Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βιβλιοπαρουσιάσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βιβλιοπαρουσιάσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 3 Μαρτίου 2021

Το αρχέγονο και άλλοι τόποι της Όλγα Τοκάρτσουκ

Olga-Tokarczuk
Όλγα Τοκαρτσουκ (1962-   )

 Η Πολωνή, βραβευμένη με Νόμπελ συγγραφέας έγινε γνωστή στην πατρίδα μας από το μυθιστόρημα της: Το Αρχέγονο και άλλοι τόποι.

  Μέσα από τους πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος αυτού, παρακολουθούμε την ιστορία της Πολωνίας από το 1914 ως και την πτώση του κομμουνισμού. Η Τοκάρτσουκ γράφει με έναν τρόπο παραμυθιακό, αναπτύσσει την ιστορία μέσα από μικρά κεφάλαια που όλα τους αναφέρονται σε κάποιον από τους ήρωες της και αυτό γίνεται, δίχως μελοδραματισμούς, με έναν τρόπο ήρεμο θα έλεγα, χωρίς ξεφωνητά. Ακόμα και στις πιο τραγικές στιγμές της ιστορίας της χώρας, όπως εκεί που αναφέρεται στην εξολόθρευση της εβραϊκής κοινότητας, όλα τα παρατηρούμε από μία απόσταση και όλα διαδραματίζονται με έναν τρόπο αναμενόμενο, σαν να μην μπορούσε να υπάρξει διαφυγή των ανθρώπων από τη ροή της ιστορίας στην οποία συμμετέχουν αλλά είναι ανίκανοι να καθορίσουν την οποιαδήποτε εξέλιξή της.

Olga-Tokarczuk

 Δεν είναι εύκολο να αντιλαμβάνεσαι ότι στην ιστορία, καταλαμβάνεις απλά και μόνο τον ρόλο του κομπάρσου.

 Το Αρχέγονο, ένας μικρός τόπος κάπου στην Πολωνία. Φαινομενικά είναι ένας ασήμαντος τόπος, με απλούς, καθημερινούς ήρωες. Την Γκενοβέφα και τον Μίχαλ τον μυλωνά με την κόρη τους τη Μίσια και τον άρρωστο γιό τους τον Ιζίντορ. Το Εβραίο Έλι και για σύντομο διάστημα εραστή της Γκενοβέφα. Την πόρνη Σταχούλα που είχε τη δύναμη να διαβάζει το μέλλον και την κόρη της τη Ρούτα. Ο Ιζίντορ του Μίχαλ που μια ζωή αγαπούσε την Ρούτα.  Η Ρούτα που επέζησε χάρη στα θαυματουργά βότανα της μάνας της. Τον βαρόνο Ποπιέλσκι, που ερωτεύτηκε τρελά την νεαρή ζωγράφο Μαρία Σερ και μετά τον χωρισμό τους ποτέ δεν ξανάγινε ο ίδιος. Το παπά με τα χωράφια της εκκλησίας, που τα πλημμύριζε η Μαύρη, το ποτάμι, βυθίζοντας τον στην οργή. Την τρελή Φλορεντίνκα, που της έτυχαν όλες οι συμφορές του κόσμου αλλά φρόντιζε όλα τα αδέσποτα της περιοχής. Τον γέρο Μπόσκι με την οικογένεια του, τις τρεις κόρες του και τον Πάβελ, ένα δυνατό και λογικό αλλά και φιλόδοξο παλικάρι, ο οποίος παντρεύεται την Μίσια παρά τις αντιρρήσεις του Μίχαλ. Η κόρη του γέρο Μπόσκι, η Στάσια που παντρεύτηκε τον τεχνίτη  Παπούγκα, ο οποίος όμως την εγκατέλειψε τα Χριστούγεννα με ένα παιδί στην αγκαλιά. Κι όμως μέσα από τις μικρές αυτές ιστορίες, διαφαίνεται το ψηφιδωτό, της προπολεμικής κοινωνίας της Πολωνίας. 

