Εμφάνιση αναρτήσεων ταξινομημένων κατά συνάφεια για το ερώτημα Κάρπαθος. Ταξινόμηση κατά ημερομηνία Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων ταξινομημένων κατά συνάφεια για το ερώτημα Κάρπαθος. Ταξινόμηση κατά ημερομηνία Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 2 Μαρτίου 2018

ΚΑΡΠΑΘΟΣ η πατρώα γη!

1.   Κ υ ρ ά Π α ν α γ ι άη αγαπημένη μου παραλία.... νερά καταγάλανα, βαθιά... παραλία με ψιλό βότσαλο σε χιλιάδες αποχρώσεις... τοπίο άγριο, απίστευτο... Ιδιαίτερα εντυπωσιακή το απόγευμα, που σταδιακά κρύβεται ο ήλιος πίσω από το βουνό που ορθώνεται πίσω της! Το εκκλησάκι της Κυρά Παναγιάς, "χαμένο" στους θρύλους της Πειρατείας αλλά και της Ελληνικής Επανάστασης του 1821!!!!



2" Κ ά λ λ α ι ν ε ς - Ό θ ο ς Κάποτε, στα δύσκολα τα χρόνια, μας έλεγαν οι γονείς μας, τα χωριά ερήμωναν το καλοκαίρι. Οι κάτοικοι τους μαζεύονταν στις εξοχές, άνοιγαν τους "στάβλους" τους ξανά και επιδίδονταν στις σκληρές καλοκαιρινές τους εργασίες. Και το σούρουπο, μαζεύονταν όλοι γύρω από την "άλωνα", και γλένταγαν με τους ήχους της λύρας. Σήμερα πάνε και οι άλωνες, οι στάβλοι έγιναν σύγχρονα εξοχικά, αλλά ο γλυκός, νοσταλγικός ήχος της λύρας, που ηχεί ένα ήσυχο βράδυ, γύρω στα μεσάνυχτα, από κάποιον δεξιοτέχνη του χωριού, είναι αρκετός για να σου πάρει το μυαλό και τη ψυχή! Φτάνει να 'σαι τυχερός... να 'σαι εκεί!




3" Α φ ι ά ρ τ η ς 
Παραλία Διακόφτης, αληθινή Γαλάζια λίμνη, την οποία το Αυγουστιάτικο μελτέμι, ουδέποτε τάραξε τα νερά της, έστω κι αν λίγο πιο πέρα ο Κάστελος σχεδόν καθημερινά χτυπιέται αλύπητα από τα κύματα. Ανεμόεσσα κατά τον Όμηρο η Κάρπαθος! Στην ίδια περιοχή και ο Άη Γιώργης ο Οθείτικος, απομεινάρι μνήμης για να θυμίζει την αρχαία καταγωγή μας και τους "σκοτεινούς μεσαιωνικούς" χρόνους της ιστορίας μας. Κατελύματα ονόμαζαν τα ερείπια της αρχαίας πολιτείας, Τριμάτιες, τους φοβερούς πειρατές, που ερήμωσαν την άλλοτε ακμάζουσα περιοχή!



4" Ό λ υ μ π ο ς 
Γαντζωμένη ψηλά, σκληρά ανεμοδαρμένη, η μια της πλευρά αντικρίζει το Αιγαίο και η άλλη τη Μικρασία. Καθημερινή πάλη για τον επιούσιο, από τους λιγοστούς της πια κατοίκους, αλλά και καθημερινός αγώνας για να μείνουν πιστοί στις ιερές παραδόσεις των προγόνων τους, για να μείνει αλώβητη η ψυχή τους. Θυμάμαι ακόμα, αν και έχουν περάσει πολλά χρόνια, βράδιαζε, παραμονή 15/Αύγουστου ήτανε, που σε μια περιπλάνηση μας στο χωριό, πέτυχα το άνοιγμα του φούρνου και τη πλημμύρα της ευωδιάς του φρέσκου ψωμιού! Μνήμες, από αυτές που δε διαγράφονται ποτέ!
  

5" Λ ε υ κ ό ς - Μ ε σ ο χ ώ ρ ιΚάτασπρη παραλία γεμάτη με τα περίφημα κρινάκια, θάλασσα που σε προκαλεί, στις γύρω ταβερνούλες πάντα φρέσκο ψάρι από τα δίχτυα που μόλις πριν λίγο ανέβηκαν από του Σώκαστρου τους ψαρότοπους...κι από γύρω ν' ακούς τις φωνές της μακραίωνης ιστορίας της περιοχής! Προσκύνημα στην Παναγία τη Βρυσιανή ( και ποιος, δεν την έχει κρυφά θερμοπαρακαλέσει; ) και αργά το απόγευμα να απολαμβάνεις το ηλιοβασίλεμα, στην αρχαία πλατεία του χωριού, τη Σκοπή, όπου κάτω της, βαθιά, σκάνε τα κύματα του Αιγαίου.

6΄ Κάρπαθος (Πηγάδια για εμάς)  Το αρχαίο Ποσεί, η πόλη που χάθηκε στα σκοτεινά χρόνια της ιστορίας, τα ψήγματα ερειπίων που διασώζονται για να μας θυμίζουν την αλλοτινή της δόξα, η άναρχη οικοδόμηση της, το λιμάνι της που φρακάρει τους δρόμους όταν έρχεται το πλοίο της γραμμής... αλλά αγαπημένη για όλους μας, για τα υπέροχα πρωινά της στις καφετέριες του Συντριβανιού,  τα μαγευτικά της βράδια σε κάποιο μπαράκι με ένα ποτό στο χέρι ή βόλτα στο παραλιακό, παρέα με άλλους σαν εμάς, Ντόπιους, Καρπάθιους της διασποράς ή απλούς τουρίστες, να απολαμβάνουμε την γαλήνη που πάντα αναζητούμε.
karpathos
7΄ Απέρι: Τόπος αγαπημένος των μαθητικών μας χρόνων, στον οποίο πλέξαμε παντοτινές φιλίες. Τόπος ευγνωμοσύνης διότι μας φιλοξένησε στα πρώτα μας ανθρώπινα ξεπετάγματα. Τόπος βαρύς, διότι αν τύχει και διαβείς μέσα από τα στενά του σοκάκια, τότε  μόνο μπορείς να νιώσεις την ιστορία και την αρχοντιά, που το ακολουθεί. Κι αυτά τα τελευταία εγώ αγαπώ πιο πολύ απ΄ όλα.
Aperi

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013

Αισιοδοξία - απαισιοδοξία, μηδέν - μηδέν

14 Δεκ 2013

Την προηγούμενη εβδομάδα, είδα την ταινία  ΜΙΚΡΑ ΑΓΓΛΙΑ, του Π. Βούλγαρη.

 Καταπληκτική ταινία, άριστη η φωτογραφία, δυνατοί ρόλοι από άξιους ηθοποιούς. Ανεπιφύλακτα προτείνω στους φίλους μου, να πάνε να την δούνε. Ως νησιώτης δεν θα την κρίνω μιας και η Κάρπαθος από την οποία κατάγομαι δεν έχει, ιδιαίτερη ναυτική παράδοση, αλλά λίγο πολύ, όλοι μας γνωρίζουμε την ιδιαίτερη θέση της γυναίκας στα νησιά και το πως διαχειρίζονταν τα οικονομικά, κοινωνικά... του σπιτιού. Από την άλλη, αισθάνθηκα αισιόδοξα, διότι μέσα στα δύσκολα αυτά χρόνια, που κυριαρχεί η μιζέρια, ο φόβος, οι ακραίες θέσεις, ένας δικός μας σκηνοθέτης, φτιάχνει μια ταινία πολύ υψηλού επιπέδου!
 Αισιόδοξος διότι αυτή η χώρα, όταν έχει ανθρώπους που έχουν όρεξη για δουλειά, όραμα και στόχους, είναι ικανή για τα καλύτερα!

Απαισιόδοξος τώρα: Γίνεται μια προσπάθεια από τις τελευταίες κυβερνήσεις, για να εισαχθούν στην εκπαίδευση, διαδικασίες αξιολόγησης. Σε δύο επίπεδα. Της εσωτερικής, αυτοαξιολόγησης και της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού. Ο πόλεμος των συνδικάτων ξεκίνησε. Καμία αξιολόγηση! Χωρίς να παραγνωρίζω τα μεγάλα προβλήματα που έχει το Π.Δ. για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού ( καμία διορθωτική διαδικασία και τους εκπαιδευτικούς που δεν τα πάνε καλά, άκρως γραφειοκρατικές διαδικασίες, έντονη τιμωρητική διάθεση, άγνοια ότι το σχολείο είναι ένα σύνολο και ανθρώπων κ.α. ), δεν καταλαβαίνω γιατί τόση άρνηση για την εσωτερική αξιολόγηση, την περίφημη αυτοαξιολόγηση.
Δύο ερωτήματα:
1. Νοείται οποιαδήποτε ανθρώπινη δραστηριότητα, δίχως προγραμματισμό, ανατροφοδότηση και αξιολόγηση για να συνεχίσει θετικότερα, παραπέρα;
2. Τριάντα χρόνια δίχως καμία διαδικασία αξιολόγησης στα σχολεία, τελικά ποιος κέρδισε; Οι εκπαιδευτικοί; Οι μαθητές μας; Η ελληνική κοινωνία;  Σίγουρα κανένας από αυτούς!!!!!!

Υ.Γ. Σίγουρα κέρδισαν οι διάφοροι, μιζαδόροι και τυχάρπαστοι που ροκάνισαν τα ευρωπαϊκά κονδύλια..... και κάποιοι συνάδελφοι, που μάλλον τυχαία βρέθηκαν πίσω από την έδρα...

