Σάββατο 19 Ιουνίου 2021

Ελβετία...εντυπώσεις! (μέρος 2ον)

 Ζυρίχη

  Η μεγαλύτερη πόλη της Ελβετίας είναι κτισμένη ανάμεσα στον ποταμό Limmat, ο οποίο εκβάλει στην ομώνυμη λίμνη της Ζυρίχης. Κι εδώ συναντάς την ίδια εικόνα, όπως σε όλη την Ελβετία, της καθαριότητας, της τάξης, του σεβασμού του πεζού και της διατήρησης της εικόνας που παραπέμπει στην ιστορικότητα της πόλης. Τα παλιά ή ιστορικά κτίσματα κατά κάποιον τρόπο δένουν αρμονικά μεταξύ τους, μα το κυριότερο είναι ότι έχεις την αίσθηση ότι η πόλη σε αφήνει να αναπνεύσεις. Κάναμε μια βόλτα στην οδό Bahnhofstrasse με τα πολυτελή καταστήματά της και τις ακριβές φίρμες, ανεβήκαμε στον λόφο του Lindenhof για μια καλύτερη εικόνα της πόλης, περάσαμε από τον Άγιο Πέτρο, διασχίσαμε τους πλακόστρωτους πεζόδρομους της για να καταλήξουμε δίπλα στο ποτάμι, διασχίσαμε μια από τις πολλές γέφυρες για να περάσουμε στην αντίπερα όχθη κι από εκεί περπατώντας χαλαρά βγήκαμε στην ανοιχτωσιά της λίμνης. Ας απολαύσουμε όμως το κέντρο της πόλης, μέσα από το παρακάτω φωτογραφικό οδοιπορικό.

Θέα από το Lindenhof. Το κτίσμα με τους δίδυμους πύργους
είναι ο προτεσταντικός Ναός του Grossmünster. Εδώ δίδασκε ο μεταρρυθμιστής
Σβίγγλιος, ο οποίος ουσιαστικά εισήγαγε τον Προτεσταντισμό στο καντόνι της Ζυρίχης.

Zurich
Θέα της πόλης από το ποτάμι. Ο πρώτος πύργος είναι ο Ναός Fraumunster 
και ο δεύτερος του Αγίου Πέτρου. Και οι δύο προτεσταντικοί ναοί.


Άποψη από την μια γέφυρα προς την άλλη. με κατεύθυνση προς τη λίμνη.

Zurich
Θέα προς την λίμνη. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη και έτσι χιλιάδες κάτοικοι 
της πόλης βρήκαν την ευκαιρία για μια βόλτα στον ατελείωτο πεζόδρομο, 
που την διατρέχει περιμετρικά. Κανένας δεν φορά μάσκα, καθότι στην 
Ελβετία η μάσκα είναι υποχρεωτική μόνο όταν εισέρχεσαι σε κλειστούς χώρους. 

Zurich
Ο πύργος του Αγίου Πέτρου με το μεγαλύτερο σε διάμετρο 
ρολόι της Ευρώπης.

Zurich
Η πλατεία δίπλα στον Ναό Fraumunster. Εντύπωση μου έκαναν 
οι δεκάδες καρέκλες που υπήρχαν για να ξεκουράζεται ο κόσμος 
και να απολαμβάνει τον ήλιο.

Zurich
Στην ακριβότερη οδό της Ζυρίχης, την  Bahnhofstrasse. Ο αστικός μύθος υποστηρίζει ότι από κάτω της βρίσκονται τα τεράστια χρηματοκιβώτια 
της Ελβετίας.  Ουρά έξω από τα Louis Vuitton για να μπουν 
και να ψωνίσουν. Ο πλούτος είναι εμφανής.

Appenzell

  To Appenzell είναι μια ορεινή, τουριστική κωμόπολη στα ανατολικά της Ελβετίας. Δέχεται χιλιάδες επισκέπτες κάθε χρόνο, μιας από εδώ ξεκινούν πολλές πεζοπορικές διαδρομές (αγαπημένο σπορ των Ελβετών) αλλά και για να θαυμάσουν την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική της περιοχής. Εδώ παράγεται και το περίφημο τυρί Apenzeller, με την άσχημη μυρωδιά αλλά την υπέροχη γεύση. Μερικές φωτογραφίες από την περιοχή. 
Appenzell
 Ένα από τα πολλά γραφικά σοκάκια του Appenzell

Appenzell
Σε κεντρικό σημείο του Appenzell βρίσκεται το νεκροταφείο. Αποτελεί κι αυτό ένα αξιοθέατο, καθώς διακρίνεται από τη μια για την απλότητα του και από την
άλλη για το εξαίσιο στόλισμα των τάφων με λουλούδια, όλα σε
άριστη κατάσταση. Εντυπωσιακό ότι δεν υπήρχε ούτε ένας παραμελημένος τάφος.

Appenzell
Μία σειρά οικημάτων, ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής αισθητικής, χάρις στον 
διάκοσμο τους. Επιπλέον ιδιαιτερότητα της περιοχής, οι δίρριχτες, 
καμπυλωτές στέγες, όπως φαίνεται η δεύτερη κατοικία στην φωτογραφία.

Appenzell
Και μία επιπλέον φωτογραφία με τις διακοσμημένες κατοικίες του Appenzell.

Rorschach

  Το Rorchach είναι μια παραλίμνια, τουριστική κωμόπολη της βοριοανατολικής Ελβετίας. Βρέχεται από την λίμνη Κωνστάντζα, όπως πολλές άλλες κωμοπόλεις της περιοχής. Αυτό που την χαρακτηρίζει κατά την άποψη μου είναι ο ατελείωτος πεζόδρομος κατά μήκος της παραλίας, με πάμπολλους χώρους αναψυχής, που διακόπτονται μόνο από τις αποβάθρες των πλοιαρίων που κάνουν τις διαδρομές στην λίμνη συνδέοντας την Ελβετία με την Γερμανία και την Αυστρία. Χιλιάδες εποχούμενοι έρχονται εδώ σε κάθε ευκαιρία για να περπατήσουν ή να ποδηλατήσουν ή να χαρούν την λιακάδα δίπλα στην λίμνη ή να πιούν απλά ένα ποτό ή και να κάνουν μια βουτιά αν ο καιρός το επιτρέπει. Σε όλη την παραλία, πολλών χιλιομέτρων δεν θα βρεις ούτε ένα σκουπιδάκι, δίχως να βλέπεις πουθενά κάποιον οδοκαθαριστή. Απλώς είναι μια κατάκτηση των κατοίκων (ανεξαρτήτως καταγωγής), ο σεβασμός του δημόσιου χώρου. 
Rorschach
Άποψη προς την λίμνη

Rorschach
Δημοτικό αναψυκτήριο και καμπίνες για τους λουόμενους. Υπάρχουν
εσωτερικές σκάλες που κατεβαίνουν ως το νερό για κολύμπι. Αν και
η θερμοκρασία την ημέρα της επίσκεψης μας ήταν γύρω στους 17 βαθμούς,
αρκετά παιδιά κολυμπούσαν εκεί. 

Rorschach
Άποψη προς την κωμόπολη.

Rorschach
Το λιμανάκι του Rorschach

(συνεχίζεται...)

 




Τρίτη 15 Ιουνίου 2021

Ελβετία...εντυπώσεις! (μέρος 1ον)

Zurich
Ζυρίχη, φαίνεται το περίφημο ρολόι
του προτεσταντικού Ναού
του Αγίου Πέτρου. Είναι το μεγαλύτερο
 στην Ευρώπη, με διάμετρο 8,7 μ
.
  Πρόσφατα είχα την ευκαιρία να επισκεφτώ την Ελβετία, φιλοξενούμενος για λίγες μέρες και έτσι να μπορέσω να γνωρίσω αρκετές πτυχές της πλούσιας αυτής χώρας, της κεντρικής Ευρώπης. Μια χώρα που η ουδετερότητά της, της έχει χαρίσει 200 χρόνια ειρήνης, με τις ισχυρές τράπεζες της, όπου φυλάσσεται μεγάλο μέρος της παγκόσμιας ρευστότητας (νόμιμης και κρυφής), με το απίστευτο σιδηροδρομικό της δίκτυο, που φτάνει - στην κυριολεξία - παντού, με τις όμορφες εικόνες των καταπράσινων λιβαδιών και των πολλών λιμνών, με την ανεπτυγμένη κτηνοτροφία και την άνθηση του τουρισμού της  κλπ κλπ. Σε αυτή την εγγραφή μου θα περιοριστώ σε κάποια μόνο από αυτά που μου έκαναν εντύπωση, από την δική μου σκοπιά. 
Παλιά πόλη του Sankt Gallen
 Το Sankt Gallen είναι το σημαντικότερο οικονομικό κέντρο  της ανατολικής Ελβετίας. Πόλη με 80.000 κατοίκους περίπου, παρουσιάζει ιδιαίτερη τουριστική κίνηση εξαιτίας της παλιάς της πόλης που διατηρείται αναλλοίωτη όπως τον 18ο αιώνα, τότε που άκμασε λόγω της ανάπτυξης της κλωστοϋφαντουργίας σε αυτήν και του συγκροτήματος του Αββαείου του Αγίου Γάλλου, που η σημερινή του μορφή χρονολογείται από το 1750 περίπου, όπως βέβαια και από την Βιβλιοθήκη της, ίσως η παλιότερη σωζόμενη της Ευρώπης, από το 720 μ.Χ.
Sankt Gallen
Άποψη του ιστορικού κέντρου από ψηλά, με το πράσινο να το περιστοιχίζει.

