Κυριακή 28 Μαΐου 2023

ΜΑΥΡΟΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ(1985)

  Αυτό είναι το τελευταίο  κείμενο αυτής της σειράς, αναμνήσεων, σαν από ημερολόγιο από τη δεκαετία του 80. Έχει φύγει πια το καλοκαίρι και βρισκόμαστε στη αρχή του φθινοπώρου. Όλα έχουν αλλάξει, κι αυτό αποτυπώνεται πια, με πολύ σαφήνεια.

  Το καλοκαίρι έφτανε στο τέλος του. Αποχαιρετισμοί περαστικών φίλων,
με μόνο κοινό σημείο θύμησης τις στιγμές στη θάλασσα και τη μοναχική πια αυλή της απόμερης εκκλησίας. Το πλοίο κάθε πέντε μέρες, που φέυγοντας άφηνε πίσω του την αίσθηση της επικείμενης χειμωνιάτικης μοναξιάς. Παράξενη μα γνωστή λύπη, ζωγραφισμένη στα άλλοτε ζωντανά πρόσωπά μας. Απολογισμός προηγούμενων καταστάσεων χωρίς συμπέρασμα. Πλησίασμα στην καθημερινή μετριότητα...

  Επαναφορά στον αργό ρυθμό ζωής, φόβος μήπως περισσέψουν κάποιες ώρες. Ρυθμός αργός στη δουλειά, στον βηματισμό, στις σκέψεις, στα όνειρα. Σωματική και ψυχική προσαρμογή στα προσωπικά χειμερινά δεδομένα.

  Μάτια που ψάχνουν άδικα το πρόσωπο, που μας έκανε να αισθανθούμε ευτυχισμένοι. Ήχοι σιγανοί, ανεπαίσθητοι, ανίκανοι να διαταράξουν τα λιμνάζοντα ύδατα σε αντίθεση με μυρωδιές χαρούμενες, γνήσιες. Γεύσεις απαλλαγμένες από την αλμύρα της θάλασσας. Σώμα ελεύθερο να ξαναβρεί τον χαμένο "ζωτικό του χώρο".

  Ίδια δρομολόγια με διαφορετική διαδρομή. Διαδρομή ολιγάνθρωπη. βουβή, με στάνταρ προορισμό. Παραλίες τις οποίες απολαμβάνουν μόνο λίγοι ξένοι τουρίστες.

  Πρωινά ξυπνήματα από το καφενείο, λύτρωση η δουλειά, ατέλειωτο απόγευμα. Πρωινά γεμάτα, έστω και με την αναμονή του ταχυδρόμου. Απογεύματα άδεια κι από αυτές τις "νεκρές σκέψεις".

  Μοναδικός χώρος διασκέδασης η νύχτα.  Στο καφενείο, την ταβέρνα, τη τηλεόραση. Παρέες ζαλισμένες από το συνεχές μέτρημα της τράπουλας. Μάχη για την καλύτερη ζαριά. Καβγάς, τεχνητή φασαρία, η ησυχία την ώρα των δυσνόητων ειδήσεων. Καφετζήδες αεικίνητοι ή αργόθυμοι. Τραπεζομάντηλο νάιλον, χοιρινό σουβλάκι, γέλιο, μπύρα ή ουίσκι, σοβαρή ή αναίτεια συζήτηση, ραντεβού για την επομένη δίχως λόγια. Στην τηλεόραση κάποια βιντεοκασέτα, τοστ και πορτοκαλάδα, καρέκλες στη σειρά, θαυμασμός, όλα ψεύτικα μα και αληθινά.

  Απόγευμα Κυριακής. Ποδόσφαιρο στο ραδιόφωνο, Προ-πό, ομαδάρα, ημίχρονο, προβλέψεις. Το βράδυ επανάληψη, στην τηλεόραση αυτή τη φορά. Νεολαία που ψάχνει το ήρωα της βράδυ Τετάρτης, στο Κύπελο Ευρώπης, ελπίδες, πρώτη θέση, όρθιοι, τηλεόραση και μπάλλα βασίλισσες. Πικρή απογοήτευση.

  Ο δρόμος που οδηγεί στην πόλη. Βόλτα στον παραλιακό, καφετέρια, πίτσα, προβλήματα, κορεσμός, αίσθηση ανικανοποίητου, επιστροφή στο χωριό με τα σβηστά φώτα.

  Προσμονή κάποιου πανηγυριού, γλεντιού ή έστω τυχαίας συνάντησης, το Σάββατο βράδυ ή κάποια άλλη μέρα. Επαφή!... Αλλά μόνο αδιέξοδος υπάρχει.

  Υπομονή...

Οκτώβρης 1985


Πέμπτη 18 Μαΐου 2023

ΤΟΠΟΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ (1985)

  Συνέχεια αφιερώματος στη δεκαετία του 80'. Αυτή τη φορά, σαν από σελίδα ημερολογίου, νεανικό μου κείμενο, που επαναφέρει μνήμες από ένα περιστασιακό, καλοκαιρινό σημείο συνάντησης της νεολαίας, ελλείψει άλλου χώρου...
  
 Το χαμένο στην ησυχία του χειμώνα εκκλησάκι της Παναγίας, ζωντανό
τόσο ξαφνικά, για λίγο όμως, όσο διαρκεί η διαμονή όλων των ξενιτεμένων νέων του χωριού από κάθε γωνιά της Γης, που μαζεύονται στον αγαπημένο τους τόπο, ένας ενάμισης μήνας όλο κι όλο, τόσο διαρκεί το πραγματικό καλοκαίρι στο νησί μας.
Παναγία - Όθος Καρπάθου

   Ο πρόσφατα ασβεστωμένος αυλόγυρος και το πλακόστρωτο δάπεδο, η ξύλινη πόρτα που ποτέ δεν κλείνει, η μαρμάρινη εντοιχισμένη πλάκα με την ημερομηνία εγκατάστασης των προγόνων μας σε αυτόν τον τόπο, βαμμένη για να φαίνονται τα χαράγματα καλύτερα(!) Στον τοίχο σύντομα σημειώματα κάποιων κοριτσιών, με μαρκαδόρο ή μολύβι, κάποια ολοφάνερα μαρτυρούν το μήνυμά τους, άλλα πάλι είναι κωδικοποιημένα, σε προκαλούν να γράψεις κι εσύ κάτι, για ποιον λόγο; μέχρι το επόμενο καλοκαίρι σίγουρα θα έχουν σβηστεί. Το σκοινί της καμπάνας κρέμεται, το μόνο πράγμα που υπάρχει για να ξεσπάσει κάποιος σε κάποια στιγμή απόλυτης ευθυμίας ή ευτυχίας. Η πρόσφατη επικεράμωση της στέγης και του τρούλου μετά από κάμποσες δεκαετίες κυριαρχίας του τσιμέντου. Κάτω μας τρέχει ασταμάτητα, η πηγή του χωριού μας μα κανένας δεν την ακούει. Πιο πέρα οι ασθενείς λάμπες το φωτίζουν ενώ όλο και κάποιος περνά κοιτώντας μας επικριτικά για την "βεβήλωση" του χώρου, που βλέπει να συντελείται μπροστά στα μάτια του.

