Βρέθηκα εδώ, στον τόπο των γονιών μου, σκληρός τόπος, όλοι μας το ζούμε καθημερινά. Στην αρχή δεν μου άρεσε, ήμουν σαν ένα τρομαγμένο πουλάκι που το πέταξαν στη φωλιά του και το ανάγκασαν να ζήσει στα αγκάθια. Δεν νιώθω σήμερα το ίδιο! Τον τόπο τον αγάπησα και χαίρομαι που έκανα την οικογένεια μου εδώ. »
Απέναντι μου καθόταν ο Αρτέμης που μου άνοιγε
την καρδιά του. Με τα ρούχα της δουλειάς, με τα παραπανίσια κιλά που του
πρόσθεσε ο γάμος, με τις καθημερινές του έγνοιες. Με αργές κινήσεις ρουφούσε
τον πρωινό καφέ του στο μοναδικό καφενείο του χωριού, παρέα με όσους
συγχωριανούς του έμεναν πια σε αυτό. Εγώ, μετά από πολλά χρόνια επισκεπτόμουν
το κλειστό πατρικό μου, ας όψεται το κτηματολόγιο με τους τίτλους και τα τοπογραφικά
που έπρεπε να μαζέψουμε. Μόλις είχε απαντήσει στην ερώτηση μου γιατί έμεινε στο
χωριό.
Τον ήξερα τον Αρτέμη από το σχολείο, θυμάμαι όταν έφθασε στο χωριό με τους γονείς του και την αδελφή του, όμορφη πολύ φάνταζε στα μάτια μας τότε. Προσαρμόστηκε εύκολα, γρήγορα μπήκε στην παρέα μας, έμαθε τα χούγια μας, έγινε ένας από εμάς. Εμείς φύγαμε, ρίξαμε μαύρη πέτρα πίσω μας, αυτός έμεινε εκεί να φυλάει το χωριό που γεννηθήκαμε, μαζί με ελάχιστες ακόμα οικογένειες.
« Τι θυμάμαι; Λοιπόν , άκου τι έχει σφηνωθεί τώρα τελευταία στο μυαλό μου. Θυμήθηκα τον Τζον. Ένα παιδί που ερχόταν στο σπίτι μας κάθε Σάββατο, με την παραδουλεύτρα μας, την μάνα του. Μαύρος! Έτσι ζούσαμε εμείς οι λευκοί εκείνα τα χρόνια στα μέρη εκείνα. Ίσως να ήμασταν το πέντε τοις εκατό, αλλά όλον τον πλούτο του τόπου τον κουμάνταραν οι λευκοί. Εμείς ζούσαμε στα όμορφα σπίτια μας, με τις αυλές, τα γκαζόν και τις ψησταριές μας και οι ντόπιοι, οι μαύροι, έτσι τους φωνάζαμε, Μαύρους, έκαναν όλες τις δουλειές για εμάς. Τους πλήρωναν αλλά μην φαντάζεσαι τίποτα σπουδαίο. Ίσα ίσα για να φυτοζωούν.
Δεν έμεναν μαζί μας. Είχαν τα δικά τους χωριά, τα δικά τους σχολεία, τα δικά τους ιατρεία… απλώς δούλευαν για εμάς. Τι κόσμος κι εκείνος; Όλα τελείωσαν το 1980, όταν κέρδισαν την ανεξαρτησία τους. Ζιμπάμπουε την ονόμασαν την χώρα τους από τότε. Οι περισσότεροι λευκοί το έσκασαν σαν τα ποντίκια, αυτοί που έμειναν πίσω λένε ότι ζουν καλά. Δεν ξέρω για τους δικούς μας αλλά η χώρα δεν πάει καλά, φτώχια καταραμένη. Ως συνήθως αυτοί που έχουν χρήματα, ζουν παντού καλά!
»Λοιπόν… για τον Τζον ήθελα να σου πω. Ναι! Αυτός συνομήλικος μου ήταν, κάθε Σάββατο τον έφερνε η μάνα του μαζί της, στο σπίτι μας, Εκείνη έκανε τις δουλειές που της όριζαν κι ο Τζον περιφερόταν τριγύρω, χαζεύοντας τον κήπο μας. Εγώ τον πλησίασα πρώτος, γύρω στα πέντε πρέπει να ήμουν, δεν με είχαν ακουμπήσει ακόμα οι διαχωρισμοί που υπήρχαν γύρω μου, σε όλη την κοινωνία. Το επόμενο Σάββατο, έφερα και την μπάλα μου, παίξαμε αχόρταγα μέχρι την ώρα που τον πήρε η μητέρα του από το χέρι. Το επόμενο Σάββατο, πάλι τα ίδια. Για αν μην τα πολυλογώ, αυτό συνεχίστηκε για χρόνια. Κάθε Σάββατο, εγώ να περιμένω εκείνον κι εκείνος να δει εμένα.