Το ιστορικό κέντρο είναι όλο πεζοδρομημένο, με πολλά καταστήματα όλων των ειδών, σε όλους τους δρόμους του, με τα παραδοσιακά του κτίσματα άριστα διατηρημένα, καθαριότητα η οποία επιτυγχάνεται αβίαστα από τους ίδιους τους κατοίκους αλλά και από τον τοπικό δήμο καθώς και την απόλυτη αίσθηση ότι τίποτε δεν είναι αφημένο στην τύχη του.
Sankt Gallen
Άποψη της πλατείας Gallusplatz

Στη συνέχεια θα παραθέσω κάποιες φωτογραφίες, με ιδιαίτερες αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες, που αξίζει ο επισκέπτης να προσέξει. 
Sankt Gallen

Sankt Gallen

Sankt Gallen

Sankt Gallen

Sankt Gallen

Sankt Gallen

Sankt Gallen

Και μια φωτογραφία από την καθημερινή κίνηση σε ένα από τους πεζόδρομους της πόλης (Marktgasse).
Sankt Gallen

Αββαείο του Αγίου Γάλλου
Το συγκρότημα αποτελείται από πολλά κτίσματα στα οποία πέρα από το Ιστορικό Μουσείο της πόλης, τον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Γάλλου και την περίφημη Βιβλιοθήκη, στεγάζονται και αρκετές δημόσιες υπηρεσίες. Ο αύλειος χώρος του αποτελεί σημείο αναψυχής για τους κατοίκους της πόλης, ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες, όπου γίνεται το περίφημο φεστιβάλ του Σανκτ Γκάλεν  ή από παρέες νέων ανθρώπων, που απολαμβάνουν την ηρεμία της περιοχής. 
Sankt_Gallen
Το διπλό Καμπαναριό του Καθεδρικού Ναού

Εσωτερικό του Αγίου Γάλλου, ο οποίο έδρασε στη περιοχή
 κατά τον 6ο αιώνα και η μνήμη του εορτάζεται στις 16 Οκτωβρίου (από Ρωμαιοκαθολικούς και Ορθόδοξους)

Sankt_Gallen
Είσοδος στη Βιβλιοθήκη με την ελληνική επιγραφή: ΨΥΧΉΣ ΙΑΤΡΕΙΟΝ. 
Η βιβλιοθήκη έχει διασώσει πολλά έργα των αρχαίων Ελλήνων,
τα οποία μεταφράστηκαν στα Λατινικά. Μέσα είναι εντυπωσιακή, με τις βαριές, καλά προστατευμένες ξύλινες προθήκες γεμάτες σπάνια χειρόγραφα και βιβλία. Λεπτομέρεια: Για να προστατευτεί το ξύλινο δάπεδο από τους χιλιάδες επισκέπτες που δέχεται κάθε χρόνο, φοράς παντόφλες κάτω από τα παπούτσια σου, προτού εισέλθεις. Περιέργεια σου προκαλούν οι αιγυπτιακές μούμιες που εκτίθενται μαζί με μια τεράστια υδρόγειο σφαίρα.

Sankt_Gallen
Τμήμα του αύλειου χώρου με παρέες παρέες νεαρών να απολαμβάνουν
τη συζήτησή τους στην απογευματινή ηρεμία της περιοχής.

Μετακινήσεις
 Μέσα στις πόλεις τους, δεν υπάρχει το κυκλοφοριακό κουμφούζιο, στο οποίο είμαστε εμείς συνηθισμένοι. Ελάχιστα αυτοκίνητα θα περάσουν από το κέντρο, οι διαβάσεις πεζών (με έντονη κίτρινη διαγράμμιση) είναι ιερές για όλους, τόσο που περνάς δίχως να ελέγξεις αν έρχεται αυτοκίνητο. Απλώς περνάς. Αν έρχεται αυτοκίνητο εκείνο σταματά πολύ πιο πριν. Γενικά οι Ελβετοί διακρίνονται για την ηρεμία τους, δεν βιάζονται, όλα όμως γίνονται στον χρόνο τους. Κορνάρισμα δεν ακούγεται πουθενά. Βέβαια η εικόνα αυτή αλλάζει όταν βγεις στους κεντρικούς αυτοκινητόδρομους, όπου υπάρχει κίνηση, σε άριστους δρόμους όμως από κάθε πλευρά και με απόλυτη τήρηση του ΚΟΚ.
  Τα κύρια μεταφορικά τους μέσα είναι το τρένο, ηλεκτροκίνητο, το οποίο φτάνει όμως παντού, ακόμα και στα πιο ορεινά χωριά. Το τραμ και τα λεωφορεία εντός του αστικού ιστού και το ποδήλατο. Ειδικά για το τελευταίο θα δείτε ποδήλατα κάθε τύπου, ηλεκτροκίνητα, mountain, πόλης να κυκλοφορούν παντού, ακόμα και με ειδικά διαμορφωμένα τρέιλερ όπου σέρνουν τα παιδιά τους. Αντίθετα τα μηχανάκια είναι σχεδόν ανύπαρκτα. Το γεγονός αποκτά ιδιαίτερη αξία αν αναλογιστούμε ότι η Ελβετία είναι μια ορεινή χώρα και οι πόλεις της κάθε άλλο από πεδινές είναι. Οι ανηφόρες και οι κατηφόρες βρίσκονται σε κάθε διαδρομή.
Switzerland_train
Τρένο, που περνά κατά μήκος της παραλιακής πόλης του
Rorschach (δίπλα στη λίμνη Κωνστάντζα)

Switzerland_train
Τουριστικά βαγόνια για διαδρομή στη γύρω περιοχή,
συνδυασμός λιμναίας κα ορεινής διαδρομής.

Switzerland_train
Ζυρίχη: Το τραμ δίπλα δίπλα με τα ποδήλατα.

(συνεχίζεται...)

Παρασκευή 28 Μαΐου 2021

Flashmob

 

  Flash mob.. Ανακάλυψα τον όρο στο YouTube, καθώς έβλεπα κάποια πολύ όμορφα και ευφάνταστα, απρόσμενα δρώμενα δρόμου. Έτσι θα τα έλεγα εγώ, αλλά ήδη ο ξενικός όρος έχει καθιερωθεί παντού, οπότε μένω κι εγώ σε αυτόν.

Σύμφωνα με την Βικιπαίδια, flashmob νοείται μια σύντομη εκδήλωση σε δημόσιο χώρο, από ομάδα ανθρώπων, που ξαφνικά εμφανίζονται από το πουθενά, και μετά το δρώμενο τους διαλύονται σαν να μην έχει συμβεί τίποτε. Επιτυχημένο θεωρείται αν φανεί αυθόρμητο και προκαλέσει την έκπληξη στους τυχόν θεατές τους. 

  Στο YouTube, κυκλοφορούν εκατοντάδες σχετικά βίντεο, άλλα πρόχειρα, άλλα που φαίνεται ότι από πίσω τους υπάρχουν πολλές ώρες πρόβας, άλλα όμορφα και άλλα αδιάφορα, από ερασιτέχνες ή επαγγελματίες καλλιτέχνες. Μάλιστα, τώρα τελευταία, την μόδας ήταν οι προτάσεις γάμου, με τρόπο που αφήνει σίγουρα άφωνη την υποψήφια νύφη. 

  Αλλά η σημερινή μου εγγραφή δεν χρειάζεται πολλά λόγια, καλύτερα είναι να σας παρουσιάσω κάποια από αυτά, που εμένα μου άρεσαν περισσότερο:

 Το πρώτο είναι από την Ottava του Καναδά, γίνεται με την ευκαιρία του τοπικού ελληνικού φεστιβάλ το 2011 και έχει θέμα το κλασσικό συρτάκι Zorbas.  Το ωραίο εδώ είναι ότι και οι "άσχετοι" θεατές, στο τέλος γίνονται συμμετέχοντες.


  Το δεύτερο είναι από το παλιό λιμάνι των Χανίων το 2014, όπου όλα φαίνονται φυσιολογικά, οι άνθρωποι πίνουν τον καφέ τους χαλαρά, όταν από το πουθενά ξεκινά ένας απίστευτος πεντοζάλης από όλον τον κόσμο. Προσέξτε την λεπτομέρεια του μικρού στην αρχή, που δίνει το σύνθημα με το νταούλι, για να ξεκινήσει όλο το δρώμενο. 


  Το τρίτο γίνεται στην Ισπανία 2012, στα πλαίσια του εορτασμού των 130 χρόνων από την ίδρυση της της τράπεζας Sabadell με τίτλο "είμαστε όλοι Sabatell". Συμμετέχουν η Συμφωνική Ορχήστρα Valles, τα μέλη της όπερας Amics και η ομάδα Coral Belles Arts. Το μουσικό κομμάτι είναι το γνωστό όλους μας: Η ωδή στη χαρά που μελοποίησε ο Μπετόβεν σε στίχους του Φρίντριχ Σίλερ.

   Το τέταρτο είναι από τη Βερόνα της Ιταλίας, του 2014, με τη συμμετοχή τοπικών συγκροτημάτων πάνω στο πολύ γνωστό: "Peter Gunn Theme" των Blues Brothers. Η πολύ μεγάλη οργάνωση είναι εμφανής αλλά εξίσου και το άριστο αποτέλεσμα.

  Αυτά λοιπόν είναι κάποια παραδείγματα, ενός πολύ όμορφου δρώμενου, που το συναντάμε σε όλον τον κόσμο. Μου έκαναν εντύπωση στα σχόλια που διάβασα, κάτω από το τρίτο βίντεο (μπορείτε να τα δείτε κι εσείς), όπου πολύς κόσμος νοσταλγεί τις ημέρες εκείνες που μπορούσε να κυκλοφορεί ελεύθερος στις πλατείες των πόλεων του και αν ήταν τυχερός να απολαύσει ένα τέτοιο δρώμενο. Άλλοι πάλι συγκινούνται διότι ήταν εκεί και άλλοι απλώς και μόνο με την απίστευτη αίσθηση που προσλαμβάνουν από την παρακολούθηση του βίντεο.

