Βιβλία, δημιουργοί, γραφές, ταξίδια, θέματα πολιτισμού και εκπαίδευσης... και ότι άλλο μας κάνει ανθρώπους.
Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2023
Γεμάτη ζωή του Τζων Φάντε
Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2023
Μαρίνα, η αγαπημένη του Ελύτη...
Το 1955 εμφανίστηκε ο Οδυσσέας Ελύτης μαζί με την νεαρή Μαρίνα Καραγάτση (κόρη του γνωστού λογοτέχνη), στην Άνδρο. Κάποιοι απρόσεχτοι "μελετητές" του μεγάλου μας ποιητή, κάνοντας αυτήν την ανακάλυψη, βλέπετε υπάρχει και φωτογραφικό ντοκουμέντο, αναφώνησαν περιχαρείς, ότι ανακάλυψαν την Μαρίνα, στην οποία αναφέρεται ο ποιητής μας, σε δύο έργα του. Το ένα είναι η "Μαρίνα των βράχων", το οποίο δημοσιεύτηκε στην ποιητική συλλογή, Προσανατολισμοί, η οποία εκδόθηκε το 1940. Η Μαρίνα Καραγάτση ήταν τότε μόλις έξι ετών. Λίγο δύσκολο να είναι αυτή. Το άλλο ποίημα με τίτλο "Μαρίνα"*, ήταν μία από τις επιτυχίες που συνέθεσε ο Μίκης Θεοδωράκης στον δίσκο Μικρές Κυκλάδες, με την Ντόρα Γιαννακοπούλου, να το τραγουδάει το 1963. Αυτό, ναι, ίσως έχει κάποια σχέση με την Μαρίνα Καραγάτση.
Εδώ όμως γίνεται το δεύτερο μπέρδεμα, Πολλοί, ακόμα και τραγουδιστές όπως ανακάλυψα στην μικρή μου έρευνα, μπερδεύουν τα δύο έργα. Λένε η Μαρίνα των βράχων και αναφέρονται στο γνωστό τραγούδι Μαρίνα. Η Μαρίνα των βράχων, δεν έχει μελοποιηθεί. Είναι όμως ένα εξαίσιο ποίημα, που υμνεί τον έρωτα, την ομορφιά, το Αιγαίο, το ελληνικό καλοκαίρι. Ένα απόσπασμα θα σας πείσει:
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μέσ' στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ' άρωμα των γυακίνθων - Μα που γύριζες
Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα
βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ' όνομα του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.
(Μπορείτε να το διαβάσετε όλο το ποίημα εδώ)
Πιο γνωστό είναι το ποίημα Μαρίνα, το οποίο είχε την τύχη να μελοποιηθεί. Και μάλιστα μετά την Ντόρα Γιαννακοπούλου, το ερμήνευσαν εξίσου σπουδαίες φωνές, όπως η Σούλα Μπιρμπίλη, η Μαρία Φαραντούρη, ο Κώστας Χατζής και πάρα πολλοί άλλοι, ως και σήμερα. Κι αυτό το ποίημα υμνεί τον έρωτα, με έναν τρόπο όμως πιο απλό, όσο απλός μπορεί να είναι ο Ελύτης.
Σημασία έχει, ότι τους στίχους αυτούς του Νομπελίστα Ποιητή μας, ο καθένας μας είχε την ευκαιρία να τους ψιθυρίσει - ή να τους σιγοτραγουδήσει, την εποχή που η καρδιά του παλλόταν στον ρυθμό του έρωτα. Το ίδιο κάνουν ως και σήμερα χιλιάδες ερωτευμένοι. Είναι η δύναμη των λέξεων και το μαγικό τους συνταίριασμα, που κάνουν τη διαφορά, όπως θα έλεγε ο ίδιος ο Ελύτης, που κάνουν αυτό το θαύμα.
Από τις πολλές εκτελέσεις, του τραγουδιού αυτού, εγώ επέλεξα αυτήν της Ντόρας Γιαννακοπούλου, στη ταινία Καταιγίδα (1965), όπου έχει και τον πρωταγωνιστικό ρόλο :
* Δημοσιεύηκε το 1972, στη συλλογή ποιημάτων, Τα ρω του Έρωτα
Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2023
Ευρυδίκη και Ορφέας ( από τον Rilke ως τον οίκο μόδας Gucci )
"Της είχε δανείσει και τη συλλογή ποιημάτων του Rilke, “Τα σονέτα προς τον Ορφέα”, σε πρωτότυπη γερμανική έκδοση του 1922, με ποιήματα βαθιά υπαρξιακά, που αναφέρονταν στον ξαφνικό θάνατο της Βέρας Ούκαμα Κνουπ, τα οποία διάβαζε και ξαναδιάβαζε εξασκώντας και τα γερμανικά της. Όταν του το επέστρεψε, εκείνος έγραψε μια ιδιόχειρη αφιέρωση στην πρώτη σελίδα, “Στη λατρευτή μου, Ελένη, που γεμίζει με χαρά της ζωή μου! Για πάντα δικός σου, Νικόλαος Καρδιανός” και της το έδωσε πίσω."
Το παραπάνω, είναι ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημά μου, Στη σκιά του Ποιητή. "Τα σονέτα προς τον Ορφέα", είναι ένα από τα πιο γνωστά έργα του γερμανόφωνου λυρικού ποιητή, Rainer Maria Rilke. Στο ποίημα αυτό, ο Rilke παίρνει τον ρόλο του Ορφέα και τη θέση της αγαπημένης του Βέρας, τη δίνει στην Ευρυδίκη. Κι όπως ο Ορφέας στον μύθο κατεβαίνει στο Άδη για να μαγέψει με την μουσική του τον Άδη και την Περσεφόνη, ώστε να του επιστρέψουν την Ευρυδίκη, που είχε πεθάνει από δάγκωμα φιδιού, έτσι κι ο Rilke, προσπαθεί να φέρει και πάλι στη ζωή την νεαρή, αγαπημένη του Βέρα, διαμέσου των στίχων αυτού του ποιήματος.
