Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διήγημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διήγημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2025

Ευεργέτιδα λήθη.

  Η άνοιξη είχε μπει για τα καλά και οι κάτοικοι του χωριού, άντρες και γυναίκες, απ΄ τα ξημερώματα είχαν κατέβει στον κάμπο για να σπείρουν τα καπνά. Καλά ήταν ακόμα τα χρόνια, ο μπασμάς είχε πέραση, κάπου εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα πρέπει να ήταν. Κουραστική δουλειά μα οι χωριανοί μας μπορούσαν και ζούσαν με αξιοπρέπεια τις οικογένειές τους. Στο χωριό μόνο τα παιδιά έμεναν και οι γεροντότεροι. Την ημέρα εκείνη σχολείο δεν πρέπει να είχε, διότι όλα τ΄ αγόρια της γειτονιάς βρίσκονταν από νωρίς εκεί στο πλάτωμα παίζοντας ποδόσφαιρο. Με τον βαρύ ήχο του αυτοκινήτου που ακούστηκε ν΄ ανεβαίνει την ανηφόρα, τραβήχτηκαν στην άκρη του δρόμου, αφού μάζεψαν βιαστικά τη μπάλα τους. Γρήγορα εκείνο φάνηκε στη στροφή μέχρι που ήλθε και σταμάτησε κάτω απ΄ το σπίτι του Κογκαλίδη. Το σήμα της κόκκινης ημισελήνου στις πινακίδες του, έδειχνε την προέλευση των επιβατών του. Οι πόρτες άνοιξαν, δυο άντρες βγήκαν, άνοιξαν την πίσω πόρτα και με φανερή τρυφερότητα βοήθησαν τη γυναίκα να βγει. Αυτή ήταν μεγάλης ηλικίας, φορούσε άσπρη μαντίλα που κάλυπτε το κεφάλι της και τη παραδοσιακή στολή των γυναικών της Ανατολής.

  Την ώρα εκείνη φάνηκε στη στροφή ο Τζιότζιος. Με που τους είδε τέντωσε το κορμί του, κατέβασε τη τραγιάσκα, πάτησε καλύτερα το μπαστούνι του και κίνησε κατά πάνω τους. Τάχυνε το βήμα του όσο μπορούσε, τα δυο τρία ούζα που είχε πιει στο μπακάλικο του Καλογιάννη σε συνδυασμό με τα χρόνια που κουβαλούσε στην πλάτη, τον δυσκόλευαν.

  Η γυναίκα, γιαγιά θα την έλεγες, κάτι έδειξε με τα χέρια της, κάτι είπε στη γλώσσα της, κάτι της απάντησαν οι άλλοι. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της ενώ την βοηθούσαν να ξαναμπεί στο αυτοκίνητο. Ό ένας απ΄ τους δυο άντρες έπιασε μια φωτογραφική μηχανή απ' το μπροστινό κάθισμα και άρχισε να φωτογραφίζει ολόγυρα όλα τα σπίτια.

  Την ώρα εκείνη ο Τζιότζιος έφτασε πια κοντά τους.

Γεια σας!” τους χαιρέτησε με εγκαρδιότητα χωρίς να μπορεί να κρύψει την περιέργεια του.

Μερ χαμπά” Ανταπέδωσαν κι αυτοί τον χαιρετισμό.

Τουρκ;” τους ρώτησε.

Έβε” απάντησαν θετικά.

  Τους ξαναρώτησε τι έψαχναν, άδικα όμως απ' εδώ και πέρα η συνεννόηση τους ήταν αδύνατη. Μπήκαν στο αυτοκίνητο, έκλεισαν τις πόρτες, ο οδηγός έβαλε μπροστά τη μηχανή και ξεκίνησε ν΄ ανεβαίνει την ανηφόρα για την έξοδο του χωριού.

  Μέχρι το βράδυ τα νέα είχαν διαδοθεί παντού. Καθένας έλεγε το μακρύ και το κοντό του, όπως συνήθως γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις. Αυτή ήταν και η κουβέντα που μονοπώλησε το ενδιαφέρον όλων στο καφενείο της απάνω γειτονιάς. Οι Τούρκοι που σταμάτησαν και φωτογράφισαν τα σπίτια τους. Κάποιος υποστήριξε ότι σίγουρα ήταν κατάσκοποι, από την άλλη όμως αναρωτήθηκε τι ενδιαφέρον να είχε η γειτονιά τους. Κάποιος άλλος, απ΄ τους γεροντότερους της παρέας, που πρόλαβε τα χρόνια πριν την απελευθέρωση, υποστήριξε ότι πρέπει να ήταν απόγονοι των λίγων Τούρκων που ζούσαν στο χωριό τότε. Δεν απέκλεισε το γεγονός, η γιαγιά με την άσπρη μαντίλα, να γεννήθηκε και να μεγάλωσε στο χωριό. Εκεί, στη μέση του μαγαζιού, κοντά στη ξυλόσομπα που η ζέστα της ήταν χρειαζούμενη ακόμη τα βράδια, καθόταν και ο Τζιότζιος. Απ΄ αυτόν διαδόθηκαν τα νέα αλλά ακόμα δεν είχε ανοίξει το στόμα του, μόνο άκουγε. Τα ογδόντα τα είχε πατήσει προ πολλού αλλά στις διηγήσεις ήταν μάστορας. Όλοι κρέμονταν από τα χείλη του, ειδικά όταν βαριούνταν την φλυαρία της τηλεόρασης. Τότε εκείνη έκλεινε κι αυτός ανέσυρε απ΄ τη μνήμη του ιστορίες από τα παλιά τα χρόνια. Και ήταν αστείρευτος. Πέρα από όλα τα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν το χωριό τους, ήξερε όλα τα χούγια και τα μυστικά των συγχωριανών του, τις παρασπονδίες και τις καλοσύνες τους, τα κρυφά πιπεράτα μυστικά τους. Όλοι ήξεραν ότι συνήθως υπερέβαλε στις διηγήσεις του αλλά ο τρόπος της αφήγησης του ήταν ανεπανάληπτος. Άλλαζε ή αυξομείωνε την ένταση της φωνής του, χειρονομούσε κατάλληλα, σηκωνόταν για να δώσει έμφαση σε αυτά που έλεγε, σήκωνε απειλητικά το μπαστούνι του, καθόταν και μόρφαζε σαν κάτι πολύ βαρύ να τον στενοχωρούσε, έκανε τις ανάλογες παύσεις για να τους προετοιμάσει για το τέλος. Ένας ερασιτέχνης ηθοποιός που έδινε την παράσταση του, με μοναδικό ακροατήριο τους λίγους θαμώνες του καφενείου. Μόνη του απόλαυση ήταν και του άρεσε αυτό, να τους βλέπει να κρέμονται από χείλη του και στο τέλος είτε να τον χειροκροτούν είτε να τον αποδοκιμάζουν γελώντας για το θράσος του. Και ήταν θρασύς διότι τολμούσε και έλεγε ιστορίες, που το υπόλοιπο χωριό της κρατούσε στη λήθη, μακριά από τα παιδιά και τα εγγόνια τους, διότι δεν απέδιδαν τιμή και παινέματα στους προγόνους τους.

