζει τις εικόνες που όλοι μας έχουμε από την σημερινή Κωνσταντινούπολη, όπου πυκνά και τακτικά συναντάς γυναίκες καλυμμένες με χιτζάπ ή ακόμα και νικάμπ. Όχι βέβαια ότι δεν υπήρχαν κι αυτά τότε αλλά ήταν σύμβολα μια αναχρονιστικής Τουρκίας που όλοι ήθελαν να αφήσουν πίσω σε αντίθεση με σήμερα, που πολλές γυναίκες, ακόμα και φοιτήτριες, φορούν με την βεβαιότητα ότι έτσι διαφυλάττουν την πολιτισμική τους ταυτότητα.
  Στη φωτογραφία βλέπουμε μία καρτ ποστάλ της δεκαετίας του 50' , όπου απεικονίζεται ένα Τουρκικό Πανεπιστήμιο. Όσο κι αν είναι προπαγανδιστική η όλη εικόνα, δεν απείχε και πολύ από την τότε πραγματικότητα. 

  Βέβαια η Κωνσταντινούπολη της δεκαετίας του 40, του 50 και του 60, καμία σχέση δεν έχει με την σημερινή, των 20 εκατομμυρίων κατοίκων, με τους Έλληνες διωγμένους από τα πατρογονικά τους, με τις περιφερειακές συνοικίες των μετοίκων από την Ανατολία και την επαναφορά του οράματος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ελέω Ερντογάν. 

(1) σεγίτ = απόγονος του προφήτη Μωάμεθ



Παρασκευή 14 Μαΐου 2021

Το σπίτι της σιωπής του Ορχάν Παμούκ

Orhan_Pamuk
Orhan Pamuk
   Η ανάγνωση για δεύτερη φορά ενός μυθιστορήματος, αν και οι περισσότεροι δεν το κάνουμε συχνά, μπορεί να αποδειχθεί μια πράξη ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Ειδικά αν αυτή γίνει σε χρόνο, που να απέχει αρκετά από την πρώτη φορά. Αυτό συνέβη και σε μένα, με το βιβλίο του Ορχάν Παμούκ, "Το σπίτι της σιωπής" του μόνου Τούρκου συγγραφέα βραβευμένου με Νόμπελ.   
Πρώτα πρώτα γιατί με έφερε και πάλι κοντά στον Τουρκικό Λαό, μου θύμισε ότι κι αυτοί στην καθημερινότητά τους, λίγο πολύ, αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα με εμάς, έστω κι αν οι κυρίαρχες πολιτικές επιλογές της γειτονικής χώρας  μας δημιουργούν καθημερινά προβλήματα. Ο δεύτερος λόγος, είναι ο τρόπος που γράφει. Προσωπικά η γραφή του με αιχμαλωτίζει, με κάνει να ακολουθώ πειθήνια τους πρωταγωνιστές του, να πιάνομαι από τις κουβέντες τους ακόμα και τις φαινομενικά πιο ασήμαντες, να ακολουθώ αγόγγυστα την αργή ροή της ιστορίας που θέλει να μου διηγηθεί, διότι ο χρόνος έχει την δική του αξία και αυτό φροντίζει ο συγγραφέας να μου το κάνει ξεκάθαρο. Υπάρχουν συχνές επαναλήψεις γεγονότων και καταστάσεων ενώ οι νέες πληροφορίες προστίθενται αβίαστα. Κι όμως, οι αγωνίες των πρωταγωνιστών του, η απελπισία τους, η φαινομενική αδράνεια τους, τα όνειρά τους, όταν φανερώνονται, με κάνουν να συμπάσχω μαζί τους.

Orhan_Pamuk
  "Το σπίτι της σιωπής" είναι το δεύτερο μυθιστόρημα του Παμούκ, κυκλοφόρησε στην Τουρκία του 1983 και διαπραγματεύεται, μεταξύ των άλλων, ένα από τα πιο αγαπημένα θέματα του συγγραφέα, που είναι την πάλη της σύγχρονης Τουρκίας ανάμεσα στο ανατολίτικο παρελθόν της από τη μία και την προσπάθεια της από την άλλη να ενταχθεί πολιτισμικά στον δυτικό κόσμο.  Για να ακριβολογώ, την πάλη ανάμεσα στις δυνάμεις εκείνων που οραματίζεται μία Τουρκία ως μια σύγχρονη χώρα του Δυτικού κόσμου και εκείνων που αρνούνται να εγκαταλείψουν όσα κουβαλούν μαζί τους από τα χρόνια της ένδοξης Οθωμανικής περιόδου. Κι αν αυτή η διαμάχη ήταν ξεκάθαρη όταν πρωτοκυκλοφόρησε το βιβλίο του, σήμερα μετά από δεκαοχτώ χρόνια Ερντογανικής εξουσίας, δεν ξέρω καν πόσες δυνάμεις έχουν απομείνει σε εκείνους που πιστεύουν στο όραμα της Δύσης. Ο ίδιος ο συγγραφέας επιλέγοντας να ζει στην Κωνσταντινούπολη, την αγαπημένη του πόλη, σιωπά. Όχι αδίκως, αν σκεφτείς την μοίρα όλων εκείνων που τόλμησαν να αντιταχθούν στην ισλαμιστική στροφή που έχει επιφέρει ο πρόεδρος της στην γείτονα και τα μεγαλοϊδεατικά του οράματα. Και να μην ξεχνάμε βέβαια ότι στην Τουρκία, υπάρχει μια ιδιότυπη δικτατορία, η οποία παλαιότερα ελεγχόταν από τις δυνάμεις του βαθέως Κεμαλικού κράτους αλλά σήμερα ελέγχεται πλήρως από τις δυνάμεις που υποστηρίζουν τον νυν πρόεδρο. 

    Η ιστορία εξελίσσεται στο Τσενέχτισαρ, ένα ταχέως αναπτυσσόμενο προάστιο της Κωνσταντινούπολης, όπου μέρα με την μέρα, σηκώνονται πολυτελείς οικοδομές για να φιλοξενήσουν τους πλούσιους αστούς της Πόλης, αλλάζοντας όλη την γεωμορφολογία της περιοχής. Το παλιό, ξύλινο σπίτι, άλλοτε αρχοντικό, στο οποίο κατοικεί η γιαγιά Φατμά με τον πιστό της υπηρέτη, τον Ρετζέπ, στέκει ακόμα παρά τη φθορά του χρόνου και ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την εικόνα του πολύ επιδέξια, για να δείξει την επιμονή της ιδιοκτήτριας του, να μένει δέσμια του δικού της παρελθόντος. 
"Τα ξύλα του ξεβαμμένα, ο κισσός από τον πλαϊνό τοίχο έχει περάσει στην πρόσοψη, η σκιά της συκιάς πέφτει στα κλειστά παντζούρια της γιαγιάς, τα σιδερένια κάγκελα, στα παράθυρα του κάτω πατώματος έχουν σκουριάσει. ... Θυμήθηκα το γεμάτο σκόνη φως που τρύπωνε στο σπίτι από τα παντζούρια, τη μυρωδιά της μούχλας..."
 
