πατέρα μου, κάτω από τον χωματόδρομο που διέσχιζε κατά μήκος το χωριό, τον οποίον είχαν διανοίξει οι Ιταλοί. Πρέπει να ήταν γύρω στα πενήντα, μπορεί και μικρότεροι, τότε οι άνθρωποι γερνούσαν πιο γρήγορα από σήμερα. Αυτός, ήταν ψηλόλιγνος, με αραιά μαλλιά αλλά πυκνή γενειάδα, κοκκινοτρίχης, με κάτι μικρά ματάκια, που τώρα πια μπορώ με σιγουριά να πω, ότι μέσα τους είχε κρύψει όλη την άδικη οργή του κόσμου. Η γυναίκα του, αρκετά πιο κοντή απ' αυτόν, μελαχρινή, όμορφη πρέπει να ήταν στα νιάτα της, ντελικάτη γυναίκα. Παιδιά δεν είχαν. Αυτή σπάνια έβγαινε από την αυλή της, πού να πάει; Κανένας δεν την έβαζε στο δικό του σπίτι. Δεν ξέρω πως βρέθηκαν στο χωριό μας. Ίσως να νόμισαν ότι εδώ ψηλά, όπου κατοικούσαμε εμείς, σε ένα νησί μακριά από κάθε άλλη στεριά, θα μπορούσαν να ζήσουν το υπόλοιπο της ζωής τους με ειρήνη. Η μάνα μου, έλεγε ότι τους θυμόταν από τα χρόνια, που τον τόπο τον είχαν ακόμη οι Τούρκοι.
Όλοι μας φοβέριζαν, να μην πηγαίνουμε κοντά τους, να μην τους μιλάμε. “Είναι Οβραίοι αυτοί, να τους προσέχετε!”. Δεν ξέρω τι φοβόταν ο κόσμος τότε. Μήπως μας αλλάξουν την πίστη; Ή μήπως κολλήσουμε κάποιες από τις παράξενες συνήθειες που είχαν, όπως να κλείνονται στο σπίτι τους όλο το Σάββατο και να μην κάνουν τίποτε; Δεν ξέρω! Ήσυχοι άνθρωποι ήταν! Όταν εκείνος ερχόταν για να ψωνίσει, Λέβι τον φώναζαν, εγώ μαζευόμουν σε μια άκρη, δίπλα στα τσουβάλια με τα όσπρια και τον παρατηρούσα με την άκρη των ματιών μου. Έπαιρνε λίγα πράγματα, ίσα ίσα για να περάσουν την εβδομάδα τους. Λίγο αλεύρι, λίγη φακή, λάδι, σαπούνι, τα πιο αναγκαία για να ζήσει κάποιος. Άνοιγε το πορτοφόλι του και μετρούσε με φανερή αγωνία ένα ένα τα κέρματα στο χέρι του πατέρα μου, μέχρι να συμπληρωθεί το απαιτούμενο ποσό.
Τον φώναζαν καμιά φορά, για να κάνει κάποιο μεροκάματο όταν κτιζόταν κάποιο σπίτι στο χωριό. Λέγαν ότι ήταν καλός στη δουλειά, ότι του έλεγαν το έκανε, δυνατός άντρας παρά το παρουσιαστικό του. Μα μέχρις εκεί! Ούτε στα πανηγύρια μας τολμούσε να έρθει μαζί με τη γυναίκα του, ούτε στις χαρές του χωριού ήταν καλεσμένοι, ούτε νοιαζόταν κανένας γι' αυτούς. Όλος ο κόσμος τους ήταν εκείνη η αυλή τους. Οι δυο πλευρές της έκλειναν με τα δύο ξέχωρα δωμάτια του σπιτιού. Την κουζίνα που γινόταν όλη η λάτρα του νοικοκυριού και το “καλό σπίτι”, όπου κοιμόντουσαν σε κείνα τα παραγεμισμένα με μαλλί στρώματα, που τα μάζευαν την ημέρα τυλίγοντας τα σαν φλογέρα και το άλλο βράδυ πάλι τα άπλωναν για να κοιμηθούν. Η τρίτη πλευρά κάλυπτε ο τοίχος του διπλανού σπιτιού. Προς το σοκάκι, που έβλεπε στις ελιές της Βαρβαρούλας, ένα ξύλινο κάγκελο με την εξώπορτα στην μέση, οριοθετούσε τον μικρό τους παράδεισο. Η Χάννα, έτσι την έλεγαν τη γυναίκα του Λέβι, έβγαινε για να απλώσει την μπουγάδα της, για να ποτίσει την αλιτάνα, την οποία είχε γεμίσει με γαριφαλιές, να κόψει κανένα λεμόνι από την πάντα γεμάτη λεμονιά τους. Εκεί, κάτω από το φύλλωμα της, κάθονταν οι δυο τους και συζητούσαν με τις ώρες. Τι μπορούσε να λέει ένα ζευγάρι στην ηλικία τους για τόση ώρα, ποτέ μου δεν το κατάλαβα. Ούτε σήκωναν ποτέ τη φωνή τους, ούτε φαινόταν ότι τσακώνονταν ποτέ, μόνο συζητούσαν, ήρεμα και χαμηλόφωνα.
