Τετάρτη 15 Μαρτίου 2023

Μήδεια: σατανική, ερωτευμένη και πληγωμένη ή καιροσκόπος;

  Η Μήδεια είναι μία από τις αρχαίες, τραγικές ηρωίδες, η οποία εξακολουθεί, αιώνες μετά, να εμπνέει τους καλλιτέχνες όλων των ειδών. Είναι αδύνατον σε ένα τέτοιο αφιέρωμα να παρουσιάσω τα πάντα, σταχυολόγησα λοιπόν μόνο εκείνα, τα οποία αρέσουν σε μένα για κάποιον λόγο.

Medea
 Μήδεια του Φρέντερικ Σαντις (1868)
 Η ιστορία της Μήδειας, λίγο πολύ είναι γνωστή. Όταν ο Ιάσωνας εκστρατεύει στην Κολχίδα για να πάρει το Χρυσόμαλλο Δέρας, εκείνη τον ερωτεύεται και κρυφά τον βοηθά, να ξεπεράσει τις δοκιμασίες, στις οποίες τον υπέβαλε ο πατέρας της, βασιλιάς Αιήτης. Διαφεύγοντας με το πολύτιμο τρόπαιο ο Ιάσωνας, παίρνει μαζί του και τη Μήδεια, η οποία όταν διαπιστώνει ότι τα πλοία του πατέρα της πλησιάζουν, σφαγιάζει τον αδελφό της και σκορπά τα κομμάτια του στη θάλασσα, αναγκάζοντας τον δυστυχή πατέρα να σταματήσει την καταδίωξη για να μαζέψει τα κομμάτια του αγαπημένου μοναχογιού του Άψυρτου.       Επιστρέφοντας στην Ιωλκό, ο Ιάσωνας ζητά από την Μήδεια να τον βοηθήσει να εκδικηθεί τον σφετεριστή του θρόνου και θείο του, Πελία. Εκείνη, πείθει τις αγαθές του κόρες να τον τεμαχίσουν και να τον βράσουν, διότι έτσι θα γινόταν και πάλι νέος. Μετά το έγκλημα αυτό, το ζευγάρι καταδιώκεται από την Ιωλκό και καταφεύγει στην Κόρινθο. Εκεί ο Ιάσωνας, χωρίζει την Μήδεια για να παντρευτεί μια από τις κόρες του βασιλιά Κρέοντα. Αυτή η προδοσία του Ιάσωνα, η Μήδεια την εκλαμβάνει ως την υπέρτατη προσβολή για το πρόσωπό της. Η εκδίκηση είναι τρομερή. Στέλνει έναν δηλητηριασμένο χιτώνα στην αντίζηλο της, η οποία μόλις τον φορά "καίγεται". Και στη συνέχεια σκοτώνει και τα δύο παιδιά της, αυτά που είχε αποκτήσει από  τον Ιάσωνα. Δραπετεύει από εκεί και φτάνει στην Αθήνα, όπου αποκτά έναν γιό, τον Μήδο από τον βασιλιά Αιγέα. Η αντιπάθεια της όμως για τον Θησέα, οδήγησε τον Αιγέα να την διώξει κι εκείνη τότε καταφεύγει στην Μικρά Ασία. Και το κερασάκι στην τούρτα... μετά το θάνατο της παντρεύεται τον Αχιλλέα στον Κάτω κόσμο.

  Ποια είναι τελικά η Μήδεια; Μια σατανική γυναίκα από γεννησιμιού της; Ή απλώς μια ερωτευμένη και συγχρόνως πληγωμένη γυναίκα, η οποία σε έναν ξένο γι' αυτήν κόσμο, αντί για αγάπη ανταμείβεται με την προδοσία εκείνου, για τον οποίο εγκατέλειψε όλα τα πριγκιπικά της ευεργετήματα στη χώρα της; Ή μήπως  είναι μια καιροσκόπος, η οποία θέλει πάντα να επιβάλλει τη δική της θέληση;

  Όπως καταλαβαίνετε, όλο το παραπάνω ιστορικό, είναι ικανό να εμπνεύσει ποικιλοτρόπως. Έτσι, πρώτος πρώτος, ο τραγικός ποιητής μας, ο Ευριπίδης, γράφει τη δική του Μήδεια. Ένα έξοχο έργο, το οποίο εστιάζει στην μέγιστη αγριότητα και παραφροσύνη, που μπορεί να φτάσει μια απατημένη σύζυγος. Παρακάτω θα ακούσετε ένα συγκλονιστικό, ολιγόλεπτο απόσπασμα με την μεγάλη Κατίνα Παξινού στον πρωταγωνιστικό ρόλο.


  Το 1797, στο Παρίσι παρουσιάζεται η όπερα του Λουίτζι Κερουμπίνι, με θέμα την Μήδεια. Φυσικά και παίζεται ως τις μέρες μας, διασκευασμένη όμως στα ιταλικά. Παρακάτω για τους λάτρεις του είδους, ένα μικρό απόσπασμα. Ακούτε τη, Σόντρα Ραντβανοβόσκι, η οποία υποδύεται της Μήδεια, στην Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης, το 2022.   

  Αλλά και ο Μίκης Θεοδωράκης έχει γράψει τη δική του άρια με θέμα την Μήδεια, η οποία μέχρι στιγμής έχει παιχτεί σε διάφορες σκηνές στον κόσμο. Επέλεξα ένα απόσπασμα από την παράσταση που δόθηκε στο Ηρώδειο το 1993, όπου την Μήδεια υποδύεται η Κατερίνα Οικονόμου και τον Ιάσωνα ο Άγγελος Τερζάκης.


  Μια υπέροχη θεατρική εκδοχή, άκρως σουρεαλιστική, έχει δώσει και ο Μποστ (Μέντης Μποσταντζόγλου), η οποία τα τελευταία χρόνια, παρουσιάζεται με ιδιαίτερη επιτυχία από πολλούς θιάσους.  Παρακάτω βρήκα ένα αντιπροσωπευτικό απόσπασμα, από μία παράσταση του 2007 σε σκηνοθεσία του Σταμάτη Φασουλή.


  Υπάρχει όμως και η κινηματογραφική εκδοχή του 1969, του Πιερ Πάολο Παζολίνι, όπου η μεγάλη υψίφωνος καλλιτέχνης Μαρία Κάλλας, παίζει την Μήδεια ως ηθοποιός πια και όπου αποδεικνύει ότι μπορούσε να είναι εξίσου καλή. Ένα μικρό απόσπασμα για του λόγου το αληθές:


  Μα και συγγραφείς και ποιητές έχουν γράψει για την Μήδεια, έργα σπαρακτικά, που ψάχνουν απαντήσεις για τα τόσο μεγάλα κρίματά της. Διάλεξα ένα ποίημα του Νίκου Καρούζου:

Η ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΜΗΔΕΙΑΣ
Είμαι γεννημένη να πράξω τους ζεστούς φόνους,
η Μήδεια λέει αγκαλιάζοντας τ’ αστέρια
δεν έχω έναν άνθρωπο
ν’ ακούσει απ’ το στόμα μου τη μέσα δικαιοσύνη
οπού με καίει στην κάθε ρόγα στα βυζιά
με καίει στην ήβη.
Κόσμε άδικε ο γιος της Σεμέλης
με το βότρυ σε πάει πάντα στους θανάτους
κι ο πράος μουσηγέτης όμορφος απ’ τη διάρκεια
μ’ αφήνει μονάχη με τα αίματα
κόσμε άδικε ο γιος της Σεμέλης —
η Μήδεια λέει δείχνοντας τα κόκκινα χέρια.
Μεγάλο δικαστήριο η ορμή και την ακούω θεέ μου
σε δύσκολους χυμούς ω νύχτες
η βλάστηση μυρίζει από νυφικό φεγγάρι
σκοτώνω για να φτάσει στα ουράνια η οργή
να σχίσω και το στήθος
αν ίσως η φωνή δεν άρκεσε ποτέ να λάμψει η μοίρα —
πόσες, αλήθεια, ηλιαχτίδες είν’ ακόμη ώς το τέλος,
η Μήδεια λέει
καθώς αφρίζει ο νους της άσπρη συμφορά
στο μανιασμένο στήθος η εκδίκηση
σαν αιθάλη.
Τραγουδήσετε τη χαρά μου
κάποτε είχα κι εγώ τα όνειρά μου
με πόνο τραγουδήσετε,
η Μήδεια κλαίει.

