Έχω την εντύπωση, ότι οι περισσότεροι τον Αρθούρο Ρεμπώ τον ανακαλύψαμε μέσα από το ομότιτλο τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι, σε στίχους του Νίκου Γκάτσου. Εγώ πάντως, σίγουρα. Κι όταν θέλησα να μάθω περισσότερα γι΄ αυτόν, τότε ανακάλυψα έναν άνθρωπο με σύντομη μα μυθιστορηματική ζωή, που έγραψε ποίηση από τα δεκατέσσερα ως τα δεκαοχτώ του μόνο, ποίηση όμως που ξεχωρίζει και εμπνέει ακόμη και σήμερα, 131 χρόνια από τον θάνατο του. Έναν νέο άνθρωπο που αμφισβήτησε τα πάντα, ομοφυλόφιλο αλλά και τυχοδιώκτη, που όταν γκρεμίζεται το όνειρό του να καθιερωθεί στο Γαλλικό λογοτεχνικό στερέωμα, σταματά να γράφει δια παντός και ζει μια ταραχώδη ζωή ως δραπέτης μισθοφόρος, εξερευνητής στα βάθη της Αφρικής και έμπορος όπλων. Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι η περίοδος που γράφει ήταν στην εξίσου πολυτάραχη εφηβεία του (από τον έρωτα του με τον ποιητή Πολ Βερλαιν ως την συμμετοχή του στην Κομμούνα του Παρισιού), για τέσσερα χρόνια μόνο, όταν στην ίδια ηλικία, άλλοι ποιητές, μεγάλοι ποιητές, δεν είχαν κατορθώσει να κάνουν ακόμη τίποτε σημαντικό. Γράφει ποιήματα, που ξεφεύγουν εντελώς από τις καθιερωμένες φόρμες της εποχής του, ώστε να θεωρείται ο πατέρας του μοντερνισμού και μέχρι τις ημέρες μας να επηρεάζει πλήθος γνωστών και αγνώστων καλλιτεχνών σε όλο τον κόσμο.
Όποιος θέλει να μάθει περισσότερα για τον Αρθούρο Ρεμπώ, μπορεί να ανατρέξει στο σχετικό λήμμα της wikipedia.
Μπορεί ακόμα να διαβάσει μια σειρά εγγραφών του περιοδικού lifo
Σκοπός αυτής της εγγραφής είναι να δούμε πως καταφέρνει ο Αρθούρος Ρεμπώ, αυτός ο καταραμένος ποιητής κατά την προσφιλή έκφραση, να εμπνεύσει σημαντικούς δημιουργούς για να δημιουργήσουν νέα έργα στο όνομα του. Ποια είναι αυτή η μαγική δύναμη, ενός νεκρού εδώ και τόσα χρόνια, που μπορεί να το κάνει αυτό; Τα έργα του; Η ζωή του; Ο χαρακτήρας και το είναι του; Δύσκολο να απαντήσεις και μάλλον διαφορετικό το κίνητρο κάθε καλλιτέχνη. Συγχρόνως όμως θα δούμε και κάποια δείγματα της δικής του δουλειάς κι έτσι ίσως, υποψιαστούμε τις δικές του, πιθανές πηγές έμπνευσης.
Ας ξεκινήσουμε αυτή τη διερεύνηση των παραπάνω ερωτημάτων με τους στίχους του Νίκου Γκάτσου, που έγιναν τραγούδι σε μουσική του Μάνου Χατζιδάκι
Αρθούρε Ρεμπώ
απόψε θα μπω
στο μαύρο
μεθυσμένο σου καράβι
μακριά ν’ ανοιχτώ
σε κύκλο φριχτό
που ο κόσμος
δεν μπορεί να καταλάβει
Αγγέλου γιασεμιά
σκόρπισες μέσα στην βρομιά
κληρονομιά
για μας
κι εσύ παντοτινά
σε σταυροδρόμια σκοτεινά
το σατανά πολεμάς
Αρθούρε Ρεμπώ
το βράδυ θαμπό
και η πόρτα
του παράδεισου κλεισμένη
κατάρα κι οργή
μοιράζουν την γη
και χέρι χέρι παν οι κολασμένοι
Αρθούρε Ρεμπώ
θα μπω στο μεθυσμένο σου καράβι
Αρθούρε Ρεμπώ
να δω ποια σπίθα
σώθηκε κι ανάβει
Οι παραπάνω στίχοι του Γκάτσου κάνουν σαφή αναφορά στο ποίημα του Ρεμπώ: Μεθυσμένο καράβι. Παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα από αυτό:
... Παιδί εγώ κακοτράχαλο, του κεφαλιού μου κάνοντας,
πέρσι το μισοχείμωνο ρίχτηκα μες στο σάλο
τον άγριο των παλιρροιών! Και του έκπλου μου οι Χερσόνησες
δε θα θυμούνται αναβρασμό ποτέ τους πιο μεγάλο.
Η καταιγίδα ευλόγησε τις ναυτικές αγρύπνιες μου.
Δέκα νυχτιές, λαφρή φελλό, χωρίς ν’ αποθυμήσω
το ηλίθιο μάτι των φανών, με χόρεψαν τα κύματα
που μοίρα τους ν’ αργοκυλάν από πνιγμένους πίσω.
Πράσινο αφρόν ερούφηξεν η πλώρη μου η ελάτινη,
σαν το χυμό ξυνόμηλου παιδί όταν το δαγκώνει,
από κρασιά κι απ’ έμετους μ’ εξέπλυνεν η θάλασσα,
σκορπώντας μου στη μάνητα κι αρπάγες και τιμόνι.