  Στενά συνδεδεμένη η νεολαία με αυτήν την μικρή αυλή. Από τις απογευματινές ως τις βαριά νυχτερινές ώρες. Κάποιοι μαζεύονται από πολύ νωρίς να πιάσουν κεντρική θέση, να οργανώσουν τη βραδιά και την επόμενη ημέρα, κάποιοι βρίσκουν και πάλι την παρέα τους, κάποιοι ελπίζουν να να είναι αυτή η βραδιά που θα φανερώσουν το χτυποκάρδι τους σε αυτήν που τους έχει "τρελάνει", αυτοί προτιμούν ιδιαίτερα τη γωνία, που κρύβεται από το δρόμο. Άλλοι, μεγαλύτεροι θα κάνουν μια στάση με το αυτοκίνητο τους, σταματούν ακριβώς μπροστά στην είσοδο, αν υπάρχει "ενδιαφέρον" ανεβάζουν και την ένταση της μουσικής που τους ακολουθεί. Η παρέα των κοριτσιών με τα ατελείωτα σιγοψιθυρίσματά τους αφού περάσει μια φορά από μπροστά μας, στην επιστροφή θα προστεθούν στην παρέα μας, βιασύνη για το ποια θα πιάσει την πιο καλή θέση, κοντά στη άλλη γωνία, αμηχανία στην αρχή μα και πάλι σε λίγο επανέρχεται η κανονικότητα, στα σιγοψιθυρίσματα. Τ' αγόρια προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τα τσιγάρα γεμίζουν το πλακόστρωτο - κάποια γειτόνισσα αδίκως θα διαμαρτυρηθεί γι' αυτήν την ασχήμια - προσπάθεια για επικοινωνία αλλά η κατάληξη πάντα η ίδια... τα σιγοψιθυρίσματα.

  Το μαγνητόφωνο στην πρίζα της εκκλησίας, που θα ηχήσει αργά τη νύχτα με ροκιές ή λαϊκά, στο σκοτάδι που μας περικυκλώνει, πάντα υπάρχει κάποιος που θα χορέψει, έστω για μια στροφή μόνο.

  Νυχτερινή θέα στην μικρή παραθαλάσσια κωμόπολή μας, στα φώτα της που φαίνονται στο βάθος, στη γαλήνια θάλασσα της που τη φωτίζουν τ΄ αστέρια, που όλοι κάτι περιμένουμε από αυτήν.

  Είναι η ίδια αυλή ετούτη, που θα μαζευτούμε αργά τα μεσάνυχτα, όταν το καφενείο δεν θα έχει να μας προσφέρει τίποτε άλλο, για να διηγηθούμε τις διάφορες ιστορίες μας, παντός είδους ιστορίες, εμπειρίες ολόδικες μας,  έως αφελείς από εμάς που ζούμε στην μικρή μας Ελλάδα σε αντίθεση με τις ιστορίες θαυμάτων των φίλων μας που επέστρεψαν από τα ξένα. Κάποια χοντρά ανέκδοτα, τα οποία θα ξαναλέγονται για πολύ καιρό μετά, σε κάθε ευκαιρία, προκαλώντας την υπερηφάνεια του λέγοντος για τις αντιδράσεις μας.

  Η ώρα όμως περνά, ένας ένας σηκώνεται και φεύγει αφήνοντας πίσω του μια ξεψυχισμένη "Καληνύχτα" ή μία "Καλημέρα", όλο προσδοκία. Το χωριό σιωπηλό, πηγαίνοντας για το σπίτι νιώθω ως συνήθως μόνος, η μοναξιά γίνεται ακόμη μεγαλύτερη όταν σκέφτομαι, ότι όλα τα παραπάνω, έχουν σύντομη ημερομηνία λήξης. Ο χειμώνας μας περιμένει...

Αύγουστος 1985



Δευτέρα 8 Μαΐου 2023

ΝΥΧΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ (1985)

  Συνέχεια αφιερώματος στη δεκαετία του 80'. Αυτή τη φορά, σαν από σελίδα ημερολογίου, νεανικό μου κείμενο, που επαναφέρει μνήμες από μια καλοκαιρινή νύχτα με πάρτι και ότι άλλο ήθελε προκύψει...

 Περιμένω καθισμένος στο τσιμεντένιο σκαλοπάτι, δίπλα στο τοστάδικο του κολλητού μου. Πάρτι γίνεται απόψε στην μικρή μας κωμόπολη, θα πάμε, όλη η παρέα.

  Για να περάσει η ώρα παρακολουθώ αυτούς, που κάνουν την καθιερωμένη βραδινή τους βόλτα προς το λιμάνι. Μια παρέα δύο τριών κοριτσιών, δεκαπέντε δεκάξι χρόνων, η μια σπρώχνει την άλλη, το γέλιο της μιας χάνεται στις αποδοκιμασίες της άλλης. Μια άλλη, μεγάλη ομάδα από τουρίστες με τα σακίδια στην πλάτη, στην ηλικία μας, έχει πλοίο απόψε, θα ταξιδέψουν προς κάποιον άλλο προορισμό. Ένα νέο ζευγάρι με καμάρι σπρώχνουν το καροτσάκι με το μωρό τους. Ένας άντρας μονάχος με βήμα αργό, χαμένος στις σκέψεις του. Ένας πατέρας, σημαίνων πρόσωπο του νησιού, κρατά σφιχτά απ' το χέρι την κορούλα του. Οι μηχανόβιοι του νησιού προς στιγμή διαταράσσουν την ησυχία της  στιγμής. Το δίπλα  εστιατόριο με τους αεικίνητους σερβιτόρους, που διασχίζουν ξανά και ξανά το δρόμο, για να σερβίρουν τους ξένους, όλοι μεσόκοπα ζευγάρια. Η θάλασσα μπροστά μου αντανακλά το φως των ηλεκτρικών λαμπτήρων προς τις γεμάτες δίχτυα βάρκες. Η ντίσκο μουσική της παρακάτω καφετέριας, μπερδεύεται με τα λαϊκά του εστιατορίου.

  Η δική μου παρέα μαζεύεται σιγά σιγά, έχει ώρα, να ξεκινήσουμε από το σπίτι του Γιώργου, εδώ δίπλα είναι, δεν πειράζει κι αν πάμε λίγο αργά στο πάρτι. Στο πάρτι, το ετήσιο, θεσμός πια, το μέγα γεγονός του καλοκαιριού, το κάνει όλη η νεολαία της μικρής πόλης, θα 'ναι κόσμος απ' όλα τα χωριά, μουσική, ότι πιο καινούριο κυκλοφορεί. 