  Τότε ο Τζιότζιος ένευσε με το χέρι του ησυχία, ήταν το σήμα ότι θα ξεκινούσε την δική του εξιστόρηση. Γύρισε το κεφάλι του ολόγυρα σε όλο το μαγαζί, όλοι ησύχαζαν ένας ένας. Με το που κάθισε και ο καφετζής, άρχισε την αφήγηση του. 

  Αχάραγα ακούστηκαν εκείνες οι τουφεκιές δίπλα στο ποτάμι. Στις όχθες του κείτονταν δίπλα δίπλα, τα άψυχα πια κορμιά του Καντάν και της γυναίκας του της Μουγγέ. Παραπέρα, μόλις μερικές δεκάδες μέτρα και ο δεκαπεντάχρονος γιος τους ο Ονάν. Πλήρωσαν με τη ίδια τη ζωή τους, την απερισκεψία τους. Πίστεψαν ότι κανένας δεν θα τους πείραζε. Τόσα χρόνια ζούσαν μέσα στο μαχαλά αγαπημένοι με τους γείτονες τους, δεν χωρούσε στο νου τους αυτό, που θα τους συνέβαινε εκείνο το βράδυ. Οι υπόλοιποι της γενιάς τους από τις προηγούμενες ημέρες, όσο ακουγόταν ότι ο ελληνικός στρατός πλησίαζε ασταμάτητος στο χωριό τους, είχαν μαζέψει σε τεράστιους μπόγους ότι τους ήταν χρειαζούμενα, τα φόρτωσαν στα ζώα τους και κατευθύνθηκαν προς την Ανατολή. Ήλπιζαν ότι κάποια μέρα θα τα κατάφερναν, σύντομα, να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Πού να ήξεραν;

  Ένα βράδυ προτού οι πρώτοι Έλληνες στρατιώτες διασχίσουν το χωριό για να φτάσουν στη Δράμα, έγινε το κακό. Η γειτονιά μας, όπως έκανε όλο το χωριό μόλις σκοτείνιαζε, κλείστηκε στα σπίτια, σφάλισε τα παράθυρα και τις πόρτες της. Αν και οι λίγοι Βούλγαροι στρατιώτες που στάθμευαν εδώ είχαν φύγει από την προηγούμενη, κανένας δεν μπορούσε να πιστέψει ακόμα τα καλά νέα που έφταναν από παντού. Ξάφνου ακούστηκαν οι κλαγγές των αλόγων, οι κλωτσιές στην πόρτα, οι φωνές της Μουγγέ, οι γδούποι στο κορμί του Καντάν, οι απειλές και το βρισίδι των δικών μας, η βίαια έξοδος των ανθρώπων και μετά... ησυχία. Αφού πέρασε λίγη ώρα, τράβηξαν οι πατεράδες μας απαλά το σύρτη, άνοιξαν με προσοχή τις πόρτες, κοίταξαν προς το σπίτι των γειτόνων μας, όλοι είχαν φύγει. Μαζεύτηκαν στην αυλή του διαλυμένου σπιτιού, όλα ένα κουβάρι, σαν να βρήκε την ευκαιρία ο χρόνια κλεισμένος θυμός στο ασκί του Αιόλου να βγει με ορμή προς τα εκεί και να μην αφήσει τίποτα όρθιο στο διάβα του. 

  Κατέβασαν το κεφάλι, γύρισαν και πάλι στα σπίτια τους, κλείδωσαν πίσω τους, η ψυχή τους πονούσε, τα μάτια των γυναικών βούρκωσαν, μπορεί να διέφεραν στην πίστη αλλά μαζί πορεύτηκαν τόσα χρόνια. Ο φόβος τους έκλεισε το στόμα, όλοι διαισθάνονταν τι θα γινόταν, καλύτερα να μην έλεγαν τίποτε, τα παιδιά τους δεν χρειαζόταν να μάθουν.

  Μα το επόμενο πρωινό η στενοχώρια τους γρήγορα έγινε χαρά και πανηγύρι. Το χωριό μας γιόρταζε επιτέλους την ελευθερία του. Σαν ψέματα μας φαινόταν! 

  Βλέπετε, στην αρχή του χρόνου το χωριό το είχαν καταλάβει οι Βούλγαροι, υπερήφανοι και αλαζόνες που πατούσαν για πρώτη φορά πόδι σε όλη την περιοχή, από το Νέστο, την Καβάλα ως τον Στρυμόνα. Μαζί τους κατέβηκαν στο χωριό και οι Εξαρχικοί από τη Μέλτζοβα! Αλλά και απ΄ αυτήν εδώ τη γειτονιά, κάποιοι βρήκαν την ευκαιρία να ταχθούν φανερά πια με το μέρος των νέων κατακτητών. Τα διαθέσιμα τρόφιμα επιτάχθηκαν, οι μερίδες που αναλογούσαν στον καθένα μας ήταν ίσα για να μην πεθάνουμε. Εκτός κι αν βουλγαρογραφόσουν, ε! τότε το σπίτι σου γέμιζε με όλα τα καλά. Οι διωγμοί ήταν στην ημερήσια διάταξη, κυρίως των γραμματιζούμενων, κάποιοι μπόρεσαν κι έφυγαν προς τη Θεσσαλονίκη για να γλιτώσουν την ίδια τη ζωή τους. Το όνειρο για Ένωση με την Ελλάδα του χωριού μας που πάντα η πλειοψηφία του είχε ελληνική συνείδηση, φαινόταν ότι έσβηνε για πάντα. Εκείνο το εξάμηνο, ήταν από τα πιο μαύρα που ζήσαμε.

  Όλα μεμιάς ξεχάστηκαν, η χαρά πλημμύριζε την ψυχή και οι πανηγυρισμοί ήταν ξέφρενοι. Από μέσα από το χωριό, περνούσαν ο ένας μετά την άλλο, οι λόχοι του στρατού μας. Το χωριό μέχρι το μεσημέρι γέμισε με τις σημαίες μας. Ανασαίναμε επιτέλους την ελευθερία και ο φόβος πέρασε στους χθεσινούς ευνοημένους της μοίρας. Ο τόπος δεν τους σήκωνε πια, έπρεπε να φύγουν. Βρέθηκαν στη λάθος μεριά της ιστορίας και έπρεπε να πληρώσουν το τίμημα. Πήραν το δύσκολο δρόμο της προσφυγιάς προς το βορρά, αποχαιρετώντας τους συγγενείς τους. Η μισή οικογένεια να αγωνίζεται για την ελληνικότητα της και η άλλη μισή να την αρνείται. Κανένας δεν έκλαψε γι' αυτούς. Όσο για τη Μέλτζοβα, αυτή σβήστηκε από το χάρτη, ήταν αδύνατον να γίνει διαφορετικά, το χωριό που κράτησε ψηλά όλα τα προηγούμενα χρόνια τη σημαία όλων αυτών που θεωρούσαν τη Βουλγαρία ως φυσικό διεκδικητή της περιοχής, ερημώθηκε.

