Η συμμετοχή μου, στο λογοτεχνικό δρώμενο: Εικόνα και Φράση #1#, που διοργάνωσε με μεγάλη επιτυχία, η αγαπητή μας Mary Petrax από την Γήινη Ματιά!
Ο Διογένης καθόταν ακριβώς απέναντί της, ενώ εκείνη, όρθια σε ένα αντικριστό τους τραπέζι κάτι έλεγε στην παρέα της. Ευδιάθετη, μία γύριζε προς τα δεξιά της που βρισκόταν η θάλασσα, μια προς την άλλη στα καφέ που βρίσκονταν στη σειρά, τα χέρια της μια υψώνονταν σαν να ήθελαν να ακουμπήσουν τον ήλιο που έκρυβε η τέντα, μια άνοιγαν σαν να ήθελαν να τους αγκαλιάσει όλους, μια χαμήλωναν σαν να τους θύμιζε ότι κάπου εκεί, βρίσκεται το τέλος του κόσμου. Σίγουρα θεατρίνα θα είναι σκέφτηκε ο Διογένης, μπορεί να παίζει κάποιον ρόλο. Το πρόσωπό της κοριτσίστικο, όμορφο, μα σκοτεινό σαν τον ρόλο που υποδυόταν εκείνην την ώρα, σε κάθε αποστροφή του λόγου της έπαιρνε την κατάλληλη έκφραση. Φόβου και οργής. Όπως οι κινήσεις της χόρευαν το ελαφρύ φόρεμα πάνω στο κορμί της, ο Διογένης νόμισε ότι ξαφνικά είχε μεταφερθεί σε κάποιο παράταιρη θεατρική σκηνή, όπου η «θεά» που λικνιζόταν απέναντι του τον καλούσε να χορέψει μαζί της. Σηκώθηκε όρθιος στη θέση του, κάποιος από την παρέα του τον κοίταξε παράξενα για λίγο, παρακαλούσε να τον προσέξει για μια στιγμή, να κερδίσει έστω μια φευγαλέα ματιά της. Τότε άκουσε τα χειροκροτήματα, οι φίλοι της είχαν σηκωθεί όρθιοι και την επευφημούσαν και τότε μόνο το πρόσωπό της μαλάκωσε, γλύκανε, χαμογέλασε σε όλους με ικανοποίηση. Τι ήταν αυτό που τους παρουσίασε εκεί μπροστά τους και τους ενθουσίασε τόσο; Δεν μπόρεσε να καταλάβει.
Η παρέα του ούτε που πήρε χαμπάρι, ο ένας άναψε κι άλλο τσιγάρο, ο άλλος ρούφηξε με ευχαρίστηση μια ακόμα βαθιά γουλιά απ’ τον καφέ του, ο τρίτος έλεγξε για πολλοστή φορά το κινητό του για μηνύματα. Μόνο ο Διογένης έστεκε ακόμη όρθιος, εκείνη ζητούσε συγνώμη από την παρέα της, έπρεπε να φύγει, αυτό κατάλαβε ότι τους είπε, εκείνοι δυνατά την αποχαιρέτησαν θυμίζοντας της το αποψινό πάρτι κι εκείνη φεύγοντας, του βεβαίωσε ότι θα τους βρει εκεί. Με βιασύνη σχεδόν δρασκέλισε το τραπέζι τους και βρέθηκε να την ακολουθεί από πίσω. Η παρέα του τον γιούχαρε μα εκείνος δεν τους έδωσε καμία σημασία.