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2021

Κοιτώντας προς την θάλασσα

 

   Ό Μιχάλης αλαφιασμένος έστειλε το SMS με το νούμερο 6, έπρεπε οπωσδήποτε να βγει από το σπίτι του, η όλη κατάσταση είχε αρχίσει να τον κτυπά στα νεύρα και μόλις είχε τσακωθεί για μία ακόμα φορά με τα παιδιά του. Ευτυχώς και η γυναίκα του, που κρατούσε τα μπόσικα στο σπίτι κι έστεκε ακόμα όρθιο. Εκείνος, με τρεις μήνες κλειστό το μαγαζί του, μια μικρή ψησταριά στο χωριό που έμεναν, στον Βράχο της Παναγίας, είχε φτάσει στα όρια του. Τα χρήματα τους είχαν σχεδόν τελειώσει, οι υποχρεώσεις έτρεχαν, η τηλεόραση που όλη μέρα έπαιζε τον τρέλαινε και κανένας δεν έδειχνε να τον καταλαβαίνει. Ειδικά τα παιδιά του. Κλεισμένα στα δωμάτια τους, συνέχεια με το κινητό στο χέρι, είτε έκαναν μάθημα είτε χάνονταν με τις ώρες στη γειτονιά με τους άλλους συνομήλικους τους. Άλλη ώρα μαζευόταν η Μαρία του άλλη ο Δημήτρης του. Κι εκείνος εκεί, άπραγος, μην έχοντας πουθενά να πάει, ενώ η γυναίκα του συνεχώς κάτι έκανε, μαγείρευε στην κουζίνα, τακτοποιούσε τα υπνοδωμάτια, έριχνε νερό στα μπαλκόνια, στριφογύριζε την σκούπα στα πόδια του. 
   Μπήκε στο αυτοκίνητο και κατέβηκε προς την θάλασσα, προς τα αγαπημένα του Πηγάδια. Πόσο καιρό είχε να δει την θάλασσα αναρωτήθηκε. Από το καλοκαίρι απάντησε ο ίδιος, κι αυτές δυο τρεις φορές μόνο. Πού χρόνος για μπάνια με την ταβέρνα καλοκαιριάτικα, αφού οι απανταχού διωγμένοι συγχωριανοί του μαζεύονταν στο χωριό και τον κρατούσαν ανοιχτό ως το μεταμεσονύχτιο πέρασμα στην άλλη μέρα. Πάρκαρε το αυτοκίνητο του στην άκρη της μικρής τους παραθαλάσσιας πόλης. Ο ήλιος που πλησίαζε στην δύση του, την έδειχνε απόκοσμα άδεια, ακίνητη, αν ήταν ημέρα καραβιού τότε ίσως να έβλεπε και κανέναν άνθρωπο. Άνοιξε το ντουλαπάκι δίπλα του κι έβγαλε μια μάσκα, χρησιμοποιημένη ξανά και ξανά, που να τον βρει αυτόν το κακό εδώ πέρα μονολόγησε και την πέρασε κάτω στο πηγούνι του. Βγήκε και προχώρησε προς το αλιευτικό καταφύγιο ενώ η δροσερή αύρα του Φλεβάρη με την αλμύρα της θάλασσας τον ανάγκασαν να πάρει μια βαθιά ανάσα ανακούφισης. Τότε η ματιά του έπεσε σε κείνο το σκαρί, που γερμένο στην άκρη της παραλίας, σάπιζε αργοπεθαίνοντας. Χρόνια ήταν εκεί, ποτέ δεν τον τσίγκλησε η εικόνα του, παρά μόνο σήμερα. Πλησίασε. Ήξερε τίνος ήταν και θυμόταν πολύ καλά την ημέρα εκείνη, τότε που όλοι οι κάτοικοι της μικρής τους κωμόπολης, μαζί και η πιτσιρικαρία του μικρού τους νησιού είχε μαζευτεί στην άκρη του μόλου περιμένοντας το πολύτιμο φορτίο του, μαζί τους κι εκείνος.

 
Το 74 ήταν, στα γεγονότα της εισβολής στην Κύπρο μας, τότε που στο ξεψύχισμα της η Χούντα επιστράτευε την Πατρίδα μας προσπαθώντας να περισώσει ότι μπορούσε από την απίστευτη προδοσία της. Οι άντρες των χωριών είχαν ανοίξει τα φυλλάδια εκστρατείας τους, οι μανάδες τους κλαίγανε στις πλατείες αποχαιρετώντας τους, τα ΤΕΑ είχαν πάρει θέσεις κοντά σε κάποιες παραλίες, επιβλήθηκε γενική συσκότιση και το ραδιόφωνο μετέδιδε συνεχώς πολεμικά εμβατήρια και ανακοινωθέντα, ο κόσμος άδειασε τα μπακάλικα της πόλης. Λόγω της εγγύτητας του νησιού με την Κύπρο έπιαναν το κρατικό ραδιόφωνο της Κύπρου, το Ρ.Ι.Κ., κι έτσι οι κάτοικοι από πρώτο χέρι ήξεραν τι πραγματικά συνέβαινε ακούγοντας την σπαρακτική φωνή του εκεί εκφωνητή. Κάποιοι λίγοι επίστρατοι φάνηκαν στο νησί, Αθηναίοι οι περισσότεροι. Και τότε φάνηκε η πραγματική γύμνια του κράτους που ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με τις φαμφαρονικές εκδηλώσεις των δικτατόρων. Τους έστειλαν με τα ρούχα που είχαν φύγει από το σπίτι τους και άοπλους. Αλλά και οι δικοί μας, δεν πήγαιναν πίσω. Ο βασικός τους εξοπλισμός ήταν το Lee- Enfield, όπλο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, με βεληνεκές μόλις στα 200 μέτρα. Όσο για τις επικοινωνίες μεταξύ τους ανύπαρκτες, ούτε με ταχυδρομικά περιστέρια.

  Οι αρχές του τόπου επικοινώνησαν με το κέντρο, αλλά μέσα στον γενικό χαμό, που να βρεθεί άνθρωπος να τους δώσει κάποια απάντηση. Κάποια στιγμή, τους λένε: «Εξοπλισμό και όπλα έχουμε στην Ρόδο αλλά δεν έχουμε τρόπο να σας τον στείλουμε.» Συσκέπτονται τότε οι αρχές και αποφασίζουν να στείλουν αυτοί, ένα δικό τους καΐκι. Το καλύτερο το είχε ο Κριεζής, μάλλον παρατσούκλι πρέπει να ήταν αυτό. Τον καλούν στην δημαρχία, παρόντες εκτός του Δημάρχου, ο Δεσπότης, ο διευθυντής της Χωροφυλακής κι ένας Λοχαγός που μέσα του αναθεμάτιζε την ώρα, καθότι ο μόνος που μπορούσε να καταλάβει πραγματικά τι γινόταν. Ο Κριεζής μπήκε αγέρωχος, έτσι και αλλιώς αυτός ζούσε τον καθημερινό του πόλεμο με τα κύματα και την αλμύρα και η ελληνική σημαία στο κατάρτι του πάντα κυμάτιζε. Οι γαλονάδες και οι εξουσίες δεν ήταν ποτέ του γούστου του. Του εξήγησαν τι ήθελαν να κάνει, του έδωσαν την απόφαση να την κρατά για το επίσημο του πράγματος κι εκείνος δίχως δεύτερη σκέψη αρματώθηκε για το ταξίδι και ξεκίνησε την ίδια μέρα κιόλας.

Οι μέρες περνούσαν κι όλοι οι κάτοικοι του νησιού, ότι κι αν έκαναν, κάποια στιγμή σταματούσαν και κοίταζαν προς το πέλαγος, μήπως και φανεί ο Κριεζής. Μέχρι μια βδομάδα ήταν ο εύλογος χρόνος για να πάει και να έλθει, να κάνει τις αναγκαίες συνεννοήσεις και να φορτώσει. Τις τελευταίες της μέρες, όλο και περισσότεροι ήταν εκείνοι που μαζεύονταν στο λιμάνι κοντά περιμένοντας τον σωτήρα τους. Δεν μιλώ για την οικογένειά του, ποιος ξέρει τι αγωνία τράβηξαν οι άνθρωποι; Μέχρι που αργά το σούρουπο της έβδομης μέρας, το σκαρί του φάνηκε από το Τραοπήδημα και όρτσαρε προς το λιμάνι. Σε λίγο, πριν το καταλάβουμε καλά καλά, στην άκρη του μόλου, δίπλα μας ακριβώς και ο Δήμαρχος με το λευκό του κουστούμι, ο Δεσπότης με την βαριά του ποιμαντορική ράβδο, ο διευθυντής της χωροφυλακής με το απαστράπτων θυρεό του και ο Λοχαγός, σκονισμένος και κατάμαυρος από την αγωνία και το εικοσιτετράωρο τρέξιμό του. Το καΐκι όλο και πλησίαζε και οι πιτσιρικάδες πυκνά και τακτικά ξεφωνίζαμε επιφωνήματα επιδοκιμασίας για τον ήρωα που γύριζε σώος από την αποστολή του. Όταν πια πλησίασε και μπορούσαμε να διακρίνουμε τα πρόσωπά τους, τον είδαμε τον Κριεζή, όρθιο στην πλώρη, με το ένα χέρι κρατούσε το ξάρτι που έδενε το ακρόπρωρο με το κατάρτι και με το άλλο τους χαιρετούσε δίνοντάς την είδηση ότι η αποστολή του είχε επιτευχθεί. Αμέσως οι χωροφύλακες μας έσπρωξαν όλους προς τα πίσω και ένα στρατιωτικό φορτηγό με μια εξάτμιση που κάπνιζε σαν τρένο του παλιού καιρού, πλησίασε δίπλα στο καΐκι που μόλις είχε δέσει. Σε κανέναν δεν είπαν τι τελικά είχε καταφέρει να φέρει ο Κριεζής, έτσι κι αλλιώς σε λίγες ημέρες, η δικτατορία έπεσε, ακολούθησε η δεύτερη εισβολή, τα κόμματα άρχισαν να μιλάν και πάλι, που καιρός για τέτοια.
 