Και τότε ήταν που λούστηκα στο γαλατένιο αστρόχυτο
θαλάσσιο ποίημα, τους βυθούς ρουφώντας, που συμβαίνει
κάποτε εκεί, κατάχλωμο κι εκστατικό ναυάγιο,
ένας πνιγμένος σκεφτικός να σιγοκατεβαίνει,
όπου τις κυανότητες αιφνίδια χρωματίζοντας,
ντελίρια κι αργοί ρυθμοί, φωτός χρυσοπλημμύρες,
οι πικραμένες του έρωτος εξάψεις συφλογίζονται,
δριμύτερες κι από τ’ αλκοόλ κι απ’ τις πλατιές σας λύρες! ...
Μετάφραση: Αλέξανδρος Μπάρας
Ο Τάσος Λειβαδίτης, στη συλλογή του "Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου" περιλαμβάνει το ποίημα: Οι ορτανσίες. Απολαύστε το.
Το κουδούνι της εξώπορτας χτυπούσε επίμονα, εγώ
αργοπορούσα ν' ανοίξω απολαμβάνοντας όπως πάντα
την αγωνία μου. Όταν άνοιξα ένας νέος στεκόταν έξω.
"Είσαι ο Αρθούρος Ρεμπώ απ' τη Σαρλεβίλ" είπα
-"τι θέλετε;" "Κινδυνεύουμε κ' οι δυο" μου λέει. Όμως
εγώ δεν έδωσα σημασία. Συνέχισα να σηκώνομαι αργά
το πρωί, έψηνα τσάι και διόρθωνα λίγο το καπέλο μου
που για να παραπλανώ τους διώκτες μου το φορούσα
ακόμα στον ύπνο μου. Αλλά το πρόβλημα ήταν μετά.
Πώς θα περνούσαν οι ώρες. Η μικρή κόρη του κηπουρού
είχε πεθάνει σε ένα νοσοκομείο απόρων, οι φυλακισμένοι
έκοβαν βόλτες στα γκρίζα προαύλια χωρίς να κοιτάζουν
τον ουρανό και το καφενείο "Η Ωραία Ελλάς" που μαζευ-
όμαστε νέοι είχε κλείσει. Καθόμουν λοιπόν και χαιρόμουν
την ησυχία ή ξεφύλλιζα δρομολόγια τρένων ή πλοίων
( η ακτοπλοΐα ήταν ακόμα για τους πολύ τολμηρούς και η
λήθη πάντα για τους χαμένους ). "Αρθούρε", του λέω,
"πώς μ' ανακάλυψες; Εμένα κανείς δεν με ξέρει."
Χαμογέλασε. "Πάντα αγαπούσα τις ορτανσίες." είπε.
Και κατεβήκαμε τη σκάλα και πήραμε τους μεγάλους
δρόμους που δεν βγάζουν πουθενά...
Μα και ο μεγάλος Χιλιανός ποιητής Πάμπλο Νερούδα, γράφει την παρακάτω ωδή, όπως ο ίδιος την ονομάζει προς τον Αρθούρο Ρεμπώ. (απόσπασμα)
Τώρα,
αυτόν τον Οχτώβρη
θα’ κλεινες
τα εκατό χρόνια,
σπαραχτικέ μου φίλε.
Μπορώ
να σου μιλήσω;
Είμαι μόνος,
στο παράθυρό μου
ο Ειρηνικός σπάει
την αιώνια σκοτεινή βροντή του.
Είναι νύχτα.
Τα ξύλα που καίνε ρίχνουν
πάνω στο οβάλ
του παλιού πορτραίτου σου
μια φευγαλέα αχτίδα.
Ήσουν ένα παιδί,
με ξανθούς βοστρύχους,
μισοκλεισμένα μάτια,
στόμα πικρό.
Με συγχωρείς
που σου μιλώ
όπως είμαι, καθώς πιστεύω
πώς θα ’σουν τώρα,
που σου μιλώ για θαλασσινό νερό
και ξύλα που καίνε,
για πράγματα απλά κι απλές υπάρξεις.
Σε βασανίσανε και κάψαν την ψυχή σου,
σε κλείσανε στατείχη της Ευρώπης
και χτύπαγες
δαιμονισμένος
τις πόρτες.
Κι όταν
μπόρεσες
να λευτερωθείς
έφυγες πληγωμένος,
σιωπηλός και πληγωμένος,
νεκρός.
Πολύ καλά· άλλοι ποιητές
άφησαν ένα κοράκι, ένα κύκνο,
μιαν ιτιά
ένα πέταλο στη λύρα,
εσύ άφησες ένα
σπαραχτικό
φάντασμα
που καταριέται
και φτύνει
και πηγαίνεις
ακόμη
δίχως προορισμό,
χωρίς κατοικία,
χωρίς αριθμό,
στους δρόμους της Ευρώπης,
γυρίζοντας στη Μασσαλία
με αφρικάνικη άμμο
στα παπούτσια σου,
βίαιος
σαν ένα ρίγος,
διψασμένος,
ματωμένος,
με τσέπες αδειανές,
χαμένος,
προκλητικός,
δυστυχισμένος.