Από πού τους έβλεπα; Το σπίτι μας ήταν πιο ψηλά από το δικό τους. Ανέβαινα πάνω στο χωμάτινο δώμα μας κι από εκεί τους κατασκόπευα. Πίστευα, ότι υπήρχε κάποιο φοβερό μυστικό, που εξαιτίας του το χωριό τους είχε θέσει σε αυτήν την ανεξήγητη για μένα καραντίνα. “Είναι Οβραίοι, μην τους πλησιάζεις”. Τι έχουν οι Οβραίοι και δεν έπρεπε να τους πλησιάζουμε; Κανένας δεν μου έδινε την οποιαδήποτε απάντηση. Έτσι κι εγώ είχα πεισθεί ότι αυτό το μεγάλο και τρομερό μυστικό που υπήρχε, έπρεπε να το ξεδιαλύνω. Για ώρες ξεροστάλιαζα κάτω από τον ήλιο, κάποιες μέρες έχανα και το παιχνίδι με τα άλλα παιδιά, ελπίζοντας ότι εκείνη την ημέρα επιτέλους θα ανακάλυπτα τι έκρυβαν. Μα το μόνο που ανακάλυψα, ήταν οι ατελείωτες συζητήσεις τους κάτω από τη λεμονιά. Εκείνος πάντα σε ένα χαμηλό σκαμνάκι και η Χάννα σε μια καρέκλα, ώστε τα κεφάλια τους να βρίσκονται στο ίδιο ύψος. Αυτό μόνο έβλεπα και σίγουρα δεν μπορούσα να τους κατηγορήσω επειδή τους έβλεπα να μιλούν μεταξύ τους με τις ώρες.
Το 1937, ναι τότε ήταν, που ο νέος Ιταλός διοικητής Ντεβέκι από τη Ρόδο, έστειλε τη διαταγή που έλεγε ότι στα σχολεία μας θα διδάσκονται μόνο Ιταλικά. Οι δάσκαλοι μας πήγαν στη Ρόδο, έλειψαν για όλο το καλοκαίρι και όταν ο Σεπτέμβρης ήλθε και άνοιξαν τα σχολεία μαζί τους ήταν και η Ιταλίδα διευθύντρια, η signora Ρένια. Ήταν αδύνατο να γίνει το μάθημα, εμείς ζητάγαμε συνεχώς διευκρινίσεις στα ελληνικά μα οι δάσκαλοί μας φοβούνταν να απαντήσουν στη γλώσσα μας. Ακόμα και τα ονόματα μας έγιναν Ιταλικά από την μια μέρα στην άλλη. Εμένα που με λένε Νίκο, με φώναζαν πια Nicola. Δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά. Αν τους άκουγε η signora Ρένια, σίγουρα θα τους κατέδιδε στους καραμπινιέρους κι αλίμονο τους! Θα έχαναν τη δουλειά τους, θα φυλακίζονταν, ακόμα ίσως να κατηγορούνταν για προδοσία. Άσχημα χρόνια! Τι να κάνουμε κι εμείς, θέλαμε δε θέλαμε μαθαίναμε τα Ιταλικά.
