Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

Καλά Χριστούγεννα!!!!!!

 

   Μαζί με τις ευχές μου για Καλές Γιορτές και κάθε ευλογία στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι σας, σας αφιερώνω και δύο από τα αγαπημένα μου ποιήματα για την ημέρα αυτή...



Η Γέννηση (Τάσος Λειβαδίτης)

Ένα άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα.
Χτύπησα την πόρτα και μπήκα.
Μου ‘δειξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό.
Είδες –μου λέει- γεννήθηκε η ευσπλαχνία!
Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ.
Γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες
και δε θα ‘χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό.

Χριστούγεννα ( Κωστής Παλαμάς)                                               Απόσπασμα: Να ’μουν του στάβλου έν’ άχυρο
Να ‘μουν του σταύλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.
Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,
το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του.
Να λάμψω από τη λάμψη του κι’ εγώ σαν διαμαντάκι
κι’ από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι.
Να μοσκοβοληθώ κι’ εγώ από την ευωδία,
που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία.
Να ‘μουν του σταύλου ένα άχυρο ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.
Κάλαντα του Νικηφόρου Λύτρα


Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2024

Μισιρλού

  Ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια είναι το Μισιρλού. Η πρώτη φορά που το άκουσα, ήταν από την Γλυκερία, κάπου στη δεκαετία του 90. Την ίδια εποχή άκουσα και την απίστευτη  διασκευή του στην ταινία του Κουέντιν Ταραντίνο, Pulp Fiction ( 1994). Αργότερα ψάχνοντας, έμαθα πολλά περισσότερα για την μακριά διαδρομή αυτού του τραγουδιού, τις παρεξηγήσεις που υπάρχουν σχετικά με την καταγωγή του, τις πάμπολλες διαφορετικές εκτελέσεις του, τα οποία θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας. 
  Μισιρλού σημαίνει Αιγύπτια. Είναι γνωστό για τους παλαιούς το Μισίρι,  όπως λένε στα Αραβικά την Αίγυπτο.
  Το τραγούδι μιλάει λοιπόν για μια νεαρή Αιγύπτια, με την οποία είναι κεραυνοβολημένος κάποιος νεαρός, πιθανότατα ξένος:  

Μισιρλού μου, η γλυκιά σου ματιά φλόγα μ’ έχει ανάψει μες στην καρδιά αχ, γιαχαμπίμπι, αχ, γιαλελέλι, αχ τα δυο σου χείλη στάζουνε μέλι, αμάν αμάν Μισιρλού τρέλα θα μ’ έρθει, δεν υποφέρω πια αχ, θα σε κλέψω μέσα στην Αραπιά αμάν Μισιρλού μαυρομάτα Μισιρλού μου, τρελή τη ζωή μου αλλάζω μ’ ένα φιλί αχ, γιαχαμπίμπι, μ’ ένα φιλάκι, αχ απ’ το δικό σου το στοματάκι, αμάν αμάν Μισιρλού τρέλα θα μ’ έρθει, δεν υποφέρω πια αχ, θα σε κλέψω μέσα απ’ την Αραπιά αμάν Μισιρλού

  Το τραγούδι πρώτη φορά ηχογραφήθηκε στην Αμερική το 1927, στα στούντιο της Columbia, σε μουσική του Νίκου Ρουμπάνη και εκτέλεση του Τέτου Δημητριάδη. Ο Νίκος Ρουμπάνης καθώς είχε θητεύσει ως αρχιμουσικός στην  Αίγυπτο, πιθανότατα το έγραψε εκεί. Σίγουρα όμως παιζόταν και παλαιότερα απλώς αυτή είναι η επίσημη πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού, την οποία μπορείτε να ακούσετε παρακάτω:


  Το 1941 ο Ρουμπάνης τη διασκευάζει σε μια πιο οριεντάλ και τζαζ εκδοχή, πολύ πιο κοντά στην εκδοχή, που όλοι γνωρίζουμε ως σήμερα: 

  Το τραγούδι το διεκδικούν και άλλοι λαοί, Άραβες, Πέρσες, Τούρκοι και Εβραίοι. Επίσημα όμως μετράει η πρώτη καταγεγραμμένη εκτέλεση του κι αυτή είναι ελληνική. Άποψη μου είναι σήμερα το τραγούδι ανήκει στην παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά κι αυτό θα γίνει εμφανές παρακάτω στην εγγραφή μου. Αξίζει όμως να ανεβάσω μια αραβική εκτέλεση του τραγουδιού, από τον Λίβανο, του 1948:


  Παραδόξως στην ελληνική δισκογραφία, ως πρώτη εκτέλεση αναφέρεται αυτή της Σοφίας Βέμπω, το 1947. Σημαντική καλλιτέχνης μας, για την οποία σκοπεύω να κάνω αργότερα ένα αφιέρωμα, αλλά και οι πολλές ηχογραφήσεις ελληνικών τραγουδιών, κάθε είδους, της Αμερικής στις αρχές του εικοστού αιώνα, ανήκουν στη δισκογραφία μας. 
  Αυτό βέβαια δεν μειώνει την αξία της Βέμπω, ειδικά όταν τραγουδά τη Μισιρλού, στο οποίο τραγούδι εκπέμπει έναν απίστευτο αισθησιασμό. 



  Το 1963 η Μισιρλού διασκευάστηκε για ηλεκτρική κιθάρα από τον Ντικ Ντέιλ, ο οποίος  είχε λιβανέζικη καταγωγή, κι έτσι το τραγούδι ήρθε σε επαφή με το νεανικό κοινό των ΗΠΑ. Η εκτέλεση του Ντέιλ είναι αυτή που ακούγεται και στην ταινία του Pulp Fiction (1994).


  Το 2004 επιλέχθηκε ως ένα από τα πιο γνωστά ελληνικά τραγούδια για την τελετή λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων και τραγουδήθηκε από την Άννα Βίσση.


  Το 2006 η εκτέλεση του Ντέιλ έγινε η βάση της ραπ εκδοχής του τραγουδιού από τους Black Eyed Peas, Pump it.


   Από κει και πέρα υπάρχουν αμέτρητες εκτελέσεις, ορχηστρικές και τραγουδιστικές, από πολλούς μουσικούς διαφόρων χωριών. Μια αναζήτηση στο youtube θα σας πείσει αλλά και αξίζει να αφιερώσετε λίγο χρόνο από τον διαθέσιμό σας, για να απολαύσετε ακόμα περισσότερο αυτό το υπέροχο κομμάτι. Κλείνω το αφιέρωμα μου αυτό στην περίφημη Μισιρλού, με την πολύ ιδιαίτερη φωνή της Βιολέτας Ίκαρη.