 Τον Ρετζέπ, η Φατμά τον καλεί με το όνομά του αλλά γι΄ αυτήν πάντα θα είναι ο Τζουτζές της, με όλη την υποτιμητική σημασία της λέξης (τζουτζές: νάνος, γελωτοποιός). Αυτό που την συνδέει επιπλέον με τον Ρετζέπ, είναι ότι είναι νόθος γιος του μακαρίτη του άντρα της. Η Φατμά, όλη την ημέρα κάθεται στο δωμάτιο της, το βράδυ δεν κοιμάται παρά μόνο την αυγή, χαμένη στις σκέψεις της και τις μνήμες της άχαρης ζωής της. Μόνη της συντροφιά ο Τζουτζές της, τον οποίο μισεί, και αυτό το μίσος μεγαλώνει μέρα με την μέρα όσο αισθάνεται την όλο και μεγαλύτερη εξάρτηση της από αυτόν. Ο μακαρίτης ο άντρας της, ο οραματιστής γιατρός, Σελάχαντιν, "σκότωσε" την προίκα της,  ώστε απερίσπαστος να συγγράψει την "σπουδαιότατη εγκυκλοπαίδεια του" η οποία θα άνοιγε τα μάτια του αμόρφωτου Λαού, θα τον έβγαζε από την απάθεια του και την αποδοχή της μοίρας του και θα τον έφερνε κοντά στην πρόοδο της Δύσης, την οποία θαύμαζε απεριόριστα. Από την άλλη, αυτός είχε παραδοθεί στη δική του μοίρα, μένοντας με μια γυναίκα με την οποία το μόνο που τον συνέδεε ήταν τα χρυσά κοσμήματα της, τα οποία τους συντηρούσαν, αρνούμενος να δουλέψει, αρνούμενος να ενταχθεί στην αληθινή κοινωνία που άλλαζε δραματικά μετά την επικράτηση του Κεμάλ, αιχμάλωτος ενός έργου το οποίο ποτέ δεν θα τελείωνε,  βυθισμένος στην λυτρωτική επίδραση του ποτού. Με τον θάνατο του, η Φατμά επιτέλους αισθάνθηκε λυτρωμένη από έναν μεγάλο βραχνά της ζωής της, η πρώτη της πράξη ήταν να κατέβη στο γραφείο-εργαστήριο του και να καταστρέψει κάθε χειρόγραφο της εγκυκλοπαίδειας του, που βρήκε. Έναν γιο είχαν μόνο, τον Ντογάν, ο οποίος πέθανε μη μπορώντας να αντέξει τον θάνατο της αγαπημένης του συζύγου.

  Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται την περίοδο πριν από την
Orhan_Pamuk
δικτατορία του Εβρέν (1980), όταν οι διαμάχη των αριστερών με τους ακροδεξιούς είχε εκτραχυνθεί, αφήνοντας δεκάδες νεκρούς καθημερινά πίσω της. Σε μια περίοδο λίγων ημερών μόνο, όταν αρχές του καλοκαιριού επισκέπτονται την γιαγιά Φατμά τα τρία εγγόνια της, για το ετήσιο μνημόσυνο των γονιών τους.  Ο μεγαλύτερος, ο Φαρούκ, ιστορικός, που όμως δεν βρίσκει κανένα ενδιαφέρον πια στην επιστήμη του, μπερδεμένος ανάμεσα στις δύο πολιτισμικές ταυτότητες του (Δυτικός και Οθωμανός) σε μια στιγμή λέει: "Παραδίδομαι επειδή δεν αντέχω να ζω με δύο ψυχές. Σου συμβαίνει αυτό καμιά φορά: είναι φορές που νομίζω ότι είμαι δύο άνθρωποι μαζί."  Χωρισμένος από την γυναίκα του, με μόνη του παρηγοριά το ποτό. Το ποτό ως γνωστό είναι απαγορευμένο στους Μουσουλμάνους, αλλά οι νεο-αστοί Τούρκοι, δεν τον ακολουθούν αυτόν τον κανόνα.
  Η Νιλγκιούν, φοιτήτρια της Κοινωνιολογίας, κομμουνίστρια, η οποία ακολουθεί ένα αυστηρό ημερήσιο πρόγραμμα απομόνωσης, σαν να μην την αφορά ο κόσμος του κοσμοπολίτικου θέρετρου που βρίσκεται. 
  Και ο μικρότερος, ο Μετίν, ο οποίος ονειρεύεται να βρεθεί στην Αμερική, όπου εκεί θα μπορέσει να ξεφύγει από τη μιζέρια και να φτιάξει τη χλιδάτη ζωή που ονειρεύεται. Πνίγεται κι αυτός (όπως ο παππούς του) απ΄ ότι του θυμίζει τις τουρκικές του ρίζες. Είναι ο μόνος όμως που τολμά, αν και μεθυσμένος, να ζητήσει από την γιαγιά του να δώσει την αγαπημένη της μονοκατοικία, ως αντιπαροχή για να πάρουν κι αυτοί τα διαμερίσματα που τους αναλογούν. Προσπαθεί να ενταχθεί στις παλιές παρέες του με τους γόνους των πλούσιων μεγαλοαστών, που όπως φαίνεται  ζουν άνευ ορίων τον εκδυτικοποιημένο τρόπο ζωής τους. Ο Μετίν προσπαθεί να φανεί "ισάξιος" τους, το διαβατήριο του είναι κάποιες χιλιάδες λίρες, που με πολύ κόπο δούλεψε το προηγούμενο διάστημα, αυτό όμως είναι ένα μυστικό του, που κανένας δεν πρέπει να μάθει.
  Στον αντίποδα του Μετίν, βρίσκεται ο Χασάν, ανιψιός του Ρετζέπ, ο οποίος είναι ενταγμένος στην ακροδεξιά παράταξη. Προσπαθεί ακόμα να αποδείξει την πίστη του στους τοπικούς ηγετίσκους, συγχέοντας την επιθυμία του να ξεφύγει από τη μιζέρια της δικής του οικογένειας, με την επιθυμία του πατέρα του- επίσης νόθος του Σελάχαντιν- να μορφωθεί,  και το όνειρό του μια μέρα να διαπρέψει( στην παράταξη, στην κοινωνία;) όλα είναι μπερδεμένα μέσα του. Και γίνονται ακόμα χειρότερα, όταν διαπιστώνει ότι οι παλιοί του φίλοι, τα εγγόνια της Φατμά, που μικροί έπαιζαν όλοι μαζί στην αυλή του σπιτιού τους, κάνουν ότι δεν τον γνωρίζουν. Αυτό, στο τέλος θα έχει τραγική κατάληξη και για τις δυο οικογένειες.

  Πιστεύω ότι ο κύριος χαρακτήρας του  μυθιστορήματος: Το Σπίτι της Σιωπής του Ορχάν Παμούκ, είναι η Φατμά και η δυστυχία που την ακολούθησε μετά τον γάμο που της επέβαλαν οι γονείς της, με τον γιατρό Σελάχαντιν. 