Η εικόνα είναι δημιούργημα της τεχνητής νοημοσύνης

  Τις επόμενες ημέρες στελεχώθηκαν οι υπηρεσίες, πρώτα και καλύτερα η αστυνομία και τα σχολεία, με πρωταρχικό τους σκοπό να εκριζώσουν ότι ξένη επιρροή υπήρχε από τους ατελείωτους αιώνες της σκλαβιάς. Οι γιαγιάδες στις αυλές τους ακόμα μιλούσαν κρυφά τα γιούφτικα, με αυτήν τη γλώσσα πορεύονταν από γενιά σε γενιά. Βουλγάρικα ήτανε στην πραγματικότητα. Όλοι μιλούσαν τα γιούφτικα, αλλά η γλώσσα της εκκλησίας καθόριζε τι ήταν ο καθένας μας. Όσοι πήγαιναν στο σχολείο επί Τουρκοκρατίας, Ελληνικά μάθαιναν γιατί αυτή ήταν η γλώσσα του Ευαγγελίου, έτσι κι εμείς αισθανόμασταν πάντα Έλληνες. Στην κοινότητα, υψώθηκε η ελληνική σημαία, τα σινάφια άλλαξαν στα ελληνικά τις πινακίδες στα μαγαζιά τους, οι αστυνόμοι τριγύριζαν στις γειτονιές επιβλέποντας παντού την κατάσταση, μήπως τους είχε ξεφύγει κάτι.

  Τώρα βέβαια, με το δίκιο σας, θα με ρωτήσετε ποιοι ήταν εκείνοι, οι δικοί μας που σκότωσαν του αφελείς που νόμιζαν ότι το σπίτι τους θα το προστάτευαν οι γείτονές τους. Την αλήθεια θα σας πω, κανένας μας δεν τους είδε. Άλλοι έλεγαν ότι ήταν από κάποιους εντόπιους, που έχοντας υποστεί τον ξεφτιλισμό των Βουλγάρων ή το βάρος των ατέλειωτων χρόνων της Τουρκικής σκλαβιάς ξέσπασαν πάνω σε αυτούς τους άμοιρους ανθρώπους, που καμιά σχέση δεν είχαν με ότι γινόταν γύρω τους. Άλλοι είπαν ότι ήταν οι Θρακιώτες, που διωγμένοι κι αυτοί κακήν κακώς από τα δικά τους μέρη με το ξέσπασμα του πολέμου, ζήτησαν εκδίκηση. Ποιος ξέρει;

  Έγιναν φοβερά πράγματα τότε. Πάντα στον πόλεμο γίνονται ντροπιαστικά, που τα κρύβουν ενώ τα λίγα ηρωικά τα ξεχειλώνουν. Μακάρι να μην ήξερα ούτε από εκείνα ούτε από τα άλλα. Μα έτσι τα έγραφε η Ιστορία ότι έπρεπε να γίνουν, όπως κι έγιναν τελικά.”

  Ο Τζιότζιος χαλάρωσε στην καρέκλα του και πάλι, δίνοντας το σήμα ότι η αφήγηση του είχε τελειώσει. Κανένας δεν μίλησε αυτή τη φορά, μια βουβαμάρα σκέπασε όλο τον χώρο μέχρι που σηκώθηκε απ την καρέκλα του ο Κογκαλίδης. Αυτός ήταν ένας από τους πρώτους πρόσφυγες, παιδί ακόμα, που έφτασαν στο χωριό, πριν το 22. Η οικογένεια του βρήκε ένα εγκαταλειμμένο σπίτι, εκεί στη γειτονιά που σταμάτησε το πρωί το αυτοκίνητο με τους Τούρκους, και το κατέλαβε. Όλοι τους καλοδέχθηκαν, σίγουρα προσπαθούσαν να ξορκίσουν εκείνη τη τραγική βραδιά, που αδυνατούσε η μνήμη τους να διαγράψει. Την ιστορία πρώτη φορά την άκουγε μα κάτι επιπλέον πέρασε από το μυαλό του. Χαιρέτησε βιαστικά κι έφυγε για το σπίτι του.

  Την άλλη μέρα, ξύπνησε από τα χαράματα, στην πραγματικότητα ο ύπνος δεν τον είχε πιάσει διόλου όλη τη νύχτα. Έβγαλε το κασμά και το φτυάρι από την αποθήκη. Το δικό του σπίτι έψαχναν οι Τούρκοι. Από χρόνια σκόνταφτε σε εκείνη την πλάκα, μέσα από την εξώθυρα του σπιτιού. Ήταν ελαφριά ανασηκωμένη, ελάχιστα, ίσα που φανέρωνε ότι κάποιος την είχε βγάλει για κάποιο λόγο και την τοποθέτησε και πάλι αλλά το κουσούρι του μερεμετιού έμεινε. Άρχισε να την κτυπά με τον κασμά, έφερε και το καλέμι με τη βαριοπούλα, σήκωσε τη γειτονιά στο πόδι, η νύφη του ξύπνησε και αυτή, προσπάθησε να καταλάβει τι γινόταν, ζήτησε να περιμένουν τον άντρα της να γυρίσει απ΄ τα χωράφια το βράδυ, αυτός της έλεγε μόνο να προσέχει να μην μπει κανένας στο σπίτι τους. Η βαριά πέτρινη πλάκα χαλάρωσε, έβαλε όση δύναμη του απέμεινε μέχρι που την τράβηξε στα πλάγια. Η νύφη του μια κοίταζε να μην μπει καμιά γειτόνισσα και μια τον πεθερό της, που θαρρείς ότι ψηνόταν ολόκληρος στον πυρετό. Το χώμα φάνηκε από κάτω. Με το φτυάρι, άρχισε να σκάβει και να αδειάζει το χώμα. Σε λίγο, το σίδερο σκόνταψε σε κάτι. Έπιασε και πάλι το καλέμι, γονάτισε και άρχισε να ξύνει μ΄ αυτό το χώμα ολόγυρα. Ένα ξύλινο κουτί, σάπιο σχεδόν, μικρό με φιλντισένια στολίδια, φάνηκε. Στα χέρια του διαλύθηκε. Τρεις χρυσές λίρες Αγγλίας όλες και όλες κρύβονταν εκεί. Δεν ήταν απ΄ τους τυχερούς. Μα πώς μπορούσε να γίνει διαφορετικά; Φτωχοί άνθρωποι ήταν όσοι κατοικούσαν στο χωριό τους, ξωμάχοι της γης, όλοι τους. Είτε Έλληνες είτε Τούρκοι είτε Βούλγαροι, ο ένας μοίραζε τη φτώχεια του με τον άλλο μέχρι που στο γύρισμα του αιώνα, οι Μεγάλοι  αποφάσισαν ότι ο καθένας έπρεπε να πάρει τον δικό του δρόμο και να κλειστεί στα δικά του σύνορα. Τα σύνορα που χαράχτηκαν έπρεπε να διαγράψουν απ΄ τη μνήμη των ανθρώπων εκείνα που τους ένωναν και να μείνουν εκείνα που τους χώριζαν. Μάθαμε να μισούμε, τους έμαθαν να μας μισούν, μέχρι την ημέρα που ως Λαοί θα σταθούμε στα πόδια μας, ικανοί να μην φοβόμαστε την ίδια την ύπαρξη μας.

