Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2025

Σταγόνες βροχής

  Κάθεται στο παράθυρο του δωματίου της και παρακολουθεί τις σταγόνες που κτυπούν το τζάμι εδώ και ώρες. Με το δάχτυλο τις  ακολουθεί μία μία, μέχρι που εκείνες κυλούν και χάνονται μέσα στις άλλες. Συνήθως αυτές τις Κυριακές που κλεινόταν μέσα στο σπίτι, τις βαριόταν. Όχι όμως σήμερα, όχι τα τελευταία δύο χρόνια, όχι όλες τις τελευταίες Κυριακές.

  Το παιχνίδι πίσω από το τζάμι, πάντα ήταν ένα από τα αγαπημένα τους. Άλλοτε μετρούσαν τα αυτοκίνητα που περνούσαν από το δρόμο, άλλοτε διάλεγαν μόνο τα κόκκινα, άλλοτε καθεμία διάλεγε το δικό της χρώμα κι άλλοτε μετρούσαν ανθρώπους, άντρες, γυναίκες, ηλικιωμένους και παιδιά. Άλλοτε πάλι σύννεφα, πουλιά, ειδικά τα χελιδόνια όταν έφταναν κι έκαναν την πρώτη τους στάση στο απέναντί τους καλώδιο του ρεύματος. Κι άλλοτε, όπως σήμερα που βρέχει, μετρούσαν ποια θα προλάβαινε να κάνει δικές της τις περισσότερες από από τις σταγόνες, που κυλούσαν στη λεία επιφάνεια του τζαμιού, σαν να φυλάκιζαν κάποιον σπάνιο θησαυρό, κάποιο θησαυρό από ακριβά όνειρα, όπως φαντάζονταν ότι θα ήταν κάποτε η ζωή τους.

  Και δεν μπορεί να μην την σκέπτεται. Με ένα πλάκωμα στο στήθος, το οποίο αρνείται να την εγκαταλείψει από κείνο το βράδυ, που άλλαξε για πάντα η ζωή τους. 

  Ονειρευόταν να της μοιάσει, να την ακολουθήσει σε λίγα χρόνια στη Θεσσαλονίκη, στην πόλη που σπούδαζε, την οποία είχε επισκεφτεί λίγους μόλις μήνες πριν, να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο που είχε χαράξει κι εκείνη, το δρόμο της ελευθερίας. Να ζήσουν και πάλι μαζί, να μοιράζονται τον ίδιο χώρο, να εξακολουθήσουν να φτιάχνουν κοινά όνειρα, όπως τότε που ήταν μικρές και μοιράζονταν τις σταγόνες της βροχής.

  Σε λίγες ώρες πρέπει να φύγει. Την περιμένουν στην πλατεία. Θα είναι εκεί οι φίλοι τους, οι συμμαθητές τους, οι συγγενείς τους, άλλοι άνθρωποι, άγνωστοι της και θα βροντοφωνάξουν "Δικαιοσύνη"! Γιατί πλέον η Δικαιοσύνη στην Πατρίδα μας είναι το ζητούμενο.

   Το μόνο που ζητά η ψυχή όσων πονούν, είναι αληθινή δικαιοσύνη! Τιμωρία αληθινή για τις 57 ψυχές που χάθηκαν. Ώστε στο μέλλον, κανένα τρένο, κανένας μηχανοδηγός, κανένας σταθμάρχης, κανένας διοικητής, κανένας πολιτικάντης, να μην τολμήσει ποτέ ξανά να κάψει τα φτερά κανενός ανθρώπου....

  Διότι δεν θέλουμε να μείνουμε για μία ακόμα φορά με τη στιφή γεύση της ατιμωρησίας, δεν θέλουμε να μας λένε ότι αυτή είναι η κανονικότητα στη χώρα μας, ότι αυτοί είμαστε και δεν μπορούμε να αλλάξουμε, να μας ξεγελούν λέγοντας, ότι όλοι οι υψηλά ιθύνοντες έπραξαν το χρέος τους προς την Πατρίδα, να επαίρονται ότι εμείς σε λίγο καιρό θα το ξεχάσουμε κι αυτό!

