Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2025

Ευεργέτιδα λήθη.

  Η άνοιξη είχε μπει για τα καλά και οι κάτοικοι του χωριού, άντρες και γυναίκες, απ΄ τα ξημερώματα είχαν κατέβει στον κάμπο για να σπείρουν τα καπνά. Καλά ήταν ακόμα τα χρόνια, ο μπασμάς είχε πέραση, κάπου εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα πρέπει να ήταν. Κουραστική δουλειά μα οι χωριανοί μας μπορούσαν και ζούσαν με αξιοπρέπεια τις οικογένειές τους. Στο χωριό μόνο τα παιδιά έμεναν και οι γεροντότεροι. Την ημέρα εκείνη σχολείο δεν πρέπει να είχε, διότι όλα τ΄ αγόρια της γειτονιάς βρίσκονταν από νωρίς εκεί στο πλάτωμα παίζοντας ποδόσφαιρο. Με τον βαρύ ήχο του αυτοκινήτου που ακούστηκε ν΄ ανεβαίνει την ανηφόρα, τραβήχτηκαν στην άκρη του δρόμου, αφού μάζεψαν βιαστικά τη μπάλα τους. Γρήγορα εκείνο φάνηκε στη στροφή μέχρι που ήλθε και σταμάτησε κάτω απ΄ το σπίτι του Κογκαλίδη. Το σήμα της κόκκινης ημισελήνου στις πινακίδες του, έδειχνε την προέλευση των επιβατών του. Οι πόρτες άνοιξαν, δυο άντρες βγήκαν, άνοιξαν την πίσω πόρτα και με φανερή τρυφερότητα βοήθησαν τη γυναίκα να βγει. Αυτή ήταν μεγάλης ηλικίας, φορούσε άσπρη μαντίλα που κάλυπτε το κεφάλι της και τη παραδοσιακή στολή των γυναικών της Ανατολής.

  Την ώρα εκείνη φάνηκε στη στροφή ο Τζιότζιος. Με που τους είδε τέντωσε το κορμί του, κατέβασε τη τραγιάσκα, πάτησε καλύτερα το μπαστούνι του και κίνησε κατά πάνω τους. Τάχυνε το βήμα του όσο μπορούσε, τα δυο τρία ούζα που είχε πιει στο μπακάλικο του Καλογιάννη σε συνδυασμό με τα χρόνια που κουβαλούσε στην πλάτη, τον δυσκόλευαν.

  Η γυναίκα, γιαγιά θα την έλεγες, κάτι έδειξε με τα χέρια της, κάτι είπε στη γλώσσα της, κάτι της απάντησαν οι άλλοι. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της ενώ την βοηθούσαν να ξαναμπεί στο αυτοκίνητο. Ό ένας απ΄ τους δυο άντρες έπιασε μια φωτογραφική μηχανή απ' το μπροστινό κάθισμα και άρχισε να φωτογραφίζει ολόγυρα όλα τα σπίτια.

  Την ώρα εκείνη ο Τζιότζιος έφτασε πια κοντά τους.

Γεια σας!” τους χαιρέτησε με εγκαρδιότητα χωρίς να μπορεί να κρύψει την περιέργεια του.

Μερ χαμπά” Ανταπέδωσαν κι αυτοί τον χαιρετισμό.

Τουρκ;” τους ρώτησε.

Έβε” απάντησαν θετικά.

  Τους ξαναρώτησε τι έψαχναν, άδικα όμως απ' εδώ και πέρα η συνεννόηση τους ήταν αδύνατη. Μπήκαν στο αυτοκίνητο, έκλεισαν τις πόρτες, ο οδηγός έβαλε μπροστά τη μηχανή και ξεκίνησε ν΄ ανεβαίνει την ανηφόρα για την έξοδο του χωριού.