  Και για το τέλος κράτησα ένα τραγούδι, σε στίχους και μουσική του Λουβοδίκου των Ανωγείων και εκτέλεση της Μελίνας Κανά. Μόνο, που εδώ, η αναφορά είναι για μια σύγχρονη μητροκτόνο, μία Μήδεια της εποχής μας, την οποία δεν την περιβάλει με κανέναν τρόπο η αίγλη της πλανεμένης πριγκίπισσας από την Κολχίδα. 

            

Κυριακή 5 Μαρτίου 2023

Βερόνικα Φράνκο # Έλενα Κορνάρο Πισκόπια

Veronica_Franco_Domenico_Tintoretto
Βερόνικα Φράνκο (Domenico_Tintoretto)
Το 1546 γεννήθηκε στην Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας η Βερόνικα Φράνκο. Ήταν μια γυναίκα, η οποία γεννήθηκε μέσα στην πορνεία καθώς η μητέρα της ήταν πόρνη. Αν και κατάφερε να την καλοπαντρέψει με κάποιον πλούσιο ευγενή, η Βερόνικα διέλυσε τον γάμο αυτόν για να ακολουθήσει την καριέρα της μητέρας της. Γράφω καριέρα διότι ανήκε σε μία κατηγορία  "ευγενών" εταίρων, οι οποίες εκτός των φυσικών τους προσόντων διέθεταν και ιδιαίτερη μόρφωση. Οι υπηρεσίες τους απευθύνονταν  σε πλούσιους και πολιτικά δυνατούς ευγενείς της εποχής.

  Η Βερόνικα Φράνκο εκτός από εταίρα, είχε διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στον Δ΄ Βενετο - τουρκικό πόλεμο, όταν πλεύρισε τον νεαρό τότε Βασιλιά της Γαλλίας, μέχρι που τον έπεισε, να δώσει εντολή για να συνδράμουν οι δυνάμεις του, τους Βενετούς. 

  Είναι γνωστή επίσης ως σημαντική φιλάνθρωπη της πόλης της αλλά και ποιήτρια και άνθρωπος των γραμμάτων γενικά, κάτι που τις προσέδιδε αυξημένη γοητεία έναντι των αντρών που συναναστρεφόταν. Τα ποιήματα της αναφέρονται κυρίως σε θέματα σχετικά με στη ζωή, που έκανε.

Χορέψαμε τα νιάτα μας σ' ονειρεμένη πόλη:
παραδεισένια Βενετιά! περήφανοι κι ωραίοι.
Ζούσαμε για τον έρωτα και πόθο για ομορφιά,
διασκέδαση, απόλαυση, το μόνο μας καθήκον.

Δύο φορές γυρισαμε τη γη, τον ουρανό
κι από το κέφι το πολύ, η βλογημένη μέθη,
που τότε λέγαμε πως θα κρατήσει αιώνια.
Η δόξα μας σφραγίστη απ' τη πέννα του Θεού.

Μα πάντα ο παράδεισός μας είναι εύθραυστος:
κόντρα στους φόβους των ανθρώπων, πάντα χάνει.

  Κάποια στιγμή όμως, σύρθηκε σε δίκη ενώπιον της διαβόητης Ιεράς εξέτασης, κατηγορούμενη ως μάγισσα (η συνήθης κατηγορία για όσες γυναίκες ξεπερνούσαν το μέτρο, που τους επέτρεπε η  κοινωνία). Τελικά, χάρις στις υψηλές της κατηγορίες απαλλάχθηκε των κατηγοριών.

   Αν και Βερόνικα Φράνκο απέκτησε τεράστια πλούτη και φήμη, το 1591 πέθανε φτωχή και καταφρονημένη απ'  όσους προηγουμένως έπεφταν ασμένως στα πόδια της.

Elena_Kornaro_Piskopia
    Έλενα Κορνάρο Πισκόπια    

  Τον επόμενο αιώνα, το 1646, γεννήθηκε η Έλενα Κορνάρο Πισκόπια. Ανήκε στη γνωστή Βενετσιάνικη γενιά των Κορνάρων και είναι μία εκ των δύο σημαντικών γυναικών αυτής της οικογένειας (η άλλη ήταν η Αικατερίνη Κορνάρο, τελευταία Βασίλισσα της Κύπρου).

  Αυτή ήταν μια ιδιαίτερα έξυπνη γυναίκα, η οποία για καλή της τύχη, είχε αρωγό και συμπαραστάτη σε όλη τη διαδρομή της, τον πατέρα της. Από μικρή άρχισε να μαθαίνει ξένες γλώσσες, φτάνοντας να μιλάει επτά στον αριθμό. Επιπλέον έπαιζε πιάνο, άρπα και βιολί ενώ τραγουδούσε και μπορούσε να συνθέσει μουσική. Ως τα 25 της έχει σπουδάσει μαθηματικά, αστρονομία, φιλοσοφία και θεολογία. Τότε την στέλνει ο πατέρα της στο φημισμένο στην εποχή του, πανεπιστήμιο της Πάντοβας για ανώτερες σπουδές. Η Έλενα Κορνάρο Πισκόπια, υπέβαλε την εργασία της για να πάρει το διδακτορικό της, αλλά η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, που ήλεγχε τα πάντα αρνήθηκε να της το δώσει, διότι ήταν γυναίκα. Τελικά με την υποστήριξη του πατέρα της, υπέβαλε την εργασία της για δεύτερη φορά, καθιστώντας την, την πρώτη γυναίκα στην ιστορία με διδακτορικό (στην Φιλοσοφία).

  Έξι χρόνια πριν το θάνατο της (1684) εκάρη μοναχή κι αφιέρωσε το υπόλοιπο της ζωής στον μοναχισμό.

  Τι κοινό έχουν αυτές οι δύο γυναίκες μεταξύ τους; Η απάντηση είναι ότι αρνήθηκαν τον γάμο. Σε μια εποχή, όπου δεν μπορούμε να μιλήσουμε για γυναικεία χειραφέτηση ή κάποιου φεμινιστικού κινήματος, στην πλούσια Βενετία, υπάρχουν γυναίκες, ικανές να σπάσουν τα στερεότυπα που επικρατούσαν, ώστε να έχουν μία διαφορετική εξέλιξη από αυτήν της καλής συζύγου. Και μπορεί η περίπτωση της Βερόνικα Φράνκο να μην μας ξενίζει τόσο, αλλά σίγουρα η Έλενα Κορνάρο Πισκόπια, είναι μία αξιοσημείωτη περίπτωση, η οποία τιμάται δεόντως, από τον Πανεπιστημιακό κόσμο. Το Πανεπιστήμιο της Πάντοβας, έχει θεσπίσει ειδικό βραβείο από την επόμενη κιόλας  χρονιά του θανάτου της και στο Πανεπιστήμιο Βάσαρ της Νέας Υόρκης, υπάρχει ένα θαυμάσιο βιτρώ, όπου απεικονίζεται η Κορνάρο, την στιγμή που παρουσιάζει τη διδακτορική της διατριβή (αυτά είναι δύο μόνο παραδείγματα). 

Elena_Kornaro_Piskopia
Η Έλενα Κορνάρο Πισκόπια, παρουσιάζει την διδακτορικής της διατριβή το 1678

  Στην αρχή σκέφτηκα να βάλω, έναν πιο σκανδαλιστικό τίτλο στην εγγραφή μου αυτή όπως: "Βενετία. Εναλλακτικές του γάμου: πόρνη ή μοναχή". Δεν το έκανα όμως διότι ήθελα (έπρεπε) στον τίτλο της εγγραφής αυτής να υπάρχουν τα ονόματα των δύο αυτών γυναικών. Έδρασαν από εντελώς αντίθετες πλευρές της κοινωνίας, ήταν όμως ικανές να σπάσουν τα δεδομένα της εποχής τους και να βγουν πιο μπροστά απ' ότι ο ιστορικός χρόνος στον οποίον έζησαν, επίτασσε. 

 (Για την ιστορία, η ζωή της Βερόνικα Φράνκο, έχει γίνει ταινία, με τον τίτλο Danjerous Beauty, της δε Έλενα Κορνάρο Πισκόπια, όχι!)