  Βολευτείτε όπως μπορείτε, άλλοι στον καναπέ, δύο δύο στις πολυθρόνες, ακόμη και στη σκάλα. Κεφάτοι να πάμε, "σατς" το λένε το νέο παιχνίδι, που σκαρφιζόμαστε εκείνη την ώρα, όλοι πίνουν ότι βρίσκεται εύκαιρο, πρώτα από κονιάκ τριών αστέρων, τελειώνει, σειρά έχει το πεντάρι, προσοχή, όλοι πίνουν υποχρεωτικά, το ποτό τελειώνει, να τραγουδήσουμε τώρα, γρήγορα την κιθάρα και το μπουζούκι, η Σοφία τραγουδάει υπέροχα, όλοι σιγοντάρουμε, ένα παλιό τετράδιο με τους στίχους βοηθάει. Τραγούδια παλιά, αγαπημένα όμως, δικά μας, που μας αγγίζουν, τραγούδια που η ανερχόμενη γενιά αγνοεί ακόμη. Η ώρα πέρασε, το κέφι στα ύψη, ένας αποχαιρετιστήριος μαξιλαροπόλεμος, "σιγά, ρε παιδιά!"

  Καθώς κατεβαίνουμε τη σκάλα, η μουσική όλο και δυναμώνει, η αίθουσα γεμάτη, πιο γεμάτη η πίστα, ο D.J. από ψηλά κατευθύνει, θέσεις δεν υπάρχουν, γρήγορα όλοι στην πίστα, έχει το τραγούδι μας. Ο ρυθμός συντονίζει τα πόδια μας, απελευθερώνει τα χέρια μας, το αίμα μας κτυπά άτακτα, ο ιδρώτας κυλάει ποτίζοντας τα ρούχα μας. Να ξεκουραστούμε λίγο, έχει διαγωνισμό break dance, στη μέση αυτοί, εμείς γύρω γύρω βλέπουμε, κρίνουμε εκ του ασφαλούς, χαμογελάμε με συγκατάβαση ή χειροκροτούμε με ενθουσιασμό.

Image by Bruno /Germany from Pixabay
  Ώρα να φύγουμε, δεν θέλουμε να πάμε στα σπίτια μας, είναι νωρίς ακόμη, Αύγουστος, ποιος χρειάζεται τον ύπνο; 

"Στη θάλασσα για νυχτερινό μπάνιο"...καλή ιδέα. 

"Να το οργανώσουμε." 

"Εσύ φέρε πετσέτες." 

"Με τα πόδια σιγά σιγά θα φτάσουμε." 

"Ποιος βιάζεται;" 

"Ναι, στην ίδια παραλία που ήμαστε και την ημέρα." 

  Η νύχτα αφέγγαρη, κατεβαίνουμε αργά τον τσιμεντένιο κατηφορικό δρομάκι, τα παπούτσια μας γλιστρούν στην άμμο. Τώρα κρέμονται από τα χέρια μας, πατάμε την παραλία, η άμμος ψυχρή, λεπτόκοκκη, κολλάει στις πατούσες μας. Οι πετσέτες στη σειρά, τα ρούχα στον βράχο επάνω, καθενός χωριστά, μην μπερδευτούνε. Ποιος θα μπει πρώτος, μια απόφαση είναι, ο πρώτος παφλασμός ακούγεται, ακολουθούμε και οι υπόλοιποι. Η θάλασσα ακίνητη, μυστήρια, αόρατη, σκοτεινή, σε παίρνει βαθιά μέσα της. Η παραλία χάνεται, για λίγο είσαι στο πουθενά, κανένας δεν μιλά, μας έχει συνεπάρει η πρωτόγνωρη αίσθηση, σαν να επιπλέουμε μέσα στην μήτρα της μητέρας γης μας. Νιώθουμε ζεστασιά μα και φόβο μέσα στην απέραντη αυτή υγρή μάζα, την οποία νιώθουμε αλλά δεν βλέπουμε, σε αυτή τη θάλασσα που την ημέρα μας είναι τόσο οικεία, γευόμαστε την κάθε γωνία της, νομίζαμε οι αφελείς ότι την ξέραμε. Κάποιος σπάει τη σιωπή, και δεύτερος, σε λίγο όλοι μας κάτι έχουμε να πούμε, άλλοι φωναχτά κι άλλοι σιγανά, μόνο για την διπλανή του ότι πει.

  Οι πετσέτες σηκώνονται επάνω, τυλίγονται γύρω από τα υγρά, γυμνά κορμιά, απορροφούν τις αλμυρές σταγόνες, μας προστατεύουν από τη δροσερή αύρα της θάλασσας. Μαζευόμαστε γύρω γύρω, τα σώματα μας αποκτούν μια παράξενη, υπερκόσμια λάμψη καθώς αχνοφωτίζονται απ' το ελάχιστο φως των αστεριών.

  Για λίγο επικρατεί και πάλι σιωπή, η θάλασσα μόλις που ακούγεται καθώς σβήνει στην ακτή, απέναντι, στο βάθος, το φως του φάρου, που αναβοσβήνει πάντα στην ίδια τη συχνότητα, τα φώτα της κωμόπολης μας, που κι αυτή φαντάζει νεκρή.

"Στης Μαρίας να πάμε!"

"Να φάμε κάτι."

"Μα οι γονείς μου κοιμούνται..."

"Δεν πειράζει, εσύ θα κοιμάσαι, εμείς καντάδα θα σου κάνουμε", η Μαρία πείθεται. Σε λίγο ανεβαίνουμε αργά αργά προς το σπίτι της, στο δρόμο σιγοτραγουδάμε "Το Μινόρε της Αυγής", το ίδιο τραγούδι λέμε και μέσα στην σκουροπράσινη αυλή, σε λάθος παράθυρο όμως, ένα φως ανάβει, "εντάξει παιδιά, αρκετά", εμείς συνεχίσουμε, η τελική επιβράβευση, σύκα και καρύδια, που σπάνε τρίζοντας στον πάτο.

  Ο δρόμος έρημος, η παρέα σπάει, πάλι στο σπίτι του Γιώργου, όσοι μείναμε, ως να ξημερώσει, καφές, ψίθυροι, κούραση.

  Κάθομαι στο μπαλκόνι, πάνω απ' την προκυμαία, ο ήλιος σηκώνεται πια, αργά αργά, σκορπώντας παντού χρώματα απαλά, διάφανα, ζεστά στη θάλασσα, που η επιφάνεια της αρχίζει ν' αστράφτει και πάλι στα μάτια μου.

  Η νύχτα τελείωσε. Ήδη οι βάρκες ανοίγονται στο πέλαγος για να μαζέψουν τα δίχτυα.