20-2-2019

Αυτό είναι ένα διήγημά μου, το οποίο έγραψα πριν από λίγα χρόνια και τώρα έφτασε ο χρόνος για τη δημοσίευσή του.  

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2024

Αλίμονο σε αυτούς που φεύγουν...


serifos
Image by Hans-Peter Muckenschabel from Pixabay

  Καθώς οι στροφές της μηχανής  έπεφταν, το πλοίο έκοβε σταθερά ταχύτητα. Ο Άλκης στεκόταν ψηλά στο κατάστρωμα κοιτάζοντας τη θέα του νησιού του, το οποίο πριν λίγα χρόνια είχε βίαια εγκαταλείψει. Απέναντι στην στεγνή πλαγιά άσπριζε το μοναδικό μεσόγειο χωριό ενώ στα δεξιά του ο λιμενοβραχίονας οριοθετούσε το χώρο δημιουργώντας μια αίσθηση ασφάλειας και οικειότητας. Στον μεγάλο, γαλήνιο κόλπο δεκάδες σκάφη διαφόρων μεγεθών απολάμβαναν τον ήλιο, ο οποίος ετοιμαζόταν να βυθιστεί πίσω από την γραμμή του ορίζοντα, στo πέλαγος μακριά για μία ακόμη φορά.  

  Η καλοκαιρινή ζέστη του δειλινού ήταν έντονη μα η θαλασσινή αύρα τον έκανε να αισθάνεται καλά. Η ματιά του εξερευνούσε όλο το μήκος της μικρής πόλης, που απλωνόταν δίπλα στο λιμάνι. Κάθε γωνιά της του ήταν οικεία, γεμάτη αναμνήσεις. Όμορφες αναμνήσεις μα και οδυνηρές, γεγονότα που τον έδιωξαν κάποτε από εκεί.

  Λίγα μέτρα χώριζαν το πλοίο από την αποβάθρα κι έπρεπε να ετοιμαστεί για την αποβίβαση. Άνοιξε το κινητό του και με μια αίσθηση ανυπομονησίας έψαξε τα μηνύματα. Κανένα νεότερο, ξαναδιάβασε το τελευταίο για μια ακόμη φορά: "Φτάνει στο τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει πια χρόνος". Κάθε λέξη φαινόταν να ηχεί σαν καμπάνα μέσα του, δίχως να γνωρίζει την πραγματική σημασία του. Το μόνο που διαισθανόταν ότι έπρεπε να κάνει, ήταν να γυρίσει στο νησί του.

  Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το είχε διαβάσει άπειρες φορές κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του προς το νησί. Μια διαλυμένη σχέση από το παρελθόν, η αμφιταλάντευση ανάμεσα στην επιθυμία του επιστρέψει στο νησί και τον πόνο που ακόμα σκίαζε την ψυχή του, η αιφνίδια απόφαση να ταξιδέψει  χωρίς ακόμη να έχει κατανοήσει το γιατί, η αποτυχία μέχρι τώρα να βάλει σε μια σειρά τη ζωή του, όλα αυτά τον αποσυντόνιζαν, εμποδίζοντάς τον τοποθετήσει τις σκέψεις του μα και τη ζωή του σε ένα λογικό πλαίσιο. Έβαλε το κινητό στην τσέπη και κινήθηκε προς την έξοδο. Από την μια αβέβαιος ακόμα αναρωτιόταν για τα επόμενα βήματά του, το μήνυμα κάπου ήθελε να τον οδηγήσει αλλά ουσιαστικά δεν του έλεγε τίποτε, συγχρόνως όμως ένιωθε την υπέροχη γαλήνη του νησιού, του δικού του τόπου να τον αγκαλιάζει εκείνη τη στιγμή.

   Περπάτησε αργά προς το κέντρο του λιμανιού, όπου οι ήχοι της μικρής του πατρίδας γλύκαναν προς στιγμή την ψυχή του. Οι ψαράδες φώναζαν ο ένας στον άλλο, τα παιδιά έτρεχαν φωνάζοντας στην αμμουδιά και οι μυρωδιές από τις ταβέρνες του νησιού αναμειγνύονταν με την αλμύρα της θάλασσας. Όσο κι αν είχε προσπαθήσει να το αρνηθεί, αυτός ήταν ο τόπος του. 

   Κάθε βήμα του τον έφερνε πιο κοντά στην αλήθεια που έπρεπε να αντιμετωπίσει. Όταν το βλέμμα του έπεσε σε μια ταβέρνα, γνώριμή του από τα παλιά, η καρδιά του χτύπησε δυνατά. Ήξερε ότι εκεί μέσα θα έβρισκε τις απαντήσεις που τόσο καιρό έψαχνε. Έριξε ένα τελευταίο βλέμμα προς τις ειδυλλιακές εικόνες του λιμανιού και μπήκε μέσα. 

  Ο Άλκης κάθισε σε ένα τραπέζι κοντά στο παράθυρο κι έριξε μια γρήγορη ματιά μήπως κι έβλεπε το πρόσωπο που ήθελε να συναντήσει. Δεν την είδε αλλά ήταν σίγουρος ότι ήταν ακόμη εκεί. Μετά από λίγο από την είσοδο μια γυναίκα μπήκε μέσα, με τα μαλλιά της να αναδεύονται από το αεράκι. Ήταν η Κατερίνα, τίποτε δεν είχε αλλάξει πάνω της, η κολλητή του από τα παιδικά χρόνια. Οι ματιές τους συναντήθηκαν και για μια στιγμή βαριά σιωπή απλώθηκε γύρω τους.

  "Το ήξερα ότι μια μέρα θα επέστρεφες!" είπε η Κατερίνα, με φωνή που έτρεμε ελαφριά.

  "Είσαι ο μόνος δικός μου άνθρωπος εδώ...", απάντησε ο Άλκης, με την καρδιά του να χτυπά δυνατά. 

  Κάθισε δίπλα του, στην αρχή με δυσκολία ανταποκρίνονταν σε όσα ο ένας ήθελε να μάθει για τον άλλο, μα όσο η ώρα περνούσε ο κόμπος στον λαιμό τους λυνόταν μέχρι που οι λέξεις άρχισαν να ξεχύνονται σαν χείμαρρος. Μίλησαν για τα νεανικά όνειρά τους, τα λάθη, την προδοσία και την απώλεια του χρόνου. Καθώς η συζήτηση βάθαινε, ο Άλκης αισθάνθηκε ότι το χάος στο μυαλό του  άρχιζε να ξεκαθαρίζει. Ο Άλκης ένιωσε την πίεση μέσα του να χαλαρώνει, τη βεβαιότητα ότι αυτή η συνάντηση ήταν η ευκαιρία του για ένα νέο ξεκίνημα, που τόσο χρειαζόταν στη ζωή του.

  "Πες μου, μην σταματάς," της είπε, "έχω ανάγκη να ακούσω όλη την αλήθεια."