  Μέχρι το βράδυ τα νέα είχαν διαδοθεί παντού. Καθένας έλεγε το μακρύ και το κοντό του, όπως συνήθως γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις. Αυτή ήταν και η κουβέντα που μονοπώλησε το ενδιαφέρον όλων στο καφενείο της απάνω γειτονιάς. Οι Τούρκοι που σταμάτησαν και φωτογράφισαν τα σπίτια τους. Κάποιος υποστήριξε ότι σίγουρα ήταν κατάσκοποι, από την άλλη όμως αναρωτήθηκε τι ενδιαφέρον να είχε η γειτονιά τους. Κάποιος άλλος, απ΄ τους γεροντότερους της παρέας, που πρόλαβε τα χρόνια πριν την απελευθέρωση, υποστήριξε ότι πρέπει να ήταν απόγονοι των λίγων Τούρκων που ζούσαν στο χωριό τότε. Δεν απέκλεισε το γεγονός, η γιαγιά με την άσπρη μαντίλα, να γεννήθηκε και να μεγάλωσε στο χωριό. Εκεί, στη μέση του μαγαζιού, κοντά στη ξυλόσομπα που η ζέστα της ήταν χρειαζούμενη ακόμη τα βράδια, καθόταν και ο Τζιότζιος. Απ΄ αυτόν διαδόθηκαν τα νέα αλλά ακόμα δεν είχε ανοίξει το στόμα του, μόνο άκουγε. Τα ογδόντα τα είχε πατήσει προ πολλού αλλά στις διηγήσεις ήταν μάστορας. Όλοι κρέμονταν από τα χείλη του, ειδικά όταν βαριούνταν την φλυαρία της τηλεόρασης. Τότε εκείνη έκλεινε κι αυτός ανέσυρε απ΄ τη μνήμη του ιστορίες από τα παλιά τα χρόνια. Και ήταν αστείρευτος. Πέρα από όλα τα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν το χωριό τους, ήξερε όλα τα χούγια και τα μυστικά των συγχωριανών του, τις παρασπονδίες και τις καλοσύνες τους, τα κρυφά πιπεράτα μυστικά τους. Όλοι ήξεραν ότι συνήθως υπερέβαλε στις διηγήσεις του αλλά ο τρόπος της αφήγησης του ήταν ανεπανάληπτος. Άλλαζε ή αυξομείωνε την ένταση της φωνής του, χειρονομούσε κατάλληλα, σηκωνόταν για να δώσει έμφαση σε αυτά που έλεγε, σήκωνε απειλητικά το μπαστούνι του, καθόταν και μόρφαζε σαν κάτι πολύ βαρύ να τον στενοχωρούσε, έκανε τις ανάλογες παύσεις για να τους προετοιμάσει για το τέλος. Ένας ερασιτέχνης ηθοποιός που έδινε την παράσταση του, με μοναδικό ακροατήριο τους λίγους θαμώνες του καφενείου. Μόνη του απόλαυση ήταν και του άρεσε αυτό, να τους βλέπει να κρέμονται από χείλη του και στο τέλος είτε να τον χειροκροτούν είτε να τον αποδοκιμάζουν γελώντας για το θράσος του. Και ήταν θρασύς διότι τολμούσε και έλεγε ιστορίες, που το υπόλοιπο χωριό της κρατούσε στη λήθη, μακριά από τα παιδιά και τα εγγόνια τους, διότι δεν απέδιδαν τιμή και παινέματα στους προγόνους τους.

  Τότε ο Τζιότζιος ένευσε με το χέρι του ησυχία, ήταν το σήμα ότι θα ξεκινούσε την δική του εξιστόρηση. Γύρισε το κεφάλι του ολόγυρα σε όλο το μαγαζί, όλοι ησύχαζαν ένας ένας. Με το που κάθισε και ο καφετζής, άρχισε την αφήγηση του. 