Δεκέμβριος 1985

Παρασκευή 28 Απριλίου 2023

Ένα καλοκαίρι kitsch

   Το παρακάτω κείμενο το έγραψα τον Γενάρη 1985, στο Καστελόριζο, όπου βρισκόμουν ως δάσκαλος. Είχα εμπνευστεί από ένα αφιέρωμα του περιοδικού ΑΝΤΙ, προσκείμενο στην Ανανεωτική Αριστερά της εποχής. Μιλούσε για το kitsch στη ζωή μας.  Το δικό μου κείμενο αναφέρεται σε ότι ζούσα εγώ τότε ως νεαρός, τα καλοκαίρια στο νησί μου. Δημοσιεύτηκε ως επιστολή στο περιοδικό τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς και τον ίδιο μήνα, τμήμα του αναδημοσιεύτηκε στο ΒΗΜΑ. 
   Ο όρος κιτς (γερμανικάKitsch), χρησιμοποιείται κυρίως υποτιμητικά για την περιγραφή έργων τέχνης ή εν γένει αντικειμένων των οποίων η αισθητική θεωρείται ψεύτικη, επιτηδευμένη ή ευτελής, στερούμενη βαθιάς σκέψης, και με αποκλειστικό σκοπό την τέρψη του θεατή για οικονομικό όφελος. Αρχικά χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά για την περιγραφή έργων ζωγραφικής, και αργότερα η χρήση του επεκτάθηκε προς άλλες μορφές τέχνης. Συχνά ταυτίζεται με την έννοια του κακού γούστου. Από τη Βικιπαίδια

  Μέσα σε μια χώρα, που στο κάθε της βήμα το Kitsch κυριαρχεί,
ανακάλυψα και το καλοκαίρι kitsch. (Αλήθεια, τώρα αναθεματίζω το ΑΝΤΙ, πολλά γεγονότα, ίσως όλη μας η ζωή νάναι ένα kitsch)


Kitsch καλοκαίρι με: 

  Πάρτι δυτικού τύπου που καταλήγουν σε Γλυκερία η παραδοσιακά πανηγύρια με κατάληξη τα "παπάκια". Γιορτή του εξοχικού Αγίου, λειτουργία, άρτος, ύψωση της εικόνας, φαγητό, ασπασμός της εικόνας, το άσπρο παντελόνι που λερώθηκε από το κρασί. Το τοπικό καλοκαιριάτικο τουρνουά ποδοσφαίρου με τις τουαλέτες των αδιάφορων "δεσποινίδων" και την απορία: "γιατί δεν την πιάνει με τα χέρια;". Η βόλτα στην ξαφνικά ζωντανή κωμόπολή μας, ο φραπέ στην καφετέρια, απ' εδώ τα αγόρια κει απ' εκεί τα κορίτσια. Η θέληση για διασκέδαση και η στυφή αυριανή γεύση απογοήτευσης. 

  Η κάθε παραλία, η κασέτα των DOORS στο μαγνητόφωνο, το Αμερικανάκι που πετάει το φρίσμπι και το καμάκι που παίζει ρακέτες. Γύρω μου χιλιάδες άνθρωποι γελούν, τρέχουν, αγχώνονται, σκέπτονται κι εγώ με το γουόκμαν μόνος μου τους διώχνω. Δεν κάθομαι και στον ήλιο. Η παλιά συμμαθητική παρέα με τις χίλες αναμνήσεις και το συνεχές ξεμάκρεμα. Η νέα φοιτητριούλα, που διηγείται τις τόσες καινούριες εμπειρίες της για ώρες κι ας είναι ακόμη στην αρχή. Η αθλητική τσάντα που ανοίγει και βγάζει έξω αντηλιακό, ρακέτες, μπαλάκι, πετσέτα, γυαλιά ηλίου, τσιγάρα, φωτιά, γουόκμαν, εφημερίδα, τις κασέτες του John Lennon και του Νταλάρα, το βιβλίο του Μάρκες: "Η αθώα Ερέντιρα", χτένα. Τα γυαλιά που εστιάζουν στο κορίτσι απέναντι που φοβάται να βρέξει τα μαλλιά του στη θάλασσα. Το μπουκάλι της COCA COLA, που το παιδάκι το γεμίζει θάλασσα και πάλι από την αρχή, αφού το αδειάσει. Το άγχος των εξετάσεων του Σεπτέμβρη. Το μαύρισμα με αντηλιακό ή όχι. Τα άγνωστα πρόσωπα που θα μάθουμε ποια είναι. Ο κρυφός πόθος για το "παιδί" που δεν χορταίνει τη θάλασσα. Ο απόηχος των πρόσφατων εκλογών και η ένταση της φωνής. Οι παρέες που κατευθύνονται για δροσιστικό και τσιγάρο. Στο βάθος το λιμάνι, που το βράδυ μας διώχνει με την απαίσια μυρωδιά του. 

  Το πάρτι του κολλητού προς τιμή της αγαπημένης του. Από νωρίς ετοιμασίες, τα ποτά, η μουσική, τα φωτορυθμικά, προβλέψεις για ποιες "γκόμενες" θα ρθουν. Νωρίς το βράδυ αγωνία για την επιτυχία. Στις 10 φίσκα από κόσμο. Ο D.J. ιδρώνει να βρει τραγούδι κατάλληλο για να συγκινήσει το κορίτσι, που έχει βάλει στο μάτι, ενώ δεκάδες ψωνισμένοι του ζητάνε από "μπλουζ" ως την κασέτα Νο2 της ντισκοτέκ Strombolli, του Ηρακλείου. Τελικά καταλήγει στο Relax. Τα κορίτσια του χωριού στην άκρη μαζεμένα, ψιλή κουβέντα και ερωτηματικά για το ποιος θα τις φλερτάρει. Τ' αγόρια σνομπάρουν. Οι Αμερικανίδες ευδιάθετες, χωρίς αναστολές προτιμιούνται. Στις 12 θα μείνουν μόνο αυτές που δεν το παίζουν νύφες. Κάπου όμως βρίσκω τον εαυτό μου ανικανοποίητο κι από αυτό το βράδυ, που το περίμενα τόσες μέρες. Στο τέλος πιάνω το πικάπ και τις κασέτες μου. Κλείνουν τα φώτα, φεύγω.

  Αφιερώνεται στο ΑΝΤΙ, που με βοήθησε να δω τον κόσμο με τη ματιά του  άσχημου. Πίστεψέ με. Έστω και χωρίς τελικό αποτέλεσμα ικανοποίησης, το kitsch είναι η ζωή μου. 
  Mια διαφορετική αίσθηση του kitsch, από Κάρπαθο αυτή τη φορά...

Τρίτη 18 Απριλίου 2023

Τζον Κράξτον (John Craxton)


John Craxton, An Acrobatic Cretan Butcher. Λάδι σε καμβά, 1947. 

