Τετάρτη 1 Νοεμβρίου 2023

Bob Dylan, Μητέρα των Μουσών.

   

Jakob_de_Wit
Ο Δίας σαν βοσκός αποπλανά την Μνημοσύνη
Jakob de Wit (1727)

  ΜνημοσύνηΜια από τις πολλές θεότητες των Αρχαίων μας προγόνων, η οποία προσωποποιεί την μνήμη και τον Πολιτισμό. Άγνωστη στους πολλούς, δικαίως, μιας και Πάνθεον των αρχαίων είναι ατελείωτο. Κι όμως, ο σπουδαίος Αμερικανός μουσικός, στιχουργός και ποιητής, κάτοχος του Νόμπελ Λογοτεχνίας 2016, Bob Dylan, το 2020 έγραψε ένα τραγούδι για την μητέρα των Μουσών, την Μνημοσύνη.    Μητέρα των Μουσών από τον Δία, κι όπως λέει ο μύθος, αυτός κοιμήθηκε μαζί της για εννέα συνεχείς νύχτες ώστε να δημιουργηθούν οι εννέα θεές της μουσικής, του χορού και της ποίησης.

 Στους στίχους του τραγουδιού αυτού καλεί την Μνημοσύνη, να του τραγουδήσει για όλα όσα θεωρεί σπουδαία. Την αγάπη που έφυγε γρήγορα, για τους ήρωες που στάθηκαν μόνοι τους, θέλοντας να ελευθερώσουν τον κόσμο. Και στη συνέχεια της εξομολογείται την αγάπη του, για την πρωτότοκη κόρη της, την Καλλιόπη, προστάτρια της επικής ποίησης αλλά το σημαντικότερο είναι ότι φτάνοντας στο τέλος της ζωής του, αισθάνεται ότι δεν έχει "δει" όσα θα ήθελε και ζητεί τη συνδρομή της, για να το πετύχει.

  Πόσο παρόμοιο είναι με αυτό, που έκανε ο Όμηρος, όπου στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια, επικαλείται συνολικά δεκαεπτά φορές την μούσα, να τον βοηθήσει στην ιστόρηση των δύο αυτών επών. Το ίδιο κάνει και ο Ησίοδος, όπου στο ποίημα του "Έργα και Ημέραι" επικαλείται τις Μούσες για να το γράψει. Κι από εκεί και πέρα, κάθε καλλιτέχνης που σέβεται τον εαυτό του, οφείλει να βρει τη δική του Μούσα. 

 Είναι αλήθεια ότι χαίρομαι όταν ανακαλύπτω σημαντικούς, ξένους καλλιτέχνες, οι οποίοι έχουν εμπνευστεί έργα τους από την αρχαία ελληνική μυθολογία, αλλά συγχρόνως θλίβομαι, όταν γνωρίζω πόσο έχει υποβαθμιστεί το ανάλογο αντικείμενο στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση της χώρας μας. (Μακάρι να ήταν αυτό το μόνο στραβό στα εκπαιδευτικά πράγματα της πατρίδας μας.)

  Ας διαβάσουμε όμως τους στίχους του Bob Dylan:

  (Μνημοσύνη)

Μητέρα των Μουσών, τραγούδα για μένα
Τραγούδα για τα βουνά και τη βαθιά σκοτεινή θάλασσα
Τραγούδα για τις λίμνες και τις νύμφες του δάσους
Τραγούδα με όλη σας την καρδιά, όλες οι γυναίκες της χορωδίας
Τραγούδα για την τιμή και τη μοίρα και για τη δόξα
Μητέρα των Μουσών, τραγούδα για μένα

Μητέρα των Μουσών, τραγούδα για την καρδιά μου
Τραγούδα για μια αγάπη που έφυγε πολύ γρήγορα
Τραγούδα για τους ήρωες που στάθηκαν μόνοι
Τα ονόματα τους χαράχτηκαν σε πινακίδες από πέτρα
Που αγωνίστηκαν με πόνο για να ελευθερώσουν τον κόσμο
Μητέρα των Μουσών, τραγούδα για μένα

Τραγούδα για τον Σέρμαν, τον Μοντγκόμερι και τον Σκοτ
Και για τον Ζούκοφ, τον Πάτον και τις μάχες που έδωσαν
Που άνοιξαν το δρόμο για τον Πρίσλεϊ να τραγουδήσει
Που άνοιξαν τον δρόμο για τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ
Που έκαναν αυτό που έκαναν και συνέχισαν τον δρόμο τους
Φίλε, θα μπορούσα να σου διηγηθώ τις ιστορίες τους όλη μέρα

Ερωτεύομαι την Καλλιόπη
Δεν ανήκει σε κανέναν, γιατί να μην μου δοθεί;
Μιλάει σε μένα, μιλάει με τα μάτια της
Έχω κουραστεί να κυνηγάω ψέματα
Μητέρα των Μουσών, όπου κι αν βρίσκεσαι
Έχω ήδη ξεπεράσει τη ζωή μου κατά πολύ

Μητέρα των Μουσών, απελευθέρωσε την οργή σου
Πράγματα που δεν μπορώ να δω, εμποδίζουν τον δρόμο μου
Δείξε μου τη σοφία σου, πες μου τη μοίρα μου
Κάνε με να σταθώ με εντιμότητα, κάνε με να περπατήσω με ευθύτητα
Σφυρηλάτησε την ταυτότητά μου από μέσα προς τα έξω
Ξέρεις για τι μιλάω

Πάρε με στον ποταμό, απελευθέρωσε τη γοητεία σου
Άφησέ με να ξαπλώσω λίγο στην αγκαλιά σου
Ξύπνησέ με, ταρακούνησέ με, απελευθέρωσέ με από τον πειρασμό
Κάνε με αόρατο, σαν τον αέρα
Έχω μυαλό να περιπλανηθώ, έχω μυαλό να ταξιδέψω
Ταξιδεύω ανάλαφρα και δεν βιάζομαι να γυρίσω σπίτι.

  Για του λάτρεις του Dylan κλείνω με την αντίστοιχη μπαλάντα του, με τίτλο Μητέρα των Μουσών



Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2023

ΣΤΑ ΚΑΡΠΑΘΙΚΑ ΤΡΙΣΤΡΑΤΑ της Εύρης Βαρίκα Μοσκόβη

 

Sta_Karpathika_tristrata
  Σήμερα η εγγραφή μου, είναι αφιερωμένη στο βιβλίο της Εύρης Βαρίκα - Μοσκόβη, Στα Καρπάθικα Τρίστρατα. Είναι μια συλλογή διηγημάτων ηθογραφικού κυρίως αλλά και λαογραφικού χαρακτήρα, που εκδόθηκε το 1958 στην Αθήνα, Αναφέρονται στο χωριό της καταγωγής της συγγραφέας, και χωριό μου, το Όθος της Καρπάθου. Ο τίτλος έχει συμβολικό χαρακτήρα, μιας κι όλες οι ιστορίες που παρουσιάζει, έρχονται σε εμάς με την μορφή κουρέττου (κουτσομπολιού) στα τρίστρατα των γειτονιών του χωριού.

  Ο χρόνος αναφοράς των διηγημάτων είναι ασαφής, μιας και δεν διακρίνεται κανένα ιστορικό στοιχείο, που θα μας βοηθούσε στη χρονολόγηση. Από τα συμφραζόμενα σε ορισμένα σημεία, πιθανόν να είναι η δεκαετία του 1910 -1920. Σίγουρα όμως η συγγραφέας έχει και δικά της μεταγενέστερα βιώματα, τα οποία ενσωματώνει μέσα στα κείμενά της.  Αυτό πιθανόν γίνεται σκόπιμα, διότι στα διηγήματά της ασκεί έντονη κοινωνική κριτική στα ζητήματα των σχέσεων, για το πως αυτές γίνονται δεκτές ή όχι, από την τότε κλειστή κοινωνία της Καρπάθου, αλλά και στιγματίζει αναχρονιστικές αντιλήψεις για τη θέση της γυναίκας.