  Η Κατερίνα άρχισε να αφηγείται τα γεγονότα που είχαν συμβεί όλα αυτά τα χρόνια. Όσο μιλούσε, ο Άλκης αισθανόταν τον χρόνο να διαλύεται. Τα λόγια της τον πλήγωναν για μία ακόμη φορά αλλά συγχρόνως η φωνή της έφτανε στα αυτιά του σαν μια γλυκιά μελωδία που έγιαινε σιγά-σιγά τις πληγές του παρελθόντος.

  "Μετά την αναχώρησή σου" είπε, "τα πράγματα έγιναν δύσκολα. Οι περισσότεροι πίστευαν ότι θα χανόσουν για πάντα. Κάποιοι λίγοι έδιναν μια ευκαιρία στην επιστροφή σου. Μεταξύ αυτών κι εγώ!"  

   Ο Άλκης ένιωθε την ενοχή να τον πνίγει, αλλά ήταν έτοιμος να ακούσει. "Δεν ήθελα να φύγω, Κατερίνα. Έπρεπε να το κάνω, ο τόπος ξαφνικά είχε γίνει πολύ μικρός, με έπνιγε, έφυγα για να γλιτώσω αλλά τελικά πουθενά δεν μπόρεσα να ησυχάσω."

   "Το ξέρω!", είπε εκείνη. "Ήμουν η μόνη που ήξερα!. Το πόσο την αγαπούσες από τότε που ήμαστε παιδιά, το σύντομο δέσιμό σας και το λάθος της το οποίο ποτέ δεν μου αρνήθηκε, η δική σου οργή και η δική της απογοήτευσηη πτώση της στα χέρια εκείνου που απλώς την περιέφερε ως τρόπαιο στο νησί. Την πράξη της εκείνη εσύ την θεώρησες ως προδοσία, και ήταν, αλλά από την άλλη πώς μπόρεσες να βάλεις στην άκρη όλη εκείνην την αγάπη που νιώθατε ο ένας για τον άλλο; Δεν σβήνουν εύκολα αυτά τα συναισθήματα. Το ξέρεις πολύ καλά αυτό όπως το ήξερε κι εκείνη."

 "Φοβόμουν, ήμουν αδύναμος, τόσο μικρός απέναντι της, ενώ εκείνη έφερνε βόλτα μόνη της όλο το νησί. Δεν το άντεχα αυτό!"

  Οι λέξεις που αντάλλαξαν τον χτύπησαν βίαια, σαν ξύπνημα από το τέλμα στο οποίο είχε χαθεί και για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, ένιωσε την επιθυμία να κερδίσει τον χαμένο χρόνο, ένιωθε έτοιμος να δώσει την μάχη, που όφειλε να είχε κάνει πριν από χρόνια.  

  "Και η Μαρία;" ρώτησε τολμώντας επιτέλους να πει το όνομά της ενώ η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. "Πώς είναι; Τι κάνει σήμερα;"

  Η Κατερίνα τον κοίταξε για λίγο. Το βλέμμα της σκοτείνιασε.  

"Η Μαρία έφυγε… πριν από δύο μέρες. Όλα αυτά που της συνέβησαν, ο γάμος της που διαλύθηκε με επώδυνο τρόπο, η μοναξιά που βίωνε όλον αυτόν τον καιρό, οι μνήμες των ευτυχισμένων χρόνων που δεν την άφηναν να ησυχάσει, το κλείσιμο στον εαυτό της και η άρνηση της για οποιαδήποτε βοήθεια, η εγκατάλειψη του εαυτού της, δεν άντεξε. Έξω από το σπίτι της έπεσε, εγκεφαλικό είπε ο ιατρός, δεν ξανασηκώθηκε."  

  Το νέο τον συγκλόνισε. Η Μαρία, η πρώτη του αγάπη, η μοναδική του αγάπη, είχε φύγει. Συνειδητοποίησε ότι δεν είχε προλάβει να της πει αντίο για λίγες μόλις ώρες. Αν δεν άφηνε τις μέρες να κυλίσουν αναποφάσιστος από τότε που πήρε το μήνυμα στο κινητό του,  ίσως όλα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά. 

 "Λυπάμαι!” ψέλλισε. "Δεν... δεν ήξερα! Δεν το φανταζόμουν καν!"

  Η νύχτα προχωρούσε και η ταβέρνα γέμιζε με γέλια και τραγούδια. Η Κατερίνα στα σύντομα διαλείμματά της, καθόταν δίπλα του λέγοντάς του λόγια υποστήριξης.  

  "Πρέπει να κάνεις κάτι!" του είπε. "Να επιστρέψεις στην Μαρία, στην μνήμη της. Να της πεις όσα κρατάς μέσα σου."

  Έπρεπε να σκεφτεί σοβαρά την πρόταση της Κατερίνας. Το μυαλό του άρχισε να συνθέτει εικόνες από το παρελθόν, όταν νεαροί ανέμελα διασκέδαζαν, εκείνη εκθαμβωτική, η ψυχή της παρέας, ενώ αυτός έστεκε δίπλα της τόσο μα τόσο μικρός έστω κι αν την αγαπούσε με όλο του το είναι. Γι΄ αυτό τον απάτησε;  Γι΄ αυτό δεν μπόρεσε να την διεκδικήσει και πάλι;

  "Έχεις δίκιο!" είπε τελικά με αποφασιστικότητα. "Θα βρω τον τρόπο να την τιμήσω. Και εσύ, Κατερίνα, είσαι η μόνη που ήξερες την αλήθεια και από τις δύο πλευρές. Θέλω να είσαι δίπλα μου!"

  "Ήμουν κάτι παραπάνω από την καλύτερή σου φίλη, μην το ξεχνάς!" και οι δυο τους αντάλλαξαν ένα χαμόγελο. Το πρώτο του μετά από καιρό.

  Μετά τα μεσάνυχτα, όταν η κίνηση αραίωσε στο μαγαζί, βγήκαν έξω με το φως του φεγγαριού να τους καθοδηγεί. Καθώς περπατούσαν κατά μήκος του λιμανιού το κύμα χτυπούσε απαλά στο τσιμέντο και σε συνδυασμό με τους ήχους του νησιού δημιουργούσαν μια μαγευτική μελωδία. Η γνώριμοι αυτοί ήχοι κατέκλυσαν τον Άλκη με αισθήματα συγκίνησης αλλά και μια αίσθηση ελευθερίας. Όλα όσα είχε αφήσει πίσω, όλα όσα είχε φοβηθεί, τώρα φάνταζαν ανώδυνα.

  "Πού πάμε;" ρώτησε η Κατερίνα, κοιτάζοντας τον με περιέργεια.

  "Στην παραλία!" απάντησε ο Άλκης. "Εκεί που μας άρεσε να καθόμαστε τα βράδια. Σίγουρα εκεί τριγυρίζει η ψυχή της αυτήν την ώρα."

  Το φεγγάρι έριχνε το ασημένιο φως του πάνω στην άμμο. Μόνο το σκάσιμο των αδύναμων κυμάτων ακούγονταν. Όταν έφτασαν, ο Άλκης ένιωσε τη  θάλασσα να τον καλεί. Στάθηκε απέναντί της ενώ το μυαλό του, η ψυχή του, η καρδιά του, γέμιζαν με την παρουσία της Μαρίας. Έκλεισε τα μάτια του και άφησε τις αναμνήσεις να τον πλημμυρίσουν.