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2023

Στην αγορά του Αλ Χαλίλι


 Η Μαρία από τότε που άκουσε για πρώτη φορά το τραγούδι του Αλκίνοου, μαγεύτηκε με εκείνη την  Αγορά του Αλ Χαλίλι. Έψαξε και βρήκε πληροφορίες, κατέβασε φωτογραφίες, διάβασε τις εντυπώσεις ταξιδιωτών, οι οποίοι είχαν την τύχη να την επισκεφτούν. Και κάθε ψηφίδα που πρόσθετε στο νοητικό της χάρτη, την έκανε να αγαπάει αυτόν τον άγνωστό της τόπο, ακόμα περισσότερο. Και παράξενα!

  Διότι όσες περισσότερες πληροφορίες ελάμβανε, τόσο πιο οικείος, τόσο πιο δικός της, τόσο πιο γνώριμος της ήταν αυτός ο τόπος, η Αγορά του Αλ Χαλίλι στο κέντρο του μουσουλμανικού τομέα του Καΐρου. Το κακό ήταν ότι όσα έφτιαχνε με τη φαντασία της δεν τα κράτησε για τον εαυτό της αλλά τα εκμυστηρεύτηκε στις φίλες της. Κι εκείνες την πήραν στο ψιλό! Και πώς μπορούσε να γίνει διαφορετικά όταν η ιστορία που έπλασε έλεγε, ότι σε κάποια άλλη ζωή της, πρέπει να ζούσε εκεί; Και δεν περιορίστηκε μόνο σε αυτό. Πρόσθεσε και λεπτομέρειες, που σίγουρα όποιος τις άκουγε, έμενε με το στόμα ανοιχτό. Ότι ήταν η νεότερη γυναίκα ενός πλούσιου αργυροχρυσοχόου, από εκείνους που έχουν εκείνα τα μικρά τιγκαρισμένα σε εμπόρευμα μαγαζάκια, στον πιο κεντρικό δρόμο της αγοράς! Αποκάλυψε, ότι πίσω, χαμένο στα δαιδαλώδη στενοσόκακα, βρισκόταν το εργαστήρι του με αρκετούς έμπειρους τεχνίτες, να φτιάχνουν ότι ασημένιο ή χρυσό στολίδι, ζητούσε η πελατεία του. Από το φίδι της Αιγύπτου σε βραχιόλι ως αμπρακάμους κάθε μεγέθους για να φοράνε οι γυναίκες στο λαιμό τους. Και το σπίτι τους λίγο παραπέρα, με μια βαριά πόρτα την οποία ελάχιστοι είχαν την τύχη να διαβούν πλην του αφέντη της, αλλά και με τα πολυτελή δωμάτια με τα πλούτη τους, τα οποία έκρυβαν ακόμη κι από τις ακτίνες του ήλιου, που φώτιζε πλουσιοπάροχα όλη την περιοχή τους. Κι όταν αυτός αποκαμωμένος έγερνε πίσω από τις πυραμίδες, όλες οι γυναίκες του σπιτιού ανέβαιναν στο δώμα του κτιρίου, για να γευτούν τη δροσερή αύρα του ελάχιστου αέρα, που έφτανε ως εκεί, από τον ζωοδότη Νείλο. Ήταν η μικρότερη και την πρόσεχαν το ίδιο όσο και την ζήλευαν, βλέπεις οι εντολές του αφέντη της, ήταν νόμος σε εκείνο το σπίτι. 

Και τότε άρχιζαν τα πειράγματα, έτσι κάνουν οι καλές οι φίλες, που αγαπιούνται πραγματικά, ότι έχουν να πουν, το λένε μπροστά σου, όσο σκληρό κι αν ακούγεται. Στην αρχή χαχανίζοντας της έλεγαν ότι, καλό ακούγεται αυτό το παραμύθι της Χαλιμάς. Μα στη συνέχεια αγρίεψαν τα πράγματα. Αναρωτιούνταν για παράδειγμα αν κοιμόταν μαζί του και πόσο χρονών ήταν ο πλούσιος αργυροχρυσοχόος της. Κι αν είχε προλάβει να κάνει παιδιά μαζί του. Ή ποια ήταν τα ακριβά δώρα που της έκανε στο γάμο της ή αν είχε κανέναν ωραίο γιο, από τις άλλες γυναίκες του, στην ηλικία της  για να τον γλυκοκοιτάζει και μετά έσκαγαν κοκκινίζοντας στα γέλια. Μικρές ήταν, ακόμη δεν είχαν τελειώσει το Λύκειο, μα όλα αυτά που τους αφηγούνταν, τους φαίνονταν τόσο μα τόσο αλλόκοτα. Κι εκείνη;

Πείσμωνε όλο και πιο πολύ! Όχι κακία δεν τους κρατούσε, φίλες ήταν από μικρά παιδιά. Η κάθε μια τους είχε τα κουσούρια της. Για λίγο μόνο σφάλιζε το στόμα της, μέχρι να της περάσει το φούρκισμα της και ορκιζόταν, δυνατά, για να την ακούσουν όλες τους, ότι το πρώτο πράγμα που θα έκανε μόλις μάζευε χρήματα, θα ήταν να επισκεφτεί την Αγορά του Αλ Χαλίλι, κι αν ήταν τυχερή και το σπίτι, που είχε τελευταία, ονειρευτεί τόσες πολλές φορές.

Μα τα χρόνια πέρασαν, τελείωσε το σχολείο, οι παλιές φιλίες σκόρπισαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, τελείωσε τη σχολή της Νοσηλευτικής, που πάντα επιθυμούσε. Παντρεύτηκε ένα καλό παλικάρι, όχι από έρωτα, την αγαπούσε όμως, έκανε και δυο παιδιά, μόλις μεγάλωσαν λίγο, προσλήφθηκε σ' ένα Νοσοκομείο κοντά στο σπίτι της, όλα φαίνονταν ότι είχαν πάρει το δρόμο τους. Βάρδια σε διαφορετικό οχτάωρο κάθε μέρα, στην επιστροφή να κάνει κι όλη τη λάντζα του σπιτιού, φαγητό, να δει και τα παιδιά για το σχολείο και μετά να προσπαθεί να συμπληρώσει και τον ύπνο που της έλειπε. Δεν ήταν αμέτοχος ο άντρας της στις υποχρεώσεις του σπιτιού, αναπλήρωνε όσο μπορούσε τα κενά όταν εκείνη έλειπε, αλλά αν δεν έβαζε κι εκείνη το χέρι της, τα πράγματα δεν γίνονταν όπως έπρεπε. Λεφτά δεν περίσσευαν αλλά δόξα τω Θεώ, τα έβγαζαν πέρα. Πού λόγος για το ταξίδι των ονείρων της;

 Μα εκείνο το καταραμένο το τραγούδι, τριάντα χρόνια από την πρώτη του κυκλοφορία, ακόμη παίζει στα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις κι αν καμιά φορά τύχει να το ακούσει, νοσταλγεί τα νιάτα της, τη ξεγνοιασιά της, τα αθώα της όνειρα, τα πειράγματα των συμμαθητριών της και μελαγχολεί. 

Ποτέ δεν ξέχασε η Μαρία τον όρκο της. Το ταξίδι στην Αγορά του Αλ Χαλίλι που τόσο της συντάραξε στη νιότη της, θα το έκανε κάποια στιγμή. Με τον άντρα και τα παιδιά της, με παρέα, μόνη της... το ταξίδι αυτό θα το έκανε πραγματικότητα μια μέρα. Το μόνο όμως, που σίγουρα δεν θα έψαχνε να βρει, θα ήταν το σπίτι του πλούσιου αργυροχρυσοχόου, με τα πολυτελή δωμάτια και το δώμα, όπου μαζεύονταν όταν βράδιαζε. Είχε μπουχτίσει από νοικοκυροσύνη και τέτοια!

Ίσως όμως, μέσα στα στενά σοκάκια κάτω από τις πολύχρωμες τέντες, με τα χρώματα τα πολλά, τις φωνές των εμπόρων, τα αρώματα και τα μυρωδικά, τον κόσμο τον πολύ που πηγαινοέρχεται, Άραβες και ξένους, μπορέσει να νιώσει έστω για μια στιγμή μόνο, σαν τη βασίλισσα της Θήβας, η οποία ψάχνει ακόμη τον χαμένο της Φαραώ από την όαση της Σίβας. 

Και ποιος ξέρει; Έστω κι αργοπορημένα, ίσως αυτή σταθεί πιο τυχερή, ίσως αυτή μπορέσει να τον βρει!