   Όπως κι εγώ, πιστεύω κι εσείς, βλέποντάς τα, θαυμάζω και τους συντελεστές τους αλλά και τον άνθρωπο που είναι ικανός να δημιουργεί πέρα από τα καθιερωμένα, που είναι ικανός να προωθεί τον πολιτισμό  του και να τον κάνει προσιτό στον καθένα, με τρόπο όμορφο, με τρόπο που τιμά τον ίδιο. Η δύναμη της ειρηνικής συνύπαρξης όλων μας είναι αυτή.





Παρασκευή 14 Μαΐου 2021

Το σπίτι της σιωπής του Ορχάν Παμούκ

Orhan_Pamuk
Orhan Pamuk
   Η ανάγνωση για δεύτερη φορά ενός μυθιστορήματος, αν και οι περισσότεροι δεν το κάνουμε συχνά, μπορεί να αποδειχθεί μια πράξη ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Ειδικά αν αυτή γίνει σε χρόνο, που να απέχει αρκετά από την πρώτη φορά. Αυτό συνέβη και σε μένα, με το βιβλίο του Ορχάν Παμούκ, "Το σπίτι της σιωπής" του μόνου Τούρκου συγγραφέα βραβευμένου με Νόμπελ.   
Πρώτα πρώτα γιατί με έφερε και πάλι κοντά στον Τουρκικό Λαό, μου θύμισε ότι κι αυτοί στην καθημερινότητά τους, λίγο πολύ, αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα με εμάς, έστω κι αν οι κυρίαρχες πολιτικές επιλογές της γειτονικής χώρας  μας δημιουργούν καθημερινά προβλήματα. Ο δεύτερος λόγος, είναι ο τρόπος που γράφει. Προσωπικά η γραφή του με αιχμαλωτίζει, με κάνει να ακολουθώ πειθήνια τους πρωταγωνιστές του, να πιάνομαι από τις κουβέντες τους ακόμα και τις φαινομενικά πιο ασήμαντες, να ακολουθώ αγόγγυστα την αργή ροή της ιστορίας που θέλει να μου διηγηθεί, διότι ο χρόνος έχει την δική του αξία και αυτό φροντίζει ο συγγραφέας να μου το κάνει ξεκάθαρο. Υπάρχουν συχνές επαναλήψεις γεγονότων και καταστάσεων ενώ οι νέες πληροφορίες προστίθενται αβίαστα. Κι όμως, οι αγωνίες των πρωταγωνιστών του, η απελπισία τους, η φαινομενική αδράνεια τους, τα όνειρά τους, όταν φανερώνονται, με κάνουν να συμπάσχω μαζί τους.

Orhan_Pamuk
  "Το σπίτι της σιωπής" είναι το δεύτερο μυθιστόρημα του Παμούκ, κυκλοφόρησε στην Τουρκία του 1983 και διαπραγματεύεται, μεταξύ των άλλων, ένα από τα πιο αγαπημένα θέματα του συγγραφέα, που είναι την πάλη της σύγχρονης Τουρκίας ανάμεσα στο ανατολίτικο παρελθόν της από τη μία και την προσπάθεια της από την άλλη να ενταχθεί πολιτισμικά στον δυτικό κόσμο.  Για να ακριβολογώ, την πάλη ανάμεσα στις δυνάμεις εκείνων που οραματίζεται μία Τουρκία ως μια σύγχρονη χώρα του Δυτικού κόσμου και εκείνων που αρνούνται να εγκαταλείψουν όσα κουβαλούν μαζί τους από τα χρόνια της ένδοξης Οθωμανικής περιόδου. Κι αν αυτή η διαμάχη ήταν ξεκάθαρη όταν πρωτοκυκλοφόρησε το βιβλίο του, σήμερα μετά από δεκαοχτώ χρόνια Ερντογανικής εξουσίας, δεν ξέρω καν πόσες δυνάμεις έχουν απομείνει σε εκείνους που πιστεύουν στο όραμα της Δύσης. Ο ίδιος ο συγγραφέας επιλέγοντας να ζει στην Κωνσταντινούπολη, την αγαπημένη του πόλη, σιωπά. Όχι αδίκως, αν σκεφτείς την μοίρα όλων εκείνων που τόλμησαν να αντιταχθούν στην ισλαμιστική στροφή που έχει επιφέρει ο πρόεδρος της στην γείτονα και τα μεγαλοϊδεατικά του οράματα. Και να μην ξεχνάμε βέβαια ότι στην Τουρκία, υπάρχει μια ιδιότυπη δικτατορία, η οποία παλαιότερα ελεγχόταν από τις δυνάμεις του βαθέως Κεμαλικού κράτους αλλά σήμερα ελέγχεται πλήρως από τις δυνάμεις που υποστηρίζουν τον νυν πρόεδρο. 

    Η ιστορία εξελίσσεται στο Τσενέχτισαρ, ένα ταχέως αναπτυσσόμενο προάστιο της Κωνσταντινούπολης, όπου μέρα με την μέρα, σηκώνονται πολυτελείς οικοδομές για να φιλοξενήσουν τους πλούσιους αστούς της Πόλης, αλλάζοντας όλη την γεωμορφολογία της περιοχής. Το παλιό, ξύλινο σπίτι, άλλοτε αρχοντικό, στο οποίο κατοικεί η γιαγιά Φατμά με τον πιστό της υπηρέτη, τον Ρετζέπ, στέκει ακόμα παρά τη φθορά του χρόνου και ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την εικόνα του πολύ επιδέξια, για να δείξει την επιμονή της ιδιοκτήτριας του, να μένει δέσμια του δικού της παρελθόντος. 
"Τα ξύλα του ξεβαμμένα, ο κισσός από τον πλαϊνό τοίχο έχει περάσει στην πρόσοψη, η σκιά της συκιάς πέφτει στα κλειστά παντζούρια της γιαγιάς, τα σιδερένια κάγκελα, στα παράθυρα του κάτω πατώματος έχουν σκουριάσει. ... Θυμήθηκα το γεμάτο σκόνη φως που τρύπωνε στο σπίτι από τα παντζούρια, τη μυρωδιά της μούχλας..."
 
 Τον Ρετζέπ, η Φατμά τον καλεί με το όνομά του αλλά γι΄ αυτήν πάντα θα είναι ο Τζουτζές της, με όλη την υποτιμητική σημασία της λέξης (τζουτζές: νάνος, γελωτοποιός). Αυτό που την συνδέει επιπλέον με τον Ρετζέπ, είναι ότι είναι νόθος γιος του μακαρίτη του άντρα της. Η Φατμά, όλη την ημέρα κάθεται στο δωμάτιο της, το βράδυ δεν κοιμάται παρά μόνο την αυγή, χαμένη στις σκέψεις της και τις μνήμες της άχαρης ζωής της. Μόνη της συντροφιά ο Τζουτζές της, τον οποίο μισεί, και αυτό το μίσος μεγαλώνει μέρα με την μέρα όσο αισθάνεται την όλο και μεγαλύτερη εξάρτηση της από αυτόν. Ο μακαρίτης ο άντρας της, ο οραματιστής γιατρός, Σελάχαντιν, "σκότωσε" την προίκα της,  ώστε απερίσπαστος να συγγράψει την "σπουδαιότατη εγκυκλοπαίδεια του" η οποία θα άνοιγε τα μάτια του αμόρφωτου Λαού, θα τον έβγαζε από την απάθεια του και την αποδοχή της μοίρας του και θα τον έφερνε κοντά στην πρόοδο της Δύσης, την οποία θαύμαζε απεριόριστα. Από την άλλη, αυτός είχε παραδοθεί στη δική του μοίρα, μένοντας με μια γυναίκα με την οποία το μόνο που τον συνέδεε ήταν τα χρυσά κοσμήματα της, τα οποία τους συντηρούσαν, αρνούμενος να δουλέψει, αρνούμενος να ενταχθεί στην αληθινή κοινωνία που άλλαζε δραματικά μετά την επικράτηση του Κεμάλ, αιχμάλωτος ενός έργου το οποίο ποτέ δεν θα τελείωνε,  βυθισμένος στην λυτρωτική επίδραση του ποτού. Με τον θάνατο του, η Φατμά επιτέλους αισθάνθηκε λυτρωμένη από έναν μεγάλο βραχνά της ζωής της, η πρώτη της πράξη ήταν να κατέβη στο γραφείο-εργαστήριο του και να καταστρέψει κάθε χειρόγραφο της εγκυκλοπαίδειας του, που βρήκε. Έναν γιο είχαν μόνο, τον Ντογάν, ο οποίος πέθανε μη μπορώντας να αντέξει τον θάνατο της αγαπημένης του συζύγου.

  Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται την περίοδο πριν από την
Orhan_Pamuk
δικτατορία του Εβρέν (1980), όταν οι διαμάχη των αριστερών με τους ακροδεξιούς είχε εκτραχυνθεί, αφήνοντας δεκάδες νεκρούς καθημερινά πίσω της. Σε μια περίοδο λίγων ημερών μόνο, όταν αρχές του καλοκαιριού επισκέπτονται την γιαγιά Φατμά τα τρία εγγόνια της, για το ετήσιο μνημόσυνο των γονιών τους.  Ο μεγαλύτερος, ο Φαρούκ, ιστορικός, που όμως δεν βρίσκει κανένα ενδιαφέρον πια στην επιστήμη του, μπερδεμένος ανάμεσα στις δύο πολιτισμικές ταυτότητες του (Δυτικός και Οθωμανός) σε μια στιγμή λέει: "Παραδίδομαι επειδή δεν αντέχω να ζω με δύο ψυχές. Σου συμβαίνει αυτό καμιά φορά: είναι φορές που νομίζω ότι είμαι δύο άνθρωποι μαζί."  Χωρισμένος από την γυναίκα του, με μόνη του παρηγοριά το ποτό. Το ποτό ως γνωστό είναι απαγορευμένο στους Μουσουλμάνους, αλλά οι νεο-αστοί Τούρκοι, δεν τον ακολουθούν αυτόν τον κανόνα.
  Η Νιλγκιούν, φοιτήτρια της Κοινωνιολογίας, κομμουνίστρια, η οποία ακολουθεί ένα αυστηρό ημερήσιο πρόγραμμα απομόνωσης, σαν να μην την αφορά ο κόσμος του κοσμοπολίτικου θέρετρου που βρίσκεται. 
  Και ο μικρότερος, ο Μετίν, ο οποίος ονειρεύεται να βρεθεί στην Αμερική, όπου εκεί θα μπορέσει να ξεφύγει από τη μιζέρια και να φτιάξει τη χλιδάτη ζωή που ονειρεύεται. Πνίγεται κι αυτός (όπως ο παππούς του) απ΄ ότι του θυμίζει τις τουρκικές του ρίζες. Είναι ο μόνος όμως που τολμά, αν και μεθυσμένος, να ζητήσει από την γιαγιά του να δώσει την αγαπημένη της μονοκατοικία, ως αντιπαροχή για να πάρουν κι αυτοί τα διαμερίσματα που τους αναλογούν. Προσπαθεί να ενταχθεί στις παλιές παρέες του με τους γόνους των πλούσιων μεγαλοαστών, που όπως φαίνεται  ζουν άνευ ορίων τον εκδυτικοποιημένο τρόπο ζωής τους. Ο Μετίν προσπαθεί να φανεί "ισάξιος" τους, το διαβατήριο του είναι κάποιες χιλιάδες λίρες, που με πολύ κόπο δούλεψε το προηγούμενο διάστημα, αυτό όμως είναι ένα μυστικό του, που κανένας δεν πρέπει να μάθει.
  Στον αντίποδα του Μετίν, βρίσκεται ο Χασάν, ανιψιός του Ρετζέπ, ο οποίος είναι ενταγμένος στην ακροδεξιά παράταξη. Προσπαθεί ακόμα να αποδείξει την πίστη του στους τοπικούς ηγετίσκους, συγχέοντας την επιθυμία του να ξεφύγει από τη μιζέρια της δικής του οικογένειας, με την επιθυμία του πατέρα του- επίσης νόθος του Σελάχαντιν- να μορφωθεί,  και το όνειρό του μια μέρα να διαπρέψει( στην παράταξη, στην κοινωνία;) όλα είναι μπερδεμένα μέσα του. Και γίνονται ακόμα χειρότερα, όταν διαπιστώνει ότι οι παλιοί του φίλοι, τα εγγόνια της Φατμά, που μικροί έπαιζαν όλοι μαζί στην αυλή του σπιτιού τους, κάνουν ότι δεν τον γνωρίζουν. Αυτό, στο τέλος θα έχει τραγική κατάληξη και για τις δυο οικογένειες.

  Πιστεύω ότι ο κύριος χαρακτήρας του  μυθιστορήματος: Το Σπίτι της Σιωπής του Ορχάν Παμούκ, είναι η Φατμά και η δυστυχία που την ακολούθησε μετά τον γάμο που της επέβαλαν οι γονείς της, με τον γιατρό Σελάχαντιν. 

  Δεν μιλά, ποτέ δεν μιλούσε, ούτε στον άντρα της, ούτε όταν της ξόδεψε όλη την προίκα της, ούτε όταν εκείνος συνήψε σχέση με την παραδουλεύτρα τους. Ούτε και τώρα μιλά, παρά μόνο για να ζητήσει κάτι από τον Τζουτζέ της. Ακόμα και στα εγγόνια που ήλθαν να τη δουν και να κάνουν την προσευχή τους, όλοι μαζί, πάνω από τον τάφο των γονιών  τους, οι κουβέντες που ανταλλάσσει μαζί τους είναι μετρημένες. Αυτό που απουσιάζει από το σπίτι, μάλλον απουσίαζε πάντα, είναι το γέλιο, η χαρά, τα μικρά επιφωνήματα ευτυχίας, ακόμα και οι έντονες συζητήσεις ή οι οργισμένοι διαπληκτισμοί... είναι το σπίτι της Σιωπής. 
  Η Φατμά, δεν παύει για ούτε για μια στιγμή, να θυμάται με αγαλλίαση τα ευτυχισμένα παιδικά της χρόνια, με τις φίλες της και την επαφή της με τα βιβλία που εκείνες τις διάβαζαν αποσπάσματα. Οι περιπέτειες του Ροβινσώνα, "...όπου ένας Άγγλος ζούσε ολομόναχος σ΄ ένα ερημονήσι, επειδή είχε βυθιστεί το καράβι του, όχι δεν ήταν ολομόναχος, είχε και τον υπηρέτη του, που τον βρήκε έπειτα από χρόνια..." (ο παραλληλισμός με τη δική της κατάσταση είναι εμφανής)
"Στη ζωή, όταν τελειώσει το μοναδικό ταξίδι με την άμαξα, δεν μπορείς να το ξανακάνεις, αν όμως έχεις ένα βιβλίο, όσο μπερδεμένο κι ακατανόητο κι αν είναι, όταν τελειώσει για να συλλάβεις το ακατανόητο και για να καταλάβεις τη ζωή, αν θες, το πιάνεις απ΄ την αρχή και το ξαναδιαβάζεις, έτσι δεν είναι Φατμά;"

  Δυστυχώς την ζωή, όσο κι αν το επιθυμούν κάποιοι, δεν μπορείς να την πάρεις από την αρχή και πάλι. Είσαι υποχρεωμένος να τη ζήσεις, μέχρι το τέλος με όσα αυτή σου κληροδότησε. Άλλοι το αντέχουν, άλλοι χάνονται στα πάθη τους και άλλοι ψάχνουν για δρόμους διαφυγής. Κάθε ένας από τους ήρωες του μυθιστορήματος αυτού, ανήκει σε μία από τις πάνω κατηγορίες.   Τα υπόλοιπα ανήκουν στα γνωστά παιχνίδια της μοίρας, στο "κισμέτ " κατά την ανατολίτικη φιλοσοφία.


Τετάρτη 5 Μαΐου 2021

Η Αλιστράτη πολύ παλιά (1784)

 Οι αναγνωστικές βουτιές στο ιστορικό παρελθόν των τόπων, ιδιαίτερα των "δικών μου" τόπων,  ήταν κάτι που πάντα με γοήτευε. Είτε αυτές γίνονταν διαμέσου κάπου ιστορικού μυθιστορήματος, είτε με την ανάγνωση αμιγώς ιστορικών βιβλίων, είτε ακόμη και από τις γλαφυρές περιγραφές των περίφημων περιηγητών. Έτσι, όταν τυχαία έπεσα πάνω στο έργο του Γάλλου περιηγητή Esprit Maria Cousinery, Voyage dans la Macedoine (Ταξίδι στην Μακεδονία) του 1831, αισθάνθηκα την ανάγκη να κάνω μια σχετική εγγραφή.

Cousinery
  Ο E.M. Cousinery ήταν πρόξενος της Γαλλίας στη Θεσσαλονίκη, από το 1784 ως το 1817. Επίσης ήταν αρχαιολόγος και συλλέκτης νομισμάτων. Το 1784 περίπου, πραγματοποιεί ένα 8/μηνο ταξίδι σε όλη την  Μακεδονία. Το ταξίδι γίνεται θεωρητικά, για να διερευνήσει τις εμπορικές ευκαιρίες που μπορούν να υπάρξουν ανάμεσα στην Γαλλική Αυτοκρατορία και τις πλούσιες σε προϊόντα, αγροτικές περιοχές της Μακεδονίας. Βλέπουμε όμως ότι σε όλη τη διαδρομή του, ανάμεσα σε πόλεις, χωριουδάκια, κάμπους και βουνά, αυτό που αναζητά κυρίως είναι: τις περιοχές με ερείπια του Αρχαίου και Ρωμαϊκού παρελθόντος. Τις εντυπώσεις του τις δημοσιοποιεί στο παραπάνω δίτομο έργο, αρκετά χρόνια αργότερα (1831). Στην κατοχή του είχε αρκετές χιλιάδες αρχαίων νομισμάτων, που κατά την άποψη μου, τα αγόραζε έναντι ευτελούς τιμήματος, από τους αγρότες της περιοχής, πρακτική συνήθης την εποχή εκείνη και όχι μόνο. Το ταξίδι του στην Μακεδονική ενδοχώρα ασφαλώς θα του έδωσε την ευκαιρία, να βρει ή να αγοράσει πολλά από αυτά, κάποια τα απεικονίζει και μέσα στο εν λόγω έργο του. Πάντως, αν κάτι χαρακτηρίζει τα γραφόμενα του, είναι ο θαυμασμός του όχι μόνο για τα ερείπια του σπουδαίου παρελθόντος μας, αλλά και για τις ομορφιές που συνάντησε, καθώς και η συμπάθεια του για τους Έλληνες κατοίκους της Μακεδονίας. Ο Cousinery είχε νυμφευτεί Ελληνίδα και κατά την Ελληνική Επανάσταση τάχθηκε με το μέρος των Ελλήνων.

Στην εγγραφή μου αυτή, θα παρουσιάσω και στη συνέχεια θα σχολιάσω (τμηματικά), το σύντομο πέρασμα του E.M. Cousinery το 1784 από την Αλιστράτη, καθώς και τη διαδρομή του προς και από αυτήν. Στο τέλος της εγγραφής μου μπορείτε να βρείτε τον σύνδεσμο του χάρτη της περιοχής, σε μεγαλύτερη ανάλυση, για να παρατηρήσετε καλύτερα τα τοπολογικά στοιχεία που αναφέρονται.  Γράφει λοιπόν:

  "Περάσαμε τη νύχτα σε αυτό το χωριό του οποίου οι κάτοικοι, οι περισσότεροι Έλληνες μας φάνηκαν να είναι άνετοι και φιλόξενοι." 