(δυστυχώς το παραπάνω βίντεο έχει ασυγχρονία ήχου - εικόνας, ας μείνουμε στην φωνή της Ίκαρη)


Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2024

ΑΤΙΜΩΣΗ του J.M. COETZEE

  Υπό κανονικές συνθήκες δεν θα είχα τίποτα να πω για ένα τέτοιο μυθιστόρημα. Μέχρι του σημείου εκείνου, που η πρωταγωνίστρια του παραδίδεται αμαχητί, σε μία αρρωστημένη αντίληψη (κατ΄εμέ), ότι πρέπει κι εκείνη να πληρώσει το τίμημα όλης της φρικτής πολιτικής του απαρτχάιντ, που άσκησαν οι λευκοί Νοτιο Αφρικανοί συμπατριώτες της έναντι των μαύρων κατοίκων της χώρας τους. Και η παράδοσή της, άνευ όρων, σε αυτήν της την αντίληψη, μου είναι σε τέτοιο σημείο αδιανόητη, που δεν θα διστάσω να πω ότι εξοργίστηκα με τον πολυβραβευμένο - και κάτοχο του Νόμπελ -  Τζων Μάξουελ Κουτσί, που επέλεξε η πρωταγωνίστρια του, η Λούσι, να λειτουργήσει με αυτόν τον τρόπο. Εκφράζει μια λάθος αντίληψη, όπου για το "συλλογικό κακό" πρέπει να τιμωρηθεί κάθε ένα άτομο, ανεξαρτήτως αν συμμετείχε ή όχι στα εγκλήματα του καθεστώτος, που κυριάρχησε στην Νότιο Αφρική για σαράντα τρία ολόκληρα χρόνια.

  Το μυθιστόρημα γράφτηκε πριν από 25 χρόνια, λίγα χρόνια μετά την κατάργηση του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική. Ένα ιδιαίτερο πολιτικό καθεστώς, όπου επέβαλε των διαχωρισμό των ανθρώπων ανάλογα της φυλή τους, σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές, μέσα στη χώρα τους (1948). Σταδιακά περιοριζόταν κάθε πολιτικό δικαίωμα των μη λευκών μέχρι το 1991, που το απεχθές αυτό καθεστώς διαλύθηκε μετά την υποχώρηση των ακραίων ρατσιστών και τη νίκη του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσο, του οποίου ηγούνταν ο Νέλσον Μαντέλα.

  Σίγουρα είναι νωπές ακόμη οι μνήμες όσων λευκών αντιτάχθηκαν στο σκληρό καθεστώς, που διαχώριζε τους ανθρώπους της χώρας τους σε παρίες και "ευγενείς". Από εκεί και πέρα η ίδια η χώρα, η νέα πολιτική πραγματικότητα, επέλεξε να ζήσουν όλοι μαζί, με ίσα δικαιώματα, αφήνοντας πίσω από την πολιτική ιστορία του τόπου τους το παρελθόν, δίχως ρεβανσισμούς και αχρείαστες πολιτικές εμμονές. Τώρα γιατί ο συγγραφέας, επιλέγει σε αυτό του το μυθιστόρημα το αυτομαστίγωμα, δεν το καταλαβαίνω.

  Η ιστορία κινείται μεταξύ του χωρισμένου καθηγητή Ντέιβιντ Λούρι και της κόρης του Λούσι. Ο πατέρας έχει χάσει τον ενθουσιασμό του για τη διδασκαλία νιώθει όμως ευτυχισμένος με την εβδομαδιαία του συνεύρεση με μία ιερόδουλη. Μέχρι την ημέρα, που ερωτεύεται μια φοιτήτρια του. Ο τρόπος που την κατακτά δεν είναι πολύ κανονικός, το σκάνδαλο δεν αργεί να ξεσπάσει, αυτός παραδίδεται αμαχητί στις κατηγορίες που του προσάπτονται και διώκεται από το Πανεπιστήμιο. Αποφασίζει να πάει για λίγο στην κόρη του, την Λούσι, η οποία ζει αποκομμένη σε ένα αγρόκτημα, φυλάσσοντας σκύλους. Κι εκεί βλέπουμε ότι η Λούσι, ζει μια ζωή που σίγουρα δεν της ταιριάζει, το παραβλέπουμε όμως αυτό, ενήλικη είναι όπως της αρέσει. Ως τη στιγμή που βιάζεται από μία ομάδα βίαιων, νεαρών μαύρων. Κι εδώ αρχίζουν τα περίεργα. Αρχικά αρνείται να καταγγείλει το γεγονός, στη συνέχεια έγκυος (απόρροια του βιασμού) παραδίδεται στον μαύρο, φαλλοκράτη γείτονά της, ήδη παντρεμένο με παιδιά, δεχόμενη να γίνει μια από συζύγους του, για να έχει την προστασία του.

  Η Λούσι έχει την δυνατότητα να τα αφήσει όλα αυτά πίσω και να ζήσει στην Ολλανδία, μιας κι έχει Ολλανδική υπηκοότητα, με κάθε ελευθερία στον τρόπο ζωής της, αλλά το αρνείται. Παραδίδεται αμαχητί σε μια μοίρα, την οποία προσωπικά εγώ, αδυνατώ να καταλάβω.

  Το μυθιστόρημα Ατίμωση του Κουτσί διαπνέεται από μια διάχυτη απαισιοδοξία, όχι μόνο για τους δύο πρωταγωνιστές του αλλά και για το μέλλον της χώρας τους. Μια ανεξήγητη παραίτηση από την ζωή και του πατέρα και της κόρης. Δεν ξέρω, ίσως ήθελε να δείξει, πόσο οδυνηρή ήταν τελικά για τους λευκούς η κατάργηση του απαρτχάιντ; Γιατί αυτό που εκ πρώτη όψεως εξάγεται, ότι και οι λευκοί έπρεπε να πληρώσουν το δικό τους τίμημα στην ιστορία, εγώ δεν το αντιλαμβάνομαι καθώς η ίδια η χώρα δεν λειτούργησε με αυτόν τον τρόπο. Κι εδώ φάνηκε το μεγαλείο και η πολιτική ωριμότητα του Νέλσον Μαντέλα, που ηγήθηκε της ειρηνικής μετάβασης της χώρας προς τη Δημοκρατία.

  Και το τελικό ερώτημα για να μην παρεξηγηθώ:

 Οφείλει η λογοτεχνία να είναι πάντα εύπεπτη, με ωραίο τέλος κλπ.; 

  Όχι βέβαια, αλλά από την άλλη  έχω το δικαίωμα σε μια εποχή που η κατάκτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι ένα από τα βασικά προτάγματα στον Δυτικό κόσμο, να οριοθετώ τις αντιλήψεις, και στη λογοτεχνία, όπου έστω κι αν η παραίτηση των δικαιωμάτων αυτών γίνεται οικειοθελώς, για εμένα να μην αποτελεί επιλογή!

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024

Μάνος Χατζιδάκις (τρία τραγούδια)

  Ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες της πατρίδας μας ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις. Μαζί με τον Μίκη Θεοδωράκη αναδημιούργησαν την ελληνική μουσική σε τέτοιο βαθμό, που θεωρώ δύσκολο το έργο τους να μην επηρεάζει τη μουσική σκηνή της χώρας μας για πολλά χρόνια ακόμα. Τα αγαπημένα τραγούδια του Χατζιδάκι είναι πάμπολλα και σίγουρα θα χρειαζόμουν πολλές εγγραφές για να τα παρουσιάσω όλα. 
  Αντί λοιπόν να χαθώ στο ανεξάντλητο έργο του ή την συναρπαστική βιογραφία του, σήμερα θα σταθώ σε τρία μόνο τραγούδια του.  Aπό τα παλαιότερα του, από την εποχή του Νέου Κύματος, αυτά τα οποία με σημάδεψαν στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 70, τότε που τα άκουσα για πρώτη φορά. 

   Ξεκινώ με το: Ένα μύθο θα σας πω, σε στίχους τους Σταύρου Θρασυβούλου, στην πρώτη του εκτέλεση από την χαρακτηριστική φωνή του Γιώργου Μούτσιου και της Νάνα Μούσχουρη. Το τραγούδι αυτό ακούστηκε για πρώτη φορά στη θεατρική παράσταση Λυσιστράτη του 1958  και ηχογραφήθηκε το 1961. Αγαπήθηκε ιδιαιτέρως και τα επόμενα χρόνια, κυρίως τη δεκαετία του 70, ακολούθησαν πολλές επανεκτελέσεις του.  