  Γλώσσα γραφής είναι η Δημοτική, ενώ στους διαλόγους των κειμένων,  χρησιμοποιεί το Οθείτικο Καρπάθικο ιδίωμα, τόσο ζωντανά και εύστοχα, ώστε πολλές φορές στο μυαλό μου ταξίδευε στην παιδική μου ηλικία και ήταν σαν να άκουγα τους γεροντότερους του χωριού μου να μιλούν. (Για όσους είχαν ζήσει παλαιότερα στην Κάρπαθο, κάθε χωριό όσο κοντά κι αν ήταν με το άλλο, διέκρινες με άνεση τις λεπτές γλωσσικές αποχρώσεις του καθενός.)  Στο τέλος του έχει πλούσιο λεξιλόγιο, όπου αποδίδεται η μετάφραση των λέξεων στην νεοελληνική και ακολουθεί παράρτημα με τις χρησιμοποιούμενες παροιμίες, όπου δίδεται και η εννοιολογική τους εξήγηση (πολλές από αυτές της έχει δανειστεί από εργασία του σπουδαίου συντοπίτη μας, Μιχαήλ Μιχαηλίδη- Νουάρου).

  Η εικονογράφηση είναι του Γερ. Γρηγόρη και το βιβλίο τυπώθηκε το 1958 στο τυπογραφία της ΗΜΕΡΗΣΙΑΣ.

  Το πρώτο διήγημα έχει τίτλο ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ και αναφέρεται στην αγωνία που ζούσε κάθε οικογένεια , η οποία είχε κάποιον δικό της στα ξένα και μόνος τρόπος επικοινωνίας ήταν η αλληλογραφία με το ταχυδρομείο. Αν το γράμμα δεν ερχόταν αυτό προμήνυε κάποιο κακό για τον ξενιτεμένο άντρα του σπιτιού αλλά και στενοχώρια έως ένδεια για την γυναίκα και τα παιδιά του, οι οποίοι αναρωτιούνταν για την τύχη του αλλά και έμεναν δίχως οικονομικούς πόρους, μιας και δεν έρχονταν πια τα δολάρια ή οι χάρτινες λίρες, που έμπαιναν μέσα στον φάκελο, κρυμμένα ανάμεσα στα επιστολόχαρτα.

 Το δεύτερο διήγημα, Η ΚΟΥΛΛΟΥΡΑ, αναφέρεται στο μέγιστο των παραπτωμάτων ενός νέου της εποχής, να παντρευτεί κάποια κοπέλα από ξένο τόπο (ξενιτσά). Ξένος τόπος είναι κάθε τόπος εκτός του νησιού τους. Και ο ξενιτεμένος στο Μαρόκο γαμπρός εδώ, όχι μόνο φέρνει μαζί του μια ξένη αλλά και πρόσφυγα από τη Μικρά Ασία, ασχέτως αν είχε ελληνική καταγωγή. Ευτυχώς, που της πέρασε μόνο δαχτυλίδι αρραβώνα και όχι την Κουλλούρα, (τα στέφανα) κι έτσι μπόρεσαν να βρουν λύση σε αυτό το ατόπημα του νεαρού ξενιτεμένου. Για να καταλάβετε πόσο μεγάλο εθεωρείτο το παράπτωμα του, θα σας μεταφέρω μία φράση από το κείμενο, από το οικογενειακό συμβούλιο που αναζητούσε τρόπους να χωρίσει τους αρραβωνιασμένους:  

- Μιάλην εκολογιά* έχει, πολτούς συνζενείες**, τσαι θα πέσουν απάνω του να τα χαλάσου, είπε η Μαργαρώ. Εξανακούσθη μαθές πρωτογιός τσαι κανακάρης*** να πάρει ξενιτσά; 

* οικογένεια   **συγγενείς   *** αυτός που κληρονομεί όλη την πατρική περιουσία

Κι άλλη μία, όταν προξενεύουν στον γαμπρό μια χωριανή τους, που του αρμόζει και συγκρίνουν το βιος της μιας με της άλλης: 

- Τρεις προύτσες* επέρει παι(δ)ί μου. Αυτή θα κληρονομήσει τσαι τη κάλτα** της τη Φωτουλτσά, τσαι τον μπάρμπα της τον Αλέξη. Εξός*** τ' αμπελοχώραφα της, απούναιν α(γύ)ριστα! Όχι την ξενιτσά παι(δ)ί μου, που δεν έχει χώμα να θαφτεί.

* προίκες   **θεία   ***εκτός

  Το τρίτο διήγημα μιλά για ένα ΠΑΙΔΙΚΟ ΠΑΡΑΣΤΡΑΤΗΜΑ. Ήταν πολύ σύνηθες εκείνα τα χρόνια, οι μεγαλύτεροι να στέλνουν για θελήματα τους μικρότερους. Κι εδώ η μικρή πρωταγωνίστριά μας, έχει πάρει εντολή από τη γιαγιά της, η οποία είχε το χούι να μην ανέχεται να βλέπει κανέναν άπραγο. Μεγάλη Πέμπτη, μετά το σχόλασμα του σχολείου για τις γιορτές, της δίνει εντολή να πάρει ένα γεμάτο καλάθι με αυγά και να τα πάει στη γειτονιά του Αγίου Βλασίου, για να τα βάψουν.  -Σήμερα να γίνει η (δ)ουλειά, αύριο μόνο οι Εβραίοι τα βάφουν. Δυστυχώς όμως όλα πάνε στραβά και σίγουρα αυτό ήταν το Πάσχα, που θα την στοιχειώνει για πάντα.

  Στο διήγημα αυτό εκτός των άλλων, εντύπωση κάνει πόσο παράταιρο εθεωρείτο, να θέλει κάποια κοπέλα να πάει στο σχολείο και να μάθει γράμματα: Επαλταρέψατε* πιο μωρή, διά(β)ασε διά(β)ασε. Μ' ε φταίει καένας μόνον ο αφέντης σας. Πού κούστη μαθές οι κόρες να μαθαίνουν τόσα γράμματα;

*Παλαβώσατε

Ger_Grigori  Το τέταρτο διήγημα έχει τίτλο Η ΞΕΜΑΒΛΙΣΤΡΑ (η ξελογιάστρα) και μας λέει για μια χήρα και την κόρη της, νιοφερμένες από την Αμερική, που παραβαίνουν όλους τους άγραφους κανόνες της εποχής, ξεμυαλίζοντας όσους έρχονται σε επαφή μαζί τους. Οι γυναίκες του χωριού στέκονται απέναντί τους αλλά οι άντρες τους, αρέσκονται στο φέρσιμό τους.

Λένε για τη μάνα: Χήρα γυναίκα μαθές τσαι να φορεί τα μεταξωτά τσαι τα βελου(δ)ένα τσαι να (γ)υρίζει τα πανε(γ)ύρια τσαι τους χορούς;

Αυτά μέχρι που σκάει η είδηση, ότι ότι ο Γιώργης ο Αμερικάνος, ο πολυγροσάς (πλούσιος), ο γιος της Μαρούκλας, αρραβωνιάστηκε δίχως την άδεια της μάνας του, την κόρη της ξεμαβλίστρας. Η μάνα του κλαίει και οδύρεται και δίνει βαριές κατάρες στην υποψήφια συμπεθέρα της: -Τηχ χολή που ποτίστηκα σήμερο να μπτζει τσαι τσείνη σατ της φέρου α(δ)ικοσκοτωμένη τη λαχτάρα της.