  Δεν μιλά, ποτέ δεν μιλούσε, ούτε στον άντρα της, ούτε όταν της ξόδεψε όλη την προίκα της, ούτε όταν εκείνος συνήψε σχέση με την παραδουλεύτρα τους. Ούτε και τώρα μιλά, παρά μόνο για να ζητήσει κάτι από τον Τζουτζέ της. Ακόμα και στα εγγόνια που ήλθαν να τη δουν και να κάνουν την προσευχή τους, όλοι μαζί, πάνω από τον τάφο των γονιών  τους, οι κουβέντες που ανταλλάσσει μαζί τους είναι μετρημένες. Αυτό που απουσιάζει από το σπίτι, μάλλον απουσίαζε πάντα, είναι το γέλιο, η χαρά, τα μικρά επιφωνήματα ευτυχίας, ακόμα και οι έντονες συζητήσεις ή οι οργισμένοι διαπληκτισμοί... είναι το σπίτι της Σιωπής. 
  Η Φατμά, δεν παύει για ούτε για μια στιγμή, να θυμάται με αγαλλίαση τα ευτυχισμένα παιδικά της χρόνια, με τις φίλες της και την επαφή της με τα βιβλία που εκείνες τις διάβαζαν αποσπάσματα. Οι περιπέτειες του Ροβινσώνα, "...όπου ένας Άγγλος ζούσε ολομόναχος σ΄ ένα ερημονήσι, επειδή είχε βυθιστεί το καράβι του, όχι δεν ήταν ολομόναχος, είχε και τον υπηρέτη του, που τον βρήκε έπειτα από χρόνια..." (ο παραλληλισμός με τη δική της κατάσταση είναι εμφανής)
"Στη ζωή, όταν τελειώσει το μοναδικό ταξίδι με την άμαξα, δεν μπορείς να το ξανακάνεις, αν όμως έχεις ένα βιβλίο, όσο μπερδεμένο κι ακατανόητο κι αν είναι, όταν τελειώσει για να συλλάβεις το ακατανόητο και για να καταλάβεις τη ζωή, αν θες, το πιάνεις απ΄ την αρχή και το ξαναδιαβάζεις, έτσι δεν είναι Φατμά;"

  Δυστυχώς την ζωή, όσο κι αν το επιθυμούν κάποιοι, δεν μπορείς να την πάρεις από την αρχή και πάλι. Είσαι υποχρεωμένος να τη ζήσεις, μέχρι το τέλος με όσα αυτή σου κληροδότησε. Άλλοι το αντέχουν, άλλοι χάνονται στα πάθη τους και άλλοι ψάχνουν για δρόμους διαφυγής. Κάθε ένας από τους ήρωες του μυθιστορήματος αυτού, ανήκει σε μία από τις πάνω κατηγορίες.   Τα υπόλοιπα ανήκουν στα γνωστά παιχνίδια της μοίρας, στο "κισμέτ " κατά την ανατολίτικη φιλοσοφία.


Πέμπτη 22 Μαρτίου 2018

Ως ελάχιστη θύμηση!

  Ξημερώνει. Από τη νύχτα βρίσκομαι στο πολυβολείο, το οποίο την προηγούμενη νύχτα, είχαμε αποκαλύψει η ομάδα θέσης. Κοιτάς ευθεία μπροστά, αν στη θάλασσα έχουν εμφανιστεί τα εχθρικά πλοία με την ημισέληνο. Καθαρός ο ορίζοντας. Ούτε κανένα αεροπλάνο ακούστηκε. Όλη τη νύχτα περιμέναμε. Ξέραμε ότι αν συμβεί κάτι θα έπρεπε να μείνουμε εκεί. Για εμάς δεν υπάρχει οπισθοχώρηση. Δεν υπάρχει σχέδιο δεύτερης αμυντικής γραμμής. Βρισκόμαστε σε ένα από τα νησιά της ανατολικής Ελλάδας, στα σύνορα με την Τουρκία. Πολεμάς και νικάς ή πέφτεις εκεί. Πολεμάς με το όπλο που σου εμπιστεύτηκε η πατρίδα  για την οικογένεια σου, που είναι εγκλωβισμένη στον τόπο της, το νησί σου, την Πατρίδα σου.  Είμαστε εθνοφύλακες μαζί με τους έφεδρους και τους φαντάρους από όλη την Ελλάδα. Θα πολεμήσουμε εκεί στην πρώτη γραμμή διότι πίσω μας, βρίσκεται το σπίτι μας, και πίσω από το σπίτι μας η θάλασσα,  το ελληνικό Αιγαίο. Κι εμένα, εσένα, τον γείτονα μου, μας επέλεξε η μοίρα, εκείνη την ημέρα να βρισκόμαστε εκεί.  Δεν χρειαζόμαστε ούτε αποδείξεις εθνικοφροσύνης, ούτε να ωρυόμαστε εναντίον κανενός, διότι, απλά είμαστε εκεί. (   Μάρτης 1987 -  Ιανουάριος 1996 )

  Η σκέψη μου πάντα βρίσκεται κοντά σε εκείνους, που επέλεξαν να μένουν στα ακριτικά νησιά μας, από τη Σαμοθράκη ως το Καστελόριζο. 

Μπορεί εμείς σήμερα, που κατοικούμε στη μεσόγεια Ελλάδα να φιλοσοφούμε επί διαφόρων, να ανταγωνιζόμαστε σε πατριωτικές κορώνες και εύκολες θυσίες, αλλά κάποιοι άλλοι θα ξυπνήσουν στα ορύγματα, της πρώτης γραμμής. Κάθε ημέρα που ξημερώνει για αυτούς, ειδικά σήμερα που η Τουρκία, μας δίνει καθαρά το σήμα, ότι διεκδικεί χώρο του Αιγαίου, είναι και μια ημέρα ειρήνης την οποία θέλουν να ζήσουν.

Ξορκίζουν τον πόλεμο, δεν τον θέλουν δεν θα τον αρνηθούν όμως αν τους επιβληθεί


  Εκνευρίζονται με όλους εκείνους τους πατριδοκάπηλους που "πολεμούν" από τις τηλεοράσεις ή από το πληκτρολόγιο  του Η/Υ τους, πίνοντας και καμιά φραπεδιά. Οι νησιώτες ξέρουν πολύ καλά, ότι μέχρι να παρουσιαστούν αυτοί στα κέντρα επιστράτευσης, στον τόπο τους, όλα θα έχουν κριθεί. Μόνος σύμμαχος τους, οι Ένοπλες Δυνάμεις μας. Τις οποίες εμπιστεύονται διότι καθημερινά βρίσκονται δίπλα τους. Από τους πολιτικούς έχουν δίκαια παράπονα. Απομόνωση τον χειμώνα, κατάργηση των φορολογικών πλεονεκτημάτων, κατάργηση κάθε κινήτρου για να ζεις εκεί, στους ακριτικούς βράχους του Αιγαίου. Από τους πολιτικούς ζητούν, με κάθε τρόπο να εξασφαλίζουν την Ειρήνη. Με κάθε τρόπο, με οποιοδήποτε δόγμα, δεν τους ενδιαφέρει ο τρόπος, δεν τους ενδιαφέρει αν θα είναι με πολιτικά μέσα ή δια της στρατιωτικής ισχύος. Την Ειρήνη θέλουν και μόνο αυτή. 

