12 Ιαν 2018
Τελευταία διάβασα το μυθιστόρημα του Γκαζμέντ Καπλάνι, "Η τελευταία σελίδα". Ο πετυχημένος συγγραφέας Αλβανικής καταγωγής, σπούδασε στην πατρίδα μας, είναι πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής των Αθηνών και διδάκτορας Ιστορίας και Πολιτικής Επιστήμης του Παντείου. Εργαζόταν μέχρι πρόσφατα στη χώρα, για πάνω από 25 χρόνια και πέρσι τιμήθηκε ( με συνυποψήφιους τους άλλους τρεις Έλληνες λογοτέχνες , Χρήστο Οικονόμου, Μάρω Δούκα και Πέτρο Μάρκαρη) με το Διεθνές Λογοτεχνικό Βραβείο που απονέμει κάθε χρόνο η Ιταλική πόλη Κασίνο. Τιμώμενη χώρα ήταν η Ελλάδα! Ο Καπλάνι βεβαίως και ανήκει στη γενιά των νέων Ελλήνων συγγραφέων, όλα του τα έργα γράφονται στα ελληνικά, αλλά όπως δηλώνει ο ίδιος, η βράβευση, του αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση, μιας και η ελληνική πολιτεία δεν του έχει δώσει την ελληνική υπηκοότητα, και όπως φαίνεται ούτε πρόκειται να του την δώσει.
Τιμά τα ελληνικά γράμματα, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για τους μηχανισμούς της πολιτείας μας, για να τον πολιτογραφήσει Έλληνα. Αν ήταν κανένας Κινέζος ή Ρώσος επενδυτής των 300.000 ευρώ, ήδη θα την είχε την υπηκοότητα στη τσέπη του, έστω κι αν δεν μιλούσε μία λέξη Ελληνικά... Δείγμα κι αυτό, για το πόση αξία δίνουμε στη χώρα μας, στους ανθρώπους που προάγουν την τέχνη, τον πολιτισμό, την επιστήμη. Τους οποίους, τα τελευταία χρόνια φροντίζουμε επιπλέον, να τους διώχνουμε μακριά μας. Ο Καπλάνι, μεταξύ αυτών, για δυο χρόνια στη Βοστόνη, υπότροφος του Χάρβαρντ, σήμερα διδάσκει Emerson College. Ο ίδιος απογοητευμένος από την άρνηση της πολιτείας να του δώσει την ελληνική υπηκοότητα, δεν δείχνει διατεθειμένος να επιστρέψει στη χώρα. Αντίθετα οι ΗΠΑ, τον δέχθηκαν, σε ένα από τα κορυφαία Πανεπιστήμια τους!
Θα ήταν παράλειψη μου, να μην αναφέρω και την αντίστοιχη συμπεριφορά της γενέτειρας του Καπλάνι, η οποία μέχρι to 2016, αρνούνταν να μεταφράσει τα έργα του στην Αλβανική γλώσσα. Το 2017, εκδόθηκε το πρώτο βιβλίο με θετική ανταπόκριση. Ο Καπλάνι αυτοπροσδιορίζεται ως Βαλκάνιος. Κι αυτό φαίνεται ότι είναι πέρα από τις λογικές των στεγανών των εθνικών κρατών. Δεν του το συγχωρούν, ούτε οι από εδώ ούτε οι από εκεί.
Στο μυθιστόρημα του Γκασμέτ Καπλάνι, "Η τελευταία σελίδα", αυτό που βασικά διαπραγματεύεται είναι η σκληρή αίσθηση του να μεγαλώνεις σε λάθος χώρα.
Η Αλβανία, η χώρα στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε ουσιαστικά είναι παρελθόν για τον ίδιο. Σημαντικότατο ρόλο σε αυτό έπαιξε, έτσι καταλαβαίνω από δικές του σκέψεις, η αμείλικτη δικτατορία του Ενβέρ Χότζα και ο απομονωτισμός στον οποίο καταδίκασε για πολλά χρόνια, τη χώρα του. Η Ελλάδα πάλι, της οποίας θαυμάζει τον πολιτισμό, χωρίς να τον ωραιοποιεί, αρνείται να τον δεχθεί σαν δικό της παιδί, αν και έχει δώσει τις εξετάσεις του κι έχει αριστεύσει σε αυτές. Είναι μία αίσθηση στυφή, για όποιον την βιώνει, πολλές φορές ασήκωτη και σίγουρα ο Καπλάνι δεν είναι ο μόνος που αισθάνεται έτσι σήμερα.