Τελικά η ιστορία έχει αίσιο τέλος, καθώς η Μαρούκλα υποχωρεί στο φέρσιμο της ξεμαβλίστρας και της κόρης της και τις δέχεται με κάθε επισημότητα στο σπίτι της.  -Τροπιτσές* είναι Σοφίλλα μου. Εί(δ)ες μαθές νάρτουν οπροχτές, τσαι η μάνα τσαι η κόρη, να μου φιλού μαθές τα χέρια μου, τσαι να με παρακαλού η νύφφη μου με τα (δ)άκρυα στα μάτια να πάω στο γάμο...

* αυτές που έχουν καλούς τρόπους

 Το πέμπτο διήγημα ΤΟ ΞΕΝΑΚΙ, αναφέρεται σε έναν νέο δάσκαλο, από άλλο νησί της Δωδεκανήσου, ο οποίος υπηρετεί στο χωριό. Αν και ξένος εδώ δεν μπαίνει κανέναν εμπόδιο να παντρευτεί κάποια από τις κοπέλες του χωριού. Μάλιστα τα προξενιά από τις κανακαράες* του χωριού είναι συνεχή. Βλέπεις μια κοπέλα μπορούσε να παντρευτεί κάποιον από άλλον τόπο, διότι αφού είχε και το σπίτι και κτηματική περιουσία, δεν υπήρχε φόβος να εγκαταλείψει το νησί και τους συγγενείς της.  

*πρωτοκόρη, η οποία κληρονομεί όλη την προερχόμενη περιουσία από την μάνα της (και το σπίτι).

  Το επόμενο διήγημα Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ, αναφέρεται στον καημό των γυναικών, που έχουν μείνει μόνες στο χωριό, διότι ο άντρας του σπιτιού, λείπει στην ξενιτιά. Αυτό τις περιορίζει στις εξόδους και τις διασκεδάσεις του χωριού, διότι μία χήρα δεν ήταν πρέπον, να συνοδεύει την ελεύθερη κόρη της, ειδικά στις διασκεδάσεις των Απόκριων. Μετά από αναμονή και στενοχώρια ετών, εκείνη τη χρονιά, επιτέλους επιστρέφει ο ξενιτεμένος γιός τους από την Αμερική, φέρνοντας και μια πλούσια προίκα για την αδελφή του, για να γιορτάσει με τους συγχωριανούς του τις Απόκριες, που τόσο είχε νοσταλγήσει στα ξένα. Ευτυχισμένοι συμμετέχουν στα ιδιαίτερα έθιμα των Απόκριων του Όθους καθώς  πλέον δεν είναι μακριά κι ο χρόνος, που τα δύο αδέλφια, θα γλεντήσουν και στις δικές τους χαρές. ( όπου χαρές, εννοείται ο γάμος τους)

  Το έβδομο διήγημα ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟ ΝΗΣΙ, καλύτερα αφήγηση, αναφέρεται στα αυστηρά έθιμα της σαρανταήμερης νηστείας των Χριστουγέννων, στις ετοιμασίες που γίνονται στο σπίτι (ασπρίσματα, γενική καθαριότητα, στόλισμα) και το εδεσματολόγιο της γιορτής των Χριστουγέννων.

Ger_Grigori
  Το τελευταίο διήγημα ΤΑ ΣΥΒΒΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ  ΦΡΑΓΚΟΥΛΙΑΣ, παρουσιάζει την καλή τύχη της όμορφης μα ορφανής και φτωχής Φραγκουλιάς, να αρραβωνιαστεί εξ αποστάσεως τον ζάμπλουτο Αμερικάνο (με καταγωγή από τη Ρόδο) και όλοι να την ζηλεύουν αδυνατώντας να πιστέψουν ότι είχε αποσιωπηθεί το παραστράτημά της: -Δετ τα ξαίρεις μαθές διέκοψεν η Καλίσσα του Σταμάτη. Τσαι που τις έχομε τις φρόνιμες κόρες τι καλόν εί(δ)αμε; "Οι ακαμάτρες τσ' οι λωλλές έχου(ν) τις μοίρες τις καλές." Μ' ά(φ)εις ιά να (δ)ούμε αν θα την επάρει καλότυχη, αν υπά(σι) στ΄ αυτιά τ' αθθρώπου τα κα(μ)ώματά της, απού λέουσι μαθές πως κρα(τ)εί τα ραβασάτσατης * ο Εργαράς** του Πολυχρόνη του Ελυμπίτη. Ο Θεός να με συγχωρέσει (δ)έ τά(δ)α με τα μάδια μου, λέει τα ο κόσμος....

 * το ραβασάκι της    **Γιώργος (με περιπαικτική διάθεση)

Τα κουτσομπολιά όμως είχαν βάση. Η Φραγκουλιά πράγματι έτρεφε εδώ κι ένα χρόνο αισθήματα για τον  Γιώργη, ο οποίος ήταν όμορφος, γερός και δουλευταράς.  Τραγουδιστής και πρωτοχορευτής, όπου κανένας δεν τον παράβγαινε. Στην αρχή αντιστάθηκε στο προξενιό, που έγινε διαμέσου του ξενιτεμένου θείου της, που γνώριζε καλά τον γαμπρό. Στο τέλος η Φραγκουλιά, ζυγίζοντας τη φτώχια της, το μέλλον όχι μόνο το δικό της αλλά και της μικρότερης αδελφής της αλλά και του ακαμάτη αδελφού της, είπε το ναι. Καθοριστική ήταν και η συμβουλή της θείας της της Ερνιάς, που ήταν ο σύνδεσμος της με τον αγαπημένο της Γιώργη: 

-(Δ)ε βαριέσαι κόρη μου. Ούλες ε(γ)απούσαμε στα νιάτα μας, μα (δ)ε τους επήραμε. Εξαννοίξαμε το σύφφερό* μας. Εσού να ξαννοίξεις να σωθείς να σώσεις τσαι το σπίτι σου. Εγώ ξαίρεις πώς σ' α(γ)απώ τσαι θέλω το καλό σου."

*συμφέρον

Τα πλούσια δώρα έφτασαν από την Αμερική και εκείνη ετοιμαζόταν πλέον να εγκαταλείψει το σπίτι της, για να πάει να παντρευτεί στην Αμερική.

Ο Γιώργης έχοντας χάσει τη μάχη, σε μια τελευταία πράξη, αποχαιρετά την αγαπημένη του, κάνοντας της μια καντάδα με  με πειρακτικά δίστιχα. Εκείνη μέσα από τα κλειδαμπαρωμένα πορτοπαράθυρα, κλαίει με λυγμούς. Τελικά εγκαταλείπει τον τόπο της, με δάκρυα στα μάτια, μη γνωρίζοντας κανείς, αν αυτά ήταν από την χαρά για την ευτυχία της ή δάκρυα πόνου, για τα δυο γλυκά μάτια που άφηνε για πάντα πίσω στο νησί.

      Και μόνο για το βιβλίο της ΣΤΑ ΚΑΡΠΑΘΙΚΑ ΤΡΙΣΤΡΑΤΑ και όσα ανέφερα παραπάνω αλλά και όσα μας παρουσιάζει ο Μανόλης Δημελλάς στην έρευνα του στα Καρπαθιακά Νέα ( δείτε εδώ...  ), θεωρώ ότι οι Οθείτες, οφείλουν να τιμήσουν τη σπουδαία και πρωτοπόρα για την εποχή της, συμπατριώτισσα μας. Μια οφειλόμενη τιμή, σε μία γυναίκα που αγάπησε το χωριό μας, μας αφιέρωσε ένα σημαντικό ντοκουμέντο πια για τον παρελθόν μας, ανέδειξε τα αναχρονιστικά ήθη τα οποία πριν λίγα μόλις χρόνια αποτινάξαμε από πάνω μας. Μια άξια Καρπαθιά της διασποράς.

Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2023

Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπο του ΕΡΙΧ ΜΑΡΙΑ ΡΕΜΑΡΚ

 Τότε που οι πόλεμοι όσο άγριοι κι αν ήταν, γίνονταν ανάμεσα σε στρατούς και όχι έχοντας ενδιάμεσα τους αμάχους, τους οποίους τους καταγράφουμε ως παράπλευρες απώλειες. Και ούτε βέβαια εφορμούσαν μέσα σε χωριά και συνάξεις της νεολαίας, σφάζοντας όποιον έβρισκαν μπροστά τους. 

  Το Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπον, το πρωτοδιάβασα έφηβος ακόμη. Αν και το θυμόμουν αμυδρά μόνο, πάντα για μένα αποτελούσε σημείο αναφοράς για την αντιπολεμική λογοτεχνία. Είχα την ευκαιρία να το ξαναδιαβάσω και πάλι, μέσα στο 2023, και ως πιο ώριμος επιπλέον, να κατανοήσω πιστεύω πληρέστερα όσα σημαντικά έχει να μας δώσει. Ο Γερμανός συγγραφέας του, Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, το έγραψε το 1929 και έχει ιδιαίτερη αξία ως κείμενο για διάφορους λόγους!

 1ον: Ο Ρεμάρκ, έχει συμμετάσχει ως στρατιώτης του Κάιζερ, στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, άρα ξέρουμε ότι όσα φοβερά γράφει, τα έχει ζήσει από πρώτο χέρι. Έναν πόλεμο ατελείωτων χαρακωμάτων, τον σκληρότερο που είχε γνωρίσει έως τότε η ανθρωπότητα, με ελεύθερη χρήση χημικών, με νέα όπλα στο πεδίο των μαχών (τανκς, αεροπλάνα, φλογοβόλα). Έζησε δίπλα σε εκατοντάδες συντρόφους του τις αδυσώπητες μάχες, πολλούς τους είδε να σκοτώνονται ή να ακρωτηριάζονται. Είδε διαμελισμένα πτώματα να κρέμονται από τα δέντρα ή να κείτονται μέσα στα λασπόνερα. Το αν θα ζήσεις ή θα πεθάνεις, το αν θα γυρίσεις στο σπίτι σου αρτιμελής ή σακάτης, τις περισσότερες φορές οφειλόταν στη θεά Τύχη. Βίωσε και μας μετέφερε την πραγματική εικόνα του πολέμου δηλαδή.

 2ον. Είναι ένα μυθιστόρημα, το οποίο δεν ηρωοποιεί τον πόλεμο, αντιθέτως τον παρουσιάζει τόσο τρομακτικό, όσο μπορεί να είναι στην πραγματικότητα. Δεν μένει μόνο σε αυτά που αισθάνεται ο πρωταγωνιστής με τις πέντε αισθήσεις του, αλλά αποκαλύπτει με απόλυτη σαφήνεια, όσα νιώθει και σκέπτεται ένας στρατιώτης από τη στιγμή, που παύει να λειτουργεί ως ένας κοινός άνθρωπος. Επικρατούν τα κατώτερα ένστικτα, όπως της επιβίωσης (εύρεση τροφής, εύρεση χρόνου και τρόπου για ύπνο, τη μηχανική κάλυψη από τα διάφορα είδη κτυπημάτων του εχθρού, της αναισθησίας έναντι του θανάτου ή καλύτερα της εξίσωσης του θανάτου από εχθρικό όπλο με εκείνον κάποιου που πεθαίνει από ατύχημα ή κάποια θανατηφόρα ασθένεια). Κάθε σχέση με οτιδήποτε σε κάνει να ξεχωρίζεις ως άνθρωπος, χάνεται ολοένα και περισσότερο, κάθε μέρα που περνά στα χαρακώματα. Κι όποιος δεν μπορεί να λειτουργήσει με αυτόν τον τρόπο, ελαχιστοποιεί όλο και περισσότερο τις πιθανότητες επιβίωσής του.

 3ον. Παρουσιάζει τις σχέσεις εξουσίας μεταξύ ανωτέρων βαθμοφόρων
Α΄.W.W
και κατωτέρων οπλιτών, οι οποίες είναι παρά την όποια αντιξοότητα ή την επικείμενη ήττα, οφείλουν και παραμένουν ακλόνητες ως το τέλος. Διότι μόνο έτσι διατηρείς έναν στρατό έτοιμο για δράση, του αφαιρείς κάθε κριτική σκέψη, του αποκλείεις την ομαδική απόδραση από την κόλαση που ζει σχεδόν καθημερινά, με μικρές μόνο ανάπαυλες ξεκούρασης στα μετόπισθεν.

 4ον. Αναφέρεται σε αυτούς, που βρίσκονται στα κέντρα αποφάσεων (στην περίπτωσή μας τον Κάιζερ), μακριά από τα πεδία των μαχών, και αδιατάρακτα παίρνουν τις αποφάσεις, παίζοντας με τη ζωή των νέων ανθρώπων αλλά και του άμαχου πληθυσμού. Δεν έχει όμως την ωριμότητα να δει πιο πίσω και να αναφέρει, πού “παίζονται” τα μεγάλα οικονομικά κέρδη, πού κάποιοι αποκομίζουν από τη “βιομηχανία” του πολέμου. Για παράδειγμα γράφει:

“Γιατί λοιπόν να υπάρχει πόλεμος” ρωτάει ο Τιάντεν.

Ο Κατ σηκώνει τους ώμους.

“Θα πρέπει να υπάρχουν άνθρωποι που έχουν κέρδος από τον πόλεμο”.

“Ε, λοιπόν, εγώ δεν είμαι από δαύτους” σαρκάζει ο Τιάντεν.

“Ούτε εσύ ούτε κανένας απ' όσους βρίσκονται εδώ”.

“Και ποιοι λοιπόν έχουνε κέρδος;” επιμένει ο Τιάντεν. “Ούτε και ο ίδιος ο Κάιζερ δεν έχει κέρδος απ' τον πόλεμο. Αυτός μάλιστα έχει ό,τι του χρειάζεται”.

“Μην το λες αυτό” αποκρίνεται ο Κατ. “Ίσαμε τώρα δεν είχε κάνει πόλεμο. Και κάθε μεγάλος αυτοκράτορας έχει ανάγκη το λιγότερο από έναν πόλεμο. Διαφορετικά δεν γίνεται διάσημος. Ρίξε λοιπόν μια ματιά στα σχολικά σου βιβλία”.