Αυτά τα λίγα, σήμερα που ο ουρανός γκριζάρει επικίνδυνα ( παραμονές της 25ης Μαρτίου ), ως ελάχιστη θύμηση, στους συμπατριώτες μου, που παραμένουν εκεί για να φυλάνε τις σημερινές μας Θερμοπύλες!!!!

Κυριακή 5 Απριλίου 2015

Με αφορμή το βιβλίο ΣΕΡΕΝΑΤΑ, του Τούρκου Ζουλφί Λιβανελί!

05 Απρ 2015

Πρόσφατα διάβασα τη "σερενάτα" του Τούρκου πολυπράγμονα ( συνθέτης, συγγραφέας, πολιτικός ) Ζουφλί Λιβανελί, από τις εκδόσεις Πατάκη. Ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα,  που σε φορτίζει με έντονα συναισθήματα και κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον σου, ως την τελευταία σελίδα του. Ένα βιβλίο, που το συστήνω για ανάγνωση ανεπιφύλακτα. 

Η ανάγνωση του βιβλίου αυτού, πέραν των άλλων... σε βοηθάει να σχηματίσεις μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τη σημερινή Τουρκία. Πράγματα, που λίγο πολύ είναι γνωστά, όπως ο έντονα επιδεικνυόμενος  Τουρκικός Εθνικισμός, επιχειρείται να εξηγηθεί. 

Για παράδειγμα, όταν επισκέπτεσαι την Τουρκία, ένα από αυτά που σου κάνει εντύπωση, είναι η "πανταχού παρούσα" Τουρκική σημαία. Υψώνεται σε ιστούς, κρέμεται στις προσόψεις κτιρίων, στολίζει πλατείες, τοίχους, παντού σε δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους, σε όλα τα μεγέθη, πολλές φορές και τεράστια μεγέθη. Σίγουρα, αυτή η επίδειξη της σημαίας των γειτόνων μας, πέρα από τα προφανή, υποδεικνύει και μία ανασφάλεια, του τουρκικού έθνους. Δεν έχουν ακόμα πιστέψει, ότι έχουν ολοκληρωθεί ως Τουρκικό έθνος... και με το δίκιο τους, 
Πέρα από όλες τις σκληρές, άδικες και απάνθρωπες πολιτικές που εφάρμοσαν, ώστε να εκδιώξουν κάθε ενοχλητικό κάτοικο αυτής της χώρας, ( Έλληνες, Αρμένιους κλπ ), έχουν να αντιμετωπίσουν και τις αντιθέσεις των μουσουλμανικών πληθυσμών, Κούρδων, Αλεβιτών κλπ. Το σημερινό τουρκικό έθνος, έχει οικοδομηθεί πάνω σε μια πανσπερμία διαφόρων φυλών, με πολλές επιμιξίες και όλα αυτά επιχειρήθηκαν να κρυφτούν κάτω από το χαλί, με το πρόσχημα ότι  το Τουρκικό Έθνος ήταν ενιαίο και αδιάσπαστο. Σήμερα όμως που η τουρκική κοινωνία αργά αλλά σταθερά εκδημοκρατίζεται και φιλελευθεροποιείται, φυσικό είναι καθένας να αναζητά την πραγματική του Ταυτότητα... και ναι μεν μπορεί να μην αποποιούνται την τουρκική τους ταυτότητα αλλά θέλουν να γνωρίζουν και την πραγματική τους καταγωγή και θέλουν αυτή να γίνεται αποδεκτή, από το βαθύ κράτος της γείτονος. Το Τουρκικό κράτος δεν αισθάνεται ιδιαίτερα ευτυχές με τη λογική αυτή!
Επίσης, μία άλλη σημαντική παράμετρος στην ανάγνωση, είναι η ανάδειξη της σκληρότητας, που επιδεικνύουν τα κράτη, όλα τα κράτη, όταν καλούνται να εξυπηρετήσουν διάφορες πολιτικές σκοπιμότητες. Σκληρό, να αντιλαμβάνεσαι, πόσο λίγο μετρά η ανθρώπινη ζωή, όταν μπλέκει στα γρανάζια των κλεισμένων σε μυστικά γραφεία, γραφειοκρατών - διπλωματών του κόσμου αυτού. Μια τέτοια είναι και η ιστορία του ρουμάνικου πλοίου "Στρούμα", το οποίο  στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, φορτώθηκε με 700 περίπου Εβραίους, για να διαφύγουν από τους Ναζί και να οδηγηθούν στην Παλαιστίνη. Όχι μόνο δεν έφτασαν, αλλά είχαν και μια κατάληξη, πέρα για πέρα τραγική, αφού έγιναν μπαλάκι ανάμεσα στα συμφέροντα της Ναζιστικής Γερμανίας, της Μ. Βρεττανίας και της Τουρκίας. Άλλη, μία σκληρή ιστορία είναι αυτή, του "μπλε συντάγματος"...  Ρώσων πολιτών, τουρκικής καταγωγής, που πολέμησαν στο πλευρό των Ναζί στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, παραδόθηκαν μαζί με τις οικογένειες τους και εκτελέστηκαν από τους Ρώσους ή προτίμησαν να πέσουν και να πνιγούν στα παγωμένα νερά του ποταμού που χάραζε τα σύνορα, κάτω από τα μάτια των ομοεθνών τους, Τούρκων στρατιωτών.....  
Πόσες τέτοιες ιστορίες, δεν βρίσκεις καλά κρυμμένες, πίσω από μυστικά αρχεία, ηθελημένα ξεχασμένες ιστορίες, απαγορευμένες ιστορίες, στις κρυφές ( μαύρες ) σελίδες της ιστορίας κάθε λαού. Στη δική μας ιστορία, ποιος μπορεί αλήθεια να εξηγήσει, τι ανάγκη είχε  ο λαός μας, μετά τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου να συρθεί σε έναν σκληρό, ανηλεή, αδελφοκτόνο, εμφύλιο πόλεμο; Και μετά από αυτόν να σερνόμαστε ως χώρα, αρνούμενη να δεχθεί ως ίσους πολίτες της, τους ηττημένους του εμφυλίου; Αλλά και οι ηττημένοι να διακηρύσσουν ότι απλώς έθεσαν τα όπλα παρά πόδας! Και μετά, η κατάλυση της κουτσής, έστω Δημοκρατίας το 1967 και η μεγάλη προδοσία της Κύπρου! Ποιων τα συμφέροντα, ποιους μυστικούς σχεδιασμούς εξυπηρέτησαν όλα εκείνα τα τραγικά για το λαό μας γεγονότα; 

Το βιβλίο του Zulfu Livaneli, πέρα από την απόλαυση της ανάγνωσης του, σου δίνει την ευκαιρία να σκεφτείς! Να σκεφτείς για τον Τουρκικό Λαό, τον Ελληνικό Λαό, τους Αρμένιους, τους Εβραίους ... που ενώ έζησαν δίπλα δίπλα, για αιώνες, μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, συγχρόνως στο κάθε γύρισμα της ιστορίας τους έπνιγε το βαθύ μίσος. Άραγε αυτό μπορεί να αλλάξει, να συνυπάρξουν κάποτε οι λαοί μας ειρηνικά ή είμαστε καταδικασμένοι απλώς να ανεχόμαστε ο ένας τον άλλο, μέχρι την επόμενη σφαγή; 

Κλείνοντας, για να απαλύνω τον πόνο που προκαλούν αυτές οι "δύσκολες"  περιπλανήσεις στα τραχιά μονοπάτια των σκέψεων μου, επιλέγω να ακούσω ένα αισιόδοξο τραγούδι, που με οδηγεί στην Πόλη της καρδιάς μας, του Νίκου Πορτοκάλογλου: Τανγκό στο Βόσπορο. 




Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2014

Κωνσταντινούπολη! με τα μάτια της ψυχής ... (2)

19 Δεκ 2014

Πρόσφατα διάβασα το βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη, "55". Αναφέρεται στη ζωή της άλλοτε ακμάζουσας ελληνικής κοινότητας της Πόλης και τα καθοριστικά, δραματικά γεγονότα του Σεπτέμβρη του 1955. Συνήθως, αυτό που μου αρέσει όταν διαβάζω ένα βιβλίο, είναι ότι καθώς ξεφυλλίζεις τις σελίδες του, πραγματοποιείς ένα νοερό ταξίδι, σε άλλους τόπους, χρόνους, καταστάσεις... μετέχεις σε ένα ταξίδι φυγής από την πεζή πραγματικότητα. 

Με το βιβλίο αυτό, το ταξίδι ήταν ...οδυνηρό. Απέραντη θλίψη με κυρίεψε, καθώς ξετυλιγόταν μπροστά μου η ζωή της Ταταυλιανής Μαρίκας. Δεν είναι λίγο, να συνειδητοποιείς ότι η Βασιλεύουσα του Ελληνισμού, η Πόλη των θρύλων, η Κωνσταντινούπολη των παραδόσεων μας, έχει χάσει την άλλοτε ακμάζουσα ελληνική της κοινότητα. 250.000 Έλληνες κατοικούσαν στην Πόλη στις αρχές του 20 αιώνα. Μια ακμάζουσα κοινότητα, με επιχειρηματική δύναμη, με ζηλευτά σχολεία, με ιδιαιτερότητες αλλά και έναν κοσμοπολιτισμό, με ιστορικές καταβολές χιλιετιών... "η αληθινή ψυχή της Πόλης". 
Τι απέμεινε σήμερα; Περίπου 2000 Έλληνες Κωνσταντινουπολίτες, το Πατριαρχείο μας, τα μνημεία μας και πάμπολλα γκρουπ Ελλήνων τουριστών, που την επισκέπτονται κάθε χρόνο.
Πέραν

Θλίψη, απέραντη θλίψη. Η οποία μεγαλώνει όταν αναλογίζομαι, ότι αυτός ο μαρασμός του ελληνικού στοιχείου της Πόλης δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιων τυχαίων γεγονότων, αλλά αποτέλεσμα μια μεθοδευμένης Τουρκικής πολιτικής. Μιας πολιτικής που ξεκίνησε από τους Νεότουρκους, υπηρετήθηκε πιστά από το κεμαλικό καθεστώς και πολύ φοβάμαι, ότι ακολουθείται και σήμερα, σε άλλο επίπεδο, πιθανόν πολύ πιο επικίνδυνο για την Πατρίδα μας.
1955 Σεπτεμβριανά
Όλοι όσοι επισκεφτήκαμε την Πόλη, περπατήσαμε στο Πέραν. Φάγαμε γλυκά, χαζέψαμε τις βιτρίνες, "αγχωθήκαμε" με το πλήθος του κόσμου που κάθε απόγευμα κατακλύζει το δρόμο, σταθήκαμε κάτω από τη σημαία του ελληνικού προξενείου. Beyolu σήμερα! Ένας δρόμος, που άλλοτε αντικατόπτριζε την ακμή των Ελλήνων της Πόλης. Ένας δρόμος που σήμερα, απουσιάζει η ψυχή του αν και χιλιάδες συμπατριώτες μας τον περπατούν κάθε χρόνο.
Ταταύλα, σήμερα Kurtulus, η γειτονιά της Μαρίκας, η άλλοτε αμιγώς ελληνική γειτονιά, που σήμερα ακόμα, έστω και μόνο με 800 εναπομείναντες Έλληνες αποτελεί την πολυπληθέστερη ελληνική κοινότητα της Πόλης.  Δείτε αυτό το βίντεο, που κάνει την αντιπαραβολή του χτες με το σήμερα:  



Η Μαρίκα μάζευε γενικά, οτιδήποτε είχε σχέση με την ιστορία της Πόλης. Με οδηγό αυτά που αναφέρονται μέσα στο βιβλίο του Κοροβίνη, φιάχνω κι εγώ μια μικρή συλλογή, από υλικό που βρήκα, πλοηγούμενος στα διάφορα ιστολόγια και πλατφόρμες του διαδικτύου:
Εκεί στις αρχές του '50 πρέπει να ακούστηκε στην Ελλάδα απ΄ το ραδιόφωνο και το περίφημο τραγούδι της Βέμπο "Γκιουζέλ Σταμπούλ", που έγινε το πιο αγαπημένο μου και το έβαζα σχεδόν κάθε πρωί στο γραμμόφωνο για να με φτιάξει το κέφι μου "  Πάντα η φωνή της Βέμπο συγκινεί, ακούστε το:  

Να, ψες με το δειλινό, έφτιαξα τον καφέ μου, άναψα το τσιγαράκι μου και έβαλα μια πλάκα στο φωνόγραφο. Το πολίτικο χασάπικο του Ρούκουνα. Ίσα με δέκα φορές το απήλαυσα ":


Συγχώρεσε με, Ιστανμπούλ" την παρακαλεί εξομολογούμενος ένας σύγχρονος ποιητής, ο Μουσταφά Μουτλού, δηλαδή ο Μουσταφά Ευτυχισμένος, που υπογράφει με το ψευδόνυμο Mustafa Mutkov, επί το σοβιετικότερον. Κι έχεις την αίσθηση,ότι με το ποίημα αυτό ο φίλος ο ποιητής εκφράζει την επιτομή μιας εδραιωμένης βαθιά μέσα μου πεποίθησης, επιβεβαιωμένης και από πολλά άλλα δείγματα, ότι οι Τούρκοι εκστατικοί μπρος στα κάλλη της πολυκουρσεμένης και κατακτημένης απ΄τους προγόνους του Επταλόφου, νιώθουν πως, μισή χιλιετηρίδα σχεδόν μετά, δεν είναι ακόμα έτοιμη να αποτιμήσουν το μέγεθος εκείνης της κατάκτησης:
Να μολύβι
Και να χαρτί
Μου λέει ο μεγάλος αδερφός μου
Γράψε ένα ποίημα
Γράψε ένα αφήγημα
Μπορεί να αντισταθεί στις ομορφιές της
Η ψυχή του ποιητή;
Δες
Η Ισταμπούλ ολόλαμπρη
Ως κι η κορυφή της μυρίζει θάλασσα
Πέρασε βαθιά στις ψυχές των ανθρώπων
Θαμπώνει τα μάτια τους
Γράψε για τα ομορφιές
Που λιώνουν στο βλέμμα τους
Αν θέλεις, πες με αχαΐρευτο
Αν θέλεις πες με ανίκανο
Ό,τι θες να πεις, πες το
Ρίξε μου όλο το σφάλμα
Δε βρίσω λόγια να περιγράψω
Τα κάλλη της
Μου έχεις κάνει μάγια
Κι ακόμη δεν κατάφερα
Να σου γράψω ένα ποίημα
Συγχώρεσέ με
ΙΣΤΑΝΜΠΟΥΛ "
"Ήταν εκείνο το βαρύ χασικλίδικο που τραγουδούσε ο θεός του γραμμοφώνου, ο Πολίτης ο Νταλκάς. 
Δεν ξέρω να έχει η ελληνική μουσική κανέναν άλλο χανεντέ που να βγάζει τέτοια περίτεχνη, δυναμική, ουράνια φωνή σαν του Νταλκά." Απολαύστε τον:   

