Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γκάτσος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γκάτσος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2022

Αρθούρος Ρεμπώ, εμπνέεται κ εμπνέει.


Arthur Rimbaud 1854 - 1891
  Έχω την εντύπωση, ότι οι περισσότεροι τον Αρθούρο Ρεμπώ τον ανακαλύψαμε μέσα από το ομότιτλο τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι, σε στίχους του Νίκου Γκάτσου. Εγώ πάντως, σίγουρα. Κι όταν θέλησα να μάθω περισσότερα γι΄ αυτόν, τότε ανακάλυψα έναν άνθρωπο με σύντομη μα  μυθιστορηματική ζωή, που έγραψε ποίηση από τα δεκατέσσερα ως τα δεκαοχτώ του μόνο, ποίηση όμως που ξεχωρίζει και εμπνέει ακόμη και σήμερα, 131 χρόνια από τον θάνατο του. Έναν νέο άνθρωπο που αμφισβήτησε τα πάντα, ομοφυλόφιλο αλλά και τυχοδιώκτη, που όταν γκρεμίζεται το όνειρό του να καθιερωθεί στο Γαλλικό λογοτεχνικό στερέωμα, σταματά να γράφει δια παντός και ζει μια ταραχώδη ζωή ως δραπέτης μισθοφόρος, εξερευνητής στα βάθη της Αφρικής και έμπορος όπλων.  Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι η περίοδος που γράφει ήταν στην εξίσου πολυτάραχη εφηβεία του (από τον έρωτα του με τον ποιητή Πολ Βερλαιν ως την συμμετοχή του στην Κομμούνα του Παρισιού), για τέσσερα χρόνια μόνο, όταν στην ίδια ηλικία, άλλοι ποιητές, μεγάλοι ποιητές, δεν είχαν κατορθώσει να κάνουν ακόμη τίποτε σημαντικό. Γράφει ποιήματα, που ξεφεύγουν εντελώς από τις καθιερωμένες φόρμες της εποχής του, ώστε να θεωρείται ο πατέρας του μοντερνισμού και μέχρι τις ημέρες μας να επηρεάζει πλήθος γνωστών και αγνώστων καλλιτεχνών σε όλο τον κόσμο.

  Όποιος θέλει να μάθει περισσότερα για τον Αρθούρο Ρεμπώ, μπορεί να ανατρέξει στο σχετικό λήμμα της wikipedia.

  Μπορεί ακόμα να διαβάσει μια σειρά εγγραφών του περιοδικού lifo 

  Σκοπός αυτής της εγγραφής είναι να δούμε πως καταφέρνει ο Αρθούρος Ρεμπώ, αυτός ο καταραμένος ποιητής κατά την προσφιλή έκφραση, να εμπνεύσει σημαντικούς  δημιουργούς για να δημιουργήσουν νέα έργα στο όνομα του. Ποια είναι αυτή η μαγική δύναμη, ενός νεκρού εδώ και τόσα χρόνια, που μπορεί να το κάνει αυτό; Τα έργα του; Η ζωή του; Ο χαρακτήρας και το είναι του; Δύσκολο να απαντήσεις και μάλλον διαφορετικό το κίνητρο κάθε καλλιτέχνη. Συγχρόνως όμως θα δούμε και κάποια δείγματα της δικής του δουλειάς κι έτσι ίσως, υποψιαστούμε τις δικές του, πιθανές πηγές έμπνευσης.

  Ας ξεκινήσουμε αυτή τη διερεύνηση των παραπάνω ερωτημάτων με τους στίχους του Νίκου Γκάτσου, που έγιναν τραγούδι σε μουσική του Μάνου Χατζιδάκι 

 Αρθούρε Ρεμπώ 

απόψε θα μπω
στο μαύρο
μεθυσμένο σου καράβι
μακριά ν’ ανοιχτώ
σε κύκλο φριχτό
που ο κόσμος
δεν μπορεί να καταλάβει

Αγγέλου γιασεμιά
σκόρπισες μέσα στην βρομιά
κληρονομιά
για μας
κι εσύ παντοτινά
σε σταυροδρόμια σκοτεινά
το σατανά πολεμάς

Αρθούρε Ρεμπώ
το βράδυ θαμπό
και η πόρτα
του παράδεισου κλεισμένη
κατάρα κι οργή
μοιράζουν την γη
και χέρι χέρι παν οι κολασμένοι

