Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πατριαρχία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πατριαρχία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 22 Μαΐου 2024

Οι γυναικοκτονίες στο Δημοτικό μας τραγούδι.

  Αυτή είναι η τελευταία τακτική εγγραφή μου για τη φετινή σεζόν. Αν υπάρχει λόγος, κάτι με τσιγκλήσει, θα υπάρχει κάποια έκτακτη. Όπως είναι γνωστό, το καλοκαίρι δεν γράφω τόσο, αφήνω το μυαλό μου να ξεκουραστεί, μα κυρίως να δεχθεί νέα ερεθίσματα... η εποχή προσφέρεται. Κλείνω με μια εγγραφή, που θα προσθέσει έναν επιπλέον προβληματισμό, στο σοβαρό ζήτημα της γυναικείας κακοποίησης, που με απασχολεί έντονα το τελευταίο διάστημα:

 Το να θεωρείται η γυναίκα κτήμα τους αντρός της, είναι μια πολύ παλιά αντίληψη, χιλιετιών θα μπορούσα να πω. Είναι η περίφημη πατριαρχία, η οποία επιβλήθηκε κυρίως, εξαιτίας της διαφορετικής σωματικής διάπλασης του άντρα, που μπορούσε να ανταπεξέλθει  πιο εύκολα στις προκλήσεις μιας εποχής, όπου ο ισχυρότερος στη φύση επιβίωνε. Ύστερα ήταν και η περίοδος της κύησης, όπου η γυναίκα αδυνατούσε να έχει δυναμικό ρόλο στην κοινότητά της. Όλα αυτά βέβαια θα μπορούσαν να είχαν απαλυνθεί στο πέρασμα του χρόνου, αλλά οι κοινωνικές δομές που δημιουργήθηκαν, ήταν πολύ ισχυρές για να αποδεχθούν την ισάξια θέση της γυναίκας. Κάθε μορφή εξουσίας, θρησκευτική, πολιτική κλπ, επιθυμούσε να μην αλλάξει αυτή η τάξη των πραγμάτων. 

  Σήμερα, στον Δυτικό κόσμο τουλάχιστον, φαίνεται ότι η κοινωνία είναι έτοιμη να αποδεχθεί την πλήρη ισότιμη θέση της γυναίκας. Όχι ότι το έχει πετύχει, αλλά έχουν γίνει τεράστια βήματα. Όχι όμως στην Πατρίδα μας, όπως φαίνεται απ΄ όσα τραγικά εξακολουθούν να γίνονται τα τελευταία χρόνια. Έξι γυναικοκτονίες από την αρχή της χρονιάς, δεκάδες ξυλοδαρμοί και άλλες θλιβερές καταστάσεις συνθέτουν μια θλιβερή εικόνα. Πριν λίγα χρόνια, σε εγγραφή μου εδώ, δήλωνα αισιόδοξος (δες). Τρία χρόνια αργότερα, δυστυχώς, δεν βλέπω την πρόοδο που ανέμενα στην κοινωνία μας, ίσα ίσα την βλέπω να συντηρητικοποιείται ακόμα περισσότερο, να μένει προσκολλημένη σε στερεότυπα άλλων εποχών και με λυπεί ιδιαιτέρως όταν βλέπω σε νέους ανθρώπους να ενστερνίζονται συμπεριφορές που θα έπρεπε να είχαν εκλείψει από καιρό.

  Στην εγγραφή  μου εκείνη, είχα παρουσιάσει τρία παραδείγματα από την Παγκόσμια Τέχνη, που έδειχναν πόσο βαθιά ήταν ριζωμένα τα Πατριαρχικά πρότυπα στους ανθρώπους. 

  Σήμερα θα παρουσιάσω δημοτικά τραγούδια μας, με θέμα τους την γυναικοκτονία, με διάφορες προφάσεις και δικαιολογίες. Αυτό το κάνω για να δείξω από τη μια πόσο βαθιές ρίζες έχει αυτή η ιστορία αλλά από την  άλλη θέλω να επισημάνω πόσο παράταιροι πρέπει να μας ακούγονται σήμερα οι στίχοι τους. 