Το ποίημα χαρακτηρίζεται ως βαθιά υπαρξιακό, διότι διαπραγματεύεται δύο από τις βασικές έννοιες που απασχολούν τον άνθρωπο, τη ζωή και τον θάνατο. Την ζωή που την εκφράζει ο Ορφέας με τη θεσπέσια μουσική του και τον αγώνα του να επαναφέρει στον επάνω κόσμο την αγαπημένη του γυναίκα. Και τον ανεπίστρεπτο θάνατο, που ουδείς μπορεί να νικήσει, ούτε ο Ορφέας που δελέασε του Θεούς του Κάτω Κόσμου, ώστε να του δώσουν πίσω την Ευρυδίκη του, αλλά σε μια στιγμή αδυναμίας έσπασε την επιταγή των Θεών να μην κοιτάξει πίσω του κι έτσι χάθηκε η μοναδική ευκαιρία του, να την αναστήσει.
Παρακάτω θα σας παρουσιάσω ένα αποσπάσματα του ποιήματος αυτού, μεταφρασμένο από τον Άρη Δικταίο:Ο μύθος του Ορφέα και της Ευρυδίκης, έχει εμπνεύσει ζωγράφους, γλύπτες, ποιητές, θεατρικούς συγγραφείς, κλασικούς και σύγχρονους συνθέτες, ακόμα και διαφήμιση του οίκου μόδας Gucci έχει δημιουργηθεί με θέμα τον έρωτά τους και την πάλη με τον θάνατο. Βέβαια στην εγγραφή μου αυτή περιορίζομαι σε κάποια ποιήματα, έναν πίνακα ζωγραφικής και την δεκάλεπτη ταινία (ιδιαίτερα καλή), που σκηνοθέτησε η Gia Coppola για την Gucci.
George Frederic Watts (1817-1904), Ορφέας και Ευρυδίκη |
Δώσε σ’ εμένα το στόμα, τα μάτια, το μέτωπο!Άφησέ τα και πάλι να με ρουφήξουν! Ένα βλέμμα σου τώραθα με τυλίξει για πάντα, να μην βγωέξω απ’ το φως του, αν και το σκότος κείται πιο πέρα:κράτησέ με ξανά ασφαλή με τα δεσμάενός αθάνατου βλέμματος! Κι όλη τη θλίψη που υπήρξετην ξεχνώ∙ κι όλο τον τρόμο που μπορεί να υπάρξειτον αψηφώ - παρελθόν κανένα δεν είναι δικό μου, μέλλον κανένα: κοίταξέ με!
Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2023
Σαν να μην υπήρξαν ποτέ! ( διήγημα)
πατέρα μου, κάτω από τον χωματόδρομο που διέσχιζε κατά μήκος το χωριό, τον οποίον είχαν διανοίξει οι Ιταλοί. Πρέπει να ήταν γύρω στα πενήντα, μπορεί και μικρότεροι, τότε οι άνθρωποι γερνούσαν πιο γρήγορα από σήμερα. Αυτός, ήταν ψηλόλιγνος, με αραιά μαλλιά αλλά πυκνή γενειάδα, κοκκινοτρίχης, με κάτι μικρά ματάκια, που τώρα πια μπορώ με σιγουριά να πω, ότι μέσα τους είχε κρύψει όλη την άδικη οργή του κόσμου. Η γυναίκα του, αρκετά πιο κοντή απ' αυτόν, μελαχρινή, όμορφη πρέπει να ήταν στα νιάτα της, ντελικάτη γυναίκα. Παιδιά δεν είχαν. Αυτή σπάνια έβγαινε από την αυλή της, πού να πάει; Κανένας δεν την έβαζε στο δικό του σπίτι. Δεν ξέρω πως βρέθηκαν στο χωριό μας. Ίσως να νόμισαν ότι εδώ ψηλά, όπου κατοικούσαμε εμείς, σε ένα νησί μακριά από κάθε άλλη στεριά, θα μπορούσαν να ζήσουν το υπόλοιπο της ζωής τους με ειρήνη. Η μάνα μου, έλεγε ότι τους θυμόταν από τα χρόνια, που τον τόπο τον είχαν ακόμη οι Τούρκοι.
Όλοι μας φοβέριζαν, να μην πηγαίνουμε κοντά τους, να μην τους μιλάμε. “Είναι Οβραίοι αυτοί, να τους προσέχετε!”. Δεν ξέρω τι φοβόταν ο κόσμος τότε. Μήπως μας αλλάξουν την πίστη; Ή μήπως κολλήσουμε κάποιες από τις παράξενες συνήθειες που είχαν, όπως να κλείνονται στο σπίτι τους όλο το Σάββατο και να μην κάνουν τίποτε; Δεν ξέρω! Ήσυχοι άνθρωποι ήταν! Όταν εκείνος ερχόταν για να ψωνίσει, Λέβι τον φώναζαν, εγώ μαζευόμουν σε μια άκρη, δίπλα στα τσουβάλια με τα όσπρια και τον παρατηρούσα με την άκρη των ματιών μου. Έπαιρνε λίγα πράγματα, ίσα ίσα για να περάσουν την εβδομάδα τους. Λίγο αλεύρι, λίγη φακή, λάδι, σαπούνι, τα πιο αναγκαία για να ζήσει κάποιος. Άνοιγε το πορτοφόλι του και μετρούσε με φανερή αγωνία ένα ένα τα κέρματα στο χέρι του πατέρα μου, μέχρι να συμπληρωθεί το απαιτούμενο ποσό.