Οι δικοί μας νέοι, που μετανάστευσαν στις χώρες της βόρειας Ευρώπης και θα πρέπει να ενσωματωθούν στις εκεί κοινωνίες, πιθανόν πολλές φορές να νιώθουν το ίδιο. Να ευλογούν τη νέα χώρα και να αρνούνται τη γενέτειρα ή και αντιστρόφως να αισθάνονται καθημερινά ότι η οικονομική συγκυρία τους "έριξε" σε λάθος χώρα. Το πιο ευτυχές σενάριο είναι αν μπορείς να δεχθείς, με πολλές διαγραφές στη μνήμη σου, την επανεκίνηση της ζωή σου. Πράγμα, που σίγουρα γίνεται, αλλά αφήνει πίσω πολλές πληγές, οι οποίες αν και φαίνονται επουλωμένες, σίγουρα, κάποια στιγμή, θα αρχίσουν να τρέχουν αίμα και πάλι.
Στο μυθιστόρημα αυτό, παρακολουθούμε επιπλέον την ιστορία ενός ανδρόγυνου Εβραίων της Θεσσαλονίκης, που μαζί με τον μικρό τους γιο τον Ίσα, καταφεύγουν στην Αλβανία, για να γλιτώσουν από τους διωγμούς των Ναζί. Για να το πετύχουν αυτό, αλλάζουν τα ονόματα τους, κρύβονται πίσω από νέες ταυτότητες τις οποίες δεν μπορούν να αποβάλλουν ούτε όταν καταρρέει ο άξονας και απελευθερώνεται η χώρα μας. Εγκλωβίζονται στη νέα τους πατρίδα, διαγράφουν οριστικά από τη ζωή τους ότι θα τους συνέδεε με την καταγωγή τους, συμπεριφέρονται ως καλοί Αλβανοί, είναι πιστοί στοκαθεστώς. Είναι σίγουροι ότι τα ίχνη του παρελθόντος έχουν σβήσει για πάντα. Μέχρι που αρκετά χρόνια μετά, ο Ίσα ο οποίος δουλεύει στην Εθνική Βιβλιοθήκη των Τιράνων, στο τμήμα των απαγορευμένων βιβλίων, ζει μια στιγμή απαγορευμένου πάθους με μια Κινέζα συναγωνίστρια, η οποία βρίσκεται στα Τίρανα, στα πλαίσια κάποιου προγράμματος μορφωτικών ανταλλαγών. Απαγορευμένου πάθους, όχι μόνο διότι είναι παντρεμένος αλλά και διότι το καθεστώς απαγορεύει τις σχέσεις μεταξύ των συντρόφων που προέρχονται από άλλη χώρα (!). Ο πρώην συμφοιτητής του, συνδιεκδικητής της Μπόρα, της γυναίκας πλέον του Ίσα, πανίσχυρος αρχηγός τώρα των μυστικών υπηρεσιών, βρίσκει την ευκαιρία, να στριμώξει τον Ίσα. Του αποκαλύπτει ότι το καθεστώς γνωρίζει την καταγωγή του, την οποία αν αποκάλυπτε θα τον ενέτασσε αυτόματα στους εχθρούς του καθεστώτος καθότι το Ισραήλ είναι το ισχυρό δεκανίκι του Ιμπεριαλισμού. Τον μεταθέτει σε μια αγροτική βιβλιοθήκη, τιμωρία ουσιαστικά ανώδυνη, φροντίζοντας όμως παράλληλα, σίγουρα εκβιάζοντας με κάθε τρόπο, να κερδίσει αυτός, αυτή τη φορά τη Μπόρα. Ο Ίσα πληγώνεται όταν ανακαλύπτει ποιο είναι το τίμημα της δικής του ελάχιστης τιμωρίας από το καθεστώς και αποφασίζει να εκδικηθεί....