    Αυτά σκεφτόταν ο Μιχάλης και οι αναμνήσεις του μπερδεύονταν με την ζοφερή πραγματικότητα των ημερών. Κι ένα αίσθημα πνιγμού του έκλεισε για λίγο τον λαιμό. Φοβόταν. Όσο κι αν ήταν μικρός τότε και όλα στο μυαλό του φάνταζαν σαν ένα παράξενο πανηγύρι, ο φόβος του βγήκε πολλές φορές μεγαλώνοντας. Οι εντάσεις με την γειτονική χώρα ποτέ δεν έπαψαν και εκείνος κάθε φορά, το πρώτο που κοίταζε ήταν το πέλαγος που απλωνόταν μπροστά τους. Η καθαρότητα του τον ησύχαζε. Αν φαινόταν κανένα δικό μας πολεμικό, ήξερε ότι κάτι συνέβαινε αλλά ένιωθε ότι κάποιος ήταν εκεί για τον προφυλάξει. Σήμερα δεν ήξερε ποιος τον φύλαγε και από τι. Ένας ιός, σκότωσε πολλούς στην υπόλοιπη Ελλάδα λένε τα δελτία συνεχώς κι εκείνος εύχεται μόνο να μην είναι έτσι τα πράγματα, τα δελτία να υπερβάλλουν. Βλέπει τα παιδιά του να χάνονται όλη την μέρα σε μια οθόνη και τα απογεύματα να εξαφανίζονται με τους φίλους τους. Βλέπει το μαγαζί του κλειστό, δίχως κανένα άλλο εισόδημα, πέρα από κάποιο επίδομα που πήρε και τα οι λογαριασμοί να μένουν απλήρωτοι. Βλέπει την γυναίκα του στο σπίτι. Ποτές μέχρι τότε δεν είχε αντιληφθεί τον καθημερινό της αγώνα για να μένει το σπίτι τους όρθιο. Βλέπει τις ρυτίδες στο πρόσωπό της και μετά κοιτάζεται και αυτός στο καθρέπτη, όλο και πιο συχνά μένει πια αξύριστος, και αναρωτιέται που πήγαν τα νιάτα τους. Η ανεμελιά τους. Κοιτάζει ξανά το παροπλισμένο σκαρί που βρίσκεται μπροστά του και αισθάνεται ακόμα πιο έντονα την δική του αχρηστία. Κοιτάζει για μια ακόμα φορά την θάλασσα που μπλαβίζει πια, μα δεν βλέπει κανέναν να τον παρηγορήσει από την μεριά της. 
   Το βράδυ στο σπίτι τους, όταν πια είχε μαζευτεί όλη η οικογένεια του, χαρούμενα και ανέμελα τα παιδιά του, η γυναίκα του λιγομίλητη όπως πάντα να προσπαθεί να τους ευχαριστήσει όλους, τους διέκοψε από τις δικές τους σκέψεις και ζήτησε να τον ακούσουν για λίγο. Με ήρεμο τρόπο τους εξήγησε την κατάσταση που βρίσκονταν, ζήτησε από τα παιδιά του να καταλάβουν ότι κάποια πράγματα μπορεί να άλλαζαν προς το χειρότερο για όλους τους, πρόσκαιρα τους καθησύχασε, μέχρι να σταματήσει όλο αυτό το κακό που τους είχε πάρει από κάτω. Δεν ήταν ιδιαίτερα αισιόδοξος ότι το καλοκαίρι που περίμεναν θα ήταν καλύτερο από το προηγούμενο και ότι άλλη λύση δεν είχε από να φτιάξει ξανά από την αρχή του κτήμα του πατέρα του, στο Λάι. Αρκετές ελιές είχε, ένα κομμάτι κληματαριά και μέρος για κήπο. Ήξερε ότι θα είχε πολύ δουλειά μπροστά του, χρόνια εγκαταλειμμένο είχε αγριέψει και τα αγριόχορτα το έπνιγαν, αλλά δεν μπορούσε πια να στηριχτεί στην ταβέρνα τους. Θα την δούλευε το καλοκαίρι, τότε τους έδινε αρκετά, αλλά τον χειμώνα δεν μπορούσε να σκλαβώνεται εκεί, για δυο τρία ποτά, που έδινε την ημέρα και τα ρεύματα να καίνε. Θα ξεκινούσε από την επομένη κιόλας. Τα παιδιά του σιώπησαν αμήχανα κοιτάζοντας μια αυτόν και μια την μάνα τους. Και τότε εκείνη αφού καθάρισε τα χέρια στην ποδιά της, ήλθε και κάθισε δίπλα του, τον πλησίασε στο μάγουλο και τον φίλησε τρυφερά, πράγμα που είχε πολύ καιρό να κάνει.
   «Κι εγώ Μιχάλη! Κι εγώ μαζί σου! Καλύτερα στο κτήμα δίπλα σου, ότι χρειάζεσαι βοήθεια να στην δίνω, παρά εδώ μέσα! Πάντα μαζί σου δεν ήμουν; Καλύτερα εκεί στον καθαρό αέρα, έξω παρά εδώ μέσα. Μπάφιασα κι εγώ Μιχάλη μου όλη μέρα εδώ μέσα! Δεν το αντέχω άλλο!» κι έπεσε στην αγκαλιά του με αναφιλητά. 

Αυτή είναι η συμμετοχή μου, στην μίνι συγγραφική σκυτάλη#1 του 2021, που οργανώνει με πάθος η Μαίρη από το μπλοκ ΓΙΗΝΗ ΜΑΤΙΑ και την ευχαριστώ για την όλη προσπάθεια της.

Κάρπαθος

Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2021

Γεώργιος Κωστέτσος, ο τελευταίος χαλκιάς της Καρπάθου

  Το αφιέρωμα στον Γεώργιο Κωστέτσο, τον γείτονα μου, το πρωτοδημοσίευσα  στο διμηνιαίο περιοδικό "Παράδοση και Τέχνη", της Διεθνούς Οργάνωσης Λαϊκής Τέχνης, στο τεύχος Μαρτίου Απριλίου του 2001. Αφού το επιμελήθηκα εκ νέου, το δημοσιεύω και πάλι, στο ιστολόγιο μου αυτή τη φορά.  Ευχαριστώ τον γιό του, Μανώλη Κωστέτσο, τον καθηγητή Μανώλη Χατζηαντωνίου και τον αείμνηστο θείο μου Νίκο Σκούλλο, για τις άγνωστες σε μένα πληροφορίες που μου έδωσαν για τη ζωή του. Οι φωτογραφίες είναι από την φεϊσμπουκική ομάδα:  OTHOS"Αναγνώρισε τα πρόσωπα.Photo history of families

Georgios Kostetsos
Γεώργιος Κωστέτσος
  Τον ξέραμε όλοι στο χωριό. Λίγοι όμως από τη δική μου γενιά γνώριζαν για τη συμβολή του στην επιβίωση της Καρπάθου στα δύσκολα χρόνια του Πολέμου. Χρειάστηκε ο Νίκος ο Σκούλλος, από τους λίγους εναπομείναντες μιας γενιάς που έφυγε, να μας μιλήσει για τη σημασία του χαλκιά (σιδερά) τα χρόνια εκείνα. Ψάχνοντας το θέμα περισσότερο, κατάλαβα ότι εμείς οι νεότεροι οφείλουμε να περισώσουμε στη μνήμη μας τους τεχνίτες και επαγγελματίες του παλιού καιρού, όχι μόνο γιατί αποτελούν  μέρος της ιστορίας μας αλλά και διότι αυτοί οι άνθρωποι με την τέχνη τους έσωσαν από την πείνα τους συνανθρώπους τους σε δύσκολες περιόδους. Τέτοιοι ήταν ο μυλωνάς, που έκανε το στάρι αλεύρι, ο χτίστης του ξεροτρόχαλου, που συγκρατούσε τα λιγοστά χώματα στα νησιά μας, ο χαλκιάς που έφτιαχνε τα εργαλεία για να καλλιεργηθεί η γης.

  Μέχρι το 1992 ζούσε στο Όθος της Καρπάθου ο Γεώργιος Κωστέτσος, ο τελευταίος χαλκιάς του νησιού. Τον θυμάμαι κάθε πρωί ν΄ ανεβαίνει στο χαλτσαδιό(1) του και κάθε απόγευμα να κατεβαίνει κατάκοπος. Στα χέρια του συνήθως κρατούσε κάποια από τις δημιουργίες του. Εκεί στο δωματιάκι που ζούσε είχε ένα μπαούλο με αξίνες, σκαλιστήρια, τσάπες και ένα σωρό άλλα σιδερένια εργαλεία. Από όλα τα χωριά τον επισκέπτονταν για να διορθώσουν ή ν'  αγοράσουν κάποιο εργαλείο και τότε η πρωτότυπη αυτή έκθεση άνοιγε αμέσως και με καμάρι επιδείκνυε το εμπόρευμα του.

  Τον θυμάμαι μεγάλο σε ηλικία. Είχε περάσει τα ενενήντα, όταν πέθανε. Γεννήθηκε το 1902 όπως έγραφε η ταυτότητά του, εκείνος όμως υποστήριζε ότι το πραγματικό έτος γέννησης του ήταν το 1898. Κι όμως λίγα χρόνια πριν πεθάνει, ακόμα δούλευε. Μόνος του δούλευε το φυσερό για να δυναμώσει η φωτιά και στη συνέχεια χτυπούσε αλύπητα το πυρωμένο σίδερο στο αμόνι για να του δώσει σχήμα. Δύσκολη δουλειά μα ήταν δυνατός άντρας. Έχουν να διηγούνται στο χωριό: Προπολεμικά, όταν χτιζόταν το Δημοτικό Σχολείο, κάτω στα Πηγάδια - το λιμάνι του νησιού- έφτασαν τα ξύλα για τη στέγη και τα πατώματα. Όλοι οι άντρες κατέβηκαν για να βοηθήσουν στη μεταφορά τους. Τα δοκάρια όμως είχαν μεγάλο μήκος και δεν μπορούσαν να φορτωθούν στα ζώα. Τότε αποφάσισαν να τα μεταφέρουν στον ώμο. Δύο δύο οι άντρες φορτώνονταν τα δοκάρια και διένυαν την απόσταση των 5 χιλιομέτρων περίπου για να ανέβουν στο υψόμετρο των 530 μέτρων που βρίσκεται το χωριό. Μόνο ο Γιώργης ο Κωστέτσος την έκανε αυτή τη μεταφορά μόνος του και μάλιστα δυο φορές την ημέρα.