Τον φώναζαν καμιά φορά, για να κάνει κάποιο μεροκάματο όταν κτιζόταν κάποιο σπίτι στο χωριό. Λέγαν ότι ήταν καλός στη δουλειά, ότι του έλεγαν το έκανε, δυνατός άντρας παρά το παρουσιαστικό του. Μα μέχρις εκεί! Ούτε στα πανηγύρια μας τολμούσε να έρθει μαζί με τη γυναίκα του, ούτε στις χαρές του χωριού ήταν καλεσμένοι, ούτε νοιαζόταν κανένας γι' αυτούς. Όλος ο κόσμος τους ήταν εκείνη η αυλή τους. Οι δυο πλευρές της έκλειναν με τα δύο ξέχωρα δωμάτια του σπιτιού. Την κουζίνα που γινόταν όλη η λάτρα του νοικοκυριού και το “καλό σπίτι”, όπου κοιμόντουσαν σε κείνα τα παραγεμισμένα με μαλλί στρώματα, που τα μάζευαν την ημέρα τυλίγοντας τα σαν φλογέρα και το άλλο βράδυ πάλι τα άπλωναν για να κοιμηθούν. Η τρίτη πλευρά κάλυπτε ο τοίχος του διπλανού σπιτιού. Προς το σοκάκι, που έβλεπε στις ελιές της Βαρβαρούλας, ένα ξύλινο κάγκελο με την εξώπορτα στην μέση, οριοθετούσε τον μικρό τους παράδεισο. Η Χάννα, έτσι την έλεγαν τη γυναίκα του Λέβι, έβγαινε για να απλώσει την μπουγάδα της, για να ποτίσει την αλιτάνα, την οποία είχε γεμίσει με γαριφαλιές, να κόψει κανένα λεμόνι από την πάντα γεμάτη λεμονιά τους. Εκεί, κάτω από το φύλλωμα της, κάθονταν οι δυο τους και συζητούσαν με τις ώρες. Τι μπορούσε να λέει ένα ζευγάρι στην ηλικία τους για τόση ώρα, ποτέ μου δεν το κατάλαβα. Ούτε σήκωναν ποτέ τη φωνή τους, ούτε φαινόταν ότι τσακώνονταν ποτέ, μόνο συζητούσαν, ήρεμα και χαμηλόφωνα.
Από πού τους έβλεπα; Το σπίτι μας ήταν πιο ψηλά από το δικό τους. Ανέβαινα πάνω στο χωμάτινο δώμα μας κι από εκεί τους κατασκόπευα. Πίστευα, ότι υπήρχε κάποιο φοβερό μυστικό, που εξαιτίας του το χωριό τους είχε θέσει σε αυτήν την ανεξήγητη για μένα καραντίνα. “Είναι Οβραίοι, μην τους πλησιάζεις”. Τι έχουν οι Οβραίοι και δεν έπρεπε να τους πλησιάζουμε; Κανένας δεν μου έδινε την οποιαδήποτε απάντηση. Έτσι κι εγώ είχα πεισθεί ότι αυτό το μεγάλο και τρομερό μυστικό που υπήρχε, έπρεπε να το ξεδιαλύνω. Για ώρες ξεροστάλιαζα κάτω από τον ήλιο, κάποιες μέρες έχανα και το παιχνίδι με τα άλλα παιδιά, ελπίζοντας ότι εκείνη την ημέρα επιτέλους θα ανακάλυπτα τι έκρυβαν. Μα το μόνο που ανακάλυψα, ήταν οι ατελείωτες συζητήσεις τους κάτω από τη λεμονιά. Εκείνος πάντα σε ένα χαμηλό σκαμνάκι και η Χάννα σε μια καρέκλα, ώστε τα κεφάλια τους να βρίσκονται στο ίδιο ύψος. Αυτό μόνο έβλεπα και σίγουρα δεν μπορούσα να τους κατηγορήσω επειδή τους έβλεπα να μιλούν μεταξύ τους με τις ώρες.
Το 1937, ναι τότε ήταν, που ο νέος Ιταλός διοικητής Ντεβέκι από τη Ρόδο, έστειλε τη διαταγή που έλεγε ότι στα σχολεία μας θα διδάσκονται μόνο Ιταλικά. Οι δάσκαλοι μας πήγαν στη Ρόδο, έλειψαν για όλο το καλοκαίρι και όταν ο Σεπτέμβρης ήλθε και άνοιξαν τα σχολεία μαζί τους ήταν και η Ιταλίδα διευθύντρια, η signora Ρένια. Ήταν αδύνατο να γίνει το μάθημα, εμείς ζητάγαμε συνεχώς διευκρινίσεις στα ελληνικά μα οι δάσκαλοί μας φοβούνταν να απαντήσουν στη γλώσσα μας. Ακόμα και τα ονόματα μας έγιναν Ιταλικά από την μια μέρα στην άλλη. Εμένα που με λένε Νίκο, με φώναζαν πια Nicola. Δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά. Αν τους άκουγε η signora Ρένια, σίγουρα θα τους κατέδιδε στους καραμπινιέρους κι αλίμονο τους! Θα έχαναν τη δουλειά τους, θα φυλακίζονταν, ακόμα ίσως να κατηγορούνταν για προδοσία. Άσχημα χρόνια! Τι να κάνουμε κι εμείς, θέλαμε δε θέλαμε μαθαίναμε τα Ιταλικά.
Μα το πιο σκληρό εκείνου του χειμώνα για τη δική μας οικογένεια ήταν ο ξαφνικός χαμός του πατέρα μας. Ένα βαρύ κρυολόγημα, το οποίο ο γιατρός που ερχόταν από το διπλανό χωριό, δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει με τα πενιχρά μέσα που διέθετε και σε λίγες εβδομάδες πέθανε, αφήνοντας τη μάνα μας χήρα στα είκοσι οχτώ της μόλις χρόνια. Η αδελφή μου ήταν μόλις στα έξι κι εγώ έκλεινα τα εννιά, όταν από τη μια μέρα στην άλλη αντιμετωπίσαμε τον οίκτο των συγχωριανών μας, την επικριτική λύπηση τους για εμάς. Δεν ζητούσαμε τίποτε απ' εκείνους, το μόνο που θέλαμε ήταν τον πατέρα μας. Η μάνα μου προσπάθησε με νύχια και με δόντια να κρατήσει ζωντανό το μαγαζί, μα τα πράγματα είχαν αρχίσει να γίνονται δύσκολα. Οι προμηθευτές δεν εμπιστεύονταν εύκολα μια γυναίκα, τα βερεσέδια γέμιζαν τα τετράδια και δύσκολα ξεπληρώνονταν. Όσο κι αν το πάλεψε, όσο κι αν σκλήρυνε τη στάση της, ειδικά όταν επιβλήθηκαν τα περίφημα δελτία, λόγω των ελάχιστων εισαγωγών στο νησί σε τρόφιμα, στο τέλος αναγκάστηκε να το κλείσει. Την περίοδο εκείνη ήταν που κι εγώ, άρχισα να ξεφεύγω από την στενή επίβλεψη της μάνας μου, να μην θέλω πια να είμαι το καλό και υπάκουο παιδί της.