  Μαζί με τα πρόσωπα, η Τοκάρτσουκ στον καμβά της αφήγησης της, παρουσιάζει και κάποια αντικείμενα τα οποία παίζουν τον δικό τους ρόλο στην κατανόηση της ιστορίας: την εικόνα της Παναγίας του Γεσκόλε που χάριζε τις θαυματουργικές της δυνάμεις σε όλον τον κόσμο, πιστούς και μη. Τον μύλο του καφέ, από πορσελάνη, μπρούντζο και ξύλο, τον οποίο ο Μίχαλ έφερε μαζί του από τον πόλεμο και τον κράτησε για όλη της τη ζωή η Μίσια, σαν το πιο πολύτιμο δώρο που είχε ποτές της. Το παιχνίδι διαφυγής με τους οκτώ ομόκεντρους κύκλους και τις πολλές εξόδους, που παίζει ο Βαρόνος Ποπιέλσκι με το οκτάεδρο ζάρι και τις έξι επιλογές του, το οποίο όμως απαιτεί ο παίκτης και να ονειρεύεται και να κάνει πάντα τη δική του επιλογή.

  Κι ενώ παρακολουθούμε τους πρωταγωνιστές της Τοκάρτσουκ να γεύονται τις μικροχαρές και τις αγωνίες που τους προσφέρει η ειρηνική ζωή στο Αρχέγονο και την γύρω περιοχή, όλα τελειώνουν από την μία ημέρα στην άλλη και ακολουθούν όλα εκείνα που σημάδεψαν βαθιά την ψυχή της Πολωνίας. Τον διαμελισμό της και την εισβολή στα μέρη του Αρχέγονου, πρώτα των Γερμανών. Τον μάζεμα όλων των Εβραίων και την επί τόπου εκτέλεση όποιου αντιστεκόταν, στην μεταφορά του στα γειτονικά κρεματόρια. Την κατάληψη της περιοχής ξανά, αυτή τη φορά από τους Σοβιετικούς. Τη μετατόπιση της γραμμής του μετώπου καταμεσής του Αρχέγονου και την φυγή των κατοίκων του στο δάσος. Τους χιλιάδες νεκρούς στο πεδίο της μάχης. Την ειρήνη επιτέλους να έρχεται μα όλα να έχουν αλλάξει δραματικά. Την Πολωνία ενταγμένη στο μπλόκο των Σοβιετικών με την χαρακτηριστική γραφειοκρατία των Κομμουνιστικών κρατών και την υποταγή των πολιτών τους σε αυτήν.

Ενδιαφέρουσες είναι και οι αναφορές της Τοκάρτσουκ στο Θεό: 

"Ποιος είμαι;" ρωτάει ο Θεός. 

"Θεός ή άνθρωπος, γίνεται να είμαι και τα δύο μαζί ή ίσως τίποτα από αυτά τα δύο; Άραγε είμαι εγώ που δημιούργησα τους ανθρώπους ή αυτοί εμένα;"

"Οι άνθρωποι- που από μόνοι τους αποτελούν μια διαδικασία εξέλιξης- φοβούνται όλα όσα είναι αεικίνητα και συνεχώς μεταβαλλόμενα, επειδή επινόησαν κάτι που δεν υπάρχει- το αμετάβλητο, αποφασίζοντας πως τέλειο είναι το αιώνιο, αυτό που δεν αλλάζει. Προσέδωσαν λοιπόν στον Θεό την ιδιότητα του αμετάβλητου. Και έτσι έχασαν την ικανότητα κατανόησής του."

 "Το θέμα δεν είναι αν υπάρχει Θεός ή όχι. Δεν είναι έτσι. Το θέμα είναι αν πιστεύεις ή όχι."

