Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2024

Αλίμονο σε αυτούς που φεύγουν...


serifos
Image by Hans-Peter Muckenschabel from Pixabay

  Καθώς οι στροφές της μηχανής  έπεφταν, το πλοίο έκοβε σταθερά ταχύτητα. Ο Άλκης στεκόταν ψηλά στο κατάστρωμα κοιτάζοντας τη θέα του νησιού του, το οποίο πριν λίγα χρόνια είχε βίαια εγκαταλείψει. Απέναντι στην στεγνή πλαγιά άσπριζε το μοναδικό μεσόγειο χωριό ενώ στα δεξιά του ο λιμενοβραχίονας οριοθετούσε το χώρο δημιουργώντας μια αίσθηση ασφάλειας και οικειότητας. Στον μεγάλο, γαλήνιο κόλπο δεκάδες σκάφη διαφόρων μεγεθών απολάμβαναν τον ήλιο, ο οποίος ετοιμαζόταν να βυθιστεί πίσω από την γραμμή του ορίζοντα, στo πέλαγος μακριά για μία ακόμη φορά.  

  Η καλοκαιρινή ζέστη του δειλινού ήταν έντονη μα η θαλασσινή αύρα τον έκανε να αισθάνεται καλά. Η ματιά του εξερευνούσε όλο το μήκος της μικρής πόλης, που απλωνόταν δίπλα στο λιμάνι. Κάθε γωνιά της του ήταν οικεία, γεμάτη αναμνήσεις. Όμορφες αναμνήσεις μα και οδυνηρές, γεγονότα που τον έδιωξαν κάποτε από εκεί.

  Λίγα μέτρα χώριζαν το πλοίο από την αποβάθρα κι έπρεπε να ετοιμαστεί για την αποβίβαση. Άνοιξε το κινητό του και με μια αίσθηση ανυπομονησίας έψαξε τα μηνύματα. Κανένα νεότερο, ξαναδιάβασε το τελευταίο για μια ακόμη φορά: "Φτάνει στο τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει πια χρόνος". Κάθε λέξη φαινόταν να ηχεί σαν καμπάνα μέσα του, δίχως να γνωρίζει την πραγματική σημασία του. Το μόνο που διαισθανόταν ότι έπρεπε να κάνει, ήταν να γυρίσει στο νησί του.

  Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το είχε διαβάσει άπειρες φορές κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του προς το νησί. Μια διαλυμένη σχέση από το παρελθόν, η αμφιταλάντευση ανάμεσα στην επιθυμία του επιστρέψει στο νησί και τον πόνο που ακόμα σκίαζε την ψυχή του, η αιφνίδια απόφαση να ταξιδέψει  χωρίς ακόμη να έχει κατανοήσει το γιατί, η αποτυχία μέχρι τώρα να βάλει σε μια σειρά τη ζωή του, όλα αυτά τον αποσυντόνιζαν, εμποδίζοντάς τον τοποθετήσει τις σκέψεις του μα και τη ζωή του σε ένα λογικό πλαίσιο. Έβαλε το κινητό στην τσέπη και κινήθηκε προς την έξοδο. Από την μια αβέβαιος ακόμα αναρωτιόταν για τα επόμενα βήματά του, το μήνυμα κάπου ήθελε να τον οδηγήσει αλλά ουσιαστικά δεν του έλεγε τίποτε, συγχρόνως όμως ένιωθε την υπέροχη γαλήνη του νησιού, του δικού του τόπου να τον αγκαλιάζει εκείνη τη στιγμή.

   Περπάτησε αργά προς το κέντρο του λιμανιού, όπου οι ήχοι της μικρής του πατρίδας γλύκαναν προς στιγμή την ψυχή του. Οι ψαράδες φώναζαν ο ένας στον άλλο, τα παιδιά έτρεχαν φωνάζοντας στην αμμουδιά και οι μυρωδιές από τις ταβέρνες του νησιού αναμειγνύονταν με την αλμύρα της θάλασσας. Όσο κι αν είχε προσπαθήσει να το αρνηθεί, αυτός ήταν ο τόπος του. 

   Κάθε βήμα του τον έφερνε πιο κοντά στην αλήθεια που έπρεπε να αντιμετωπίσει. Όταν το βλέμμα του έπεσε σε μια ταβέρνα, γνώριμή του από τα παλιά, η καρδιά του χτύπησε δυνατά. Ήξερε ότι εκεί μέσα θα έβρισκε τις απαντήσεις που τόσο καιρό έψαχνε. Έριξε ένα τελευταίο βλέμμα προς τις ειδυλλιακές εικόνες του λιμανιού και μπήκε μέσα. 

  Ο Άλκης κάθισε σε ένα τραπέζι κοντά στο παράθυρο κι έριξε μια γρήγορη ματιά μήπως κι έβλεπε το πρόσωπο που ήθελε να συναντήσει. Δεν την είδε αλλά ήταν σίγουρος ότι ήταν ακόμη εκεί. Μετά από λίγο από την είσοδο μια γυναίκα μπήκε μέσα, με τα μαλλιά της να αναδεύονται από το αεράκι. Ήταν η Κατερίνα, τίποτε δεν είχε αλλάξει πάνω της, η κολλητή του από τα παιδικά χρόνια. Οι ματιές τους συναντήθηκαν και για μια στιγμή βαριά σιωπή απλώθηκε γύρω τους.

  "Το ήξερα ότι μια μέρα θα επέστρεφες!" είπε η Κατερίνα, με φωνή που έτρεμε ελαφριά.

  "Είσαι ο μόνος δικός μου άνθρωπος εδώ...", απάντησε ο Άλκης, με την καρδιά του να χτυπά δυνατά. 

  Κάθισε δίπλα του, στην αρχή με δυσκολία ανταποκρίνονταν σε όσα ο ένας ήθελε να μάθει για τον άλλο, μα όσο η ώρα περνούσε ο κόμπος στον λαιμό τους λυνόταν μέχρι που οι λέξεις άρχισαν να ξεχύνονται σαν χείμαρρος. Μίλησαν για τα νεανικά όνειρά τους, τα λάθη, την προδοσία και την απώλεια του χρόνου. Καθώς η συζήτηση βάθαινε, ο Άλκης αισθάνθηκε ότι το χάος στο μυαλό του  άρχιζε να ξεκαθαρίζει. Ο Άλκης ένιωσε την πίεση μέσα του να χαλαρώνει, τη βεβαιότητα ότι αυτή η συνάντηση ήταν η ευκαιρία του για ένα νέο ξεκίνημα, που τόσο χρειαζόταν στη ζωή του.

  "Πες μου, μην σταματάς," της είπε, "έχω ανάγκη να ακούσω όλη την αλήθεια."

  Η Κατερίνα άρχισε να αφηγείται τα γεγονότα που είχαν συμβεί όλα αυτά τα χρόνια. Όσο μιλούσε, ο Άλκης αισθανόταν τον χρόνο να διαλύεται. Τα λόγια της τον πλήγωναν για μία ακόμη φορά αλλά συγχρόνως η φωνή της έφτανε στα αυτιά του σαν μια γλυκιά μελωδία που έγιαινε σιγά-σιγά τις πληγές του παρελθόντος.

  "Μετά την αναχώρησή σου" είπε, "τα πράγματα έγιναν δύσκολα. Οι περισσότεροι πίστευαν ότι θα χανόσουν για πάντα. Κάποιοι λίγοι έδιναν μια ευκαιρία στην επιστροφή σου. Μεταξύ αυτών κι εγώ!"  

   Ο Άλκης ένιωθε την ενοχή να τον πνίγει, αλλά ήταν έτοιμος να ακούσει. "Δεν ήθελα να φύγω, Κατερίνα. Έπρεπε να το κάνω, ο τόπος ξαφνικά είχε γίνει πολύ μικρός, με έπνιγε, έφυγα για να γλιτώσω αλλά τελικά πουθενά δεν μπόρεσα να ησυχάσω."

   "Το ξέρω!", είπε εκείνη. "Ήμουν η μόνη που ήξερα!. Το πόσο την αγαπούσες από τότε που ήμαστε παιδιά, το σύντομο δέσιμό σας και το λάθος της το οποίο ποτέ δεν μου αρνήθηκε, η δική σου οργή και η δική της απογοήτευσηη πτώση της στα χέρια εκείνου που απλώς την περιέφερε ως τρόπαιο στο νησί. Την πράξη της εκείνη εσύ την θεώρησες ως προδοσία, και ήταν, αλλά από την άλλη πώς μπόρεσες να βάλεις στην άκρη όλη εκείνην την αγάπη που νιώθατε ο ένας για τον άλλο; Δεν σβήνουν εύκολα αυτά τα συναισθήματα. Το ξέρεις πολύ καλά αυτό όπως το ήξερε κι εκείνη."

 "Φοβόμουν, ήμουν αδύναμος, τόσο μικρός απέναντι της, ενώ εκείνη έφερνε βόλτα μόνη της όλο το νησί. Δεν το άντεχα αυτό!"

  Οι λέξεις που αντάλλαξαν τον χτύπησαν βίαια, σαν ξύπνημα από το τέλμα στο οποίο είχε χαθεί και για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, ένιωσε την επιθυμία να κερδίσει τον χαμένο χρόνο, ένιωθε έτοιμος να δώσει την μάχη, που όφειλε να είχε κάνει πριν από χρόνια.  

  "Και η Μαρία;" ρώτησε τολμώντας επιτέλους να πει το όνομά της ενώ η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. "Πώς είναι; Τι κάνει σήμερα;"

  Η Κατερίνα τον κοίταξε για λίγο. Το βλέμμα της σκοτείνιασε.  

"Η Μαρία έφυγε… πριν από δύο μέρες. Όλα αυτά που της συνέβησαν, ο γάμος της που διαλύθηκε με επώδυνο τρόπο, η μοναξιά που βίωνε όλον αυτόν τον καιρό, οι μνήμες των ευτυχισμένων χρόνων που δεν την άφηναν να ησυχάσει, το κλείσιμο στον εαυτό της και η άρνηση της για οποιαδήποτε βοήθεια, η εγκατάλειψη του εαυτού της, δεν άντεξε. Έξω από το σπίτι της έπεσε, εγκεφαλικό είπε ο ιατρός, δεν ξανασηκώθηκε."  