Θυμάμαι ήταν το Πάσχα του τριάντα εννέα. Από τότε καίγαμε μπροστά στην εκκλησία τον “Εβραίο”, ένα παραγεμισμένο με άχυρα σκιάχτρο, μετά τη λειτουργία της Δεύτερης Ανάστασης. Η δική μου παρέα, με που άναψε και καιγόταν ο ψεύτικος Εβραίος, φύγαμε για να πάμε στους αληθινούς Οβραίους, οι οποίοι ζούσαν λίγα μέτρα παραπέρα, του Λέβι και της Χάννα. Αφού διαλέξαμε ότι πιο βαριά πέτρα βρίσκαμε στο δρόμο μας, σταθήκαμε αντίκρυ από το σπίτι τους και αρχίσαμε να το πετροβολούμε. Η δική μου μανία ήταν απερίγραπτη, το σκέφτομαι πολλές φορές και αναρωτιέμαι από πού πήγαζε όλο εκείνο το μίσος εναντίον εκείνων των ανθρώπων, που ποτέ τους δεν ενόχλησαν κανέναν από εμάς. Πόσο σχέση είχε, με αυτά που μου είχαν μάθει να μισώ στο σχολείο, στο σπίτι; Να μισώ τον περιούσιο Λαό του Ισραήλ, που οδήγησε στο θάνατο το Χριστό μας. Φοβάμαι ότι με κάποια από εκείνα τα παράξενα τερτίπια του μυαλού, τους είχα συνδυάσει και με το θάνατο του δικού μου πατέρα. Δεν ξέρω, ας με συγχωρέσει μόνο ο Θεός!
Αυτό επαναλήφθηκε και την επόμενη χρονιά και την μεθεπόμενη, οι άνθρωποι είχαν μάθει πια και από νωρίς κλειδώνονταν μέσα στο σπίτι τους, περιμένοντας να ξεσπάσει η οργή μας, πάνω τους. Την πρώτη φορά θυμάμαι με κατσάδιασε άσχημα η μάνα μου, με τιμώρησε στερώντας μου για μια βδομάδα την έξοδο από το σπίτι. Την επόμενη χρονιά ούτε που ασχολήθηκε μαζί μου. Τα χρόνια είχαν δυσκολέψει πάρα πολύ, η φτώχεια και η πείνα ήταν το βασικό πρόβλημα του κόσμου. Όλοι έψαχναν κάτι για να ταΐσουν τα παιδιά τους, τα τρόφιμα του δελτίου ήταν για κοροϊδία. Οι άνθρωποι είχαν αναστήσει και πάλι κάθε σπιθαμή καλλιεργήσιμης γης, δούλευαν σκληρά στα πετροχώραφα τους, για να θερίσουν λίγο σιτάρι, να μαζέψουν λίγο λάδι. Κι από αυτό έπρεπε να βρουν έναν τρόπο, να κρύψουν και κάποια ποσότητα, να την γλυτώσουν από την επίταξη, την οποία είχε επιβάλλει ο κατακτητής. Όλοι σήμερα μιλούν και παριστάνουν τους ήρωες, αλλά η αλήθεια είναι ότι έπρεπε να βρούμε έναν τρόπο να επιβιώσουμε. Δεν ήταν θέμα ηρωισμού αλλά η κινητοποίηση του ενστίκτου των κατακτημένων για επιβίωση. Άλλοι, όπως η δική μου οικογένεια, ξεπούλησε ότι πολύτιμο είχε σε αυτούς, που παραδόξως είχαν τρόφιμα για πούλημα και συγχρόνως δουλεύαμε σκληρά τη γη μας. Και άλλοι πάλι συνεργάστηκαν με τους κατακτητές, οι περισσότεροι για να λύσουν τις διαφορές τους με τους συμπατριώτες τους. Πάντα υπάρχουν αυτοί, μα ευτυχώς ήταν λίγοι. Και ενώ τους ξέραμε όλοι μας πολύ καλά, οι περισσότεροι καμωνόμαστε σήμερα ότι δεν έγινε τίποτα. Για κάποιον λόγο η κοινωνία μας τους αμνήστευσε δίχως καν να γευτεί την ικανοποίηση να τους δει να απολογούνται, να κατεβάσουν για λίγο τα μάτια τους προς τη γη, να δείξουν ότι αισθάνονταν έστω λίγη ντροπή για ότι έκαναν.
Το καλοκαίρι του σαράντα τέσσερα πρέπει να ήταν, οι Γερμανοί είχαν πάρει τη κυριότητα των νησιών ήδη και συνεργάζονταν με την Ιταλική αστυνομία. Εμείς βρισκόμαστε στο μετόχι μας, το στάρι που είχαμε σπείρει το φθινόπωρο είχε ωριμάσει και όλη την ημέρα θερίζαμε. Τη νύχτα καθόμαστε μέσα στο σκοτάδι και με την αίσθηση των δαχτύλων μας μαζεύαμε όσα περισσότερα σπυριά μπορούσαμε, για να τα κρύψουμε. Η μάνα μου είχε βάλει ένα πιθάρι σε έναν λάκκο, στην πέρα άκρη του χωραφιού κι εκεί κάθε βράδυ έκρυβε όσο περισσότερο στάρι μπορούσε. Τα άχυρα τα σκορπάγαμε στο χωράφι αφήνοντας μέσα στην άλωνα πάντα μια ικανή ποσότητα για να φαίνεται ότι δεν κλέβαμε. Το ίδιο κάναμε και το χειμώνα, όπου αλέθαμε στον χερόμυλο τις ελιές, για να πάρουμε λίγο λάδι, προτού μαζέψουν τη σοδειά μας οι Ιταλοί με τους ντόπιους ρουφιάνους τους. Δεν είχαμε άλλη επιλογή, όσο κι αν μας φοβέριζαν ότι αν μας έπιαναν θα σαπίζαμε στη φυλακή, το αίσθημα της επιβίωσης ήταν πιο δυνατό από τον φόβο, τον οποίο όλοι μας νιώθαμε.