 Τελειώνοντας, θα έλεγα σε όποιον θέλει να διαβάσει αυτό το βιβλίο, ότι μία πρώτη ανάγνωσή του δεν θα του είναι αρκετή. Θα χρειαστεί να επανέλθει και με δεύτερη, ίσως πιο υποψιασμένη για το τι ζητά να μάθει ως αναγνώστης.  Το περίεργο είναι ότι δεν είναι από εκείνα τα βιβλία, τα πολύ δυσνόητα με τις μακρόσυρτες προτάσεις και τις ακατανόητες λέξεις. Η γραφή της Τοκάρτσουκ είναι αρκετά απλή, αυτά που θέλει να μας πει όμως δεν είναι τόσο εύκολα. Ίσως γιατί το δράμα της Πολωνίας να είναι άλλου επιπέδου από αυτό, της δικής μας χώρας.

old_Polland
Χαρακτηριστική ξύλινη κατοικία της επαρχιακής Πολωνίας


Σάββατο 2 Μαΐου 2020

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΠΕΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΦΛΑΜΙΓΓΟ του MIA COUTTO

 Ένα βιβλίο, που διάβασα τώρα τελευταία, είναι το εικονιζόμενο, από έναν συγγραφέα, τον MIA COUTO, λευκό στο χρώμα αλλά αλλά με αφρικανική ψυχή. 

Γράφει στα Πορτογαλικά την επίσημη γλώσσα της Μοζαμβίκης αλλά την πλουτίζει με πλήθος λέξεων και εκφράσεων από τις γλώσσες των αυτοχθόνων φυλών. Αλλά αν δεν ψάχνουμε σώνει και καλά το χρώμα στη λογοτεχνία, η γλώσσα δεν μας αφήνει ασυγκίνητους. Τα πορτογαλικά μιλιούνται σε πλήθος χωρών, συνέπεια του αποικιοκρατικού παρελθόντος αυτής της μικρής, σήμερα, ευρωπαϊκής χώρας. (πλην της Πορτογαλίας και Μοζαμβίκης, μιλιούνται σε Βραζιλία, Αγκόλα, κ.α.). Για σκεφτείτε το μέγεθος των πιθανόν αναγνωστών, στην πρώτη έκδοση.  Ο ίδιος ο συγγραφέας αυτοπροσδιορίζεται: "Είμαι λευκός αλλά είμαι Μοζαμβικανός."  Αλήθεια, μέσα από ποιες διεργασίες, και πόσο εύκολο είναι σε κάποιον να απορρίπτει την καταγωγή των εξόριστων Πορογάλων γονέων του, από την δικτατορία του Σαλαζάρ (1); Μετά την ανεξαρτησία της Μοζαμβίκης το 1974, αυτός δεν ακολούθησε του 1.000.000 συμπατριώτες του που επέστρεψαν στην Πορτογαλία. Είχε βρει τη δική του Πατρίδα και έμεινε εκεί να την υπηρετήσει. Κύρια εργασία του ως βιολόγος, είναι σε ένα θαλάσσιο πάρκο αλλά και η συγγραφική του ιδιότητα είναι ιδιαιτέρως σημαντική.  Ήταν εύκολο; Ασφαλώς και όχι! Η χώρα του, όπως και οι άλλες πρώην αποικίες που απέκτησαν την ανεξαρτησία τους, δυσκολεύτηκαν να βρουν τον βηματισμό τους προς τη δημοκρατία. Ένας αιματηρός εμφύλιος ακολούθησε της ανεξαρτησίας ενώ η διαφθορά ήταν πανταχού παρούσα.  Σήμερα υπάρχει πολυκομματική δημοκρατία, τα προβλήματα φτώχειας όμως είναι πολύ έντονα.

  Στο μυθιστόρημα αυτό, που δημοσιεύτηκε το 2000 διακρίνουμε την αγωνία του συγγραφέα για το μέλλον της πατρίδας του. 