  Ευχαριστώ την Μαίρη από την Γήινη Ματιά , για την ευκαιρία που μας δίνει, να γράψουμε αλλά κυρίως να διαβάσουμε όμορφες δουλειές των συνοδοιπόρων μας, σε αυτό το όμορφο δρώμενο!



Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2023

Γεμάτη ζωή του Τζων Φάντε

 Η νουβέλα, Γεμάτη ζωή, του Αμερικανού συγγραφέα με καταγωγή από την Ιταλία, Τζών Φάντε, εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1952 και μεταφράστηκε στα ελληνικά μόλις το 2022.  Στο εξώφυλλο, χαρακτηρίζεται ως... "Μια συζυγική νουβέλα". Και πράγματι, αυτό είναι. Μια απλή ιστορία - δίχως μυστήρια, κάποια φοβερή πλοκή ή περίτεχνα λογοτεχνικά ευρήματα - η οποία αφορά τον ίδιο τον συγγραφέα και την έγκυο σύζυγό του. 
 Το έργο αυτό μάλιστα έγινε και ταινία στο Χόλυγουντ, το 1956 με τίτλο Full of life και πρωταγωνιστές τη Τζούντι Χολιντέι, τον Ρίτσαρτ Κόντε και τον Σαλβατόρε Μπακαλόνι. Το σενάριο το έγραψε ο ίδιος ο Τζων Φάντε.
 Η νουβέλα αυτή μου άρεσε! Ο τρόπος με τον οποίο εξιστορεί αυτά που γίνονται στο σπίτι του ανάμεσα σε αυτόν, τη γυναίκα του και τον πατέρα του, τον οποίον φιλοξενούν για κάμποσο καιρό, με έκαναν να χαμογελάσω αρκετές φορές. Κι άλλες φορές ένιωσα την αγωνιώδη αλλά και την στοργική σχέση τους. Αλλά για μένα δεν αποτέλεσε μόνο ένα ευχάριστο ανάγνωσμα. Μου έφερε στο μυαλό του συμπατριώτες μου, οι οποίοι μετανάστευσαν στην Αμερική και τις άλλες αγγλόφωνες χώρες, με την τεράστια ικανότητα να τους ενσωματώνουν πλήρως. Αν όχι αυτούς τους ίδιους, τα παιδιά και τα εγγόνια τους σίγουρα. Και μπορεί εδώ οι πρωταγωνιστές να είναι Ιταλοί, αλλά πολλά που εξιστορούνται  - το έργο είναι αυτοβιογραφικό  - μοιάζουν ή είναι ίδια με τον τρόπο συμπεριφοράς των Ελλήνων μεταναστών.
 Πρώτα πρώτα κουβαλούν μαζί τουςσαν πολύτιμο φυλακτό, τις θύμισες, τα έθιμα, τη θρησκεία και τις δοξασίες του τόπου καταγωγής τους και δεν δέχονται καμία έκπτωση σε αυτά τους τα πιστεύω. Είναι τόσο προσκολλημένοι σε αυτά, που σε πολλές περιπτώσεις ενώ ο τόπος καταγωγής τους κάνει βήματα προς τα μπρος, αυτοί που ζουν τόσο μακριά, δίχως ουσιαστική επαφή πια με την πατρίδα τους, αρνούνται να κάνουν το όποιο βήμα υποχώρησης, φοβούμενοι ότι θα προδώσουν του προγόνους τους, τους οποίους εγκατέλειψαν για να ευημερήσουν αλλού. Το να μένουν πιστοί στις συνήθειες της πατρίδας τους, είναι η μοναδική τους άμυνα, απέναντι στη λήθη της ίδια της ύπαρξης τους.  

  Τι γίνεται όμως όταν μεγαλώνουν τα παιδιά τους και ενσωματώνονται πλήρως στη νέα τους πατρίδα; Πόσο εύκολο είναι να το αποδεχτούν αυτό οι γονείς και αντίστροφα, πόσο εύκολο είναι τα ίδια τα παιδιά, να αρνούνται όλα όσα τους κληροδότησαν οι γονείς τους. Γλώσσα, θρησκεία, παραδόσεις. Είναι ένα ζήτημα, το οποίο απασχολεί όλες τις εθνοτικές ομάδες, που απαρτίζουν το μεγάλο χωνευτήρι των ΗΠΑ.


 Η γραφή του Φάντε παρεξηγήθηκε από τους υπερασπιστές της πολιτικής ορθότητας. Αγνοούν (σκόπιμα;) ότι είναι μια απόλυτα συμβατή γραφή με τη δεκαετία, που γράφτηκε. Είναι μια ανάλαφρη γραφή, όπου το κύριο ζητούμενο της είναι να δούμε με τα μάτια του συγγραφέα, πετυχημένου και καλοπληρωμένου τότε σεναριογράφου, τον φόβο και τη στωικότητα του απέναντι στην μεγάλη αλλαγή, που συντελείται στην οικογένεια του, καθώς η γυναίκα του είναι έγκυος στο πρώτο τους παιδί. Γκεστ σταρ αναδεικνύεται ο οξύθυμος Ιταλοαμερικανός πατέρας του, ο οποίος έχει τις δικές του εμμονές. Συμμαχεί όμως με τη γυναίκα του και συνεχώς τον τσιγκλά, ενίοτε τον υποτιμά κιόλας. Αποδεκτό είναι να υπάρχουν και κάποιες λεκτικές υπερβολές στην όλη αφήγηση για την εγκυμονούσα σύζυγό του. Το ίδιο γίνεται και με τον Τσαρλς Μπουκόφσκι. Ξαφνικά ανακάλυψαν ότι η γλώσσα τους είναι υποτιμητική για τις γυναίκες, ότι μιλά με άξεστο τρόπο, ότι είναι μισογύνης (αν είναι δυνατόν) αγνοώντας ότι δεν ωραιοποιεί, αλλά περιγράφει με απόλυτο ρεαλιστικό τρόπο μια πραγματικότητα την οποία έζησε. 

  Δεν ανέφερα τυχαία τον Μπουκόφσκι. Είναι αυτός που ανέδειξε την καλλιτεχνική αξία του Τζων Φάντε, όταν όλοι σχεδόν τον είχαν ξεχάσει. Σήμερα συγκαταλέγεται ανάμεσα στους μεγάλους συγγραφείς της σύγχρονης αμερικάνικης λογοτεχνίας, με αποτέλεσμα τα βιβλία του να εκδίδονται και πάλι και να σημειώνουν εκ νέου επιτυχία.

  Κλείνοντας, για τους λάτρεις του κινηματογράφου, παραθέτω την ομότιτλη ταινία στο παρακάτω σύνδεσμο:  https://www.youtube.com/watch?v=TxUn2I7zgDE 
Μην την δείτε όμως, αν δεν διαβάσετε πρώτα το βιβλίο. Όπως γίνεται συνήθως, το βιβλίο υπερτερεί κατά πολύ της ταινίας. (Η ταινία δεν είναι μεταγλωττισμένη)
   





 

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2023

Μαρίνα, η αγαπημένη του Ελύτη...

Marina_Eliitis
  Το 1955 εμφανίστηκε ο Οδυσσέας Ελύτης μαζί με την νεαρή Μαρίνα Καραγάτση (κόρη του γνωστού λογοτέχνη), στην Άνδρο. Κάποιοι απρόσεχτοι "μελετητές" του μεγάλου  μας ποιητή, κάνοντας αυτήν την ανακάλυψη, βλέπετε υπάρχει και φωτογραφικό ντοκουμέντο, αναφώνησαν περιχαρείς, ότι ανακάλυψαν την Μαρίνα, στην οποία αναφέρεται ο ποιητής μας, σε δύο έργα του. Το ένα είναι η "Μαρίνα των βράχων", το οποίο δημοσιεύτηκε στην ποιητική  συλλογή, Προσανατολισμοί, η οποία εκδόθηκε το 1940. Η Μαρίνα Καραγάτση ήταν τότε μόλις έξι ετών. Λίγο δύσκολο να είναι αυτή. Το άλλο ποίημα με τίτλο "Μαρίνα"*, ήταν μία από τις επιτυχίες που συνέθεσε ο Μίκης Θεοδωράκης στον δίσκο Μικρές Κυκλάδες,  με την Ντόρα Γιαννακοπούλου, να το τραγουδάει το 1963. Αυτό, ναι, ίσως έχει κάποια σχέση με την Μαρίνα Καραγάτση

  Εδώ όμως γίνεται το δεύτερο μπέρδεμα, Πολλοί, ακόμα και τραγουδιστές όπως ανακάλυψα στην μικρή μου έρευνα, μπερδεύουν τα δύο έργα. Λένε η Μαρίνα των βράχων και αναφέρονται στο γνωστό τραγούδι Μαρίνα. Η Μαρίνα των βράχων, δεν έχει μελοποιηθεί. Είναι όμως ένα εξαίσιο ποίημα, που υμνεί τον έρωτα, την ομορφιά, το Αιγαίο, το ελληνικό καλοκαίρι. Ένα απόσπασμα θα σας πείσει:

Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη

Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα

Βαθιά μέσ' στο χρυσάφι του καλοκαιριού

Και τ' άρωμα των γυακίνθων - Μα που γύριζες

Κατεβαίνοντας  προς  τους  γιαλούς  τους  κόλπους  με τα

βότσαλα

Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο

Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε

Κι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ' όνομα του

Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών

Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.