  Αυτή είναι η δική μου ιστορία της βροχής, στο συγγραφικό δρώμενο της Μαρίας Νικολάου, από το ιστολόγιο το ΚΕΙΜΕΝΟμε ισχυρή δόση έμπνευσης απ'  όσα συμβαίνουν στη χώρα μας αυτές τις μέρες, με το μυαλό στα αθώα θύματα των Τεμπών και τους συγγενείς τους. 


Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2025

Φταίει, φταίει ο Ποιητής! Φταίει για το φως, για τη σκιά του φταίει.

 

Καρδιασμός

 

Η Ζωή σημαδεύει και σημαδεύεται.

Δεν κρύβεται.

Ζει ακόμη στο δικό της νησί

με ίδια τα ονόματά μας. τις ίδιες εποχές,

καθώς μας μιλά,

τους χωρισμούς συλλογάται…

Δυο των ανθρώπων οι χρόνοι!

Η 9η Νοέμβρη… ακόμη ψιθυρίζει.

Ψάχνει η Ζωή, ν΄ αγαπήσει τον Ποιητή της,

να ψηλαφίσει τους αρμούς του,

στο μάγουλο μας.

Καθώς το τέλος μας αφορά όλους,

μείναμε μόνοι στις σχεδίες των κορμιών,

στην άδικη μοιρασιά της Νύχτας.

Ήθελα τη Ζωή, στιγμή και αιώνα!

Να ξυπνάμε μαζί.

Να την περιμένουμε!

Οι μνήμες αιχμαλωτίζουν‧

δεν τραβούν τις κουρτίνες από τα μάτια μας.

Με τα σημάδια στα χέρια,

καμμιά Μαρία δεν με γνώρισε…

Κι ας αντηχούν τα μολύβια

κι οι λέξεις σε μικρές στάσεις,

ας δωροδοκούν.

Το χαρτί όλο φλόγες.

Κι εγώ, στην ανοιχτή πόρτα μπροστά, τρέχω ως το νήμα,

ως το ελάχιστο τέρμα, να μάθω γι΄ αυτήν.

Αυτή που λείπει, είν΄ η Ζωή.

Φταίει, φταίει ο Ποιητής!

Φταίει για το φως, για τη σκιά του φταίει.

Τη ξέρω αυτή τη Ζωή…

 

   Αυτό το ποίημα έλαβα, προ καιρού είναι αλήθεια, από τον Δραμινό φίλο και συνάδελφο Δημήτρη Τσουρούπη. Και όλοι σας μπορείτε να αισθανθείτε την χαρά μου, βλέποντας το μυθιστόρημά μου Στη Σκιά του Ποιητή, να έχει την ικανότητα να υποβάλλει έναν άνθρωπο στη βάσανο της γραφής ενός ποιήματος. Αλλά και για όσα συμπυκνώματα της γραφής μου περιέχει, τα οποία με έκαναν να σκεφτώ και πάλι την ιστορία που είχα γράψει. Βλέπετε η ποίηση, τέχνη την οποία δεν κατέχω, έχει τη δύναμη, κατ' άλλους τη χάρη, να μην χρειάζεται πολλές λέξεις για να εκφράσει όσα πραγματικά έχουν κάποια αξία στη ζωή του ανθρώπου.

  Με τον Δημήτρη κατά καιρούς, έχω κάνει πραγματικά ενδιαφέρουσες συζητήσεις για τα εκδοτικά πεπραγμένα της χώρας μας, γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα, αλλά κυρίως ο λόγος του με στήριξε, όταν απέναντι μου έβρισκα πόρτες κλειστές. Με βοήθησε να θυμηθώ ότι η γραφή είναι κυρίως μια πράξη εσωτερικής αναζήτησης και ευχαρίστησης, γι΄ αυτό γράφουμε, χωρίς να παραγνωρίζει και την χαρά μιας έκδοσης.