Georgios Kostetsos the last Blacksmith
Ο Κωστέτσος στο Χαλτσαδιό του

  Σε μικρή ηλικία βρέθηκε στην Μικρά Ασία, στην περιοχή της Σμύρνης. Σε ντόπιο μάστορα έμαθε την τέχνη του χαλκιά. Ακολούθησε τη φυγή των Ελλήνων κατά την Μικρασιατική Καταστροφή. Μάλιστα έφυγε μια μόλις μέρα πριν την είσοδο των Τούρκων στην Σμύρνη, παρά τις παραινέσεις του αφεντικού του να παραμείνει για μία μέρα ακόμα ( κανένας δεν πίστευε στην Καταστροφή). Επέστρεψε στην Κάρπαθο και μπήκε βοηθός σε ντόπιους μαστόρους. Στο Νικολή το Χαλκιά και τον Πολυχρόνη Χανιώτη. Δεν ήταν ικανοποιημένος όμως ούτε από τις απολαβές, ούτε από την εργασία. Έτσι ανοίγει δικό εργαστήριο στις Πυλές. Δεκαοχτώ χρόνια το κράτησε ανοιχτό. Στη συνέχεια ανοίγει χαλτσαδιό στο χωριό του, στης Ευαγγελίας το σπίτι, κοντά στην Παναγία. Εκεί έμεινε ως την πρώτη πενταετία του 1950. Τότε μεταφέρει το εργαστήριο του στη Μέλλουρα, εκεί όπου τον γνωρίσαμε εμείς οι νεότεροι.

 Στην περίοδο του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, όταν αποκλείστηκε το νησί και τα καράβια έπαψαν να μεταφέρουν τρόφιμα, οι κάτοικοι ως μόνο τρόπο επιβίωσης βρήκαν την καλλιέργεια της λιγοστής γης. Χρειάζονταν εργαλεία. Καλοσυντηρημένα εργαλεία. Και η πρώτη ύλη ήταν λιγοστή. Τότε φάνηκε η αξία του ντόπιου τεχνίτη. Και ο καλύτερος ήταν ο Κωστέτσος. Έκανε συμφωνία με τους γεωργούς και τους κτηνοτρόφους. Θα τους επιδιόρθωνε τα εργαλεία που θα χρειάζονταν για μια πλήρη καλλιεργητική περίοδο και αυτοί θα τον πλήρωναν σε είδος. Οι γεωργοί τέσσερα πινάκια γεννήματα. (Το πινάκι ήταν δοχείο-μονάδα μέτρησης όγκου, του Κωστέτσου ήταν λίγο μεγαλύτερο.) Οι κτηνοτρόφοι, βούτυρο, δρίλλα, κρέας. Οι σκαφιοί(2) χρήματα. Τίποτα δεν έλειψε από το σπίτι του τα δύσκολα εκείνα χρόνια. Πολλές φορές ήταν το μόνο σπίτι που είχε βούτυρο, το οποίο έδινε σε κάποιον ασθενή ως γιατρικό. Δούλεψε όμως πολύ σκληρά τότε, το επέτρεπε πέρα από την ισχυρή του κράση και η ηλικία του. Από τα ξημερώματα ως αργά τη νύχτα. Οι ανάγκες ήταν μεγάλες. Έφτιαχνε τα πάντα, από υνιά ως κλειδαριές. 

 Του έφερναν σκασμένα βλήματα και αυτός τους έφτιαχνε τα εργαλεία. Για κάρβουνο φρόντιζε ο ίδιος. Έπαιρνε άδεια από τους κατακτητές Ιταλούς κι έκοβε πεύκα. Στις Μισσάθες κατασκεύαζε τον καρβουνόλακο. Έκοβε ξύλα και τα στοίβαζε μέσα σε αυτόν, τα σκέπαζε με κοσκινισμένο χώμα και τα "έκαιγε" δημιουργώντας το κάρβουνο. Όταν ήταν έτοιμα τα μετέφερε με μουλάρια στο χαλτσαδιό του.

 Ατυχήματα είχε. Κάποτε του καρφώθηκε στο χέρι το πίσω μέρος ενός δρεπανιού. Τα φάρμακα ανύπαρκτα. Η δημώδης ιατρική συνέστησε έναν κόκορα βραστό σε καθημερινή βάση. Το ξεπέρασε γρήγορα. 

 Τον θυμάμαι ακόμη, να παίζει τάβλι στο καφενείο. Αληθινή πρόκληση για όποιον είχε το θάρρος να τα βάλει μαζί του. Ανίκητος. Στο χωριό ακόμα λένε για ένα αναπόφευκτα χαμένο διπλό παιχνίδι: "Αυτό δεν το κόβει ούτε ο Κωστέτσος".

 Κρίμα που η γενιά μου, δεν είχε την προνοητικότητα να περισώσουμε το φυσερό του, το αμόνι του, το εργαστήρι του. Πράγματα που κάποτε τα θεωρούσαμε ασήμαντα, σήμερα στην εποχή της αλματώδους ανάπτυξης θα μας συνέδεαν με το παρελθόν μας. Τουλάχιστον με τη βοήθεια της μνήμης ας κάνουμε αυτό το ταξίδι, στη δύσκολη ζωή των παλαιοτέρων γενιών από εμάς. Όχι νοσταλγώντας την αλλά για να διδαχθούμε από τον τρόπο που αντιμετώπιζαν τις δυσχέρειες της εποχής τους.  

Φυσερό ή Φυσούνα σιδερά, λαογραφικό Μουσείο Καλλιμασίας Χίου. Το φυσερό του Κωστέτσου ήταν διαφορετικό, μοναδικό από μια πρόχειρη έρευνα που έκανα, δυστυχώς δεν διασώθηκε.

(1) χαλτσαδιό: σιδερουργείο

(2) σκαφιοί: σκαφτιάδες

Κάρπαθος

Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2022

Κωδικός Γκάντερ της Φωτεινής Τομαή ( ή η ζωή του Αλέξανδρου Γεωργιάδη )


Alexandros_Georgiadis
  Ο Αλέξανδρος Γεωργιάδης, με καταγωγή από το Όθος της Καρπάθου, έγινε γνωστός ακόμα και σε μας τους συγχωριανούς του, χάρις στο μυθιστόρημα της Φωτεινής Τομαή: Κωδικός Γκάντερ. Η κ. Τομαή είναι πρεσβευτής Α΄ επί τιμή, πολυγραφότατη συγγραφέας, ιστορικός και υπήρξε διευθύντρια για πολλά χρόνια της υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του υπ. Εξωτερικών. Ως εκ τούτου, το έργο της αυτό σίγουρα υπερβαίνει την μυθιστορηματική αφήγηση κι αυτά που αναφέρει έχουν πραγματική ιστορική βάση. Εξάλλου τα ιστορικά στοιχεία που αναφέρει επιβεβαιώνονται από τα αρχεία που μας παραθέτει στο τέλος του βιβλίου αλλά και από μαρτυρίες άλλων αγωνιστών της εποχής.
 Το βιβλίο της κ. Τομαή δεν το αξιολογώ ως λογοτεχνικό αλλά ως ιστορικό έργο, μιας κ παρουσιάζει τη δράση του Ελληνοαμερικανού, Καρπαθιακής καταγωγής, Αλέξανδρου Γεωργιάδη, στον κατεχόμενο Έβρο και στον πρώτο χρόνο της απελευθέρωσης μας από τις δυνάμεις του Άξονα. Ενδιαφέρουσα ιστορικά στοιχεία, αλήθειες που δεν λέγονται  εύκολα ακόμα και σήμερα και η απρόβλεπτη αντιμετώπιση από την δεύτερη πατρίδα του, περιγράφονται σε πρώτο πρόσωπο στο βιβλίο αυτό. Διαβάζεται ως μυθιστόρημα, διδάσκει όμως το ίδιο με πανεπιστημιακό εγχειρίδιο. 

  Ο Αλέξανδρος Γεωργιάδης είναι ένας ήρωας, που αγάπησε με όλη του την ψυχή και τις δύο πατρίδες του, αν και απογοητεύτηκε από αυτές το ίδιο. Από τη μία, η Αμερική του γκρέμισε την εικόνα της ιδανικής δημοκρατίας που πίστευε γι΄ αυτήν και από την άλλη, η Ελλάδα τον πόνεσε με τον αχρείαστο αδελφοκτόνο πόλεμο την ώρα που οι άλλοι Ευρωπαίοι, (νικητές και ηττημένοι) μονιασμένοι ανάσταιναν από τα ερείπια τις χώρες τους.

Ποιος  όμως ήταν ο Αλέξανδρος Γεωργιάδης; Για ποιον λόγο η κυρία Τομαή, γράφει ένα μυθιστόρημα για τη ζωή του; Και για ποιον λόγο είμαστε σήμερα εμείς, οι συγχωριανοί του, υπερήφανοι και για τη δράση του στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και όλη τη ζωή του;

  Ο Αλέξανδρος Γεωργιάδης, γεννήθηκε στο Όθος της Καρπάθου το 1898. Το 1912 με την κατάληψη των Δωδεκανήσων από τους Ιταλούς στέλνεται από τους δικούς του στην Αθήνα για καλύτερες σπουδές. Ανήσυχο πνεύμα όπως ήταν, η στενάχωρη χώρα μας δεν τον ικανοποιεί και σε ηλικία μόλις 18 ετών φεύγει για την χώρα της ελευθερίας, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Κυνηγά το Αμερικάνικο όνειρο και μετά από πολύ προσπάθεια αλλά και τύχη το κερδίζει. Το 1942 καλείται από την Αμερικανική κυβέρνηση, μαζί με άλλους Ελληνοαμερικανούς, να στελεχώσει τη νεοσύστατη υπηρεσία πληροφοριών την γνωστή O.S.S. με σκοπό να διεισδύσει στην κατεχόμενη Ελλάδα. Το εγχείρημα ήταν δύσκολο. Πέρα από τους προφανείς λόγους ότι έπρεπε να δράσει σε μία εχθρική χώρα, οι ΗΠΑ εξαιτίας του μέχρι τότε απομονωτισμού τους, δεν είχαν ανάλογη εμπειρία σε τέτοιου είδους αποστολές. Επιπλέον η Ελλάδα ανήκε στην σφαίρα επιρροής των Άγγλων και οι Αμερικάνοι κατάσκοποι αν και σύμμαχοι, αντιμετωπίζονταν με μεγάλη καχυποψία, όχι μόνο από αυτούς αλλά και από το διπλωματικό κατεστημένο της χώρας μας.  Ο Γεωργιάδης όμως καταφέρνει με τον καλύτερο τρόπο να φέρει σε πέρας την αποστολή που του είχε ανατεθεί από την αρχή. Να οργανώσει το σαμποτάζ  στις γραμμές ανεφοδιασμού των Γερμανών από την Τουρκία, και συγκεκριμένα να σταματήσει τη ροή χρωμίου, απαραίτητου υλικού για τη στρατιωτική της βιομηχανία. Επιπλέον ξεσκέπασε ένα δίκτυο Βούλγαρων κατασκόπων κι ένα άλλο Τούρκων. Η βάση του ήταν στο ελληνικό προξενείο της Ανδριανούπολης και το πεδίο δράσης του ο κατεχόμενος από τους Γερμανούς Έβρος.  Για να πετύχει τον σκοπό του, συνεργάζεται με τo τοπικό κλιμάκιο του ΕΛΑΣ, αφού πρώτα κερδίζει την εμπιστοσύνη τους. Γι΄ αυτούς ήταν ο Αλέκος ο Αμερικάνος, ο ντόμπρος συνεργάτης σε αυτά που τους έταζε, ο αγνός πατριώτης, που πέρα από τις εντολές που είχε, πολεμούσε στο πλάι τους με την ίδια αυταπάρνηση με εκείνους.
  Η πετυχημένη δράση του στον Έβρο, δεν θα ήταν δυνατή, εάν δεν είχε το σθένος να παρακάμπτει τους ασφυκτικούς γραφειοκρατικούς κανόνες της υπηρεσίας του, αν δεν είχε την διορατικότητα να βλέπει τι κρυβόταν πίσω από τις χειραψίες και τα κτυπήματα στην πλάτη κι αν δεν είχε το ηθικό ανάστημα να συνομιλεί με τους Ελασίτες αντάρτες, την γλώσσα της αλήθειας. 