(Μπορείτε να το διαβάσετε όλο το ποίημα εδώ)

  Πιο γνωστό είναι το ποίημα Μαρίνα, το οποίο είχε την τύχη να μελοποιηθεί. Και μάλιστα μετά την Ντόρα Γιαννακοπούλου, το ερμήνευσαν εξίσου σπουδαίες φωνές, όπως η Σούλα Μπιρμπίλη, η Μαρία Φαραντούρη, ο Κώστας Χατζής και πάρα πολλοί άλλοι, ως και σήμερα. Κι αυτό το ποίημα υμνεί τον έρωτα, με έναν τρόπο όμως πιο απλό, όσο απλός μπορεί να είναι ο Ελύτης. 

Δώσε μου δυόσμο να μυρίσω,
Λουίζα και βασιλικό
Μαζί μ'αυτά να σε φιλήσω,
και τι να πρωτοθυμηθώ

Τη βρύση με τα περιστέρια,
των αρχαγγέλων το σπαθί
Το περιβόλι με τ' αστέρια,
και το πηγάδι το βαθύ

Τις νύχτες που σε σεργιανούσα,
στην άλλη άκρη τ' ουρανού
Και ν' ανεβαίνεις σε θωρούσα,
σαν αδελφή του αυγερινού

Μαρίνα πράσινο μου αστέρι
Μαρίνα φως του αυγερινού
Μαρίνα μου άγριο περιστέρι
Και κρίνο του καλοκαιριού

  Κλείνοντας θα έκανα κάποιες υποθέσεις. Ο Ελύτης πράγματι γράφει το παραπάνω ποίημα, ενθυμούμενος τις ευτυχισμένες στιγμές που πέρασε κάποτε στην Άνδρο με την Μαρίνα Καραγάτση. Ίσως πάλι η εμμονή του με τις λέξεις να τον οδήγησε στη χρήση του ονόματος Μαρίνα, το οποίο ακούγεται όμορφο και ταιριαστό δίπλα σε κάθε κάθε σχήμα του λόγου, από αυτά που φτιάχνει ο ποιητής. Ή, ίσως, να είναι απλώς, μία ιδεατή και αψεγάδιαστη γυναίκα η οποία τον εμπνέει να γράψει τα δύο παραπάνω, ποιήματα. 

  Σημασία έχει, ότι τους στίχους αυτούς του Νομπελίστα Ποιητή μας, ο καθένας μας είχε την ευκαιρία να τους ψιθυρίσει  - ή να τους σιγοτραγουδήσει, την εποχή που η καρδιά του παλλόταν στον ρυθμό του έρωτα. Το ίδιο κάνουν ως και σήμερα χιλιάδες ερωτευμένοι. Είναι η δύναμη των λέξεων και το μαγικό τους συνταίριασμα, που κάνουν τη διαφορά, όπως θα έλεγε ο ίδιος ο Ελύτης, που κάνουν αυτό το θαύμα.

 Από τις πολλές εκτελέσεις, του τραγουδιού αυτού, εγώ επέλεξα αυτήν της Ντόρας Γιαννακοπούλου, στη ταινία Καταιγίδα (1965), όπου έχει και τον πρωταγωνιστικό ρόλο :



* Δημοσιεύηκε το 1972, στη συλλογή ποιημάτων, Τα ρω του Έρωτα

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2023

Ευρυδίκη και Ορφέας ( από τον Rilke ως τον οίκο μόδας Gucci )

 "Της είχε δανείσει και τη συλλογή ποιημάτων του Rilke, “Τα σονέτα προς τον Ορφέα”, σε πρωτότυπη γερμανική έκδοση του 1922, με ποιήματα βαθιά υπαρξιακά, που αναφέρονταν στον ξαφνικό θάνατο της Βέρας Ούκαμα Κνουπ, τα οποία διάβαζε και ξαναδιάβαζε εξασκώντας και τα γερμανικά της. Όταν του το επέστρεψε, εκείνος έγραψε μια ιδιόχειρη αφιέρωση στην πρώτη σελίδα, “Στη λατρευτή μου, Ελένη, που γεμίζει με χαρά της ζωή μου! Για πάντα δικός σου, Νικόλαος Καρδιανός” και της το έδωσε πίσω."

  Το παραπάνω, είναι ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημά μου, Στη σκιά του Ποιητή. "Τα σονέτα προς τον Ορφέα", είναι ένα από τα πιο γνωστά έργα του γερμανόφωνου λυρικού ποιητή, Rainer Maria Rilke. Στο ποίημα αυτό, ο Rilke παίρνει τον ρόλο του Ορφέα και τη θέση της αγαπημένης του Βέρας, τη δίνει στην Ευρυδίκη. Κι όπως ο Ορφέας στον μύθο κατεβαίνει στο Άδη για να μαγέψει με την μουσική του τον Άδη και την Περσεφόνη, ώστε να του επιστρέψουν την Ευρυδίκη, που είχε πεθάνει από δάγκωμα φιδιού, έτσι κι ο Rilke, προσπαθεί να φέρει και πάλι στη ζωή την νεαρή, αγαπημένη του Βέρα, διαμέσου των στίχων αυτού του ποιήματος. 

 Το ποίημα χαρακτηρίζεται ως βαθιά υπαρξιακό, διότι διαπραγματεύεται δύο από τις βασικές έννοιες που απασχολούν τον άνθρωπο, τη ζωή και τον θάνατο. Την ζωή που την εκφράζει ο Ορφέας με τη θεσπέσια μουσική του και τον αγώνα του να επαναφέρει στον επάνω κόσμο την αγαπημένη του γυναίκα. Και τον ανεπίστρεπτο θάνατο, που ουδείς μπορεί να νικήσει, ούτε ο Ορφέας που δελέασε του Θεούς του Κάτω  Κόσμου, ώστε να του δώσουν πίσω την Ευρυδίκη του, αλλά σε μια στιγμή αδυναμίας έσπασε την επιταγή των Θεών να μην κοιτάξει πίσω του κι έτσι χάθηκε η μοναδική ευκαιρία του, να την αναστήσει.

  Παρακάτω θα σας παρουσιάσω ένα αποσπάσματα του ποιήματος αυτού, μεταφρασμένο από τον Άρη Δικταίο:

Και σχεδόν παιδούλα ήτα, που ανεφάνη
απ’ του άσματος και της λύρας τη χαρά
κι έλαμπε στα εαρινά της πέπλα καθαρά
κι είχε την κλίνη της μες στο αυτί μου κάνει

κι αποκοιμήθηκε μέσα μου, Κι όσα είχα θαυμάσει
δέντρα, άλλοτε, κι οι απτοί ορίζοντες εκείνοι
και το αισθητό λιβάδι κι όποια είχα δοκιμάσει
έκπληξη, απ’ όλ’ αυτά ο ύπνος της είχε γίνει.

Κοιμότανε τον κόσμο. Τραγουδιστή Θεέ, πώς
έτσι τέλεια την έκαμες, που να μη ζητήσει
πριν ξύπνια να ’ναι; Δες, εγεννήθηκε κι αποκοιμήθη.

Πού να ’ναι ο θάνατός της; Ω, το θέμα αυτό
θα το αποκαλύψεις, πριν το τραγούδι σου σιγήσει; —
Για πού φεύγει, έξω από με;… Μια παιδούλα σχεδόν…

(Όποιος θέλει να διαβάσει ολόκληρο το ποίημα, θα το βρει εδώ, σε μετάφραση του Γιώργου Βαρθαλίτη.)