  Μου αρέσουν τα τραγούδια αυτά, είναι κομμάτι της παράδοσής μας, τα

ακούω, κάποια τα έχω τραγουδήσει αλλά πάντα με σκωπτικό τρόπο, αναγνωρίζοντας ότι αυτά που πρεσβεύουν ανήκουν στο παρελθόν. Αν κάποιος θεωρεί, ότι απηχούν το σήμερα, τότε κουβαλάει μαζί του όλη τη μιζέρια εκείνης αλλά και της σημερινής εποχής. 

  Το πρώτο τραγούδι είναι το γνωστό:  Βρε Μανόλη, βρε λεβέντη, βρε καλό παιδί το οποίο τραγουδιέται σε πολλές περιοχές της Πατρίδας μας. Με λίγα λόγια, κάποιος από την παρέα του Μανόλη περηφανεύτηκε ότι είδε την γυναίκα του μέσα στον κήπο τους, ο Μανόλης αυτό το θεώρησε μεγάλη προσβολή και επιστρέφοντας μεθυσμένος στο σπίτι του, την "έσφαξε". Το πρωί ξεμέθυστος πια μετάνιωσε αλλά το κακό είχε γίνει Οι παρακάτω στίχοι είναι από την Θράκη: 

Ο Μανωλάκης. (Χορευτικό) 

 - Βρε, Μανώλη μ’, Μανωλάκη μ’, βρε καλό μ’ παιδί, (δις)

 τι καλή γυναίκα πο ’χεις, να την χαίρεσαι. (δις)

 - Πού την είδες, πού την ξέρεις τη γυναίκα μου; (δις) 

- Μες στον γκιουλ μπαξέ την είδα που σεργιάνιζε. (δις)

-Σαν την είδες και την ξέρεις, πες μας τι φορεί.(δις)

- Ασημένιο δαχτυλίδι κι άσπρο λιμαντέ. (δις) 

Ο Μανώλης μεθυσμένος πάει την έσφαξε (δις)

 το πρωί ξεμεθυσμένος κάθ’σε τ’ν έκλαψε: (δις)

-Σήκω, πάπια μ’, σήκω, χήνα μ’, σήκω νεραντζιά μ’, (δις)

 σήκω, βάλε τα χρυσά σου να πας στην εκκλησιά, (δις)

να σε δγιουν τα παλληκάρια, να μαραίνονται, (δις)

 να σε δγιω κι εγώ ο καημένος, να σε χαίρομαι. (δις) 

  Παραλλαγή του παραπάνω τραγουδιού είναι και ο περίφημος Μενούσης της Ηπείρου και όχι μόνο, μιας και τραγουδιέται σε πολλές περιστάσεις από γάμους ως τραγούδι της τάβλας, πέρασε στο σχολικό πρόγραμμα. Το τραγούδησε και η Ειρήνη Παππά, στις "Ωδές" (1979) σε μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου.


   Στην Κρήτη, έχουμε ένα δημοτικό τραγούδι, όπου η κόρη δολοφονείται από την ίδια την οικογένεια της, με πρωτοστάτη την ίδια την μητέρα της, διότι τόλμησε να δείξει συμπάθεια σε κάποιον άντρα, που όπως φαίνεται δεν είχε την έγκριση τους. Εντύπωση μου έκανε, ότι το τραγούδι αυτό το βρήκα και σε... συλλογή με νανουρίσματα. Στη νεότερη εκτέλεσή του, ο παρακατιανός που ζήτησε μια χάρη από την άτυχη κοπέλα, γίνεται Βασιλιάς, κι έτσι είναι γνωστό το τραγούδι σήμερα.