 Ο παραπάνω πίνακας με μια πρώτη ματιά, δείχνει κάποιον, που κάνει κάποια περίπλοκα ακροβατικά. Αν παρατηρήσουμε τι γράφει στο φόντο, διαβάζουμε " ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΧΟΡΕΥΤΗΣ ΧΑΣΑΠΗΣ". Άρα πρόκειται για κάποιον χασάπη, Κρητικό, ο οποίο "συλλαμβάνεται ζωγραφικά" σε κάποια χορευτική φιγούρα. Αν τώρα συγκρίνουμε τον πίνακα με την παρακάτω εικόνα - αναπαράσταση από τα Μινωίτικα Ταυροκαθάρψια, βλέπουμε αμέσως την ομοιότητα ανάμεσα στα δύο κεντρικά πρόσωπα των δύο εικόνων. 

 Ακόμα πιο ενδιαφέρουσα είναι η ιστορία που κρύβεται πίσω από τον πίνακα αυτόν. Ο Άγγλος ζωγράφος, Τζον Κράξτον, κάποιο βράδυ του 1947 ενώ διασκέδαζε σε κάποιο κατάστημα δίπλα στην Κνωσσό, σηκώθηκε ένας νέος, χασάπης πλέον στο επάγγελμα, για να χορέψει ζεμπέκικο. Δεν του ήταν άγνωστος. Ήταν ένας νέος, τον οποίο είχε γνωρίσει ως ναύτη στον Πόρο και τον αναζήτησε στην Κρήτη απ' όπου καταγόταν. Αυτός έριξε κάτω μια καρέκλα και άρχισε να χορεύει γύρω από αυτήν. Κάποια στιγμή, πιάνει τα δύο πάνω πόδια της καρέκλας και υποβασταζόμενος σε αυτά, κάνει μια ανάποδη τούμπα στον αέρα και προσγειώνεται με τα χέρια στο δάπεδο και συνεχίζει τον χορό του. Οι κινήσεις του ήταν τόσο αέρινες και σβέλτες, που ενθουσίασαν τον ζωγράφο, ώστε να αποθανατίσει τη σκηνή. Κάποια χρόνια μετά, ο Κράξτον βρίσκεται στον Αρχαιολογικό Μουσείο Ashmolean της Οξφόρδης παρατηρώντας ευρήματα από την Κνωσσό. Το μάτι του πέφτει σε μία σφραγίδα (δαχτυλίδι), όπου τότε για πρώτη φορά, παρατηρεί στην διακόσμησή του, τα Ταυροκαθάρψια.  Η έκπληξη του ήταν μεγάλη, διότι τότε μόνο συνδύασε αυτό που είχε δει και ζωγραφίσει μερικά χρόνια πριν, με την αρχαία τελετή και πόσο έμοιαζαν οι δύο εικόνες. Μια μεγαλοπρεπής, χορευτική  φιγούρα η οποία ερχόταν από τα  βάθη των αιώνων. 
John Craxton
John Craxton ( 1922-2009) στο εργαστήριο του στην Κρήτη

 
Ποιος όμως ήταν αυτός ο Άγγλος ζωγράφος;

   Θα μπορούσες να πεις πολλά για το Τζον Κράξτον. Εγώ μόνο θα αναφέρω το γεγονός ότι ερωτεύτηκε την Κρήτη, όπου όπως φαίνεται ήταν το μόνο μέρος πάνω στη Γη, όπου μπορούσε να ζει πραγματικά ελεύθερος. Να αψηφά τις όποιες νόρμες υποχρεούσαι να κρατάς σε μια "κανονική ζωή". Δεν τον ενδιέφερε μια κανονική ζωή. 

  Αγόρασε ένα σπίτι στα Χανιά, όπου το χρησιμοποιούσε ως ατελιέ, για ύπνο και για τις εξορμήσεις του. Του άρεσε να γυρνά στα βουνά της Κρήτης πάνω στην μηχανή του και να παρατηρεί τους ανθρώπους που ζούσαν σε αυτά όπως και να επισκέπτεται τα πολυάριθμα εξωκλήσια. Κι εκείνοι οι ορεσίβιοι Κρητικοί, που είχαν μάθει πια τον "κουζουλό" Άγγλο και τα χούγια του, τον δέχτηκαν σαν έναν από αυτούς. Απ' όπου περνούσε, άνοιγαν τα σπίτια για να τον υποδεχτούν και να τον φιλέψουν. Κι αυτός άλλο που δεν ήθελε, μιας και τα λεφτά που είχε συνήθως ήταν λίγα. Ρέμπελο τον χαρακτήρισε ο Άγγλος βιογράφος του, Ίαν Κόλινς. Αρνούνταν να πληρώνει φόρους, το σπίτι του ήταν μονίμως ασυντήρητο, πολλές φορές βαριόταν ακόμη και να τελειώσει τους πίνακες που με τόσο ενθουσιασμό ξεκινούσε.
John Craxton
Βοσκός 1984

   Εκτός των άλλων, o Τζον Κράξτον, χαρακτηρίζεται κι ως ριψοκίνδυνος, που έκθετε πολλές φορές τον εαυτό του σε αχρείαστους κινδύνους. Όπως όταν έκανε παρέα με ναύτες από τον Ναύσταθμο της Σούδας και χαρακτηρίστηκε ως κατάσκοπος κι άλλες φορές που του άρεσε να περιπλανιέται ανάμεσα στα αρχαία, και χαρακτηρίστηκε ως αρχαιοκάπηλος. Όταν μπήκε θέμα, να αλλάξει η μορφή του παραλιακού των Χανιών, ήταν από αυτούς που πρωτοστάτησαν στο να διατηρηθεί η μορφή του, όπως είχε. Για την "δράση"  του αυτή, με που ανέλαβε την εξουσία στη χώρα μας η Δικτατορία των Συνταγματαρχών, απελάθηκε ως ανεπιθύμητο πρόσωπο. Μάλλον υπήρχαν και πολλοί, που δεν έβλεπαν με καλό μάτι αυτόν τον ιδιόρρυθμο Άγγλο, που χαλούσε την εικόνα που αυτοί φαντασιώνονταν για το νησί τους.
John_Craxton
 Τζον Κράξτον 1984 Πάνω στη μηχανή του

  Είναι αδύνατον να δώσω μια πλήρη περιγραφή αυτού του σπουδαίου, φιλέλληνα καλλιτέχνη. Θα συμπληρώσω μόνο ότι η Κρήτη ήταν το πεπρωμένο του. Όπως ο ίδιος έχει γράψει, υπήρχαν τρεις διαφορετικοί λόγοι για να επισκεφτεί, για πρώτη φορά, την Κρήτη 1947. Η περιέργειά του να δει από κοντά το Μινωικό ανάκτορο της Κνωσσού, να επισκεφτεί το Φόδελε, το χωριό που λέγεται ότι ήταν η γενέτειρα του αγαπημένου του ζωγράφου, του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου και η θέλησή του να βρει τον Κώστα, τον Κρητικό ναύτη, που είχε συναντήσει στον Πόρο και τον ξαναβρίσκει ως χασάπη πλέον στο Ηράκλειο. Κι από τότε, δένεται οριστικά με το νησί αυτό, εκτός της περιόδου της Χούντας, που του απαγορεύτηκε η είσοδο στην Ελλάδα.
  Όποιος επιθυμεί να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες για τον Τζον Κράξτον,  μπορεί να ανατρέξει σε δύο πολύ ενδιαφέροντα διαδικτυακά άρθρα, από τα πολλά που υπάρχουν, στους παρακάτω συνδέσμους. Εγώ μόνο μια μικρή παρουσίαση έκανα, σε έναν άνθρωπο της Τέχνης, που αγάπησε την Πατρίδα μας και εμπνεύστηκε από αυτήν:




Τετάρτη 5 Απριλίου 2023

Ο σκίνος

  Η άνοιξη είναι εδώ, ότι πισωγυρίσματα και να κάνει ο καιρός, αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει. Και μαζί με την άνοιξη, το μυαλό κάνει τα δικά του παιχνίδια. Τα παιχνίδια αυτά ήταν η αιτία, που το ιστολόγιο μου, από την αρχή το ονόμασα: Του Μυαλού τα Γυρίσματα. Ήθελα να είμαι δεκτικός σε κάθε τι, το οποίο μπορεί να παίξει με αυτό. Κι αυτή τη φορά, οι πρώτες ανοιξιάτικες ζέστες στο μυαλό μου έφεραν τον σχίνο

  Ο σχίνος (αλλιώς σκίνος) είναι ένας αυτοφυής θάμνος, που ευδοκιμεί στη Μεσόγειο, κοντά στη θάλασσα. Ένα είδος σχίνου, είναι και τα μαστιχόδεντρα της Χίου, αλλά δεν θα αναφερθώ σε αυτά. Ανθεκτικό φυτό, στην ανομβρία, τους ανέμους, τα μασήματα των ζώων που το βρίσκουν πολύ εύγευστο αλλά και σε κάθε είδους κλάδεμα από τον άνθρωπο. Ακόμα κι από τις πυρκαγιές γλιτώνει μιας κι ο κορμός του ξαναβλασταίνει σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Από τον σκληρό κορμό του παλιά έφτιαχναν ξύλινα αντικείμενα, όπως γκλίτσες ή άλλα γεωργικά εργαλεία. Κάποιοι τρώνε και τον καρπό του, δεν έχω δοκιμάσει, δεν ξέρω αν είναι νόστιμος ή όχι.

  Διαβάζοντας το ποίημα του Ελύτη, "Ψαλμός και ψηφιδωτό για μιαν άνοιξη" (παραθέτω απόσπασμα), βλέπουμε ότι ένα από τα πολλά χαρακτηριστικά της άνοιξης, που εντοπίζει ο μεγάλος ποιητής, είναι το πίκρισμα του σκίνου. Κάτι παραπάνω σίγουρα ήξερε αυτός, το οποίο με παρηγορεί, διότι φαίνεται ότι η ανοιξιάτικη επιφοίτησή μου, δεν είναι και τόσο άσχετη, όπως αρχικά πίστεψα.

 Άνοιξη θρύψαλο μενεξεδί
Άνοιξη χνούδι περιστέρας
Άνοιξη σκόνη μυριόχρωμη

      Στ’ ανοιχτά χαρτιά και στα βιβλία
      Κιόλας φυσούσε χλιαρό αεράκι
      Με τσιγγάνες που άρπαζε
      Σαν
      Χαρταετούς
      Ψηλά
      Και πουλιά που δοκίμαζαν το νέο τιμόνι τους

Άνοιξη πίκρισμα του σκίνου
Άνοιξη άζωτο της αμασχάλης
Άνοιξη σουσάμι αόρατο
....................................
                      
Άνοιξη μυρμηκιά της μέρας
Άνοιξη αίμα του βολβού
Άνοιξη οπλοπολυβόλο απύλωτο
....................................

  
skinos

  Δεν είναι υπερβολή αν έλεγα ότι αυτός ο ταπεινός θάμνος, ο σχίνος,  είναι συνδεδεμένος με την παιδική μου ηλικία. Και επιπλέον μου υπενθυμίζει πόσο διαφορετικός ήταν ο τρόπος που μεγαλώναμε εμείς τότε, εκεί στην μακρινή δεκαετία του 70'. 


  Για παράδειγμα θυμάμαι στην περιοχή των Στων, στο δρόμο δίπλα στο μέγαρο του Αγίου Παντελεήμονα, όπου ένας τεράστιος σκίνος εφαπτόταν στο τοιχίο που συγκρατούσε το δρόμο από τον αμπελώνα που βρισκόταν από κάτω του. Κι εμείς, πιτσιρικάδες τότε, βουτάγαμε σε αυτόν, οι περισσότεροι με την πλάτη, κάποιοι τολμηρότεροι με το κεφάλι, σαν να ήταν η θάλασσα μπροστά μας. Κι εκείνος με τα δυνατά, ελαστικά κλαδιά και τα πυκνά του φυλλώματα, μας "έπιανε", δεν μας άφηνε να καρφωθούμε στην ροζιασμένη του ρίζα ή το χώμα, αλλά κλαδί το κλαδί, μας κουτρουβαλούσε και μας απίθωνε απαλά στο έδαφος δίπλα του. Λίγες γρατσουνιές κερδίζαμε αναπόφευκτα, παράσημά της "γενναιότητάς" μας, πάντα καλοκαίρι γίνονταν αυτά, όπου τα πόδια και τα χέρια μας ήταν ολημερίς εκτεθειμένα στον ήλιο και τον μπονέντη.
  
  Λέγανε στο χωριό μου, ότι στου σκίνου τη ρίζα του έβρισκες το καλύτερο χώμα για γλάστρες και παρτέρια. Αυτό μάλλον ήξερε και ο δάσκαλος μας και κάθε φθινόπωρο, πριν ακόμη τα πρωτοβρόχια, συγκροτούσε μια ομάδα μαθητών από τις μεγάλες τάξεις και την έστελνε για να φέρουν δυο τρία τσουβάλια σκινόχωμα για τα παρτέρια του σχολείου. Ήταν μια αγγαρεία βέβαια, την οποία την κάναμε μόνοι μας δίχως τη βοήθεια ή την επίβλεψη κανενός, την οποία όπως θυμάμαι, οι περισσότεροι μαθητές την αντιμετωπίζαμε με χαρά διότι έτσι θα είχαμε την ευκαιρία ενός απογεύματος απουσίας από το χωριό και μια καλή δικαιολογία για να αμελήσουμε τα μαθήματα της επομένης. Δεν ήταν βέβαια και καμιά δύσκολη δουλειά, τσουβάλια και τσάπες όλοι είχαμε στα σπίτια μας, αυτό που μας προβλημάτιζε ήταν το κουβάλημα. Αλλά και σ' αυτό βρίσκαμε λύση, μιας και κάποιοι συμμαθητές μου, ήδη  κουμάνταραν τον γάιδαρο της οικογένειας τους, δηλαδή ήξεραν όχι μόνο να τον καβαλάνε αλλά και να τον φορτώνουν με όλη την ασφάλεια, που απαιτούσε το εγχείρημα.
 
panagia_Ginatou
Παναγία Γυνατού με την Κούφη
(από την φεϊσμπουκική ομάδα: Othos
Αναγνώρισε τα πρόσωπα.)