  Αχάραγα ακούστηκαν εκείνες οι τουφεκιές δίπλα στο ποτάμι. Στις όχθες του κείτονταν δίπλα δίπλα, τα άψυχα πια κορμιά του Καντάν και της γυναίκας του της Μουγγέ. Παραπέρα, μόλις μερικές δεκάδες μέτρα και ο δεκαπεντάχρονος γιος τους ο Ονάν. Πλήρωσαν με τη ίδια τη ζωή τους, την απερισκεψία τους. Πίστεψαν ότι κανένας δεν θα τους πείραζε. Τόσα χρόνια ζούσαν μέσα στο μαχαλά αγαπημένοι με τους γείτονες τους, δεν χωρούσε στο νου τους αυτό, που θα τους συνέβαινε εκείνο το βράδυ. Οι υπόλοιποι της γενιάς τους από τις προηγούμενες ημέρες, όσο ακουγόταν ότι ο ελληνικός στρατός πλησίαζε ασταμάτητος στο χωριό τους, είχαν μαζέψει σε τεράστιους μπόγους ότι τους ήταν χρειαζούμενα, τα φόρτωσαν στα ζώα τους και κατευθύνθηκαν προς την Ανατολή. Ήλπιζαν ότι κάποια μέρα θα τα κατάφερναν, σύντομα, να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Πού να ήξεραν;

  Ένα βράδυ προτού οι πρώτοι Έλληνες στρατιώτες διασχίσουν το χωριό για να φτάσουν στη Δράμα, έγινε το κακό. Η γειτονιά μας, όπως έκανε όλο το χωριό μόλις σκοτείνιαζε, κλείστηκε στα σπίτια, σφάλισε τα παράθυρα και τις πόρτες της. Αν και οι λίγοι Βούλγαροι στρατιώτες που στάθμευαν εδώ είχαν φύγει από την προηγούμενη, κανένας δεν μπορούσε να πιστέψει ακόμα τα καλά νέα που έφταναν από παντού. Ξάφνου ακούστηκαν οι κλαγγές των αλόγων, οι κλωτσιές στην πόρτα, οι φωνές της Μουγγέ, οι γδούποι στο κορμί του Καντάν, οι απειλές και το βρισίδι των δικών μας, η βίαια έξοδος των ανθρώπων και μετά... ησυχία. Αφού πέρασε λίγη ώρα, τράβηξαν οι πατεράδες μας απαλά το σύρτη, άνοιξαν με προσοχή τις πόρτες, κοίταξαν προς το σπίτι των γειτόνων μας, όλοι είχαν φύγει. Μαζεύτηκαν στην αυλή του διαλυμένου σπιτιού, όλα ένα κουβάρι, σαν να βρήκε την ευκαιρία ο χρόνια κλεισμένος θυμός στο ασκί του Αιόλου να βγει με ορμή προς τα εκεί και να μην αφήσει τίποτα όρθιο στο διάβα του. 

  Κατέβασαν το κεφάλι, γύρισαν και πάλι στα σπίτια τους, κλείδωσαν πίσω τους, η ψυχή τους πονούσε, τα μάτια των γυναικών βούρκωσαν, μπορεί να διέφεραν στην πίστη αλλά μαζί πορεύτηκαν τόσα χρόνια. Ο φόβος τους έκλεισε το στόμα, όλοι διαισθάνονταν τι θα γινόταν, καλύτερα να μην έλεγαν τίποτε, τα παιδιά τους δεν χρειαζόταν να μάθουν.

  Μα το επόμενο πρωινό η στενοχώρια τους γρήγορα έγινε χαρά και πανηγύρι. Το χωριό μας γιόρταζε επιτέλους την ελευθερία του. Σαν ψέματα μας φαινόταν! 

  Βλέπετε, στην αρχή του χρόνου το χωριό το είχαν καταλάβει οι Βούλγαροι, υπερήφανοι και αλαζόνες που πατούσαν για πρώτη φορά πόδι σε όλη την περιοχή, από το Νέστο, την Καβάλα ως τον Στρυμόνα. Μαζί τους κατέβηκαν στο χωριό και οι Εξαρχικοί από τη Μέλτζοβα! Αλλά και απ΄ αυτήν εδώ τη γειτονιά, κάποιοι βρήκαν την ευκαιρία να ταχθούν φανερά πια με το μέρος των νέων κατακτητών. Τα διαθέσιμα τρόφιμα επιτάχθηκαν, οι μερίδες που αναλογούσαν στον καθένα μας ήταν ίσα για να μην πεθάνουμε. Εκτός κι αν βουλγαρογραφόσουν, ε! τότε το σπίτι σου γέμιζε με όλα τα καλά. Οι διωγμοί ήταν στην ημερήσια διάταξη, κυρίως των γραμματιζούμενων, κάποιοι μπόρεσαν κι έφυγαν προς τη Θεσσαλονίκη για να γλιτώσουν την ίδια τη ζωή τους. Το όνειρο για Ένωση με την Ελλάδα του χωριού μας που πάντα η πλειοψηφία του είχε ελληνική συνείδηση, φαινόταν ότι έσβηνε για πάντα. Εκείνο το εξάμηνο, ήταν από τα πιο μαύρα που ζήσαμε.