  
Ο Δημήτρης βέβαια γράφει ποίηση εδώ και πολύ καιρό, σεμνός όμως καθώς είναι, ποτέ δεν θέλησε να "παίξει" με τα λογοτεχνικά κυκλώματα. Αυτό "έσπασε" κατά κάποιον τρόπο πριν λίγο καιρό, όταν κατόπιν παρότρυνσης αγαπημένων φίλων του, αποφάσισε να αυτοεκδώσει πέντε συλλογές ποιημάτων του, σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων. Θεωρώ τον εαυτό μου ευτυχή που μου τις δώρισε. Και με μεγάλη χαρά θα παρουσιάσω από το ιστολόγιο μου, ένα μικρό δείγμα της δουλειάς του, αποσπάσματα που ερέθισαν τις εσωτερικές χορδές μου πάλλοντας τη ψυχή και την καρδιά. Αν αυτό δεν είναι το ζητούμενο στην ποίηση, τότε ποιο είναι;

...Απριλίου 1987
 
 "Το ήξερα πως δε θα ξαναχαιρόσουν...
Το ότι οι όχθες Σου, γκρέμισαν για μένα, το ήξερα.
Μαζί μου, είσαι με άρτια και σπασμένα φτερά...
Σ'  άφηνα στη μοναξιά και τό 'ξερα,
δίχως πουκάμισο στην Ολυμπιάδα και τό ήξερα.
Με περίμενες.
Με πηλό και φλέβα, με περίμενες...
Κι έγινες νερό που σκούριασε.
Νηολόγιον Ιερισσού 1265.
Ίτσα εγώ, δακράκι εσύ."
                                               είπε η Μαρία

την ίδια μέρα

  "Λεπτά τα νήματα τής Ζωής
μήτε ψίθυρο δεν αντέχουν.
Όταν πηγαίνανε μαζί σχολείο...
Η ώχρα του Χρόνου, μας πάει όλο Νότια.
Το βότσαλο βαθούλωσε.
Στον ορίζοντα τών ψυχών
το παρελθόν παρελαύνει.
Όταν ήρθα!
Τι ν'  αρνηθώ!
Στιγμές και μεσημέρια στο κοχύλι..."
                                                είπε η Μαρία

από τη συλλογή: Προθεσμία ως την αυγή 2


Απουσία

Παλιές εικόνες
με γαλάζιες ποδιές, δε λένε
να κοιμηθούν.
Ποιήματα με σημαδεύουν.
Χέρια που κατέβασαν σύννεφα,
για απάντηση στη μάγισσα βροχή.
Όνειρα προς το Βερτίσκο...
Πριν το Αθάνατο Νερό,
σ΄ ένα ποτάμι, ξεδιψούν τα δέντρα.
Στην πρώτη κρίση γυρίζω,
στο άγιο κακό.
Ψάχνω πληγές στις λέξεις.
Το αύριο, βλέμμα, δίχως καμπούρα
την Αυγή, δίχως τσακμακόπετρα...
Μάταιο τραίνο στην ανηφόρα.
Δίπλα οι πορτοκαλεώνες.
Κι όλο ασβεστώνεται ο σταχτής λύκος,
νους μου!
από τη συλλογή: άρνης αΜΜωτά


Εκεί έξω

Ακρωτήριο Λίκερι.
Σκουριά!
Το τοπίο στην κανέλα του.
Τεταρτημόρια Σι-δι-ρο-κά-στρου,
σπαραγμοί Βυρώνειας.
Εικόνες από αντηχείο.
Μνήμες στο ράφι, ως την Πανσέληνο στάση.
Ασπρόμαυρα ουράνια τόξα η επαρχία μου.
Διάτρηση στο βλέμμα Σου,
η ανοξείδωτη της γέφυρας νιότη.
Με δικό της μαντείο η χώρα μου.
Με δικό της χρησμό.
Στην πρώτη πέτρα, η Οφηλία στ΄ άσπρα,
γυρνά τις σελίδες μας.
από τη συλλογή: αΜοργός Καία




Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2025

Σοφία Βέμπο ( όχι μόνο η τραγουδίστρια της Νίκης )

 

Sofia_Vembo
  Πρόσφυγας από την Κωνσταντινούπολη, η Σοφία Βέμπο κατάφερε χάρις στο ιδιαίτερο καλλιτεχνικό της μπρίο να καθιερωθεί  ως μία από τις πιο αγαπητές τραγουδίστριες του ελαφρού πενταγράμμου της εποχής του Μεσοπολέμου με επιτυχίες που άφησαν εποχή. Ήταν η πρώτη που ζήτησε και πήρε ποσοστά από τις πωλήσεις των δίσκων της. Όταν εισέβαλαν στην χώρα μας οι Γερμανοί και το μέτωπο κατέρρευσε, η Βέμπο φυγαδεύεται στην Μέση Ανατολή για να γλιτώσει τα αντίποινα από τους Ιταλούς, εξαιτίας του τραγουδιού της που κορόιδευε τον Μουσολίνι.  Μεταπολεμικά ανοίγει το δικό της θέατρο, συμμετέχει σε τρεις ταινίες, μέχρι τη δεκαετία του 60 όπου αραιώνει τις εμφανίσεις της. Το βράδυ του Πολυτεχνείου φιλοξενεί στο σπίτι της διωκόμενους φοιτητές, αρνούμενη να τους παραδώσει όταν η ασφάλεια φτάνει στην πόρτα της.

  Οι περισσότεροι από εμάς γνωρίζουμε την Σοφία Βέμπο, από τα τραγούδια που ερμήνευσε κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο. Τραγούδια πατριωτικά που ενδυνάμωναν το εθνικό φρόνημα ή σκωπτικά που ενέπνεαν αισιοδοξία και έδιναν χαρά, στον δοκιμαζόμενο Ελληνικό Λαό. Το "Παιδιά της Ελλάδος, παιδιά..." ή το "Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του..." είναι από τα πιο γνωστά, που τραγουδιούνται σε κάθε επέτειο της 28ης Οκτωβρίου.

   Σήμερα θα παρουσιάσω αξιομνημόνευτες δουλειές της, οι οποίες αποδεικνύουν πόσο σημαντική καλλιτέχνιδα ήταν και κυρίως ότι πέρα από τα παραπάνω τραγούδια άφησε πίσω της κι άλλες, πολύ σπουδαίες ερμηνείες.   

  Ένα λοιπόν από τα πιο γνωστά της τραγούδια είναι το: Το πρωί με ξυπνάς με φιλιά (1940) σε στίχους του Χρήστου Γιαννακόπουλου και μουσική του Γιάννη Κυπαρίσση.


  Το τανγκό της ψαροπούλας (1940) είναι ένα τραγούδι που μοιράζει τα αισθήματα ανάμεσα στον έρωτα και την πίκρα του χαμού. Στίχοι: Αλέκος Σακελλάριος και Χρήστος Γιαννακόπουλος. Μουσική: Χρήστος Χαιρόπουλος

  Το τραγούδι Ζεχρά (1938) μιλά για την πανέμορφη Ανατολίτισσα Ζεχρά την οποία αγαπούσε κάποιος νεαρός αλλά για κακή του τύχη, του την έκλεψε κάποιος σεΐχης. Οι στίχοι είναι του Αιμίλιου Σαββίδη και η μουσική του Μιχάλη Σουγιούλ. Πάνω στην μελωδία αυτήν πάτησε το γνωστό Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά.