Όλοι οι λαοί δημιουργούν μια "ολοκληρωτική",  εικόνα για τους άλλους λαούς, ειδικά για εκείνους με τους οποίους γειτονεύουν ή υπάρχουν έντονες διαμάχες. Αυτό συνέβη και μεταξύ των Ελλήνων και των Τούρκων, όπου οι μεν Έλληνες, ποτέ δεν έπαψαν να αισθάνονται είτε σκλάβοι, είτε απειλούμενοι οι δε Τούρκοι αν και βρίσκονταν συνήθως σε σχέση ισχύος, αισθάνονταν τη δύναμη του ελληνικού λαού οι οποίοι πάντα αναγεννιούνταν και κυριαρχούσαν στα οικονομικά πράγματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Λογικό λοιπόν να  δημιουργηθούν διάφορα στερεότυπα ανάμεσα στους δύο λαούς, τα οποία έχουν περάσει στις παραδόσεις μας, στη λογοτεχνία μας και πιθανότατα συντηρούνται εντέχνως και από τις εξουσίες των δύο λαών. Η Μαρίκα παρουσιάζει μια συλλογή παροιμιών, που δείχνουν αυτές τις απόψεις μεταξύ των δυο λαών. Λένε οι Τούρκοι:
"Οι Ρωμιοί και με φουστανέλα και με παντελόνι, Ρωμιοί είναι"
"Εμείς οι Ρωμιοί πέντε μπαϊράκια"
"Τέσσερις Έλληνες, πέντε καπετάνιοι"
"Ρωμαίικος καβγάς, τούρκικος χαλβάς "
"Σήμερα είναι Κυριακή και οι Έλληνες φρενιάζουν"      
Έλληνα ονόμασαν τον κερατά"      
"Στον γκιαούρη δεν αξίζει καλοσύνη
"          
Εμείς οι Έλληνες λέμε για τους Τούρκους:
"Αν ακούσεις τους Τούρκους, βάι στους Ρωμιούς"      
"Είτε στο βουνό λύκοι, είτε στο χωριό Τούρκοι"      
"Έχεις Τούρκο φίλο; Κράτα από τα δεξιά κι ένα ξύλο"
"Όπου πατήσει Τούρκου ποδάρι, χορτάρι δεν φυτρώνει"      
"Ο Τούρκος για ναμούς φωνάζει και ναμούς δεν έχει" namous= Τιμή
"Τον Τούρκο φίλευε και τη γυναίκα σου φύλαγε"      
"Τούρκο θρέφεις, σκύλο θρέφεις"      
"Τούρκος έγινες Τζαννή; -Έτσι τόφερε η κατάρα"
"Τις ομορφιές του Γιλντίζ*  τραγούδησε μερακλίδικα μια παλιά ρεμπέτισσα, η Σούλα Καλφοπούλου"
*( περιοχή που λάτρευε η Μαρίκα και την επισκεπτόταν συχνά " συνεπαρμένη από το μαγευτικό περιβάλλον της". Σημερινή περιοχή Μπεσίκτας, στην κορυφή της, ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ, έκτισε το ανάκτορο Γιλντίζ )


Κλείνοντας θα προσθέσω κι ένα πιο σύγχρονο τραγούδι ( 1984 ), αυτό με τίτλο "Πόλη Κωνσταντινούπολη", σε μουσική του Νότη Μαυρουδή, στίχους του Μποσταντζόγλου και ερμηνεία της Μαρίας Φαραντούρη.

1955 διωγμός
1955 διωγμός



Σάββατο 3 Μαΐου 2014

Αδριανούπολη, Edirne - Turkey, οι εντυπώσεις μου....

03 Μαΐ 2014

Ανδριανούπολη

κεντρικό Μπεζεστένι

   Είναι παράξενο, κάποιες φορές παιδεύεσαι μέρες ή μήνες για να πάρεις μια απόφαση και άλλες φορές αυτή παίρνεται σε λίγες μόνο στιγμές. 

Αυτήν την εκδρομή μας, την αποφασίσαμε πολύ γρήγορα, και δεν το μετανιώσαμε! 

Το διαδίκτυο βοήθησε να κλείσουμε άμεσα ξενοδοχείο  καθώς και να αντλήσω όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, ώστε να μην  αγχωθώ καθόλου. Η Αδριανούπολη σήμερα έχει πάνω από 140.000 πληθυσμό, με 40.000 φοιτητές και οικονομία κυρίως αγροτική. Πρωτεύουσα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, προτού πέσει η Κωνσταντινούπολη με σημαντικά μνημεία της Οθωμανικής περιόδου. Λέγεται ότι στην περιοχή αυτή έχουν δοθεί οι περισσότερες μάχες, από οποιοδήποτε άλλο μέρος στη Γη

Το ταξίδι έγινε με αυτοκίνητο, 340 χλμ απόσταση από το σπίτι μου, μικρή καθυστέρηση για τον απαραίτητο έλεγχο στα σύνορα και στις 2,30 μμ στο ξενοδοχείο. Σύμφωνα με το booking.com, το Hotel Edirne Palace, είναι η καλύτερη επιλογή για κάποιον που θέλει ένα καλό ξενοδοχείο, πολύ κοντά στο κέντρο της πόλης. Και με δικό του πάρκιν. Το Google map, με καθοδήγησε και έφτασα σε αυτό εύκολα, χωρίς να αναγκαστώ να περάσω από το κέντρο της πόλης
Κιόσκι με όλα τα καλά