  Όλα μεμιάς ξεχάστηκαν, η χαρά πλημμύριζε την ψυχή και οι πανηγυρισμοί ήταν ξέφρενοι. Από μέσα από το χωριό, περνούσαν ο ένας μετά την άλλο, οι λόχοι του στρατού μας. Το χωριό μέχρι το μεσημέρι γέμισε με τις σημαίες μας. Ανασαίναμε επιτέλους την ελευθερία και ο φόβος πέρασε στους χθεσινούς ευνοημένους της μοίρας. Ο τόπος δεν τους σήκωνε πια, έπρεπε να φύγουν. Βρέθηκαν στη λάθος μεριά της ιστορίας και έπρεπε να πληρώσουν το τίμημα. Πήραν το δύσκολο δρόμο της προσφυγιάς προς το βορρά, αποχαιρετώντας τους συγγενείς τους. Η μισή οικογένεια να αγωνίζεται για την ελληνικότητα της και η άλλη μισή να την αρνείται. Κανένας δεν έκλαψε γι' αυτούς. Όσο για τη Μέλτζοβα, αυτή σβήστηκε από το χάρτη, ήταν αδύνατον να γίνει διαφορετικά, το χωριό που κράτησε ψηλά όλα τα προηγούμενα χρόνια τη σημαία όλων αυτών που θεωρούσαν τη Βουλγαρία ως φυσικό διεκδικητή της περιοχής, ερημώθηκε.

Η εικόνα είναι δημιούργημα της τεχνητής νοημοσύνης

  Τις επόμενες ημέρες στελεχώθηκαν οι υπηρεσίες, πρώτα και καλύτερα η αστυνομία και τα σχολεία, με πρωταρχικό τους σκοπό να εκριζώσουν ότι ξένη επιρροή υπήρχε από τους ατελείωτους αιώνες της σκλαβιάς. Οι γιαγιάδες στις αυλές τους ακόμα μιλούσαν κρυφά τα γιούφτικα, με αυτήν τη γλώσσα πορεύονταν από γενιά σε γενιά. Βουλγάρικα ήτανε στην πραγματικότητα. Όλοι μιλούσαν τα γιούφτικα, αλλά η γλώσσα της εκκλησίας καθόριζε τι ήταν ο καθένας μας. Όσοι πήγαιναν στο σχολείο επί Τουρκοκρατίας, Ελληνικά μάθαιναν γιατί αυτή ήταν η γλώσσα του Ευαγγελίου, έτσι κι εμείς αισθανόμασταν πάντα Έλληνες. Στην κοινότητα, υψώθηκε η ελληνική σημαία, τα σινάφια άλλαξαν στα ελληνικά τις πινακίδες στα μαγαζιά τους, οι αστυνόμοι τριγύριζαν στις γειτονιές επιβλέποντας παντού την κατάσταση, μήπως τους είχε ξεφύγει κάτι.

  Τώρα βέβαια, με το δίκιο σας, θα με ρωτήσετε ποιοι ήταν εκείνοι, οι δικοί μας που σκότωσαν του αφελείς που νόμιζαν ότι το σπίτι τους θα το προστάτευαν οι γείτονές τους. Την αλήθεια θα σας πω, κανένας μας δεν τους είδε. Άλλοι έλεγαν ότι ήταν από κάποιους εντόπιους, που έχοντας υποστεί τον ξεφτιλισμό των Βουλγάρων ή το βάρος των ατέλειωτων χρόνων της Τουρκικής σκλαβιάς ξέσπασαν πάνω σε αυτούς τους άμοιρους ανθρώπους, που καμιά σχέση δεν είχαν με ότι γινόταν γύρω τους. Άλλοι είπαν ότι ήταν οι Θρακιώτες, που διωγμένοι κι αυτοί κακήν κακώς από τα δικά τους μέρη με το ξέσπασμα του πολέμου, ζήτησαν εκδίκηση. Ποιος ξέρει;