  Κλείνω το αφιέρωμα αυτό, με ένα απόσπασμα της πασίγνωστης ταινίας Στέλλα (1955), στην οποία η Σοφία Βέμπο τραγουδάει το Φεγγάρι είναι κόκκινο σε μουσική και στίχους του Μάνου Χατζηδάκι






Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2025

ΕΝΑ ΝΗΣΙ της Karen Jennings

  Το μυθιστόρημα ΕΝΑ ΝΗΣΙ, της Νοτιοαφρικανής συγγραφέας, Karen Jennings,  διαπραγματεύεται με απλό και αβίαστο τρόπο θέματα όπως είναι η μοναξιά, η εξουσία με τις φρούδες υποσχέσεις της και την ξενοφοβία. Όλη η δράση του εξαντλείται σε τέσσερις μέρες, οι οποίες όμως είναι αρκετές για να δημιουργηθεί μια ιστορία, η οποία κρατά το ενδιαφέρον αμείωτο κάνοντας το μυαλό συνεχώς να αναρωτιέται για τα παραπάνω ζητήματα.

  Η μοναξιά αφορά τον πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος, τον εβδομηντάχρονο Σάμουελ και τον καθημερινό αγώνα του στο ιδιαίτερο περιβάλλον που βρίσκεται. Σε ένα απομονωμένο νησί, εκτελεί χρέη φαροφύλακα, ξεχασμένος σχεδόν απ' όλους, ειδικά από το κράτος. Οι μόνοι που τον επισκέπτονται κάθε δεκαπέντε μέρες, είναι ο Τσίμελου και ο γιός του, οι οποίοι τον εφοδιάζουν με τις απαραίτητες προμήθειες. Ο Σάμουελ στα είκοσι χρόνια που βρίσκεται στο νησί, έχει φροντίσει όσο του επιτρέπουν οι δυνάμεις του να το κρατήσει ζωντανό, πέρα από τον φάρο που φέγγει ρυθμικά την νύχτα. Έχει φτιάξει έναν μικρό κήπο, συντηρεί αρκετές κότες, καθαρίζει το έδαφος από τα ατελείωτα αγριόχορτα και κυρίως περιμαντρώνει όλον τον χώρο, με ένα πετρόκτιστο τοιχίο.  Το μόνο παράξενο που συμβαίνει είναι ότι πότε πότε, στις ακτές ξεβράζονται ανθρώπινα κουφάρια, τα οποία ο Σάμουελ ενσωματώνει μέσα στο τοιχίο του, μιας και καμία κρατική υπηρεσία δεν ενδιαφέρεται για την τύχη τους. Το νησί από τα συμφραζόμενα υποψιαζόμαστε ότι ανήκει στην αφρικανική ήπειρο αν και η συγγραφέας ούτε το ονομάζει ούτε ορίζει την χώρα στην οποία ανήκει. 

  Όλα αυτά μέχρι την ημέρα που στο νησί ξεβράζεται, για πρώτη φορά, ένας ζωντανός ναυαγός, ένας ξένος, ο οποίος αδυνατεί να συνεννοηθεί με τον Σάμουελ. Το μόνο σίγουρο είναι ότι είναι κάποιος άνθρωπος, ένας μετανάστης, ένας λαθρομετανάστης, ένας κυνηγημένος, ποιος ξέρει; λίγη σημασία έχει αυτό! Ο Σάμουελ αρχικά τον περιθάλπει, στη συνέχεια όμως ζει ένα δράμα καθότι τον υπερνικά ο φόβος, για τον άγνωστο άνθρωπο που έχει πια δίπλα του και με τον οποίο οφείλει να συγκατοικήσει στην ελάχιστη έκταση του νησιού. Φοβάται ότι ο ξένος θέλει να του πάρει ότι αυτός έχει φτιάξει εκεί, φοβάται το ξεβόλεμά του, φοβάται ακόμα ότι ο ξένος απειλεί και την ίδια τη ζωή του. Είναι ο φόβος απέναντι σε οτιδήποτε ξένο, ο οποίος γίνεται εντονότερος όσο καταλαμβάνουν τα γηρατειά τον άνθρωπο.