Μα το πιο σκληρό εκείνου του χειμώνα για τη δική μας οικογένεια ήταν ο ξαφνικός χαμός του πατέρα μας. Ένα βαρύ κρυολόγημα, το οποίο ο γιατρός που ερχόταν από το διπλανό χωριό, δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει με τα πενιχρά μέσα που διέθετε και σε λίγες εβδομάδες πέθανε, αφήνοντας τη μάνα μας χήρα στα είκοσι οχτώ της μόλις χρόνια. Η αδελφή μου ήταν μόλις στα έξι κι εγώ έκλεινα τα εννιά, όταν από τη μια μέρα στην άλλη αντιμετωπίσαμε τον οίκτο των συγχωριανών μας, την επικριτική λύπηση τους για εμάς. Δεν ζητούσαμε τίποτε απ' εκείνους, το μόνο που θέλαμε ήταν τον πατέρα μας. Η μάνα μου προσπάθησε με νύχια και με δόντια να κρατήσει ζωντανό το μαγαζί, μα τα πράγματα είχαν αρχίσει να γίνονται δύσκολα. Οι προμηθευτές δεν εμπιστεύονταν εύκολα μια γυναίκα, τα βερεσέδια γέμιζαν τα τετράδια και δύσκολα ξεπληρώνονταν. Όσο κι αν το πάλεψε, όσο κι αν σκλήρυνε τη στάση της, ειδικά όταν επιβλήθηκαν τα περίφημα δελτία, λόγω των ελάχιστων εισαγωγών στο νησί σε τρόφιμα, στο τέλος αναγκάστηκε να το κλείσει. Την περίοδο εκείνη ήταν που κι εγώ, άρχισα να ξεφεύγω από την στενή επίβλεψη της μάνας μου, να μην θέλω πια να είμαι το καλό και υπάκουο παιδί της.
Θυμάμαι ήταν το Πάσχα του τριάντα εννέα. Από τότε καίγαμε μπροστά στην εκκλησία τον “Εβραίο”, ένα παραγεμισμένο με άχυρα σκιάχτρο, μετά τη λειτουργία της Δεύτερης Ανάστασης. Η δική μου παρέα, με που άναψε και καιγόταν ο ψεύτικος Εβραίος, φύγαμε για να πάμε στους αληθινούς Οβραίους, οι οποίοι ζούσαν λίγα μέτρα παραπέρα, του Λέβι και της Χάννα. Αφού διαλέξαμε ότι πιο βαριά πέτρα βρίσκαμε στο δρόμο μας, σταθήκαμε αντίκρυ από το σπίτι τους και αρχίσαμε να το πετροβολούμε. Η δική μου μανία ήταν απερίγραπτη, το σκέφτομαι πολλές φορές και αναρωτιέμαι από πού πήγαζε όλο εκείνο το μίσος εναντίον εκείνων των ανθρώπων, που ποτέ τους δεν ενόχλησαν κανέναν από εμάς. Πόσο σχέση είχε, με αυτά που μου είχαν μάθει να μισώ στο σχολείο, στο σπίτι; Να μισώ τον περιούσιο Λαό του Ισραήλ, που οδήγησε στο θάνατο το Χριστό μας. Φοβάμαι ότι με κάποια από εκείνα τα παράξενα τερτίπια του μυαλού, τους είχα συνδυάσει και με το θάνατο του δικού μου πατέρα. Δεν ξέρω, ας με συγχωρέσει μόνο ο Θεός!