( O Cousenery αναφέρεται στην Zilaova, όπου ο τοπικός αγάς είχε παραθεριστική κατοικία. Σύμφωνα με τον χάρτη που παραθέτει ο ίδιος, πρόκειται για κάποιο ορεινό χωριό, που βρίσκεται ανάμεσα στη Zigna και την Alistrati, σε απόσταση δύο ωρών πεζοπορίας περίπου και από την Ζίχνη και από την Αλιστράτη. Δύσκολο να προσδιοριστεί ποιο χωριό είναι, μιας και η Zilaova,  παραπέμπει  στην παλιά ονομασία της Ζίχνης: Ζηλιάχοβα. Είναι πιθανόν, να έχει κάνει κάποιο λάθος εδώ.

Τμήμα του χάρτη της Μακεδονίας, που παραθέτει ο Cousinery, με έτος
δημιουργίας το 1826.  Διακρίνεται η Αλιστράτη.

 "Την επόμενη μέρα, ακολουθήσαμε τις ίδιες πλαγιές και μετά από δύο ώρες περπατώντας ανατολικά, φτάσαμε στην περιοχή του Aghìo-Strati ή πιο λαϊκά, Ali - Strati, μια μικρή πόλη στην περιοχή Drame, που βρίσκεται στις βάσεις του όρους Cercine, όπου φτάσαμε μέσα από όμορφους αμπελώνες, Φυτείες με βαμβάκια, απέραντους ορυζώνες, μεγάλες φυτείες καπνού, αμπέλια διάσπαρτα με χωράφια με σιτάρι, που σχημάτιζαν το πιο ευχάριστο θέαμα μπροστά στα μάτια μας. Αυτή η πεδιάδα που επαίνεσαν οι Αθηναίοι*, λόγω των καρπών και των τριαντάφυλλων της, περιβάλλεται από βουνά που σχηματίζουν ένα οβάλ, περίπου εννέα λευγών** σε μήκος και μέγιστο πλάτος, τρεις λεύγες. Έχει διεύθυνση από τα νοτιοανατολικά προς τα βορειοδυτικά.

( 1. Παρατηρούμε ότι η Αλιστράτη, περιγράφεται ως μια μικρή πόλη της περιοχής της Δράμας. Αυτό δεν είναι παράξενο, όλοι γνωρίζουμε τους στενούς δεσμούς που διατηρεί το χωριό, ακόμα και σήμερα, με την περιοχή της Δράμας αλλά και ότι η Αλιστράτη, εντάχθηκε στο Νομό Σερρών, μετά την απελευθέρωση της περιοχής. (1913). 

2. Υπάρχουν τρεις ονομασίες για το χωριό: ALISTRATI στον χάρτη. Aghio-Strati -Άγιο-Στράτη, πιθανόν κάποια παλιά γραφή της περιοχής, άγνωστης εξήγησης. Πάντως δίπλα υπάρχει το Αγιο-χώρι, ίσως αυτά να συνδέονται με κάποιον τρόπο.  Ali-Strati, όπως κοινώς, είναι γνωστή πλέον, από στη εποχή του Cousinery.

3. Λέει ότι η Αλιστράτη είναι κτισμένη στην βάση (πρόποδες) του όρος Cercine (Κερκίνη) αν και στον χάρτη γράφει forêt de Cercine (δάσος Κερκίνης). Αυτό δεν είναι περίεργο αν δούμε ότι όλη η περιοχή επηρεάζεται από την λίμνη του Αχινού (Lac Takinos-Cercine).  Είναι η λίμνη που υπήρχε πριν την αποξήρανση της περιοχής και την απόδοση των εκτάσεων της στους κατοίκους των γύρω χωριών το 1932, με το φράγμα στον ποταμό Στρυμόνα και τη δημιουργία της τεχνητής λίμνης της Κερκίνης στα βόρεια του νομού. Φαίνεται ότι αυτή η ονομασία επικρατούσε μιας  ο  Cousinery, σε όλο το έργο του, την περιοχή την ονομάζει Κερκίνη .

4. Στη διαδρομή του από τη Zilaova ως την Αλιστράτη, μένει εκστασιασμένος από το ευχάριστο θέαμα των πολλών και διαφορετικών καλλιεργειών, που δείχνει πέρα από μια πλούσια σε σοδειές περιοχή και μια ποικιλομορφία στις καλλιέργειες, πολλές από τις οποίες έχουν χαθεί σήμερα, πχ ρύζια ή καπνά.

5. Αν παρατηρήσουμε τον χάρτη, αρκετά πριν την Ζίχνη (Zigna), ο δρόμος από τα ανατολικά, διακλαδίζεται σε δύο τμήματα. Ο ένας περνά μέσα από τον κάμπο και ό άλλος πάνω από τα βουνά και οι δύο συναντιούνται στη Αλιστράτη, που είναι το μοναδικό πέρασμα προς της Δράμα. Σίγουρα στη διαδρομή που ακολούθησε ο Coysinery, υπήρχαν και άλλα μικρότερα χωριά, τα οποία δεν αναφέρονται.

6. *Αθηναίοι: Πρέπει να αναφέρεται στους αρχαίους Αθηναίους, που πρώτοι αποίκησαν την περιοχή της Αμφίπολης, όχι βέβαια μόνο για τον πλούτο του κάμπου αλλά κυρίως για να ελέγχουν τα χρυσοφόρα κοιτάσματα του Παγγαίου.

7. **  1 λεύγα: περίπου 4500 μέτρα )

Amfipoli
Άποψη της περιοχής της Αμφίπολης, όπως την ζωγράφισε ο Langlume που ακολουθούσε τον Cousinery, από την περιοχή της Ζίχνης. Φαίνεται η λίμνη του Αχινού ή Κερκινίτιδα, ο Στρυμόνας και τα ερείπια της αρχαίας πόλης.
 "Μετά από μερικές ώρες διαμονής στη μικρή πόλη του Αλή Στράτη, που βρίσκεται στη βόρεια πλαγιά και κατοικείται ως επί το πλείστον από Έλληνες και Τούρκους καλλιεργητές παρά εμπόρους, κατεβήκαμε στο πεδιάδα. Μισή ώρα είναι αρκετή για να φτάσεις εκεί. Λίγα λεπτά αργότερα, βρεθήκαμε δίπλα σε μια γέφυρα με τρεις καμάρες, καλής κατασκευής, κάτω από τις οποίες ρέει ο Αγγίτης (Angitas), που δεν έχει ακόμη πλημμυρίσει, σε αυτό το μέρος, με νερά την πεδιάδα. Σε μικρή απόσταση από αυτήν τη γέφυρα, επισκεφθήκαμε έναν νερόμυλο, του οποίου οι δύο μυλόπετρες καθαρίζουν το ρύζι που συγκομίστηκε στους ορυζώνες. .... "

( 1. Μας δίνει την  πληροφορία ότι η Αλιστράτη κατοικείται κατά κύριο λόγο, από καλλιεργητές παρά εμπόρους. Αυτό πρέπει να θεωρηθεί ως φυσιολογικό, μιας και στη διαδρομή Σερρών - Δράμας, η ενδιάμεση στάση, πρέπει να ήταν η Ζίχνη, όπου εκεί θα υπήρχε και χάνι και άλλα εμπορικά καταστήματα. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η Αλιστράτη  δεν είχε εμπορικό κέντρο ( την παλιά αγορά, με πάμπολα καταστήματα ολόγυρα της) αλλά ασφαλώς αναφέρεται στην πλειοψηφία των κατοίκων. Επίσης ορίζει του κατοίκους της, μόνο ως Έλληνες και Τούρκους.

2. Ασφαλώς, εδώ πλέον αναφέρεται στον Κάμπο της Αλιστράτης, όπου φαίνεται ότι μια από τις βασικές καλλιέργειες του ήταν το ρύζι, καθώς ο κάμπος πλημμύριζε σε μεγάλο μέρος του, από τα νερά του Αγγίτη ποταμού. Να λάβουμε υπόψη μας, ότι δεν υπήρχε κανενός είδους αντιπλημμυρικό έργο στην περιοχή.

3. Η γέφυρα με τις τρεις καμάρες, πρέπει να ήταν πετρόκτιστη, πιθανόν στο ίδιο σημείο με την σημερινή, και αποτελούσε τη μοναδική διάβαση προς την πόλη της Δράμας, από την περιοχή μας. )

Aggitis
Νεότερη γκραβούρα του Αγγίτη ποταμού, αγνώστου δημιουργού.
( του 1850 περίπου, από την προσωπική μου συλλογή)

 " Μπήκαμε σε αυτά τα καλλιεργημένα με ρύζι έλη και φτάσαμε μου σε ένα ρυάκι με μεγάλη, πολύ γρήγορη ροή, που πλημμυρίζει την περιοχή. Το νερό προέρχεται από μια γειτονική πηγή, την οποία οι Τούρκοι ονομάζουν Bournar-Bachi (μπουρνάμπασι, μτφ: κεφαλή των υδάτων. Από το σημείο γέννησης  του Αγγίτη (Angitas) έως τους Φιλίππους, μέσα σε ένα διάστημα οκτώ λευγών,  πηγάζει αυτός από όλους τους γύρω λόφους, οι οποίες (πηγές) αφού καταστήσουν γόνιμη την πεδιάδα των ορυζώνων και σχηματίσουν βαθιά έλη, ενώνονται στην απέναντι όχθη για να χυθούν τη συνέχεια στον Αγγίτη. Αυτή η πεδιάδα δίνει κάθε χρόνο στο εμπόριο καπνό, βαμβάκι και ρύζι. Τα προϊόντα θα απέδιδαν μεγάλα κέρδη αν η δραστηριότητα των κατοίκων και η μηχανοποιημένη επεξεργασία ανταποκρινόταν στην γενναιοδωρία της φύσης. "

( 1. Ο Cousinery αναφέρεται σε κάποια κοντινή πηγή με την Τούρκικη ονομασία της, την Bournar-Bachi, δεν ξέρουμε πόσο κοντινή αλλά και ούτε ξέρουμε αν την είδε ο ίδιος ή του την ανέφεραν κάποιοι ντόπιοι. Είναι σύνηθες πολλά από αυτά που αναφέρουν οι περιηγητές εκείνων των χρόνων, να μην είναι δικές τους παρατηρήσεις αλλά ακούσματα τρίτων τα οποία εκείνοι απλώς μεταφέρουν, πολλές φορές χωρίς καν να ελέγξουν την ορθότητα της πληροφορίας.