 Είναι η περίοδος που έχει τελειώσει ο εμφύλιος και οι δυνάμεις των κυανόκρανων του ΟΗΕ, αποβιβάζονται στη χώρα με σκοπό να επιτηρήσουν την ειρήνη. Όταν σε ένα στρατόπεδο τους, αυτοί αρχίζουν να εκρήγνυνται με μυστηριώδη τρόπο. Εξαερώνονται πλήρως εκτός... από τα πέη τους που βρίσκονται, χωρίς ζημιά, σε κάποια απόσταση από την έκρηξη. Για την διαλεύκανση της υπόθεσης στέλνεται στην περιοχή ο Ιταλός  λοχαγός Ρίζι, ο οποίος γενικά δυσφορεί με όλη αυτή την υπόθεση που του ανατέθηκε. Δίπλα του, ορίζεται ένας μεταφραστής, ο οποίος είναι κι αυτός  που αφηγείται την όλη ιστορία, Υπογράφει ως "Ο μεταφραστής της Τιζανγκάρα" .

mozamviki
  Στις ανακρίσεις που ακολουθούν, μία σειρά προσώπων δίνουν τις δικές τους ερμηνείες. Άνθρωποι της εξουσίας, ο χριστιανός ιερέας, ο μάγος με τη σοφία των παραδόσεων, η γνωστότερη μάγισσα και πόρνη της περιοχής. 
  Σε όλους κυριαρχούν τα βασανιστικά ερωτήματα για την κατάντια της χώρας τους και όλοι τους βλέπουν την κατάσταση με την δική τους γνώση, εμπειρία και συμφέροντα.
 Θα σταθώ στην "απολογία" του μάγου Αντουρίνιου, ο οποίος ρίχνει όλη την ευθύνη στους ξένους, που για χρόνια καταπατούν τη χώρα του. 
Λέει: "Ακούστε με, κύριοι, εγώ πορεύομαι στη ζήση μου έτσι, στο πρόχειρο, τσιμπολογώντας ό,τι βρω από τα σπλάχνα του μέλλοντος. Γιατί εδώ, στην κωμόπολη μας, δεν έχουμε εγγύηση από κανέναν. Ούτε και η γη, που είναι αποκλειστική ιδιοκτησία των θεών, ούτε και η η γη δεν μπορεί να ξεφύγει από τα κέρδη. Τίποτα δεν είναι δικό μας τη σήμερον ημέραν. Καταφθάνει ένας οποιοσδήποτε ξένος (2), από τη χώρα μας ή απέξω, και μας τα παίρνει όλα και φεύγει, μια και έξω. Μέχρι και το χώμα μας: το παίρνουν και φεύγουν. Δώστε βάση σε αυτό που σας λέω, έχω κάνει αυτοψία: δεν έχω εμπιστοσύνη σε κανέναν τους, μας ωθούν σε αβέβαιο τόπο και χρόνο".
 Παρακάτω ο ίδιος επιρρίπτει την αποκλειστική ευθύνη της ανόρθωσης της χώρας του, στους αυτόχθονες κατοίκους της:
"Πολύ λόγος γίνεται για την αποικιοκρατία. Εγώ πολύ αμφιβάλλω αν υπήρξε κάτι τέτοιο. Αυτό που έκαναν εκείνοι οι λευκοί ήταν να μας κατακτήσουν. Όχι μόνο τη γη, κατέκτησαν εμάς τους ίδιους, στρατοπέδευσαν μέσα στα κεφάλια μας. Είμαστε ξύλο που μούλιασε μέσα στη βροχή. Τώρα, ούτε φωτιά παίρνουμε ούτε σκιά δίνουμε. Πρέπει να στεγνώσουμε στο φως ενός ήλιου ανύπαρκτου ακόμα. Κι αυτός ο ήλιος μόνο μέσα μας μπορεί να γεννηθεί."
 Υπάρχουν και οι τρυφερές στιγμές στην όλη τη διήγηση του μεταφραστή της Τιζανγκάρα. Μια πολύ όμορφη αφήγηση του ίδιου για την σύλληψη του,  την οποία άκουσε από τον πατέρα του: 
"Κάθε φορά που αυτός με τη μητέρα μου άρχιζαν τα ζαχαρώματα, κι ενόσω το έκαναν, ο ουρανός πάντα ξεσπούσε σε νεροποντή. Χαλασμός κόσμου, και το ζευγάρι δεν έλεγε να ξεκολλήσει αφήνοντας τις αγάπες. Λες και δεν υπήρχε κόσμος ούτε βροχή. Είχαν τους λόγους του: εδώ και χρόνια, χωρίς καμία διακοπή, έφτιαχναν το πρώτο τους το παιδί. Έλεγαν πως κάθε φορά που έσμιγαν τα κορμιά τους, έφτιαχναν κι ένα κομμάτι απ΄το κορμάκι του αναμενόμενου.
  -Απόψε θα φτιάξουμε τα μάτια του.
  Και για να είναι αυτά το προϊόν εκείνης ειδικά της νύχτας, διάλεξαν να κάνουν έρωτα στο φεγγαρόφωτο."