 5ον. Παρουσιάζει όλους εκείνους, που υπηρετούν ένα σύστημα εξουσίας, ή ένα σύστημα μεγαλοϊδεατισμού (στην προκείμενη περίπτωση της αυτοκρατορικής Γερμανίας του Κάιζερ). Δάσκαλοι, Δήμαρχοι, απόμαχοι, κλπ, οι οποίοι προπαγανδίζουν στους νέους, την “υπέρτατη" υποχρέωσή τους, να πολεμήσουν για κάποιο αόριστο μεγαλείο. Μικρά γρανάζια στη μεγάλη κρεατομηχανή του πολέμου, ικανά όμως να επηρεάσουν τους νέους ανθρώπους. Κι εκείνοι πείθονται, μα όταν ο πρωταγωνιστής μας, ο νεαρός στρατιώτης Πάουλ, ανακαλύπτει ότι απ' όλη την τάξη του, μόνο εκείνος έχει μείνει ζωντανός, καταλαβαίνει, αργά όμως, τη ματαιότητα της όλης υπόθεσης.  Το εξοργιστικό είναι, ότι παρά τις στρατιές νεκρών και αναπήρων, αυτοί φαίνονται αμετανόητοι και το μόνο, που έχουν να προσφέρουν, είναι λόγια παρηγοριάς. Την ήττα και τις συνέπειες της δεν την σκέπτονται. Και το χειρότερο, οι νέοι δεν έχουν δικαίωμα να αντιδράσουν, διότι φοβούνται τον χλευασμό των μεγαλύτερων τους (πέρα από τους κρατικούς μηχανισμούς εξουσίας). Το παρουσιάζει πολύ εύγλωττα:

“...Γιατί εκείνην την εποχή, ακόμα κι ο πατέρας σου και η μάνα σου εύκολα σου πετούσαν κατάμουτρα τη λέξη «δειλός». Και τούτο γιατί τότε οι άνθρωποι δεν είχαν ιδέα για ό,τι θα γινόταν. Για να πούμε την αλήθεια, οι πιο λογικοί απ' όλους ήταν οι απλοί και φτωχοί άνθρωποι. Από την πρώτη κιόλας στιγμή λογιάσανε τον πόλεμο δυστυχία, ενώ η καλή αστική κοινωνία δεν βαστιόταν από τη χαρά της. Κι όμως, αυτή ίσα ίσα αυτή μπορούσε καλύτερα να λογαριάσει τις συνέπειες.”

Erich_Maria_Remarque
Έριχ Μαρία Ρεμάρκ ( 1898-1970)      
  Έχει ενδιαφέρον να πούμε και δύο λόγια για το τι απέγινε ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ μετά την έκδοση του μυθιστορήματός του. Το λέω αυτό διότι βρισκόμαστε σε μια Γερμανία, όπου γίνονται φοβερές κοινωνικές και πολιτικές ανακατατάξεις εξαιτίας των δυσβάσταχτων και ταπεινωτικών όρων παράδοσης, που επέβαλαν οι δυνάμεις της Αντάτ στην ηττημένη Γερμανία. Η κυριότερη από αυτές είναι, η εμφάνιση του Ναζιστικού κόμματος και των αντίστοιχων του ταγμάτων εφόδου.


 Το Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπο, το 1930 έγινε ταινία, σε σκηνοθεσία του Λούις Μάιλστοουν, όπου τιμήθηκε και με το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας. Όταν αυτή προβλήθηκε για πρώτη φορά στο Βερολίνο, ο συγγραφέας αντιμετωπίστηκε ως εχθρός της Πατρίδας και οι εξοργισμένοι χιτλερικοί νεολαίοι, εφόρμησαν στο σινεμά φωνάζοντας "Γερμανία Ξύπνα!" Η ταινία απαγορεύτηκε και ο Ρεμάρκ εγκατέλειψε την χώρα του, το 1931.

  Μαζί με το μυθιστόρημα, είδα και την πολύ καλή ταινία του Νέτφλιξ, σε σκηνοθεσία του Έντουαρντ Μπέργκερ, με τον ίδιο τίτλο, στηριγμένη στο βιβλίο του Ρεμάρκ. Μάλιστα είναι η πρώτη φορά, που αυτό γίνεται από γερμανική εταιρία παραγωγής. Σε πολλά μοιάζει στο βιβλίο, δείχνει την σκληρότητα του πολέμου και όσα είπαμε παραπάνω, αλλά δεν μπόρεσε να αποφύγει τον πειρασμό να την κάνει κάπως πιο ηρωική, κάτι που ο συγγραφέας, έχω την εντύπωση, αν ζούσε, θα ήθελε να αποφύγει.





Κυριακή 28 Μαΐου 2023

ΜΑΥΡΟΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ(1985)

  Αυτό είναι το τελευταίο  κείμενο αυτής της σειράς, αναμνήσεων, σαν από ημερολόγιο από τη δεκαετία του 80. Έχει φύγει πια το καλοκαίρι και βρισκόμαστε στη αρχή του φθινοπώρου. Όλα έχουν αλλάξει, κι αυτό αποτυπώνεται πια, με πολύ σαφήνεια.

  Το καλοκαίρι έφτανε στο τέλος του. Αποχαιρετισμοί περαστικών φίλων,
με μόνο κοινό σημείο θύμησης τις στιγμές στη θάλασσα και τη μοναχική πια αυλή της απόμερης εκκλησίας. Το πλοίο κάθε πέντε μέρες, που φέυγοντας άφηνε πίσω του την αίσθηση της επικείμενης χειμωνιάτικης μοναξιάς. Παράξενη μα γνωστή λύπη, ζωγραφισμένη στα άλλοτε ζωντανά πρόσωπά μας. Απολογισμός προηγούμενων καταστάσεων χωρίς συμπέρασμα. Πλησίασμα στην καθημερινή μετριότητα...

  Επαναφορά στον αργό ρυθμό ζωής, φόβος μήπως περισσέψουν κάποιες ώρες. Ρυθμός αργός στη δουλειά, στον βηματισμό, στις σκέψεις, στα όνειρα. Σωματική και ψυχική προσαρμογή στα προσωπικά χειμερινά δεδομένα.

  Μάτια που ψάχνουν άδικα το πρόσωπο, που μας έκανε να αισθανθούμε ευτυχισμένοι. Ήχοι σιγανοί, ανεπαίσθητοι, ανίκανοι να διαταράξουν τα λιμνάζοντα ύδατα σε αντίθεση με μυρωδιές χαρούμενες, γνήσιες. Γεύσεις απαλλαγμένες από την αλμύρα της θάλασσας. Σώμα ελεύθερο να ξαναβρεί τον χαμένο "ζωτικό του χώρο".

  Ίδια δρομολόγια με διαφορετική διαδρομή. Διαδρομή ολιγάνθρωπη. βουβή, με στάνταρ προορισμό. Παραλίες τις οποίες απολαμβάνουν μόνο λίγοι ξένοι τουρίστες.

  Πρωινά ξυπνήματα από το καφενείο, λύτρωση η δουλειά, ατέλειωτο απόγευμα. Πρωινά γεμάτα, έστω και με την αναμονή του ταχυδρόμου. Απογεύματα άδεια κι από αυτές τις "νεκρές σκέψεις".

  Μοναδικός χώρος διασκέδασης η νύχτα.  Στο καφενείο, την ταβέρνα, τη τηλεόραση. Παρέες ζαλισμένες από το συνεχές μέτρημα της τράπουλας. Μάχη για την καλύτερη ζαριά. Καβγάς, τεχνητή φασαρία, η ησυχία την ώρα των δυσνόητων ειδήσεων. Καφετζήδες αεικίνητοι ή αργόθυμοι. Τραπεζομάντηλο νάιλον, χοιρινό σουβλάκι, γέλιο, μπύρα ή ουίσκι, σοβαρή ή αναίτεια συζήτηση, ραντεβού για την επομένη δίχως λόγια. Στην τηλεόραση κάποια βιντεοκασέτα, τοστ και πορτοκαλάδα, καρέκλες στη σειρά, θαυμασμός, όλα ψεύτικα μα και αληθινά.

  Απόγευμα Κυριακής. Ποδόσφαιρο στο ραδιόφωνο, Προ-πό, ομαδάρα, ημίχρονο, προβλέψεις. Το βράδυ επανάληψη, στην τηλεόραση αυτή τη φορά. Νεολαία που ψάχνει το ήρωα της βράδυ Τετάρτης, στο Κύπελο Ευρώπης, ελπίδες, πρώτη θέση, όρθιοι, τηλεόραση και μπάλλα βασίλισσες. Πικρή απογοήτευση.