  Μετά την θετική έκβαση της αποστολής του και την απελευθέρωση της Ελλάδας, παίρνει νέες εντολές. Αυτή τη φορά έπρεπε να εκμεταλλευτεί τις πολύ καλές σχέσεις που είχε αναπτύξει στην περιοχή της Θράκης με στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος προκειμένου να διερευνήσει τις προθέσεις τους αμέσως μετά την απελευθέρωση. Ήταν το μοναδικό στέλεχος της O.S.S. που εμπιστεύονταν οι πρώην αντάρτες του ΕΛΑΣ.  Όλοι ανησυχούσαν κατά πόσο τα ένοπλα στρατιωτικά τμήματα του ΕΑΜ, κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, ήταν διατεθειμένα να καταθέσουν τα όπλα τους μετά τις συμφωνίες  του Λιβάνου(1) και της Καζέρτας (2). Κατά την παραμονή του στην Αθήνα ζει από κοντά τα τραγικά γεγονότα των Δεκεμβριανών του 44, τα οποία όπως διαπιστώνουμε σημαδεύουν για πάντα την ψυχή του. Αν και είχε ζήσει στη Θράκη τις ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα στον περιβόητο Τσαούς Αντών (Αντώνης Φωστερίδης) και των δυνάμεων του ΕΛΑΣ, τις οποίες υποδαύλιζαν οι Άγγλοι, καταλάβαινε ότι το χάσμα που υπήρχε ανάμεσα στους Έλληνες θα θα τελείωνε εκεί αλλά θα είχε ολέθριες συνέπειες για το μέλλον της χώρας μας. Ήταν εξοργισμένος με τον ύπουλο ρόλο των Άγγλων και κατά τη διάρκεια της Κατοχής αλλά και μετά την απελευθέρωση, βλέποντας τους να μην σέβονται έναν Λαό, που σε όλη τη διάρκεια του Πολέμου έχυσε ποταμούς αίματος τασσόμενος στο πλευρό των Συμμάχων.  Μία ακόμα αποστολή του στην Βόρεια Ελλάδα ακολουθεί, όπου συναντά τον Μάρκο Βαφειάδη και τον Ευριπίδη Μπακιρτζή, προβληματισμένους με την πολιτική που ακολουθούσαν τα ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ των Αθηνών. Τότε ανακαλείται στο Κάιρο για να δώσει αναφορά για τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα και για να παρασημοφορηθεί. Επιστρέφει στην Ελλάδα το 1945 και τότε του δίνεται επιτέλους η πολυπόθητη άδεια που ζητούσε, να επισκεφτεί τον γενέθλιο τόπο του, την Κάρπαθο. Την μόνη που βρίσκει ζωντανή από τους δικούς του, είναι η ογδονταδιάχρονη μητέρα του. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά, που επισκέφτηκε τον τόπο καταγωγής του. 

  Επιστρέφοντας στην Αμερική του ζητείται να ενταχθεί εκ νέου στις μυστικές υπηρεσίες με αποστολή την παρακολούθηση των νέων εχθρών, των κομμουνιστών, με έδρα του τα παράλια της Μικράς Ασίας. Αυτή τη φορά αρνείται. Ήδη έχει πληγωθεί με τον αλληλοσπαραγμό μεταξύ των Ελλήνων, που μετά την απελευθέρωση τους αντί μονιασμένοι να οικοδομήσουν την πατρίδα τους, αυτοί αλληλοεξοντώνονται μεταξύ τους. Ακατανόητη του ήταν και η εχθρότητα που επέδειξαν οι Άγγλοι ενάντια στους μαχητές του ΕΛΑΣ και η διαγραφή κάθε προδοσίας των δωσίλογων, πρώην συνεργάτες των ΝΑΖΙ.  Ο Καρπάθιος, που έφυγε από τα σκλαβωμένα Δωδεκάνησα, που υπέρτατη αξία γι΄ αυτόν ήταν η Ελευθερία και η δικαιοσύνη, πονούσε βλέποντας την κατάντια των ομοεθνών του. Κυρίως όμως, δεν μπορούσε να κατανοήσει την αναγκαιότητα που ώθησε τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές στον εμφύλιο πόλεμο. Έβλεπε με συμπάθεια τους μαχητές του ΕΛΑΣ, αναγνώριζε τον πατριωτισμό τους, πίστευε όμως ότι η Ελλάδα δεν θα κέρδιζε τίποτα, αν προσδενόταν στο άρμα της Σοβιετικής Ένωσης.

  Η άρνησή του αυτή, όπως και κάποιες αντιζηλίες από πρώην συμμαχητές του στον O.S.S. τον έβαλαν στο στόχαστρο των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ. Οι καλές του σχέσεις με τους αντάρτες του ΚΚΕ, γίνεται το όπλο για να τον κυνηγήσουν. Είναι η εποχή όπου τα πάντα εξουσιάζει η πολιτική του Μακαρθισμού και ο Γεωργιάδης είναι ένα καλό θύμα για να δείξουν ως υπαρκτό, έναν ανύπαρκτο κίνδυνο για τις ΗΠΑ. Ο Αλέξανδρος Γεωργιάδης όμως δεν είναι από εκείνους που δειλιάζουν ή φοβούνται μπροστά στις απειλές. Τους αγνοεί και δεν πέφτει στην παγίδα να συνδιαλλαγεί μαζί τους. Αυτοί του το κρατάνε, παρενοχλώντας τον για πολλά χρόνια ακόμα. Πέρασε δύσκολα! Δεν υπήρχε χειρότερη κατάσταση τότε από το να υποδειχθείς ως φίλα προσκείμενος στην Σοβιετική Ένωση. Ο Τζόσεφ Μακάρθυ είχε απλώσει ένα πλέγμα τρόμου πάνω από την αμερικανική κοινωνία, που διαπερνούσε όχι μόνο όσους έβαζε στο στόχαστρό του αλλά και κάθε έναν, που πιθανόν να είχε την όποια σχέση μαζί του.

  Μόλις το 2018 του απονέμονται στρατιωτικές τιμές και η ανώτατη διάκριση ήρωα Πολεμιστών του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, στο Εθνικό Μνημείο Πολεμιστών της Ουάσιγκτον. Μόνο που ο ένθερμος αυτός αγωνιστής της Ελευθερίας και της δικαιοσύνης, έχει ήδη αποβιώσει.  

  Περισσότερα για τη ζωή και τη δράση του, μπορείτε να διαβάσετε στο βιβλίο της Φωτεινής Τομαή αλλά και στην σχετική εγγραφή των Καρπαθιακών Νέων: Alekos ο Αμερικάνος, ο Οθείτης κατάσκοπος της O.S.S.  

  Όπως λέει η κυρία Τομαή, ο άντρας αυτός, με την ηρωική του δράση στον ακριτικό μας Έβρο σημάδεψε την πορεία του πολέμου. Το αποτέλεσμα ήταν η επιβράδυνση της παραγωγής πολεμικού υλικού  από την βιομηχανία των Γερμανών  στους τελευταίους κρίσιμους μήνες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη. Αυτό ήταν σημαντικό γεγονός διότι έκανε πιο εύκολη την τελική επικράτηση των Συμμαχικών δυνάμεων, που αντιμετώπιζαν τη λυσσαλέα άμυνα των Γερμανών σε όλα τα μέτωπα. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε, ότι επιτάχυνε την λήξη του πολέμου στην ήπειρό μας. Ήταν ένας πράκτορας που εκμεταλλεύτηκε όλα τα χαρίσματα που του έδωσε ο σκληρός τόπος της γέννησής του αλλά και όσα έμαθε καθώς ωρίμαζε στη χώρα των θαυμάτων. Επί δεκαοχτώ μήνες σήκωνε το βάρος της επιτυχημένης αποστολής του, όταν το ορισμένο από την O.S.S. χρονικό διάστημα που μπορούσε κάποιος πράκτορας να βρίσκεται σε αποστολή ήταν το εξάμηνο. Αυτόν τον ήρωα, τον Αλέξανδρο Γεωργιάδη, τον Αλέκο τον Αμερικάνο για τους αριστερούς του ΕΛΑΣ, η Αμερική του επεφύλαξε την πιο άδικη και σκληρή αντιμετώπιση. Δεν μπορώ να φανταστώ με ποιον τρόπο συνεχίζεις τη ζωή σου μετά από αυτό. Εμείς όμως, οι επόμενες γενιές του χωριού μας, του Όθους της Καρπάθου, οφείλουμε όχι μόνο να μην ξεχάσουμε αλλά και να αναδείξουμε όλα εκείνα με τα οποία ο μικρός τόπος μας γαλούχησε τις γενιές εκείνων των αντρών. Ένας τόπος σκλαβωμένος πολύ πιο πέρα από τα τετρακόσια χρόνια Οθωμανικής Κυριαρχίας, που ποτέ του όμως δεν έπαψε να ονειρεύεται την Ελευθερία του, την Ένωσή του με την μητέρα Ελλάδα.