Αρθούρε Ρεμπώ
θα μπω στο μεθυσμένο σου καράβι
Αρθούρε Ρεμπώ
να δω ποια σπίθα
σώθηκε κι ανάβει

  Οι παραπάνω στίχοι του Γκάτσου κάνουν σαφή αναφορά στο ποίημα του Ρεμπώ: Μεθυσμένο καράβι. Παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα από αυτό:

... Παιδί εγώ κακοτράχαλο, του κεφαλιού μου κάνοντας,
πέρσι το μισοχείμωνο ρίχτηκα μες στο σάλο
τον άγριο των παλιρροιών! Και του έκπλου μου οι Χερσόνησες
δε θα θυμούνται αναβρασμό ποτέ τους πιο μεγάλο.

Η καταιγίδα ευλόγησε τις ναυτικές αγρύπνιες μου.
Δέκα νυχτιές, λαφρή φελλό, χωρίς ν’ αποθυμήσω
το ηλίθιο μάτι των φανών, με χόρεψαν τα κύματα
που μοίρα τους ν’ αργοκυλάν από πνιγμένους πίσω.

Πράσινο αφρόν ερούφηξεν η πλώρη μου η ελάτινη,
σαν το χυμό ξυνόμηλου παιδί όταν το δαγκώνει,
από κρασιά κι απ’ έμετους μ’ εξέπλυνεν η θάλασσα,
σκορπώντας μου στη μάνητα κι αρπάγες και τιμόνι.

Και τότε ήταν που λούστηκα στο γαλατένιο αστρόχυτο
θαλάσσιο ποίημα, τους βυθούς ρουφώντας, που συμβαίνει
κάποτε εκεί, κατάχλωμο κι εκστατικό ναυάγιο,
ένας πνιγμένος σκεφτικός να σιγοκατεβαίνει,

όπου τις κυανότητες αιφνίδια χρωματίζοντας,
ντελίρια κι αργοί ρυθμοί, φωτός χρυσοπλημμύρες,
οι πικραμένες του έρωτος εξάψεις συφλογίζονται,
δριμύτερες κι από τ’ αλκοόλ κι απ’ τις πλατιές σας λύρες! ...
Μετάφραση: Αλέξανδρος Μπάρας

  Ο  Τάσος Λειβαδίτης, στη συλλογή του "Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου"  περιλαμβάνει το ποίημα: Οι ορτανσίες. Απολαύστε το.

Το κουδούνι της εξώπορτας χτυπούσε επίμονα, εγώ 
αργοπορούσα ν' ανοίξω απολαμβάνοντας όπως πάντα 
την αγωνία μου. Όταν άνοιξα ένας νέος στεκόταν έξω.
"Είσαι ο Αρθούρος Ρεμπώ απ' τη Σαρλεβίλ" είπα
-"τι θέλετε;" "Κινδυνεύουμε κ' οι δυο" μου λέει. Όμως 
εγώ δεν έδωσα σημασία. Συνέχισα να σηκώνομαι αργά 
το πρωί, έψηνα τσάι και διόρθωνα λίγο το καπέλο μου
που για να παραπλανώ τους διώκτες μου το φορούσα 
ακόμα στον ύπνο μου. Αλλά το πρόβλημα ήταν μετά.
Πώς θα περνούσαν οι ώρες. Η μικρή κόρη του κηπουρού 
είχε πεθάνει σε ένα νοσοκομείο απόρων, οι φυλακισμένοι
 έκοβαν βόλτες στα γκρίζα προαύλια χωρίς να κοιτάζουν 
τον ουρανό και το καφενείο "Η Ωραία Ελλάς" που μαζευ-
όμαστε νέοι είχε κλείσει. Καθόμουν λοιπόν και χαιρόμουν 
την ησυχία ή ξεφύλλιζα δρομολόγια τρένων ή πλοίων
( η ακτοπλοΐα ήταν ακόμα για τους πολύ τολμηρούς και η 
λήθη πάντα για τους χαμένους ). "Αρθούρε", του λέω, 
"πώς μ' ανακάλυψες; Εμένα κανείς δεν με ξέρει."
Χαμογέλασε. "Πάντα αγαπούσα τις ορτανσίες." είπε.
Και κατεβήκαμε τη σκάλα και πήραμε τους μεγάλους 
δρόμους που δεν βγάζουν πουθενά...