  "Μαρία!" ψιθύρισε, "είσαι εδώ;"

  Η Κατερίνα στεκόταν δίπλα του, με μια έκφραση κατανόησης. 

  Ανάπνευσε βαθιά, προσπαθώντας να εστιάσει στα όσα είχε να πει. "Ήθελα να σου πω… ότι λυπάμαι. Λυπάμαι που δεν ήμουν εκεί όταν με χρειαζόσουν. Για το φευγιό μου! Δεν άντεχα να σε βλέπω πια... Ο εγωιστής εαυτός μου πρόδωσε την αγάπη που πάντα ένιωθα για σένα... συγνώμη!"

  Η θάλασσα φαινόταν να του απαντά, με κύματα που σκαρφάλωναν στην ακτή, σαν να τον ενθάρρυναν να προχωρήσει. "Αλλά τώρα, θέλω να ξέρεις ότι πάντα σε κουβαλούσα στην καρδιά μου. Δεν σε ξέχασα ποτέ. Ούτε για μια στιγμή!"

  Η Κατερίνα, νιώθοντας την έντασή του, του έπιασε τον ώμο με μια κίνηση που όριζε ότι έπρεπε να συνεχίσει. 

  Ενθαρρυμένος από την παρότρυνση της Κατερίνας, έκανε μερικά ακόμα βήματα μέχρι που το νερό έβρεξε τα πόδια του, σαν να μια πράξη εξιλέωσης απ΄ όσα τον βάραιναν. "Μαρία, αν με ακούς… θέλω να ξέρεις ότι ήσουν πάντα η πηγή της χαράς μου. Κάθε στιγμή που περάσαμε μαζί ήταν ένα δώρο, το οποίο ποτέ δεν εκτίμησα όσο έπρεπε."

  Η θάλασσα απαντούσε με τον απαλό παφλασμό της και ο Άλκης ένιωθε την καρδιά του να ηρεμεί. "Ήσουν το φως που με καθοδηγούσε, και τώρα που είμαι εδώ, το μόνο που ζητώ είναι να κρατήσω ζωντανές τις αναμνήσεις μας. Να σου ζητήσω συγνώμη, για την αδυναμία μου, τη φυγή μου, που σε άφησα, που δεν πάλεψα για σένα!"

  Αντίκρυ του το φεγγάρι σαν να είχε λαμπρύνει ακόμη περισσότερο και τότε για μια ελάχιστη στιγμή μόνο, εμφανίστηκε εκείνη να του χαμογελάει. Η ψυχή του πλημμύρισε γαλήνη. Δεν λάθεψε, ήταν εκεί, πιστή στις παλιές τους συνήθειες.

  Η Κατερίνα στεκόταν δίπλα του, έτοιμη να τον στηρίξει. "Πρέπει να φύγουμε!" του είπε τελικά. "Έκλεισε ένα κεφάλαιο της ζωής σου και οφείλεις να ανοίξεις το επόμενο, τώρα!"

  Ο Άλκης γύρισε προς την Κατερίνα. "Ναι! Έχεις δίκιο! Ας επιστρέψουμε."

  Στη μέση του δρόμου της επιστροφής η Κατερίνα τον πήρε στην αγκαλιά της, εκείνος αφέθηκε τελείως. Τον πλησίασε ζητώντας τα χείλη του κι εκείνος ανταποκρίθηκε.

"Είμαστε ακόμη εδώ..."

"Η ζωή δεν περιμένει. Το έχω πάρει το μάθημά μου!"

  

Η παραπάνω ιστορία είναι εμπνευσμένη από το συγγραφικό δρώμενο του Giannis Pit, με τίτλο: Μια ιδέα - Μια έμπνευση, 3ος κύκλος

  Η αρχική ιδέα ήταν:  Φτιάξε μια ιστορία με το παρακάτω κείμενο: "Ο θόρυβος των μηχανών ελαττώθηκε. Οι στροφές έπεφταν καθώς το πλοίο ήδη έκοβε ταχύτητα. Έστεκε ψηλά στο κατάστρωμα, το θαλασσινό αγέρι ανέμιζε τα μαλλιά του/της. Στα δεξιά ο μεγάλος λιμενοβραχίονας του λιμανιού οριοθετούσε το λιμάνι. Ένα λιμάνι μεγάλο, όμορφο. Στα δεξιά δεμένα, σαν πολύχρωμα στολίδια διάφορα σκάφη και στα αριστερά στο κέντρο, ο άδειος χώρος για τον οποίο το πλοίο που τον/την μετέφερε ήδη είχε βάλει ρότα. Η καλοκαιρινή ζέστη του δειλινού ήταν εμφανής και η υγρασία μούσκευε το κορμί του/της. Άπλωσε το βλέμμα του/της σε όλο το μήκος του λιμανιού. Ένα υπέροχο καρτ-ποστάλ ήταν ζωγραφισμένο στα μάτια του/της. Λίγα μέτρα χώριζαν το πλοίο από την αποβάθρα και έπρεπε να ετοιμάζεται για την αποβίβαση. Άνοιξε το κινητό του/της. Έψαξε τα μηνύματα, στάθηκε στο τελευταίο και διάβασε προσεκτικά: “Φτάνει στο τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει πια χρόνος” Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το είχε διαβάσει άπειρες φορές στη διαδρομή προς το νησί. Έβαλε το κινητό στην τσέπη και κινήθηκε προς την έξοδο. Ένιωθε τόσο παράξενα. Οι σκέψεις έρχονταν να πλημμυρίσουν το μυαλό του και έδεναν με την υπέροχη γαλήνη του νησιού..."

Φίλε Γιάννη σε ευχαριστώ, για την ευκαιρία που μας δίνεις να γράφουμε πράγματα πέρα από αυτά που καταρχήν έχουμε στο μυαλό μας.

Κυριακή 12 Μαΐου 2024

Έτσι ήταν καλύτερα. ( διήγημα)

Image by Engin Akyurt from Pixabay
  Με την ευκαιρία της σημερινής εορτής της μητέρας....
    
Κυριακή πρωί και η Ζωή βρίσκεται μπροστά στον καθρέπτη του
δωματίου της, δένοντας κότσο τα μαλλιά της. Η Αντιγόνη, η μάνα της. περνά απέξω, κοντοστέκεται για λίγο, την παρατηρεί.

  "Πως περνούν τα χρόνια... τριαντάρισες πια κόρη μου.... τη δική σου οικογένεια θα έπρεπε να ετοιμάζεις για την εκκλησία... με ποιον να φτιάξεις νοικοκυριό απ΄ εκεί; ..."