  Έγιναν φοβερά πράγματα τότε. Πάντα στον πόλεμο γίνονται ντροπιαστικά, που τα κρύβουν ενώ τα λίγα ηρωικά τα ξεχειλώνουν. Μακάρι να μην ήξερα ούτε από εκείνα ούτε από τα άλλα. Μα έτσι τα έγραφε η Ιστορία ότι έπρεπε να γίνουν, όπως κι έγιναν τελικά.”

  Ο Τζιότζιος χαλάρωσε στην καρέκλα του και πάλι, δίνοντας το σήμα ότι η αφήγηση του είχε τελειώσει. Κανένας δεν μίλησε αυτή τη φορά, μια βουβαμάρα σκέπασε όλο τον χώρο μέχρι που σηκώθηκε απ την καρέκλα του ο Κογκαλίδης. Αυτός ήταν ένας από τους πρώτους πρόσφυγες, παιδί ακόμα, που έφτασαν στο χωριό, πριν το 22. Η οικογένεια του βρήκε ένα εγκαταλειμμένο σπίτι, εκεί στη γειτονιά που σταμάτησε το πρωί το αυτοκίνητο με τους Τούρκους, και το κατέλαβε. Όλοι τους καλοδέχθηκαν, σίγουρα προσπαθούσαν να ξορκίσουν εκείνη τη τραγική βραδιά, που αδυνατούσε η μνήμη τους να διαγράψει. Την ιστορία πρώτη φορά την άκουγε μα κάτι επιπλέον πέρασε από το μυαλό του. Χαιρέτησε βιαστικά κι έφυγε για το σπίτι του.

  Την άλλη μέρα, ξύπνησε από τα χαράματα, στην πραγματικότητα ο ύπνος δεν τον είχε πιάσει διόλου όλη τη νύχτα. Έβγαλε το κασμά και το φτυάρι από την αποθήκη. Το δικό του σπίτι έψαχναν οι Τούρκοι. Από χρόνια σκόνταφτε σε εκείνη την πλάκα, μέσα από την εξώθυρα του σπιτιού. Ήταν ελαφριά ανασηκωμένη, ελάχιστα, ίσα που φανέρωνε ότι κάποιος την είχε βγάλει για κάποιο λόγο και την τοποθέτησε και πάλι αλλά το κουσούρι του μερεμετιού έμεινε. Άρχισε να την κτυπά με τον κασμά, έφερε και το καλέμι με τη βαριοπούλα, σήκωσε τη γειτονιά στο πόδι, η νύφη του ξύπνησε και αυτή, προσπάθησε να καταλάβει τι γινόταν, ζήτησε να περιμένουν τον άντρα της να γυρίσει απ΄ τα χωράφια το βράδυ, αυτός της έλεγε μόνο να προσέχει να μην μπει κανένας στο σπίτι τους. Η βαριά πέτρινη πλάκα χαλάρωσε, έβαλε όση δύναμη του απέμεινε μέχρι που την τράβηξε στα πλάγια. Η νύφη του μια κοίταζε να μην μπει καμιά γειτόνισσα και μια τον πεθερό της, που θαρρείς ότι ψηνόταν ολόκληρος στον πυρετό. Το χώμα φάνηκε από κάτω. Με το φτυάρι, άρχισε να σκάβει και να αδειάζει το χώμα. Σε λίγο, το σίδερο σκόνταψε σε κάτι. Έπιασε και πάλι το καλέμι, γονάτισε και άρχισε να ξύνει μ΄ αυτό το χώμα ολόγυρα. Ένα ξύλινο κουτί, σάπιο σχεδόν, μικρό με φιλντισένια στολίδια, φάνηκε. Στα χέρια του διαλύθηκε. Τρεις χρυσές λίρες Αγγλίας όλες και όλες κρύβονταν εκεί. Δεν ήταν απ΄ τους τυχερούς. Μα πώς μπορούσε να γίνει διαφορετικά; Φτωχοί άνθρωποι ήταν όσοι κατοικούσαν στο χωριό τους, ξωμάχοι της γης, όλοι τους. Είτε Έλληνες είτε Τούρκοι είτε Βούλγαροι, ο ένας μοίραζε τη φτώχεια του με τον άλλο μέχρι που στο γύρισμα του αιώνα, οι Μεγάλοι  αποφάσισαν ότι ο καθένας έπρεπε να πάρει τον δικό του δρόμο και να κλειστεί στα δικά του σύνορα. Τα σύνορα που χαράχτηκαν έπρεπε να διαγράψουν απ΄ τη μνήμη των ανθρώπων εκείνα που τους ένωναν και να μείνουν εκείνα που τους χώριζαν. Μάθαμε να μισούμε, τους έμαθαν να μας μισούν, μέχρι την ημέρα που ως Λαοί θα σταθούμε στα πόδια μας, ικανοί να μην φοβόμαστε την ίδια την ύπαρξη μας.