  Στη Μοζαμβίκη, πριν την ανεξαρτησία της, υπήρχε μια πολύ ισχυρή και ευημερούσα ελληνική παροικία. Συμβίωνε μαζί με τους ντόπιους και πλήθος άλλων φυλών, που έδιναν έναν αέρα κοσμοπολιτισμού στην περιοχή. 

Από το επίμετρο του βιβλίου, σας παρουσιάζω κι αυτό το ποίημα, ενός άλλου λευκού, Μοζαμβικανού ποιητή, του Rui Knopfli, που γράφει:
Πηνελόπη
γεννημένη και αναθρεμμένη στο Άλτου-Μαέ
θυγατέρα του Χρίστου της καντίνας
εγγονή του Αριστοτέλη του φουρνάρικου
γειτόνισσα του Καρίμο, του μουνιέ,
της γωνίας,
αδελφή της Ελληνίδας Σοφίας
εξακολουθείς να υφαίνεις
και να ξεϋφαίνεις
ίσαμε το ηλιοβασίλεμα
τη δαντέλα του σεντονιού σου
-ωχρή σκιά του μύθου-
ενόσω προσμένεις
τον ξάδερφο σου Οδυσσέα,
από κει πέρα από το Σιμπούτου
για το χλιδάτο γάμο σου
στη λέσχη.
Είναι ιδιαιτέρως αποκαλυπτικό και για την παροικία αλλά κυρίως για τη διαχρονική παγκοσμιότητα της ελληνικής γραμματείας.

  Ένα βιβλίο, που στην αρχή σε ξενίζει, ίσως και να σε δυσκολεύει ακόμα να αντιληφθείς πιο είναι το διακύβευμα της όλης υπόθεσης, αλλά όσο προχωράς αντιλαμβάνεσαι τα μεγάλα διλήμματα των λαών που ξαφνικά καλούνται να διαχειριστούν την ελευθερία τους.


  Το βιβλίο των εκδόσεων Gutenberg της σειράς ALDINA, έχει εκδοθεί στο πολυτονικό σύστημα, πράγμα που στην ανάγνωση μου περνούσε απαρατήρητο. Ίσως κάποιοι βαθύτεροι μελετητές της γλώσσας να βρίσκουν ένα ενδιαφέρον στα τονικά σημεία, αλλά στον απλό αναγνώστη, που διαβάζει για να απολαύσει μία ιστορία, δεν του λένε και πολλά πλέον.

ΥΓ: Παρόμοιοι προβληματισμοί για την τύχη των αποίκων, δεύτερης, τρίτης και παραπάνω γενιάς, μου δημιουργήθηκαν διαβάζοντας πρόσφατα το "Μαύρο Αλγέρι" του Αλγερινού, Γαλλικής καταγωγής Maurice Attia. Εκεί τα ιστορικά γεγονότα ήταν πολύ πιο δραματικά.
      Και τα δύο βιβλίο είχαμε τη χαρά να τα διαβάσουμε στα πλαίσια της ανάγνωσης βιβλίων, στη Λέσχη Ανάγνωσης Δράμας.