  Ο μύθος του Ορφέα και της Ευρυδίκης, έχει εμπνεύσει ζωγράφους, γλύπτες, ποιητές, θεατρικούς συγγραφείς, κλασικούς και σύγχρονους συνθέτες, ακόμα και διαφήμιση του οίκου μόδας Gucci έχει δημιουργηθεί με θέμα τον έρωτά τους και την πάλη με τον θάνατο. Βέβαια στην εγγραφή μου αυτή περιορίζομαι σε κάποια ποιήματα, έναν πίνακα ζωγραφικής και την δεκάλεπτη ταινία (ιδιαίτερα καλή), που σκηνοθέτησε η Gia Coppola για την Gucci.


Orfeaw evridiki
George Frederic Watts (1817-1904), Ορφέας και Ευρυδίκη


Στον Ορφέα ( Γιάννης Ρίτσος)

Το καλοκαίρι εφέτος, κάτω απ’ τον αστερισμό της Λύρας, μένουμε συλλογισμένοι.
Ποιο τ’ όφελος που μάγεψες με το τραγούδι σου τον Άδη και την Περσεφόνη
και σου επιστρέψανε την Ευρυδίκη; Ο ίδιος εσύ, στη δύναμή σου δυσπιστώντας,
στράφηκες να βεβαιωθείς, κι εχάθη πάλι το βασίλειο των ίσκιων κάτω απ’ τις λεύκες.
Τότε, απ’ το ακατόρθωτο σκυμμένος, κήρυξες στη λύρα
τη μοναξιά σαν την ύστατη αλήθεια. Αυτό δε σου το συχωρέσαν
ούτε οι θεοί ούτε οι άνθρωποι. Μαινάδες σού κομμάτιασαν το σώμα
στις όχθες του Έβρου. Μόνο η λύρα σου κι η κεφαλή σου φτάσανε στη Λέσβο
παρασυρμένες απ’ το ρεύμα. Ποια η δικαίωση, λοιπόν, του τραγουδιού σου;
Μήπως η στιγμιαία (εικονική κι αυτή) συνοχή του φωτός και του σκότους;
Ή μήπως το που οι Μούσες κρέμασαν τη Λύρα σου καταμεσής στ’ αστέρια;

Κάτω από τούτο τον αστερισμό, το καλοκαίρι εφέτος, μένουμε συλλογισμένοι.

 Η ΕΥΡΥΔΙΚΗ ΣΤΟΝ ΟΡΦΕΑ του ROBERT BROWNING 
Δώσε σ’ εμένα το στόμα, τα μάτια, το μέτωπο!Άφησέ τα και πάλι να με ρουφήξουν! Ένα βλέμμα σου τώραθα με τυλίξει για πάντα, να μην βγωέξω απ’ το φως του, αν και το σκότος κείται πιο πέρα:κράτησέ με ξανά ασφαλή με τα δεσμάενός αθάνατου βλέμματος! Κι όλη τη θλίψη που υπήρξετην ξεχνώ∙ κι όλο τον τρόμο που μπορεί να υπάρξειτον αψηφώ - παρελθόν κανένα δεν είναι δικό μου, μέλλον κανένα: κοίταξέ με!
  Και για τέλος σας φύλαξα την ταινία.  Δείτε την, αν και φτιάχτηκε για να διαφημίσει μία κολεξιόν του οίκου μόδας Gucci, αξίζει:



Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2023

Σαν να μην υπήρξαν ποτέ! ( διήγημα)

  "Μικρός ήμουν, αλλά τους θυμάμαι καλά. Μένανε κοντά στο μαγαζί του
πατέρα μου, κάτω από τον χωματόδρομο που 
διέσχιζε κατά μήκος το χωριό, τον οποίον είχαν διανοίξει οι Ιταλοί. Πρέπει να ήταν γύρω στα πενήντα, μπορεί και μικρότεροι, τότε οι άνθρωποι γερνούσαν πιο γρήγορα από σήμερα. Αυτός, ήταν ψηλόλιγνος, με αραιά μαλλιά αλλά πυκνή γενειάδα, κοκκινοτρίχης, με κάτι μικρά ματάκια, που τώρα πια μπορώ με σιγουριά να πω, ότι μέσα τους είχε κρύψει όλη την άδικη οργή του κόσμου. Η γυναίκα του, αρκετά πιο κοντή απ' αυτόν, μελαχρινή, όμορφη πρέπει να ήταν στα νιάτα της, ντελικάτη γυναίκα. Παιδιά δεν είχαν. Αυτή σπάνια έβγαινε από την αυλή της, πού να πάει; Κανένας δεν την έβαζε στο δικό του σπίτι. Δεν ξέρω πως βρέθηκαν στο χωριό μας. Ίσως να νόμισαν ότι εδώ ψηλά, όπου κατοικούσαμε εμείς, σε ένα νησί μακριά από κάθε άλλη στεριά, θα μπορούσαν να ζήσουν το υπόλοιπο της ζωής τους με ειρήνη. Η μάνα μου, έλεγε ότι τους θυμόταν από τα χρόνια, που τον τόπο τον είχαν ακόμη οι Τούρκοι.

  Όλοι μας φοβέριζαν, να μην πηγαίνουμε κοντά τους, να μην τους μιλάμε. “Είναι Οβραίοι αυτοί, να τους προσέχετε!”. Δεν ξέρω τι φοβόταν ο κόσμος τότε. Μήπως μας αλλάξουν την πίστη; Ή μήπως κολλήσουμε κάποιες από τις παράξενες συνήθειες που είχαν, όπως να κλείνονται στο σπίτι τους όλο το Σάββατο και να μην κάνουν τίποτε; Δεν ξέρω! Ήσυχοι άνθρωποι ήταν! Όταν εκείνος ερχόταν για να ψωνίσει, Λέβι τον φώναζαν, εγώ μαζευόμουν σε μια άκρη, δίπλα στα τσουβάλια με τα όσπρια και τον παρατηρούσα με την άκρη των ματιών μου. Έπαιρνε λίγα πράγματα, ίσα ίσα για να περάσουν την εβδομάδα τους. Λίγο αλεύρι, λίγη φακή, λάδι, σαπούνι, τα πιο αναγκαία για να ζήσει κάποιος. Άνοιγε το πορτοφόλι του και μετρούσε με φανερή αγωνία ένα ένα τα κέρματα στο χέρι του πατέρα μου, μέχρι να συμπληρωθεί το απαιτούμενο ποσό.  

  Τον φώναζαν καμιά φορά, για να κάνει κάποιο μεροκάματο όταν κτιζόταν κάποιο σπίτι στο χωριό. Λέγαν ότι ήταν καλός στη δουλειά, ότι του έλεγαν το έκανε, δυνατός άντρας παρά το παρουσιαστικό του. Μα μέχρις εκεί! Ούτε στα πανηγύρια μας τολμούσε να έρθει μαζί με τη γυναίκα του, ούτε στις χαρές του χωριού ήταν καλεσμένοι, ούτε νοιαζόταν κανένας γι' αυτούς. Όλος ο κόσμος τους ήταν εκείνη η αυλή τους. Οι δυο πλευρές της έκλειναν με τα δύο ξέχωρα δωμάτια του σπιτιού.  Την κουζίνα που γινόταν όλη η λάτρα  του νοικοκυριού και το “καλό σπίτι”, όπου κοιμόντουσαν σε κείνα τα παραγεμισμένα με μαλλί στρώματα, που τα μάζευαν την ημέρα τυλίγοντας τα σαν φλογέρα και το άλλο βράδυ πάλι τα άπλωναν για να κοιμηθούν. Η τρίτη πλευρά κάλυπτε ο τοίχος του διπλανού σπιτιού. Προς το σοκάκι, που έβλεπε στις ελιές της Βαρβαρούλας, ένα ξύλινο κάγκελο με την εξώπορτα στην μέση, οριοθετούσε τον μικρό τους παράδεισο. Η Χάννα, έτσι την έλεγαν τη γυναίκα του Λέβι, έβγαινε για να απλώσει την μπουγάδα της, για να ποτίσει την αλιτάνα, την οποία είχε γεμίσει με γαριφαλιές, να κόψει κανένα λεμόνι από την πάντα γεμάτη λεμονιά τους. Εκεί, κάτω από το φύλλωμα της, κάθονταν οι δυο τους και συζητούσαν με τις ώρες. Τι μπορούσε να λέει ένα ζευγάρι στην ηλικία τους για τόση ώρα, ποτέ μου δεν το κατάλαβα. Ούτε σήκωναν ποτέ τη φωνή τους, ούτε φαινόταν ότι τσακώνονταν ποτέ, μόνο συζητούσαν, ήρεμα και χαμηλόφωνα.