Αυτό επαναλήφθηκε και την επόμενη χρονιά και την μεθεπόμενη, οι άνθρωποι είχαν μάθει πια και από νωρίς κλειδώνονταν μέσα στο σπίτι τους, περιμένοντας να ξεσπάσει η οργή μας, πάνω τους. Την πρώτη φορά θυμάμαι με κατσάδιασε άσχημα η μάνα μου, με τιμώρησε στερώντας μου για μια βδομάδα την έξοδο από το σπίτι. Την επόμενη χρονιά ούτε που ασχολήθηκε μαζί μου. Τα χρόνια είχαν δυσκολέψει πάρα πολύ, η φτώχεια και η πείνα ήταν το βασικό πρόβλημα του κόσμου. Όλοι έψαχναν κάτι για να ταΐσουν τα παιδιά τους, τα τρόφιμα του δελτίου ήταν για κοροϊδία. Οι άνθρωποι είχαν αναστήσει και πάλι κάθε σπιθαμή καλλιεργήσιμης γης, δούλευαν σκληρά στα πετροχώραφα τους, για να θερίσουν λίγο σιτάρι, να μαζέψουν λίγο λάδι. Κι από αυτό έπρεπε να βρουν έναν τρόπο, να κρύψουν και κάποια ποσότητα, να την γλυτώσουν από την επίταξη, την οποία είχε επιβάλλει ο κατακτητής. Όλοι σήμερα μιλούν και παριστάνουν τους ήρωες, αλλά η αλήθεια είναι ότι έπρεπε να βρούμε έναν τρόπο να επιβιώσουμε. Δεν ήταν θέμα ηρωισμού αλλά η κινητοποίηση του ενστίκτου των κατακτημένων για επιβίωση. Άλλοι, όπως η δική μου οικογένεια, ξεπούλησε ότι πολύτιμο είχε σε αυτούς, που παραδόξως είχαν τρόφιμα για πούλημα και συγχρόνως δουλεύαμε σκληρά τη γη μας. Και άλλοι πάλι συνεργάστηκαν με τους κατακτητές, οι περισσότεροι για να λύσουν τις διαφορές τους με τους συμπατριώτες τους. Πάντα υπάρχουν αυτοί, μα ευτυχώς ήταν λίγοι. Και ενώ τους ξέραμε όλοι μας πολύ καλά, οι περισσότεροι καμωνόμαστε σήμερα ότι δεν έγινε τίποτα. Για κάποιον λόγο η κοινωνία μας τους αμνήστευσε δίχως καν να γευτεί την ικανοποίηση να τους δει να απολογούνται, να κατεβάσουν για λίγο τα μάτια τους προς τη γη, να δείξουν ότι αισθάνονταν έστω λίγη ντροπή για ότι έκαναν.
Το καλοκαίρι του σαράντα τέσσερα πρέπει να ήταν, οι Γερμανοί είχαν πάρει τη κυριότητα των νησιών ήδη και συνεργάζονταν με την Ιταλική αστυνομία. Εμείς βρισκόμαστε στο μετόχι μας, το στάρι που είχαμε σπείρει το φθινόπωρο είχε ωριμάσει και όλη την ημέρα θερίζαμε. Τη νύχτα καθόμαστε μέσα στο σκοτάδι και με την αίσθηση των δαχτύλων μας μαζεύαμε όσα περισσότερα σπυριά μπορούσαμε, για να τα κρύψουμε. Η μάνα μου είχε βάλει ένα πιθάρι σε έναν λάκκο, στην πέρα άκρη του χωραφιού κι εκεί κάθε βράδυ έκρυβε όσο περισσότερο στάρι μπορούσε. Τα άχυρα τα σκορπάγαμε στο χωράφι αφήνοντας μέσα στην άλωνα πάντα μια ικανή ποσότητα για να φαίνεται ότι δεν κλέβαμε. Το ίδιο κάναμε και το χειμώνα, όπου αλέθαμε στον χερόμυλο τις ελιές, για να πάρουμε λίγο λάδι, προτού μαζέψουν τη σοδειά μας οι Ιταλοί με τους ντόπιους ρουφιάνους τους. Δεν είχαμε άλλη επιλογή, όσο κι αν μας φοβέριζαν ότι αν μας έπιαναν θα σαπίζαμε στη φυλακή, το αίσθημα της επιβίωσης ήταν πιο δυνατό από τον φόβο, τον οποίο όλοι μας νιώθαμε.
Μεσημέρι ήταν, όταν ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά μας μία περίπολο Ιταλών καραμπινιέρων με ένα απ' τα γνωστά τους τσιράκια. Εμείς εκείνη την ώρα, αποκαμωμένοι από την πρώιμη κάψα, είχαμε καθίσει για φαγητό, λίγο ψωμί με ελιές και κρεμμύδι, έξω από το αγροτόσπιτο μας, ένα απλό μονόχωρο κτίσμα με δώμα, που το σκέπαζε ένα θεόρατο πεύκο. Έκαναν έλεγχο για το στάρι που είχαμε θερίσει. Οι Ιταλοί έκαναν τη δουλειά τους τυπικά μα ο κοντοχωριανός μας, σαν να ήξερε ότι κρύβαμε τη σοδειά, πίεζε τη μάνα μου να του πει, που είχαμε κρύψει το υπόλοιπο στάρι. Ήταν σίγουρος ότι κάπου το κρύβαμε, όλοι το έκαναν, θαρρούσε ότι εύκολα θα φοβέριζε μια χήρα γυναίκα, για να του αποκαλύψει την κρυψώνα μας για να πάρει τα εύσημα. Της φώναζε στα μούτρα, την έσπρωξε, την απείλησε μα δεν υπήρχε περίπτωση κάποιος ν΄ ανοίξει το στόμα του, όταν ξέραμε ότι χωρίς αυτό θα ήταν αδύνατον να βγάλουμε τον επόμενο χειμώνα. Στο τέλος ο επικεφαλής αξιωματικός έδωσε εντολή να φύγουν, εκείνος μας απείλησε για μια τελευταία φορά, ότι θα μας παρακολουθούσε απ' εδώ και πέρα πιο στενά. Κι έτσι γινόταν μέχρι την απελευθέρωση μας, λίγους μόλις μήνες μετά. Συνεχώς τον είχαμε μέσα στα πόδια μας, μα δεν μπορούσε να ανακαλύψει τίποτε διαφορετικό απ' ότι φαινόταν ότι έκαναν όλοι οι συγχωριανοί μας εκείνη την εποχή.