  Ο δρόμος που οδηγεί στην πόλη. Βόλτα στον παραλιακό, καφετέρια, πίτσα, προβλήματα, κορεσμός, αίσθηση ανικανοποίητου, επιστροφή στο χωριό με τα σβηστά φώτα.

  Προσμονή κάποιου πανηγυριού, γλεντιού ή έστω τυχαίας συνάντησης, το Σάββατο βράδυ ή κάποια άλλη μέρα. Επαφή!... Αλλά μόνο αδιέξοδος υπάρχει.

  Υπομονή...

Οκτώβρης 1985


Πέμπτη 18 Μαΐου 2023

ΤΟΠΟΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ (1985)

  Συνέχεια αφιερώματος στη δεκαετία του 80'. Αυτή τη φορά, σαν από σελίδα ημερολογίου, νεανικό μου κείμενο, που επαναφέρει μνήμες από ένα περιστασιακό, καλοκαιρινό σημείο συνάντησης της νεολαίας, ελλείψει άλλου χώρου...
  
 Το χαμένο στην ησυχία του χειμώνα εκκλησάκι της Παναγίας, ζωντανό
τόσο ξαφνικά, για λίγο όμως, όσο διαρκεί η διαμονή όλων των ξενιτεμένων νέων του χωριού από κάθε γωνιά της Γης, που μαζεύονται στον αγαπημένο τους τόπο, ένας ενάμισης μήνας όλο κι όλο, τόσο διαρκεί το πραγματικό καλοκαίρι στο νησί μας.
Παναγία - Όθος Καρπάθου

   Ο πρόσφατα ασβεστωμένος αυλόγυρος και το πλακόστρωτο δάπεδο, η ξύλινη πόρτα που ποτέ δεν κλείνει, η μαρμάρινη εντοιχισμένη πλάκα με την ημερομηνία εγκατάστασης των προγόνων μας σε αυτόν τον τόπο, βαμμένη για να φαίνονται τα χαράγματα καλύτερα(!) Στον τοίχο σύντομα σημειώματα κάποιων κοριτσιών, με μαρκαδόρο ή μολύβι, κάποια ολοφάνερα μαρτυρούν το μήνυμά τους, άλλα πάλι είναι κωδικοποιημένα, σε προκαλούν να γράψεις κι εσύ κάτι, για ποιον λόγο; μέχρι το επόμενο καλοκαίρι σίγουρα θα έχουν σβηστεί. Το σκοινί της καμπάνας κρέμεται, το μόνο πράγμα που υπάρχει για να ξεσπάσει κάποιος σε κάποια στιγμή απόλυτης ευθυμίας ή ευτυχίας. Η πρόσφατη επικεράμωση της στέγης και του τρούλου μετά από κάμποσες δεκαετίες κυριαρχίας του τσιμέντου. Κάτω μας τρέχει ασταμάτητα, η πηγή του χωριού μας μα κανένας δεν την ακούει. Πιο πέρα οι ασθενείς λάμπες το φωτίζουν ενώ όλο και κάποιος περνά κοιτώντας μας επικριτικά για την "βεβήλωση" του χώρου, που βλέπει να συντελείται μπροστά στα μάτια του.

  Στενά συνδεδεμένη η νεολαία με αυτήν την μικρή αυλή. Από τις απογευματινές ως τις βαριά νυχτερινές ώρες. Κάποιοι μαζεύονται από πολύ νωρίς να πιάσουν κεντρική θέση, να οργανώσουν τη βραδιά και την επόμενη ημέρα, κάποιοι βρίσκουν και πάλι την παρέα τους, κάποιοι ελπίζουν να να είναι αυτή η βραδιά που θα φανερώσουν το χτυποκάρδι τους σε αυτήν που τους έχει "τρελάνει", αυτοί προτιμούν ιδιαίτερα τη γωνία, που κρύβεται από το δρόμο. Άλλοι, μεγαλύτεροι θα κάνουν μια στάση με το αυτοκίνητο τους, σταματούν ακριβώς μπροστά στην είσοδο, αν υπάρχει "ενδιαφέρον" ανεβάζουν και την ένταση της μουσικής που τους ακολουθεί. Η παρέα των κοριτσιών με τα ατελείωτα σιγοψιθυρίσματά τους αφού περάσει μια φορά από μπροστά μας, στην επιστροφή θα προστεθούν στην παρέα μας, βιασύνη για το ποια θα πιάσει την πιο καλή θέση, κοντά στη άλλη γωνία, αμηχανία στην αρχή μα και πάλι σε λίγο επανέρχεται η κανονικότητα, στα σιγοψιθυρίσματα. Τ' αγόρια προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τα τσιγάρα γεμίζουν το πλακόστρωτο - κάποια γειτόνισσα αδίκως θα διαμαρτυρηθεί γι' αυτήν την ασχήμια - προσπάθεια για επικοινωνία αλλά η κατάληξη πάντα η ίδια... τα σιγοψιθυρίσματα.

  Το μαγνητόφωνο στην πρίζα της εκκλησίας, που θα ηχήσει αργά τη νύχτα με ροκιές ή λαϊκά, στο σκοτάδι που μας περικυκλώνει, πάντα υπάρχει κάποιος που θα χορέψει, έστω για μια στροφή μόνο.

  Νυχτερινή θέα στην μικρή παραθαλάσσια κωμόπολή μας, στα φώτα της που φαίνονται στο βάθος, στη γαλήνια θάλασσα της που τη φωτίζουν τ΄ αστέρια, που όλοι κάτι περιμένουμε από αυτήν.

  Είναι η ίδια αυλή ετούτη, που θα μαζευτούμε αργά τα μεσάνυχτα, όταν το καφενείο δεν θα έχει να μας προσφέρει τίποτε άλλο, για να διηγηθούμε τις διάφορες ιστορίες μας, παντός είδους ιστορίες, εμπειρίες ολόδικες μας,  έως αφελείς από εμάς που ζούμε στην μικρή μας Ελλάδα σε αντίθεση με τις ιστορίες θαυμάτων των φίλων μας που επέστρεψαν από τα ξένα. Κάποια χοντρά ανέκδοτα, τα οποία θα ξαναλέγονται για πολύ καιρό μετά, σε κάθε ευκαιρία, προκαλώντας την υπερηφάνεια του λέγοντος για τις αντιδράσεις μας.

  Η ώρα όμως περνά, ένας ένας σηκώνεται και φεύγει αφήνοντας πίσω του μια ξεψυχισμένη "Καληνύχτα" ή μία "Καλημέρα", όλο προσδοκία. Το χωριό σιωπηλό, πηγαίνοντας για το σπίτι νιώθω ως συνήθως μόνος, η μοναξιά γίνεται ακόμη μεγαλύτερη όταν σκέφτομαι, ότι όλα τα παραπάνω, έχουν σύντομη ημερομηνία λήξης. Ο χειμώνας μας περιμένει...

Αύγουστος 1985



Δευτέρα 8 Μαΐου 2023

ΝΥΧΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ (1985)

  Συνέχεια αφιερώματος στη δεκαετία του 80'. Αυτή τη φορά, σαν από σελίδα ημερολογίου, νεανικό μου κείμενο, που επαναφέρει μνήμες από μια καλοκαιρινή νύχτα με πάρτι και ότι άλλο ήθελε προκύψει...

 Περιμένω καθισμένος στο τσιμεντένιο σκαλοπάτι, δίπλα στο τοστάδικο του κολλητού μου. Πάρτι γίνεται απόψε στην μικρή μας κωμόπολη, θα πάμε, όλη η παρέα.