Μια μέρα που έβρεχε, καθίσαμε στο δωμάτιο μου. Εκείνος, όλη τη ώρα κοίταζε ολόγυρα όλον τα πράγματα μου, τον δικό μου πλούτο, που για εκείνον μόνο στα δικά του όνειρα μπορούσε να υπάρξει. Ρούχα πεταμένα εδώ κι εκεί, παιχνίδια, τετράδια, βιβλία, χρώματα. Έβλεπε μα δεν ακουμπούσε. Κανόνας αυστηρός, που τον είχε μάθει από την μητέρα του. Φοβόταν να μην κατηγορηθεί για κάποια κλοπή και χάσει τη δουλειά της. Στον τοίχο ήταν κολλημένος ένας μεγάλος παγκόσμιος χάρτης. Τα κράτη ξεχώριζαν με τα πολύχρωμα χρώματα τους και ο πατέρα μου είχε βάλει μια μπλε πινέζα στη θέση της Ελλάδας. Ο Τζον εντυπωσιάστηκε από τον χάρτη. Με ρώτησε τι ήταν αυτό με τα πολλά χρώματα και το μπλε να κυριαρχεί, που κρεμόταν στον τοίχο μου. Του εξήγησα , όσο μπορούσα κι εγώ, με τις γνώσεις και το λεξιλόγιο που είχα. Με απορία με ρώτησε αν υπάρχουν άνθρωποι σε αυτές τις άλλες χώρες. Υπάρχουν, του απάντησα και για να του το επιβεβαιώσω ανοίγω μπροστά του ένα τεύχος του National Geographic και άρχισα να του δείχνω φωτογραφίες από άλλα κράτη. Κάπου εκεί είχα κι έναν τουριστικό οδηγό της Ελλάδας και συνέχισα την παράξενη ξενάγηση μου, ένας Θεός ήξερε τι του έλεγα. Αυτός ενθουσιάστηκε με τη θάλασσα και τα άσπρα κυκλαδίτικα σπίτια.
»Όταν μεγαλώσω, εκεί θέλω να πάω να φτιάξω ένα σπίτι, μου είπε. Γέλασα, και αναρωτήθηκα γιατί να αφήσουμε την όμορφη πατρίδα που είχαμε εκεί. Πού να ήξερα; Εγώ, έφυγα άρον άρον από εκεί, χάσαμε και τα σπίτια και τους δουλειές και τις παραδουλεύτρες και την καλοπέραση μας. Στην αρχή μισούσα όποιον μου είχε στερήσει τον παράδεισο στον οποίο ζούσαμε μέχρι τότε. Τους Μαύρους και μαζί και τον Τζον. Τα τελευταία όμως χρόνια, που βλέπω τα δικά μου παιδιά να μεγαλώνουν, ευτυχισμένα θαρρώ είναι, δεν τους λείπει τίποτα, γι’ αυτό δουλεύουμε και οι δυο γονείς τους, ο πόνος μου έχει μαλακώσει Και κάποιες φορές σκέφτομαι εκείνον τον Τζον. Τι να κάνει; Κέρδισε τη ζωή του; Έχει οικογένεια, παιδιά; Ζει καλά; Έχει τοποθετήσει κι αυτός έναν χάρτη του κόσμου στο δωμάτιο των παιδιών και τους μιλά για τον κόσμο; Για την Ελλάδα και τα Κυκλαδονήσια που τόσο του έκαναν εντύπωση τότε; Άραγε, θυμάται τον μικρό, λευκό φίλο του, τον Αρτέμης, όπως με φώναζε; Ποιος ξέρει; »
Με τα τελευταία του λόγια, σηκώθηκε απότομα από τη θέση του, άφησε ένα ευρώ για τον καφέ, βγήκε από το καφενείο χαιρετώντας με κοφτά, μετανιωμένος ήδη για την εξομολόγηση του αυτή. Ούτε πρόλαβα να τον αντιχαιρετίσω.
Πηγή φωτογραφίας: Pedro Luis Raota
Αυτή είναι η πρώτη μου συμμετοχή μου, στην Φωτο-Συγγραφικής Σκυτάλης που διοργανώνει
η Μαίρη στην Γήινη Ματιά της (6ος γύρος). Πατώντας το link, μπορείτε να παρακολουθήσετε τις μέχρι τώρα συμμετοχές στην ιδιαίτερη αυτή σκυταλοδρομία.
Με τη σειρά μου παραδίδω την παρακάτω φωτογραφία στον επόμενο “δρομέα” μας, τη Ρένα Χριστοδούλου, με τη συνοδευτική λέξη: Ποδηλάτης
φωτογραφία: Δική μου |