Τέλος του καλοκαιριού, επιστρέψαμε στο χωριό. Όλο οι κάτοικοι του εγκατέλειψαν τα μετόχια που απλώνονταν ολόγυρα του χωριού μας, αφού είχαν θερίσει και αλωνίσει τη λιγοστή σοδειά και αφού πέρασαν οι κατακτητές από κάθε κτήμα και μας άφησαν την ποσότητα που εκείνοι θεωρούσαν δίκαιη για τον καθένα μας. Το χωριό μας ζωντάνευε και πάλι, εμείς βρίσκαμε τις παρέες μας και ετοιμαζόμαστε για το σχολείο όπου τα Ελληνικά ήταν ελεύθερα, ενώ οι μεγάλοι ετοιμάζονταν σιγά σιγά για τον χειμώνα.
Δεν το πήραμε είδηση μέχρι που κάποιος γείτονας, μας φανέρωσε ότι τους Οβραίους τους μάζεψαν οι Γερμανοί, μια μέρα μέσα στο καλοκαίρι και κανένας από τότε δεν τους ξανάδε. Δεν μπορούσαμε να φανταστούμε το λόγο της σύλληψης τους, κανένας στο χωριό δεν μπορούσε να τους συνδέσει με οποιαδήποτε παράβαση των καθημερινών διαταγών των κατακτητών και κανένας μας βέβαια δεν ήξερε τότε τι γινόταν με τις χιλιάδες των Εβραίων, που μαζεύονταν απ' όλα τα μέρη της κατεχόμενης Ευρώπης για να οδηγηθούν στα κρεματόρια του Άουσβιτς, του Μαϊντάνεκ και της Τρεμπλίνκα.
Μα το πιο σημαντικό είναι, ότι τον Λέβι και τη Χάννα τους ξεχάσαμε γρήγορα κι εμείς. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ στο χωριό μας. Κανένας δεν μιλούσε γι' αυτούς, ειδικά όταν τελείωσε ο πόλεμος και όλοι μας μάθαμε τι γινόταν στα στρατόπεδα εξόντωσης που έφτιαξαν οι Γερμανοί. Σαν να φοβόμασταν μήπως και αποκαλυφθούν και οι δικές μας ενοχές. Στο χωριό επικράτησε η σιωπή. Το κρύψαμε απ' τα παιδιά μας, απ' τα εγγόνια μας, απ' τους ίδιους τους εαυτούς μας. Μα τώρα βλέπω ότι μόνο εγώ απόμεινα απ' εκείνη τη γενιά. Τέτοια γεγονότα δεν επιτρέπεται να χαθούν στη λήθη. Οι Λαοί πάντα ψάχνουν να βρουν τους τωρινούς "Οβραίους" τους, να τους φορτώσει το κάθε σφάλμα της κοινωνίας μας. Δεν πρέπει να κάνετε κι εσείς τα ίδια λάθη με εμάς. Εσείς είστε μια καλύτερη γενιά από τη δική μας!"
Δεκέμβρης 2018
Κοίτα να δεις τώρα, Βασίλη μου:
ΑπάντησηΔιαγραφήΤους έρμους τους Εβραίους, μαζεύονταν οι κάτοικοι και κάθε γιορτή τους έπαιρναν με τις πέτρες, φαινόμενο εισαγωγής στις μετέπειτα διώξεις των Ναζί. Όμως, στους δοσίλογους, μούγκα η γειτονιά έτσι; Προσοχή μιλάμε και "ότι διατάξατε".