Δεν είν' αλήθεια
πως σ’ έκλεψε η φωτιά,
πως έτρεχες
με την ουράνια ορμή
και τους υπεριώδεις λίθους
της κόλασης,
δεν είν’ έτσι,
δεν το πιστεύω,
σου αρνιόνταν
την ειλικρίνεια, το σπίτι,
τα ξύλα,
σ’ απόδιωχναν,
σου κλείνανε τις πόρτες,
και τότες έκλεβες
οργισμένε αρχάγγελε
στους τοίχους
της απόστασης,
και δεκάρα - δεκάρα,
ιδρώνοντας και ματώνοντας
το κορμί σου
ήθελες
να μαζέψεις
το αναγκαίο χρυσάφι
για την απλότητα, για το κλειδί,
για την ήσυχη σύζυγο, για το παιδί,
για τη δική σου καρέκλα,
για τη μπύρα και το ψωμί.
Μετάφραση ΡΗΓΑ ΚΑΠΠΑΤΟΥ
Και ποια είναι αυτή η Κόλαση που μας άφησε ως κληρονομιά ο Αρθούρος Ρεμπώ; Παρακάτω ένα απόσπασμα από το σχετικό του ποίημα:
Μια εποχή στην κόλαση
Κάποτε, αν θυμάμαι καλά, η ζωή μου ήταν ένα γλεντοκόπι όπου ανοίγαν όλες οι καρδιές και τα κρασιά κυλούσαν.
Ένα βράδυ πήρα την Ομορφιά στα γόνατά μου. Και τη βρήκα πικρή. Και τη βλαστήμησα.
Οπλίστηκα εναντίον της δικαιοσύνης.
Το έβαλα στα πόδια. Μάγισσες, μιζέρια, μίσος σε σας εμπιστεύτηκα τον θησαυρό μου!
Έπνιξα μες στην καρδιά μου κάθε ανθρώπινη ελπίδα. Και σάλταρα σαν το αγρίμι στη χαρά για να τη στραγγαλίσω.
Πεθαίνοντας, φώναξα στους δήμιους να καταπιούν τις λαβές των τουφεκιών τους. Κάλεσα τις κατάρες να με πνίξουνε στην άμμο, το αίμα. Η δυστυχία ήταν ο θεός μου. Κυλίστηκα στη λάσπη. Στέγνωσα στον αέρα του εγκλήματος. Κι έπαιξα ξύλο με την τρέλα.
Κι η άνοιξη μου έφερε το φρικαλέο χάχανο του ηλίθιου.
Και τώρα τελευταία, πριν τα τινάξω οριστικά, μου ‘ρθε να ψάξω το κλειδί για το παλιό εκείνο γλεντοκόπι, μπας και μ’ ανοίξει η όρεξη ξανά.
Η αγάπη ήτανε, λέει, το κλειδί. Και μόνο αυτό δείχνει το πόσο ονειρευόμουν!
«Θα παραμείνεις ύαινα, κτλ. …» κάγχασε ο δαίμονας ποτίζοντάς με νηπενθή ναρκωτικά της Λήθης. «Αξίωσε το θάνατο μ’ όλα τα θέλγητρά του, και τον εγωισμό σου και όλα τα θανάσιμα αμαρτήματα μαζί.»
μετάφραση Ζ. Δ. Αϊναλής
Και θα κλείσω την εγγραφή μου αυτή, με το τραγούδι του Μίλτου Πασχαλίδη σε στίχους Άλκη Αλκαίου, Το σαράκι του Ρεμπώ το οποίο μπορείτε και να το ακούσετε στη συνέχεια.
Σαν νεοσύλλεκτος στην πύλη του στρατώνα
Σαν ένας δύτης μεθυσμένος στο βυθό
Γυρεύω μάταια την κρυμμένη σου εικόνα
Σε ποιο καινούργιο παραμύθι να δοθώ
Δρόμοι και σπίτια και μορφές μιας άλλης μέρας
Χρώματα, αρώματα, φωνές και μουσικές
Ξυπνούν ξανά της νοσταλγίας μου το τέρας
Κι εσύ διπλά απ’ τον πυρετό μου να με καις
Χτυπάει νούμερα η φρίκη στην οθόνη
Κι έξω η ζωή μελισσολόι ζωντανό
Πες μου ποιος φόβος σε μεθά και σε καρφώνει
Πώς να φιλτράρω των ματιών σου τον καπνό
Μας κλέψαν τ’ αύριο, μας κλέβουν και το βλέμμα
Κι εσύ φρικάρεις που σου λέω
σ’ αγαπώ
Πες το ανόρεχτα το ναι κι ας είναι ψέμα
Ότι μας έδεσε για πάντα είναι εδώ
Ο ήλιος άρχισε να γέρνει προς τη δύση
Φυσούν αέρηδες και κόβουν τα στενά
Για το σαράκι του Ρεμπώ μ’ είχες ρωτήσει
Κάποια βραδιά στου σινεμά τα σκοτεινά
Στήνει καζούρα στην πλατεία η γαλαρία
Σε τρίτη σύνοδο Αφροδίτη κι Ουρανός
Τέσσερις τοίχοι η καινούρια μου εξορία
Δε φταις εσύ, δε λέει συγγνώμη ο κεραυνός
Σίγουρα ο κατάλογος δεν εξαντλείται εδώ, απεναντίας θα έλεγα ότι τα παραπάνω είναι ένα ελάχιστο δείγμα έργων, είτε του ίδιου του Αρθούρου Ρεμπώ είτε άλλων σημαντικών καλλιτεχνών, δικών μας και ξένων, καταξιωμένων στον χώρο τους, που τους έχει γαργαλήσει το φαινόμενο Ρεμπώ. Δυστυχώς μία μόνο εγγραφή δεν αρκεί, αλλά νομίζω ότι όλοι μας πήραμε μια μικρή γεύση από την αύρα που εκπέμπει ο ποιητής αυτός.