  Το νέο τον συγκλόνισε. Η Μαρία, η πρώτη του αγάπη, η μοναδική του αγάπη, είχε φύγει. Συνειδητοποίησε ότι δεν είχε προλάβει να της πει αντίο για λίγες μόλις ώρες. Αν δεν άφηνε τις μέρες να κυλίσουν αναποφάσιστος από τότε που πήρε το μήνυμα στο κινητό του,  ίσως όλα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά. 

 "Λυπάμαι!” ψέλλισε. "Δεν... δεν ήξερα! Δεν το φανταζόμουν καν!"

  Η νύχτα προχωρούσε και η ταβέρνα γέμιζε με γέλια και τραγούδια. Η Κατερίνα στα σύντομα διαλείμματά της, καθόταν δίπλα του λέγοντάς του λόγια υποστήριξης.  

  "Πρέπει να κάνεις κάτι!" του είπε. "Να επιστρέψεις στην Μαρία, στην μνήμη της. Να της πεις όσα κρατάς μέσα σου."

  Έπρεπε να σκεφτεί σοβαρά την πρόταση της Κατερίνας. Το μυαλό του άρχισε να συνθέτει εικόνες από το παρελθόν, όταν νεαροί ανέμελα διασκέδαζαν, εκείνη εκθαμβωτική, η ψυχή της παρέας, ενώ αυτός έστεκε δίπλα της τόσο μα τόσο μικρός έστω κι αν την αγαπούσε με όλο του το είναι. Γι΄ αυτό τον απάτησε;  Γι΄ αυτό δεν μπόρεσε να την διεκδικήσει και πάλι;

  "Έχεις δίκιο!" είπε τελικά με αποφασιστικότητα. "Θα βρω τον τρόπο να την τιμήσω. Και εσύ, Κατερίνα, είσαι η μόνη που ήξερες την αλήθεια και από τις δύο πλευρές. Θέλω να είσαι δίπλα μου!"

  "Ήμουν κάτι παραπάνω από την καλύτερή σου φίλη, μην το ξεχνάς!" και οι δυο τους αντάλλαξαν ένα χαμόγελο. Το πρώτο του μετά από καιρό.

  Μετά τα μεσάνυχτα, όταν η κίνηση αραίωσε στο μαγαζί, βγήκαν έξω με το φως του φεγγαριού να τους καθοδηγεί. Καθώς περπατούσαν κατά μήκος του λιμανιού το κύμα χτυπούσε απαλά στο τσιμέντο και σε συνδυασμό με τους ήχους του νησιού δημιουργούσαν μια μαγευτική μελωδία. Η γνώριμοι αυτοί ήχοι κατέκλυσαν τον Άλκη με αισθήματα συγκίνησης αλλά και μια αίσθηση ελευθερίας. Όλα όσα είχε αφήσει πίσω, όλα όσα είχε φοβηθεί, τώρα φάνταζαν ανώδυνα.

  "Πού πάμε;" ρώτησε η Κατερίνα, κοιτάζοντας τον με περιέργεια.

  "Στην παραλία!" απάντησε ο Άλκης. "Εκεί που μας άρεσε να καθόμαστε τα βράδια. Σίγουρα εκεί τριγυρίζει η ψυχή της αυτήν την ώρα."

  Το φεγγάρι έριχνε το ασημένιο φως του πάνω στην άμμο. Μόνο το σκάσιμο των αδύναμων κυμάτων ακούγονταν. Όταν έφτασαν, ο Άλκης ένιωσε τη  θάλασσα να τον καλεί. Στάθηκε απέναντί της ενώ το μυαλό του, η ψυχή του, η καρδιά του, γέμιζαν με την παρουσία της Μαρίας. Έκλεισε τα μάτια του και άφησε τις αναμνήσεις να τον πλημμυρίσουν.

  "Μαρία!" ψιθύρισε, "είσαι εδώ;"

  Η Κατερίνα στεκόταν δίπλα του, με μια έκφραση κατανόησης. 

  Ανάπνευσε βαθιά, προσπαθώντας να εστιάσει στα όσα είχε να πει. "Ήθελα να σου πω… ότι λυπάμαι. Λυπάμαι που δεν ήμουν εκεί όταν με χρειαζόσουν. Για το φευγιό μου! Δεν άντεχα να σε βλέπω πια... Ο εγωιστής εαυτός μου πρόδωσε την αγάπη που πάντα ένιωθα για σένα... συγνώμη!"

  Η θάλασσα φαινόταν να του απαντά, με κύματα που σκαρφάλωναν στην ακτή, σαν να τον ενθάρρυναν να προχωρήσει. "Αλλά τώρα, θέλω να ξέρεις ότι πάντα σε κουβαλούσα στην καρδιά μου. Δεν σε ξέχασα ποτέ. Ούτε για μια στιγμή!"

  Η Κατερίνα, νιώθοντας την έντασή του, του έπιασε τον ώμο με μια κίνηση που όριζε ότι έπρεπε να συνεχίσει. 

  Ενθαρρυμένος από την παρότρυνση της Κατερίνας, έκανε μερικά ακόμα βήματα μέχρι που το νερό έβρεξε τα πόδια του, σαν να μια πράξη εξιλέωσης απ΄ όσα τον βάραιναν. "Μαρία, αν με ακούς… θέλω να ξέρεις ότι ήσουν πάντα η πηγή της χαράς μου. Κάθε στιγμή που περάσαμε μαζί ήταν ένα δώρο, το οποίο ποτέ δεν εκτίμησα όσο έπρεπε."

  Η θάλασσα απαντούσε με τον απαλό παφλασμό της και ο Άλκης ένιωθε την καρδιά του να ηρεμεί. "Ήσουν το φως που με καθοδηγούσε, και τώρα που είμαι εδώ, το μόνο που ζητώ είναι να κρατήσω ζωντανές τις αναμνήσεις μας. Να σου ζητήσω συγνώμη, για την αδυναμία μου, τη φυγή μου, που σε άφησα, που δεν πάλεψα για σένα!"

  Αντίκρυ του το φεγγάρι σαν να είχε λαμπρύνει ακόμη περισσότερο και τότε για μια ελάχιστη στιγμή μόνο, εμφανίστηκε εκείνη να του χαμογελάει. Η ψυχή του πλημμύρισε γαλήνη. Δεν λάθεψε, ήταν εκεί, πιστή στις παλιές τους συνήθειες.

  Η Κατερίνα στεκόταν δίπλα του, έτοιμη να τον στηρίξει. "Πρέπει να φύγουμε!" του είπε τελικά. "Έκλεισε ένα κεφάλαιο της ζωής σου και οφείλεις να ανοίξεις το επόμενο, τώρα!"

  Ο Άλκης γύρισε προς την Κατερίνα. "Ναι! Έχεις δίκιο! Ας επιστρέψουμε."

  Στη μέση του δρόμου της επιστροφής η Κατερίνα τον πήρε στην αγκαλιά της, εκείνος αφέθηκε τελείως. Τον πλησίασε ζητώντας τα χείλη του κι εκείνος ανταποκρίθηκε.

"Είμαστε ακόμη εδώ..."

"Η ζωή δεν περιμένει. Το έχω πάρει το μάθημά μου!"

  

Η παραπάνω ιστορία είναι εμπνευσμένη από το συγγραφικό δρώμενο του Giannis Pit, με τίτλο: Μια ιδέα - Μια έμπνευση, 3ος κύκλος

  Η αρχική ιδέα ήταν:  Φτιάξε μια ιστορία με το παρακάτω κείμενο: "Ο θόρυβος των μηχανών ελαττώθηκε. Οι στροφές έπεφταν καθώς το πλοίο ήδη έκοβε ταχύτητα. Έστεκε ψηλά στο κατάστρωμα, το θαλασσινό αγέρι ανέμιζε τα μαλλιά του/της. Στα δεξιά ο μεγάλος λιμενοβραχίονας του λιμανιού οριοθετούσε το λιμάνι. Ένα λιμάνι μεγάλο, όμορφο. Στα δεξιά δεμένα, σαν πολύχρωμα στολίδια διάφορα σκάφη και στα αριστερά στο κέντρο, ο άδειος χώρος για τον οποίο το πλοίο που τον/την μετέφερε ήδη είχε βάλει ρότα. Η καλοκαιρινή ζέστη του δειλινού ήταν εμφανής και η υγρασία μούσκευε το κορμί του/της. Άπλωσε το βλέμμα του/της σε όλο το μήκος του λιμανιού. Ένα υπέροχο καρτ-ποστάλ ήταν ζωγραφισμένο στα μάτια του/της. Λίγα μέτρα χώριζαν το πλοίο από την αποβάθρα και έπρεπε να ετοιμάζεται για την αποβίβαση. Άνοιξε το κινητό του/της. Έψαξε τα μηνύματα, στάθηκε στο τελευταίο και διάβασε προσεκτικά: “Φτάνει στο τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει πια χρόνος” Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το είχε διαβάσει άπειρες φορές στη διαδρομή προς το νησί. Έβαλε το κινητό στην τσέπη και κινήθηκε προς την έξοδο. Ένιωθε τόσο παράξενα. Οι σκέψεις έρχονταν να πλημμυρίσουν το μυαλό του και έδεναν με την υπέροχη γαλήνη του νησιού..."

Φίλε Γιάννη σε ευχαριστώ, για την ευκαιρία που μας δίνεις να γράφουμε πράγματα πέρα από αυτά που καταρχήν έχουμε στο μυαλό μας.

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2024

Γλυκύς Σεπτέμβρης

   Το είχα πει από καιρό, το είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου, ότι μόνο Σεπτέμβριο θα γύριζα στο νησί μου.