  Μα και ο μεγάλος Χιλιανός ποιητής Πάμπλο Νερούδα, γράφει την παρακάτω ωδή, όπως ο ίδιος την ονομάζει προς τον Αρθούρο Ρεμπώ.  (απόσπασμα)

Τώρα,
αυτόν τον Οχτώβρη
θα’ κλεινες
τα εκατό χρόνια,
σπαραχτικέ μου φίλε.
Μπορώ
να σου μιλήσω;
Είμαι μόνος,
στο παράθυρό μου
ο Ειρηνικός σπάει
την αιώνια σκοτεινή βροντή του.

Είναι νύχτα.

Τα ξύλα που καίνε ρίχνουν
πάνω στο οβάλ
του παλιού πορτραίτου σου
μια φευγαλέα αχτίδα.
Ήσουν ένα παιδί,
με ξανθούς βοστρύχους,
μισοκλεισμένα μάτια,
στόμα πικρό.
Με συγχωρείς
που σου μιλώ
όπως είμαι, καθώς πιστεύω
πώς θα ’σουν τώρα,
που σου μιλώ για θαλασσινό νερό
και ξύλα που καίνε,
για πράγματα απλά κι απλές υπάρξεις.

Σε βασανίσανε και κάψαν την ψυχή σου,
σε κλείσανε στα τείχη της Ευρώπης
και χτύπαγες
δαιμονισμένος
τις πόρτες.
Κι όταν
μπόρεσες
να λευτερωθείς
έφυγες πληγωμένος,
σιωπηλός και πληγωμένος,
νεκρός.

Πολύ καλά· άλλοι ποιητές
άφησαν ένα κοράκι, ένα κύκνο,
μιαν ιτιά
ένα πέταλο στη λύρα,
εσύ άφησες ένα
σπαραχτικό
φάντασμα
που καταριέται
και φτύνει
και πηγαίνεις
ακόμη
δίχως προορισμό,
χωρίς κατοικία,
χωρίς αριθμό,
στους δρόμους της Ευρώπης,
γυρίζοντας στη Μασσαλία
με αφρικάνικη άμμο
στα παπούτσια σου,
βίαιος
σαν ένα ρίγος,
διψασμένος,
ματωμένος,
με τσέπες αδειανές,
χαμένος,
προκλητικός,
δυστυχισμένος.

Δεν είν'  αλήθεια
πως σ’ έκλεψε η φωτιά,
πως έτρεχες
με την ουράνια ορμή
και τους υπεριώδεις λίθους
της κόλασης,
δεν είν’ έτσι,
δεν το πιστεύω,
σου αρνιόνταν
την ειλικρίνεια, το σπίτι,
τα ξύλα,
σ’ απόδιωχναν,
σου κλείνανε τις πόρτες,
και τότες έκλεβες
οργισμένε αρχάγγελε
στους τοίχους
της απόστασης,
και δεκάρα - δεκάρα,
ιδρώνοντας και ματώνοντας
το κορμί σου
ήθελες
να μαζέψεις
το αναγκαίο χρυσάφι
για την απλότητα, για το κλειδί,
για την ήσυχη σύζυγο, για το παιδί,
για τη δική σου καρέκλα,
για τη μπύρα και το ψωμί.
Μετάφραση  ΡΗΓΑ ΚΑΠΠΑΤΟΥ

  Και ποια είναι αυτή η Κόλαση που μας άφησε ως κληρονομιά ο Αρθούρος Ρεμπώ; Παρακάτω ένα απόσπασμα από το σχετικό του ποίημα:

Μια εποχή στην κόλαση

Κάποτε, αν θυμάμαι καλά, η ζωή μου ήταν ένα γλεντοκόπι όπου ανοίγαν όλες οι καρδιές και τα κρασιά κυλούσαν.

Ένα βράδυ πήρα την Ομορφιά στα γόνατά μου. Και τη βρήκα πικρή. Και τη βλαστήμησα.

Οπλίστηκα εναντίον της δικαιοσύνης.

Το έβαλα στα πόδια. Μάγισσες, μιζέρια, μίσος σε σας εμπιστεύτηκα τον θησαυρό μου!

Έπνιξα μες στην καρδιά μου κάθε ανθρώπινη ελπίδα. Και σάλταρα σαν το αγρίμι στη χαρά για να τη στραγγαλίσω.