  (1) Σαλαζάρ:  António de Oliveira SalazarΠορτογάλος δικτάτορας, ο οποίος κυβέρνησε τη χώρα του από το 1932 έως το 1968.
  (2) ξένος: Ξένους θεωρεί όχι μόνο τους λευκούς, αλλά και οποιονδήποτε δεν κατάγεται από τα δικά του μέρη.                                                                                                                                                                                                                                                                                                                

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2018

Η λήθη που θα γίνουμε ΕΚΤΟΡ ΑΜΠΑΔ ΦΑΣΙΟΛΙΝΣΕ

Ζούμε, πεθαίνουμε, ξεχνιόμαστε.

  Όσο κι αν έχει προοδεύσει, σε κάθε τομέα ο άνθρωπος, ο θάνατος εξακολουθεί να είναι αξεπέραστος. Αυτό πιστεύω ότι, αν και δεν μας αρέσει να το λέμε, το γνωρίζουμε όλοι μας. Αυτό που απασχολεί τον συγγραφέα στο βιβλίο τούτο, είναι η λήθη που επέρχεται στη συνέχεια. Ακόμα και για ανθρώπους, όπως τον πατέρα του, τον Έκτορ Αμπάδ Γκόμες. Γιατρός, υγιεινολόγος, υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε μια Κολομβία, όχι αυτήν του μαγικού ρεαλισμού του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, αλλά μιας Κολομβίας διχασμένης, όπου τα τάγματα θανάτου σκοτώνουν κάθε έναν που εκφέρει έναν λόγο επικίνδυνο, ενάντια στους οικονομικά ισχυρούς της χώρας, που αποτελούν την πραγματική εξουσία της χώρας.
  Ο συγγραφέας αισθάνεται την υποχρέωση να παρατείνει τη μνήμη του πατέρα του, όσο περισσότερο μπορεί. Ξέρει, ότι λίγοι, έχουν την τύχη (;)... το όνομα τους να γραφτεί στα τεφτέρια της ιστορίας και να μνημονεύεται για πολλά χρόνια ακόμα μετά το θάνατό τους. Θεωρεί υποχρέωση του να γράψει ένα βιβλίο, μέσα στο οποία θα ιστορείται η ζωή του πατέρα του αλλά κυρίως η δική του, ξεχωριστή σχέση με εκείνον.
Αξίζει το εγχείρημα; Αληθινά δύσκολη η απάντηση. Αξιέπαινο το εγχείρημα του, αλλά για μένα είναι ένα ακόμα θύμα, μιας ταραχώδους περιόδου στην ιστορία της Κεντρικής Αμερικής. Για τους απογόνους του, σίγουρα θα νιώθουν υπερηφάνεια. Για τους συμπατριώτες του; Δεν ξέρω! Για όσους διάβασαν το βιβλίο, πέρα από την ιστορία, σίγουρα θα σκεφτούν πολλά για τη ζωή και το θάνατο.
 Και μπαίνουν λοιπόν τα ερωτήματα:
Για πόσο η ύπαρξη μας θα καταγράφεται και μετά τον θάνατό μας; Ένα χρόνο, δύο, πέντε, είκοσι; 
Και τι σημασία έχει αυτό αν δεν ζούμε; Έχει σημασία για τους άλλους, τα αγαπημένα μας πρόσωπα στη ζωή.
Και τι είναι η ζωή; .... εδώ το σταματάω γιατί η ατμόσφαιρα βαραίνει πέρα από τις δυνάμεις μου!

