Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διήγημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διήγημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 12 Μαΐου 2024

Έτσι ήταν καλύτερα. ( διήγημα)

Image by Engin Akyurt from Pixabay
  Με την ευκαιρία της σημερινής εορτής της μητέρας....
    
Κυριακή πρωί και η Ζωή βρίσκεται μπροστά στον καθρέπτη του
δωματίου της, δένοντας κότσο τα μαλλιά της. Η Αντιγόνη, η μάνα της. περνά απέξω, κοντοστέκεται για λίγο, την παρατηρεί.

  "Πως περνούν τα χρόνια... τριαντάρισες πια κόρη μου.... τη δική σου οικογένεια θα έπρεπε να ετοιμάζεις για την εκκλησία... με ποιον να φτιάξεις νοικοκυριό απ΄ εκεί; ..."

  Μέσα της τα είπε βέβαια, πρωί Κυριακής, ποιος είχε όρεξη για καβγά; Μπήκε στην κουζίνα, άνοιξε την τηλεόραση στο κρατικό, η λειτουργία είχε αρχίσει, χαμήλωσε λίγο τη φωνή. Έπιασε το μπρίκι, έβαλε νερό, άναψε το γκαζάκι. Έπιασε το φλιτζάνι της, έβαλε μια κουταλιά απ΄ το δυνατό καφέ που της άρεσε, μισή ζάχαρη. Όταν είδε το νερό να βγάζει τις πρώτες φουσκάλες, το έκλεισε και άδειασε το νερό στο φλιτζάνι. Ανακάτεψε βιαστικά και κάθισε στο ντιβάνι για να τον πιει. Μια ιεροτελεστία, καθημερινή, την οποία τηρούσε με θρησκευτική ευλάβεια. Έβαλε τα γυαλιά της, έπιασε το βιβλίο που διάβαζε αυτή την εποχή, το τελευταίο της Μαντά και το άνοιξε στη σελίδα, που το είχε αφήσει την προηγούμενη. Της άρεσαν οι ιστορίες της. Μιλούσαν για γυναίκες έξυπνες, δυναμικές αλλά που η τύχη τις έφερε να κακοπέσουν δίπλα σε έναν ανάξιο τους άντρα. Για γυναίκες που μάχονται για έναν ανεκπλήρωτο έρωτα ή που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την πεθερά, που θεωρεί ότι ο γιος της άξιζε καλύτερης τύχης. Πολλές φορές πάλι η γυναίκα έχει το πάνω χέρι και τότε “σέρνει” στα πόδια της τον δύστυχο ερωτευμένο, παίρνοντας εκδίκηση επιτέλους, για όλα τα δεινά που υπέμειναν οι υπόλοιπες πρωταγωνίστριες της.

  “Φεύγω μάνα! Να δω πότε θα 'ρθεις μαζί μου, ποια Κυριακή θα ΄ναι αυτή; Μα πώς σ΄ αρέσει η λειτουργία απ΄ την τηλεόραση; Μπα, ούτε αυτήν ακούς! Τέλος πάντων, τα ίδια θα λέμε; Γεια σου!”

  Εκείνη έτσι το ήθελε. Να ακούγεται έτσι σιγανά, ίσα ίσα η μελωδία από την Μητρόπολη να χαϊδεύει τ΄ αυτιά της, δίχως να χρειάζεται να ακούει τα λόγια, δίχως τα συνεχή ανασηκώματα που θα έκανε αν βρισκόταν στο ναό της γειτονιάς της, ίσα ίσα τόσο όσο να καταλαγιάζει τις σκέψεις της.

  Συνέχισε το διάβασμα της, μέχρι που, στην πόρτα εμφανίστηκε ο άντρας της.

  “Καλημέρα Αντιγόνη!”

  Κάθισε απέναντί της, έτοιμος, κουστουμαρισμένος, με τη γνώριμη μυρωδιά του after save που φορούσε.