20-2-2019

Αυτό είναι ένα διήγημά μου, το οποίο έγραψα πριν από λίγα χρόνια και τώρα έφτασε ο χρόνος για τη δημοσίευσή του.  

14 σχόλια:

  1. Πολύ δυνατή ιστορία! Δυστυχώς αυτή είναι η μοίρα των λαών, των απλών ανθρώπων, να υπομένουν τον διωγμό και το ξερίζωμα κάθε φορά που αλλάζουν οι νικητές. Ειδικά ο πληθυσμός στις παραμεθόριες περιοχές έχει υποστεί πολλά δεινά και παρόμοιες ιστορίες διηγούνται ακόμα οι γεροντότεροι στα καφενεία. Το κείμενό σου είναι πολύ καλογραμμένο και ιδιαίτερα επιμελημένο. Το χάρηκα πραγματικά.
    Να είσαι καλά με υγεία και δυνατές εμπνεύσεις τον νέο χρόνο και να συνεχίσεις να κάνεις ό,τι αγαπάς.
    Καλή Χρονιά Βασίλη!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Η μοίρα των λαών γράφεται συνήθως πέρα από τις βουλές του...
      Ευχαριστώ για τις ευχές Μαρία και αντεύχομαι ένα καλό 2025, με υγεία, δύναμη ενάντια σε κάθε δυσκολία και κάθε χαρά στο σπίτι σας!!

      Διαγραφή
  2. Βασίλη μου, με διήγημα επέλεξες να ξεκινήσεις το '25 και μάλιστα με δυνατό μήνυμα. Καλογραμμένη ιστορία, νόμιζες ότι είμαστε και εμείς στο καφενείο και την ακούγαμε.
    Ας ελπίσουμε ότι το '25 θα είναι μια ειρηνική χρονιά. Να μη χαθούν άλλοι άνθρωποι, να μη ξεριζωθούν άλλες ζωές, να μην δούμε να συμβαίνουν όλα τα φοβερά που συνοδεύουν πάντα τον πόλεμο.
    Ας ευχηθούμε και ας προσευχηθούμε, οι λαοί, όλοι οι λαοί, να κατανοήσουν τη δύναμη τους και να διεκδικήσουν τη ζωή που τους αξίζει! Μια ζωή, με ειρήνη, με ευημερία, με αξιοπρέπεια, χωρίς φόβο!
    Καλή χρονιά, με υγεία, ειρήνη, δύναμη.
    Κάθε καλό για σένα και την οικογένεια σου εύχομαι!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Χαίρομαι που σου άρεσε η μικρή μου ιστορία Μαρίνα! Κι εύχομαι κι εγώ μαζί σου για ένα πιο ειρηνικό 2025!