Η αίθουσα γεμάτη, φίλοι, συγγενείς, συμμαθητές, άνθρωποι που εκτιμούν τον Πάνο και ως άνθρωπο και ως δημιουργό. Στην παρέα που κάθομαι, προτού ξεκινήσει η παρουσίαση, συζητάμε για τα θέματα της επικαιρότητας. Για τον δικαστήριο, που αθώωσε τον Μητροπολίτη Αιγιαλείας, ο οποίος ήταν κατηγορούμενος για ένα δημοσίευμα γεμάτο μίσος για τους ομοφυλόφιλους. Δεν μας σόκαρε τόσο ο λόγος του, συνηθισμένοι είμαστε, έχουμε ακούσει και χειρότερα (πιθανόν), όσο αυτή καθαυτή η απόφαση του δικαστηρίου. Η οποία ένα μόνο μήνυμα εκπέμπει, ότι ενώπιον της δικαιοσύνης δεν είμαστε όλοι ίσοι. Και αυτό σε μια χώρα της δημοκρατικής δύσης, η οποία βρίσκεται σε κρίση, είναι ότι χειρότερο μπορεί να σου προσφέρουν σήμερα οι πολιτειακοί θεσμοί.
Συζητήσαμε για την ανυπαρξία πολιτικής στήριξης για το βιβλίο από το αρμόδιο υπουργείο του πολιτισμού, με την κοιμώμενη στα έδρανα της βουλής υπουργό, άνθρωπο της Τέχνης όμως κι αυτή κατά τα άλλα. Ως παράδειγμα έφερα την απουσία της Ελλάδας από την έκθεση βιβλίου της Λειψίας, που γίνεται αυτές τις ημέρες, όπου είναι αφιερωμένη στα Βαλκάνια, τις μειονότητες, τους πρόσφυγες με την Ελλάδα απούσα, ενώ όλες οι άλλες γειτονικές μας, Βαλκανικές χώρες είναι παρούσες. Μάλλον εμείς είμαστε πολύ "χάι" για τέτοιου είδους εκδηλώσεις. Συζητήσαμε για τον κουμπουροφόρο Ιβάν, που σοκάρει το Πανελλήνιο, δικαίως αλλά και υποκριτικά, μιας και η όλη υπόθεση των ανώνυμων ποδοσφαιρικών επιχειρήσεων, δεν είναι και η πιο αθώα, όλοι μας το γνωρίζουμε, υπόθεση. Για τον ΜΠΑΟΚ! Συζητήσαμε για την αγώνα που δίνουν αυτές τις ημέρες οι αναπληρωτές, διεκδικώντας μόνιμο διορισμό επιτέλους. Οι οποίοι καλύπτουν τις χιλιάδες τρύπες του εκπαιδευτικού συστήματος κάθε χρόνο αλλά για την πολιτεία, φοβάμαι και για ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, είναι αόρατοι. Για την απίστευτη γραφειοκρατία, που καταδυναστεύει το δημόσιο (και τα σχολεία), ειδικά σήμερα στην εποχή των διαδικτυακών διεπαφών και των ταχυτήτων, δεν μπορούμε να καταλάβουμε πώς μπορεί να συμβαίνει αυτό. Για τους νέους της Πατρίδας μας, που άλλοι παλεύουν για να εισαχθούν στη σχολή των ονείρων τους, άλλοι παλεύουν για να επιβιώσουν εντός των τειχών ( όπως οι συνάδελφοι μου αναπληρωτές αλλά και χιλιάδες άλλοι νέοι του ιδιωτικού τομέα ) και για τους άλλους που πήραν των "ομματιών τους" για τα ξένα δίνοντας εκεί τον αγώνα τους.
Λίγο αργότερα, ο Πάνος, διαβάζοντας ένα από τα ποιήματα του, την Αντανάκλαση, τελειώνει ως εξής: "...είμαστε εκείνοι που ξεκινήσαμε το γέλιο για να τελειώσουμε το κλάμα."
Ο Πάνος Ιωαννίδης, ανήκει στη γενιά της μελαγχολικής αριστεράς, της απογοητευμένης αριστεράς, μιας γενιάς μορφωμένης, άξιας, που ξεκίνησε της ζωή της με ελπίδα, που οι γονείς τους μπορούσαν να τους προσφέρουν "τα πάντα για να κτίσουν το μέλλον τους". Και σήμερα βιώνουν μια Πατρίδα χρεωμένη και πολιτικά και κοινωνικά και οικονομικά. Είναι αισιόδοξοι, αλίμονο αν δεν ήταν. Φτιάχνουν οικογένειες, μεγαλώνουν τα παιδιά τους, παλεύουν καθημερινά σε μια απόλυτα ανταγωνιστική κοινωνία και ελπίζουν σε ένα καλύτερο αύριο. Ο τίτλος της 2ης ποιητικής του συλλογής, ΛΟΚΟΜΟΤΙΒΑ ( το βαγόνι-μηχανή, που σέρνει όλη την αμαξοστοιχία ), για μένα έχει έντονο συμβολικό χαρακτήρα. Θέλω να πιστεύω, ότι η δική του και οι νεότερες γενιές, θα σύρουν την πατρίδα μας προς τα εμπρός. Πιστεύω, ότι είναι σοφότεροι από εκείνους που προηγήθηκαν, ελπίζω περισσότερα σε αυτούς, απ΄ ότι σε όλους εκείνους, που δυστυχώς ακόμα κυριαρχούν στην Πατρίδα μας. Η δική μου γενιά, είχε την αντίστροφη πορεία. Μεγαλώσαμε στη βουή της μεταδικτατορικής Ελλάδας, φτιάξαμε μύθους αβάστακτους για την αριστερά και τη δεξιά, φτιάξαμε τη ζωή μας στα χρόνια της ευημερίας και σήμερα στα χρόνια της κρίσης, προσπαθούμε καθημερινά να ξορκίσουμε τις σκιές των δικών φταιξιμάτων για το χάλι μας. Κι όσο κι αν αρνούμαστε ότι δεν είμαστε όλοι ίδιοι, δεν συμμετείχαμε όλοι στο πάρτι εκείνων των χρόνων, κοιτώντας τα παιδιά μας στα μάτια λυγίζουμε. Ναι, δεν βάλαμε εμείς το δάχτυλο στο μέλι αλλά τους ανεχθήκαμε... τους ανεχθήκαμε και αυτό είναι αρκετό για να αναρωτιόμαστε αν τα κάναμε όλα σωστά εκείνα τα χρόνια!