2. Φυσικά και κάνει μια σύγκριση με αυτά που γίνονται στην Ευρώπη την ίδια εποχή, όπου η βιομηχανική επανάσταση, έχει εισάγει κερδοφόρες καινοτομίες σε κάθε παραγωγική δραστηριότητα των ανθρώπων, σε αντίθεση με την Ανατολή, όπου η εκβιομηχάνιση ήταν ανύπαρκτη ακόμα. )

Πατήστε εδώ για να δείτε ολόκληρο τον χάρτη του Cousinery, 

σε μεγαλύτερη ανάλυση.  

Δείτε εδώ άλλες εγγραφές σχετικές με την Αλιστράτη

Παρασκευή 23 Απριλίου 2021

Πώς να ξεχάσεις;

   Το μυστήριο είχε τελειώσει πριν από λίγο, οι συγγενείς και οι φίλοι είχαν σκορπίσει σε μικρά ή μεγαλύτερα πηγαδάκια στον χώρο του γνωστού κτήματος που τελέστηκε ο γάμος, ψάχνοντας τη σκιά των πανύψηλων δέντρων για να προφυλαχτούν από τον απογευματινό ήλιο που έκαιγε ακόμα. Ο Γιώργος, ο άντρας της από δω και πέρα, που μέχρι πριν από λίγο της κρατούσε σφιχτά το χέρι ενώ το πρόσωπό του έλαμπε από χαρά, την άφησε για λίγο, οι φίλοι του κάτι ήθελαν να του πουν, κάποια έκπληξη ετοίμαζαν για το γλέντι που θα ακολουθούσε και ήθελαν να συνεννοηθούν μαζί του για τις τελευταίες λεπτομέρειες. Δίπλα της είχε μείνει μόνο η ξαδέλφη της, η Helena, η κουμπάρα της πια. Ήταν η μόνη από τους δικούς της ανθρώπους που μπόρεσε να παραβρεθεί στη χαρά της, έκανε τα πάντα για να τα καταφέρει, δεν μπορούσε να γίνει και διαφορετικά, μαζί μεγάλωσαν, το ίδιο δωμάτιο μοιράζονταν μέχρι τα δεκαοχτώ τους κι αυτό συνεχίστηκε και στο Βελιγράδι, όταν έφυγαν για να σπουδάσουν.

  Η Aneta έφυγε μερικά βήματα μπροστά από την Helena, εκείνη την ακολούθησε κρατώντας κάποια απόσταση, ήξερε, δεν ήταν και το πιο εύκολο πράγμα, στην ομορφότερη μέρα της ζωής της να είναι μόνη, να μην έχει κανέναν από την οικογένειά της δίπλα της. Για όλα φρόντισε μόνη της, η πεθερά της περισσότερο την δυσκόλευε, όχι ότι δεν την ήθελε για νύφη, αλλά απλά δεν μπορούσε να καταλάβει όλα εκείνα που της έλειπαν. Την ώρα αυτή που ετοιμαζόταν να στήσει το δικό της σπιτικό, να φτιάξει τη δική της οικογένεια χρειαζόταν όσο ποτέ άλλοτε, τις συμβουλές της μητέρας της, το γέλιο και την αισιοδοξία του πατέρα της, τα χαμόγελα των αδελφιών της. 
  Έφτασε ως τον ξύλινο φράχτη που οριοθετούσε τον χώρο, τον έπιασε δυνατά με τα χέρια της, πάτησε στην χαμηλότερη τάβλα και σήκωσε το λεπτό κορμί της ψηλά, σαν να ήθελε να αποφύγει κάποιο εμπόδιο που δεν την άφηνε να δει αυτό που περισσότερο απ΄ οτιδήποτε επιθυμούσε εκείνη τη στιγμή. Το νυφικό της, σύρθηκε και αυτό μαζί της, το γείσο του ακουμπούσε ακόμα στο γρασίδι, θα λερωνόταν αλλά δεν την ένοιαζε, μόνη της το είχε διαλέξει, με λεπτή δαντέλα που της θύμιζε όλα εκείνα τα όμορφα κεντήματα, με τα οποία η μητέρα της στόλιζε το σπίτι τους, μόνη της τα έφτιαχνε, της άρεσαν οι δαντέλες, οι λευκές χειροποίητες, τέτοιες διάλεξε κι εκείνη να την στολίζουν την ημέρα του γάμου της.

  Κι από εκεί, λίγο ψηλότερα μόνο, μπόρεσε να δει το σπίτι της. Μοναχικό να στέκει στην πλαγιά του λόφου, με τα λίγα θεόρατα δέντρα να ακουμπούν πάνω του, να ρίχνουν τη σκιά τους στη κεραμιδένια σκεπή του, να το κρατούν δροσερό το καλοκαίρι και να το προστατεύουν τον χειμώνα. Τον φράχτη, ίδιο με αυτόν που κρατούσε τώρα δυνατά με τα δυο της χέρια, να το περιστοιχίζει ολόγυρα, κρατώντας τα ζώα τους, που γύριζαν ελεύθερα, μακριά από τον μπαξέ με τα κηπευτικά τους.

  Την ημέρα εκείνη έλειπε, είχε κοιμηθεί στο σπίτι της αγαπημένης της ξαδέλφης, μετά το μεσημεριανό θα την γύριζαν σπίτι της. Ήταν τυχερή, έτσι της είπε η θεία της, καθώς τα δάκρυα έτρεχαν ασυγκράτητα στο πρόσωπό της, δεν ήταν ανάμεσά τους, γλίτωσε από το κακό που τους βρήκε, έτσι της έλεγε όπως τη έσφιγγε μέσα στην αγκαλιά της, την πονούσε, της το είπε με παράπονο στη φωνή, αλλά εκείνη δεν άκουγε, σώπασε, κατάλαβε, το ένιωσε ότι το κακό που την είχε βρει ήταν μεγαλύτερο. Την κράτησε όλη την ημέρα δίπλα της, όλοι σιγοψιθύριζαν, κάποιοι από αυτούς που μαζεύτηκαν στο μικρό καθιστικό τους ήλθαν κοντά της να την αγκαλιάσουν, μα κανένας δεν της έλεγε τι είχε συμβεί, μόνο έκλαιγαν, βουβά, παραπονεμένα. Έκλαιγε κι εκείνη, δεν ήξερε ακριβώς γιατί, αλλά έκλαιγε.  Καταλάβαινε πολλά περισσότερα δίχως να χρειαστεί να της μιλήσει κανένας. Κάποια στιγμή τόλμησε να ζητήσει τη μάνα της, τα αναφιλητά πύκνωσαν απ΄ όλους εκείνους που είχαν μαζευτεί εκεί μέσα, έγιναν ποτάμι και την έπνιξαν, μέσα από τον θρήνο άκουσε κάποιον να καταριέται του Αμερικάνους που την σκότωσαν, όλους τους σκότωσαν, μια μόνο βόμβα έπεσε από τον ουρανό, κανένας τους δεν γλίτωσε, όλα διαλύθηκαν, να μην φοβάται την παρηγορούσε η θεία της, δεν θα την άφηναν μόνη της, θα έμενε εκεί, μαζί τους, εκείνη θα την μεγάλωνε, ήταν κόρη της αδελφής της, μα εκείνη δεν ήθελε, ήταν μόλις επτά χρονών, ήθελε να πάει στο σπίτι της, στους δικούς της ανθρώπους, στα αδέλφια της, έκλαψε, τα δάκρια και ο πόνος την βασάνιζαν για ώρα, μέχρι αργά το βράδυ, μέχρι που έπεσε σε έναν βαθύ, μακάριο ύπνο, και τότε τους είδε για μια ακόμα φορά, τα μικρότερα αδέλφια της χαρούμενα να παίζουν, τον πατέρα της με την καλοσιδερωμένη στολή του, που πριν λίγους μήνες μόλις φόρεσε και τη μάνα της, με το πιο γλυκό χαμόγελο, να την αφήνει από την αγκαλιά της δίνοντας της ένα τελευταίο φιλί, όπως έκανε κάθε πρωί όταν την τραβούσε από το κρεβάτι για να ξυπνήσει.
  Το άλλο πρωί για μια στιγμή ξεγελάστηκε, νόμισε ότι θα βρισκόταν στην κουζίνα τους και θα τους άκουγε όλους να μιλάνε δυνατά, να κάνουν φασαρία και εκείνη να τους μαλώνει, δεν της άρεσε η φασαρία ούτε και τώρα την αντέχει, αλλά βρισκόταν στο ξένο σπίτι, ησυχία επικρατούσε, όλοι κοιμούνταν, έπνιξε τα αναφιλητά της μέχρι που την πήρε και πάλι ο ύπνος. 