  Οι λόγοι προφανείς: Ξέρετε εσείς κανένα νησί που πορεύεται από τον τουρισμό, στο οποίο ο Ιούλιος ή ο Αύγουστος, μπορούν να σου εγγυηθούν ότι δεν θα ταλαιπωρηθείς τουλάχιστον;

  Έτσι και η Κάρπαθος! Παραλίες κατάμεστες στις οποίες θα πρέπει να βρίσκεσαι από νωρίς το πρωί, αν θέλεις να έχεις τύχη με κάποια ομπρέλα (κι αν είσαι διατεθειμένος να πληρώσεις το αντίτιμο της βέβαια), πάρκινγκ που σε αναγκάζει να βάλεις χίλια δυο σημάδια για να θυμάσαι, που έβαλες τελικά το αυτοκίνητό σου, πλήθος κόσμου, που σου στερεί τη χαρά να δεις επιτέλους, αυτούς που πραγματικά θέλεις. Και δεν εννοώ να παραμείνεις σε έναν απλό χαιρετισμό, αλλά να μπορέσεις να ανταλλάξεις δυο κουβέντες παραπάνω, σαν άνθρωπος προς άνθρωπο. Είναι βλέπεις οι μήνες που ο μεγαλύτερος όγκος των τουριστών αλλά και των μεταναστών, αναζητά να ζήσει το θερινό του όνειρο. Οι πρώτοι βάζουν στο στόχαστρο τους τις παραλίες, την παρούσα ακόμη παράδοση, την άγρια ομορφιά του νησιού. Οι δεύτεροι να ικανοποιήσουν έστω για λίγο τον Νόστο για την ιδιαίτερη Πατρίδα τους, να συμμετάσχουν σε χαρές και Πανηγύρια, να ανοίξουν και πάλι τα κλειστά τους σπίτια.

  Ο Σεπτέμβρης έχει άλλη χάρη!

  Έχει τη γλυκιά μελαγχολία του καλοκαιριού που φεύγει και την απατηλή προσδοκία ότι στο τέλος του, μπορεί να μας δώσει όσα δεν πρόλαβε πιο μπροστά. Σου δίνει τη χαρά να συναντάς και να συζητάς με ανθρώπους με τους οποίους στο παρελθόν σε έδεναν πολλά μαζί τους κι ο αχός του καλοκαιριού σας περιορίζει σε έναν χαιρετισμό κάποιων δευτερολέπτων. Τον μήνα αυτόν κανένας δεν βιάζεται, ότι βιάση υπήρχε εξαντλήθηκε στην κοσμοχαλασιά του Αυγούστου. 

  Αλλά και η φύση έχει μια ημερότητα, μια ηρεμία, που αληθινά σε ξεκουράζει. Τα μελτέμια έχουν εγκαταλείψει πλέον τον τόπο, η θάλασσα είναι ζεστή, παραδόξως σου δίνει την αίσθηση ότι είναι πιο ζεστή από το καλοκαίρι, ο πρωινός καφές στον παραλιακό με θέα το Επαρχείο, τη θάλασσα και το λιμάνι σου εγγυάται ένα καλό ξεκίνημα για την μέρα σου και η βραδινή σου βόλτα γίνεται πανηγύρι μιας κι όλοι οι παλιοί γνωστοί, δείχνουν απροκάλυπτα τη χαρά τους, που σε συναντούν και πάλι. Κι αυτό, πιστέψτε με, για μένα ήταν ιδιαιτέρως σημαντικό!

  Λίγα αυτά που απόλαυσα θα μου πείτε, μα νομίζω ιδιαιτέρως σημαντικά.

  Κλείνω με ένα φωτογραφικό αφιέρωμα από τις λίγες μέρες που ξέκλεψα για να βρεθώ και πάλι στην πατρώα γη, την αγαπημένη Κάρπαθο!


karpathos

Πρωινό στα Πηγάδια με θέα το Επαρχείο

Karpathos
Καρπάθιο Πέλαγος, θέα από ψηλά

Karpathos
Θέα προς τον κόλπο του Βρόντη και
την πρωτεύουσα του νησιού, τα Πηγάδια (Κάρπαθος)

Kasos
Θέα προς την γειτονική Κάσο

Karpathos
Παραλία στην Άφωτη


Karpathos
Άγιος Νικόλαος Αρκάσα, πριν το δειλινό.

Karpathos
Σε πρώτο πλάνο οι νέες ξενοδοχιακές μονάδες που φυτρώνουν σαν μανιτάρια
και στο βάθος, ψηλά, το Όθος, τόπος καταγωγής μου.

Aperi_Karpathos
Πανσέληνος από τη Μητρόπολη στο Απέρι.



















Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2024

Ημέρες ραδιοφώνου

Ένα παλαιότερο κείμενό μου, το οποίο όμως ταιριάζει απόλυτα με το δρώμενο της καλής φίλης Μαρία Νικολάου από το ιστολόγιο της,  το Κείμενο  , με θέμα: Ιστορίες Ραδιοφώνου. Για τον λόγο αυτό το ξαναπαρουσιάζω.... 


  Ακόμα και σήμερα που το διαδίκτυο κυριαρχεί στα πάντα, το ραδιόφωνο είναι ένα αγαπημένο μέσο, από το οποίο ενημερώνομαι, ακούω μουσική και με έχει συντροφέψει σε δύσκολες στιγμές. Όταν πρωτοήλθα σε επαφή με το μαγικό αυτό εργαλείο, εκεί στις αρχές της δεκαετίας του 70', είχε ήδη εφευρεθεί το τρανζίστορ, που αντικατέστησε τις ογκώδεις και ενεργοβόρες λυχνίες με αποτέλεσμα οι ραδιοφωνικοί δέκτες να γίνουν πιο διαχειρίσιμοι, να γίνουν συσκευές που μπορούσες να τις τοποθετήσεις όπου ήθελες, στην αυλή, στην κουζίνα ή να τις μεταφέρεις εύκολα μαζί σου, στη θάλασσα για παράδειγμα. Ακόμη και η λέξη ραδιόφωνο τότε κόντεψε να αντικατασταθεί από τη λέξη τρανζίστορ (τρανζιστοράκι). Θυμάμαι ακόμη τη Μαρινέλα το 1978 να τραγουδά:

" Να παίζει το τρανζίστορ τ' Αμερικάνικα

και συ περνάς στους δρόμους

με το μπουφάν στους ώμους

και τα πουκαμισάκια τα κοντομάνικα. "

   Το ραδιόφωνο πέρα από τον ενημερωτικό και ψυχαγωγικό του χαρακτήρα είναι συνδεδεμένο και με μνήμες, που ακόμη γλυκαίνουν το μυαλό. 

  Το πρώτο μας ραδιόφωνο ήταν ένα sanyo το οποίο αγόρασε ο πατέρας μου από τα Κανάρια νησιά, στη διάρκεια του μακρινού ταξιδιού επαναπατρισμού από την Αυστραλία. Με δερμάτινη επένδυση και λουρί, που μπορούσες να το κρεμάς στον ώμο, συνήθως όμως κρεμόταν από ένα καρφί στον τοίχο κι έπαιζε όλη την ημέρα, έτσι το θυμάμαι. Στα Μεσαία κύματα οι περισσότεροι σταθμοί τότε, τα FM με στερεοφωνικό ήχο ακόμη ήταν άγνωστα στη χώρα μας και φυσικά τα βραχέα γiα τους πολύ μακρινούς σταθμούς, από BBC ως Radio Μόσχα. Υπήρχε κι ένα άλλο, της γιαγιάς μας, Philips αυτό, ραδιοπικάπ σε βαλιτσάκι για εύκολη μεταφορά, σπουδαίο εργαλείο. Δυστυχώς κανένα από τα δύο δεν διασώθηκε, το πρώτο χάλασε από την πολύ χρήση το δεύτερο κάποια στιγμή κρίθηκε ως αχρείαστο εξαιτίας το όγκου του αλλά και της έλλειψης κασετοφώνου. Η κασέτα βλέπεις είχε εισβάλει πια στις ζωές μας, όπως στη συνέχεια τα CD, τα mp3 και τώρα τα play lists του Youtube και του Spotify. Το ραδιόφωνο όμως, είτε από τα ερτζιανά είτε διαδικτυακά, πάντα αποτελεί σταθερή αξία. 

  Οι σταθμοί που πιάναμε στις αρχές της δεκαετίας του 70' στο νησί της Καρπάθου, ήταν τρεις όλοι κι όλοι. Η ΕΙΡΤ, το ΡΙΚ (Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου) και ο σταθμός των Ενόπλων Δυνάμεων (ΥΕΝΕΔ), από την ανατολική μόνο μεριά του νησιού.

  Κυρίως άκουγα τραγούδια. Ήμαστε τυχεροί διότι πέσαμε σε μια εποχή που έβγαιναν πραγματικά σουξέ, τα οποία σήμερα ακούμε με νοσταλγία. Από νέο κύμα ως ελαφρολαϊκό τραγούδι, με σπουδαίους ερμηνευτές. Πρόχειρα μου έρχονται στο μυαλό, Κυρά Γιώργαινα, ο Γιώργος που πάει, του Γιάννη Καλατζή, Αδέλφια μου Αλήτες πουλιά, Του Τόλη Βοσκόπουλου, Αχ χελιδόνι μου του Γιώργου Νταλάρα, Άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε της Βίκης Μοσχολιού. Βέβαια υπήρχε και μια πολύ μεγάλη μερίδα απαγορευμένων καλλιτεχνών, που δημιουργούσαν στο εξωτερικό όπως ο Θεοδωράκης, ή ήταν αποκλεισμένοι, όπως ο Καζαντζίδης. Αυτά όλα θα άλλαζαν μετά την πτώση τη δικτατορίας, όχι όμως τόσο όσο όφειλαν τα δημόσια ραδιοτηλεοπτικά μέσα για τους μεγάλους καλλιτέχνες. Έπρεπε  να κερδίσει το ΠΑΣΟΚ τις εκλογές του 1981, για να ακουστεί πραγματικά ο Θεοδωράκης από τα ερτζιανά. 