Othos_Karpathos
Όθος Καρπάθου, αρχές του 20ου αιώνα

 Κλείνοντας θα ήθελα να ευχαριστήσω, την κ. Φωτεινή Τομαή, για την εξαίρετη δουλειά που έκανε στο βιβλίο της: Κωδικός Γκάντερ, αλλά και διότι πρώτη έβγαλε από την ιστορική λήθη ένα σημαντικό αγωνιστή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τον συγχωριανό μας, τον Αλέκο τον Αμερικάνο, όπως τον φώναζαν οι Εβρίτες αντάρτες. 

(1) Συνέδριο του Λιβάνου (17 - 20 Μαΐου 1944) Διάσκεψη των αρχηγών των ελληνικών πολιτικών παρατάξεων και αντιστασιακών οργανώσεων,  με σκοπό τη δημιουργία κυβέρνησης εθνικής ενότητας στη χώρα, μετά το τέλος της γερμανικής κατοχής.


(2) Συμφωνία της Καζέρτας: (26 Σεπτεμβρίου 1944) Συμφωνία μεταξύ της «ελεύθερης» ελληνικής κυβέρνησης εθνικής ενότητας που συστάθηκε στο Κάιρο , αφενός, και αφετέρου των ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων (ΕΑΜ και ΕΔΕΣ) που δρούσαν τότε στην Ελλάδα. Η συμφωνία αυτή έγινε υπό την επίβλεψη των Βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων της Μεσογείου. Σκοπός της συμφωνίας αυτής ήταν να καθορισθούν θέματα σχετικά με τη δράση, τον έλεγχο και/ή τον αφοπλισμό των ένοπλων τμημάτων αντίστασης που είχαν δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια της Κατοχής στον ελληνικό χώρο προκειμένου η χώρα να οδηγηθεί στην ομαλότητα, μετά την απελευθέρωση.

Κάρπαθος

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2018

Κάποτε στη Γυνατού

  Τη θυμάμαι καλά εκείνη τη χρονιά. Τη θυμάμαι διότι θα ξεπερνούσα επιτέλους, την μέχρι τότε άρνηση των γονιών μου να ακολουθήσω την παρέα μου στη πανηγύρι της Γυνατούς. 