  “Να σου κάνω καφέ;”

  “Όχι, όχι... θα πιω με την παρέα.”

  Ποτέ δεν έπινε τον πρωινό του καφέ στο σπίτι. Πριν τη δουλειά, σταματούσε στο μπουγατσατζίδικο, που βρισκόταν στον κεντρικό δρόμο πριν τη λεωφόρο κι εκεί έπινε τον πρώτο καφέ της ημέρας, μαζί με όλους όσους ξυπνούσαν νωρίς, αδυνατώντας να μείνουν στο σπίτι τους. Η παρέα ίδια, εδώ και χρόνια. Μα ο άντρας της, τη συνήθεια αυτή την κρατούσε ακόμα και τις Κυριακές, που η δικαιολογία της δουλειάς δεν υπήρχε. Λες να έχει ξελογιαστεί με κείνη, την πονήρω, τη Μπουγατσατζού...

  Τον κάρφωσε στα μάτια.

  “Τι ρε Αντιγόνη; Αφού ξέρεις. Ο καφές χωρίς τσιγάρο δεν γίνεται κι εδώ απαγορεύεται...”

  “Κάνε ότι θες. Ότι και να πω, δεν θ΄ αλλάξει τίποτε. Την κόρη μας την είδες; Πότε θ' ασχοληθείς μαζί της;”

  “Τι έγινε με δαύτη;”

 "Τι έγινε; Τριάντα φεύγα έγινε πια! Δουλειά, σπίτι κι από εκεί εκκλησία, λειτουργία για λειτουργία δεν αφήνει, θυμίαμα μυρίζουν τα ρούχα της, άβαφη και τώρα μου μόστραρε και τον κότσο στο κεφάλι.... και αύριο θα μου φύγει για κανένα μοναστήρι..... Εσένα δεν σε ανησυχούν αυτά; Τα θεωρείς φυσιολογικά; Μία την έχουμε; Μίλα της και συ κάποια φορά! Πατέρας της είσαι! Πες κάτι!"

  "Τι να σου πω, ρε Αντιγόνη; Τι να σου πω; Αυτά που λέει όλος ο κόσμος. Θα τα ΄χεις ακούσει.... Τα ξέρεις!"

  Ήξερε τι ακουγόταν. Για όλες εκείνες τις "θεούσες", έτσι τις έλεγαν στη γειτονιά, ανάμεσα τους και η κόρη τους... που κόλλησαν γύρω στον παπά που ήλθε στην ενορία τους, πριν από λίγα χρόνια. Νέος, πρόσχαρος, ακούραστος, είχε καταφέρει να αναστήσει τον ναό των Ταξιαρχών. Όμορφο δεν τον έλεγες αλλά σίγουρα είχε κάτι που μαγνήτιζε τον κόσμο. Μα πώς τα κατάφερε, να πείσει τόσο κόσμο, να προσφέρει όλα εκείνα τα χρήματα για να κάνει την εκκλησία τους σαν καινούρια; Άλλαξε τα μάρμαρα στην είσοδο, την παλιά σιδερένια πόρτα με μια περίτεχνα σκαλισμένη από ακριβό ξύλο, τα προσκυνητάρια, τα σκεύη του ιερού... και γύρω του, προσκολλημένες οι "θεούσες", ανάμεσα τους και η Ζωή τους. Αυτή ήταν ελεύθερη τουλάχιστον, καλό δεν είναι κι αυτό, μα κι εκείνες οι άλλες, οι παντρεμένες, με άντρα, με παιδιά, πότε προλαβαίνουν τις δουλειές του σπιτιού τους. Κι ύστερα λένε για τα κέρατα που τις φοράνε. Πώς θα γίνει;

  "Της μίλησα ρε Αντιγόνη, δεν της μίλησα; Τότε που νόμιζα ότι περνούσε ακόμα ο λόγος μου. Το ξέχασες; Και ποιο το αποτέλεσμα; Από εκεί που ήμουν ο μπαμπάς της, τώρα είμαι ένας... ξένος. Πάει και το μπαμπάς, πάνε και τα χαριεντίσματα που κάναμε, πάνε και τα αστεία που λέγαμε... Τώρα: "πατέρα, να σου φτιάξω έναν καφέ;" Δεν είναι πια κοριτσάκι. Ολόκληρη γυναίκα είναι πια! Ότι και να της πεις... μπαινάκης και βγαινάκης!"