  Βέβαια, δεν ήταν μόνο τα σουξέ αλλά και το ποδόσφαιρο. Κάθε Κυριακή, τη ίδια ώρα ακούγαμε όλους τους αγώνες της Α΄ Εθνικής, όπου οι συνδέσεις γίνονταν διαδοχικά από γήπεδο σε γήπεδο. Βλέπεις η τηλεόραση έπαιζε μόνο τα ντέρμπυ ή δεν είχε σήμα σταθερό ώστε να μπορείς να παρακολουθείς απρόσκοπτα πάντα την αγαπημένη σου ομάδα. Δεν θα ήταν υπερβολή αν έλεγες ότι κάθε Κυριακή, γύρω στις 3 μ.μ. όλος ο αρσενικός πληθυσμός βρισκόταν καρφωμένος πάνω από ένα ραδιοφωνάκι, επευφημώντας ή οικτίροντας για την τύχη της ομάδας του. 

  

Δεν ξεχνώ και τις ραδιοφωνικές σειρές, από τις οποίες οι πιο γνωστές ήταν "Με τη θεία Λένα" για τα παιδιά και "Το Σπίτι των Ανέμων", με περιπετειώδη πλοκή, για όλη την οικογένεια. Οι ακροατές αγωνιούσαν με τις σκοτεινές υποθέσεις που έπρεπε να λύσει ο  δικηγόρος-ντέντεκτιβ Λαμπίρης (Βύρων Πάλλης) και την αιώνια αγαπημένη του Τζοβάνα (Αφροδίτη Γρηγοριάδου). 

  Την πιο οδυνηρή ραδιοφωνική ανάμνηση την έχω από την εισβολή στην Κύπρο, το 1974. Από τις πρώτες μέρες χάσαμε το σήμα του ΡΙΚ. Αργότερα έμαθα, ότι η κεραία εκπομπής βρισκόταν μέσα στα κατεχόμενα και ποτέ δεν αποκαταστάθηκε. Με αγωνία συντονιζόμαστε στην ΕΙΡΤ, η οποία κι αυτή λόγω των καταστάσεων είχε ιδιαίτερα αδύναμο σήμα, για να μάθουμε κάποια είδηση, ή μάλλον για να εξυψώσουμε το έτσι κι αλλιώς πεσμένο ηθικό μας, ακούγοντας για τις ηρωικές μάχες που έδιναν οι μαχητές της ΕΛΔΥΚ και της Ελληνοκυπριακής φρουράς, που πολεμούσαν εκεί. Για να πιάνει πιο καλά το σήμα, πλησιάζαμε το ραδιόφωνο στις γειώσεις των ρολογιών της ΔΕΗ, οι οποίες ενίσχυαν το σήμα κι έτσι μπορούσαμε να ακούμε ικανοποιητικά.

  Και γίνεται επιτέλους η Παλινόρθωση της Δημοκρατίας, έχω μπει και στην εφηβεία κι όλα αλλάζουν πια με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Στο Λύκειο, αγαπημένη μου εκπομπή γίνεται αυτή του Γιάννη Πετρίδη, "από τις 4 στις 5", ναι, μεταδίδεται ακόμη και σήμερα από το πρώτο πρόγραμμα. Ροκ μουσική, ποπ, ντίσκο, ρέγγε, μουσική ενημέρωση  με ότι πιο τελευταίο κυκλοφορούσε τότε στο διεθνές στερέωμα. Όσο διάβαζα το ραδιόφωνο πάντα έπαιζε πολύ χαμηλά, ίσα ίσα για να με απομονώνει από τους έξω ήχους, μα την ώρα εκείνη το διάβασμα σταμάταγε, άκουγα με προσοχή την κάθε του πρόταση και ενδιάμεσα προσπαθούσα να γράψω και καμιά κασέτα με τα τελευταία χιτς της εποχής. Pink Floyd, οι αγαπημένοι μου από τότε. Εκείνα τα καλοκαίρια ανακάλυψα και τον ραδιοφωνικό σταθμό της της Αγγλικής Βάσης της Κύπρου, τον οποίο μόνο καλοκαίρια μπορούσα να πιάσω, λόγω των παιχνιδιών που παίζουν τα ραδιοκύματα στην ανώτερη επιφάνεια της ατμόσφαιρας. Είχαμε μπει πια στην εποχή των FM, με καθαρό ήχο δίχως παράσιτα. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τη χαρά μου, όταν άναψε το λαμπάκι στο ραδιοκασετόφωνο που είχα, που έδειχνε ότι η λήψη μου ήταν και στερεοφωνική. 

 Τελειώνω το Λύκειο και περιμένω τα αποτελέσματα των Πανελληνίων. Ναι, από το ραδιόφωνο! Να περιμένεις για ώρες, γερμένος πάνω του, για να ακούσεις και το δικό σου όνομα, μέσα από μια σειρά ονομάτων, που εκφωνούνταν ανά σχολή, άχρωμα και βαρετά για τον περισσότερο κόσμο, σε τέλεια αντίθεση με τη δική σου καρδιά, που είχε ανεβάσει τους κτύπους της στο ζενίθ, μέχρι να ακούσεις ότι είσαι κι εσύ ανάμεσα στους επιτυχόντες. Μια φορά μόνο το άκουγες το όνομά σου. Δεν υπήρχε καμία δυνατότητα για επανάληψη, για ένα δεύτερο άκουσμα, μήπως δεν άκουσες καλά, μια φορά μόνο ακουγόταν το όνομά σου κι έπρεπε να είσαι εκεί για να το ακούσεις.

  Στη συνέχεια ως φοιτητής "μελετώ" το έντεχνο, παλιό και νέο, δυστυχώς δεν θυμάμαι την εκπομπή στην ΕΙΡΤ, ξέρω μόνο ότι έπαιζε κάθε απόγευμα και την παρακολουθούσα φανατικά, απολαμβάνοντας τους μουσικούς θησαυρούς της πατρίδας μας. Χατζιδάκις, Λεοντής, Μαρκόπουλος, Λοΐζος, Μαμαγκάκης και φυσικά Θεοδωράκης, μια μουσική πανδαισία, μια μεγαλειώδη ελληνική μουσική που με έκανε υπερήφανο για την Πατρίδα μου. Σημειώνω δίσκους, συνθέτες και τραγουδιστές, κυρίως συνθέτες μιας και είναι η εποχή που τους δίσκους τους "γέμιζαν" οι συνθέτες ακόμη.

 Ο πρώτος μου διορισμός ήταν στο ακριτικό Καστελόριζο. Φεύγοντας από την Ρόδο για το νησί, προνόησα και αγόρασα από τα τουριστικά ένα τρανζιστοράκι σε μέγεθος παλάμης. Αυτό από κάποιο κατασκευαστικό λάθος, έπιανε εκτός από το πρώτο πρόγραμμα (αυτός ήταν και ο μόνος ελληνικός σταθμός) και την συχνότητα της κρατικής τηλεόρασης. Ήχος άνευ εικόνας! Χάλασε γρήγορα αλλά τουλάχιστον έβγαλε την χρονιά στο νησί.

 Λίγα χρόνια αργότερα, στην ραδιοφωνική μου ζωή μου μπαίνει ο Παύλος Γεραμάνης με την εκπομπή του, "Λαϊκοί Βάρδοι". Άριστος γνώστης, μεταξύ των άλλων και του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Σε κάθε εκπομπή του έχει καλεσμένο κι έναν παλιό λαϊκό τραγουδιστή ή κάποιον οργανοπαίχτη και ανάμεσα στα τραγούδια να διηγούνται απίστευτες ιστορίες για το Λαϊκό τραγούδι της Πατρίδας μας, από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά.

 Δεν ήμουν όμως μόνο ακροατής. Για κάποιο διάστημα θήτευσα κι ως "ραδιοπειρατής" κάνοντας με τον κολλητό μου φίλο, τον Μιχάλη, την μόνη θεματική εκπομπή του παράνομου ραδιοσταθμού του νησιού μας: "Με του βοριά τα κύματα". Θυμάμαι με αγάπη την εκπομπή για το ρεμπέτικο με καλεσμένο ντόπιο μουσικό καλλιτέχνη. Η εκπομπή όμως που καθήλωσε τον κόσμο στα ραδιόφωνα του, ήταν μια fake εκπομπή. Τάχατες από το νησί μας, πέρασε για μια μέρα ο αστρολόγος Κώστας Λεφάκης, τον οποίον υποδυόταν κάποιος καλός φίλος και... απαντούσε για ώρες στα τηλεφωνήματα των αγωνιούντων ακροατριών μας, αναλύοντας τους τον αστρολογικό τους χάρτη!!! Αργότερα, θα κάνω κι ένα σύντομο πέρασμα από τον Δημοτικό ραδιοφωνικό σταθμό με μια εκπομπή με θέματα εκπαίδευσης.

 Κάποια στιγμή, νοσηλευόμενος σε νοσοκομείο ανακάλυψα
τις μεταμεσονύχτιες εκπομπές του ραδιοφώνου, συνειδητοποιώντας παράλληλα την μοναξιά πολλών συνανθρώπων μας. Στην αρχή πίστεψα ότι οι ακροατές και συγχρόνως συνεντευξιαζόμενοι σε αυτές ήταν μόνο άνθρωποι που εργάζονταν αυτήν την ώρα και μέσα από τις εκπομπές αυτές έσπαγαν την μονοτονία του νυχτερινού κάματου. Ανακάλυψα όμως ότι η πλειονότητα τους ήταν άνθρωποι που μοιράζονταν απλώς την μοναξιά τους και η παρέα του ραδιοφωνικού εκφωνητή τους αναπτέρωνε το ηθικό, τους κράταγε όρθιους, τους έδινε ένα κάποιο έρεισμα να παλέψουν και να κρατηθούν στη ζωή ως την επόμενη εκπομπή.

 Και τα καλοκαίρια μου είναι συνυφασμένα εδώ και αρκετά χρόνια με το ραδιόφωνο. Εκεί στην αυλή μας, όταν ο ήλιος έχει πάρει την κατιούσα προς τη Δύση, αυτό παίζει, συντονισμένο κατά κύριο λόγο στο Δεύτερο πρόγραμμα του κρατικού ή έχει αντικατασταθεί από το ραδιόφωνο του κινητού, που συντονίζεται στο διαδικτυακό σταθμό, του Sohos FM, όπου παίζει έντεχνο. 