 “ Είναι μακριά, θα κουραστείς, η στράτα είναι επικίνδυνη, δεν υπάρχει μέρος για να κοιμηθείς” ήταν τα επιχειρήματά τους.
  Κάθε χρόνο, την επομένη της εξόρμησης αυτής και για πολλές ημέρες ακόμα, άκουγα από τους φίλους μου, για ένα μονοπάτι, που σε κάποια σημεία του έχασκε ακριβώς δίπλα του ένας τεράστιος γκρεμνός, τον οποίο ήταν προτιμότερο να το περάσεις καβάλα πάνω σε κάποιο ζώο, το οποίο σίγουρα δεν θα έχανε τα βήματα του. Άκουγα για τις αυτοσχέδιες καλύβες που έφτιαχναν μέσα στα σκίνα για να κοιμηθούν, για την Κούφη που οι μεγαλύτεροι κοιμούνταν, για το μικρό εκκλησάκι της Παναγίας, που το χωριό το θυμόταν κάθε Σεπτέμβρη. Μα κυρίως αυτό που συζητούσαν όλοι, ήταν ποιος είχε κατορθώσει να “πουδιάσει” τον άλλο, να του περάσει δηλαδή μια θηλιά στα πόδια την ώρα που κοιμόταν και να τον σύρει προς τα κάτω, προς την κατηφόρα που σχημάτιζε το έδαφος στη πλαγιά του βουνού, σίγουρα τρομάζοντάς τον, μερικές φορές προκαλώντας του και κάποια τραύματα. Έτσι ήταν τότε. Ήμαστε σκληροί, άλλοι λιγότερο άλλοι περισσότερο, γνωρίζαμε όμως ότι έτσι παιζόταν το παιχνίδι της ενηλικίωσης μας.
  Κάθε χρόνο κάκιωνα με τους δικούς μου, που μου αρνούνταν να συμμετάσχω σε αυτή την περιπέτεια, την οποία με τόσο ενθουσιασμό περιέγραφαν όλοι οι συνομήλικοί μου. Μέχρι εκείνη τη χρονιά! Την παραμονή των γενεθλίων της Παναγίας, μετά το μεσημεριανό φαγητό, ανέβηκα στο σπίτι του παππού, με ένα σακ βουαγιάζ γεμάτο προμήθειες και μια βαριά κουβέρτα, για να δανειστώ τον γάιδαρό του. Από το καλοκαίρι τον είχα προετοιμάσει και δεν σήκωνα κουβέντα σε αυτό, ότι τον γάιδαρο θα τον έπαιρνα εκείνη τη χρονιά. Ένα ήρεμο, δυνατό ζώο το οποίο θα με μετέφερε ως εκεί με την παρέα μου. Ο παππούς μου φρόντισε να μου υπενθυμίσει όλα τα “χούδια” του ζώου, με βοήθησε στο σαμάρωμα, μου έδειξε πως θα το στερεώσω σωστά στο ζώο, φορτώσαμε τα πράγματα μου μαζί και λίγο άχυρο για το φαγητό του ζώου, μου ζήτησε να καρφώσω το καζίκι(1) του καλά, σε στέρεο έδαφος, μην τύχει και το σύρει τη νύχτα και τον ψάχνουμε την άλλη μέρα.
  Όταν τελείωσαν όλες οι συμβουλές, με αποχαιρέτησε με φανερή την αγωνία στο πρόσωπό του. Τον αποχαιρέτησα βιαστικά, καβάλησα το ταλαιπωρημένο από τη δουλειά τόσων χρόνων ζώο και κατέβηκα την κατηφόρα με τα τσιμεντένια σκαλιά προς την έξοδο του χωριού. Εκεί, περίμεναν και οι υπόλοιποι, όλοι καβάλα με τον παραδοσιακό τρόπο, γυρισμένοι προς τη μια μεριά του σκληρού σαμαριού, έτοιμοι να πηδήξουν κάτω όποτε η ανάγκη το έφερνε.
Και ξεκινήσαμε τη διαδρομή μας. Ένα εφηβικό καραβάνι, γεμάτο ορμή και νιάτα, το οποίο εκείνη την ώρα σήκωνε το βάρος, χωρίς να το ξέρει, της ιστορίας του χωριού μας. Θα πατούσαμε εκείνο το αρχαίο μονοπάτι, το οποίο ακολούθησαν οι πρόγονοι μας, πριν από χρόνια, για να φτάσουν στη σημερινή θέση του χωριού μας, μακριά από τη θάλασσα για να γλιτώσουν από τις επιδρομές των Σαρακηνών, που εξουσίαζαν τη Μεσόγειο. Η περιοχή των Εΰρων, αποτέλεσε για πολλά χρόνια ο ενδιάμεσος σταθμός σε αυτή τη διαδρομή τους. Σκληρός τόπος, η καλλιεργήσιμη γη λιγοστή και δυσκολοδούλευτη, μα είχε το πλεονέκτημα ότι ήταν αόρατη από τη θάλασσα. Μόνο από εκεί που βρισκόταν το εκκλησάκι της Παναγίας, μπορούσες να την δεις, κάτω, μακριά να αφρίζει τον περισσότερο καιρό.
  Περάσαμε από τα Κόνια, αφήσαμε τον αμαξιτό δρόμο και μπήκαμε στο χαραγμένο στην επιφάνεια του βουνού, μονοπάτι. Σε κάποια σημεία, εκεί που ο δρόμος πλάταινε ελάχιστα, γίνονταν τα προσπεράσματα. Τσιγκλώντας τα ζώα μας, προσπαθούσαμε να αιφνιδιάσουμε τον προπορευόμενο σε εμάς, περνώντας δίπλα του, τις περισσότερες φορές ακουμπώντας τον. Ευτυχώς τα ζώα μας, μαθημένα από τις όποιες απαιτήσεις των ιδιοκτητών τους, συνέχιζαν το σταθερό και σίγουρο βήμα τους.
Λίγο πιο κάτω βρίσκαμε τις κουμαριές. Ο θάμνος αυτός σκέπαζε όλη την πλαγιά, ίσα που διακρίνονταν οι πράσινοι καρποί του, οι οποίοι σε έναν μήνα θα κοκκίνιζαν. Στον μεγάλο πόλεμο, τότε που οι κάτοικοι του νησιού γνώρισαν την πείνα, όλοι είχαν γευτεί αυτό το δώρο της φύσης και μας περιέγραφαν με απίστευτη νοσταλγία τη γλυκύτητα των ώριμων καρπών.
  Περάσαμε μία μία τις στεφανές(2) του βουνού, μέχρι που φτάσαμε στην Κυλίστρα, ένα ελάχιστο κομμάτι δρόμου, χωμάτινο δίχως σταθερά πατήματα και τον γκρεμνό να χάσκει από κάτω μας. Όλοι μας σοβαρέψαμε, τα στόματα έκλεισαν, εμπιστευτήκαμε μόνο τα τέσσερα δυνατά πόδια του ζώου μας, τα οποία από ένστικτο ήξεραν πως να μας περάσουν με ασφάλεια. Από κει, πιάσαμε την κατηφόρα, περάσαμε το ρέμα, όπου ακόμα διακρίνονταν τα ερείπια κάποιων παλιών κατοικιών, τις οποίες η θαμνώδης βλάστηση της περιοχής, τα εξαφάνιζε σιγά σιγά. Και μετά από λίγο, ο δρόμος γινόταν πιο ομαλός, μέχρι που φτάσαμε στο στάβλο του Σταυράκη. Αυτός, μαζί με τη γυναίκα και τις κόρες του, έμενε μόνο, για να διαφεντεύει όλους τους γύρω βοσκότοπους. Σε ελάχιστα λεπτά, φτάσαμε στη μοναδική πηγή της περιοχής, το Ητσάλλι, σταματήσαμε ίσα ίσα για να ξεδιψάσουν τα ζώα και να συμπληρώσουμε με νερό τα παγούρια μας.
  Όταν φτάσαμε στην επόμενη στροφή του δρόμου, κάτω αντικρίσαμε το εκκλησάκι της Παναγίας της Γυνατούς, κάτασπρο, με τη μικρή του αυλή. Στη πλαγιά, πιο ψηλά, υπήρχε μια ελιά στην οποία κρεμόταν η καμπάνα και πίσω της η περίφημη “Κούφη”, ένα μονόχωρο κτίσμα στο οποίο μπορούσαν να κοιμηθούν το βράδυ, κατάχαμα, κάποιοι από τους λίγους προσκυνητές. Κατεβήκαμε με τα ζώα μας, κατευθυνθήκαμε προς το ρέμα, ξεκαβαλικέψαμε, τα δέσαμε καλά για να μην μας φύγουν, τους δώσαμε το σανό που είχαμε φέρει μαζί, πήραμε τα πράγματα μας, πήραμε μαζί μας και τα σχοινιά για το φόρτωμα μην μας τα κλέψουν και κατευθυνθήκαμε προς το εκκλησάκι.    
  Μπαίνοντας, η ματιά μου σταμάτησε στο υπέρθυρο, όπου μας καλωσόριζε η αλλόκοτη, ανάγλυφη προσωπογραφία της Παναγίας. Ταλαιπωρημένη από τον χρόνο, έμεναν να φαίνονται αδρά τα χαρακτηριστικά του προσώπου της με τη κορώνα στα μαλλιά που έπεφταν στους ώμους της. Ή μήπως δεν ήταν η Παναγία αλλά κάποια πριγκιποπούλα της περιοχής, από εκείνα τα χρόνια τα παλιά, που η περιοχή κατοικούνταν; Βιαστικά ανάψαμε κερί, προσκυνήσαμε την εικόνα και βγήκαμε έξω. Περπατήσαμε την περιοχή για να βρούμε κάποιο μεγάλο σκίνο για να κοιμηθούμε στο εσωτερικό του. Το μαλακό χώμα της ρίζας του, θα ήταν το στρώμα μας για εκείνο το βράδυ. Λίγο, πιο κάτω βρήκαμε ένα που το θεωρήσαμε κατάλληλο. Με ένα κλαδευτήρι κόψαμε κάποια από τα κλαδιά του μέχρι να σχηματιστεί ένα κούφωμα στο εσωτερικό του. Τρία άτομα χωρούσαμε άνετα. Αφού τακτοποιηθήκαμε, επιστρέψαμε στη αυλή της εκκλησίας περιμένοντας τον παπά. Οι παλαιότεροι έλεγαν ιστορίες που θυμούνταν για την περιοχή, για τις καλλιέργειες που κάποιοι έκαναν στις γύρω περιοχές στα δύσκολα χρόνια του πολέμου. Κάποιος θυμήθηκε την περίφημη ιστορία του Καταχανά(3), που εμφανίστηκε αν και νεκρός στα μέρη αυτά, αργά τη νύχτα, προσπαθώντας να πάρει μαζί του στον άλλο κόσμο τον κουμπάρο του. Είπε ψέματα, ότι έπρεπε να τον ακολουθήσει στο χωριό, διότι η γυναίκα του ήταν άρρωστη σοβαρά. Στο δρόμο έκανε ότι ήταν δυνατόν για να τον γκρεμοτσακίσει στις απότομες εκείνες πλαγιές, η αναμμένη δάδα όμως που κρατούσε τον έσωσε.  Όταν έφτασε στο χωριό και έμαθε ότι ο αγαπημένος του κουμπάρος και φίλος είχε θαφτεί από την προηγούμενη ημέρα, έπεσε σε βαριά κατάθλιψη, η οποία τον συντρόφευε σε όλη τη ζωή του μέχρι που πέθανε. Κάποιος άλλος έλεγε για το κατόρθωμα του, να φύγει μέσα στο βαθύ σκοτάδι, με έναν φακό μόνο, να πάει στο κοντινό χωριό, τις Μενεταίς, να αγοράσει ποτό και να γυρίσει για να συνεχιστεί το γλέντι τους. Και κάποιοι άλλοι, προσπαθούσαν να πιάσουν στο τρανζιστοράκι(4) που είχαν, την αναμετάδοση του πρωταθλήματος που άρχιζε εκείνη την ημέρα.
  Εκεί και ο Σταυράκης, θηριώδης, χαμογελαστός, χαρούμενος που εκείνη τη βραδιά χανόταν επιτέλους η ατέλειωτη ησυχία που σκέπαζε όλο το χρόνο την περιοχή. Στις γύρω πλαγιές θα αντιλαλούσαν οι φωνές μας και τα γέλια μας, ο ήχος της λύρας και οι μαντινάδες. Οι κουτάλες ήδη κτυπούσαν στα καζάνια που ετοίμαζαν το φαγητό και το κτύπημα της καμπάνας επιτέλους, θα σήμαινε την ώρα για τον εσπερινό. Ήταν ο οικοδεσπότης μας, ο οποίος όμως διακριτικά χανόταν πίσω απ΄ όλους τους άλλους, τον έφτανε που μας έβλεπε εκεί στη χάρη της χαμένης στη μοναξιά, συντρόφισσας του, της Παναγίας της Γυνατού
 Με το σκοτείνιασμα έφτασε κι ο παπά Κρητσιώτης, ο οποίος περίμενε να πέσει η κάψα της ημέρας για να ξεκινήσει από το χωριό, μιας και πάντα τη διαδρομή την έκανε με τα πόδια. Τότε άναβαν τα λουξ(5), ο χώρος φωτιζόταν σαν να ΄ταν μέρα, εκτός από το εκκλησάκι μέσα, όπου το μόνο φως που επιτρεπόταν ήταν αυτό από τα κεριά και το καντήλι. 
  Ο εσπερινός άρχισε, κάπως ησυχάσαμε, μα όλοι μας βιαζόμασταν να τελειώσει, μιας κι αυτό που μας ένοιαζε περισσότερο ήταν να σερβιριστεί το φαγητό, που μαγειρευόταν στην άκρη της αυλής και το οποίο από ώρα μας έσπαγε τη μύτη. Κατσικάκι κοκκινιστό με πιλάφι. Και μόνο γι αυτό το πιάτο άξιζε ο κόπος να βρεθείς εκεί. Συγχρόνως ακούστηκαν και οι πρώτες δοξαριές και στον τόπο απλώθηκε η γλυκιά μελωδία της λύρας. Νόμιζες ότι το όργανο αυτό ήταν φτιαγμένο ειδικά για κάτι τέτοιες βραδιές. Τα πατήματα στο όργανο ακολουθούσαν τους αιώνες και έφταναν ως εμάς, που παρακολουθούσαμε μην έχοντας την άδεια να σταθούμε δίπλα στους γλεντιστάδες του χωριού. Οι μαντινάδες τους μιλούσαν για όλα όσα απασχολούσαν τους ανθρώπους τότε. Τα μικρά για μας που κρατούσαμε τις αποστάσεις από τις παραδόσεις μα τα πολύ μεγάλα για εκείνους τους απλούς ανθρώπους, που είχαν χορτάσει από όνειρα και βιοπάλη.
  Αργά, μετά τα  μεσάνυχτα, σιγά σιγά όλοι πήγαμε για ύπνο. Στην Κούφη οι μεγαλύτεροι, οι γυναίκες είχαν καταλάβει το εσωτερικό του ναΐσκου και εμείς, οι νεολαίοι προσπαθούσαμε να βολευτούμε στις αυτοσχέδιες καλύβες μας. Με το ένα μάτι ανοιχτό λαγοκοιμόμασταν, τυλιγμένοι μέσα στις κουβέρτες, προσπαθώντας να γλυτώσουμε από την αφόρητη υγρασία της περιοχής και το “πούδιασμα”. Ο ύπνος μας πήρε ελάχιστες ώρες πριν το χάραμα, όταν πια όλοι είχαν ησυχάσει από την ολονύχτια προσπάθεια των πιο τολμηρών, να βρουν κάποιον, που μην αντέχοντας την κούραση της ημέρας τον είχε πάρει ο ύπνος κι έτσι να μπορέσουν να του δέσουν τα πόδια και να τον σύρουν, τρομάζοντας τον στον ύπνο, μέσα σε γέλια από τη μία και βρισίδια από την άλλη.
  Ξυπνήσαμε μην έχοντας προλάβει καλά καλά να ξεκουραστούμε, με τον ήχο της καμπάνας που κτυπούσε ο παπάς για την πρωινή λειτουργία. Σηκωθήκαμε με δυσκολία, μαζέψαμε τα πράγματα μας, πήγαμε να δούμε αν τα "ζωντανά" μας ήταν στη θέση που τα αφήσαμε την προηγούμενη, το φορτώσαμε και το φέραμε πιο κοντά, προς το εκκλησάκι. Μέχρι να τα κάνουμε αυτά, η λειτουργία τελείωνε, ίσα που προλάβαμε το Ευαγγέλιο. Με το “Δι' ευχών των Αγίων” και το μοίρασμα του άρτου, εγκαταλείψαμε το χώρο με τη σιγουριά ότι και του χρόνου θα ήμασταν και πάλι εκεί.
Και πράγματι, ήμουν πιστός στο ετήσιο προσκύνημα στη Γυνατού μέχρι που έφυγα για φοιτητής.
  Εκείνη την τελευταία χρονιά, με ένα καλοκαίρι που το θυμάμαι ακόμα, γεμάτο αγωνία περιμένοντας τα αποτελέσματα εισαγωγής στις σχολές, τα οποία έβγαιναν αργά, μέσα στον Οκτώβριο, έμεινα πίσω, δεν ακολούθησα τη συντροφιά μου. Επίτηδες δεν ακολούθησα για να έχω τη ησυχία μου και να μπορέσω να φωτογραφήσω το τοπίο με το πρωινό φως. Κρατούσα στα χέρια μου, τη φωτογραφική μηχανή του πατέρα μου την οποία είχα οικειοπηθεί από πολύ νωρίς, μια γερμανική Agfa της δεκαετίας του 50 και άφησα το ζώο να με οδηγήσει πίσω στο χωριό, σίγουρος ότι θα έβρισκε τα χθεσινά του χνάρια. Μα δεν έγινε έτσι. Πολύ γρήγορα ξεστράτισε και μέχρι να το καταλάβω, βρέθηκα να περιπλανιέμαι στη δυτική πλευρά του βουνού. Η θάλασσα φαινόταν βαθιά κάτω, εγώ όμως κανονικά, δεν θα έπρεπε να τη βλέπω. Ξεπέζεψα, προσπάθησα να διακρίνω το δρόμο, που με είχε φέρει μέχρις εκεί αλλά ο τόπος ήταν γεμάτος στενούς κατσικόδρομους, που όλοι μου φαίνονταν γνώριμοι. Ακολούθησα κάποιον με έβγαλε σε αδιέξοδο. Έπιασα έναν δεύτερο τίποτα. Έναν τρίτο, και πάλι αδιέξοδο. Σταμάτησα. Παρατήρησα το μέρος όσο καλύτερα μπορούσα. Γρήγορα κατάλαβα ότι ουσιαστικά είχα χαθεί, σίγουρα βρισκόμουν κοντά στο μονοπάτι, αλλά δεν μπορούσα να διακρίνω κάποιο σημάδι που θα με οδηγούσε προς αυτό. Όλη η πλαγιά με τα διάσπαρτα, κυρτωμένα από τον αέρα πεύκα, δίχως κανένα ίχνος ανθρώπινης παρέμβασης μου ήταν τελείως άγνωστη. Στάθηκα, μελετώντας ποια θα ήταν η επόμενη κίνηση μου, με αγωνία και φόβο μαζί, μέχρι που μια φωνή, γυναικεία φωνή, ακούστηκε για να με κατευθύνει προς τη σωστή κατεύθυνση. Σε ελάχιστα λεπτά είχα ξαναβρεί το μονοπάτι, το ακολούθησα μέχρι το χωριό, μην τολμώντας να αφήσω την προσοχή μου από το δρόμο που ακολουθούσε ο γάιδαρός μας.
  Δεν ήμασταν πολλοί στην περιοχή, εκείνη την ημέρα. Καμιά από τις λίγες γυναίκες του χωριού, που ήταν εκεί, δεν ήξερε τίποτα. Οι μεγαλύτεροι, με απόλυτη σιγουριά, θεώρησαν ότι η Παναγία έκανε ένα ακόμα από τα θαύματα της. Όσο για μένα, δεν έχω απάντηση. Θα μου άρεσε όμως, να ήταν η Παναγία. Η οποία μας ακολούθησε, ευχαριστημένη που για ένα βράδυ ήμασταν στο σπίτι της, που την θυμηθήκαμε, της κάναμε παρέα, ζωντανέψαμε την περιοχή των προγόνων μας. Μας ακολούθησε λυπημένη που την αφήναμε και πάλι μόνη, στο έρημο βουνό στο οποίο ακόμα και οι κυνηγοί με δυσκολία έφταναν, ως την επόμενη χρονιά. Ή μήπως ήταν εκείνη η πριγκιποπούλα της περιοχής, που με τα μαλλιά ξέπλεκα στους ώμους της, αλλαφροΐσκιωτη από κάποιον χαμένο έρωτα, έτρεχε στις γύρω πλαγιές, μέχρις που με συνάντησε και αποφάσισε να με γλυτώσει από την ταλαιπωρία. 
.........................................................................................................................
Γρήγορα όλα άλλαξαν. Τα μονοπάτια χάθηκαν και έγιναν αυτοκινητόδρομοι. Τι έγκλημα κι αυτό; Στη χάρη της Παναγίας, μαζεύεται πια τόσος κόσμος, που οι επίτροποι της εκκλησίας μεγάλωσαν την αυλή, γκρέμισαν την Κούφη, έφτιαξαν πλατείες για να παρκάρουν τα αυτοκίνητα, έφεραν γεννήτριες για να φωτιστεί ο χώρος, έφεραν και ενισχυτές που σκληραίνουν τον ήχο των οργάνων.
Και η Δημοτική αρχή του νησιού, ανιστόρητη ως συνήθως, λίγα μέτρα πιο πέρα από το προσκύνημα του χωριού μας, τοποθετεί τον σκουπιδότοπο του νησιού. Τον οποίο επιπλέον αφήνει στην μοίρα του, αδιαφορώντας για τα κάθε είδους απορρίμματα, που βρομίζουν όλη την περιοχή.
Πρόοδο το λένε αυτό σήμερα, άλλοι πιο συγκαταβατικοί τα θεωρούν όλα αυτά αναγκαίο κακό, κάποιοι άλλοι πιο ρομαντικοί, όπως του ελλόγου μου, πάντα θα αναρωτιούνται αν ήταν αναγκαία όλα αυτά;
      Κι εγώ; Νοσταλγώ εκείνα τα χρόνια, τυχερή τη γενιά μου, που τα έζησε, χρόνια διαφορετικά... μα εκείνο που κυρίως νοσταλγώ είναι τα νιάτα μας και την ανεμελιά μας. Ωραία χρόνια!