Το πρώτο που κάνεις είναι να "χαλάσεις" ευρώ σε τουρκικές λίρες σε κάποιο ανταλλακτήριο. 1 ευρώ = 2,9 τουρκικές λίρες. Πριν μερικά χρόνια η αντιστοιχία ήταν 1/2. Η οικονομική ανάπτυξη της Τουρκίας, μάλλον προϋποθέτει την αναγκαιότητα της υποτίμησης. Δεν μπορώ πάντως να υποστηρίξω ότι η υποτίμηση αυτή, με έκανε να αισθανθώ ότι ήμουν στον παράδεισο της φτήνιας. Σίγουρα πιο φτηνά από την Ελλάδα πολλά πράγματα, το φαγητό, η διασκέδαση αλλά σίγουρα και πανάκριβα για τον μέσο Τούρκο. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, για το 2014, ο κατώτατος μισθός καθορίστηκε στις 804 τ. λίρες, δηλαδή 280 ευρώ. Σε ένα  καλό εστιατόριο, δύο άτομα τρώνε με 80 τ.λ., σε ένα μέτριο, τουριστικό ψητοπωλείο με 30 τ.λ. και σε ένα λαϊκό ψητοπωλείο, γύρω από κεντρικό μπεζεστένι, με 15 τ.λ. 
  Στα δύο πρώτα, οι Τούρκοι πελάτες ήταν ελάχιστοι, ενώ στο τελευταίο γεμάτο. Ένας καφές στο Mado (κεντρικό ζαχαροπλαστείο) , κοστίζει 8 τ.λ. Δίπλα μας καθόταν μια παρέα 8 Τούρκων οι οποίοι την έβγαλαν με δύο τσάι. Ήταν πολύ συνηθισμένο να κάθονται οι Τούρκοι στα πάρα πολλά παγκάκια του πεζόδρομου και να παραγγέλνουν τσάι από τα δίπλα μαγαζιά, τα οποία δεν είχαν τραπέζια έξω, αλλά σέρβιραν τον κόσμο. Πάντως οι τιμές των ξενοδοχείων, σίγουρα είναι ακριβές. 
  Υπάρχουν 3 κλειστές αγορές. Η Bedesten Carsisi στο κέντρο, τοArasta Bazaar δίπλα στο Selimiye Cami, μα πιο σημαντική θεωρώ ότι είναι αυτή του Αλή Πασά (Alipasa Carsisi), δίπλα στον κεντρικό πεζόδρομο (Caraclar Cd ). Με 130 καταστήματα, που πουλάνε κυρίως τουριστικά είδη, δερμάτινα, ρούχα, παπούτσια, τσάντες κλπ.  Αν έχεις επισκεφτεί την κλειστή αγορά της Κωνσταντινούπολης, σου κάνει εντύπωση ότι δεν υπάρχει αυτή η φασαρία και η ένταση που γνώρισες εκεί. Εδώ τα πράγματα είναι πολύ ήσυχα και αυτό σε ξενίζει αρκετά. Από την άλλη είναι καλό διότι μπορείς να παρατηρείς όλη την εκτεθειμένη πραμάτεια δίχως να ενοχλείσαι από τους κράχτες με τις αγωνιώδεις φωνές τους.
  Βγαίνοντας από τη δυτική πύλη, οδηγείσαι στην οδό Maarif, τον κεντρικό δρόμο με κάποια καλά
παλιό αρχοντικό
εστιατόρια και τα παραδοσιακά, ελληνικά ξύλινα αρχοντόσπιτα της πόλης. Φάγαμε στο Palio, στην εσωτερική αυλή ενός τέτοιου σπιτιού, πολύ καλή δυτικότροπη κουζίνα και ευχάριστη μουσική, σίγουρα ακριβή για τον μέσο Τούρκο αλλά για μας ήταν ικανοποιητική η τιμή. Στη συνέχεια περπατήσαμε κατά μήκος του δρόμου, φτάσαμε ως την πλατεία της αστυνομίας και κατευθυνθήκαμε προς τον πεζόδρομο.
Caraclar Cd
   
    Ο κεντρικός πεζόδρομος τους ( Caraclar Cd ) με τους   παράπλευρους πεζόδρομους είναι δημιουργήματα των τελευταίων   ετών, σίγουρα έχουν αναβαθμίσει το κέντρο της πόλης. Υπάρχουν   πολλά γλυπτά και πολλά παγκάκια για να ξαποστάσουν οι   περαστικοί. Αυτό που τους διαφοροποιεί με τους αντίστοιχους   ελληνικούς πεζόδρομους είναι ότι οι δικοί μας θα ήταν γεμάτοι με   καφετέριες, εστιατόρια ή σικάτα καταστήματα ενδυμάτων. Εδώ οι   παράπλευροι έχουν πολλές μικρές ψησταριές (τοπικά εδέσματα   είναι τα τηγανητά συκωτάκια και οι κεφτέδες ), ενώ ο κεντρικός   έχει  τράπεζες, διάφορα εμπορικά καταστήματα μικρά και μεγάλα,   και ελάχιστα μαγαζιά με τραπεζάκια για να καθίσεις. Ένας από αυτά είναι το ζαχαροπλαστείο Mado, που θυμίζει πολύ τις δικές μας καφετέριες. Εκεί καθόμασταν όταν ακούσαμε μια μπάντα να περνά, τούρκικη με πλήθος κόσμου να την ακολουθεί. Η έκπληξη μας ήταν μεγάλη, όταν μετά από λίγο ακούγαμε γνωστό ελληνικό εμβατήριο και είδαμε μια μπάντα από την Ορεστιάδα να ακολουθεί με προτεταμένη την ελληνική σημαία. Ακολούθησαν δύο μπάντες από τη Βουλγαρία και μία από τη Ρουμανία. Είχαν συναντηθεί, για το 4ο διεθνές Φεστιβάλ μπάντας, που διοργάνωνε η πόλη της Αδριανούπολης. Στη συνέχεια όλοι μαζεύτηκαν γύρω από μια μεγάλη εξέδρα, που είχε στηθεί στη μέση του πεζόδρομου και ξεκίνησε η τελετή με την ανάκρουση του τουρκικού εθνικού ύμνου. Μεμιάς όλος ο κόσμος στάθηκε όρθιος, σταμάτησε ότι έκανε , περιπατητές, γκαρσόνια, έμποροι, μέχρι να τελειώσει ο ύμνος. Σκέφτηκα πόσο αντίθετα είναι τα πράγματα σε εμάς. Αν βλέπαμε μια τούρκικη σημαία να παρελαύνει σε έναν κεντρικό δρόμο της πόλης μας πιθανότατα θα γιουχάραμε, θα βρίζαμε τον "προδότη" δήμαρχο αλλά από την άλλη στο άκουσμα του εθνικού μας ύμνου, θα μέναμε απαθείς και σαν να μη συνέβαινε τίποτε θα συνεχίζαμε το φραπεδάκι μας. Αφού τελείωσαν οι ομιλίες, στην εξέδρα ανέβηκε η ελληνική μπάντα κι έπαιξε διάφορα κομμάτια, από παραδοσιακά μέχρι Χατζιδάκι και τελείωσε με τον εθνικό μας ύμνο.


 Η πόλη είναι γεμάτη τζαμιά μα αυτό που ξεχωρίζει, σίγουρα είναι το Selimiye Cami. Έργο του
Selimiye Cami.
διάσημου Οθωμανού αρχιτέκτονα Μιμαρ Σινάν, κτίστηκε  γύρω στα 1570 μ.Χ. και σίγουρα εντυπωσιάζει, όχι μόνο με την επιβλητική, εξωτερική του εμφάνιση αλλά κυρίως με τον πλούσιο εσωτερικό του διάκοσμο. Κατά πολλούς είναι εντυπωσιακότερος και από αυτόν του Μπλε τζαμιού της Κωνσταντινούπολης. Προσωπικά δεν θα διαφωνούσα. Αυστηρό το τυπικό για να εισέλθεις στο εσωτερικό του, βγάζεις τα παπούτσια σου και οι γυναίκες φορούν υποχρεωτικά μαντίλα. 
 Πέντε φορές την ημέρα καλεί ο μουεζίνης τους πιστούς για προσευχή και η φωνή του ακούγεται ψηλά από τους μιναρέδες, αφού διαχέεται μέσα από ισχυρές μεγαφωνικές εγκαταστάσεις σε όλη την πόλη. Πιο "άγρια" αυτή στις 5 τα ξημερώματα, που σίγουρα σε ξυπνά αλλά και από την άλλη σου υπενθυμίζει ότι βρίσκεσαι σε περιοχή του Ισλάμ. Πάντως, όσες φορές κι αν ακούστηκε η φωνή του, δεν είδα κανένα να σταματά τη δουλειά του ή να δίνει ιδιαίτερη σημασία.
 