Μεσημέρι ήταν, όταν ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά μας μία περίπολο Ιταλών καραμπινιέρων με ένα απ' τα γνωστά τους τσιράκια. Εμείς εκείνη την ώρα, αποκαμωμένοι από την πρώιμη κάψα, είχαμε καθίσει για φαγητό, λίγο ψωμί με ελιές και κρεμμύδι, έξω από το αγροτόσπιτο μας, ένα απλό μονόχωρο κτίσμα με δώμα, που το σκέπαζε ένα θεόρατο πεύκο. Έκαναν έλεγχο για το στάρι που είχαμε θερίσει. Οι Ιταλοί έκαναν τη δουλειά τους τυπικά μα ο κοντοχωριανός μας, σαν να ήξερε ότι κρύβαμε τη σοδειά, πίεζε τη μάνα μου να του πει, που είχαμε κρύψει το υπόλοιπο στάρι. Ήταν σίγουρος ότι κάπου το κρύβαμε, όλοι το έκαναν, θαρρούσε ότι εύκολα θα φοβέριζε μια χήρα γυναίκα, για να του αποκαλύψει την κρυψώνα μας για να πάρει τα εύσημα. Της φώναζε στα μούτρα, την έσπρωξε, την απείλησε μα δεν υπήρχε περίπτωση κάποιος ν΄ ανοίξει το στόμα του, όταν ξέραμε ότι χωρίς αυτό θα ήταν αδύνατον να βγάλουμε τον επόμενο χειμώνα. Στο τέλος ο επικεφαλής αξιωματικός έδωσε εντολή να φύγουν, εκείνος μας απείλησε για μια τελευταία φορά, ότι θα μας παρακολουθούσε απ' εδώ και πέρα πιο στενά. Κι έτσι γινόταν μέχρι την απελευθέρωση μας, λίγους μόλις μήνες μετά. Συνεχώς τον είχαμε μέσα στα πόδια μας, μα δεν μπορούσε να ανακαλύψει τίποτε διαφορετικό απ' ότι φαινόταν ότι έκαναν όλοι οι συγχωριανοί μας εκείνη την εποχή.
Τέλος του καλοκαιριού, επιστρέψαμε στο χωριό. Όλο οι κάτοικοι του εγκατέλειψαν τα μετόχια που απλώνονταν ολόγυρα του χωριού μας, αφού είχαν θερίσει και αλωνίσει τη λιγοστή σοδειά και αφού πέρασαν οι κατακτητές από κάθε κτήμα και μας άφησαν την ποσότητα που εκείνοι θεωρούσαν δίκαιη για τον καθένα μας. Το χωριό μας ζωντάνευε και πάλι, εμείς βρίσκαμε τις παρέες μας και ετοιμαζόμαστε για το σχολείο όπου τα Ελληνικά ήταν ελεύθερα, ενώ οι μεγάλοι ετοιμάζονταν σιγά σιγά για τον χειμώνα.
Δεν το πήραμε είδηση μέχρι που κάποιος γείτονας, μας φανέρωσε ότι τους Οβραίους τους μάζεψαν οι Γερμανοί, μια μέρα μέσα στο καλοκαίρι και κανένας από τότε δεν τους ξανάδε. Δεν μπορούσαμε να φανταστούμε το λόγο της σύλληψης τους, κανένας στο χωριό δεν μπορούσε να τους συνδέσει με οποιαδήποτε παράβαση των καθημερινών διαταγών των κατακτητών και κανένας μας βέβαια δεν ήξερε τότε τι γινόταν με τις χιλιάδες των Εβραίων, που μαζεύονταν απ' όλα τα μέρη της κατεχόμενης Ευρώπης για να οδηγηθούν στα κρεματόρια του Άουσβιτς, του Μαϊντάνεκ και της Τρεμπλίνκα.
Μα το πιο σημαντικό είναι, ότι τον Λέβι και τη Χάννα τους ξεχάσαμε γρήγορα κι εμείς. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ στο χωριό μας. Κανένας δεν μιλούσε γι' αυτούς, ειδικά όταν τελείωσε ο πόλεμος και όλοι μας μάθαμε τι γινόταν στα στρατόπεδα εξόντωσης που έφτιαξαν οι Γερμανοί. Σαν να φοβόμασταν μήπως και αποκαλυφθούν και οι δικές μας ενοχές. Στο χωριό επικράτησε η σιωπή. Το κρύψαμε απ' τα παιδιά μας, απ' τα εγγόνια μας, απ' τους ίδιους τους εαυτούς μας. Μα τώρα βλέπω ότι μόνο εγώ απόμεινα απ' εκείνη τη γενιά. Τέτοια γεγονότα δεν επιτρέπεται να χαθούν στη λήθη. Οι Λαοί πάντα ψάχνουν να βρουν τους τωρινούς "Οβραίους" τους, να τους φορτώσει το κάθε σφάλμα της κοινωνίας μας. Δεν πρέπει να κάνετε κι εσείς τα ίδια λάθη με εμάς. Εσείς είστε μια καλύτερη γενιά από τη δική μας!"
Δεκέμβρης 2018
Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2023
Ετήσιος απολογισμός ευγνωμοσύνης
Πρώτα πρώτα θέλω να ευχαριστήσω την Μαρίνα, για την ευκαιρία την οποία μας έδωσε, να κάνουμε την τόσο ιδιαίτερη αναδρομή της χρονιάς, που μόλις τελείωσε καθώς και για τις τακτικές της υπενθυμίσεις. Ετήσιος Απολογισμός Ευγνωμοσύνης λοιπόν, γιατί παρά τις στενοχώριες και τους προβληματισμούς, που διαδέχονται τις χαρές μας, εμείς εξακολουθούμε να είμαστε παρόντες!
Ιανουάριος
Η λέξη που χαρακτήρισε τον Ιανουάριο είναι: Αναμονή
Γιατί: Αναμονή ως που να φύγει ο χειμώνας και μαζί του να χαθεί μια και καλή ο φόβος του κορονοϊού, αυτής της ασθένειας, που άλλαξε τις ζωές όλων μας, που ακούμπησε όλους μας, που μας θύμισε πόσο μικροί είμαστε απέναντι στην φύση.
Ένα πράγμα για το οποίο ένιωσα ευγνώμων τον Ιανουάριο είναι: Που όλα τα αγαπημένα μου πρόσωπα είναι καλά!
Φεβρουάριος
Η λέξη που χαρακτήρισε τον Φεβρουάριο είναι: Απογοήτευση
Γιατί: Ο πόλεμος στην Ουκρανία ήταν ένα γεγονός που με σόκαρε ( κι όλον τον κόσμο πιστεύω). Ευχόμουν ότι αυτό που όλοι έβλεπαν να έρχεται, δεν θα γινόταν πραγματικότητα, ότι τελικά η λογική θα επικρατούσε.