  Σε λίγες μέρες την πήγαν να δει σπίτι της, έτσι τους συμβούλεψε η ψυχολόγος που ήλθε, για να αισθανθεί οριστικά ότι όλα είχαν τελειώσει, μα τι σκληρές καρδιές ήταν αυτές που σε καθοδηγούν με αυτόν το τρόπο, δεν υπήρχε τίποτα, όλα είχαν καεί, στη θέση τους το μόνο που μπόρεσε να δει, εκεί που άλλοτε έστεκε το σπιτάκι τους, ήταν μαύρα αποκαΐδια  και τα κλαδιά των δέντρων να έχουν γείρει πάνω του, καμένα και αυτά, να σκεπάζουν τον χώρο, σαν θλιβερό σάβανο της χαμένης της πια ζωής.

  Αργότερα έμαθε ότι την ημέρα εκείνη περνούσε από εκεί κοντά ο πατέρας της με έναν συμπολεμιστή του, ζήτησε να κάνουν μια μικρή στάση, μόνο για λίγο, ήθελε να δει τη γυναίκα του, το καμιόνι στάθηκε έξω από τον φράχτη, προτού προλάβει να μπει στο σπίτι τους, η μάνα της το είδε από το παράθυρο και βγήκε έξω, τον αγκάλιασε εκεί στη είσοδο του σπιτιού τους, ενώ τα μικρά τους μαζεύτηκαν γύρω τους. Τότε το εχθρικό αεροπλάνο, κανένας δεν πρόλαβε να το δει, σημάδεψε το καμιόνι, αυτό ανατινάχτηκε μαζί με τα πολεμοφόδια που κουβαλούσε, η έκρηξη ήταν σφοδρή, τίποτα δεν έμεινε όρθιο, η φωτιά που ακολούθησε αποτελείωσε ότι απέμεινε. Ο άλλοτε αγαπημένος της τόπος, έμεινε έτσι για πολύ καιρό, κανένας δεν τον πλησίασε ξανά από την ώρα που τα συνεργεία του στρατού μάζεψαν ότι είχε απομείνει από τα διαμελισμένα κορμιά της οικογένειας της. Ούτε κι εκείνη τον επισκέφτηκε ποτέ ξανά. Μετά έμαθε ότι όλη η περιοχή είχε μολυνθεί από τις βόμβες εμπλουτισμένες με ουράνιο που έριχναν σε κάθε στόχο που όριζαν οι ξένοι πιλότοι.

  Ήλθε στη Θεσσαλονίκη αμέσως μετά τις σπουδές της, βρήκε δουλειά και νοίκιασε ένα μικρό δυάρι, στο πρώτο όροφο μια πολυκατοικίας σε μια πυκνοκατοικημένη γειτονιά στην Αγίου Δημητρίου κοντά. Την εξοχή την απέφευγε. Ένιωθε πιο ασφαλής στη στενάχωρη γειτονιά της, που γυρίζοντας το κεφάλι της προς τα πάνω δυσκολευόταν να δει τον ουρανό. Τώρα όμως έπρεπε να ξεχάσει όλα εκείνα που πλήγωναν την ψυχή της. Έπρεπε να τα αφήσει πίσω, να προχωρήσει στη ζωή της.

«Αγάπη μου, τι κάνεις εδώ; Σε πείραξε κάτι;»

  Εκείνη γύρισε το πρόσωπό της, τον είδε που την πλησίαζε και του χαμογέλασε, κατέβηκε με προσοχή και έπεσε στην αγκαλιά του.

«Όχι, όλα καλά, αγάπη μου! Μα ακόμα μου λείπουν, ήθελα μόνο να τους έχω εδώ μαζί μου, δίπλα μου και τα δάκρυα που έχυσα γι΄ αυτούς να είναι χαράς, μόνο χαράς. Για μια στιγμή ένιωσα ότι τους είδα, ο φράχτης μου θύμισε το σπίτι μας, ναι, τους ένιωσα! Περίεργο, πολύ λίγα πράγματα θυμάμαι πια, αλλά για μια στιγμή ένιωσα ότι ήταν εδώ, μαζί μου.»

«Έλα πάμε, ο φωτογράφος μας περιμένει. Μην στενοχωριέσαι! Τώρα είμαι εγώ εδώ, δίπλα σου, τίποτα δεν θα μας χωρίσει.»

  Έπιασε το χέρι του, το έσφιξε δυνατά σαν να φοβόταν να μην τον χάσει και τον ακολούθησε. Την αγαπούσε το ήξερε, κι αυτή το ίδιο, μα όσο κι αν φοβόταν το άγνωστο που το μέλλον κρύβει μέσα του, εκείνη την ώρα ξόρκιζε με σιγουριά οτιδήποτε θα μπορούσε να την πληγώσει ξανά. 

Αυτή είναι η συμμετοχή μου, στην μίνι συγγραφική σκυτάλη#2 του 2021, που οργανώνει με πάθος η Μαίρη από το μπλοκ ΓΙΗΝΗ ΜΑΤΙΑ και την ευχαριστώ για την όλη προσπάθεια της.




   


Παρασκευή 16 Απριλίου 2021

Ιωάννης Βασίλειου Βασιλάκης, ένας ξεχωριστός συλλέκτης.

Ιωάννης Βασιλάκης, υπερήφανος
κατά την παρουσίαση, της τελευταίας 
του δουλειάς.
 Με ιδιαίτερη χαρά, παρουσιάζω σήμερα έναν άξιο συγχωριανό μου, τον Ιωάννη Βασίλειου Βασιλάκη, απόφοιτο του Οικονομικού Τμήματος του ΕΚΠΑ, ο οποίος σήμερα έχει δική του εταιρία συμβούλων επιχειρήσεων. Είναι επίσης και ένας μοναδικός συλλέκτης δυσεύρετων νομισμάτων αλλά και ντοκουμέντων για την ιδιαίτερη πατρίδα μας, την Κάρπαθο

  Ο Γιάννης, μεγάλωσε στο Όθος της Καρπάθου, το ίδιο χωριό που μεγάλωσα κι εγώ,  φοίτησε στο μονοθέσιο σχολείο του, περπάτησε και έπαιξε στα στενά του σοκάκια, γεύτηκε τα πανηγύρια και τις συνήθειες ενός τόπου, που για εμάς που ζούμε μακριά του, μας γλυκαίνει καθημερινά με την θύμησή του. Ο μικρός τόπος μας δεν τον εμπόδισε να ονειρευτεί δίχως περιορισμούς και να παλέψει ώστε τα όνειρα του να γίνουν πραγματικότητα. Μα πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, όταν ανοίγοντας καθημερινά την πόρτα του σπιτιού του για να πάει στο σχολείο, μπροστά του απλωνόταν το πιο όμορφο θέαμα, οι αλώβητοι από τον χρόνο ορεινοί όγκοι του νησιού μας, που κατηφόριζαν ως την απεραντοσύνη της θάλασσας που αδυνατεί να βάλλει όρια σε όποιον θελήσει να τη διαβεί.

  Μικρός, διηγείται ο ίδιος, βρήκε έναν οβολό του 1869 στο χώμα μιας αυλής, αρκετά ταλαιπωρημένο από τον χρόνο.  Παίζοντάς τον  στα χέρια του και πλάθοντας με τη φαντασία του ιστορίες για χρόνους αλλοτινούς, μαγεύεται με τη δύναμη που του ασκεί και αποφασίζει να γίνει συλλέκτης. Να μαζεύει πράγματα, με ιδιαίτερη συναισθηματική αξία γι΄ αυτόν που τα κατέχει. Έτσι απλά! 

20 ΔΡΧ 1876
    Από το 1988 ως φοιτητής και ακόμα πιο συστηματικά από το 2005, όταν γίνεται μέλος της Πανελλήνιας Νομισματικής Ένωσης, το παιδικό του όνειρο γίνεται πραγματικότητα.  Συμμετέχει σε ντόπιες μα και διεθνείς αγοροπωλησίες αλλά και δημοπρασίες, πάντα βάζει όρια λέει ο ίδιος, για να αποκτήσει το πολύτιμο εύρημα του. Και τότε αρχίζει ένας άλλος αγώνας, αυτός της έρευνας, της μελέτης, της κατάταξης του αποκτήματος του, στην συλλογή του. Είτε είναι κάποιο σπάνιο νόμισμα, είτε κάποιος παλιός χάρτης της Καρπάθου είτε κάποιο δυσεύρετο καρτ-ποστάλ της Ιταλοκρατίας. Μα το σπουδαιότερο είναι, ότι δεν κρατά αυτά που αποκτά καλά κρυμμένα για τον εαυτό του, άντε να τα επιδείξει και σε κάποια εκδήλωση μεταξύ συλλεκτών του χώρου, αλλά θέλει να τα μοιραστεί με τον υπόλοιπο κόσμο.         

Ο πολυτελής τόμος: "Σύγχρονη Ελληνική Νομισματοκοπεία,
ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α΄ (1863-1913)
 Το 2017, εκδίδει την πρώτη του μελέτη, με τίτλο: "Χαλκός- ο κόκκινος χρυσός" και την επομένη χρονιά, με τρόπο απόλυτα επαγγελματικό και επιστημονικό, εκδίδει έναν πολυτελή τόμο, στον οποίο παρουσιάζει ως ενιαίο και ολοκληρωμένο σύνολο, την πλήρη συλλογή νομισμάτων της εποχής του Βασιλέως Γεωργίου Α΄. ( 1863 -1913). Η παρουσίαση του τόμου αυτού γίνεται στο Μπενάκειο Μουσείο στις 28 Σεπτεμβρίου του 2018 και ευθύς, ο Γιάννης, αποσπά όχι μόνο κολακευτικά λόγια για το εγχείρημα του αλλά και την καταξίωση στον χώρο των Νομισματο- συλλεκτών. Το πόνημα του, στο οποίο αφιέρωσε πολύ προσωπικό χρόνο, κόπο και μελέτη, σήμερα ανήκει σε αυτά τα λίγα και εκλεκτά, που πωλούνται από το Μπενάκειο Μουσείο αλλά και από την Πανελλήνια Νομισματική Ένωση.