  Μέσα της τα είπε βέβαια, πρωί Κυριακής, ποιος είχε όρεξη για καβγά; Μπήκε στην κουζίνα, άνοιξε την τηλεόραση στο κρατικό, η λειτουργία είχε αρχίσει, χαμήλωσε λίγο τη φωνή. Έπιασε το μπρίκι, έβαλε νερό, άναψε το γκαζάκι. Έπιασε το φλιτζάνι της, έβαλε μια κουταλιά απ΄ το δυνατό καφέ που της άρεσε, μισή ζάχαρη. Όταν είδε το νερό να βγάζει τις πρώτες φουσκάλες, το έκλεισε και άδειασε το νερό στο φλιτζάνι. Ανακάτεψε βιαστικά και κάθισε στο ντιβάνι για να τον πιει. Μια ιεροτελεστία, καθημερινή, την οποία τηρούσε με θρησκευτική ευλάβεια. Έβαλε τα γυαλιά της, έπιασε το βιβλίο που διάβαζε αυτή την εποχή, το τελευταίο της Μαντά και το άνοιξε στη σελίδα, που το είχε αφήσει την προηγούμενη. Της άρεσαν οι ιστορίες της. Μιλούσαν για γυναίκες έξυπνες, δυναμικές αλλά που η τύχη τις έφερε να κακοπέσουν δίπλα σε έναν ανάξιο τους άντρα. Για γυναίκες που μάχονται για έναν ανεκπλήρωτο έρωτα ή που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την πεθερά, που θεωρεί ότι ο γιος της άξιζε καλύτερης τύχης. Πολλές φορές πάλι η γυναίκα έχει το πάνω χέρι και τότε “σέρνει” στα πόδια της τον δύστυχο ερωτευμένο, παίρνοντας εκδίκηση επιτέλους, για όλα τα δεινά που υπέμειναν οι υπόλοιπες πρωταγωνίστριες της.

  “Φεύγω μάνα! Να δω πότε θα 'ρθεις μαζί μου, ποια Κυριακή θα ΄ναι αυτή; Μα πώς σ΄ αρέσει η λειτουργία απ΄ την τηλεόραση; Μπα, ούτε αυτήν ακούς! Τέλος πάντων, τα ίδια θα λέμε; Γεια σου!”

  Εκείνη έτσι το ήθελε. Να ακούγεται έτσι σιγανά, ίσα ίσα η μελωδία από την Μητρόπολη να χαϊδεύει τ΄ αυτιά της, δίχως να χρειάζεται να ακούει τα λόγια, δίχως τα συνεχή ανασηκώματα που θα έκανε αν βρισκόταν στο ναό της γειτονιάς της, ίσα ίσα τόσο όσο να καταλαγιάζει τις σκέψεις της.

  Συνέχισε το διάβασμα της, μέχρι που, στην πόρτα εμφανίστηκε ο άντρας της.

  “Καλημέρα Αντιγόνη!”

  Κάθισε απέναντί της, έτοιμος, κουστουμαρισμένος, με τη γνώριμη μυρωδιά του after save που φορούσε.

  “Να σου κάνω καφέ;”

  “Όχι, όχι... θα πιω με την παρέα.”

  Ποτέ δεν έπινε τον πρωινό του καφέ στο σπίτι. Πριν τη δουλειά, σταματούσε στο μπουγατσατζίδικο, που βρισκόταν στον κεντρικό δρόμο πριν τη λεωφόρο κι εκεί έπινε τον πρώτο καφέ της ημέρας, μαζί με όλους όσους ξυπνούσαν νωρίς, αδυνατώντας να μείνουν στο σπίτι τους. Η παρέα ίδια, εδώ και χρόνια. Μα ο άντρας της, τη συνήθεια αυτή την κρατούσε ακόμα και τις Κυριακές, που η δικαιολογία της δουλειάς δεν υπήρχε. Λες να έχει ξελογιαστεί με κείνη, την πονήρω, τη Μπουγατσατζού...

  Τον κάρφωσε στα μάτια.

  “Τι ρε Αντιγόνη; Αφού ξέρεις. Ο καφές χωρίς τσιγάρο δεν γίνεται κι εδώ απαγορεύεται...”

  “Κάνε ότι θες. Ότι και να πω, δεν θ΄ αλλάξει τίποτε. Την κόρη μας την είδες; Πότε θ' ασχοληθείς μαζί της;”

  “Τι έγινε με δαύτη;”

 "Τι έγινε; Τριάντα φεύγα έγινε πια! Δουλειά, σπίτι κι από εκεί εκκλησία, λειτουργία για λειτουργία δεν αφήνει, θυμίαμα μυρίζουν τα ρούχα της, άβαφη και τώρα μου μόστραρε και τον κότσο στο κεφάλι.... και αύριο θα μου φύγει για κανένα μοναστήρι..... Εσένα δεν σε ανησυχούν αυτά; Τα θεωρείς φυσιολογικά; Μία την έχουμε; Μίλα της και συ κάποια φορά! Πατέρας της είσαι! Πες κάτι!"

  "Τι να σου πω, ρε Αντιγόνη; Τι να σου πω; Αυτά που λέει όλος ο κόσμος. Θα τα ΄χεις ακούσει.... Τα ξέρεις!"

  Ήξερε τι ακουγόταν. Για όλες εκείνες τις "θεούσες", έτσι τις έλεγαν στη γειτονιά, ανάμεσα τους και η κόρη τους... που κόλλησαν γύρω στον παπά που ήλθε στην ενορία τους, πριν από λίγα χρόνια. Νέος, πρόσχαρος, ακούραστος, είχε καταφέρει να αναστήσει τον ναό των Ταξιαρχών. Όμορφο δεν τον έλεγες αλλά σίγουρα είχε κάτι που μαγνήτιζε τον κόσμο. Μα πώς τα κατάφερε, να πείσει τόσο κόσμο, να προσφέρει όλα εκείνα τα χρήματα για να κάνει την εκκλησία τους σαν καινούρια; Άλλαξε τα μάρμαρα στην είσοδο, την παλιά σιδερένια πόρτα με μια περίτεχνα σκαλισμένη από ακριβό ξύλο, τα προσκυνητάρια, τα σκεύη του ιερού... και γύρω του, προσκολλημένες οι "θεούσες", ανάμεσα τους και η Ζωή τους. Αυτή ήταν ελεύθερη τουλάχιστον, καλό δεν είναι κι αυτό, μα κι εκείνες οι άλλες, οι παντρεμένες, με άντρα, με παιδιά, πότε προλαβαίνουν τις δουλειές του σπιτιού τους. Κι ύστερα λένε για τα κέρατα που τις φοράνε. Πώς θα γίνει;

  "Της μίλησα ρε Αντιγόνη, δεν της μίλησα; Τότε που νόμιζα ότι περνούσε ακόμα ο λόγος μου. Το ξέχασες; Και ποιο το αποτέλεσμα; Από εκεί που ήμουν ο μπαμπάς της, τώρα είμαι ένας... ξένος. Πάει και το μπαμπάς, πάνε και τα χαριεντίσματα που κάναμε, πάνε και τα αστεία που λέγαμε... Τώρα: "πατέρα, να σου φτιάξω έναν καφέ;" Δεν είναι πια κοριτσάκι. Ολόκληρη γυναίκα είναι πια! Ότι και να της πεις... μπαινάκης και βγαινάκης!"