Βρισκόταν στο κατόπι της, πήγαινε προς το παλιό Διοικητήριο
του νησιού, κρατούσε μια απόσταση από εκείνην που όλο μίκραινε. Εκείνη πέρασε μπροστά από ένα άλλο
καφέ της περιοχής, χαιρέτησε εγκάρδια τον ιδιοκτήτη, εκείνος την κάλεσε για ένα
ποτό, "αργότερα" του απάντησε και συνέχισε το δρόμο της, ο Διογένης για λίγο
στάθηκε, έκανε ότι κάτι κοίταζε στην βιτρίνα του μαγαζιού με τα τουριστικά είδη,
όταν την είδε να συνεχίζει τον δρόμο της, την ακολούθησε και πάλι. Κατέβηκε τα ασπρισμένα σκαλοπάτια προς τη θάλασσα, βγήκε στο
παραλιακό, συνέχισε προς τους βράχους που έφτιαχναν τον κυματοθραύστη πριν την παραλία, πρέπει να τον είχε δει, εκείνον
δεν τον ενδιέφερε πια να κρυφτεί, κάποια
στιγμή γύρισε προς τα πίσω και του χαμογέλασε ενώ πατούσε γερά το πόδι της
στον βράχο που είχε μπροστά της για να τον ανέβη. Εκείνος πλησίασε κι άλλο, την
χαιρέτησε, δεν του απάντησε μόνο συνέχισε να σκαρφαλώνει, βγήκε από την πίσω
πλευρά, στα πόδια της η θάλασσα, στο βάθος η παραλία με τους λουόμενους ενώ η μικρή
πόλη ούτε που φαινόταν πια. Κάθισε σε έναν βράχο, έβγαλε τα σανδάλια της κι
έβρεξε τα πόδια της, εκείνος στάθηκε πιο πέρα, την κοιτούσε αμίλητος, έψαξε
τα τσιγάρα του, μόνο τον αναπτήρα βρήκε, πρέπει από την φούρια του να μην την χάσει να τα ξέχασε στο τραπεζάκι του καφέ που
καθόταν πριν λίγο, εκείνη τον κοίταξε
στα μάτια.
-Γειά σου;
-Σε χαιρέτησα πιο πριν, δεν με άκουσες;
-Σου απαντώ τώρα! Δεν σου κάνει;
-Ναι, ναι… νόμισα ότι δεν με άκουσες.
-Σε άκουσα. Γιατί με ακολουθείς;
-Η παράστασή σου, μου έκανε εντύπωση!
-Παράσταση; Κάθε άλλο. Κάτι τους έλεγα κι ήθελα απλώς να τους
κινήσω το ενδιαφέρον.
-Και ξεσήκωσες το ενδιαφέρον όλης της καφετέριας.
-Υπερβολές. Εκτός από σένα δεν είδα κανέναν άλλο να ενδιαφέρεται. Πως σε λένε; Εγώ είμαι η Ξένια.
-Διογένης! Χάρηκα για την γνωριμία.
-Γιατί χάρηκες; Ούτε που με ξέρεις.
Εκείνος κάθισε κοντά σε κείνην.
-Έτσι συνηθίζεται να λένε. «Χάρηκα για την γνωριμία.» Ποια
είσαι λοιπόν;
-Δεν νομίζω ότι περιμένεις αληθινά να σου περιγράψω ποια
είμαι.
-Μυστήρια είσαι.
-Έτσι λένε όλοι.
-Και δεν δε πειράζει αυτό;
-Έχω μάθει να πορεύομαι. Εξάλλου ποιος είναι νορμάλ στην εποχή
μας;
-Εξαρτάται τι εννοείς νορμάλ.
-Ωραίος! Έρχεσαι στα λόγια μου. Η αλήθεια είναι ότι δεν μου αρέσουν
πολύ οι άνθρωποι. Συνήθως είναι βαρετοί. Και το νησί αυτό. Μακάρι να μπορούσα
να είχα ήδη φύγει.
-Πού θα ήθελες να είσαι τώρα; Δεν μπορώ να φανταστώ καλύτερο
μέρος για κάποιον στο μεσοκαλόκαιρο από ένα νησί.
-Σε ένα δάσος, με ψηλά και πυκνά δέντρα όπου ο ήλιος δεν θα
έφτανε ως κάτω. Όπου θα ακουμπούσες το
χέρι σου κάτω και θα ένιωθες την υγρή πατημασιά του λύκου που μόλις πέρασε. Που
στο βάθος του, από κάθε κατεύθυνση θα άκουγες τα κρωξίματα πουλιών και
γρυλίσματα των αγριμιών. Που θα σταματούσε η καρδιά σου με το που θα αισθανόσουν κάποιο τσάκισμα των κλαδιών.