Φίλε μου Πάνο, μακάρι η δική σας γενιά να τελειώσει το κλάμα και όχι απλώς να τελειώσετε με κλάμα, πάνω στα ερείπια μια χώρας που δείχνει ανήμπορη να σηκώσει κεφάλι, ζώντας το παρόν σε παρελθόντα χρόνο. Δικαιούστε να είστε αισιόδοξοι, δικαιούμαστε να είμαστε απαισιόδοξοι! Το παλεύουμε όμως και οι δύο και αυτό είναι το πιο σημαντικό από όλα... Καλή συνέχεια, φίλε μου. Υ.Γ. Χάρηκα την παρουσίαση της φίλης φιλολόγου Βιολέτας Στυλιανίδου, χάρηκα γενικότερα που τα ξαναείπαμε μετά από καιρό. Πάνος Ιωαννίδης. Δραμινός ποιητής και συγγραφέας. Το κείμενο γράφτηκε με την ευκαιρία της παρουσίασης της τελευταίας του ποιητικής συλλογής ΛΟΚΟΜΟΤΙΒΑ από τις εκδόσεις ΤΟ ΔΟΝΤΙ. Το Φθινόπωρο αναμένουμε τη συνέχεια των περιπετειών, του ιδιωτικού ντετέκτιβ Πέτρου Ριβέρη, από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ αυτή τη φορά.
Τον ποιητή Αργύρη Χιόνη, τον ανακάλυψα μέσα από το βιβλίο του, "Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες", μια συλλογή διηγημάτων*. Διηγήματα, γραμμένα θα έλεγα με σαρκαστική διάθεση, που κατακρίνουν όλα αυτά που κτίζουν γύρω μας έναν κόσμο φυλακή. Γραμμένα επίσης, με διδακτική διάθεση αλλά όχι με τον τρόπο που είμαστε συνηθισμένοι. Διηγήματα απλών πραγμάτων, με τέλος πολλές φορές απρόσμενο, τα οποία βρίσκονται πολύ κοντά στη φύση. Τη φύση, κοντά στην οποία έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, απομονωμένος σχεδόν, σε ένα μικρό χωριό 30 κατοίκων στην ορεινή Κορινθία, αφότου επέστρεψε από την Ευρώπη.
Ζούσε και χαιρόταν τη φύση, μέσα στην οποία επέλεξε να ζει. Εμπνεόταν και έπαιρνε ζωή, διδασκόταν και "δίδασκε" μέσα από αυτήν. Είχε πει ο ίδιος: "... η φύση, που είναι η μάνα που μας γεννάει και αυτή που μας τρώει. "
" Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δασκάλα από τη φύση "
Ποιήματα γράφει από πολύ μικρός, από τα 14 του. Από λαϊκή γειτονιά και φτωχή οικογένεια, τα πρώτα ποιητικά του ακούσματα είναι οι μαντινάδες και τα αποσπάσματα του Ερωτόκριτου, που τραγουδούσε η Κρητικιά μητέρα του στο σπίτι. Πολύ νέος ξενιτεύεται, πρώτα στη Γαλλία, μετά στην Ολλανδία. Εκεί παίρνει και το πτυχίο του στην ιταλική φιλολογία. "..σπούδασα ιταλικά για να μπορέσω να διαβάσω τον Δάντη από το πρωτότυπο..." μας λέει. Για ένα διάστημα εργάζεται στο Συμβούλιο της Ευρώπης, μέχρι, που παίρνει την απόφαση να τα αφήσει όλα και να επιστρέψει στην Ελλάδα.
Ποια η άποψη του για την ποίηση;
Ο ίδιος, λέει: " Ο ποιητής μπορεί να μιλάει για την εποχή του με έναν τρόπο, που να μην χαϊδεύει τα αυτιά των ανθρώπων αλλά να τους απαλαίνει, να τους γλυκαίνει τον πόνο "
" Η ποίηση είναι ένα είδος παραμυθίας. Οι άνθρωποι προσφεύγουν στην ποίηση -όσοι την αγαπούν- για να έχουν αυτή την παραμυθία, την παρηγοριά, δηλαδή είναι ένας τρόπος να παρηγορηθούμε για τα πράγματα τα αποτρόπαια που συμβαίνουν γύρω μας ".