  Το επόμενο τραγούδι είναι το γνωστό: Στην ποταμιά σωπαίνει το κανόνι. Από την αντιπολεμική θεατρική παράσταση Παραμύθι χωρίς όνομα, που έγραψε ο Ιάκωβος Καμπανέλλης  το   1959  (οι στίχοι του τραγουδιού είναι κι αυτοί δικοί του) και τραγουδήθηκε από τον Λάκη Παππά. Ιδιαίτερα αγαπητό σε μένα αυτό το τραγούδι, μιας και μου θυμίζει στη συμμετοχή μου στην παράσταση του έργου αυτού, που ανεβάσαμε ως μαθητές της Γ' Λυκείου, στο μικρό μας νησί.


  Το τελευταίο τραγούδι είναι το: Ένας Ιρλανδός κι ένας Ιουδαίος σε στίχους του Νίκου Γκάτσου και με πρώτη εκτέλεση αυτή του Γιώργου Ρωμανού (1965). Το τραγούδι ανήκει στον κύκλο τραγουδιών του Μάνου Χατζιδάκι, γνωστούς ως Μυθολογία. Όπως λέει ο ίδιος, μαζί με τον Γκάτσο, θέλησαν να φέρουν μία επανάσταση στην πατρίδα μας. Όχι με τανκς αλλά με τον λόγο και τη μουσική. Και για να γίνει αυτό έπρεπε να γραφτούν νέοι μύθοι, έργο που ανέλαβε ο Γκάτσος και "μουσική υπόκρουση" του μεγάλου μας συνθέτη.


  Κλείνοντας, θα σας προκαλέσω, μπορείτε να απαντήσετε στα σχόλια αν θέλετε, ποια είναι τα αγαπημένα σας τραγούδια του μεγάλου μας συνθέτη, του Μάνου Χατζιδάκι; Γιατί πιστεύω, ότι σίγουρα κάποια υπάρχουν βαθιά ριζωμένα στην καρδιά σας!
Ειλικρινά, περιμένω με ενδιαφέρον τις απαντήσεις  σας!




Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2024

Αλίμονο σε αυτούς που φεύγουν...


serifos
Image by Hans-Peter Muckenschabel from Pixabay

  Καθώς οι στροφές της μηχανής  έπεφταν, το πλοίο έκοβε σταθερά ταχύτητα. Ο Άλκης στεκόταν ψηλά στο κατάστρωμα κοιτάζοντας τη θέα του νησιού του, το οποίο πριν λίγα χρόνια είχε βίαια εγκαταλείψει. Απέναντι στην στεγνή πλαγιά άσπριζε το μοναδικό μεσόγειο χωριό ενώ στα δεξιά του ο λιμενοβραχίονας οριοθετούσε το χώρο δημιουργώντας μια αίσθηση ασφάλειας και οικειότητας. Στον μεγάλο, γαλήνιο κόλπο δεκάδες σκάφη διαφόρων μεγεθών απολάμβαναν τον ήλιο, ο οποίος ετοιμαζόταν να βυθιστεί πίσω από την γραμμή του ορίζοντα, στo πέλαγος μακριά για μία ακόμη φορά.  

  Η καλοκαιρινή ζέστη του δειλινού ήταν έντονη μα η θαλασσινή αύρα τον έκανε να αισθάνεται καλά. Η ματιά του εξερευνούσε όλο το μήκος της μικρής πόλης, που απλωνόταν δίπλα στο λιμάνι. Κάθε γωνιά της του ήταν οικεία, γεμάτη αναμνήσεις. Όμορφες αναμνήσεις μα και οδυνηρές, γεγονότα που τον έδιωξαν κάποτε από εκεί.

  Λίγα μέτρα χώριζαν το πλοίο από την αποβάθρα κι έπρεπε να ετοιμαστεί για την αποβίβαση. Άνοιξε το κινητό του και με μια αίσθηση ανυπομονησίας έψαξε τα μηνύματα. Κανένα νεότερο, ξαναδιάβασε το τελευταίο για μια ακόμη φορά: "Φτάνει στο τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει πια χρόνος". Κάθε λέξη φαινόταν να ηχεί σαν καμπάνα μέσα του, δίχως να γνωρίζει την πραγματική σημασία του. Το μόνο που διαισθανόταν ότι έπρεπε να κάνει, ήταν να γυρίσει στο νησί του.

  Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το είχε διαβάσει άπειρες φορές κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του προς το νησί. Μια διαλυμένη σχέση από το παρελθόν, η αμφιταλάντευση ανάμεσα στην επιθυμία του επιστρέψει στο νησί και τον πόνο που ακόμα σκίαζε την ψυχή του, η αιφνίδια απόφαση να ταξιδέψει  χωρίς ακόμη να έχει κατανοήσει το γιατί, η αποτυχία μέχρι τώρα να βάλει σε μια σειρά τη ζωή του, όλα αυτά τον αποσυντόνιζαν, εμποδίζοντάς τον τοποθετήσει τις σκέψεις του μα και τη ζωή του σε ένα λογικό πλαίσιο. Έβαλε το κινητό στην τσέπη και κινήθηκε προς την έξοδο. Από την μια αβέβαιος ακόμα αναρωτιόταν για τα επόμενα βήματά του, το μήνυμα κάπου ήθελε να τον οδηγήσει αλλά ουσιαστικά δεν του έλεγε τίποτε, συγχρόνως όμως ένιωθε την υπέροχη γαλήνη του νησιού, του δικού του τόπου να τον αγκαλιάζει εκείνη τη στιγμή.

   Περπάτησε αργά προς το κέντρο του λιμανιού, όπου οι ήχοι της μικρής του πατρίδας γλύκαναν προς στιγμή την ψυχή του. Οι ψαράδες φώναζαν ο ένας στον άλλο, τα παιδιά έτρεχαν φωνάζοντας στην αμμουδιά και οι μυρωδιές από τις ταβέρνες του νησιού αναμειγνύονταν με την αλμύρα της θάλασσας. Όσο κι αν είχε προσπαθήσει να το αρνηθεί, αυτός ήταν ο τόπος του. 

   Κάθε βήμα του τον έφερνε πιο κοντά στην αλήθεια που έπρεπε να αντιμετωπίσει. Όταν το βλέμμα του έπεσε σε μια ταβέρνα, γνώριμή του από τα παλιά, η καρδιά του χτύπησε δυνατά. Ήξερε ότι εκεί μέσα θα έβρισκε τις απαντήσεις που τόσο καιρό έψαχνε. Έριξε ένα τελευταίο βλέμμα προς τις ειδυλλιακές εικόνες του λιμανιού και μπήκε μέσα. 

  Ο Άλκης κάθισε σε ένα τραπέζι κοντά στο παράθυρο κι έριξε μια γρήγορη ματιά μήπως κι έβλεπε το πρόσωπο που ήθελε να συναντήσει. Δεν την είδε αλλά ήταν σίγουρος ότι ήταν ακόμη εκεί. Μετά από λίγο από την είσοδο μια γυναίκα μπήκε μέσα, με τα μαλλιά της να αναδεύονται από το αεράκι. Ήταν η Κατερίνα, τίποτε δεν είχε αλλάξει πάνω της, η κολλητή του από τα παιδικά χρόνια. Οι ματιές τους συναντήθηκαν και για μια στιγμή βαριά σιωπή απλώθηκε γύρω τους.