 Μα εκεί που το ραδιόφωνο πάντα ακούγεται, είναι στο αυτοκίνητο. Κάνω αρκετά χιλιόμετρα τα τελευταία χρόνια και ο ήχος του αποτελεί μια καλή συντροφιά. Μέχρι πρότινος, ήταν σταθερά συντονισμένο  στο Πρώτο πρόγραμμα του Κρατικού, δεν ξέρω γιατί,  μάλλον ήταν κάτι σαν εθισμός στα επαναλαμβανόμενα δελτία, φοβούμενος μήπως χάσω την "σπουδαία" είδηση. Από το καλοκαίρι όμως αυτό άλλαξε, τώρα "η βελόνα" έχει κολλήσει στο Δεύτερο, ελληνική μουσική κατά κύριο λόγο παίζει. Χαίρομαι σαν μικρό παιδί, να ακούω και πάλι επιτυχίες το παρελθόντος, όλων των εποχών, από το ρεμπέτικο της δεκαετίας του 20΄ ως τα σουξέ της δεκαετίας του 70', από Αττίκ ως το σύγχρονο έντεχνο, με υπέροχες και υπέροχους ραδιοφωνικούς παραγωγούς.

 Έτσι λοιπόν αγαπημένοι μου φίλοι και φίλες μπήκε το ραδιόφωνο στη ζωή μου, έτσι το αγάπησα κι έτσι πορεύομαι μαζί του ως και σήμερα. 




Τετάρτη 22 Μαΐου 2024

Οι γυναικοκτονίες στο Δημοτικό μας τραγούδι.

  Αυτή είναι η τελευταία τακτική εγγραφή μου για τη φετινή σεζόν. Αν υπάρχει λόγος, κάτι με τσιγκλήσει, θα υπάρχει κάποια έκτακτη. Όπως είναι γνωστό, το καλοκαίρι δεν γράφω τόσο, αφήνω το μυαλό μου να ξεκουραστεί, μα κυρίως να δεχθεί νέα ερεθίσματα... η εποχή προσφέρεται. Κλείνω με μια εγγραφή, που θα προσθέσει έναν επιπλέον προβληματισμό, στο σοβαρό ζήτημα της γυναικείας κακοποίησης, που με απασχολεί έντονα το τελευταίο διάστημα:

 Το να θεωρείται η γυναίκα κτήμα τους αντρός της, είναι μια πολύ παλιά αντίληψη, χιλιετιών θα μπορούσα να πω. Είναι η περίφημη πατριαρχία, η οποία επιβλήθηκε κυρίως, εξαιτίας της διαφορετικής σωματικής διάπλασης του άντρα, που μπορούσε να ανταπεξέλθει  πιο εύκολα στις προκλήσεις μιας εποχής, όπου ο ισχυρότερος στη φύση επιβίωνε. Ύστερα ήταν και η περίοδος της κύησης, όπου η γυναίκα αδυνατούσε να έχει δυναμικό ρόλο στην κοινότητά της. Όλα αυτά βέβαια θα μπορούσαν να είχαν απαλυνθεί στο πέρασμα του χρόνου, αλλά οι κοινωνικές δομές που δημιουργήθηκαν, ήταν πολύ ισχυρές για να αποδεχθούν την ισάξια θέση της γυναίκας. Κάθε μορφή εξουσίας, θρησκευτική, πολιτική κλπ, επιθυμούσε να μην αλλάξει αυτή η τάξη των πραγμάτων. 

  Σήμερα, στον Δυτικό κόσμο τουλάχιστον, φαίνεται ότι η κοινωνία είναι έτοιμη να αποδεχθεί την πλήρη ισότιμη θέση της γυναίκας. Όχι ότι το έχει πετύχει, αλλά έχουν γίνει τεράστια βήματα. Όχι όμως στην Πατρίδα μας, όπως φαίνεται απ΄ όσα τραγικά εξακολουθούν να γίνονται τα τελευταία χρόνια. Έξι γυναικοκτονίες από την αρχή της χρονιάς, δεκάδες ξυλοδαρμοί και άλλες θλιβερές καταστάσεις συνθέτουν μια θλιβερή εικόνα. Πριν λίγα χρόνια, σε εγγραφή μου εδώ, δήλωνα αισιόδοξος (δες). Τρία χρόνια αργότερα, δυστυχώς, δεν βλέπω την πρόοδο που ανέμενα στην κοινωνία μας, ίσα ίσα την βλέπω να συντηρητικοποιείται ακόμα περισσότερο, να μένει προσκολλημένη σε στερεότυπα άλλων εποχών και με λυπεί ιδιαιτέρως όταν βλέπω σε νέους ανθρώπους να ενστερνίζονται συμπεριφορές που θα έπρεπε να είχαν εκλείψει από καιρό.

  Στην εγγραφή  μου εκείνη, είχα παρουσιάσει τρία παραδείγματα από την Παγκόσμια Τέχνη, που έδειχναν πόσο βαθιά ήταν ριζωμένα τα Πατριαρχικά πρότυπα στους ανθρώπους. 

  Σήμερα θα παρουσιάσω δημοτικά τραγούδια μας, με θέμα τους την γυναικοκτονία, με διάφορες προφάσεις και δικαιολογίες. Αυτό το κάνω για να δείξω από τη μια πόσο βαθιές ρίζες έχει αυτή η ιστορία αλλά από την  άλλη θέλω να επισημάνω πόσο παράταιροι πρέπει να μας ακούγονται σήμερα οι στίχοι τους. 

  Μου αρέσουν τα τραγούδια αυτά, είναι κομμάτι της παράδοσής μας, τα

ακούω, κάποια τα έχω τραγουδήσει αλλά πάντα με σκωπτικό τρόπο, αναγνωρίζοντας ότι αυτά που πρεσβεύουν ανήκουν στο παρελθόν. Αν κάποιος θεωρεί, ότι απηχούν το σήμερα, τότε κουβαλάει μαζί του όλη τη μιζέρια εκείνης αλλά και της σημερινής εποχής. 

  Το πρώτο τραγούδι είναι το γνωστό:  Βρε Μανόλη, βρε λεβέντη, βρε καλό παιδί το οποίο τραγουδιέται σε πολλές περιοχές της Πατρίδας μας. Με λίγα λόγια, κάποιος από την παρέα του Μανόλη περηφανεύτηκε ότι είδε την γυναίκα του μέσα στον κήπο τους, ο Μανόλης αυτό το θεώρησε μεγάλη προσβολή και επιστρέφοντας μεθυσμένος στο σπίτι του, την "έσφαξε". Το πρωί ξεμέθυστος πια μετάνιωσε αλλά το κακό είχε γίνει Οι παρακάτω στίχοι είναι από την Θράκη: 

Ο Μανωλάκης. (Χορευτικό) 

 - Βρε, Μανώλη μ’, Μανωλάκη μ’, βρε καλό μ’ παιδί, (δις)

 τι καλή γυναίκα πο ’χεις, να την χαίρεσαι. (δις)

 - Πού την είδες, πού την ξέρεις τη γυναίκα μου; (δις) 

- Μες στον γκιουλ μπαξέ την είδα που σεργιάνιζε. (δις)

-Σαν την είδες και την ξέρεις, πες μας τι φορεί.(δις)

- Ασημένιο δαχτυλίδι κι άσπρο λιμαντέ. (δις) 

Ο Μανώλης μεθυσμένος πάει την έσφαξε (δις)

 το πρωί ξεμεθυσμένος κάθ’σε τ’ν έκλαψε: (δις)

-Σήκω, πάπια μ’, σήκω, χήνα μ’, σήκω νεραντζιά μ’, (δις)

 σήκω, βάλε τα χρυσά σου να πας στην εκκλησιά, (δις)

να σε δγιουν τα παλληκάρια, να μαραίνονται, (δις)

 να σε δγιω κι εγώ ο καημένος, να σε χαίρομαι. (δις) 

  Παραλλαγή του παραπάνω τραγουδιού είναι και ο περίφημος Μενούσης της Ηπείρου και όχι μόνο, μιας και τραγουδιέται σε πολλές περιστάσεις από γάμους ως τραγούδι της τάβλας, πέρασε στο σχολικό πρόγραμμα. Το τραγούδησε και η Ειρήνη Παππά, στις "Ωδές" (1979) σε μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου.


   Στην Κρήτη, έχουμε ένα δημοτικό τραγούδι, όπου η κόρη δολοφονείται από την ίδια την οικογένεια της, με πρωτοστάτη την ίδια την μητέρα της, διότι τόλμησε να δείξει συμπάθεια σε κάποιον άντρα, που όπως φαίνεται δεν είχε την έγκριση τους. Εντύπωση μου έκανε, ότι το τραγούδι αυτό το βρήκα και σε... συλλογή με νανουρίσματα. Στη νεότερη εκτέλεσή του, ο παρακατιανός που ζήτησε μια χάρη από την άτυχη κοπέλα, γίνεται Βασιλιάς, κι έτσι είναι γνωστό το τραγούδι σήμερα.

Μια κόρη ανθούς εμάζωνε κι ανθούς εκορφολόγα.
Να κάμει πέτσες με τσ' ανθούς, μαντήλια με τα ρόδα.
Κι ο Γιαννακής κατέβαινε απού λαγού κυνήγι.
Ζευγάρι ρόδα τση ζητά και τέσσερα του δίνει.
Κι η μάνα τζης, την εθωρεί π' ανάδιο παραθύρι.
Μωρή σκυλιά, μωρή βρωμιά, μωρή μαγαρισμένη.
Απού 'χεις δώδεκ' αδερφούς κι οι δώδεκ' αντριωμένοι.
Κι αργά δα 'ρθουν κι οι δώδεκα και δα σε μαντατέψω.
Κι αργά 'ρθανε κι οι δώδεκα, τη κόρη μαντατεύγει.
Ο γεις τση κόλα με σπαθί και άλλος με κοντάρι.
Κι ο ύστερος τση αδελφός μ' ένα καλαμοκάνι.
Κι η μάννα τζης τση κόλανε με τη χρυσή τζης ρόκα.
Κι ο κύρης τζης τση κόλανε μ' ένα κομμάτι κλήμα,
γιατί την ελυπούντανε, την πεντακακομοίρα.
Τη νύχτα τα μεσάνυχτα, η κόρη εψυχομάχε.
Κι η μάννα τζης στο πλάϊ της και τζαγκουρνοφωνάται.
- Ιντάχεις μάννα μου και κλαίς και τζαγκουρνοφωνάσαι;
- Κλαίω σε θυγατέρα μου, ποια ρούχα δα σου βάλω.
Η τα χρυσά ή τα΄αργυρά ή τα μαλαματένια.
Είτε τα λινοπράσινα, που σούχω στη κασέλα.
- Δε θέλω 'γώ, ούτε χρυσά, ούτ' αργυρά, ούτε μαλαματένια.
Ούτε τα λινοπράσινα, που μούχεις στη κασέλα.
Μόνο τα ρουχαλάκια μου τα ματοβουρωμένα,
που να ματοβουρώσ΄η γης και ν΄ακουστεί στη Χώρα,
πως με ματοβουρώσετε, για 'να ζευγάρι ρόδα.