(1) σιδερένιο παλούκι, με ένα κρίκο το οποίο κάρφωναν στη γη για να δέσουν το σχοινί που κρατούσε το ζώο
(2) οι απόκρημνες πλαγιές του βουνού
(3) βρυκόλακας
(4) μικρό ραδιόφωνο της εποχής
(5) ισχυρό φωτιστικό που έκαιγε πετρέλαιο σε πίεση


Κάρπαθος

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2021

Παραδοσιακό Καρπάθου σε υπέροχη διασκευή


   Μία από τις καλές εκπομπές της ΕΡΤ, είναι το Μουσικό κουτί με τον Νίκο Πορτοκάλογλου και την Ρένα Μόρφη.

  Μία δίωρη μουσική εκπομπή, με φοβερή ζωντάνια και η οποία μας δίνει την ευκαιρία να γνωρίσουμε καταξιωμένους Έλληνες καλλιτέχνες δίπλα δίπλα με νεότερους αλλά εξίσου ταλαντούχους. Κι οπωσδήποτε δεν πρέπει να αγνοήσω την φοβερή μουσική ομάδα που τους πλαισιώνει της οποίας την μουσική διεύθυνση έχει ο Γιάννης Δίσκος.

  Στην τελευταία τους εκπομπή καλεσμένοι τους ήταν η Μάρθα Φριντζήλα και η Μαρία Παπαγεωργίου. Η πρώτη γνωστή ως ηθοποιός, σκηνοθέτης και ερμηνεύτρια που δεν φοβάται να πειραματιστεί για το καινούριο και η δεύτερη μια νέα χαρισματική καλλιτέχνιδα.  Τραγούδησαν  πολλά και διαφορετικά τραγούδια, αλλά σε αυτήν μου την εγγραφή, θα σταθώ σε ένα παραδοσιακό της Καρπάθου, την Μηλιά.  


 Το τραγούδι αυτό, η Μάρθα Φριντζήλα το διασκεύασε και τραγούδησε η ίδια πριν από αρκετά χρόνια, αλλά η από κοινού του εκτέλεση με την Παπαγεωργίου, το απογείωσε.  Ξεκινά με ένα δίφωνο Ηπείρου, συνεχίζει με το γνωστό από την παράδοση τραγούδι της Καρπάθου, σταθερά ανεβάζει τέμπο και  μετατρέπεται σε ένα διονυσιακό πανηγύρι αγάπης και έρωτα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Πορτοκάλογλου δάκρυσε, λέγοντας: "Αυτά συμβαίνουν, όταν τα τραγούδια έρχονται από την βαθιά σπηλιά του χρόνου". Πραγματικά υπέροχο!

 Η διασκευή αυτή αποτελεί ένα θαυμάσιο παράδειγμα, που μας επιβεβαιώνει την δύναμη των θησαυρών της παράδοσής μας, οι οποίοι στα χέρια άξιων δημιουργών, μπορούν να σπάσουν τα στενά τοπικά όρια με τα οποία συνήθως τα συνδέουμε και να ακουμπήσουν σε ένα πολύ μεγαλύτερο ακροατήριο.

Για όσους θέλουν και τους στίχους πρόχειρους για να παρακολουθήσουν πιο εύκολα το τραγούδι, τους παραθέτω παρακάτω, αφού έχω διαχωρίσει τα τσακίσματά του:

Μέσα στου Νέκρου το μάτι
δέντρα βλέπω και πουλιά        ( εισαγωγή )

Μηλιά μου μες τον εγκρεμό          αϊντες καλέ
Τα μήλα φορτωμένη
Αχ τα μήλα σου λυμπάτε η Παναγιά
Τα μήλα σου λιμπίζομαι  
Τα μήλα σου λιμπίζομαι                αϊντες καλέ
Μα το γκρεμό φοβούμαι
Κι αν τον φοβάσαι,                          μα την Παναγιά
Κι αν τον φοβάσαι τον γκρεμό,
κι αν τον φοβάσαι τον γκρεμό      αϊντες καλέ
Έλα το μονοπάτι
Το μονοπάτι                                       μα την Παναγιά
Το μονοπάτι μ ήβγαλε 
το μονοπάτι μ ήβγαλε                     αϊντες καλέ
σε ένα ερημοκλήσι
Απου δε βρίσκεται                            μα την Παναγιά
Απου δε βρίσκεται ο παπάς
απου δε βρίσκεται ο παπάς            αϊντες καλέ
για να το λειτουργήσει
Κι ένα μνήμα                                      μα τη Παναγιά
Κι ένα μνήμα παράμνημα
κι ένα μνήμα παράμνημα                αϊντες καλέ
ξεχωριστό από τα άλλα
Δεν το `δα και το                               μα τη Παναγιά
Δεν το `δα και το πάτησα
Δεν το `δα και το πάτησα                αϊντες καλέ
απάνω στο κεφάλι
Ποιος είναι απού με                          μα την Παναγιά
Ποιος είναι απού με πάτησε
Ποιος είναι απού με πάτησε           αϊντες καλέ
Απάνω στο κεφαλι
Απού μουνα                                         μα τη Παναγιά
Απού μουνα να αρχοντόπουλο        αϊντες καλέ
Μεγάλου ρήγα εγγόνι


Κάρπαθος

Ο φωτεινότερος φακός του κόσμου του Γιώργου Κασαπίδη

    Αν κάποιος θέλει να διαβάσει μια συλλογή διηγημάτων, για μια μικρή επαρχιακή πόλη, τη Δράμα (αλλά και άλλες περιοχές), με την αίσθηση το...