  Δίκιο έχει, μονολόγησε από μέσα της η Αντιγόνη. Μήπως δεν της μίλησε κι εκείνη, τόσες και τόσες φορές. Και τι κατάλαβε; Αυτή εκεί, δίπλα στο παπά Δημήτρη, ότι έλεγε εκείνος νόμος απαράβατος, ότι έλεγε η μάνα της, ασήμαντο, ανάξιο σχολιασμού. Δεν μπορεί, κάτι άλλο συμβαίνει. Εκείνος είναι ένας ξένος. Εμείς είμαστε οι γονείς της. Εμείς ίσα που την βλέπουμε στο σπίτι. Σε αυτόν ξημεροβραδιάζεται. Πόσο κανονικό είναι αυτό για μια ελεύθερη γυναίκα στην ηλικία της;

  "Τι σκέφτεσαι ρε Αντιγόνη; Πες μου κι εμένα να καταλάβω κάτι περισσότερο!"

  "Άκου Περικλή! Όλο αυτό που συμβαίνει δεν μου αρέσει... Στα νιάτα της πάνω, εικοσιπέντε ήταν όταν άρχισε αυτή η ιστορία... και χαιρόμουν ο βλάκας, έλεγα κοντά στην εκκλησία θα είναι, καλό θα είναι γι΄ αυτήν. Και μήνα με το μήνα άλλαζε... κι έλεγα εγώ, ο δρόμος του Θεού είναι αυτός. Ούτε ξενύχτια πια, ούτε τις παρέες εκείνες που τότε με ανησυχούσαν, είχε πια. Τώρα ούτε εξόδους ούτε φίλους ούτε ψώνια,καλά καλά δεν κάνει για τον εαυτό της. Δεν είναι ο δρόμος του Θεού αυτός! Οικογένεια έπρεπε να έχει τώρα! Σήμερα Κυριακή θα έπρεπε να μου φέρνει τα εγγόνια μου εδώ! Κι αν μου φύγει; Κι αν μου κλειστεί σε κανένα μοναστήρι; Τι θα κάνω εγώ μόνη μου εδώ... και εσύ μόνος σου εκεί;"

  Ένιωθε ο Περικλής τι του έλεγε η γυναίκα του. Τη μοναξιά τη βίωναν και οι δυο τους, κάθε ένας με το δικό του τρόπο, με ολοένα και σκληρότερο τρόπο, χρόνο με το χρόνο όλο και χειρότερα την αισθάνονταν. Σαν δυο ξένοι κάτω από την ίδια στέγη. Τη συνήθισαν πια. Παρηγοριόταν λέγοντάς στον εαυτό ότι, ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος ήταν. Ζήλευε όμως, πίσω από τα χαμόγελα έκρυβε τον πόνο του, όταν ο ένας του φίλος, πάντρευε τον γιο του, όταν ο άλλος κερνούσε για το πρώτο του εγγόνι, όταν ο τρίτος έφευγε κάθε τόσο διήμερα ταξίδια, με τη γυναίκα του. Όλα στη ζωή έχουν μια προβλέψιμη κατάληξη. Όχι όμως η δική τους, όχι όπως θα την ήθελε τουλάχιστον.