  "Το ήξερα ότι μια μέρα θα επέστρεφες!" είπε η Κατερίνα, με φωνή που έτρεμε ελαφριά.

  "Είσαι ο μόνος δικός μου άνθρωπος εδώ...", απάντησε ο Άλκης, με την καρδιά του να χτυπά δυνατά. 

  Κάθισε δίπλα του, στην αρχή με δυσκολία ανταποκρίνονταν σε όσα ο ένας ήθελε να μάθει για τον άλλο, μα όσο η ώρα περνούσε ο κόμπος στον λαιμό τους λυνόταν μέχρι που οι λέξεις άρχισαν να ξεχύνονται σαν χείμαρρος. Μίλησαν για τα νεανικά όνειρά τους, τα λάθη, την προδοσία και την απώλεια του χρόνου. Καθώς η συζήτηση βάθαινε, ο Άλκης αισθάνθηκε ότι το χάος στο μυαλό του  άρχιζε να ξεκαθαρίζει. Ο Άλκης ένιωσε την πίεση μέσα του να χαλαρώνει, τη βεβαιότητα ότι αυτή η συνάντηση ήταν η ευκαιρία του για ένα νέο ξεκίνημα, που τόσο χρειαζόταν στη ζωή του.

  "Πες μου, μην σταματάς," της είπε, "έχω ανάγκη να ακούσω όλη την αλήθεια."

  Η Κατερίνα άρχισε να αφηγείται τα γεγονότα που είχαν συμβεί όλα αυτά τα χρόνια. Όσο μιλούσε, ο Άλκης αισθανόταν τον χρόνο να διαλύεται. Τα λόγια της τον πλήγωναν για μία ακόμη φορά αλλά συγχρόνως η φωνή της έφτανε στα αυτιά του σαν μια γλυκιά μελωδία που έγιαινε σιγά-σιγά τις πληγές του παρελθόντος.

  "Μετά την αναχώρησή σου" είπε, "τα πράγματα έγιναν δύσκολα. Οι περισσότεροι πίστευαν ότι θα χανόσουν για πάντα. Κάποιοι λίγοι έδιναν μια ευκαιρία στην επιστροφή σου. Μεταξύ αυτών κι εγώ!"  

   Ο Άλκης ένιωθε την ενοχή να τον πνίγει, αλλά ήταν έτοιμος να ακούσει. "Δεν ήθελα να φύγω, Κατερίνα. Έπρεπε να το κάνω, ο τόπος ξαφνικά είχε γίνει πολύ μικρός, με έπνιγε, έφυγα για να γλιτώσω αλλά τελικά πουθενά δεν μπόρεσα να ησυχάσω."

   "Το ξέρω!", είπε εκείνη. "Ήμουν η μόνη που ήξερα!. Το πόσο την αγαπούσες από τότε που ήμαστε παιδιά, το σύντομο δέσιμό σας και το λάθος της το οποίο ποτέ δεν μου αρνήθηκε, η δική σου οργή και η δική της απογοήτευσηη πτώση της στα χέρια εκείνου που απλώς την περιέφερε ως τρόπαιο στο νησί. Την πράξη της εκείνη εσύ την θεώρησες ως προδοσία, και ήταν, αλλά από την άλλη πώς μπόρεσες να βάλεις στην άκρη όλη εκείνην την αγάπη που νιώθατε ο ένας για τον άλλο; Δεν σβήνουν εύκολα αυτά τα συναισθήματα. Το ξέρεις πολύ καλά αυτό όπως το ήξερε κι εκείνη."

 "Φοβόμουν, ήμουν αδύναμος, τόσο μικρός απέναντι της, ενώ εκείνη έφερνε βόλτα μόνη της όλο το νησί. Δεν το άντεχα αυτό!"

  Οι λέξεις που αντάλλαξαν τον χτύπησαν βίαια, σαν ξύπνημα από το τέλμα στο οποίο είχε χαθεί και για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, ένιωσε την επιθυμία να κερδίσει τον χαμένο χρόνο, ένιωθε έτοιμος να δώσει την μάχη, που όφειλε να είχε κάνει πριν από χρόνια.  

  "Και η Μαρία;" ρώτησε τολμώντας επιτέλους να πει το όνομά της ενώ η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. "Πώς είναι; Τι κάνει σήμερα;"

  Η Κατερίνα τον κοίταξε για λίγο. Το βλέμμα της σκοτείνιασε.  

"Η Μαρία έφυγε… πριν από δύο μέρες. Όλα αυτά που της συνέβησαν, ο γάμος της που διαλύθηκε με επώδυνο τρόπο, η μοναξιά που βίωνε όλον αυτόν τον καιρό, οι μνήμες των ευτυχισμένων χρόνων που δεν την άφηναν να ησυχάσει, το κλείσιμο στον εαυτό της και η άρνηση της για οποιαδήποτε βοήθεια, η εγκατάλειψη του εαυτού της, δεν άντεξε. Έξω από το σπίτι της έπεσε, εγκεφαλικό είπε ο ιατρός, δεν ξανασηκώθηκε."  

  Το νέο τον συγκλόνισε. Η Μαρία, η πρώτη του αγάπη, η μοναδική του αγάπη, είχε φύγει. Συνειδητοποίησε ότι δεν είχε προλάβει να της πει αντίο για λίγες μόλις ώρες. Αν δεν άφηνε τις μέρες να κυλίσουν αναποφάσιστος από τότε που πήρε το μήνυμα στο κινητό του,  ίσως όλα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά. 

 "Λυπάμαι!” ψέλλισε. "Δεν... δεν ήξερα! Δεν το φανταζόμουν καν!"

  Η νύχτα προχωρούσε και η ταβέρνα γέμιζε με γέλια και τραγούδια. Η Κατερίνα στα σύντομα διαλείμματά της, καθόταν δίπλα του λέγοντάς του λόγια υποστήριξης.  

  "Πρέπει να κάνεις κάτι!" του είπε. "Να επιστρέψεις στην Μαρία, στην μνήμη της. Να της πεις όσα κρατάς μέσα σου."

  Έπρεπε να σκεφτεί σοβαρά την πρόταση της Κατερίνας. Το μυαλό του άρχισε να συνθέτει εικόνες από το παρελθόν, όταν νεαροί ανέμελα διασκέδαζαν, εκείνη εκθαμβωτική, η ψυχή της παρέας, ενώ αυτός έστεκε δίπλα της τόσο μα τόσο μικρός έστω κι αν την αγαπούσε με όλο του το είναι. Γι΄ αυτό τον απάτησε;  Γι΄ αυτό δεν μπόρεσε να την διεκδικήσει και πάλι;

  "Έχεις δίκιο!" είπε τελικά με αποφασιστικότητα. "Θα βρω τον τρόπο να την τιμήσω. Και εσύ, Κατερίνα, είσαι η μόνη που ήξερες την αλήθεια και από τις δύο πλευρές. Θέλω να είσαι δίπλα μου!"

  "Ήμουν κάτι παραπάνω από την καλύτερή σου φίλη, μην το ξεχνάς!" και οι δυο τους αντάλλαξαν ένα χαμόγελο. Το πρώτο του μετά από καιρό.