  Το τραγούδι το ακούμε σε μια πράγματι σπαρακτική εκτέλεση από τους Γιώργο και Νίκο Στρατάκη , με συμμετοχή του Θανάση Βασιλόπουλου.



  Φυσικά δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και το περίφημο Γεφύρι της Άρτας, όπου θυσιάζεται η γυναίκα του Πρωτομάστορα για να στερεωθεί το γεφύρι. Μια θυσία, στην οποία συναινεί ο ίδιος, διότι η γυναίκα του ήταν αναλώσιμη μπροστά στον μεγάλο σκοπό του έργου, που έπρεπε να γίνει. Κι αυτό υπάρχει στα σχολικά εγχειρίδια. 

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες
γιοφύρι εθεμέλιωσαν στης Άρτας το ποτάμι.
Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.
Μοιρολογιούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες:
"Αλοίμονο στούς κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας,
ολημερίς να χτίζουμε το βράδυ να γκρεμιέται."
Πουλάκι εδιάβη κι έκατσε αντίκρυ στό ποτάμι,
δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σαν χελιδόνι,
παρά εκελάηδε κι έλεγε ανθρώπινη λαλίτσα:
"Αν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει,
και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα,
που έρχεται αργά τ' αποταχύ και πάρωρα το γιόμα."

Τ' άκουσ' ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει.
Πιάνει, μηνάει της λυγερής με το πουλί τ' αηδόνι:
Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα,
αργά να πάει και να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι.
Και το πουλι παράκουσε κι αλλιώς επήγε κι είπε:
"Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα,
γοργά να πας και να διαβείς της ʼρτας το γιοφύρι."

Να τηνε κι εμφανίστηκε από την άσπρη στράτα.
Την είδ' ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του.
Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέει:
"Γειά σας, χαρά σας, μάστοροι και σεις οι μαθητάδες,
μα τι έχει ο πρωτομάστορας και είναι βαργομισμένος;
"Το δαχτυλίδι του 'πεσε στην πρώτη την καμάρα,
και ποιός να μπει, και ποιός να βγει, το δαχτυλίδι νά 'βρει;"
"Μάστορα, μην πικραίνεσαι κι εγώ να πά σ' το φέρω,
εγώ να μπω, εγώ να βγω, το δαχτυλίδι νά 'βρω."
Μηδέ καλά κατέβηκε, μηδέ στη μέση πήγε,
"Τράβα, καλέ μ' τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα
τι όλον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν βρήκα."

Ένας πηχάει με το μυστρί κι άλλος με τον ασβέστη,
παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο.
"Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας!
Τρεις αδελφάδες ήμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες,
η μια 'χτισε το Δούναβη, κι η άλλη τον Αφράτη
κι εγώ η πιό στερνότερη της ʼρτας το γιοφύρι.
Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γιοφύρι,
κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες."

"Κόρη, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,
που 'χεις μονάκριβο αδελφό, μη λάχει και περάσει."
Κι αυτή το λόγον άλλαζε κι άλλη κατάρα δίνει:
"Αν τρέμουν τ' άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι,
κι αν πέφτουν τ' άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες,
γιατί έχω αδελφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει.

   Και κλείνω με ένα τραγούδι του ακριτικού κύκλου, στο οποίο η άπιστη γυναίκα του Μαυριανού, δολοφονείται από τον απατημένο σύζυγό της, ενώ την κλαίει η μάνα της, η οποία όμως είναι αυτή που την εξώθησε στην απιστία.

Ο Κωσταντής, ο Μαυριανός κι ο Αλέξης ο µεγάλος

Ετρώσασι κι επείνασι στ’ Αλέξη το περβόλι

Κι εκίνησεν ο Μαυριανός κι επαίναν την καλή του

Κι επαίναν την καλίτσαν του, την αγαπητικιάν του.

– Ως είν’ το µήλο κόκκινο και το κυδώνιν άσπρο

Και το φεγγάρι τ’ άγλαµπρον, έτσι είναι κι η κυρά µου.

– Ως είν’ το µήλο κόκκινο και το κυδώνιν άσπρο

Και το φεγγάρι τ’ άγλαµπρον, έτσι είναι κι η κυρά σου,

Μα που δανείζει και πουλεί κι είναι ντροπή δικιά σου.

– Πλουσία είναι κι ας δανεί, αρκόντισσα κι ας δίνει.

– Ε Μαυριανέ µου κι άρκοντα,

Μακάρι και να δάνειζε γρόσια ’που το πουγκί σου,

Μα που δανείζει το φιλί κι είναι ντροπή δική σου!

– Και ποιος το ’πε και ποιος το λε’ και ποιος το βεβαιώνει;

– Εγώ το ’πα και εγώ το λε’ και ’γω το βεβαιώνω.

Κι αν δε µπιστεύκεις Μαυριανέ, κι αν δεµ πιστολοάσαι

Πιάσε και τουρκοφόρεσε και βάλε άλλα ρούχα.

Και ’λλάσει και τα ρούχα του και βάλλει Τούρκου ρούχα.

Καβαλικά τον µαύρο του, στο σπίτι του πααίνει:

– Ωρα καλή σου θείτσα µου.

– Καλώς τον τον υιόν µου.

– Εχεις κρασί, έχεις ρακί, έχει ταήν του µαύρου;

Εχεις και κόρην όµορφη να µείνω πόψ’ αντάµα;

– Εχω κρασί, έχω ρακί, έχω ταήν του µαύρου.

Eχω και κόρην όµορφη να µείνεις πόψ’ αντάµα…

Ο µαύρος εχλιµίντρισε, κείνη τόνε γνωρίζει.

– Μωρή σκύλα, µωρ’ άνοµη, σκύλα µαγαρισµένη,

τον µαύρο µου εγνώρισες κι εµέ δε µε γνωρίζεις;

Το µαχαιράκιν του έβγαλε ’που τ’ αργυρό φηκάρι,

Την κεφαλήν της έκοψε πάνω στο µαξελάρι.

Στον µαχραµάν την έδεσε, στη µάναν της τηµ πήρε.

– Να πεθερά, µαγείρεψε της κόρης τηγ κεφάλη.

Ως τρώεις τα µαχλιστικά, φάε και τηγ κεφάλη.

– Ωχου την, την κορούλα µου, το µοναχό κλωνάρι,

Μάνα µου την κανακαριά, την ακριβή µου κόρη,

Απού ’λουνα και χτένιζα τη νύχτα µε το φέγγος,

Απού τη µορφοσκούφωνα όξω στο φεγγαράκι!


Κυριακή 12 Μαΐου 2024

Έτσι ήταν καλύτερα. ( διήγημα)

Image by Engin Akyurt from Pixabay
  Με την ευκαιρία της σημερινής εορτής της μητέρας....
    
Κυριακή πρωί και η Ζωή βρίσκεται μπροστά στον καθρέπτη του
δωματίου της, δένοντας κότσο τα μαλλιά της. Η Αντιγόνη, η μάνα της. περνά απέξω, κοντοστέκεται για λίγο, την παρατηρεί.

  "Πως περνούν τα χρόνια... τριαντάρισες πια κόρη μου.... τη δική σου οικογένεια θα έπρεπε να ετοιμάζεις για την εκκλησία... με ποιον να φτιάξεις νοικοκυριό απ΄ εκεί; ..."

  Μέσα της τα είπε βέβαια, πρωί Κυριακής, ποιος είχε όρεξη για καβγά; Μπήκε στην κουζίνα, άνοιξε την τηλεόραση στο κρατικό, η λειτουργία είχε αρχίσει, χαμήλωσε λίγο τη φωνή. Έπιασε το μπρίκι, έβαλε νερό, άναψε το γκαζάκι. Έπιασε το φλιτζάνι της, έβαλε μια κουταλιά απ΄ το δυνατό καφέ που της άρεσε, μισή ζάχαρη. Όταν είδε το νερό να βγάζει τις πρώτες φουσκάλες, το έκλεισε και άδειασε το νερό στο φλιτζάνι. Ανακάτεψε βιαστικά και κάθισε στο ντιβάνι για να τον πιει. Μια ιεροτελεστία, καθημερινή, την οποία τηρούσε με θρησκευτική ευλάβεια. Έβαλε τα γυαλιά της, έπιασε το βιβλίο που διάβαζε αυτή την εποχή, το τελευταίο της Μαντά και το άνοιξε στη σελίδα, που το είχε αφήσει την προηγούμενη. Της άρεσαν οι ιστορίες της. Μιλούσαν για γυναίκες έξυπνες, δυναμικές αλλά που η τύχη τις έφερε να κακοπέσουν δίπλα σε έναν ανάξιο τους άντρα. Για γυναίκες που μάχονται για έναν ανεκπλήρωτο έρωτα ή που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την πεθερά, που θεωρεί ότι ο γιος της άξιζε καλύτερης τύχης. Πολλές φορές πάλι η γυναίκα έχει το πάνω χέρι και τότε “σέρνει” στα πόδια της τον δύστυχο ερωτευμένο, παίρνοντας εκδίκηση επιτέλους, για όλα τα δεινά που υπέμειναν οι υπόλοιπες πρωταγωνίστριες της.