      Διαγραφή
  3. "Πάντα στον πόλεμο γίνονται ντροπιαστικά, που τα κρύβουν, ενώ τα λίγα ηρωικά τα ξεχειλώνουν", κι αυτό είναι μόνο ένα από τα πολλά σοφά πορίσματα που διάβασα στο κείμενό σου, Βασίλη μου! Η δε περιγραφή, ολοζώντανη, με μετέφερε στην εκεί χρονική "στιγμή", τύφλα να 'χει η τεχνητή νοημοσύνη! Την καλημέρα μου και καλό σ/κ 🌹

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Δυστυχώς η αντικειμενικότητα ης ιστορίας χάνεται στο βωμό της αναζήτησης ενός εθνικού μεγαλείου, αχρείαστου κατά την άποψη μου. Οι Λαοί υπάρχουν με τα καλά και τα άσχημα τους, και τίποτε δεν πρέπει να διαστρεβλώνεται.
      Την Καλημέρα μου, Πέτρα!

      Διαγραφή
  4. Μάθαμε να μισούμε, τους έμαθαν ναμας μισούν αλλά δεν πιστεύω ποτέ οτι οι λαοί θα σταθούν στα πόδια τους και δεν θα φοβούνται. Δεν θα το επιτρέψουν εκείνοι που θέλουν να θυμόμαστε όσα μας χωρίζουν. Έτσι πιστεύω.
    Ωραία ιστορία, η γλώσσα όλο ζωντάνια. Σαν να ήμουν κι εγώ στον καφενέ να ακούω τις ιστορίες. Ο ξεριζωμός είναι φοβερός για τους ανθρώπους τους απλούς που ζουν κοντά στα σύνορα. Αλλά και πάλι έχουν ζήσει τόσα οι κατακτημένοι!! Ο πόλεμος αμείλικτος για τους ηττημένους.
    Καλημέρα Βασίλη Καλή χρονιά να έχουμε και πάντα δημιουργικός

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καταλαβαίνω τις αντιρρήσεις σου Άννα και φοβάμαι ότι έχεις δίκιο. Ναι ο λαός μας υπέφερε κατά την μακροχρόνια σκλαβιά του, άλλοι ξεριζώθηκαν από τις πατρίδες τους αλλά εμείς οφείλουμε να ονειρευόμαστε έναν καλύτερο κόσμο!
      Καλή και δημιουργική χρονιά να έχεις!

      Διαγραφή
  5. Βασίλη, φίλε μου αγαπητέ, είμαι περήφανος για σένα, την πνευματικότητα αλλά και τις απόψεις και τη στάση ζωής, που κρατάς και βγάζεις με τούτο σου το εξαίρετο διήγημα.
    Οι λαοί είναι ίδιοι κάτω απ' τον ήλιο και πάνω απ' το χώμα της γης. Το έλεγε εκείνα τα χρόνια ο Κώστας Βάρναλης στην ποίησή του αλλά τον κυνήγησαν σαν "άπατρι". Το δηλητήριο του εθνικισμού καλά βασιλεύει υπηρετώντας το διάφορο των αφεντάδων, Βασίλη μου.
    Και το πέρασμα κάθε ηρωικής εποχής έχει πίσω της εγκλήματα και οδύνες, που παραμένουν καλά κρυμμένες στις καρδιές των αθώων ανθρώπων.
    Μπράβο φίλε μου για την τόλμη σου και την καθάρια σκέψη σου.
    Καλή χρονιά να έχεις με την καρδιά μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Τις επιθυμίες και τους σχεδιασμούς των ισχυρών την πληρώνουν πάντα οι λαοί. Βέβαια ένα τέτοιο μεγάλο μπέρδεμα έγινε κι όταν άρχισαν να δημιουργούνται τα εθνικά κράτη στα Βαλκάνια. Το βλέπουμε ακόμα να γίνεται σε περιοχές όπου οι εθνοτικές διαμάχες δεν έχουν πει τον τελευταίο λόγο, π.χ. Κόσοβο. Οφείλουμε να μην εξωραΐζουμε την ιστορία, αντίθετα πρέπει αν διδασκόμαστε κυρίως από τις άσχημες στιγμές της.
      Καλή Χρονιά, φίλε μου!