Τα όμορφα της κοινωνίας μας, η οποία στη συνέχεια δήλωσε μια "άγνοια" και ξεμπέρδεψε με τη συνείδησή της δια παντός.
Έτσι είναι αυτά τα πράγματα.
Είμαι περήφανος, που βρέθηκαν χιλιάδες απλοί Έλληνες, που γλίτωσαν, με κίνδυνο της ζωής τους, χιλιάδες Εβραίους, Ρομά κλπ κλπ από τις Ναζιστικές δαγκάνες.
Πολύ δυνατό το διήγημά σου, δάσκαλε, αυτό που πρέπει να διδάσκεται σε κάθε γωνιά της πατρίδας μας για να ασκούμε την κριτική μας και την περισυλλογή μας.
Καλή βδομάδα Βασίλη μου.
Αυτή η λήθη, η τάχατες άγνοια των γεγονότων, είναι ένα καλό πρόσχημα για να κρύψουμε ( κάτω από το χαλί) τις πιθανές δικές μας ενοχές. Ποτέ δεν ξεχνάμε αλλά και οφείλουμε να υπενθυμίζουμε την αλήθεια, παντού και πάντα!
ΔιαγραφήΧαίρομαι, που σου άρεσε, φίλε μου.
Την Καλημέρα μου!
Είμαστε καλύτερη γενιά, τόσο εμείς, όσο και οι επόμενες; Οι επιλογές μας θα το δείξουν και η Ιστορία θα μας κρίνει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ σιωπή είναι καμιά φορά συνενοχή. Και είναι σημάδι των καιρών μας το "έλα μωρέ", "που να μπλέκουμε τώρα" κτλ.
Μακάρι να μην έχουμε στο τέλος και εμείς ενοχές. Μακάρι, να παραμείνουμε Άνθρωποι.
Διδαχτικό το διήγημα σου Βασίλη και με πολλά μηνύματα. Ευχαριστούμε για την τροφή για σκέψη.
Καλή εβδομάδα :)
Το ερώτημα που θέτεις με αφορμή την παραπάνω ιστορία μου, ίσως είναι το πιο σημαντικό όλων. Είμαστε μια γενιά καλύτερη από εκείνες; Πολλές φορές αμφιβάλλω από την άλλη παρηγοριέμαι λέγοντας ότι πάντα εμείς, οι παλαιότεροι, μεμψιμοιρούμε ενάντια των νεότερων γενιών. Ο ιστορικός χρόνος όμως φέρνει τη δικαίωση ή όχι. Κάθε γενιά, όταν έλθει η ώρα της, δίνει τη δική της απάντηση κι από εκεί κρίνεται.
ΔιαγραφήΧαίρομαι για την εύστοχη ερώτησή σου, Μαρίνα.
Την Καλημέρα μου!
Δίχως μελό ύφος και αχρειάστες φιοριτούρες, περιγράφεις σχεδόν βιωματικά την περίοδο εκείνη. Όλα έντιμα και τοποθετημένα στη σωστή τους διάσταση, χωρίς έπαρση και πατριωτικές κορώνες. Ήταν θέμα επιβίωσης, όπως το λες. Η κατακλείδα του διηγήματος, είναι μια δυνατή κραυγή προς όλους μας. Γιατί πάντα η κοινωνία έχει ανάγκη από έναν εχθρό, για να εκτονώνει το μίσος της και να καλύπτει τα κρίματά της. Τότε οι Οβραίοι, σήμερα οι πρόσφυγες και οι απανταχού ξεριζωμένοι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜακάρι να κάνει την υπέρβασή της η νέα γενιά. Αν και η παιδεία είναι πλέον κατευθυνόμενη και δημιουργεί τους νέους "μαλιστάνθρωπους". Υπάρχει βέβαια πάντα το υγιές κοινωνικό αντίβαρο. Θα φανεί στην πορεία...
Συγχαρητήρια, Βασίλη!!!
Χαίρομαι, που σου άρεσε Μαρία! Όπως αναρωτιέσαι κι εσύ για τη νέα γενιά το ίδιο κάνω κι εγώ. Βλέποντας τη νέα γενιά, ανακαλύπτω πολλά πράγματα που δεν μου αρέσουν αλλά πάλι ξέω ότι αυτή έχει επωμιστεί το βάρος να συνεχίζει την πορεία μας. Εύχομαι μόνο, να αποδειχτεί καλύτερη από εμάς.