Ένα πράγμα για το οποίο ένιωσα ευγνώμων τον Φεβρουάριο είναι: Ανήκω σε εκείνες τις τυχερές γενιές, που απολαμβάνουν την Ειρήνη, σε όλη τους τη ζωή.
Μάρτιος
Η λέξη που χαρακτήρισε τον Μάρτιο είναι: έλλειμα
Γιατί: Οι ανεξέλεγκτες αυξήσεις στα πάντα σε συνδυασμό με το πολύ κρύο του Μάρτη, εδώ στα βόρια, μας έβγαλαν εκτός οικογενειακού προϋπολογισμού.
Ένα πράγμα για το οποίο ένιωσα ευγνώμων τον Μάρτιο είναι: Για όσα καλά και περίσσια απόλαυσα στη ζωή μου.
Απρίλιος
Η λέξη που χαρακτήρισε τον Απρίλιο είναι: χαρά
Γιατί: Διότι μαζεύτηκε όλη η οικογένεια μου και ο ένας ένιωσε την αγάπη του άλλου.
Ένα πράγμα για το οποίο ένιωσα ευγνώμων τον Απρίλιο είναι: Την οικογένεια μου!
Μάιος
Η λέξη που χαρακτήρισε τον Μάιο είναι: Στενοχώρια
Γιατί: Βλέπω το μέλλον να προοιωνίζεται δύσκολο. Σκέπτομαι τον επερχόμενο χειμώνα και αγωνιώ. Μαύρα τα μαντάτα!
Ένα πράγμα για το οποίο ένιωσα ευγνώμων τον Μάιο είναι: που όσο μεγαλώνω γίνομαι όλο και πιο ολιγαρκής.
Ιούνιος
Η λέξη που χαρακτήρισε τον Ιούνιο είναι: Ελπίδα
Γιατί: Ο καιρός ζεσταίνει, οι σόμπες έχουν σβήσει, οι μάσκες έχουν φύγει, βρισκόμαστε και πάλι με φίλους.
Ένα πράγμα για το οποίο ένιωσα ευγνώμων τον Ιούνιο είναι: Που όλοι στην οικογένεια μου είμαστε παρόντες.
Ιούλιος
Η λέξη που χαρακτήρισε τον Ιούλιο είναι: Ικανοποίηση
Γιατί: Μπορέσαμε όλοι μας, να βρεθούμε στο νησί μου, να δούμε αγαπημένα μας πρόσωπα και να απολαύσουμε τις υπέροχες παραλίες του.
Ένα πράγμα για το οποίο ένιωσα ευγνώμων τον Ιούλιο είναι: Που πραγματοποίησα το ταξίδι αυτό.
Αύγουστος
Η λέξη που χαρακτήρισε τον Αύγουστο είναι: Χαλαρότητα
Γιατί: Είναι ο μήνας της ζέστης. Και μιας και οι διακοπές μας έγιναν τον προηγούμενο μήνα, απόλαυσα τον μήνα αυτόν, όπως του αξίζει. Στη σκιά πάντα, τεμπέλικα(!) με λίγες εξορμήσεις και λίγα θαλασσινά μπάνια.
Ένα πράγμα για το οποίο ένιωσα ευγνώμων τον Αύγουστο είναι: η χάρη του Αυγούστου (αγαπημένος μήνας από παιδί)
Η λέξη που χαρακτήρισε τον Σεπτέμβριο είναι: Αγωνία
Γιατί: Αν και δεν δουλεύω πιά, αυτός ο μήνας ήταν πάντα για μένα, η αρχή μιας νέας χρονιάς. Ενός χειμώνα, που δεν ξέρουμε τι μας επιφυλάσσει. Με τα πορτοφόλια μας να ζορίζονται, με τα έξοδα για τα καύσιμα στο άγνωστο, αλήθεια δεν ξέρω τι μας περιμένει.
Ένα πράγμα για το οποίο ένιωσα ευγνώμων τον Σεπτέμβριο είναι: Η παρέα με τους φίλους μου
Οκτώβριος
Η λέξη που χαρακτήρισε τον Οκτώβριο είναι: Έκπληξη
Γιατί: Μια σύντομη επίσκεψη των παιδιών μου με την εγγονή μου από την Ελβετία, ήταν ένα δώρο, που τόσο πολύ το ήθελα.
Ένα πράγμα για το οποίο ένιωσα ευγνώμων τον Οκτώβριο είναι: Η οικογένειά μου!
Νοέμβριος
Η λέξη που χαρακτήρισε τον Νοέμβριο είναι: εξοργισμένοςΓιατί: Κάνοντας μια ανασκόπηση στις εγγραφές του ιστολογίου μου, έπεσα σε αυτήν που διαπίστωνα αισιόδοξος για την μάστιγα των γυναικοκτονιών. Λάθεψα: Εξακολουθούν να σκοτώνουν και να βιοπραγούν με αμείωτη ένταση, και μάλιστα οι "κοικωνιολογούντες" βρήκαν έναν ακόμη ένοχο, τον εγκλεισμό εξαιτίας του κορωνοϊού. Αίσχος!
Ένα πράγμα για το οποίο ένιωσα ευγνώμων τον Νοέμβριο είναι: Αισίως έφτασα τα 60!
Γιατί: Για όλο τα δυσάρεστα που βίωσε η ανθρωπότητα μέσα στο 2022, για την ορατή πλέον σε όλους κλιματική αλλαγή και την αδιαφορία των κυβερνήσεων (αλλά και των λαών), για τον γείτονα που έχει εκτραχυνθεί τελείως απειλώντας μας καθημερινά με πόλεμο. Είμαι φύσει αισιόδοξος αλλά κάπου έχω αρχίσει και ανησυχώ.
Ένα πράγμα για το οποίο ένιωσα ευγνώμων τον Δεκέμβριο είναι: Για την πεζή καθημερινότητα μου!
Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2022
Ευγενία του Lionel Duroy και Βαλκανική Τριλογία της Olivia Manning
Το μυθιστόρημα Ευγενία, του Γάλλου Lionel Duroy, είναι καθαρή μυθοπλασία, δομημένη όμως πάνω σε έναν πραγματικό ιστορικό καμβά. Πιο διεισδυτικό θα έλεγα, προσπαθεί να μας εξηγήσει, διαμέσου της ηρωίδας του, τις τραγικές καταστάσεις αλλά και τις αντιθέσεις, που βίωσε ο Ρουμανικός Λαός εκείνην την περίοδο. Τον έντονο αντισημιτισμό του, τις ομάδες ακροδεξιών εξτρεμιστών (την περίφημη Σιδηρά Φρουρά), που αναδεικνύονται σε καθοριστική πολιτική δύναμη, την αδυναμία των κρατικών παραγόντων να υπερασπιστούν την ουδετερότητα της Ρουμανίας, την σύνθλιψη της χώρας τους από τους στρατιωτικά ισχυρούς της εποχής εκείνης. Ιδιαίτερα αναλύει τις ρατσιστικές αντιλήψεις των συμπατριωτών της κατά των Εβραίων, όμοιες με αυτές που πρέσβευε το τρίτο Ράιχ, πολύ κοντά σε όσα υποστηρίζουν οι σημερινοί ακροδεξιοί πολιτικοί.
Στην Βαλκανική Τριλογία, η πρωταγωνίστρια του, η νιόπαντρη Χάριετ Πρινγκλ, έρχεται στο Βουκουρέστι το 1939 για να βρει τον σύζυγό της, Γκάι και ζει τις μεγαλειώδεις στιγμές της Αγγλικής παροικίας με πάρτι, δεξιώσεις, υψηλές κοινωνικές συναναστροφές αλλά και τυχοδιώκτες συμπατριώτες της, σαν να μην αντιλαμβάνονται την καταιγίδα του Β' Παγκόσμιου Πολέμου που ήδη έχει αρχίσει. Περιγράφει βέβαια τα πολιτικά τεκταινόμενα, αλλά από την θέση του παρατηρητή περισσότερο. Οι περιγραφές όσων βλέπει και βιώνει στο Βουκουρέστι αλλά και της ζωής της υψηλής κοινωνίας είναι καταπληκτικές, τόσο που με άνεση μπορείς να τοποθετηθείς κι εσύ ανάμεσα τους, να γίνεις ένας από αυτούς. Συγχρόνως παρακολουθείς και την ζωή της, την βαθμιαία μεταβολή στη σχέση με τον άντρα της, τα ερωτήματα που της δημιουργούνται σχετικά με τον γάμο της. Το πιο σημαντικό όμως που αποκόμισα από αυτό το μυθιστόρημα, ήταν η αίσθηση της κατάρρευσης της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, που μαζί της συμπαρασύρει και ένα πλήθος ανθρώπων που παρασιτούν, υποστηρίζοντάς την.
Το μυθιστόρημα Ευγενία, κτίζεται σε εντελώς διαφορετική φιλοσοφία. Κι εδώ έχουμε πρωταγωνίστρια, την Ευγενία,η οποία κατάγεται από το Ιάσσιο, στο οποίο ζούσε μια ισχυρή Εβραϊκή κοινότητα, και η οποία υπέστη ένα από τα πιο σκληρά πογκρόμ της εποχής. Η Ευγενία σε αντίθεση με την Χάριετ, δεν είναι απλή παρατηρήτρια όσων σημαντικών συμβαίνουν γύρω της αλλά παίρνει θέση, προσπαθεί να παρέμβει στα γεγονότα, προσπαθεί να ανατρέψει όσα την ενοχλούν. Είναι φεμινίστρια και επαναστάτρια, συνάπτει δεσμό με έναν Ρουμανο - Εβραίο συγγραφέα, τον Μιχαήλ Σεμπαστιάν, που από μόνο του είναι γεγονός απόλυτα παρακινδυνευμένο, δημοσιογραφεί προσπαθώντας να αναδείξει τις φρικαλεότητες κατά των Εβραίων, αλλά και παίρνει ενεργά μέρος στην Αντίσταση κοντά στους κομμουνιστές αν και ποτέ δεν αποδέχεται την ιδεολογία τους. Αγαπάει τον Μιχαήλ, την εκνευρίζει η παθητικότητά του, αποδέχεται όμως ότι το μόνο που τον ενδιαφέρει πραγματικά είναι η γραφή του. Η ίδια η Ευγενία, χρησιμοποιεί την γραφή ως εργαλείο, το οποίο όμως πολλές φορές την προδίδει, κάποιες την εκπλήσσει, γενικά δυσκολεύεται να βρει τον δρόμο της ως δημοσιογράφος, που πρέπει να συμβαδίζει απόλυτα με την εκάστοτε κρατούσα κατάσταση.Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2022
Θύμησες απ' το Μεσοχώρι.
Καθώς περνούσε το Αγοραίον(1) από τον στενό, όλο στροφές χωματόδρομο, σήκωνε
την σκόνη πίσω του κι αυτή σκέπαζε τα ταλαίπωρα, διψασμένα από μήνες ανομβρίας πεύκα, που είχαν φυτρώσει και από τις δύο πλευρές του δρόμου. Ήταν ο μοναδικός δρόμος ως τη δεκαετία του 70' που ένωνε τα κάτω χωριά του νησιού με το Μεσοχώρι και τα Σπόα. Έργο των χρόνων της Ιταλοκρατίας, που τον συντηρούσαν οι ακούραστοι στρατίνοι (2). Ο δρόμος ξεκινούσε από την πρωτεύουσα του νησιού, διέσχιζε όλα τα χωριά από τα οποία διερχόταν, το Απέρι, την Βωλάδα, το Όθος, τις Πυλές και μετά από ένα ηρωικό ταξίδι, έφτανες στον προορισμό σου.
Στα μισά της διαδρομής ακόμη και μαζί με τον αδελφό μου αδυνατούσα να κατανοήσω ποιος ο λόγος αυτής της απίστευτης ταλαιπωρίας. Η μητέρα αν και μισοζαλισμένη από το συνεχές κούνημα του αυτοκινήτου χαιρόταν που επέστρεφε σε έναν τόπο και χρόνο, από τον οποίο διατηρούσε όμορφες αναμνήσεις και ο πατέρας υπερήφανος που εκπλήρωνε ένα παλιό τάμα μετά από δέκα χρόνια στην ξενιτιά, συνομιλούσε με τον οδηγό, που έλεγε κι αυτός τις δικές του ιστορίες, μεταξύ αυτών και μία για την Παναγία που ντυμένη στα μαύρα, έβγαινε τη νύχτα στο δρόμο και προστάτευε τα λιγοστά αυτοκίνητα του νησιού από τους γκρεμνούς, που έχασκαν προς τη μεριά της θάλασσας.