Είναι όσα τόλμησα να σκίσω ή να μην γράψω... "Κάθε λέξη είναι μια αχτίδα. Κάθε ποίημα μια απόπειρα φωτός" "Απόπειρες φωτός"
Υπηρετούσε μια ποίηση, βάλσαμο στις πληγές των ανθρώπων, η οποία όμως φροντίζει, στην πρώτη ανάγνωση, να ξύσει τις πληγές σου, να σου θυμίσει τον σκληρό, αληθινό κόσμο, μέσα στον οποίο ζούμε.
ΕΞΟΔΟΣ
Μέσα στον κόσμο ανάμεσα
Σ' εκατομμύρια άστρα τ' άστρο Γη
Πάνω στη γη τριγυρισμένη
Από στεριές και θάλασσες τριγυρισμένη
Από χιλιάδες χώρες μία χώρα
Μέσα στη χώρα ανάμεσα
Σε πολιτείες και χωριά μια πολιτεία
Μέσα στην πολιτεία κυκλωμένο
Από χιλιάδες σπίτια ένα σπίτι
Μέσα στο σπίτι ανάμεσα
Στα έπιπλα μια γυάλα
Μέσα στη γυάλα ένα χρυσόψαρο
Ένας άνθρωπος κάθεται και το κοιτά
Κάποτε πρέπει τ' απαραίτητο να βρούμε
Κουράγιο ν' αντιμετωπίσουμε το μπόι μας
Να πάψουμε προέκταση να είμαστε
Όλων αυτών των μπαλκονιών και των βημάτων
Κι όχι μονάχα να κατέβουμε από αυτά
Αλλά και να επιτρέψουμε στα γόνατά μας να λυγίσουν
Να διπλωθούμε και να κάτσουμε κατάχαμα
Κι έτσι με σιγανή φωνή και δίχως χρώμα
Να πούμε ιστορίες για όσους πέρασαν
Κάτω απ' το χώμα αφού πρώτα
Σύρανε τις ξεκοιλιασμένες τους ψυχές
Επάνω σε μπαλκόνια και σε βήματα
Να πούμε ιστορίες για όσους πολεμήσανε
Και χάσανε τη μάχη γιατί ήταν
Πιο ήσυχος ο εχθρός κι ακόμα
Για όσους νικηθήκαν επειδή δεν πολεμήσανε.
Τέτοια κοινά τέτοια καθημερινά διηγώντας
Με σιγανή φωνή και δίχως χρώμα
Ν' αφήσουμε η βροχή των ημερών
Να κάνει τη δουλειά της πάνω μας
πως δεν τόλμησα να τοΑναριοτόμουν
Του άρεσε να ζει μονάχος, απομονωμένος σχεδόν, δίχως τηλεόραση καν στο σπίτι του, (οποία θα τον αποσπούσε από τα διαβάσματα του και τη γραφή). Δεν ήταν όμως ξεκομμένος από τα προβλήματα που κάθε τόσο απασχολούν όλους μας, από τα σημαντικά γεγονότα του κόσμου. Είχε αναπτύξει μια δική του φιλοσοφία ζωής, την οποία μάλιστα, προσπάθησε να μεταφέρει στη νέα γενιά, σε μια ομιλία αποφοίτων της περιοχής του, ανήμερα της επετείου του 40, το 2011 (δύο μήνες μόλις, προτού πεθάνει ):
"... ΟΧΙ λοιπόν στην υπερκατανάλωση αγαθών και τις επίκτητες ανάγκες που μας δημιούργησαν οι έμποροι των εθνών.
ΟΧΙ στις πιστωτικές κάρτες και τις τοκογλυφίες των τραπεζών.
ΟΧΙ στα δάνεια που δεν μπορούμε να ξεπληρώσουμε.
ΟΧΙ στον παλαιοκομματισμό και τους κομματάρχες.
ΟΧΙ στη δαγκωτή ψήφο.
ΟΧΙ στο μέσο και στο κωλογλείψιμο. ΝΑΙ στην αξιοκρατία.
ΟΧΙ στον κομματικό οπαδισμό, γιατί διόλου δεν διαφέρει από τον χουλιγκανισμό των γηπέδων.
ΟΧΙ στην προσωπολατρία και οικογενειολατρία.
ΟΧΙ στην ψευδαίσθηση ότι ψηφίζοντας κάθε τέσσερα χρόνια τους εκλεκτούς ηγέτες μας εκτελούμε το δημοκρατικό καθήκον μας, και από 'κεί και πέρα δεν έχουμε άλλο ρόλο από το να τους χειροκροτούμε ή να τους βρίζουμε ανάλογα με το αν υπηρετούν ή όχι τα προσωπικά μας συμφέροντα.
ΟΧΙ στα κομματικοποιημένα και ενίοτε κρατικοδίαιτα συνδικάτα που λειτουργούν συντεχνιακά, φροντίζοντας μόνο για τα μέλη τους και γράφοντας στα παλιά τους τα παπούτσια την υπόλοιπη κοινωνία.
ΟΧΙ στην παιδεία που δημιουργεί εξειδικευμένα ανδρείκελα, αναίσθητους τεχνοκράτες, αυταρχικούς χαρτογιακάδες, γελοίους γιάπηδες και αρπακτικά golden boys. ΝΑΙ στην παιδεία που παράγει την απαραίτητη εξειδίκευση, διευρύνει γενικότερα το πνεύμα και δίνει νόημα ουσιαστικό στη ζωή.