Μια κόρη ανθούς εμάζωνε κι ανθούς εκορφολόγα.
Να κάμει πέτσες με τσ' ανθούς, μαντήλια με τα ρόδα.
Κι ο Γιαννακής κατέβαινε απού λαγού κυνήγι.
Ζευγάρι ρόδα τση ζητά και τέσσερα του δίνει.
Κι η μάνα τζης, την εθωρεί π' ανάδιο παραθύρι.
Μωρή σκυλιά, μωρή βρωμιά, μωρή μαγαρισμένη.
Απού 'χεις δώδεκ' αδερφούς κι οι δώδεκ' αντριωμένοι.
Κι αργά δα 'ρθουν κι οι δώδεκα και δα σε μαντατέψω.
Κι αργά 'ρθανε κι οι δώδεκα, τη κόρη μαντατεύγει.
Ο γεις τση κόλα με σπαθί και άλλος με κοντάρι.
Κι ο ύστερος τση αδελφός μ' ένα καλαμοκάνι.
Κι η μάννα τζης τση κόλανε με τη χρυσή τζης ρόκα.
Κι ο κύρης τζης τση κόλανε μ' ένα κομμάτι κλήμα,
γιατί την ελυπούντανε, την πεντακακομοίρα.
Τη νύχτα τα μεσάνυχτα, η κόρη εψυχομάχε.
Κι η μάννα τζης στο πλάϊ της και τζαγκουρνοφωνάται.
- Ιντάχεις μάννα μου και κλαίς και τζαγκουρνοφωνάσαι;
- Κλαίω σε θυγατέρα μου, ποια ρούχα δα σου βάλω.
Η τα χρυσά ή τα΄αργυρά ή τα μαλαματένια.
Είτε τα λινοπράσινα, που σούχω στη κασέλα.
- Δε θέλω 'γώ, ούτε χρυσά, ούτ' αργυρά, ούτε μαλαματένια.
Ούτε τα λινοπράσινα, που μούχεις στη κασέλα.
Μόνο τα ρουχαλάκια μου τα ματοβουρωμένα,
που να ματοβουρώσ΄η γης και ν΄ακουστεί στη Χώρα,
πως με ματοβουρώσετε, για 'να ζευγάρι ρόδα.

  Το τραγούδι το ακούμε σε μια πράγματι σπαρακτική εκτέλεση από τους Γιώργο και Νίκο Στρατάκη , με συμμετοχή του Θανάση Βασιλόπουλου.



  Φυσικά δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και το περίφημο Γεφύρι της Άρτας, όπου θυσιάζεται η γυναίκα του Πρωτομάστορα για να στερεωθεί το γεφύρι. Μια θυσία, στην οποία συναινεί ο ίδιος, διότι η γυναίκα του ήταν αναλώσιμη μπροστά στον μεγάλο σκοπό του έργου, που έπρεπε να γίνει. Κι αυτό υπάρχει στα σχολικά εγχειρίδια. 

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες
γιοφύρι εθεμέλιωσαν στης Άρτας το ποτάμι.
Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.
Μοιρολογιούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες:
"Αλοίμονο στούς κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας,
ολημερίς να χτίζουμε το βράδυ να γκρεμιέται."
Πουλάκι εδιάβη κι έκατσε αντίκρυ στό ποτάμι,
δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σαν χελιδόνι,
παρά εκελάηδε κι έλεγε ανθρώπινη λαλίτσα:
"Αν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει,
και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα,
που έρχεται αργά τ' αποταχύ και πάρωρα το γιόμα."

Τ' άκουσ' ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει.
Πιάνει, μηνάει της λυγερής με το πουλί τ' αηδόνι:
Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα,
αργά να πάει και να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι.
Και το πουλι παράκουσε κι αλλιώς επήγε κι είπε:
"Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα,
γοργά να πας και να διαβείς της ʼρτας το γιοφύρι."

Να τηνε κι εμφανίστηκε από την άσπρη στράτα.
Την είδ' ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του.
Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέει:
"Γειά σας, χαρά σας, μάστοροι και σεις οι μαθητάδες,
μα τι έχει ο πρωτομάστορας και είναι βαργομισμένος;
"Το δαχτυλίδι του 'πεσε στην πρώτη την καμάρα,
και ποιός να μπει, και ποιός να βγει, το δαχτυλίδι νά 'βρει;"
"Μάστορα, μην πικραίνεσαι κι εγώ να πά σ' το φέρω,
εγώ να μπω, εγώ να βγω, το δαχτυλίδι νά 'βρω."
Μηδέ καλά κατέβηκε, μηδέ στη μέση πήγε,
"Τράβα, καλέ μ' τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα
τι όλον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν βρήκα."

Ένας πηχάει με το μυστρί κι άλλος με τον ασβέστη,
παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο.
"Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας!
Τρεις αδελφάδες ήμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες,
η μια 'χτισε το Δούναβη, κι η άλλη τον Αφράτη
κι εγώ η πιό στερνότερη της ʼρτας το γιοφύρι.
Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γιοφύρι,
κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες."