  “Φεύγω μάνα! Να δω πότε θα 'ρθεις μαζί μου, ποια Κυριακή θα ΄ναι αυτή; Μα πώς σ΄ αρέσει η λειτουργία απ΄ την τηλεόραση; Μπα, ούτε αυτήν ακούς! Τέλος πάντων, τα ίδια θα λέμε; Γεια σου!”

  Εκείνη έτσι το ήθελε. Να ακούγεται έτσι σιγανά, ίσα ίσα η μελωδία από την Μητρόπολη να χαϊδεύει τ΄ αυτιά της, δίχως να χρειάζεται να ακούει τα λόγια, δίχως τα συνεχή ανασηκώματα που θα έκανε αν βρισκόταν στο ναό της γειτονιάς της, ίσα ίσα τόσο όσο να καταλαγιάζει τις σκέψεις της.

  Συνέχισε το διάβασμα της, μέχρι που, στην πόρτα εμφανίστηκε ο άντρας της.

  “Καλημέρα Αντιγόνη!”

  Κάθισε απέναντί της, έτοιμος, κουστουμαρισμένος, με τη γνώριμη μυρωδιά του after save που φορούσε.

  “Να σου κάνω καφέ;”

  “Όχι, όχι... θα πιω με την παρέα.”

  Ποτέ δεν έπινε τον πρωινό του καφέ στο σπίτι. Πριν τη δουλειά, σταματούσε στο μπουγατσατζίδικο, που βρισκόταν στον κεντρικό δρόμο πριν τη λεωφόρο κι εκεί έπινε τον πρώτο καφέ της ημέρας, μαζί με όλους όσους ξυπνούσαν νωρίς, αδυνατώντας να μείνουν στο σπίτι τους. Η παρέα ίδια, εδώ και χρόνια. Μα ο άντρας της, τη συνήθεια αυτή την κρατούσε ακόμα και τις Κυριακές, που η δικαιολογία της δουλειάς δεν υπήρχε. Λες να έχει ξελογιαστεί με κείνη, την πονήρω, τη Μπουγατσατζού...

  Τον κάρφωσε στα μάτια.

  “Τι ρε Αντιγόνη; Αφού ξέρεις. Ο καφές χωρίς τσιγάρο δεν γίνεται κι εδώ απαγορεύεται...”

  “Κάνε ότι θες. Ότι και να πω, δεν θ΄ αλλάξει τίποτε. Την κόρη μας την είδες; Πότε θ' ασχοληθείς μαζί της;”

  “Τι έγινε με δαύτη;”

 "Τι έγινε; Τριάντα φεύγα έγινε πια! Δουλειά, σπίτι κι από εκεί εκκλησία, λειτουργία για λειτουργία δεν αφήνει, θυμίαμα μυρίζουν τα ρούχα της, άβαφη και τώρα μου μόστραρε και τον κότσο στο κεφάλι.... και αύριο θα μου φύγει για κανένα μοναστήρι..... Εσένα δεν σε ανησυχούν αυτά; Τα θεωρείς φυσιολογικά; Μία την έχουμε; Μίλα της και συ κάποια φορά! Πατέρας της είσαι! Πες κάτι!"

  "Τι να σου πω, ρε Αντιγόνη; Τι να σου πω; Αυτά που λέει όλος ο κόσμος. Θα τα ΄χεις ακούσει.... Τα ξέρεις!"

  Ήξερε τι ακουγόταν. Για όλες εκείνες τις "θεούσες", έτσι τις έλεγαν στη γειτονιά, ανάμεσα τους και η κόρη τους... που κόλλησαν γύρω στον παπά που ήλθε στην ενορία τους, πριν από λίγα χρόνια. Νέος, πρόσχαρος, ακούραστος, είχε καταφέρει να αναστήσει τον ναό των Ταξιαρχών. Όμορφο δεν τον έλεγες αλλά σίγουρα είχε κάτι που μαγνήτιζε τον κόσμο. Μα πώς τα κατάφερε, να πείσει τόσο κόσμο, να προσφέρει όλα εκείνα τα χρήματα για να κάνει την εκκλησία τους σαν καινούρια; Άλλαξε τα μάρμαρα στην είσοδο, την παλιά σιδερένια πόρτα με μια περίτεχνα σκαλισμένη από ακριβό ξύλο, τα προσκυνητάρια, τα σκεύη του ιερού... και γύρω του, προσκολλημένες οι "θεούσες", ανάμεσα τους και η Ζωή τους. Αυτή ήταν ελεύθερη τουλάχιστον, καλό δεν είναι κι αυτό, μα κι εκείνες οι άλλες, οι παντρεμένες, με άντρα, με παιδιά, πότε προλαβαίνουν τις δουλειές του σπιτιού τους. Κι ύστερα λένε για τα κέρατα που τις φοράνε. Πώς θα γίνει;

  "Της μίλησα ρε Αντιγόνη, δεν της μίλησα; Τότε που νόμιζα ότι περνούσε ακόμα ο λόγος μου. Το ξέχασες; Και ποιο το αποτέλεσμα; Από εκεί που ήμουν ο μπαμπάς της, τώρα είμαι ένας... ξένος. Πάει και το μπαμπάς, πάνε και τα χαριεντίσματα που κάναμε, πάνε και τα αστεία που λέγαμε... Τώρα: "πατέρα, να σου φτιάξω έναν καφέ;" Δεν είναι πια κοριτσάκι. Ολόκληρη γυναίκα είναι πια! Ότι και να της πεις... μπαινάκης και βγαινάκης!"

  Δίκιο έχει, μονολόγησε από μέσα της η Αντιγόνη. Μήπως δεν της μίλησε κι εκείνη, τόσες και τόσες φορές. Και τι κατάλαβε; Αυτή εκεί, δίπλα στο παπά Δημήτρη, ότι έλεγε εκείνος νόμος απαράβατος, ότι έλεγε η μάνα της, ασήμαντο, ανάξιο σχολιασμού. Δεν μπορεί, κάτι άλλο συμβαίνει. Εκείνος είναι ένας ξένος. Εμείς είμαστε οι γονείς της. Εμείς ίσα που την βλέπουμε στο σπίτι. Σε αυτόν ξημεροβραδιάζεται. Πόσο κανονικό είναι αυτό για μια ελεύθερη γυναίκα στην ηλικία της;

  "Τι σκέφτεσαι ρε Αντιγόνη; Πες μου κι εμένα να καταλάβω κάτι περισσότερο!"

  "Άκου Περικλή! Όλο αυτό που συμβαίνει δεν μου αρέσει... Στα νιάτα της πάνω, εικοσιπέντε ήταν όταν άρχισε αυτή η ιστορία... και χαιρόμουν ο βλάκας, έλεγα κοντά στην εκκλησία θα είναι, καλό θα είναι γι΄ αυτήν. Και μήνα με το μήνα άλλαζε... κι έλεγα εγώ, ο δρόμος του Θεού είναι αυτός. Ούτε ξενύχτια πια, ούτε τις παρέες εκείνες που τότε με ανησυχούσαν, είχε πια. Τώρα ούτε εξόδους ούτε φίλους ούτε ψώνια,καλά καλά δεν κάνει για τον εαυτό της. Δεν είναι ο δρόμος του Θεού αυτός! Οικογένεια έπρεπε να έχει τώρα! Σήμερα Κυριακή θα έπρεπε να μου φέρνει τα εγγόνια μου εδώ! Κι αν μου φύγει; Κι αν μου κλειστεί σε κανένα μοναστήρι; Τι θα κάνω εγώ μόνη μου εδώ... και εσύ μόνος σου εκεί;"

  Ένιωθε ο Περικλής τι του έλεγε η γυναίκα του. Τη μοναξιά τη βίωναν και οι δυο τους, κάθε ένας με το δικό του τρόπο, με ολοένα και σκληρότερο τρόπο, χρόνο με το χρόνο όλο και χειρότερα την αισθάνονταν. Σαν δυο ξένοι κάτω από την ίδια στέγη. Τη συνήθισαν πια. Παρηγοριόταν λέγοντάς στον εαυτό ότι, ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος ήταν. Ζήλευε όμως, πίσω από τα χαμόγελα έκρυβε τον πόνο του, όταν ο ένας του φίλος, πάντρευε τον γιο του, όταν ο άλλος κερνούσε για το πρώτο του εγγόνι, όταν ο τρίτος έφευγε κάθε τόσο διήμερα ταξίδια, με τη γυναίκα του. Όλα στη ζωή έχουν μια προβλέψιμη κατάληξη. Όχι όμως η δική τους, όχι όπως θα την ήθελε τουλάχιστον.

  "Αντιγόνη, πες μου... εκείνον τον, πως τον λέγανε... τον Αναστάση, τον καθηγητή, που της είχαν προξενέψει, ποτέ μου δεν κατάλαβα, γιατί δεν τον πήρε. Καλό παιδί φαινόταν, ήσυχο, της εκκλησίας και αυτός, λογικά θα ταίριαζαν. Δεν της άρεσε! Τι περιμένει ακόμα, τον πρίγκιπα; Λες και θα της δοθούν κι άλλες ευκαιρίες! Δεν της άρεσε! Μαζί θα γύριζαν στις εκκλησίες τους... που θα βρει άλλον τέτοιο;"

  "Άστο ρε Περικλή, άστο!"

  Μην το σκαλίζεις, θα ΄θελε να του πει. Δεν μπορούσε όμως ούτε η ίδια, να αποδεχθεί αυτό που υποψιαζόταν τόσο καιρό. Τα σημάδια είναι φανερά... οι πατεράδες μπουνταλάδες μια ζωή σ' αυτά. Αυτή δεν ξεγελιόταν, ένιωθε τι γινόταν... απλώς δεν μπορούσε να το αποδεχθεί.

  "Αντιγόνη φεύγω, θα γυρίσω το μεσημέρι. Τουλάχιστον σήμερα να φάμε όλοι μαζί σαν οικογένεια" Προτού τελειώσει τον λόγο του, η πόρτα κτύπησε πίσω του. Η λειτουργία ακουγόταν απ΄ την τηλεόραση, το βιβλίο της Μαντά ακουμπισμένο ανάποδα για να μην χάσει τη σελίδα, ο καφές είχε κρυώσει.