  Από πού τους έβλεπα; Το σπίτι μας ήταν πιο ψηλά από το δικό τους. Ανέβαινα πάνω στο χωμάτινο δώμα μας κι από εκεί τους κατασκόπευα. Πίστευα, ότι υπήρχε κάποιο φοβερό μυστικό, που εξαιτίας του το χωριό τους είχε θέσει σε αυτήν την ανεξήγητη για μένα καραντίνα.  “Είναι Οβραίοι, μην τους πλησιάζεις”. Τι έχουν οι Οβραίοι και δεν έπρεπε να τους πλησιάζουμε; Κανένας δεν μου έδινε την οποιαδήποτε απάντηση. Έτσι κι εγώ είχα πεισθεί ότι αυτό το μεγάλο και τρομερό μυστικό που υπήρχε, έπρεπε να το ξεδιαλύνω. Για ώρες ξεροστάλιαζα κάτω από τον ήλιο, κάποιες μέρες έχανα και το παιχνίδι με τα άλλα παιδιά, ελπίζοντας ότι εκείνη την ημέρα επιτέλους θα ανακάλυπτα τι έκρυβαν. Μα το μόνο που ανακάλυψα, ήταν οι ατελείωτες συζητήσεις τους κάτω από τη λεμονιά. Εκείνος πάντα σε ένα χαμηλό σκαμνάκι και η Χάννα σε μια καρέκλα, ώστε τα κεφάλια τους να βρίσκονται στο ίδιο ύψος. Αυτό μόνο έβλεπα και σίγουρα δεν μπορούσα να τους κατηγορήσω  επειδή τους έβλεπα να μιλούν μεταξύ τους με τις ώρες.

  Το 1937, ναι τότε ήταν, που ο νέος Ιταλός διοικητής Ντεβέκι από τη Ρόδο, έστειλε τη διαταγή που έλεγε ότι στα σχολεία μας θα διδάσκονται μόνο Ιταλικά. Οι δάσκαλοι μας πήγαν στη Ρόδο, έλειψαν για όλο το καλοκαίρι και όταν ο Σεπτέμβρης ήλθε και άνοιξαν τα σχολεία μαζί τους ήταν και η Ιταλίδα διευθύντρια, η signora Ρένια. Ήταν αδύνατο να γίνει το μάθημα, εμείς ζητάγαμε συνεχώς διευκρινίσεις στα ελληνικά μα οι δάσκαλοί μας φοβούνταν να απαντήσουν στη γλώσσα μας. Ακόμα και τα ονόματα μας έγιναν Ιταλικά από την μια μέρα στην άλλη. Εμένα που με λένε Νίκο, με φώναζαν πια Nicola. Δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά. Αν τους άκουγε η signora Ρένια, σίγουρα θα τους κατέδιδε στους καραμπινιέρους κι αλίμονο τους! Θα έχαναν τη δουλειά τους, θα φυλακίζονταν, ακόμα ίσως να κατηγορούνταν για προδοσία. Άσχημα χρόνια! Τι να κάνουμε κι εμείς, θέλαμε δε θέλαμε μαθαίναμε τα Ιταλικά.

  Μα το πιο σκληρό εκείνου του χειμώνα για τη δική μας οικογένεια ήταν ο ξαφνικός χαμός του πατέρα μας. Ένα βαρύ κρυολόγημα, το οποίο ο γιατρός που ερχόταν από το διπλανό χωριό, δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει με τα πενιχρά μέσα που διέθετε και σε λίγες εβδομάδες πέθανε, αφήνοντας τη μάνα μας χήρα στα είκοσι οχτώ της μόλις χρόνια. Η αδελφή μου ήταν μόλις στα έξι κι εγώ έκλεινα τα εννιά, όταν από τη μια μέρα στην άλλη αντιμετωπίσαμε τον οίκτο των συγχωριανών μας, την επικριτική λύπηση τους για εμάς. Δεν ζητούσαμε τίποτε απ' εκείνους, το μόνο που θέλαμε ήταν τον πατέρα μας. Η μάνα μου προσπάθησε με νύχια και με δόντια να κρατήσει ζωντανό το μαγαζί, μα τα πράγματα είχαν αρχίσει να γίνονται δύσκολα. Οι προμηθευτές δεν εμπιστεύονταν εύκολα μια γυναίκα, τα βερεσέδια γέμιζαν τα τετράδια και δύσκολα ξεπληρώνονταν. Όσο κι αν το πάλεψε, όσο κι αν σκλήρυνε τη στάση της, ειδικά όταν επιβλήθηκαν τα περίφημα δελτία, λόγω των ελάχιστων εισαγωγών στο νησί σε τρόφιμα, στο τέλος αναγκάστηκε να το κλείσει. Την περίοδο εκείνη ήταν που κι εγώ, άρχισα να ξεφεύγω από την στενή επίβλεψη της μάνας μου, να μην θέλω πια να είμαι το καλό και υπάκουο παιδί της.

 Θυμάμαι ήταν το Πάσχα του τριάντα εννέα. Από τότε καίγαμε μπροστά στην εκκλησία τον “Εβραίο”, ένα παραγεμισμένο με άχυρα σκιάχτρο, μετά τη λειτουργία της Δεύτερης Ανάστασης. Η δική μου παρέα, με που άναψε και καιγόταν ο ψεύτικος Εβραίος, φύγαμε για να πάμε στους αληθινούς Οβραίους, οι οποίοι ζούσαν λίγα μέτρα παραπέρα, του Λέβι και της Χάννα. Αφού διαλέξαμε ότι πιο βαριά πέτρα βρίσκαμε στο δρόμο μας, σταθήκαμε αντίκρυ από το σπίτι τους και αρχίσαμε να το πετροβολούμε. Η δική μου μανία ήταν απερίγραπτη, το σκέφτομαι πολλές φορές και αναρωτιέμαι από πού πήγαζε όλο εκείνο το μίσος εναντίον εκείνων των ανθρώπων, που ποτέ τους δεν ενόχλησαν κανέναν από εμάς. Πόσο σχέση είχε, με αυτά που μου είχαν μάθει να μισώ στο σχολείο, στο σπίτι; Να μισώ τον περιούσιο Λαό του Ισραήλ, που οδήγησε στο θάνατο το Χριστό μας. Φοβάμαι ότι με κάποια από εκείνα τα παράξενα τερτίπια του μυαλού, τους είχα συνδυάσει και με το θάνατο του δικού μου πατέρα. Δεν ξέρω, ας με συγχωρέσει μόνο ο Θεός!