  Για να περάσει η ώρα παρακολουθώ αυτούς, που κάνουν την καθιερωμένη βραδινή τους βόλτα προς το λιμάνι. Μια παρέα δύο τριών κοριτσιών, δεκαπέντε δεκάξι χρόνων, η μια σπρώχνει την άλλη, το γέλιο της μιας χάνεται στις αποδοκιμασίες της άλλης. Μια άλλη, μεγάλη ομάδα από τουρίστες με τα σακίδια στην πλάτη, στην ηλικία μας, έχει πλοίο απόψε, θα ταξιδέψουν προς κάποιον άλλο προορισμό. Ένα νέο ζευγάρι με καμάρι σπρώχνουν το καροτσάκι με το μωρό τους. Ένας άντρας μονάχος με βήμα αργό, χαμένος στις σκέψεις του. Ένας πατέρας, σημαίνων πρόσωπο του νησιού, κρατά σφιχτά απ' το χέρι την κορούλα του. Οι μηχανόβιοι του νησιού προς στιγμή διαταράσσουν την ησυχία της  στιγμής. Το δίπλα  εστιατόριο με τους αεικίνητους σερβιτόρους, που διασχίζουν ξανά και ξανά το δρόμο, για να σερβίρουν τους ξένους, όλοι μεσόκοπα ζευγάρια. Η θάλασσα μπροστά μου αντανακλά το φως των ηλεκτρικών λαμπτήρων προς τις γεμάτες δίχτυα βάρκες. Η ντίσκο μουσική της παρακάτω καφετέριας, μπερδεύεται με τα λαϊκά του εστιατορίου.

  Η δική μου παρέα μαζεύεται σιγά σιγά, έχει ώρα, να ξεκινήσουμε από το σπίτι του Γιώργου, εδώ δίπλα είναι, δεν πειράζει κι αν πάμε λίγο αργά στο πάρτι. Στο πάρτι, το ετήσιο, θεσμός πια, το μέγα γεγονός του καλοκαιριού, το κάνει όλη η νεολαία της μικρής πόλης, θα 'ναι κόσμος απ' όλα τα χωριά, μουσική, ότι πιο καινούριο κυκλοφορεί. 

  Βολευτείτε όπως μπορείτε, άλλοι στον καναπέ, δύο δύο στις πολυθρόνες, ακόμη και στη σκάλα. Κεφάτοι να πάμε, "σατς" το λένε το νέο παιχνίδι, που σκαρφιζόμαστε εκείνη την ώρα, όλοι πίνουν ότι βρίσκεται εύκαιρο, πρώτα από κονιάκ τριών αστέρων, τελειώνει, σειρά έχει το πεντάρι, προσοχή, όλοι πίνουν υποχρεωτικά, το ποτό τελειώνει, να τραγουδήσουμε τώρα, γρήγορα την κιθάρα και το μπουζούκι, η Σοφία τραγουδάει υπέροχα, όλοι σιγοντάρουμε, ένα παλιό τετράδιο με τους στίχους βοηθάει. Τραγούδια παλιά, αγαπημένα όμως, δικά μας, που μας αγγίζουν, τραγούδια που η ανερχόμενη γενιά αγνοεί ακόμη. Η ώρα πέρασε, το κέφι στα ύψη, ένας αποχαιρετιστήριος μαξιλαροπόλεμος, "σιγά, ρε παιδιά!"

  Καθώς κατεβαίνουμε τη σκάλα, η μουσική όλο και δυναμώνει, η αίθουσα γεμάτη, πιο γεμάτη η πίστα, ο D.J. από ψηλά κατευθύνει, θέσεις δεν υπάρχουν, γρήγορα όλοι στην πίστα, έχει το τραγούδι μας. Ο ρυθμός συντονίζει τα πόδια μας, απελευθερώνει τα χέρια μας, το αίμα μας κτυπά άτακτα, ο ιδρώτας κυλάει ποτίζοντας τα ρούχα μας. Να ξεκουραστούμε λίγο, έχει διαγωνισμό break dance, στη μέση αυτοί, εμείς γύρω γύρω βλέπουμε, κρίνουμε εκ του ασφαλούς, χαμογελάμε με συγκατάβαση ή χειροκροτούμε με ενθουσιασμό.

Image by Bruno /Germany from Pixabay
  Ώρα να φύγουμε, δεν θέλουμε να πάμε στα σπίτια μας, είναι νωρίς ακόμη, Αύγουστος, ποιος χρειάζεται τον ύπνο; 

"Στη θάλασσα για νυχτερινό μπάνιο"...καλή ιδέα. 

"Να το οργανώσουμε." 

"Εσύ φέρε πετσέτες." 

"Με τα πόδια σιγά σιγά θα φτάσουμε." 

"Ποιος βιάζεται;" 

"Ναι, στην ίδια παραλία που ήμαστε και την ημέρα." 

  Η νύχτα αφέγγαρη, κατεβαίνουμε αργά τον τσιμεντένιο κατηφορικό δρομάκι, τα παπούτσια μας γλιστρούν στην άμμο. Τώρα κρέμονται από τα χέρια μας, πατάμε την παραλία, η άμμος ψυχρή, λεπτόκοκκη, κολλάει στις πατούσες μας. Οι πετσέτες στη σειρά, τα ρούχα στον βράχο επάνω, καθενός χωριστά, μην μπερδευτούνε. Ποιος θα μπει πρώτος, μια απόφαση είναι, ο πρώτος παφλασμός ακούγεται, ακολουθούμε και οι υπόλοιποι. Η θάλασσα ακίνητη, μυστήρια, αόρατη, σκοτεινή, σε παίρνει βαθιά μέσα της. Η παραλία χάνεται, για λίγο είσαι στο πουθενά, κανένας δεν μιλά, μας έχει συνεπάρει η πρωτόγνωρη αίσθηση, σαν να επιπλέουμε μέσα στην μήτρα της μητέρας γης μας. Νιώθουμε ζεστασιά μα και φόβο μέσα στην απέραντη αυτή υγρή μάζα, την οποία νιώθουμε αλλά δεν βλέπουμε, σε αυτή τη θάλασσα που την ημέρα μας είναι τόσο οικεία, γευόμαστε την κάθε γωνία της, νομίζαμε οι αφελείς ότι την ξέραμε. Κάποιος σπάει τη σιωπή, και δεύτερος, σε λίγο όλοι μας κάτι έχουμε να πούμε, άλλοι φωναχτά κι άλλοι σιγανά, μόνο για την διπλανή του ότι πει.

  Οι πετσέτες σηκώνονται επάνω, τυλίγονται γύρω από τα υγρά, γυμνά κορμιά, απορροφούν τις αλμυρές σταγόνες, μας προστατεύουν από τη δροσερή αύρα της θάλασσας. Μαζευόμαστε γύρω γύρω, τα σώματα μας αποκτούν μια παράξενη, υπερκόσμια λάμψη καθώς αχνοφωτίζονται απ' το ελάχιστο φως των αστεριών.

  Για λίγο επικρατεί και πάλι σιωπή, η θάλασσα μόλις που ακούγεται καθώς σβήνει στην ακτή, απέναντι, στο βάθος, το φως του φάρου, που αναβοσβήνει πάντα στην ίδια τη συχνότητα, τα φώτα της κωμόπολης μας, που κι αυτή φαντάζει νεκρή.

"Στης Μαρίας να πάμε!"

"Να φάμε κάτι."

"Μα οι γονείς μου κοιμούνται..."

"Δεν πειράζει, εσύ θα κοιμάσαι, εμείς καντάδα θα σου κάνουμε", η Μαρία πείθεται. Σε λίγο ανεβαίνουμε αργά αργά προς το σπίτι της, στο δρόμο σιγοτραγουδάμε "Το Μινόρε της Αυγής", το ίδιο τραγούδι λέμε και μέσα στην σκουροπράσινη αυλή, σε λάθος παράθυρο όμως, ένα φως ανάβει, "εντάξει παιδιά, αρκετά", εμείς συνεχίσουμε, η τελική επιβράβευση, σύκα και καρύδια, που σπάνε τρίζοντας στον πάτο.