Κλείνοντας αυτή μου την παρουσίαση του συγγραφέα και του τελευταίου βιβλίου του, θα ήθελα να παρουσιάσω ένα απόσπασμα:
" Συζήτησαν, για τα τελευταία γεγονότα στην Αθήνα. Προχθές στη Νίκαια, του είπε η Αριάδνη, κάηκαν τέσσερις Πακιστανοί ζωντανοί σ΄ένα αυτοσχέδιο τζαμί. Ανάμεσα τους κι ένα πεντάχρονο αγόρι, Βρήκαν τους δράστες σήμερα, δύο εφήβους. " Απίστευτο! " αναφώνησε. " Παιδιά που καίνε άλλα παιδιά! Είδα τις φωτογραφίες τους στην τηλεόραση κι έπαθα σοκ. Αναγνώρισα έναν από αυτούς. Είχε φέρει τον άρρωστο σκύλο του στο ιατρείο μου πέρσι. Ήταν τόσο τρυφερός και αφοσιωμένος στο σκυλί του, σχεδόν έκλαιγε. Πώς μπορεί κάποιος να αγαπάει τόσο πολύ τα ζώα και να μισεί τους ανθρώπους; " Ήταν ένα ερώτημα που πιο πολύ απηύθυνε στον εαυτό της παρά στον Μέλσι.
" Ο Χίτλερ αγαπούσε πολύ τα ζώα. Είχε τρέλα με τα σκυλιά", είπε ο Μέλσι. Η Αριάδνη σιώπησε. Εκείνος κατάλαβε ότι ήταν το είδος της σιωπής που προδίδει παρεξήγηση. " Μη γίνεσαι χαζή. Ο Χίτλερ αγαπούσε τα ζώα γιατί τα έβρισκε φυλετικά πιο καθαρά από τους ανθρώπους", διευκρίνισε αμέσως μετά. Εκείνη γέλασε. Παρατήρησε ότι ως κτηνίατρος δεν έβρισκε κανένα λόγο γιατί να εμπιστευτεί όσους αγαπούν τα σκυλιά. Αρκεί να εμπιστευτούμε τα ίδια τα σκυλιά, είπε. ...
Σίγουρα ένα βιβλίο, από αυτά που έχεις στη συνέχεια να συζητήσεις πολλά!
Οι δικοί μας νέοι, που μετανάστευσαν στις χώρες της βόρειας Ευρώπης και θα πρέπει να ενσωματωθούν στις εκεί κοινωνίες, πιθανόν πολλές φορές να νιώθουν το ίδιο. Να ευλογούν τη νέα χώρα και να αρνούνται τη γενέτειρα ή και αντιστρόφως να αισθάνονται καθημερινά ότι η οικονομική συγκυρία τους "έριξε" σε λάθος χώρα. Το πιο ευτυχές σενάριο είναι αν μπορείς να δεχθείς, με πολλές διαγραφές στη μνήμη σου, την επανεκίνηση της ζωή σου. Πράγμα, που σίγουρα γίνεται, αλλά αφήνει πίσω πολλές πληγές, οι οποίες αν και φαίνονται επουλωμένες, σίγουρα, κάποια στιγμή, θα αρχίσουν να τρέχουν αίμα και πάλι.