  Αυτό επαναλήφθηκε και την επόμενη χρονιά και την μεθεπόμενη, οι άνθρωποι είχαν μάθει πια και από νωρίς κλειδώνονταν μέσα στο σπίτι τους, περιμένοντας να ξεσπάσει η οργή μας, πάνω τους. Την πρώτη φορά θυμάμαι με κατσάδιασε άσχημα η μάνα μου, με τιμώρησε στερώντας μου για μια βδομάδα την έξοδο από το σπίτι. Την επόμενη χρονιά ούτε που ασχολήθηκε μαζί μου. Τα χρόνια είχαν δυσκολέψει πάρα πολύ, η φτώχεια και η πείνα  ήταν το βασικό πρόβλημα του κόσμου. Όλοι έψαχναν κάτι για να ταΐσουν τα παιδιά τους, τα τρόφιμα του δελτίου ήταν για κοροϊδία. Οι άνθρωποι είχαν αναστήσει και πάλι κάθε σπιθαμή καλλιεργήσιμης γης, δούλευαν σκληρά στα πετροχώραφα τους, για να θερίσουν λίγο σιτάρι, να μαζέψουν λίγο λάδι. Κι από αυτό έπρεπε να βρουν έναν τρόπο, να κρύψουν και κάποια ποσότητα, να την γλυτώσουν από την επίταξη, την οποία είχε επιβάλλει ο κατακτητής. Όλοι σήμερα μιλούν και παριστάνουν τους ήρωες, αλλά η αλήθεια είναι ότι έπρεπε να βρούμε έναν τρόπο να επιβιώσουμε. Δεν ήταν θέμα ηρωισμού αλλά η κινητοποίηση του ενστίκτου των κατακτημένων για επιβίωση.  Άλλοι, όπως η δική μου οικογένεια, ξεπούλησε ότι πολύτιμο είχε σε αυτούς, που παραδόξως είχαν τρόφιμα για πούλημα και συγχρόνως δουλεύαμε σκληρά τη γη μας. Και άλλοι πάλι συνεργάστηκαν με τους κατακτητές, οι περισσότεροι για να  λύσουν τις διαφορές τους με τους συμπατριώτες τους. Πάντα υπάρχουν αυτοί, μα ευτυχώς ήταν λίγοι. Και ενώ τους ξέραμε όλοι μας πολύ καλά, οι περισσότεροι καμωνόμαστε σήμερα ότι δεν έγινε τίποτα. Για κάποιον λόγο η κοινωνία μας τους αμνήστευσε δίχως καν να γευτεί την ικανοποίηση να τους δει να απολογούνται, να κατεβάσουν για λίγο τα μάτια τους προς τη γη, να δείξουν ότι αισθάνονταν έστω λίγη ντροπή για ότι έκαναν.  

 Το καλοκαίρι του σαράντα τέσσερα πρέπει να ήταν, οι Γερμανοί είχαν πάρει τη κυριότητα των νησιών ήδη και συνεργάζονταν με την Ιταλική αστυνομία. Εμείς βρισκόμαστε στο μετόχι μας, το στάρι που είχαμε σπείρει το φθινόπωρο είχε ωριμάσει και όλη την ημέρα θερίζαμε. Τη νύχτα καθόμαστε μέσα στο σκοτάδι και με την αίσθηση των δαχτύλων μας μαζεύαμε όσα περισσότερα σπυριά μπορούσαμε, για να τα κρύψουμε. Η μάνα μου είχε βάλει ένα πιθάρι σε έναν λάκκο, στην πέρα άκρη του χωραφιού κι εκεί κάθε βράδυ έκρυβε όσο περισσότερο στάρι μπορούσε. Τα άχυρα τα σκορπάγαμε στο χωράφι αφήνοντας μέσα στην άλωνα πάντα μια ικανή ποσότητα για να φαίνεται ότι δεν κλέβαμε. Το ίδιο κάναμε και το χειμώνα, όπου αλέθαμε στον χερόμυλο τις ελιές, για να πάρουμε λίγο λάδι, προτού μαζέψουν τη σοδειά μας οι Ιταλοί με τους ντόπιους ρουφιάνους τους.  Δεν είχαμε άλλη επιλογή, όσο κι αν μας φοβέριζαν ότι αν μας έπιαναν θα σαπίζαμε στη φυλακή, το αίσθημα  της επιβίωσης ήταν πιο δυνατό από τον φόβο, τον οποίο όλοι μας νιώθαμε.

 Μεσημέρι ήταν, όταν ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά μας μία περίπολο  Ιταλών καραμπινιέρων με ένα απ' τα γνωστά τους τσιράκια. Εμείς εκείνη την ώρα, αποκαμωμένοι από την πρώιμη κάψα, είχαμε καθίσει για φαγητό, λίγο ψωμί με ελιές και κρεμμύδι, έξω από το αγροτόσπιτο μας, ένα απλό μονόχωρο κτίσμα με δώμα, που το σκέπαζε ένα θεόρατο πεύκο.  Έκαναν έλεγχο για το στάρι που είχαμε θερίσει. Οι Ιταλοί έκαναν τη δουλειά τους τυπικά μα ο κοντοχωριανός μας, σαν να ήξερε ότι κρύβαμε τη σοδειά, πίεζε τη μάνα μου να του πει, που είχαμε κρύψει το υπόλοιπο στάρι. Ήταν σίγουρος ότι κάπου το κρύβαμε, όλοι το έκαναν, θαρρούσε ότι εύκολα θα φοβέριζε μια χήρα γυναίκα, για να του αποκαλύψει την κρυψώνα μας για να πάρει τα εύσημα. Της φώναζε στα μούτρα, την έσπρωξε, την απείλησε μα δεν υπήρχε περίπτωση κάποιος ν΄ ανοίξει το στόμα του, όταν ξέραμε ότι χωρίς αυτό θα ήταν αδύνατον να βγάλουμε τον επόμενο χειμώνα. Στο τέλος ο επικεφαλής αξιωματικός έδωσε εντολή να φύγουν, εκείνος μας απείλησε για μια τελευταία φορά, ότι θα μας παρακολουθούσε απ' εδώ και πέρα πιο στενά. Κι έτσι γινόταν μέχρι την απελευθέρωση μας, λίγους μόλις μήνες μετά.  Συνεχώς τον είχαμε μέσα στα πόδια μας, μα δεν μπορούσε να ανακαλύψει τίποτε διαφορετικό απ' ότι φαινόταν ότι έκαναν όλοι οι συγχωριανοί μας εκείνη την εποχή.

 Τέλος του καλοκαιριού, επιστρέψαμε στο χωριό. Όλο οι κάτοικοι του εγκατέλειψαν τα μετόχια που απλώνονταν ολόγυρα του χωριού μας, αφού είχαν θερίσει και αλωνίσει τη λιγοστή σοδειά και αφού πέρασαν οι κατακτητές από κάθε κτήμα και μας άφησαν την ποσότητα που εκείνοι θεωρούσαν δίκαιη για τον καθένα μας. Το χωριό μας ζωντάνευε και πάλι, εμείς βρίσκαμε τις παρέες μας και ετοιμαζόμαστε για το σχολείο όπου τα Ελληνικά ήταν ελεύθερα, ενώ οι μεγάλοι ετοιμάζονταν σιγά σιγά για τον χειμώνα.

 Δεν το πήραμε είδηση μέχρι που κάποιος γείτονας, μας φανέρωσε ότι τους Οβραίους τους μάζεψαν οι Γερμανοί, μια μέρα μέσα στο καλοκαίρι και κανένας από τότε δεν τους ξανάδε. Δεν μπορούσαμε να φανταστούμε το λόγο της σύλληψης τους, κανένας στο χωριό δεν μπορούσε να τους συνδέσει με οποιαδήποτε παράβαση των καθημερινών διαταγών των κατακτητών και κανένας μας βέβαια δεν ήξερε τότε τι γινόταν με τις χιλιάδες των Εβραίων, που μαζεύονταν απ' όλα τα μέρη της κατεχόμενης Ευρώπης για να οδηγηθούν στα κρεματόρια του Άουσβιτς, του Μαϊντάνεκ και της Τρεμπλίνκα.

 Μα το πιο σημαντικό είναι, ότι τον Λέβι και τη Χάννα τους ξεχάσαμε γρήγορα κι εμείς. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ στο χωριό μας. Κανένας δεν μιλούσε γι' αυτούς, ειδικά όταν τελείωσε ο πόλεμος και όλοι μας μάθαμε τι γινόταν στα στρατόπεδα εξόντωσης που έφτιαξαν οι Γερμανοί. Σαν να φοβόμασταν μήπως και αποκαλυφθούν και οι δικές μας ενοχές. Στο χωριό επικράτησε η σιωπή. Το κρύψαμε απ' τα παιδιά μας, απ' τα εγγόνια μας, απ' τους ίδιους τους εαυτούς μας. Μα τώρα βλέπω ότι μόνο εγώ απόμεινα απ' εκείνη τη γενιά. Τέτοια γεγονότα δεν επιτρέπεται να χαθούν στη λήθη. Οι Λαοί πάντα ψάχνουν να βρουν τους τωρινούς "Οβραίους" τους, να τους φορτώσει το κάθε σφάλμα της κοινωνίας μας. Δεν πρέπει να κάνετε κι εσείς τα ίδια λάθη με εμάς. Εσείς είστε μια καλύτερη γενιά από τη δική μας!"

                                                                                                    Δεκέμβρης 2018


Ποιος είναι ο προσκυνητής;

  Ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια είναι Ο Προσκυνητής σε στίχους και μουσική του Αλκίνοου Ιωαννίδη . (1)   Πάντα αναρωτιόμουν ποιος είν...