  Μετά τα μεσάνυχτα, όταν η κίνηση αραίωσε στο μαγαζί, βγήκαν έξω με το φως του φεγγαριού να τους καθοδηγεί. Καθώς περπατούσαν κατά μήκος του λιμανιού το κύμα χτυπούσε απαλά στο τσιμέντο και σε συνδυασμό με τους ήχους του νησιού δημιουργούσαν μια μαγευτική μελωδία. Η γνώριμοι αυτοί ήχοι κατέκλυσαν τον Άλκη με αισθήματα συγκίνησης αλλά και μια αίσθηση ελευθερίας. Όλα όσα είχε αφήσει πίσω, όλα όσα είχε φοβηθεί, τώρα φάνταζαν ανώδυνα.

  "Πού πάμε;" ρώτησε η Κατερίνα, κοιτάζοντας τον με περιέργεια.

  "Στην παραλία!" απάντησε ο Άλκης. "Εκεί που μας άρεσε να καθόμαστε τα βράδια. Σίγουρα εκεί τριγυρίζει η ψυχή της αυτήν την ώρα."

  Το φεγγάρι έριχνε το ασημένιο φως του πάνω στην άμμο. Μόνο το σκάσιμο των αδύναμων κυμάτων ακούγονταν. Όταν έφτασαν, ο Άλκης ένιωσε τη  θάλασσα να τον καλεί. Στάθηκε απέναντί της ενώ το μυαλό του, η ψυχή του, η καρδιά του, γέμιζαν με την παρουσία της Μαρίας. Έκλεισε τα μάτια του και άφησε τις αναμνήσεις να τον πλημμυρίσουν.

  "Μαρία!" ψιθύρισε, "είσαι εδώ;"

  Η Κατερίνα στεκόταν δίπλα του, με μια έκφραση κατανόησης. 

  Ανάπνευσε βαθιά, προσπαθώντας να εστιάσει στα όσα είχε να πει. "Ήθελα να σου πω… ότι λυπάμαι. Λυπάμαι που δεν ήμουν εκεί όταν με χρειαζόσουν. Για το φευγιό μου! Δεν άντεχα να σε βλέπω πια... Ο εγωιστής εαυτός μου πρόδωσε την αγάπη που πάντα ένιωθα για σένα... συγνώμη!"

  Η θάλασσα φαινόταν να του απαντά, με κύματα που σκαρφάλωναν στην ακτή, σαν να τον ενθάρρυναν να προχωρήσει. "Αλλά τώρα, θέλω να ξέρεις ότι πάντα σε κουβαλούσα στην καρδιά μου. Δεν σε ξέχασα ποτέ. Ούτε για μια στιγμή!"

  Η Κατερίνα, νιώθοντας την έντασή του, του έπιασε τον ώμο με μια κίνηση που όριζε ότι έπρεπε να συνεχίσει. 

  Ενθαρρυμένος από την παρότρυνση της Κατερίνας, έκανε μερικά ακόμα βήματα μέχρι που το νερό έβρεξε τα πόδια του, σαν να μια πράξη εξιλέωσης απ΄ όσα τον βάραιναν. "Μαρία, αν με ακούς… θέλω να ξέρεις ότι ήσουν πάντα η πηγή της χαράς μου. Κάθε στιγμή που περάσαμε μαζί ήταν ένα δώρο, το οποίο ποτέ δεν εκτίμησα όσο έπρεπε."

  Η θάλασσα απαντούσε με τον απαλό παφλασμό της και ο Άλκης ένιωθε την καρδιά του να ηρεμεί. "Ήσουν το φως που με καθοδηγούσε, και τώρα που είμαι εδώ, το μόνο που ζητώ είναι να κρατήσω ζωντανές τις αναμνήσεις μας. Να σου ζητήσω συγνώμη, για την αδυναμία μου, τη φυγή μου, που σε άφησα, που δεν πάλεψα για σένα!"

  Αντίκρυ του το φεγγάρι σαν να είχε λαμπρύνει ακόμη περισσότερο και τότε για μια ελάχιστη στιγμή μόνο, εμφανίστηκε εκείνη να του χαμογελάει. Η ψυχή του πλημμύρισε γαλήνη. Δεν λάθεψε, ήταν εκεί, πιστή στις παλιές τους συνήθειες.

  Η Κατερίνα στεκόταν δίπλα του, έτοιμη να τον στηρίξει. "Πρέπει να φύγουμε!" του είπε τελικά. "Έκλεισε ένα κεφάλαιο της ζωής σου και οφείλεις να ανοίξεις το επόμενο, τώρα!"

  Ο Άλκης γύρισε προς την Κατερίνα. "Ναι! Έχεις δίκιο! Ας επιστρέψουμε."

  Στη μέση του δρόμου της επιστροφής η Κατερίνα τον πήρε στην αγκαλιά της, εκείνος αφέθηκε τελείως. Τον πλησίασε ζητώντας τα χείλη του κι εκείνος ανταποκρίθηκε.

"Είμαστε ακόμη εδώ..."

"Η ζωή δεν περιμένει. Το έχω πάρει το μάθημά μου!"

  

Η παραπάνω ιστορία είναι εμπνευσμένη από το συγγραφικό δρώμενο του Giannis Pit, με τίτλο: Μια ιδέα - Μια έμπνευση, 3ος κύκλος

  Η αρχική ιδέα ήταν:  Φτιάξε μια ιστορία με το παρακάτω κείμενο: "Ο θόρυβος των μηχανών ελαττώθηκε. Οι στροφές έπεφταν καθώς το πλοίο ήδη έκοβε ταχύτητα. Έστεκε ψηλά στο κατάστρωμα, το θαλασσινό αγέρι ανέμιζε τα μαλλιά του/της. Στα δεξιά ο μεγάλος λιμενοβραχίονας του λιμανιού οριοθετούσε το λιμάνι. Ένα λιμάνι μεγάλο, όμορφο. Στα δεξιά δεμένα, σαν πολύχρωμα στολίδια διάφορα σκάφη και στα αριστερά στο κέντρο, ο άδειος χώρος για τον οποίο το πλοίο που τον/την μετέφερε ήδη είχε βάλει ρότα. Η καλοκαιρινή ζέστη του δειλινού ήταν εμφανής και η υγρασία μούσκευε το κορμί του/της. Άπλωσε το βλέμμα του/της σε όλο το μήκος του λιμανιού. Ένα υπέροχο καρτ-ποστάλ ήταν ζωγραφισμένο στα μάτια του/της. Λίγα μέτρα χώριζαν το πλοίο από την αποβάθρα και έπρεπε να ετοιμάζεται για την αποβίβαση. Άνοιξε το κινητό του/της. Έψαξε τα μηνύματα, στάθηκε στο τελευταίο και διάβασε προσεκτικά: “Φτάνει στο τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει πια χρόνος” Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το είχε διαβάσει άπειρες φορές στη διαδρομή προς το νησί. Έβαλε το κινητό στην τσέπη και κινήθηκε προς την έξοδο. Ένιωθε τόσο παράξενα. Οι σκέψεις έρχονταν να πλημμυρίσουν το μυαλό του και έδεναν με την υπέροχη γαλήνη του νησιού..."

Φίλε Γιάννη σε ευχαριστώ, για την ευκαιρία που μας δίνεις να γράφουμε πράγματα πέρα από αυτά που καταρχήν έχουμε στο μυαλό μας.

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2024

Γλυκύς Σεπτέμβρης

   Το είχα πει από καιρό, το είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου, ότι μόνο Σεπτέμβριο θα γύριζα στο νησί μου.