ΟΧΙ στην πατριδοκαπηλία και τον στείρο εθνικισμό.
ΟΧΙ στο ρατσισμό και την ξενοφοβία.
ΟΧΙ στην καταστροφή του περιβάλλοντος. Πρέπει επιτέλους να καταλάβουμε ότι ο κόσμος αυτός δεν πλάστηκε για μας, και μας ανήκει όσο ανήκει και στο πιο ελάχιστο μυρμήγκι. Δεν είναι παιχνίδι που μας χάρισε ο μπαμπάς μας και μπορούμε να το σπάσουμε για να δούμε τι έχει μέσα.
ΟΧΙ στην εκδρομική ή τουριστική φυσιολατρία. ΝΑΙ στην απόλυτη ταύτισή μας με τη φύση.
ΟΧΙ στην τεμπελιά. ΝΑΙ στην εργασία, ακόμα και σ' αυτήν που δεν έχει σχέση με τις σπουδές που κάνουμε. Σε εποχές σαν αυτή που διανύουμε και που τίθεται ζήτημα επιβίωσης καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή. Καμιά δουλειά δεν είναι μόνο για τους περιφρονητέους μετανάστες.
ΟΧΙ στην τηλεόραση, όπου στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων μαθαίνουμε ποια glamorous ανύπαρκτη παντρεύτηκε με τον αντίστοιχό της glamorous ανύπαρκτο. ΝΑΙ στον πολιτισμό. ΝΑΙ στη μουσική. ΝΑΙ στο θέατρο. ΝΑΙ στον κινηματογράφο. ΝΑΙ και πάλι ΝΑΙ στο βιβλίο.
ΟΧΙ στον αθέμιτο ανταγωνισμό, στο διαγκωνισμό και στον ψευτοπαλικαρισμό, στην τζάμπα μαγκιά, στο «ξέρεις ποιος είμαι εγώ μωρέ;». ΝΑΙ στο συναγωνισμό, στην ευγενή άμιλλα, τη συντροφικότητα, την αλληλεγγύη ...»
Αυτά τα ΟΧΙ μαζί με τα ΝΑΙ, θα έλεγα ότι θα μπορούσαν να είναι η ΒΙΒΛΟΣ, ενός οποιουδήποτε ανθρώπου, με απόλυτη συνείδηση της πραγματικότητας μέσα στην οποία ζούμε. Ένας οδηγός ζωής, που δεν αρκείται στα εύκολα που μας προσφέρει -εκ του πονηρού- ο σύγχρονος πολιτισμός. Ο μπούσουλας εκείνος, που θα χαρίσει στη ψυχή μας, την απαραίτητη ηρεμία, απλά και μόνο για να χαρούμε... την ύπαρξη μας στον κόσμο αυτό.
Ζούσε την μοναχικότητα του με τον δικό του τρόπο. Στο χωριό είχε σχέσεις με τους λιγοστούς κατοίκους του, συμμετείχε στα κοινά της περιοχής του, ήταν ευχάριστος στις κοινωνικές συναναστροφές του... δεν του άρεσε όμως η συναναστροφή με το συνάφι του: " Δεν μπορώ να έχω σχέσεις με το συνάφι, αγαπώ τους συναδέλφους μου κι έχω πολύ καλές σχέσεις αλλά εξ αποστάσεως..." Δεν έβρισκε ενδιαφέρον στις παρέες αυτές... ασχολούνται με τα μικρά, με κουτσομπολιά, ο ένας προσπαθεί να διαβάλλει τον άλλο...
Έχει ενδιαφέρον να δούμε τους ποιητές και τους συγγραφείς που τον επηρέασαν:
"...Ο Καβάφης για την ειρωνεία του και τη λιτότητα του ύφους του, για την τόλμη του στη γλώσσα ... ο Καριωτάκης, μου πηγαίνει έτσι στην ψυχοσύνθεση ... ο Σεφέρης, μου αρέσει πάρα πολύ ... ο Σαχτούρης, ο Μπέκετ, τον θεωρώ μεγάλο ποιητή ( αν και είναι γνωστός ως θεατρικός συγγραφέας ) ... ο Καμύ ... ο Καζαντζάκης..."
" Μεγάλο μέρος της δουλειάς μου αναφέρεται στο θάνατο, και οι παραπάνω αντιμετωπίζουν το θέμα ηρωικά, κάτι που μου αρέσει. "
Παραθέτω, παρακάτω, ένα σχετικό με τον θάνατο ποίημά του:
Όταν πεθαίνει ο νεκροθάφτης, άλλοι νεκροθάφτες τον κηδεύουνε.
Εμένα ωστόσο μου αρέσει να φαντάζομαι ότι στην τελευταία του κατοικία
τον οδηγούνε οι νεκροί που ο ίδιος έθαψε όσο ζούσε,
εις ένδειξιν ευγνωμοσύνης για τις υπηρεσίες που τους πρόσφερε,
ή ακόμα ότι μόνος του, με το αργό, επίσημό του βήμα,
μεταφέρει τον εαυτό του ως το μνήμα όπου χώνεται
και από πάνω του τραβά το χώμα σαν κουβέρτα.