Στο μυθιστόρημα αυτό, παρακολουθούμε επιπλέον την ιστορία ενός ανδρόγυνου Εβραίων της Θεσσαλονίκης, που μαζί με τον μικρό τους γιο τον Ίσα, καταφεύγουν στην Αλβανία, για να γλιτώσουν από τους διωγμούς των Ναζί. Για να το πετύχουν αυτό, αλλάζουν τα ονόματα τους, κρύβονται πίσω από νέες ταυτότητες τις οποίες δεν μπορούν να αποβάλλουν ούτε όταν καταρρέει ο άξονας και απελευθερώνεται η χώρα μας. Εγκλωβίζονται στη νέα τους πατρίδα, διαγράφουν οριστικά από τη ζωή τους ότι θα τους συνέδεε με την καταγωγή τους, συμπεριφέρονται ως καλοί Αλβανοί, είναι πιστοί στοκαθεστώς. Είναι σίγουροι ότι τα ίχνη του παρελθόντος έχουν σβήσει για πάντα. Μέχρι που αρκετά χρόνια μετά, ο Ίσα ο οποίος δουλεύει στην Εθνική Βιβλιοθήκη των Τιράνων, στο τμήμα των απαγορευμένων βιβλίων, ζει μια στιγμή απαγορευμένου πάθους με μια Κινέζα συναγωνίστρια, η οποία βρίσκεται στα Τίρανα, στα πλαίσια κάποιου προγράμματος μορφωτικών ανταλλαγών. Απαγορευμένου πάθους, όχι μόνο διότι είναι παντρεμένος αλλά και διότι το καθεστώς απαγορεύει τις σχέσεις μεταξύ των συντρόφων που προέρχονται από άλλη χώρα (!). Ο πρώην συμφοιτητής του, συνδιεκδικητής της Μπόρα, της γυναίκας πλέον του Ίσα, πανίσχυρος αρχηγός τώρα των μυστικών υπηρεσιών, βρίσκει την ευκαιρία, να στριμώξει τον Ίσα. Του αποκαλύπτει ότι το καθεστώς γνωρίζει την καταγωγή του, την οποία αν αποκάλυπτε θα τον ενέτασσε αυτόματα στους εχθρούς του καθεστώτος καθότι το Ισραήλ είναι το ισχυρό δεκανίκι του Ιμπεριαλισμού. Τον μεταθέτει σε μια αγροτική βιβλιοθήκη, τιμωρία ουσιαστικά ανώδυνη, φροντίζοντας όμως παράλληλα, σίγουρα εκβιάζοντας με κάθε τρόπο, να κερδίσει αυτός, αυτή τη φορά τη Μπόρα. Ο Ίσα πληγώνεται όταν ανακαλύπτει ποιο είναι το τίμημα της δικής του ελάχιστης τιμωρίας από το καθεστώς και αποφασίζει να εκδικηθεί....
Κλείνοντας αυτή μου την παρουσίαση του συγγραφέα και του τελευταίου βιβλίου του, θα ήθελα να παρουσιάσω ένα απόσπασμα:
" Συζήτησαν, για τα τελευταία γεγονότα στην Αθήνα. Προχθές στη Νίκαια, του είπε η Αριάδνη, κάηκαν τέσσερις Πακιστανοί ζωντανοί σ΄ένα αυτοσχέδιο τζαμί. Ανάμεσα τους κι ένα πεντάχρονο αγόρι, Βρήκαν τους δράστες σήμερα, δύο εφήβους. " Απίστευτο! " αναφώνησε. " Παιδιά που καίνε άλλα παιδιά! Είδα τις φωτογραφίες τους στην τηλεόραση κι έπαθα σοκ. Αναγνώρισα έναν από αυτούς. Είχε φέρει τον άρρωστο σκύλο του στο ιατρείο μου πέρσι. Ήταν τόσο τρυφερός και αφοσιωμένος στο σκυλί του, σχεδόν έκλαιγε. Πώς μπορεί κάποιος να αγαπάει τόσο πολύ τα ζώα και να μισεί τους ανθρώπους; " Ήταν ένα ερώτημα που πιο πολύ απηύθυνε στον εαυτό της παρά στον Μέλσι.
" Ο Χίτλερ αγαπούσε πολύ τα ζώα. Είχε τρέλα με τα σκυλιά", είπε ο Μέλσι. Η Αριάδνη σιώπησε. Εκείνος κατάλαβε ότι ήταν το είδος της σιωπής που προδίδει παρεξήγηση. " Μη γίνεσαι χαζή. Ο Χίτλερ αγαπούσε τα ζώα γιατί τα έβρισκε φυλετικά πιο καθαρά από τους ανθρώπους", διευκρίνισε αμέσως μετά. Εκείνη γέλασε. Παρατήρησε ότι ως κτηνίατρος δεν έβρισκε κανένα λόγο γιατί να εμπιστευτεί όσους αγαπούν τα σκυλιά. Αρκεί να εμπιστευτούμε τα ίδια τα σκυλιά, είπε. ...
Σίγουρα ένα βιβλίο, από αυτά που έχεις στη συνέχεια να συζητήσεις πολλά!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Όλα τα σχόλια σας με χαροποιούν και τυγχάνουν απάντησης.