  Οι λόγοι προφανείς: Ξέρετε εσείς κανένα νησί που πορεύεται από τον τουρισμό, στο οποίο ο Ιούλιος ή ο Αύγουστος, μπορούν να σου εγγυηθούν ότι δεν θα ταλαιπωρηθείς τουλάχιστον;

  Έτσι και η Κάρπαθος! Παραλίες κατάμεστες στις οποίες θα πρέπει να βρίσκεσαι από νωρίς το πρωί, αν θέλεις να έχεις τύχη με κάποια ομπρέλα (κι αν είσαι διατεθειμένος να πληρώσεις το αντίτιμο της βέβαια), πάρκινγκ που σε αναγκάζει να βάλεις χίλια δυο σημάδια για να θυμάσαι, που έβαλες τελικά το αυτοκίνητό σου, πλήθος κόσμου, που σου στερεί τη χαρά να δεις επιτέλους, αυτούς που πραγματικά θέλεις. Και δεν εννοώ να παραμείνεις σε έναν απλό χαιρετισμό, αλλά να μπορέσεις να ανταλλάξεις δυο κουβέντες παραπάνω, σαν άνθρωπος προς άνθρωπο. Είναι βλέπεις οι μήνες που ο μεγαλύτερος όγκος των τουριστών αλλά και των μεταναστών, αναζητά να ζήσει το θερινό του όνειρο. Οι πρώτοι βάζουν στο στόχαστρο τους τις παραλίες, την παρούσα ακόμη παράδοση, την άγρια ομορφιά του νησιού. Οι δεύτεροι να ικανοποιήσουν έστω για λίγο τον Νόστο για την ιδιαίτερη Πατρίδα τους, να συμμετάσχουν σε χαρές και Πανηγύρια, να ανοίξουν και πάλι τα κλειστά τους σπίτια.

  Ο Σεπτέμβρης έχει άλλη χάρη!

  Έχει τη γλυκιά μελαγχολία του καλοκαιριού που φεύγει και την απατηλή προσδοκία ότι στο τέλος του, μπορεί να μας δώσει όσα δεν πρόλαβε πιο μπροστά. Σου δίνει τη χαρά να συναντάς και να συζητάς με ανθρώπους με τους οποίους στο παρελθόν σε έδεναν πολλά μαζί τους κι ο αχός του καλοκαιριού σας περιορίζει σε έναν χαιρετισμό κάποιων δευτερολέπτων. Τον μήνα αυτόν κανένας δεν βιάζεται, ότι βιάση υπήρχε εξαντλήθηκε στην κοσμοχαλασιά του Αυγούστου. 

  Αλλά και η φύση έχει μια ημερότητα, μια ηρεμία, που αληθινά σε ξεκουράζει. Τα μελτέμια έχουν εγκαταλείψει πλέον τον τόπο, η θάλασσα είναι ζεστή, παραδόξως σου δίνει την αίσθηση ότι είναι πιο ζεστή από το καλοκαίρι, ο πρωινός καφές στον παραλιακό με θέα το Επαρχείο, τη θάλασσα και το λιμάνι σου εγγυάται ένα καλό ξεκίνημα για την μέρα σου και η βραδινή σου βόλτα γίνεται πανηγύρι μιας κι όλοι οι παλιοί γνωστοί, δείχνουν απροκάλυπτα τη χαρά τους, που σε συναντούν και πάλι. Κι αυτό, πιστέψτε με, για μένα ήταν ιδιαιτέρως σημαντικό!

  Λίγα αυτά που απόλαυσα θα μου πείτε, μα νομίζω ιδιαιτέρως σημαντικά.

  Κλείνω με ένα φωτογραφικό αφιέρωμα από τις λίγες μέρες που ξέκλεψα για να βρεθώ και πάλι στην πατρώα γη, την αγαπημένη Κάρπαθο!


karpathos

Πρωινό στα Πηγάδια με θέα το Επαρχείο

Karpathos
Καρπάθιο Πέλαγος, θέα από ψηλά

Karpathos
Θέα προς τον κόλπο του Βρόντη και
την πρωτεύουσα του νησιού, τα Πηγάδια (Κάρπαθος)

Kasos
Θέα προς την γειτονική Κάσο

Karpathos
Παραλία στην Άφωτη


Karpathos
Άγιος Νικόλαος Αρκάσα, πριν το δειλινό.

Karpathos
Σε πρώτο πλάνο οι νέες ξενοδοχιακές μονάδες που φυτρώνουν σαν μανιτάρια
και στο βάθος, ψηλά, το Όθος, τόπος καταγωγής μου.

Aperi_Karpathos
Πανσέληνος από τη Μητρόπολη στο Απέρι.



















Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2024

Ημέρες ραδιοφώνου

Ένα παλαιότερο κείμενό μου, το οποίο όμως ταιριάζει απόλυτα με το δρώμενο της καλής φίλης Μαρία Νικολάου από το ιστολόγιο της,  το Κείμενο  , με θέμα: Ιστορίες Ραδιοφώνου. Για τον λόγο αυτό το ξαναπαρουσιάζω.... 


  Ακόμα και σήμερα που το διαδίκτυο κυριαρχεί στα πάντα, το ραδιόφωνο είναι ένα αγαπημένο μέσο, από το οποίο ενημερώνομαι, ακούω μουσική και με έχει συντροφέψει σε δύσκολες στιγμές. Όταν πρωτοήλθα σε επαφή με το μαγικό αυτό εργαλείο, εκεί στις αρχές της δεκαετίας του 70', είχε ήδη εφευρεθεί το τρανζίστορ, που αντικατέστησε τις ογκώδεις και ενεργοβόρες λυχνίες με αποτέλεσμα οι ραδιοφωνικοί δέκτες να γίνουν πιο διαχειρίσιμοι, να γίνουν συσκευές που μπορούσες να τις τοποθετήσεις όπου ήθελες, στην αυλή, στην κουζίνα ή να τις μεταφέρεις εύκολα μαζί σου, στη θάλασσα για παράδειγμα. Ακόμη και η λέξη ραδιόφωνο τότε κόντεψε να αντικατασταθεί από τη λέξη τρανζίστορ (τρανζιστοράκι). Θυμάμαι ακόμη τη Μαρινέλα το 1978 να τραγουδά:

" Να παίζει το τρανζίστορ τ' Αμερικάνικα

και συ περνάς στους δρόμους

με το μπουφάν στους ώμους

και τα πουκαμισάκια τα κοντομάνικα. "

   Το ραδιόφωνο πέρα από τον ενημερωτικό και ψυχαγωγικό του χαρακτήρα είναι συνδεδεμένο και με μνήμες, που ακόμη γλυκαίνουν το μυαλό. 