"Κόρη, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,
που 'χεις μονάκριβο αδελφό, μη λάχει και περάσει."
Κι αυτή το λόγον άλλαζε κι άλλη κατάρα δίνει:
"Αν τρέμουν τ' άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι,
κι αν πέφτουν τ' άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες,
γιατί έχω αδελφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει.

   Και κλείνω με ένα τραγούδι του ακριτικού κύκλου, στο οποίο η άπιστη γυναίκα του Μαυριανού, δολοφονείται από τον απατημένο σύζυγό της, ενώ την κλαίει η μάνα της, η οποία όμως είναι αυτή που την εξώθησε στην απιστία.

Ο Κωσταντής, ο Μαυριανός κι ο Αλέξης ο µεγάλος

Ετρώσασι κι επείνασι στ’ Αλέξη το περβόλι

Κι εκίνησεν ο Μαυριανός κι επαίναν την καλή του

Κι επαίναν την καλίτσαν του, την αγαπητικιάν του.

– Ως είν’ το µήλο κόκκινο και το κυδώνιν άσπρο

Και το φεγγάρι τ’ άγλαµπρον, έτσι είναι κι η κυρά µου.

– Ως είν’ το µήλο κόκκινο και το κυδώνιν άσπρο

Και το φεγγάρι τ’ άγλαµπρον, έτσι είναι κι η κυρά σου,

Μα που δανείζει και πουλεί κι είναι ντροπή δικιά σου.

– Πλουσία είναι κι ας δανεί, αρκόντισσα κι ας δίνει.

– Ε Μαυριανέ µου κι άρκοντα,

Μακάρι και να δάνειζε γρόσια ’που το πουγκί σου,

Μα που δανείζει το φιλί κι είναι ντροπή δική σου!

– Και ποιος το ’πε και ποιος το λε’ και ποιος το βεβαιώνει;

– Εγώ το ’πα και εγώ το λε’ και ’γω το βεβαιώνω.

Κι αν δε µπιστεύκεις Μαυριανέ, κι αν δεµ πιστολοάσαι

Πιάσε και τουρκοφόρεσε και βάλε άλλα ρούχα.

Και ’λλάσει και τα ρούχα του και βάλλει Τούρκου ρούχα.

Καβαλικά τον µαύρο του, στο σπίτι του πααίνει:

– Ωρα καλή σου θείτσα µου.

– Καλώς τον τον υιόν µου.

– Εχεις κρασί, έχεις ρακί, έχει ταήν του µαύρου;

Εχεις και κόρην όµορφη να µείνω πόψ’ αντάµα;

– Εχω κρασί, έχω ρακί, έχω ταήν του µαύρου.

Eχω και κόρην όµορφη να µείνεις πόψ’ αντάµα…

Ο µαύρος εχλιµίντρισε, κείνη τόνε γνωρίζει.

– Μωρή σκύλα, µωρ’ άνοµη, σκύλα µαγαρισµένη,

τον µαύρο µου εγνώρισες κι εµέ δε µε γνωρίζεις;

Το µαχαιράκιν του έβγαλε ’που τ’ αργυρό φηκάρι,

Την κεφαλήν της έκοψε πάνω στο µαξελάρι.

Στον µαχραµάν την έδεσε, στη µάναν της τηµ πήρε.

– Να πεθερά, µαγείρεψε της κόρης τηγ κεφάλη.

Ως τρώεις τα µαχλιστικά, φάε και τηγ κεφάλη.

– Ωχου την, την κορούλα µου, το µοναχό κλωνάρι,

Μάνα µου την κανακαριά, την ακριβή µου κόρη,

Απού ’λουνα και χτένιζα τη νύχτα µε το φέγγος,

Απού τη µορφοσκούφωνα όξω στο φεγγαράκι!


Οι γυναικοκτονίες στο Δημοτικό μας τραγούδι.

  Αυτή είναι η τελευταία τακτική εγγραφή μου για τη φετινή σεζόν. Αν υπάρχει λόγος, κάτι με τσιγκλήσει, θα υπάρχει κάποια έκτακτη. Όπως είνα...