" Εσωτοπικά τοπία "
Πολλές φορές είναι ειρωνικός, σκληρός, παρατηρητής καθημερινών καταστάσεων τις οποίες επεκτείνει στο χρόνο, στις οποίες ανακαλύπτει κρυμμένες, άλλες καταστάσεις. Στο παρακάτω ποίημα του, μια αθώα, ευχάριστη καλοκαιρινή ημέρα, σε κάποια παραλία, ο παππούς που κάνει αμμόλουτρα, η βορειοευρωπαία τουρίστρια, ένα παιδί δαρμένο απ΄ τους γονείς του, ένα από τα αδέσποτα σκυλιά που βρίσκουν παρηγοριά κοντά στους λουόμενους, γίνονται αφορμή για παραπέρα σκέψεις... δεν μπαίνω στον πειρασμό να αναφέρω τις δικές μου, οι ποιητικές αναγνώσεις είναι καθαρά προσωπικές υποθέσεις. Αυτό πιστεύω, κατά βάθος θέλει και κάθε δημιουργός. Τα έργα του να μιλούν στον καθένα ξεχωριστά, βαθιά μέσα του, με τρόπο που μόνο εκείνος μπορεί.
ΤΟ ΩΡΑΙΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι
Ωραίο αλλά και επικίνδυνο
Ένας παππούς που έκανε αμμόλουτρα
Ξεχάστηκε θαμμένος μες στην άμμο
Όταν τον θυμηθήκανε ύστερ' από μέρες
Σηκώσαν το καπέλο του
Δεν ήταν από κάτω
Μια πάλλευκη τουρίστρια από το βορρά
Τα έφτιαξε με τον ήλιο
Κοιμήθηκε μαζί του μέρες μήνες
Σκούρυνε, αφομοιώθηκε από το τοπίο
Οι δικοί της τώρα την αναζητούν
Μέσω του Ερυθρού Σταυρού
Ένα παιδί δαρμένο έγινε αχινός
Αν τους βαστάει τώρα
Ας με ξαναδείρουν, είπε
Πήρανε ο μπαμπάς κι η μαμά
Μαχαίρι και πιρούνι
Και χωρίς να τρυπηθούν
Του φάγαν την καρδιά
Ένα σκυλί κυνηγημένο
Δάγκωσε την ουρά του και την έφαγε
Ύστερα έφαγε όλο το κορμί του
Έμεινε μόνο το κεφάλι του στα βότσαλα
Να ασπρίζει από τα κύματα γλειμμένο
Βαθιά ένα καράβι έμενε ακίνητο
Ακίνητο ένα καλοκαίρι
Φυσούσαν άνεμοι φουσκώναν τα πανιά
Δεν έλεγε να φύγει. Τι περίμενε;
Κανείς δεν ξέρει.
Και από τους Χάρη και Πάνο Κατσιμίχα, ενορχήστρωση Γιώργου Ανδρέου:
Στο έργο του, πολλές φορές διακρίνεται μια νοσταλγία για τα χρόνια που έχουν περάσει, που πολύ καλά γνωρίζει ότι επιστροφή σε αυτά δεν υπάρχει, μια προσπάθεια συμβιβασμού με την ιδέα της ζωής που μόνο προχωρά προς τα εμπρός, κοιτάζει πίσω αλλά εξακολουθεί να του φεύγει.
Τρώω καρπό
φτύνω κουκούτσι
φυτρώνει δέντρο.
Αχ, νά' χα κι εγώ κουκούτσι,
να τό' φτυνε ο θάνατος,
να φύτρωνα ξανά.
" Στο Υπόγειο "
" ΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ "
Το παιδικό ποδήλατό μου, ο άλλοτε απαστράπτων Πήγασος που απογειωνόταν μόλις τον καβάλαγα, έχει για πάντα υπογειωθεί. Κι ας λέω ψέματα αδιάκοπα, στον εαυτό μου και σε εκείνο, πώς, κάποια μέρα , θα του αλλάξω λάστιχα, από την σκουριά του θα το γδύσω, θα το λαδώσω και θα το γυαλίσω κι μόλο τον κόσμο μαζί του θα γυρίσω. Το παιδικό ποδήλατό μου έχει για πάντα υπογειωθεί, το ξέρω και το ξέρει.
Ένα ακόμα ποίημά του, τολμηρό(;), που φαντάζομαι ότι το εμπνεύστηκε, κάποιο καλοκαίρι, εκεί στο Θραφαρί, που ζούσε, όταν τα κοριτσόπουλα ερχόμενα από κάθε γωνιά του ελληνισμού για το πανηγύρι του χωριού, στολίζονταν γεμάτα υποσχέσεις, παίζοντας με τον ήλιο, το μελτέμι και τις καρδιές των αγοριών.
ΑΝΕΜΟΣ ΑΝΑΙΣΧΥΝΤΟΣ
τρυπώνει κάτω
απ τα φορέματα ωραίων κοριτσιών,
τρίβεται πάνω σε γυμνούς μηρούς,
κάνει εφήβαια να θροΐζουν,
λαγόνια να λαγγεύουν στήθη να αναριγούν,
να ορθώνονται και,
σαν τρυγόνια αιχμάλωτα,
με ρώγες αιχμηρές
τη φυλακή τους να ραμφίζουν για να βγουν στο φως.
Άνεμος ίμερος ανήμερος,
των κοριτσιών γλυκός εχθρός.
Κλείνω με μία ενδιαφέρουσα, τηλεοπτική συνέντευξη του Αργύρη Χιόνη. Μου αρέσει η απλότητα του λόγου του, η ίδια απλότητα στα γραπτά του -πεζά και ποιήματα- που εμένα με παρακίνησαν να τα δω με περισσότερη προσοχή, με μια σοφία άξια προσοχής, που σε διδάσκει δίχως να σε ενοχλεί.