Πεθαίνοντας, φώναξα στους δήμιους να καταπιούν τις λαβές των τουφεκιών τους. Κάλεσα τις κατάρες να με πνίξουνε στην άμμο, το αίμα. Η δυστυχία ήταν ο θεός μου. Κυλίστηκα στη λάσπη. Στέγνωσα στον αέρα του εγκλήματος. Κι έπαιξα ξύλο με την τρέλα.

Κι η άνοιξη μου έφερε το φρικαλέο χάχανο του ηλίθιου.

Και τώρα τελευταία, πριν τα τινάξω οριστικά, μου ‘ρθε να ψάξω το κλειδί για το παλιό εκείνο γλεντοκόπι, μπας και μ’ ανοίξει η όρεξη ξανά.

Η αγάπη ήτανε, λέει, το κλειδί. Και μόνο αυτό δείχνει το πόσο ονειρευόμουν!

«Θα παραμείνεις ύαινα, κτλ. …» κάγχασε ο δαίμονας ποτίζοντάς με νηπενθή ναρκωτικά της Λήθης. «Αξίωσε το θάνατο μ’ όλα τα θέλγητρά του, και τον εγωισμό σου και όλα τα θανάσιμα αμαρτήματα μαζί.»

μετάφραση Ζ. Δ. Αϊναλής

   Και θα κλείσω την εγγραφή μου αυτή, με το τραγούδι του Μίλτου Πασχαλίδη σε στίχους Άλκη Αλκαίου, Το σαράκι του Ρεμπώ το οποίο μπορείτε και να το ακούσετε στη συνέχεια.

Σαν νεοσύλλεκτος στην πύλη του στρατώνα
Σαν ένας δύτης μεθυσμένος στο βυθό
Γυρεύω μάταια την κρυμμένη σου εικόνα
Σε ποιο καινούργιο παραμύθι να δοθώ

Δρόμοι και σπίτια και μορφές μιας άλλης μέρας
Χρώματα, αρώματα, φωνές και μουσικές
Ξυπνούν ξανά της νοσταλγίας μου το τέρας
Κι εσύ διπλά απ’ τον πυρετό μου να με καις

Χτυπάει νούμερα η φρίκη στην οθόνη
Κι έξω η ζωή μελισσολόι ζωντανό
Πες μου ποιος φόβος σε μεθά και σε καρφώνει
Πώς να φιλτράρω των ματιών σου τον καπνό

Μας κλέψαν τ’ αύριο, μας κλέβουν και το βλέμμα
Κι εσύ φρικάρεις που σου λέω
σ’ αγαπώ
Πες το ανόρεχτα το ναι κι ας είναι ψέμα
Ότι μας έδεσε για πάντα είναι εδώ

Ο ήλιος άρχισε να γέρνει προς τη δύση
Φυσούν αέρηδες και κόβουν τα στενά
Για το σαράκι του Ρεμπώ μ’ είχες ρωτήσει
Κάποια βραδιά στου σινεμά τα σκοτεινά

Στήνει καζούρα στην πλατεία η γαλαρία
Σε τρίτη σύνοδο Αφροδίτη κι Ουρανός
Τέσσερις τοίχοι η καινούρια μου εξορία
Δε φταις εσύ, δε λέει συγγνώμη ο κεραυνός


   Σίγουρα ο κατάλογος δεν εξαντλείται εδώ, απεναντίας θα έλεγα ότι τα παραπάνω είναι ένα ελάχιστο δείγμα έργων, είτε του ίδιου του Αρθούρου Ρεμπώ είτε άλλων σημαντικών καλλιτεχνών, δικών μας και ξένων, καταξιωμένων στον χώρο τους, που τους έχει γαργαλήσει το φαινόμενο Ρεμπώ.  Δυστυχώς μία μόνο εγγραφή δεν αρκεί, αλλά νομίζω ότι όλοι μας πήραμε μια μικρή γεύση από την αύρα που εκπέμπει ο ποιητής αυτός.  

Νάρκισσος, ο μυθικός ωραιοπαθής!

    « Αυτός που ερωτεύεται τον εαυτό του δεν θα έχει αντίπαλους ».  -Βενιαμίν Φραγκλίνος Ο Νάρκισσος είναι ένας ιδιαίτερος χαρακτήρας της...