Αρχές του Σεπτέμβρη ήταν, πηγαίναμε στο πανηγύρι της Παναγίας της Βρυσιανής. Έτσι λέγεται η Παναγία ετούτη εξαιτίας της βρύσης (πηγής) με το πάντα δροσερό νερό, να ρέει από τα θεμέλια της. Πλήθος προσκυνητών μαζευόταν απ' όλο το νησί αλλά και από την αντικρινή Κάσο, να προσκυνήσει στην χάρη της και να γλεντήσει στο πέργερο(3), ανάμεσα στον ιερό ναό και τον απόκρημνο βράχο. Όποιος έκανε το ταξίδι αυτό τότε, ήξερε ότι θα διανυκτέρευε εκεί για μια ή και παραπάνω νύχτες. Οι φιλόξενοι Μεσοχωρίτες φρόντιζαν ώστε όλοι οι προσκυνητές που έμπαιναν στον κόπο για ένα τέτοιο προσκύνημα, να μην μείνουν δίχως κατάλυμα.
Έτσι κι εμείς βρήκαμε φιλοξενία σε ένα παλιό Καρπάθικο σπίτι(4) το οποίο μας πρόσφερε ένα παλιό κουμπαριό των γονιών μου. Αφού τακτοποιήσαμε τα πράγματά μας και βάλαμε τα καλά μας, μέσα από τα δαιδαλώδη, φρεσκοασπρισμένα σοκάκια κατευθυνθήκαμε προς την Παναγία, όπου σε λίγη ώρα θα ξεκινούσε ο εσπερινός, για το πρώτο προσκύνημα. Μαζί με μάς κι όλο το χωριό, κι άλλοι φιλοξενούμενοι, που συναντιούνταν στα τρίστρατα ή τα ανοίγματα που έβλεπαν προς τη θάλασσα που την χρύσιζε η δύση του ήλιου και αντάλλασσαν ευχές από την καρδιά τους, ήξεραν δεν ήξεραν αυτόν που είχαν απέναντί τους.
Η χαρά στα πρόσωπα των γονιών μου ήταν έκδηλη. Ήθελαν όλα όσα ήξεραν για τον τόπο κι όσα είχαν ζήσει εκεί στο παρελθόν να τα μεταφέρουν με την μία σε μας. Σε κάθε βήμα είχαν και κάτι να μας πουν. Για τα θαύματα που έκανε η Παναγία, για τα γλέντια που έστηναν με τους ντόπιους στα νιάτα τους, τότε που ακόμη ανέβαιναν στο χωριό καβάλα στα ζώα, για την Σκοπή που έβλεπαν να στέκει αντίκρυ τους κι όπου σίγουρα θα μας πήγαιναν την επομένη, για τους πειρατές που εφορμούσαν στο χωριό τα πολύ παλιά χρόνια αλλά οι δύστυχοι χάνονταν στα στενά του σοκάκια, για τους έρωτες που γεννιούνταν πάντα τέτοιες μέρες καθώς το κρασί και η λύρα ζάλιζαν τους νέους, για το φαγητό που θα τρώγαμε από τα καζάνια που είδαμε καθώς φτάναμε, ευλογημένο από την ίδια της Παναγία. Εμείς τους ακούγαμε μάλλον βαριεστημένοι μιας και δεν συμμεριζόμαστε τον ενθουσιασμό τους. Βλέπεις με το παιδικό μας μυαλό, όλα αυτά μας ήταν τόσο ξένα ακόμη, που με δυσκολία τα δεχόμαστε.
Μετά τον Εσπερινό, άρχισε η διευθέτηση του χώρου της αυλής της εκκλησίας σε χοροστάσι. Ολόγυρα στήθηκαν οι πάγκοι και οι καρέκλες και στη μέση δύο τραπέζια, όπου πάνω τους θα ανέβαιναν οι οργανοπαίχτες με την λύρα, τα λαούτα και την τσαμπούνα. Γύρω από αυτήν την αυτοσχέδια εξέδρα και πάλι πάγκοι και καρέκλες, έτσι ώστε να μένει μόνο ένας φιδίσιος διάδρομος όπου θα πιάνονταν χέρι χέρι οι πανηγηριώτες σε χορούς αέρινους μα και στιβαρούς, που μέσα τους κουβαλούν την ψυχή και τα ακούσματα των προγόνων μας.
Κι ο χορός δεν άργησε να συνεπάρει όλον τον κόσμο, οι νέοι και οι μεσήλικες να ακολουθούν τον ρυθμό του, ο κάβος(5) με μαεστρία να επιδεικνύει τις ικανότητες του στις ντάμες του που τον ακολουθούσαν, οι μανάδες τάχατες αμέριμνες να παρακολουθούν την κάθε κίνηση των κορών τους, οι γέροντες καθιστοί να παρακολουθούν, αναλογιζόμενοι ότι κάποτε κι αυτοί βρίσκονταν όρθιοι, δυνατοί και ίδρωναν από την έξαψη του χορού ενώ η καρδιά τους πετάριζε νιώθοντας την ανάσα της κόρης που είχαν δίπλα τους ενώ τα παιδιά την μια στιγμή βρίσκονταν εδώ, την άλλη κάτω στην βρύση και μετά ποιος ξέρει πού;
Το γραφικό Μεσοχώρι, σε πρώτο πλάνο η Σκοπή. (φωτογραφία από το διαδίκτυο) |
Έτσι ήταν καλύτερα. ( διήγημα)
Image by Engin Akyurt from Pixabay Με την ευκαιρία της σημερινής εορτής της μητέρας.... Κ υριακή πρωί και η Ζωή βρίσκεται μπροστά ...
-
Ό ταν το 2012 ο εθνομουσικολόγος Λάμπρος Λιάβας , παρουσίασε για πρώτη φορά την εκπομπή του, το Αλάτι της Γης, στην ΕΡΤ, είχα γράψει εδ...
-
Αλέκος Μαυρίδης (1940-2010) Ο ηθοποιός γεννήθηκε στην Αλιστράτη Σερρών το 1940 , από φτωχή αγροτική οικογένεια. Από μικρός ονειρευόταν να...