  Δίκιο έχει, μονολόγησε από μέσα της η Αντιγόνη. Μήπως δεν της μίλησε κι εκείνη, τόσες και τόσες φορές. Και τι κατάλαβε; Αυτή εκεί, δίπλα στο παπά Δημήτρη, ότι έλεγε εκείνος νόμος απαράβατος, ότι έλεγε η μάνα της, ασήμαντο, ανάξιο σχολιασμού. Δεν μπορεί, κάτι άλλο συμβαίνει. Εκείνος είναι ένας ξένος. Εμείς είμαστε οι γονείς της. Εμείς ίσα που την βλέπουμε στο σπίτι. Σε αυτόν ξημεροβραδιάζεται. Πόσο κανονικό είναι αυτό για μια ελεύθερη γυναίκα στην ηλικία της;

  "Τι σκέφτεσαι ρε Αντιγόνη; Πες μου κι εμένα να καταλάβω κάτι περισσότερο!"

  "Άκου Περικλή! Όλο αυτό που συμβαίνει δεν μου αρέσει... Στα νιάτα της πάνω, εικοσιπέντε ήταν όταν άρχισε αυτή η ιστορία... και χαιρόμουν ο βλάκας, έλεγα κοντά στην εκκλησία θα είναι, καλό θα είναι γι΄ αυτήν. Και μήνα με το μήνα άλλαζε... κι έλεγα εγώ, ο δρόμος του Θεού είναι αυτός. Ούτε ξενύχτια πια, ούτε τις παρέες εκείνες που τότε με ανησυχούσαν, είχε πια. Τώρα ούτε εξόδους ούτε φίλους ούτε ψώνια,καλά καλά δεν κάνει για τον εαυτό της. Δεν είναι ο δρόμος του Θεού αυτός! Οικογένεια έπρεπε να έχει τώρα! Σήμερα Κυριακή θα έπρεπε να μου φέρνει τα εγγόνια μου εδώ! Κι αν μου φύγει; Κι αν μου κλειστεί σε κανένα μοναστήρι; Τι θα κάνω εγώ μόνη μου εδώ... και εσύ μόνος σου εκεί;"

  Ένιωθε ο Περικλής τι του έλεγε η γυναίκα του. Τη μοναξιά τη βίωναν και οι δυο τους, κάθε ένας με το δικό του τρόπο, με ολοένα και σκληρότερο τρόπο, χρόνο με το χρόνο όλο και χειρότερα την αισθάνονταν. Σαν δυο ξένοι κάτω από την ίδια στέγη. Τη συνήθισαν πια. Παρηγοριόταν λέγοντάς στον εαυτό ότι, ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος ήταν. Ζήλευε όμως, πίσω από τα χαμόγελα έκρυβε τον πόνο του, όταν ο ένας του φίλος, πάντρευε τον γιο του, όταν ο άλλος κερνούσε για το πρώτο του εγγόνι, όταν ο τρίτος έφευγε κάθε τόσο διήμερα ταξίδια, με τη γυναίκα του. Όλα στη ζωή έχουν μια προβλέψιμη κατάληξη. Όχι όμως η δική τους, όχι όπως θα την ήθελε τουλάχιστον.

  "Αντιγόνη, πες μου... εκείνον τον, πως τον λέγανε... τον Αναστάση, τον καθηγητή, που της είχαν προξενέψει, ποτέ μου δεν κατάλαβα, γιατί δεν τον πήρε. Καλό παιδί φαινόταν, ήσυχο, της εκκλησίας και αυτός, λογικά θα ταίριαζαν. Δεν της άρεσε! Τι περιμένει ακόμα, τον πρίγκιπα; Λες και θα της δοθούν κι άλλες ευκαιρίες! Δεν της άρεσε! Μαζί θα γύριζαν στις εκκλησίες τους... που θα βρει άλλον τέτοιο;"

  "Άστο ρε Περικλή, άστο!"

  Μην το σκαλίζεις, θα ΄θελε να του πει. Δεν μπορούσε όμως ούτε η ίδια, να αποδεχθεί αυτό που υποψιαζόταν τόσο καιρό. Τα σημάδια είναι φανερά... οι πατεράδες μπουνταλάδες μια ζωή σ' αυτά. Αυτή δεν ξεγελιόταν, ένιωθε τι γινόταν... απλώς δεν μπορούσε να το αποδεχθεί.

  "Αντιγόνη φεύγω, θα γυρίσω το μεσημέρι. Τουλάχιστον σήμερα να φάμε όλοι μαζί σαν οικογένεια" Προτού τελειώσει τον λόγο του, η πόρτα κτύπησε πίσω του. Η λειτουργία ακουγόταν απ΄ την τηλεόραση, το βιβλίο της Μαντά ακουμπισμένο ανάποδα για να μην χάσει τη σελίδα, ο καφές είχε κρυώσει.

  Τι να του πει; Για τη λάμψη, στο πρόσωπο της κόρης της, όταν μιλούσε για “τον παπά της”. Για τις γεμάτες παύσεις προτάσεις της, όταν της ανέλυε τα κηρύγματα του και τις συμβουλές του. Για τους κρυφούς αναστεναγμούς που δεν τολμούσε να βγάλει, αλλά εκείνη τους άκουγε.

  "Πώς την πάτησε έτσι το κοριτσάκι μου; Πώς την πάτησε..."

  Να της μιλήσει δεν μπορούσε. Όλο για την αγάπη του Χριστού μιλούσε, όλο για την αθωότητα του καλού Χριστιανού της έλεγε, όλο για την αμόλυντη ψυχή που πρέπει να διατηρήσουμε... Δεν θα παραδεχόταν τίποτα, τίποτα, θα την κατσάδιαζε κιόλας για τις βδελυρές της σκέψεις. Δεν είχε τη δύναμη, δεν είχε το κουράγιο για μια τέτοια σύγκρουση.

  "Μάνα της είμαι όμως , εγώ έχω την ευθύνη να της ανοίξω τα μάτια. Μόνο εγώ... μόνο εγώ. Πώς όμως; Πώς; Κι αν της το πω τι θα κερδίσει; Θα αλλάξει ζωή, θα δει την αλήθεια κατάματα, το αδιέξοδο; Κι αν νιώσει ότι το μυστικό της είναι πια φανερό, ποιο θα είναι το επόμενο της βήμα; Να φύγει, να μου κλειστεί σε κανένα μοναστήρι; Το θέλω αυτό;"

  Το μεσημέρι, το τραπέζι ήταν στρωμένο, το κοκκινιστό στη μέση, τα πιάτα στη θέση τους. Ο Περικλής τσούγκρισε τα ποτήρια τους με το κόκκινο κρασί, ευχόμενος όπως πάντα υγεία. Η Ζωή με ένα διάπλατο χαμόγελο ανταπέδωσε λέγοντας: "Με τη βοήθεια του Κυρίου!" Χαμογέλασε και η Αντιγόνη, με σφιγμένα τα χείλη της. Δεν είπε τίποτε. Έτσι ήταν καλύτερα... για όλους τους.

Μίμης Πανάρετος, ο Καρπάθιος καλλιτέχνης...

    Ο Μίμης για μας που τον γνωρίζουμε από παλιά, είναι ένας άνθρωπος με αβίαστη καλλιτεχνική φλέβα, η οποία εκδηλώνεται σε πολλά επίπεδα. ...