  Το πρώτο μας ραδιόφωνο ήταν ένα sanyo το οποίο αγόρασε ο πατέρας μου από τα Κανάρια νησιά, στη διάρκεια του μακρινού ταξιδιού επαναπατρισμού από την Αυστραλία. Με δερμάτινη επένδυση και λουρί, που μπορούσες να το κρεμάς στον ώμο, συνήθως όμως κρεμόταν από ένα καρφί στον τοίχο κι έπαιζε όλη την ημέρα, έτσι το θυμάμαι. Στα Μεσαία κύματα οι περισσότεροι σταθμοί τότε, τα FM με στερεοφωνικό ήχο ακόμη ήταν άγνωστα στη χώρα μας και φυσικά τα βραχέα γiα τους πολύ μακρινούς σταθμούς, από BBC ως Radio Μόσχα. Υπήρχε κι ένα άλλο, της γιαγιάς μας, Philips αυτό, ραδιοπικάπ σε βαλιτσάκι για εύκολη μεταφορά, σπουδαίο εργαλείο. Δυστυχώς κανένα από τα δύο δεν διασώθηκε, το πρώτο χάλασε από την πολύ χρήση το δεύτερο κάποια στιγμή κρίθηκε ως αχρείαστο εξαιτίας το όγκου του αλλά και της έλλειψης κασετοφώνου. Η κασέτα βλέπεις είχε εισβάλει πια στις ζωές μας, όπως στη συνέχεια τα CD, τα mp3 και τώρα τα play lists του Youtube και του Spotify. Το ραδιόφωνο όμως, είτε από τα ερτζιανά είτε διαδικτυακά, πάντα αποτελεί σταθερή αξία. 

  Οι σταθμοί που πιάναμε στις αρχές της δεκαετίας του 70' στο νησί της Καρπάθου, ήταν τρεις όλοι κι όλοι. Η ΕΙΡΤ, το ΡΙΚ (Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου) και ο σταθμός των Ενόπλων Δυνάμεων (ΥΕΝΕΔ), από την ανατολική μόνο μεριά του νησιού.

  Κυρίως άκουγα τραγούδια. Ήμαστε τυχεροί διότι πέσαμε σε μια εποχή που έβγαιναν πραγματικά σουξέ, τα οποία σήμερα ακούμε με νοσταλγία. Από νέο κύμα ως ελαφρολαϊκό τραγούδι, με σπουδαίους ερμηνευτές. Πρόχειρα μου έρχονται στο μυαλό, Κυρά Γιώργαινα, ο Γιώργος που πάει, του Γιάννη Καλατζή, Αδέλφια μου Αλήτες πουλιά, Του Τόλη Βοσκόπουλου, Αχ χελιδόνι μου του Γιώργου Νταλάρα, Άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε της Βίκης Μοσχολιού. Βέβαια υπήρχε και μια πολύ μεγάλη μερίδα απαγορευμένων καλλιτεχνών, που δημιουργούσαν στο εξωτερικό όπως ο Θεοδωράκης, ή ήταν αποκλεισμένοι, όπως ο Καζαντζίδης. Αυτά όλα θα άλλαζαν μετά την πτώση τη δικτατορίας, όχι όμως τόσο όσο όφειλαν τα δημόσια ραδιοτηλεοπτικά μέσα για τους μεγάλους καλλιτέχνες. Έπρεπε  να κερδίσει το ΠΑΣΟΚ τις εκλογές του 1981, για να ακουστεί πραγματικά ο Θεοδωράκης από τα ερτζιανά. 

  Βέβαια, δεν ήταν μόνο τα σουξέ αλλά και το ποδόσφαιρο. Κάθε Κυριακή, τη ίδια ώρα ακούγαμε όλους τους αγώνες της Α΄ Εθνικής, όπου οι συνδέσεις γίνονταν διαδοχικά από γήπεδο σε γήπεδο. Βλέπεις η τηλεόραση έπαιζε μόνο τα ντέρμπυ ή δεν είχε σήμα σταθερό ώστε να μπορείς να παρακολουθείς απρόσκοπτα πάντα την αγαπημένη σου ομάδα. Δεν θα ήταν υπερβολή αν έλεγες ότι κάθε Κυριακή, γύρω στις 3 μ.μ. όλος ο αρσενικός πληθυσμός βρισκόταν καρφωμένος πάνω από ένα ραδιοφωνάκι, επευφημώντας ή οικτίροντας για την τύχη της ομάδας του. 

  

Δεν ξεχνώ και τις ραδιοφωνικές σειρές, από τις οποίες οι πιο γνωστές ήταν "Με τη θεία Λένα" για τα παιδιά και "Το Σπίτι των Ανέμων", με περιπετειώδη πλοκή, για όλη την οικογένεια. Οι ακροατές αγωνιούσαν με τις σκοτεινές υποθέσεις που έπρεπε να λύσει ο  δικηγόρος-ντέντεκτιβ Λαμπίρης (Βύρων Πάλλης) και την αιώνια αγαπημένη του Τζοβάνα (Αφροδίτη Γρηγοριάδου). 

  Την πιο οδυνηρή ραδιοφωνική ανάμνηση την έχω από την εισβολή στην Κύπρο, το 1974. Από τις πρώτες μέρες χάσαμε το σήμα του ΡΙΚ. Αργότερα έμαθα, ότι η κεραία εκπομπής βρισκόταν μέσα στα κατεχόμενα και ποτέ δεν αποκαταστάθηκε. Με αγωνία συντονιζόμαστε στην ΕΙΡΤ, η οποία κι αυτή λόγω των καταστάσεων είχε ιδιαίτερα αδύναμο σήμα, για να μάθουμε κάποια είδηση, ή μάλλον για να εξυψώσουμε το έτσι κι αλλιώς πεσμένο ηθικό μας, ακούγοντας για τις ηρωικές μάχες που έδιναν οι μαχητές της ΕΛΔΥΚ και της Ελληνοκυπριακής φρουράς, που πολεμούσαν εκεί. Για να πιάνει πιο καλά το σήμα, πλησιάζαμε το ραδιόφωνο στις γειώσεις των ρολογιών της ΔΕΗ, οι οποίες ενίσχυαν το σήμα κι έτσι μπορούσαμε να ακούμε ικανοποιητικά.

  Και γίνεται επιτέλους η Παλινόρθωση της Δημοκρατίας, έχω μπει και στην εφηβεία κι όλα αλλάζουν πια με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Στο Λύκειο, αγαπημένη μου εκπομπή γίνεται αυτή του Γιάννη Πετρίδη, "από τις 4 στις 5", ναι, μεταδίδεται ακόμη και σήμερα από το πρώτο πρόγραμμα. Ροκ μουσική, ποπ, ντίσκο, ρέγγε, μουσική ενημέρωση  με ότι πιο τελευταίο κυκλοφορούσε τότε στο διεθνές στερέωμα. Όσο διάβαζα το ραδιόφωνο πάντα έπαιζε πολύ χαμηλά, ίσα ίσα για να με απομονώνει από τους έξω ήχους, μα την ώρα εκείνη το διάβασμα σταμάταγε, άκουγα με προσοχή την κάθε του πρόταση και ενδιάμεσα προσπαθούσα να γράψω και καμιά κασέτα με τα τελευταία χιτς της εποχής. Pink Floyd, οι αγαπημένοι μου από τότε. Εκείνα τα καλοκαίρια ανακάλυψα και τον ραδιοφωνικό σταθμό της της Αγγλικής Βάσης της Κύπρου, τον οποίο μόνο καλοκαίρια μπορούσα να πιάσω, λόγω των παιχνιδιών που παίζουν τα ραδιοκύματα στην ανώτερη επιφάνεια της ατμόσφαιρας. Είχαμε μπει πια στην εποχή των FM, με καθαρό ήχο δίχως παράσιτα. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τη χαρά μου, όταν άναψε το λαμπάκι στο ραδιοκασετόφωνο που είχα, που έδειχνε ότι η λήψη μου ήταν και στερεοφωνική. 