Μα και όταν μεγαλώσαμε, μαθητές του Γυμνασίου πια, την εσπέρα του
πανηγυριού της Παναγίας της  Γυνατούς, στις 7 Σεπτεμβρίου, οι σκίνοι ήταν το κατάλυμα για να κοιμηθούμε αφού και η τελευταία δοξαριά της λύρας σώπαινε. Οι τόποι όπου θα πλάγιαζε ο κόσμος ήταν ήδη κατανεμημένοι. Μέσα στο ξωκλήσι οι γυναίκες και τα μικρά παιδιά, στην Κούφη (ένα ορθογώνιο, μονόχωρο κτίσμα) οι άντρες κι εμείς οι νεότεροι βρίσκαμε ασφαλές καταφύγιο μέσα στους σκίνους. Λίγο εσωτερικό κλάδεμα των ψιλών κλαδιών που εμπόδιζαν την είσοδό μας, άνοιγε τον χώρο και το φυτό μας πρόσφερε την αίσθηση ότι βρισκόμαστε μέσα σε κάποιο υπέροχο και ασφαλές καλοκαιρινό κατάλυμα, που αν είχαμε τυχερό, μέσα από το φύλλα του αχνοφαινόταν το φεγγάρι. Το πρωί, μετά τον ελάχιστο ύπνο, αρκετό όμως για τα νιάτα μας, παίρναμε το δρόμο της επιστροφής για το χωριό, 
περίπου μιάμιση ώρα ποδαρόδρομου, κατά μήκος της Χόμαλης. Ξεκουραζόμαστε λίγο και το βράδυ συνεχίζαμε το νεανικό μας γλέντι στη γειτονική Βωλάδα, όπου γιόρταζε η Παναγία η Πλαγιά.

 Ωραία χρόνια θα πει κάποιος!
 Δεν ξέρω!
 Μάλλον διαφορετικά!
 Βουτιές και ύπνος στους σκίνους, σκινόχωμα για τα παρτέρια...     
Ποιος καταλαβαίνει πια από τέτοια; 
 Ποιος νιώθει την αλλοτινή χαρά μας, 
 στο σήμερα;

Κυριακή 26 Μαρτίου 2023

Το χιόνι των Αγράφων του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη

 

  Το χιόνι των Αγράφων είναι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, που
αναφέρεται σε ένα όχι και τόσο γνωστό επεισόδιο του Εμφύλιου, στα 1948. Τα γεγονότα είναι αληθινά, τα πρόσωπα υπαρκτά, ίσως θα μπορούσε να γραφεί ως ιστορικό δοκίμιο, ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης όμως, επέλεξε όλα τα τραγικά στα οποία αναφέρεται το έργο του, να τα παρουσιάσει με τον τρόπο, που μόνο η λογοτεχνία μπορεί.

  Το χιόνι των Αγράφων, ανήκουν στα αναγνώσματα, που με ενθουσιάζουν. Ιστορική μυθιστοριογραφία, που αφήνει πίσω της τους μεγάλους ηρωισμούς, με τους οποίους μεγαλώσαμε και παρουσιάζει στην σκληρότητα, την απολυτότητα και την ματαιότητα ενός πολέμου, πολύ περισσότερο αν αυτός είναι ένας αδελφοκτόνος εμφύλιος. Τα συναισθήματα που μου έβγαλε, ήταν θλίψη, πόνος και οργή

  Τώρα θα μου πείτε, πώς είναι δυνατόν να σου αρέσει τόσο, ένα μυθιστόρημα, όταν σε γεμίζει με τόσο αρνητικά συναισθήματα; Θα απαντούσα, ότι εδώ έγκειται η δύναμη της καλής λογοτεχνίας. 

  Κι όταν σας είπα ότι ένιωθα πόνο, για να σας δώσω ένα μέτρο, μετά από κάθε κεφάλαιο, αδυνατούσα να συνεχίσω, άφηνα το βιβλίο στην άκρη και το έπιανα και πάλι μετά από δυο - τρεις μέρες, όταν μέσα μου είχαν κάπως καταλαγιάσει όλα τα βαριά και ασήκωτα συναισθήματα που με είχαν κατακλύσει.

  Θλίψη, διότι αναλογίστηκα σε ποια Ελλάδα αναφέρεται η ιστορία αυτή. Μιας Ελλάδας βαθιά διχασμένης, ανάμεσα σε αυτούς που απλώς ονειρεύονταν έναν πιο δίκαιο κόσμο κι αυτούς, που όχι μόνο αρνούνταν να αποδεχτούν το όνειρό τους, αλλά τους ήθελαν τιμωρημένους στη γωνία, με πιστοποιητικά μετάνοιας ή εξορισμένους. Μιας Ελλάδας, που εξαιτίας του διχασμού αυτού, (ενός ακόμα διχασμού), έχασε άντρες και γυναίκες, δικά της παιδιά, που αντί να οικοδομούν μονιασμένα την κατεστραμμένη από τον Μεγάλο Πόλεμο χώρα μας, αυτά αλληλοεξοντώνονταν, αρχίζοντας από τον Δεκέμβρη του 44 ως τον Αύγουστο του 1949. Θλίψη, διότι σήμερα όλοι μας γνωρίζουμε, ότι ο Εμφύλιος θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, αν οι ηγεσίες και των δύο πλευρών μπορούσαν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και να προτάξουν το συμφέρον της χώρας και των πολιτών της και όχι των ιδεολογημάτων ή των ισχυρών Προστατών της. Το έκανε η Ιταλία, το έκανε η Γαλλία, γιατί όχι κι εμείς;

  Έχω την σπάνια τύχη να μην κουβαλώ πίσω μου, καμία εμφυλιοπολεμική καταβολή, κανένα πρόγονο που να πολέμησε ή να σκοτώθηκε είτε από τη μία είτε από την άλλη πλευρά. Έχω όμως διαμορφώσει άποψη, γνωρίζω και τα στραβά και τα δίκαια και των δύο πλευρών και πιστεύω βαθιά μέσα μου, ότι ο Εμφύλιος έπρεπε να αποφευχθεί με κάθε τρόπο. Ούτε ηρωίδες βλέπω εγώ σε αυτόν, ούτε αντρειωμένους, μόνο ανθρώπους, τους οποίους μια άδικη ιστορική μοίρα τους έμπλεξε στη δίνη ενός πολέμου, του οποίου την οργή οι νεότερες γενιές αδυνατούν να καταλάβουν. Αναγνωρίζω όμως, ότι όλοι εκείνοι που βρέθηκαν να πολεμούν στα απέναντι χαρακώματα, είχαν τα δικά τους πιστεύω και οράματα, αλίμονο αν δεν ήταν έτσι, τα οποία όμως η ιστορική συνέχεια κατέδειξε σε όλους μας, ότι μπορούσαν να γίνουν διαφορετικά τα πράγματα στη χώρα μας. Όχι απλώς διαφορετικά, πολύ καλύτερα για όλους μας. 