  Επισκεφτήκαμε και τα δύο μουσεία, που βρίσκονται δίπλα στο τζαμί. το Εθνολογικό- Αρχαιολογικό και το μουσείο Ισλαμικής και Τουρκικής τέχνης. Σίγουρα αυτό που ξεχωρίζει είναι το δεύτερο, το οποίο βρίσκεται στην πίσω πλευρά του περίβολου του Selimiye Cami. Σου δίνει μια καλή εικόνα την όλης τουρκικής ζωής του 19ου αιώνα. Εμείς πιθανότατα θα το ονομάζαμε λαογραφικό μουσείο. Αξίζει πάντως να το επισκεφτείς, για το πρώτο δεν θα έλεγα το ίδιο. Εντύπωση πάντως μου έκανε ότι οι επιγραφές σε άλλη γλώσσα πλην της τουρκικής είναι ελάχιστες, ( όχι μόνο στα μουσεία ) και ότι ελάχιστοι άνθρωποι μιλούν άλλη γλώσσα. Ακόμα και οι υπάλληλοι των μουσείων, οι περισσότεροι νέοι άνθρωποι, πέρα από τα τούρκικα δεν μπορούσαν να σου μιλήσουν καμία άλλη γλώσσα ( ούτε αγγλικά... ). Σκεφτόμουν την πατρίδα μας, που οι περισσότεροι νέοι άνθρωποι που καταλαμβάνουν αντίστοιχες θέσεις γνωρίζουν ακόμα και δύο ξένες γλώσσες.
Γενικά δύσκολα θα βρεις κάποιον με τον οποίο να μπορείς να συνεννοηθείς πραγματικά στα αγγλικά, πιο εύκολα θα συνεννοηθείς με κάποια βασικά ελληνικά, που μιλούν κυρίως αυτοί που έχουν καταστήματα. Κάτι ακόμα που μας έκανε εντύπωση ήταν η συμπεριφορά μιας παρέας Τούρκων επισκεπτών, νέων ανθρώπων, στο μουσείο της Ισλαμικής και Τουρκικής Τέχνης. Τα φλας των φωτογραφικών τους μηχανών να αστράφτουν συνέχεια, δυνατές ομιλίες και πολύ γρήγορα περάσματα από αίθουσα σε αίθουσα , ίσα ίσα για να βγάλουν φωτογραφίες. Γενικά ήταν μια άσχημη εικόνα καθόλου συνηθισμένη για οποιοδήποτε μουσείο.
  Η πόλη ήταν ιδιαίτερα καθαρή, με πολύ πράσινο και πάρα πολλά λουλούδια παντού
οι Πεχλιβάνηδες
φυτεμένα. Είναι κάτι που θαυμάζω γενικά στην Τουρκία, το πόσο φροντίζουν τα παρτέρια των κοινόχρηστων χώρων, δημιουργώντας μια ωραία εικόνα. Αντίθετα οι δικές μας πρασιές, πολύ γρήγορα γίνονται σκουπιδότοποι, ελάχιστοι δήμοι ενδιαφέρονται ώστε να υπάρχει μια ευπρεπή εικόνα, γενικά φροντίζουμε να απαξιώνουμε τα απλά πράγματα που μπορούν να κάνουν όμορφη την καθημερινότητας μας.




Καραγάτσι 

Λίγα χιλιόμετρα έξω από την Αδριανούπολη, προς την Ελλάδα, αφού περάσεις την παλιά πέτρινη γέφυρα που περνά πάνω από τον Έβρο, θα βρεθείς στο Κάραγατς με τον επιβλητικό του σιδηροδρομικό σταθμό. Ένα μικρό χωριό με μια ακόμα τραγική ιστορία για τον ελληνισμό. Με τους απελευθερωτικούς πολέμους  , όταν ορίστηκαν τα σύνορα της χώρας μας από τον Έβρο ποταμό το Καραγάτς ήταν μέρος της ελληνικής επικράτειας και υποδέχτηκε τους Έλληνες πρόσφυγες από τη Αδριανούπολη, που
Καραγατς-Είσοδος στον σιδηροδρομικό σταθμό

παρέμεινε στα χέρια των Τούρκων. Λίγα χρόνια αργότερα, με τη Μικρασιατική καταστροφή, το χωριό παραχωρείται στην Τουρκία, ως πρόσχημα χρησιμοποιήθηκε ότι ο σιδηροδρομικός σταθμός ήταν απαραίτητος για την Τουρκία, και οι Έλληνες φεύγουν και πάλι για να εγκατασταθούν στη θέση της σημερινής Ορεστιάδας. 
Είναι ένα μικρό χωριό, το οποίο όμως έχει έναν επιβλητικότατο σιδηροδρομικό σταθμό, ο οποίος στεγάζει τη σχολή Καλών Τεχνών του  Τουρκικού Πανεπιστημίου Θράκης. Εκεί υπάρχει κι ένας συρμός ο οποίος είναι μέρος του περίφημου Οριάν Εξπρές και πολλά νιόπαντρα ζευγάρια έρχονται για να φωτογραφιθούν. Έξω από τον χώρο του σταθμού, δύο δρόμοι είναι γεμάτοι εστιατόρια και καφετέριες και γεμάτοι λουλούδια. Γενικά αν και το χωριό όταν περνάς απέξω, σου δίνει την εικόνα της εγκατάλειψης, η περιοχή του σταθμού είναι τακτοποιημένη, όμορφη...και δείχνει ότι σέβεται τους πολλούς επισκέπτες που υποδέχεται, ειδικά τα Σαββατοκύριακα.

Γενικά ήταν ένα ευχάριστο διήμερο, αξίζει να επισκεφτείς της Αδριανούπολη, έχει να σου δείξει πολλά... μια πολύ καλή απόδραση από την καθημερινότητα μας.

Κενρική είσοδος στο Selimiye Cami
Selimiye Cami

Selimiye Cami


Selimiye Cami


Εσωτερικό του Selemiye Cami
    





 










                                                                                                                                              




 







Ψάρια από τον ποταμό Έβρο, (στα τούρκικα ο ποταμός λέγεται Merik, στα Βουλγάρικα Μαρίτσα )


  
  

Το ζητούμενο είναι η ευτυχία!

  Μετά από πολλά χρόνια, ο Αλέξανδρος επέστρεφε στο πατρικό του, σε ένα ορεινό χωριό της Δράμας. Για χρόνια ζούσε στην Αθήνα, κάνοντας σπο...