  Συγχρόνως συλλέγει παλιά καρτ-ποστάλ της Καρπάθου, ταχυδρομικές σφραγίδες (ακόμα κι από την εποχή της Τουρκοκρατίας), χάρτες του νησιού των προηγούμενων αιώνων, κάποιοι αδημοσίευτοι ακόμη αλλά και ντοκουμέντα Ιταλών στρατιωτών που υπηρέτησαν στο νησί μας, στα χρόνια της Ιταλοκρατίας. Κι αυτά ετοιμάζεται, με τον ίδιο επιμελή και προσεγμένο τρόπο, να τα εκδώσει προσεχώς, ως τη δική του συνεισφορά στον τόπο μας και τους μελετητές της ιστορίας του. Ο ίδιος με περίσσια μετριοφροσύνη δηλώνει ότι δεν είναι ιστορικός για να έχει τις γνώσεις να χρησιμοποιήσει τα ντοκουμέντα που κατέχει ως πρωτογενείς ιστορικές πηγές, αφήνει τους ειδικούς να το κάνουν. Είπαμε, συλλέγει για να έχει την χαρά να μοιράζεται τα δυσεύρετα αποκτήματά του με τον πολύ κόσμο, αλλά και με τους ειδικούς επιστήμονες που μπορούν να αξιοποιήσουν τη συλλογή του. Και είναι άξιος θαυμασμού γι΄ αυτό. 

  Είμαι από τους τυχερούς που κατέχω έναν από τους τόμους της πολυτελούς έκδοσης  με τα "Νομίσματα της περιόδου του Βασιλέως Γεωργίου Α΄". Νιώθω ιδιαίτερη τιμή, που ο ίδιος έκρινε ότι αξίζει να μου χαρίσει ένα από τα αντίτυπα σε εμένα προσωπικά.  


  Η έκδοση είναι πολυτελής, σε τετραχρωμία, δίγλωσση, στα αγγλικά και τα ελληνικά, με πλούσιο φωτογραφικό υλικό, απόλυτα κατατοπιστική, λεπτομερής και άρτια αλλά και ενδιαφέρουσα για τις πληροφορίες που μας δίνει∙ όχι μόνο για αυτή την ίδια την ιστορία των νομισμάτων αλλά και την ιστορική περίοδο μέσα στην οποία κινείται. Δέκα χρόνια διήρκησε η επιστημονική έρευνα που έπρεπε να κάνει, με περιορισμένη βιβλιογραφία για το αντικείμενο που διαπραγματευόταν,  ώστε να είναι σίγουρος ότι δεν θα παρέλειπε οτιδήποτε από την έκδοση αυτή. Ο κεντρικός προβληματισμός που διατρέχει το σύνολο της μελέτης, δεν αρθρώνεται μόνο γύρω από την Ιστορία ή την Οικονομία της Ελλάδας αλλά κατεξοχήν γύρω από την εξέλιξη της ελληνικής νομισματοκοπίας τη συγκεκριμένη περίοδο.                      


Το μοναδικό νόμισμα των 20 λεπτών του 1868
   Μέσα από μία συγκριτική και εικονολογική προσέγγιση των νομισμάτων, στο λεύκωμα αυτό γίνεσαι παρατηρητής της ελληνικής πραγματικότητας σε σημαντικές στιγμές της ιστορικής διαδρομής της νεότερης ιστορίας μας. Ο ίδιος μας πληροφορεί ότι μέσα από την έρευνα του, ήρθε στο φως ένα νόμισμα την ύπαρξη του οποίου αγνοούσαν μέχρι τότε οι νομισματικοί κύκλοι, το 20λεπτο του 1868. Το εντόπισε στο Παρίσι και η γνησιότητα του πιστοποιήθηκε από μεγάλη, έγκριτη εταιρία πιστοποίησης και το πιο σημαντικό: είναι μοναδικό, μιας και μέχρι στιγμής δεν έχει εντοπιστεί άλλο τέτοιο πουθενά. Μια μοναδικότητα που πέρα από την αξία του εγείρει και πολλά ερωτηματικά για την ύπαρξη του, στα οποία ο Γιάννης, επιχειρεί να δώσει τη δική του απάντηση. 

  Στον τόμο αυτόν θα βρούμε πλήθος πληροφοριών για τη νομισματική ιστορία της χώρας μας, από τη διακυβέρνηση του Καποδίστρια ως το τέλος της βασιλείας του Γεωργίου Α΄. Για παράδειγμα μαθαίνουμε για το πρώτο νόμισμα του Ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους, το οποίο ήταν ο φοίνικας. Αυτός κυκλοφορούσε παράλληλα με το Οθωμανικό νόμισμα για κάμποσο διάστημα, μέχρι να το απορροφήσει. Αντικαταστάθηκε το 1833, λίγο μετά τη έλευση του Όθωνα, από τη δραχμή. Το 1867, η δραχμή συνδέεται με το γαλλικό νομισματικό σύστημα κι έτσι αυτή αποκτά μια αξιοπιστία στις διεθνείς συναλλαγές. Τα πρώτα νομίσματα που κόπηκαν, στο Νομισματοκοπείο του Στρασβούργου ήταν τα συμπληρωματικά χάλκινα νομίσματα με σκοπό να αντικαταστήσουν αυτά της προηγούμενης περιόδου. Η Ελλάδα μπορούσε να κόψει χάλκινα κέρματα μέχρι  του ποσού των 2 δρχ ανά κάτοικο, δηλαδή περίπου 3,000,000 δρχ σε κέρματα των 10λ, 5λ, 2λ και 1 λ.  Όταν αυξανόταν ο πληθυσμός της χώρας, τότε κόβονταν επιπλέον  κέρματα, όπως για παράδειγμα έγινε με την προσάρτηση της Θεσσαλίας, όπου παραγγέλθηκαν 6 δρχ για κάθε έναν από τους  300,000 κατοίκους της. Βέβαια, δεν λείπουν και οι εκτενείς αναφορές στις οικονομικές κρίσεις ή χρεωκοπίες της χώρας και πως αντιμετωπίζονταν αυτές από το τοπικό νόμισμα.

Η βασιλική προτομή επί των νομισμάτων, ακολουθεί 
την ηλικιακή ωρίμανση του Βασιλέως Γεωργίου Α'
 

   Στη συνέχεια μας δίνονται πλήθος εξειδικευμένων πληροφοριών για τα έτη κοπής των νομισμάτων, για τον τύπο του, για τις αποχρώσεις και τις ποιότητές τους, για τα διακριτά σήματά τους (το σήμα του νομισματοκοπείου και του αρχιχαράκτη τους), για τον σχεδιαστή τους, για την ονομαστική τους αξία, (π.χ. μία οκά ψωμί α΄ ποιότητας κόστιζε 45 λεπτά το 1867), για την εικονιζόμενη βασιλική προτομή, θυρεό, κορώνα και στεφάνι στα νομίσματα, τις εγχάρακτες εικόνες του βασιλέως καθώς ωριμάζει (τις οποίες συγκρίνει με γκραβούρες του βασιλέως Γεωργίου Α΄, που έχει αγοράσει και προσθέσει στη συλλογή του),  τις διάφορες νομισματικές επιγραφές, τον τύπο της περιμέτρου, το βάρος τους, την σύνθεση τους. 

Ένα παράδειγμα της φωτογραφικής απεικόνισης του
20λεπτου του 1895.

  Τέλος ακολουθεί μία λεπτομερή δισέλιδη παρουσίαση του κάθε κέρματος, κατά χρονολογική σειρά (μέτρησα 133 διαφορετικά κέρματα). Μια ιδιαιτέρως σημαντική αλλά μοναδική εργασία, η οποία χρηματοδοτήθηκε από τον ίδιο ώστε όλα αυτά που απόκτησε και έμαθε, να γίνουν κτήμα κάθε ενδιαφερόμενου.

                                                             Δεν θα κρύψω, την ανυπομονησία μου για το νέο εκδοτικό εγχείρημα του Γιάννη Βασιλάκη, αυτό με το οποίο θα παρουσιάσει σε όλους μας τα ιδιαίτερα συλλεκτικά ντοκουμέντα για την ιστορία του νησιού μας. Καρτ-ποστάλ, που θα δείχνουν, πως ήταν το νησί μας, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, μοναδικούς χάρτες της εποχής των περιηγητών, οι οποίοι δεν φτιάχνονταν με ακριβείς γεωγραφικούς όρους, όπως σήμερα γνωρίζουμε αλλά κυρίως αποτύπωναν αυτά που ενδιέφεραν τους ταξιδιώτες εκείνης της εποχής (απάνεμους όρμους, χωριά, μοναστήρια και όρη), από τα οποία όμως εμείς αντλούμε πλήθος πληροφοριών για την ιστορία του τόπου μας και άλλα πολλά.

 Κλείνοντας, να ευχηθώ στον άξιο συγχωριανό μου, Γιάννη Βασιλάκη, να συνεχίσει με την ίδια ζέση να ασχολείται με αυτό που αγαπά, να συλλέγει αντικείμενα που του ερεθίζουν το μυαλό και την ψυχή, να μας δίνει τη χαρά να τα μοιράζεται μαζί μας, δίχως να φείδεται κόπου και χρημάτων.






Ο φωτεινότερος φακός του κόσμου του Γιώργου Κασαπίδη

    Αν κάποιος θέλει να διαβάσει μια συλλογή διηγημάτων, για μια μικρή επαρχιακή πόλη, τη Δράμα (αλλά και άλλες περιοχές), με την αίσθηση το...