  Οργή, διότι γνώρισα ένα κομματικό ηγέτη εμπαθή, που δεν γνώριζε κανέναν ηθικό ή ανθρωπιστικό φραγμό, να παίρνει στον λαιμό του 1300 νέους ανθρώπους από την περιοχή των Αγράφων, φτιάχνοντας το τάγμα των Άοπλων της Ρούμελης, για να το οδηγήσει στα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας, με μικρή στρατιωτική συνοδεία, όπου είχε την έδρα του ο Δημοκρατικός στρατός. Σε μία πορεία σαράντα και πλέον ημερών, το τάγμα αποδεκατίζεται, κατορθώνει να περισώσει μόνο το ένα τέταρτο των δυνάμεων του, το οποίο βέβαια κι αυτό, μόνο μικρή βοήθεια μπορούσε να προσφέρει πλέον. Πρόκειται για τον Γιώργιο Γούσια, ο οποίος αντί να ξηλωθεί για την ανικανότητα του, προάχθηκε ως ανώτερος στρατιωτικός διοικητής του Δημοκρατικού Στρατού, όταν ο Μάρκος, έπεσε στη δυσμένεια του παντοδύναμου Ζαχαριάδη. Ανήκε όπως καταλαβαίνετε, στον πιστό κομματικό πυρήνα που ήθελε να τα ελέγχει όλα. Σε αντίθεση με πλήθος άλλων πιστών στρατιωτών, όχι όμως πιστών κομματικών, οι οποίοι εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες. Αναφέρω μόνο δύο ονόματα, όποιος θέλει ας τα ψάξει: Γιώργος Γιαννούλης, Γιώργος Γεωργιάδης. Το πόσο μικρός άνθρωπος ήταν ο αρχικαπετάνιος Γιώργος Γούσιας, φαίνεται και στο γεγονός της συμπεριφοράς του απέναντι στις γυναίκες, τους στρατιώτες του, τους οποίους ουδόλως υπολόγιζε και στις εκκαθαρίσεις κάθε ενός επιτελάρχη του, που τολμούσε να του φέρει την ελάχιστη αντίρρηση. 

 Το μυθιστόρημα του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη, αναγνωστικά το χωρίζω σε τρία νοητά τμήματα:

1ον: Στους νέους και νέες (25 γυναίκες για κάθε 75 άντρες) που εντάχθηκαν στο τάγμα. Οι περισσότεροι από αριστερές οικογένειες, με ισχυρό ιδεολογικό υπόβαθρο. Κάποιοι για να γλιτώσουν από τους παρακρατικούς, κάποιοι λίγοι εξαιτίας της υποχρεωτικής επιστράτευσης τους. Χάθηκαν σε αυτήν την πρωτάκουστη πορεία, μέσα στην παγωνιά του χειμώνα, στα νερά της Κάρλας και του Πηνειού, στις συνεχείς ενέδρες των κυβερνητικών δυνάμεων και την ανικανότητα αυτών που τους οδηγούσαν.

2ον: Στις ιστορίες των ανθρώπων οι οποίοι αποστάτησαν κατά τη διάρκεια της πορείας, ή εκτελέστηκαν εξαιτίας των παρανοϊκών σχεδιασμών του Γούσια.

3ον: Στον ίδιο τον Γούσια, ένα άνθρωπο ανάξιο για τη θέση που κατείχε, μικρόψυχο, δίχως καμία στρατιωτική εκπαίδευση, αλαζόνα εκ της θέσεως του, βιαστή και αγνώμων. 

  Κλείνοντας θα ήθελα να πω, πόσο σημαντικό είναι, να βλέπουμε νέους συγγραφείς, όπως τον Παπαμάρκου με το Γκιακ και τον Χατζημωυσιάδη με το Χιόνι των Αγράφων, να γράφουν με έναν άλλο τρόπο, για γεγονότα που κάποτε τα είχαμε επενδύσει με το περίβλημα των ύψιστων ηρωικών πράξεων. Η ματιά των συγγραφέων είναι πιο οξυδερκής, δεν ξεγελιέται από κομματικές ή "εθνικές" επιταγές, βλέπουν καθαρά την οδύνη και τα στραβά ενός πολέμου, μένουν στον άνθρωπο, τον άνθρωπο θύμα των καταστάσεων, αποκαλύπτουν καλά κρυμμένες αλήθειες, έχουν εκμαιεύσει και στη συνέχεια μεταφέρουν σε εμάς τις ιστορίες αυτών που έζησαν από κοντά τα γεγονότα. Διότι δεν μας είναι επαρκείς πλέον οι επιστημονικές ή οι στρατευμένες ιστοριογραφίες. Κι αυτή η νέα γραφή είναι σημαντική, διότι μας δείχνει ότι κάτι αλλάζει στον Λαό αυτόν, ίσως επιτέλους χειραφετείται, ίσως δεν πιστεύει πλέον σε θαύματα, προστάτες, σωτήρες και ήρωες.  

  Κι αν είναι όντως έτσι, τότε αυτό είναι ένα πραγματικά παρήγορο σημάδι, στους δύσκολους καιρούς που ζούμε. 

Η Λέσχη Ανάγνωσης Δράμας, έχει την ευτυχή συγκυρία, αυτόν τον Μάρτη να κλείνει 15 χρόνια αδιάλειπτης λειτουργίας με την ανάγνωση 130, κατά κύριο λόγο εξαιρετικών βιβλίων. Την 130ή λοιπόν συνάντησή μας, κατ' εξαίρεση, την κάναμε πλαισιώνοντας την παρουσίαση του μυθιστορήματος του  Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη, Το χιόνι των Αγράφων, στην Δράμα. Η φωτογραφία από την παρουσίαση, αριστερά ο συγγραφέας ο οποίος μας μίλησε από καρδιάς για την όλη σύλληψη και γραφή του έργου του και δεξιά, ο εξαίρετος Χρήστος Σπυρόπουλος, ο οποίος έκανε την παρουσίαση του μυθιστορήματος.

Έτσι ήταν καλύτερα. ( διήγημα)

Image by  Engin Akyurt  from  Pixabay   Με την ευκαιρία της σημερινής εορτής της μητέρας....      Κ υριακή πρωί και η Ζωή βρίσκεται μπροστά ...