  Θάνατος! Απώλεια

  Άλλες φορές τον αντιμετωπίζουμε με ανακούφιση, όπως όταν η οικογένεια του συγγραφέα χάνει την πανέμορφη Μάρτα , στα μόλις 16 χρόνια της, από καρκίνο. Με ανακούφιση διότι βλέπεις το παιδί σου, το οποίο δεν έχει προλάβει καν να γευτεί την αληθινή ζωή, να υποφέρει, να πονάει κι εσύ δεν το αντέχεις. Συγχρόνως αυτή η απώλεια είναι οδυνηρή, αξεπέραστη, γιατί ζεις εσύ και δίπλα σου θα ήθελες να βρίσκεται η αγαπημένη σου κόρη, αδελφή η οποία χάθηκε για πάντα. Την πλασματική ύπαρξη της συντηρεί μόνο, η μνήμη σου. Και πονάει!
  Αναμενόμενος ο θάνατος του ιδεολόγου καθηγητή, αλλά η οικογένεια του δεν πίστεψε ποτέ ότι θα άγγιζε και τη δική τους οικογένεια η τρέλα των στυγνών δολοφονιών, που οργανώνονταν από αυτούς που με κάθε θυσία θέλουν να κουμαντάρουν τη χώρα και τις ζωές των ανθρώπων της. Ο γιος του πονάει, δεν συγχωρεί, γνωρίζει όμως γιατί δολοφονήθηκε, δεν μπορεί να αντιδράσει, φεύγει, εγκαταλείπει τη χώρα! Βλέπει ότι η θυσία του ξεχνιέται γρήγορα, το θεωρεί άδικο, γράφει ένα βιβλίο για να ματαιώσει τη λησμονιά της ύπαρξης του, μόνο για λίγο όμως το κατορθώνεις αυτό. Είναι

Μεδεγίν - Κολομβία
γεμάτος αναμνήσεις για αυτά που έζησε μαζί του, η γραφή ανασύρει μια μια τις στιγμές εκείνες. Στιγμές τρυφερότητας, ελευθερίας, διδασκαλίας των αξιών της ζωής!
Θυμάται. Αυτός δεν τον έχει ξεχάσει αλλά μετά από αυτόν; Ποιος θα τον θυμάται; Έχουμε ξεχαστεί πριν ακόμα πεθάνουμε.
"Είμαστε ήδη η λήθη που θα γίνουμε", αναφέρει ο συγγραφέας από ένα ποίημα του Μπόρχες....
  Πόση απελπισία περιέχει η παραπάνω ρήση; Πόσο μάταιη φαντάζει η ζωή του καθενός μας, αν την παραπάνω επικεφαλίδα, την πάρουμε τοις μετρητοίς; Αυτό είναι το νόημα της ζωής μας;
Κατά τη γνώμη μου όχι!

  Κανένας δεν ζει για το μέλλον αλλά για το σήμερα. Όλοι μας, φτιάχνουμε τη ζωή μας με μόνο γνώμονα, την ικανοποίηση των αναγκών μας, με μικρό χρονικό ορίζοντα μπροστά μας.
Ποιος αλήθεια μπορεί να νοιάζεται για την υστεροφημία του; Για να μην είμαι απόλυτος, πιθανόν υπάρχουν κι αυτοί. Εκτιμώ ότι πρέπει να είναι λίγοι.
Ο δολοφονημένος λοιπόν, Έκτορ Αμπάδ Γκόμες, ο ιδεαλιστής καθηγητής, ο λίγο αγαθός ακτιβιστής, δεν πάλευε για την υστεροφημία του αλλά για τα πιστεύω του, αυτά που του επέτασσε η συνείδηση του κάθε μέρα. Το σημείωμα, που βρέθηκε στη τσέπη του, το ποίημα του Μπόρχες, με πρώτο στίχο "Είμαστε ήδη η λήθη που θα γίνουμε"  τον εξέφραζε απόλυτα. Ο γιος του αρνείται να το αποδεχθεί....

ΥΓ. Ένα από τα βιβλία που λες, γιατί το διάβασα τώρα αυτό;

Μια διαφορετική ανάγνωση του βιβλίου, της συνταξιδιώτισσας Χριστίνας Παπαγγελή, δείτε εδώ

Ποιος είναι ο προσκυνητής;

  Ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια είναι Ο Προσκυνητής σε στίχους και μουσική του Αλκίνοου Ιωαννίδη . (1)   Πάντα αναρωτιόμουν ποιος είν...