      Διαγραφή
  6. Μού θύμισε τα κείμενα της Διδούς Σωτηρίου. Πολύ δυνατή η περιγραφή σου και ανάγλυφα περιγράφεις τους ήρωες και τις σκληρές συνθήκες εκείνης της εποχής. Επίκεντρο ο Άνθρωπος και ο πόνος του ξεριζωμού. Ό,τι πιο επίκαιρο και καίριο θα μπορούσες να γράψεις γι' αυτήν ακριβώς τη χρονική περίοδο που διανύουμε.
    Τις ευχές μου για τη γιορτή σου και τη νέα χρονιά, Βασίλη! Και συγχαρητήρια γι αυτό που διαβάσαμε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σίγουρα με όσα γίνονται γύρω μας, με ξεριζωμούς ανθρώπων από την πατρώα τους γη, με τη βία του πολέμου που όλο και γίνεται πιο άγρια, με το μίσος που κάποιοι επιδέξια καλλιεργούν στους Λαούς, ίσως κάτι τέτοιες ιστορίες να διδάσκουν κάτι.
      Δεν είμαι αισιόδοξος, οι Λαοί ξεχνούν εύκολα και επαναλαμβάνουν τα ίδια λάθη με μεγαλύτερη ένταση.
      Καλή Χρονιά αν έχουμε , Μαρία!

      Διαγραφή
  7. Με συγκίνηση διάβασα την ιστορία σου Βασίλη! Σαν να ήμουν παρούσα! Εγγονή προσφύγων βίωσα τη μνήμη του πόνου της ΄¨ χαμένης πατρίδας¨ και την ελπίδα της γιαγιάς που μέχρι τα βαθιά γεράματα πίστευε πως μια μέρα θα αξιωνόταν, έστω σαν προσκύνημα, να γυρίσει στην πατρίδα. Έτσι την αποκαλούσε πάντα! Η γιαγιά ¨έφυγε¨ στα 90, τις μαρτυρίες όμως τις κουβαλώ στη μνήμη μου και τις διηγούμαι στα παιδιά και τα εγγόνια. Έτσι απλά για να ξέρουν τη ρίζα μου. Το χωριό που εγκαταστάθηκαν ήταν αμιγώς Βουλγάρικο και τα χρόνια μέχρι την ανταλλαγή πέρασαν πολύ δύσκολα. (ο παππούς μάλιστα πέθανε από κακομεταχείριση Βούλγαρου επιστάτη) Δεν ξέρω, αλλά η ισορροπία ανάμεσα στους δυο λαούς είναι πολύ εύθραυστη. Καθοδηγούμενη, δυστυχώς, από φανατισμό και συμφέροντα.
    Ένα ιδιαίτερο διήγημα με μια χαρισματική γραφή όπου η αφήγηση καθηλώνει τον αναγνώστη! Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρω πως στάθηκες με ιδιαίτερο σεβασμό στα ανθρώπινα πάθη και των δύο λαών! Συγχαρητήρια Βασίλη!
    Καλή δημιουργική χρονιά σου εύχομαι!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Χαίρομαι που μπόρεσε το διήγημά μου να σε αγγίξει, έστω ανασύροντας από την μνήμη δύσκολες στιγμές της οικογένειας σου. Δυστυχώς αυτά έγιναν, ήταν η εποχή που τα Βαλκάνια ήθελαν να φτιάξουν εθνικά κράτη και η μόνη "λύση" ήταν η βίαια απομάκρυνση των ανθρώπων από τις προγονικές του εστίες. Όλοι οι γύρω λαοί υπέφεραν κι αυτό ήθελα να τονίσω εδώ. Οι Λαοί ενάντια στις βουλές της ιστορίας ( ή των ανθρώπων).
      Καλή Χρονιά Αννίκα!

      Διαγραφή

Όλα τα σχόλια σας με χαροποιούν και τυγχάνουν απάντησης.

ΕΝΑ ΝΗΣΙ της Karen Jennings

  Το μυθιστόρημα ΕΝΑ ΝΗΣΙ , της Νοτιοαφρικανής συγγραφέας, Karen Jennings ,  διαπραγματεύεται με απλό και αβίαστο τρόπο θέματα όπως είναι η ...