 Τελειώνω το Λύκειο και περιμένω τα αποτελέσματα των Πανελληνίων. Ναι, από το ραδιόφωνο! Να περιμένεις για ώρες, γερμένος πάνω του, για να ακούσεις και το δικό σου όνομα, μέσα από μια σειρά ονομάτων, που εκφωνούνταν ανά σχολή, άχρωμα και βαρετά για τον περισσότερο κόσμο, σε τέλεια αντίθεση με τη δική σου καρδιά, που είχε ανεβάσει τους κτύπους της στο ζενίθ, μέχρι να ακούσεις ότι είσαι κι εσύ ανάμεσα στους επιτυχόντες. Μια φορά μόνο το άκουγες το όνομά σου. Δεν υπήρχε καμία δυνατότητα για επανάληψη, για ένα δεύτερο άκουσμα, μήπως δεν άκουσες καλά, μια φορά μόνο ακουγόταν το όνομά σου κι έπρεπε να είσαι εκεί για να το ακούσεις.

  Στη συνέχεια ως φοιτητής "μελετώ" το έντεχνο, παλιό και νέο, δυστυχώς δεν θυμάμαι την εκπομπή στην ΕΙΡΤ, ξέρω μόνο ότι έπαιζε κάθε απόγευμα και την παρακολουθούσα φανατικά, απολαμβάνοντας τους μουσικούς θησαυρούς της πατρίδας μας. Χατζιδάκις, Λεοντής, Μαρκόπουλος, Λοΐζος, Μαμαγκάκης και φυσικά Θεοδωράκης, μια μουσική πανδαισία, μια μεγαλειώδη ελληνική μουσική που με έκανε υπερήφανο για την Πατρίδα μου. Σημειώνω δίσκους, συνθέτες και τραγουδιστές, κυρίως συνθέτες μιας και είναι η εποχή που τους δίσκους τους "γέμιζαν" οι συνθέτες ακόμη.

 Ο πρώτος μου διορισμός ήταν στο ακριτικό Καστελόριζο. Φεύγοντας από την Ρόδο για το νησί, προνόησα και αγόρασα από τα τουριστικά ένα τρανζιστοράκι σε μέγεθος παλάμης. Αυτό από κάποιο κατασκευαστικό λάθος, έπιανε εκτός από το πρώτο πρόγραμμα (αυτός ήταν και ο μόνος ελληνικός σταθμός) και την συχνότητα της κρατικής τηλεόρασης. Ήχος άνευ εικόνας! Χάλασε γρήγορα αλλά τουλάχιστον έβγαλε την χρονιά στο νησί.

 Λίγα χρόνια αργότερα, στην ραδιοφωνική μου ζωή μου μπαίνει ο Παύλος Γεραμάνης με την εκπομπή του, "Λαϊκοί Βάρδοι". Άριστος γνώστης, μεταξύ των άλλων και του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Σε κάθε εκπομπή του έχει καλεσμένο κι έναν παλιό λαϊκό τραγουδιστή ή κάποιον οργανοπαίχτη και ανάμεσα στα τραγούδια να διηγούνται απίστευτες ιστορίες για το Λαϊκό τραγούδι της Πατρίδας μας, από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά.

 Δεν ήμουν όμως μόνο ακροατής. Για κάποιο διάστημα θήτευσα κι ως "ραδιοπειρατής" κάνοντας με τον κολλητό μου φίλο, τον Μιχάλη, την μόνη θεματική εκπομπή του παράνομου ραδιοσταθμού του νησιού μας: "Με του βοριά τα κύματα". Θυμάμαι με αγάπη την εκπομπή για το ρεμπέτικο με καλεσμένο ντόπιο μουσικό καλλιτέχνη. Η εκπομπή όμως που καθήλωσε τον κόσμο στα ραδιόφωνα του, ήταν μια fake εκπομπή. Τάχατες από το νησί μας, πέρασε για μια μέρα ο αστρολόγος Κώστας Λεφάκης, τον οποίον υποδυόταν κάποιος καλός φίλος και... απαντούσε για ώρες στα τηλεφωνήματα των αγωνιούντων ακροατριών μας, αναλύοντας τους τον αστρολογικό τους χάρτη!!! Αργότερα, θα κάνω κι ένα σύντομο πέρασμα από τον Δημοτικό ραδιοφωνικό σταθμό με μια εκπομπή με θέματα εκπαίδευσης.

 Κάποια στιγμή, νοσηλευόμενος σε νοσοκομείο ανακάλυψα
τις μεταμεσονύχτιες εκπομπές του ραδιοφώνου, συνειδητοποιώντας παράλληλα την μοναξιά πολλών συνανθρώπων μας. Στην αρχή πίστεψα ότι οι ακροατές και συγχρόνως συνεντευξιαζόμενοι σε αυτές ήταν μόνο άνθρωποι που εργάζονταν αυτήν την ώρα και μέσα από τις εκπομπές αυτές έσπαγαν την μονοτονία του νυχτερινού κάματου. Ανακάλυψα όμως ότι η πλειονότητα τους ήταν άνθρωποι που μοιράζονταν απλώς την μοναξιά τους και η παρέα του ραδιοφωνικού εκφωνητή τους αναπτέρωνε το ηθικό, τους κράταγε όρθιους, τους έδινε ένα κάποιο έρεισμα να παλέψουν και να κρατηθούν στη ζωή ως την επόμενη εκπομπή.

 Και τα καλοκαίρια μου είναι συνυφασμένα εδώ και αρκετά χρόνια με το ραδιόφωνο. Εκεί στην αυλή μας, όταν ο ήλιος έχει πάρει την κατιούσα προς τη Δύση, αυτό παίζει, συντονισμένο κατά κύριο λόγο στο Δεύτερο πρόγραμμα του κρατικού ή έχει αντικατασταθεί από το ραδιόφωνο του κινητού, που συντονίζεται στο διαδικτυακό σταθμό, του Sohos FM, όπου παίζει έντεχνο. 

 Μα εκεί που το ραδιόφωνο πάντα ακούγεται, είναι στο αυτοκίνητο. Κάνω αρκετά χιλιόμετρα τα τελευταία χρόνια και ο ήχος του αποτελεί μια καλή συντροφιά. Μέχρι πρότινος, ήταν σταθερά συντονισμένο  στο Πρώτο πρόγραμμα του Κρατικού, δεν ξέρω γιατί,  μάλλον ήταν κάτι σαν εθισμός στα επαναλαμβανόμενα δελτία, φοβούμενος μήπως χάσω την "σπουδαία" είδηση. Από το καλοκαίρι όμως αυτό άλλαξε, τώρα "η βελόνα" έχει κολλήσει στο Δεύτερο, ελληνική μουσική κατά κύριο λόγο παίζει. Χαίρομαι σαν μικρό παιδί, να ακούω και πάλι επιτυχίες το παρελθόντος, όλων των εποχών, από το ρεμπέτικο της δεκαετίας του 20΄ ως τα σουξέ της δεκαετίας του 70', από Αττίκ ως το σύγχρονο έντεχνο, με υπέροχες και υπέροχους ραδιοφωνικούς παραγωγούς.

 Έτσι λοιπόν αγαπημένοι μου φίλοι και φίλες μπήκε το ραδιόφωνο στη ζωή μου, έτσι το αγάπησα κι έτσι πορεύομαι μαζί του ως και σήμερα. 




Όλα τα πήρε το καλοκαίρι...

  Τελειώνοντας και τη φετινή μου σεζόν για το ιστολόγιο μου, συνεχίζω με το αφιέρωμά μου στο καλοκαίρι.  Αυτό που έρχεται και με αγωνία, αυτ...