ΔιαγραφήΤην Καλημέρα μου!
Ναι το πιστεύω ότι είμαστε καλύτερη γενιά από των παππούδων μας.Που ήταν γεμάτοι δεισιδαιμονίες, παραλογισμούς και κακές συνήθειες.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤον διαφορετικό πάντα τον φοβόταν ο κόσμος και ίσως ακόμη τον φοβάται.Αλλά οι άνθρωποι είναι σκληροί θα πω.Οχι μόνο για τους Εβραίους που λέγανε ότι βουτάνε παιδιά και πίνουν το αίμα τους (έτσι έλεγε η γιαγιά μου) αλλά για κάθε αδύναμο. Το γράφεις κι εσύ στην ιστορία σου. Την μητέρα του ήρωά σου δεν την εμπιστεύονταν σαν γυναίκα να ασχοληθεί με το εμπόριο. Απλήρωτα τα βερεσέδια γιατί ποιος θα τους απειλήσει; Μια γυναίκα;Ούτε την ορφάνια των παιδιών δεν ελαβαν υπόψη...δες πόσο ακληρή και άπονη γίνεται η κοινωνία για τα μέλη της πόσο δε μάλλον για άλλους που φιλοξενεί. Δύσκολες εποχές. Όσο για τους δοσίλογους...χμχμ...αυτοι ήταν οι επόμενοι πλούσιοι της κάθε κοινωνίας. Πώς να τους τιμωρήσει ο λαός που προσπαθούσε να βγει από μια κατοχή και πείνα με ανυπολόγιστες ζημίες;
Δυνατή η ιστορία σου αλλά πιστεύω ότι κακοί απαίδευτοι άνθρωποι υπάρχουν πάντα.Και αυτοί οι άνθρωποι σε κάθε κοινωνία δεν ασχολούνται κάνοντας κακό μόνο με τους ξένους...αλλά και με τους συντοπίτες τους.
Καλησπέρα Βασίλη
Σίγουρα δεν είμαστε όπως τις γενιές των παππούδων μας, αλίμονο! Αλλά και πάλι, είμαστε η γενιά που συμβιβάστηκε. Θα μου πεις, για την πλειονότητα από εμάς το ζητούμενο δεν ήταν η επιβίωση; Ναι, δεν ξέρω, εύχομαι μόνο οι νεότερες γενιές να αποδειχτούν καλύτερες από τη δική μας.
ΔιαγραφήΤην Καλημέρα μου, Άννα!
Πολύ δυνατό διήγημα... Εύχομαι οι επόμενες γενιές να διδαχτούμε από ρα λάθη των προγόνων μας... και ναι, να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό είναι το μεγάλο ζητούμενο. Φωτεινή. Την ίδια ευχή κάνω κι εγώ!
ΔιαγραφήΤην Καλημέρα μου!
Πάντα, εις τους αιώνες των αιώνων, οι άνθρωποι θα διχάζονται και θα χωρίζονται σε στρατόπεδα. Οι Εβραίοι, μεγάλα θύματα αυτής της λογικής τού παραλόγου. Η περιγραφή σου, Βασίλη, τόσο ζωντανή που έπιασα να αναρωτιέμαι πόσο χρονών είσαι για να τα 'χεις ζήσει όλα αυτά.. Μπήκα αίφνης σε μια χρονοκάψουλα και βρέθηκα σ' αυτό το νησί εν καιρώ πολέμου. Στάθηκα στη φράση σου: "όλος ο κόσμος τους ήταν εκείνη η αυλή τους", μα γιατί ήταν.. Οι άνθρωποι προσπάθησαν με νύχια και με δόντια να επιβιώσουν, αλλά μάλλον δεν τα κατάφεραν.. Με συγκίνησαν όσα έγραψες. 🍂
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστώ Πέτρα! Όχι δεν είμαι τόσο μεγάλος :) Ένα άκουσμα από κάποιον που έζησε εκείνα τα χρόνια, λίγο φαντασία και η γνώση που έχουμε σήμερα, με βοήθησαν στη γραφή μου!
ΔιαγραφήΤην Καλημέρα μου!