-Δεν φοβάσαι να πηγαίνεις μόνη στο μονοπάτι του δάσους;
-Δεν είμαι η Κοκκινοσκουφίτσα, αν αυτό φοβάσαι.
-Κι αν ο λύκος βρίσκεται δίπλα σου;
Εκείνη μετακινήθηκε πιο κοντά του και τον κοίταξε στα μάτια.
-Κι αν ο λύκος είμαι εγώ;
-Αδυνατώ να το πιστέψω.
-Ως συνήθως, είσαι εγκλωβισμένος στα στερεότυπα. Κάθε κορίτσι είναι
η Κοκκινοσκουφίτσα που απειλείται από τον κακό λύκο, που είστε εσείς τα αγόρια.
Τον πλησίασε ακόμα περισσότερο, μέχρι που τον έφτασε. Το
στόμα της ακούμπησε στο αυτί του.
-Πες μου! Την νιώθεις την ανάσα του;
Εκείνος ξέφυγε προς τα πίσω.
-Είσαι παράξενη! Το ξέρεις;
-Γιατί; Επειδή σου χαλάω την εικόνα του αθώου θύματος που θα
κατασπαράξεις με τη γοητεία σου; Γιατί
με ακολούθησες;
-Διότι εσύ είσαι, που γοήτεψες εμένα!
-Δεν κάνω εγώ τέτοια. Απλώς παίζω θέατρο. Αυτό μου αρέσει,
αυτό κάνω όλη μου τη ζωή. Μου αρέσει που μπορώ να ξεβολεύω τον καθένα από την
σιγουριά που πιστεύει ότι υπάρχει στη ζωή του.
-Είπες ότι δεν έπαιζες θέατρο.
-Παράσταση δεν έδινα, είπα.
-Και τώρα παίζεις θέατρο;
Τον πλησίασε, μέχρι που τον ακούμπησε και πάλι στο αυτί.
-Όχι, τώρα στα αλήθεια εγώ είμαι ο κακός λύκος.
Μία της κίνηση ήταν αρκετή για να ρίξει τον ανυποψίαστο
Διογένη στο νερό.
-Είσαι τρελή; Να γνωριστούμε ήθελα μόνο.
-Τρελή, παράξενη, μυστήρια, χαρακτήρισέ με όπως θες. Αν θες όμως να με γνωρίσεις αληθινά, να ξέρεις εγώ
με αυτούς τους κανόνες παίζω. Αν τους δέχεσαι καλώς, αν όχι, στο καλό!
Άπλωσε το χέρι της να τον τραβήξει έξω, εκείνος της το
κράτησε με δύναμη και την πήρε μαζί του, βυθίζοντας την μέσα στο αλμυρό νερό. Για λίγο στριφογύρισε ο ένας γύρω από το άλλο, μέχρι που βρέθηκαν στην επιφάνεια.
-Τώρα, αγαπητή μου Ξένια, παίζουμε με τους ίδιους κανόνες και οι δυο μας. Αν
θέλεις το πάμε από την αρχή. Αν όχι…
Το στόμα της σφράγισε το δικό του, τα χέρια της τον έδεσαν σφιχτά στην πλάτη του, ενώ
τα κορμιά του χάθηκαν στον βυθό. Ούτε εκείνη εμφανίστηκε στο πάρτι, ούτε εκείνος έδωσε κανένα σημάδι στην παρέα του.
Οι έρευνες που ακολούθησαν από το λιμενικό και την αστυνομία απέβησαν άκαρπες. Η παρέα της Ξένιας δήλωσε ότι την γνώρισαν στο καράβι και διασκέδαζαν με τον τρόπο που τους παρουσίαζε τις αλλόκοτες ιστορίες της. Ένας λίγο ζαβός που συνέχεια γυρόφερνε στο λιμάνι, είπε ότι είδε τον Διογένη να μπαίνει στο καράβι την ίδια ημέρα της εξαφάνισής του. Ποτέ δεν έδιναν σημασία στα λεγόμενά του. Μέχρι σήμερα, κανένας δεν ξέρει τι απέγιναν.