  Τι να του πει; Για τη λάμψη, στο πρόσωπο της κόρης της, όταν μιλούσε για “τον παπά της”. Για τις γεμάτες παύσεις προτάσεις της, όταν της ανέλυε τα κηρύγματα του και τις συμβουλές του. Για τους κρυφούς αναστεναγμούς που δεν τολμούσε να βγάλει, αλλά εκείνη τους άκουγε.

  "Πώς την πάτησε έτσι το κοριτσάκι μου; Πώς την πάτησε..."

  Να της μιλήσει δεν μπορούσε. Όλο για την αγάπη του Χριστού μιλούσε, όλο για την αθωότητα του καλού Χριστιανού της έλεγε, όλο για την αμόλυντη ψυχή που πρέπει να διατηρήσουμε... Δεν θα παραδεχόταν τίποτα, τίποτα, θα την κατσάδιαζε κιόλας για τις βδελυρές της σκέψεις. Δεν είχε τη δύναμη, δεν είχε το κουράγιο για μια τέτοια σύγκρουση.

  "Μάνα της είμαι όμως , εγώ έχω την ευθύνη να της ανοίξω τα μάτια. Μόνο εγώ... μόνο εγώ. Πώς όμως; Πώς; Κι αν της το πω τι θα κερδίσει; Θα αλλάξει ζωή, θα δει την αλήθεια κατάματα, το αδιέξοδο; Κι αν νιώσει ότι το μυστικό της είναι πια φανερό, ποιο θα είναι το επόμενο της βήμα; Να φύγει, να μου κλειστεί σε κανένα μοναστήρι; Το θέλω αυτό;"

  Το μεσημέρι, το τραπέζι ήταν στρωμένο, το κοκκινιστό στη μέση, τα πιάτα στη θέση τους. Ο Περικλής τσούγκρισε τα ποτήρια τους με το κόκκινο κρασί, ευχόμενος όπως πάντα υγεία. Η Ζωή με ένα διάπλατο χαμόγελο ανταπέδωσε λέγοντας: "Με τη βοήθεια του Κυρίου!" Χαμογέλασε και η Αντιγόνη, με σφιγμένα τα χείλη της. Δεν είπε τίποτε. Έτσι ήταν καλύτερα... για όλους τους.

Πέμπτη 2 Μαΐου 2024

Ποιος είναι ο προσκυνητής;

  Ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια είναι Ο Προσκυνητής σε στίχους και μουσική του Αλκίνοου Ιωαννίδη. (1)


  Πάντα αναρωτιόμουν ποιος είναι ο Προσκυνητής. Αυτός που κάνει ένα ταξίδι - μικρό ή μεγάλο, εύκολο ή δύσκολο - για να φτάσει σε έναν ιερό τόπο ή αυτός που συνδυάζει το ταξίδι με μια βαθιά εσωτερική αναζήτηση,  με σκοπό να κατακτήσει τη δική του, μοναδική Αλήθεια;

  Προσκυνητής ήταν και ο Καζαντζάκης όταν επισκέφτηκε το  Άγιο Όρος μαζί με τον Σικελιανό, αναζητώντας την αλήθεια (2). Θέλει να ασκήσει το κορμί του ώστε να γίνει υπάκουο στην ψυχή του. Δεν ξέρω αν το κατάφερε αυτό αλλά την Αλήθεια που αναζητούσε δεν βρήκε εκεί. Προσκυνητής ήταν κι όταν βρέθηκε στη Ασίζη, όπου γράφει τον Φτωχούλη του Θεού. Όπως λέει ο ίδιος:  "Το ταξίδι στην Ασίζη δεν ήταν ένα ξεστράτισμα, μια λοξοδρόμηση στην οδοιπορία του πάνω στη φλούδα της γης, δεν ήταν ένα γεγονός της τύχης. Ήταν ένας σαφής και καθορισμένος στόχος, μια αποστολή, ένα προσκύνημα."

  Αλλά και ο Γερμανός συγγραφέας Έρμαν Έσσε, στο βαθιά φιλοσοφικό του έργο Σιντάτρα, ακολουθεί τον ήρωα του σε ένα Προσκυνηματικό ταξίδι, το οποίο ο νεαρός Σιντάρτα ακολουθεί, εμπνεόμενος από τη Βουδιστική διδασκαλία, όπου η πείρα και η γνώση κατακτιούνται και δεν χαρίζονται, όπου ο έρωτας είναι μαθητεία, όπου η ζωή προχωρά δίχως δεσμεύσεις καμίας πίστης, καμίας φιλοδοξίας, κανενός παρελθόντος.

  Αν περιοριστούμε στον Χριστιανικό κόσμο, θα βρούμε πολλά γνωστά προσκυνήματα. Το Άγιον Όρος, τα Ιεροσόλυμα και οι Άγιοι Τόποι, η Παναγία στη Λούρδη της Γαλλίας, η διαδρομή του Αγίου Ιακώβου της Κομποστέλα της Ισπανίας και το Βατικανό είναι μόνο μερικά από αυτά. Και είναι γνωστό πως ένα προσκύνημα όταν γίνεται με ανοιχτή καρδιά και περίσσευμα ψυχής, μπορεί να δράσει ιαματικά πάνω στον άνθρωπο που ταλαιπωρείται από χιλιάδες αναπάντητα ερωτήματα. Όχι βέβαια σε όλους, εξαρτάται ως που φτάνουν οι αναζητήσεις του καθενός.

  Ο Κώστας Βάρναλης έχει γράψει ένα ποίημα με τίτλο Προσκυνητής, από το οποίο θα σας παρουσιάσω τον πρόλογο του:

Ἀπ᾿ ἀλήθεια σ᾿ ἀλήθεια ἀκροπατώντα,
νυχτόημερα λουσμένος τῶν κλαμάτων,
τὴ θεία βουλὴ νὰ σμίξω λαχταρώντα
στὸ κύκλωμα τοῦ ἡλιοῦ καὶ στῶν πνεμάτων
τοὺς ἥλιους μὲ τὴν ἄσκησή μου ζώντα
μιὰ ζήση, ἀλί!, καθημερνῶν θανάτων,
πίσου ἀπ᾿ ὅλα σὲ μάντευα ὡς παρθένα
σκέψη γοργὴ σὲ μάτια ἐρωτεμένα.

Καννὶ τοῦ ῥοδοστάγματος, Χριστέ μου ·
Κότσυφα ἐσύ, τοῦ Αἰώνιου Κήπου κράχτη·
Ἀφέντη τετραλόγιστε, ἀδερφέ μου·
τῆς Μιᾶς Ἀλήθειας πύλη ἐσὺ καὶ φράχτη·
Χρυσὲ Βασιλοπόταμε· τοῦ Ἀνέμου
ριπή, ποὺ λεῖ τὰ μάταια ἔργα στάχτητ
μοῦ ῾πες ἐσύ, πὼς τὴν αἰώνια ζήση
πρέπει κανεὶς ἐδῶ νὰ τὴν ἀρχίσει.

  Διαβάζοντας το ολόκληρο εδώ, σίγουρα θα αισθανθείς την ίδια αγωνία που διακατέχει έναν οποιονδήποτε Προσκυνητή, μόνο που αυτή εκφράζεται και πραγματώνεται διαμέσου των στίχων του υπέροχου αυτού ποιήματος.

Salvador_Dali
Προσκύνημα στη Romeria, (1921), Salvador Dali

  Ο παραπάνω πίνακας ανήκει στα πρώιμα έργα του Νταλί και σίγουρα  μας θυμίζει, κάποιο από τα μικρά και σεμνά προσκυνήματα σε κάποιο πανηγύρι ενός εξωκλησιού, σίγουρα σταθήκαμε τυχεροί αν βρεθήκαμε εκεί. Διότι, τουλάχιστον έτσι αισθάνομαι εγώ, σε αυτά τα μικρά, ολιγοπληθή προσκυνήματα, έχοντας την αίσθηση ότι ο Θεός καθόταν κάπου εκεί, ανάμεσα μας. 

  Κλείνοντας, επανέρχομαι στο ερώτημα που έκανα στην αρχή, αν ένα Προσκυνηματικό ταξίδι προς την αλήθεια βρίσκεται στην Ιθάκη, τον Ομηρικό προορισμό ή βρίσκεται στο ίδιο το ταξίδι, όπως ισχυρίζεται στη δική του Ιθάκη ο Καβάφης; Προσωπικά ενστερνίζομαι την άποψη του ταξιδιού, της διαρκούς αναζήτησης, διαμέσου της οποίας ίσως μια μέρα, ακουμπήσεις την αλήθεια.


(1) Ο Προσκυνητής (στίχοι και μουσική Αλκίνοος Ιωαννίδης)
Τα βουνά περνάω
Και τις θάλασσες περνώ
Κάποιον αγαπάω
Δυο ευχές κρατάω
Και δυο τάματα κρατώ
Περπατώ και πάω

Κάποιος είπε πως η αγάπη
Σ' ένα αστέρι κατοικεί
Αύριο βράδυ θα ‘μαι εκεί
Κάποιος είπε πως ο έρωτας
Για μια στιγμή κρατά
Αύριο βράδυ θα ‘ναι αργά

Στα πουλιά μιλάω
Και στα δέντρα τραγουδώ
Κάποιον αγαπάω
Κι όταν τραγουδάω
Προσευχές παραμιλώ
Περπατώ και πάω

Κάποιος είπε πως ο δρόμος
Είναι η φλέβα της φωτιάς
Ψυχή μου πάντα να κυλάς
Κάποιος είπε πως ταξίδι
Είναι μόνο η προσευχή
Καρδιά μου να ‘σαι ζωντανή

(2) Και των δύο αγαπημένων φίλων και λογοτεχνών, τα σχετικά ημερολόγια από το ταξίδι αυτό. έχουν εκδοθεί. 

Αλίμονο σε αυτούς που φεύγουν...

Image by  Hans-Peter Muckenschabel  from  Pixabay    Κ αθώς ο ι στροφές της μηχανής  έπεφταν, το πλοίο έκοβε σταθερά ταχύτητα. Ο Άλκης στεκό...