  Ο δρόμος έρημος, η παρέα σπάει, πάλι στο σπίτι του Γιώργου, όσοι μείναμε, ως να ξημερώσει, καφές, ψίθυροι, κούραση.

  Κάθομαι στο μπαλκόνι, πάνω απ' την προκυμαία, ο ήλιος σηκώνεται πια, αργά αργά, σκορπώντας παντού χρώματα απαλά, διάφανα, ζεστά στη θάλασσα, που η επιφάνεια της αρχίζει ν' αστράφτει και πάλι στα μάτια μου.

  Η νύχτα τελείωσε. Ήδη οι βάρκες ανοίγονται στο πέλαγος για να μαζέψουν τα δίχτυα.

Δεκέμβριος 1985

Παρασκευή 28 Απριλίου 2023

Ένα καλοκαίρι kitsch

   Το παρακάτω κείμενο το έγραψα τον Γενάρη 1985, στο Καστελόριζο, όπου βρισκόμουν ως δάσκαλος. Είχα εμπνευστεί από ένα αφιέρωμα του περιοδικού ΑΝΤΙ, προσκείμενο στην Ανανεωτική Αριστερά της εποχής. Μιλούσε για το kitsch στη ζωή μας.  Το δικό μου κείμενο αναφέρεται σε ότι ζούσα εγώ τότε ως νεαρός, τα καλοκαίρια στο νησί μου. Δημοσιεύτηκε ως επιστολή στο περιοδικό τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς και τον ίδιο μήνα, τμήμα του αναδημοσιεύτηκε στο ΒΗΜΑ. 
   Ο όρος κιτς (γερμανικάKitsch), χρησιμοποιείται κυρίως υποτιμητικά για την περιγραφή έργων τέχνης ή εν γένει αντικειμένων των οποίων η αισθητική θεωρείται ψεύτικη, επιτηδευμένη ή ευτελής, στερούμενη βαθιάς σκέψης, και με αποκλειστικό σκοπό την τέρψη του θεατή για οικονομικό όφελος. Αρχικά χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά για την περιγραφή έργων ζωγραφικής, και αργότερα η χρήση του επεκτάθηκε προς άλλες μορφές τέχνης. Συχνά ταυτίζεται με την έννοια του κακού γούστου. Από τη Βικιπαίδια

  Μέσα σε μια χώρα, που στο κάθε της βήμα το Kitsch κυριαρχεί,
ανακάλυψα και το καλοκαίρι kitsch. (Αλήθεια, τώρα αναθεματίζω το ΑΝΤΙ, πολλά γεγονότα, ίσως όλη μας η ζωή νάναι ένα kitsch)


Kitsch καλοκαίρι με: 

  Πάρτι δυτικού τύπου που καταλήγουν σε Γλυκερία η παραδοσιακά πανηγύρια με κατάληξη τα "παπάκια". Γιορτή του εξοχικού Αγίου, λειτουργία, άρτος, ύψωση της εικόνας, φαγητό, ασπασμός της εικόνας, το άσπρο παντελόνι που λερώθηκε από το κρασί. Το τοπικό καλοκαιριάτικο τουρνουά ποδοσφαίρου με τις τουαλέτες των αδιάφορων "δεσποινίδων" και την απορία: "γιατί δεν την πιάνει με τα χέρια;". Η βόλτα στην ξαφνικά ζωντανή κωμόπολή μας, ο φραπέ στην καφετέρια, απ' εδώ τα αγόρια κει απ' εκεί τα κορίτσια. Η θέληση για διασκέδαση και η στυφή αυριανή γεύση απογοήτευσης. 

  Η κάθε παραλία, η κασέτα των DOORS στο μαγνητόφωνο, το Αμερικανάκι που πετάει το φρίσμπι και το καμάκι που παίζει ρακέτες. Γύρω μου χιλιάδες άνθρωποι γελούν, τρέχουν, αγχώνονται, σκέπτονται κι εγώ με το γουόκμαν μόνος μου τους διώχνω. Δεν κάθομαι και στον ήλιο. Η παλιά συμμαθητική παρέα με τις χίλες αναμνήσεις και το συνεχές ξεμάκρεμα. Η νέα φοιτητριούλα, που διηγείται τις τόσες καινούριες εμπειρίες της για ώρες κι ας είναι ακόμη στην αρχή. Η αθλητική τσάντα που ανοίγει και βγάζει έξω αντηλιακό, ρακέτες, μπαλάκι, πετσέτα, γυαλιά ηλίου, τσιγάρα, φωτιά, γουόκμαν, εφημερίδα, τις κασέτες του John Lennon και του Νταλάρα, το βιβλίο του Μάρκες: "Η αθώα Ερέντιρα", χτένα. Τα γυαλιά που εστιάζουν στο κορίτσι απέναντι που φοβάται να βρέξει τα μαλλιά του στη θάλασσα. Το μπουκάλι της COCA COLA, που το παιδάκι το γεμίζει θάλασσα και πάλι από την αρχή, αφού το αδειάσει. Το άγχος των εξετάσεων του Σεπτέμβρη. Το μαύρισμα με αντηλιακό ή όχι. Τα άγνωστα πρόσωπα που θα μάθουμε ποια είναι. Ο κρυφός πόθος για το "παιδί" που δεν χορταίνει τη θάλασσα. Ο απόηχος των πρόσφατων εκλογών και η ένταση της φωνής. Οι παρέες που κατευθύνονται για δροσιστικό και τσιγάρο. Στο βάθος το λιμάνι, που το βράδυ μας διώχνει με την απαίσια μυρωδιά του. 

  Το πάρτι του κολλητού προς τιμή της αγαπημένης του. Από νωρίς ετοιμασίες, τα ποτά, η μουσική, τα φωτορυθμικά, προβλέψεις για ποιες "γκόμενες" θα ρθουν. Νωρίς το βράδυ αγωνία για την επιτυχία. Στις 10 φίσκα από κόσμο. Ο D.J. ιδρώνει να βρει τραγούδι κατάλληλο για να συγκινήσει το κορίτσι, που έχει βάλει στο μάτι, ενώ δεκάδες ψωνισμένοι του ζητάνε από "μπλουζ" ως την κασέτα Νο2 της ντισκοτέκ Strombolli, του Ηρακλείου. Τελικά καταλήγει στο Relax. Τα κορίτσια του χωριού στην άκρη μαζεμένα, ψιλή κουβέντα και ερωτηματικά για το ποιος θα τις φλερτάρει. Τ' αγόρια σνομπάρουν. Οι Αμερικανίδες ευδιάθετες, χωρίς αναστολές προτιμιούνται. Στις 12 θα μείνουν μόνο αυτές που δεν το παίζουν νύφες. Κάπου όμως βρίσκω τον εαυτό μου ανικανοποίητο κι από αυτό το βράδυ, που το περίμενα τόσες μέρες. Στο τέλος πιάνω το πικάπ και τις κασέτες μου. Κλείνουν τα φώτα, φεύγω.

  Αφιερώνεται στο ΑΝΤΙ, που με βοήθησε να δω τον κόσμο με τη ματιά του  άσχημου. Πίστεψέ με. Έστω και χωρίς τελικό αποτέλεσμα ικανοποίησης, το kitsch είναι η ζωή μου. 
  Mια διαφορετική αίσθηση του kitsch, από Κάρπαθο αυτή τη φορά...

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι...

  Τελειώνοντας και τη φετινή μου σεζόν για το ιστολόγιο μου, συνεχίζω με το αφιέρωμά μου στο καλοκαίρι.  Αυτό που έρχεται και με αγωνία, αυτ...