  "Αντιγόνη, πες μου... εκείνον τον, πως τον λέγανε... τον Αναστάση, τον καθηγητή, που της είχαν προξενέψει, ποτέ μου δεν κατάλαβα, γιατί δεν τον πήρε. Καλό παιδί φαινόταν, ήσυχο, της εκκλησίας και αυτός, λογικά θα ταίριαζαν. Δεν της άρεσε! Τι περιμένει ακόμα, τον πρίγκιπα; Λες και θα της δοθούν κι άλλες ευκαιρίες! Δεν της άρεσε! Μαζί θα γύριζαν στις εκκλησίες τους... που θα βρει άλλον τέτοιο;"

  "Άστο ρε Περικλή, άστο!"

  Μην το σκαλίζεις, θα ΄θελε να του πει. Δεν μπορούσε όμως ούτε η ίδια, να αποδεχθεί αυτό που υποψιαζόταν τόσο καιρό. Τα σημάδια είναι φανερά... οι πατεράδες μπουνταλάδες μια ζωή σ' αυτά. Αυτή δεν ξεγελιόταν, ένιωθε τι γινόταν... απλώς δεν μπορούσε να το αποδεχθεί.

  "Αντιγόνη φεύγω, θα γυρίσω το μεσημέρι. Τουλάχιστον σήμερα να φάμε όλοι μαζί σαν οικογένεια" Προτού τελειώσει τον λόγο του, η πόρτα κτύπησε πίσω του. Η λειτουργία ακουγόταν απ΄ την τηλεόραση, το βιβλίο της Μαντά ακουμπισμένο ανάποδα για να μην χάσει τη σελίδα, ο καφές είχε κρυώσει.

  Τι να του πει; Για τη λάμψη, στο πρόσωπο της κόρης της, όταν μιλούσε για “τον παπά της”. Για τις γεμάτες παύσεις προτάσεις της, όταν της ανέλυε τα κηρύγματα του και τις συμβουλές του. Για τους κρυφούς αναστεναγμούς που δεν τολμούσε να βγάλει, αλλά εκείνη τους άκουγε.

  "Πώς την πάτησε έτσι το κοριτσάκι μου; Πώς την πάτησε..."

  Να της μιλήσει δεν μπορούσε. Όλο για την αγάπη του Χριστού μιλούσε, όλο για την αθωότητα του καλού Χριστιανού της έλεγε, όλο για την αμόλυντη ψυχή που πρέπει να διατηρήσουμε... Δεν θα παραδεχόταν τίποτα, τίποτα, θα την κατσάδιαζε κιόλας για τις βδελυρές της σκέψεις. Δεν είχε τη δύναμη, δεν είχε το κουράγιο για μια τέτοια σύγκρουση.

  "Μάνα της είμαι όμως , εγώ έχω την ευθύνη να της ανοίξω τα μάτια. Μόνο εγώ... μόνο εγώ. Πώς όμως; Πώς; Κι αν της το πω τι θα κερδίσει; Θα αλλάξει ζωή, θα δει την αλήθεια κατάματα, το αδιέξοδο; Κι αν νιώσει ότι το μυστικό της είναι πια φανερό, ποιο θα είναι το επόμενο της βήμα; Να φύγει, να μου κλειστεί σε κανένα μοναστήρι; Το θέλω αυτό;"

  Το μεσημέρι, το τραπέζι ήταν στρωμένο, το κοκκινιστό στη μέση, τα πιάτα στη θέση τους. Ο Περικλής τσούγκρισε τα ποτήρια τους με το κόκκινο κρασί, ευχόμενος όπως πάντα υγεία. Η Ζωή με ένα διάπλατο χαμόγελο ανταπέδωσε λέγοντας: "Με τη βοήθεια του Κυρίου!" Χαμογέλασε και η Αντιγόνη, με σφιγμένα τα χείλη της. Δεν είπε τίποτε. Έτσι ήταν καλύτερα... για όλους τους.

Οι γυναικοκτονίες στο Δημοτικό μας τραγούδι.

  Αυτή είναι η τελευταία τακτική εγγραφή μου για τη φετινή σεζόν. Αν υπάρχει λόγος, κάτι με τσιγκλήσει, θα υπάρχει κάποια έκτακτη. Όπως είνα...