  Σε αυτές τις τέσσερις μέρες - δεν θα σας πω φυσικά πως τελειώνουν - ο Σάμουελ κάνει συχνές αναδρομές στην πρότερη ζωή του. Ζωή η οποία δεν απέχει από τη μοίρα εκείνων των απόκληρων της κοινωνίας, που πιστεύουν με την ορμή των νιάτων τους σε μια καλύτερη ζωή.  Ερωτεύεται την ατίθαση επαναστάτρια Μέρια και δέχεται ως παιδί του αυτό που κυοφορεί, αν και υποψιάζεται ότι δεν είναι δικό του. Που παρά τους αρχικούς δισταγμούς του τελικά εμπλέκεται ενεργά στην ανατροπή του στυγνού καθεστώτος που κυριαρχεί στην χώρα του. Και αυτή η απόφασή του έχει καταστροφικές συνέπειες για όλη τη ζωή του καθώς φυλακίζεται για περισσότερο από δύο δεκαετίες μέχρι να αλλάξουν τα πράγματα.

 Μέσα από τος αναδρομές αυτές, στοχαζόμαστε τη ματαίωση όλων εκείνων των αγώνων στο όνομα μιας επανάστασης κι ενός υποσχόμενου, πιο δίκαιου μέλλοντος, διότι οι ηγέτες της αδυνατούν να αποβάλλουν την αίσθηση ότι πρέπει η εξουσία να τους ανήκει δια παντός, αυτήν που με αίμα κατάκτησαν, όχι το δικό τους αλλά των άλλων, των απλών μικρών, ασήμαντων ανθρώπων, αυτών που ως μόνο μπούσουλα τους είχαν την ιδεολογία της ελευθερίας ή τη δικαιοσύνη ή το όνειρο μιας αόριστης δημοκρατίας. Συγχρόνως βλέπουμε, το ξέρουμε ότι η ζωή και τα γεγονότα που τη συνοδεύουν, εξελίσσονται πολύ πιο γρήγορα απ' ότι εμείς οι ίδιοι μπορούμε, πολλές φορές να αντέξουμε. Ο Σάμουελ είναι ένας από αυτούς, που αδυνατεί πλέον να συγχρωτιστεί με τους άλλους ανθρώπους, έχει μάθει τη μοναξιά από την φυλακή, αδυνατεί να ενσωματωθεί σε μια κοινωνία που έχει πια αλλάξει ριζικά, μετά την πολύχρονη φυλάκισή του.

  Το μυθιστόρημα της 
Karen Jennings διαβάζεται εύκολα, σε κάνει να αναλογιστείς πολλά θέματα σε διαφορετικά επίπεδα, θέματα που απασχολούν κι εμάς καθημερινά (ξενοφοβία, ρατσισμός, μεταναστευτικό, δημοκρατία, επαναστάσεις και εξεγέρσεις, μοναξιά και γηρατειά, το πέρασμα του χρόνου). Εύκολα σε τοποθετεί εκεί που διαδραματίζεται όλη η ιστορία, όσο μακρινός ή απροσδιόριστος κι αν είναι ο τόπος αυτός. Κατορθώνει κατά κάποιον τρόπο, να σε κάνει ένα με τον κεντρικό του ήρωα, να βιώσεις τον πόνο που του χάρισε απλόχερα η ζωή, να συμμεριστείς τη μοναξιά, την απομόνωση στην οποία υπέβαλε τον εαυτό του, τους φόβους του. Κι αυτό πιστεύω ότι είναι το μεγάλο προτέρημα του βιβλίου αυτού.
Η εικόνα δημιουργήθηκε με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης


Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2025

Παλαιστίνη... αδικαιολόγητη ήττα

  Τις προάλλες σε κάποια εκπομπή στην τηλεόραση άκουσα μια  Παλαιστίνια ακτιβίστρια να λέει, δυστυχώς δεν συγκράτησα το όνομα της, ότι ο Παλαιστινιακός λαός διακατέχεται από ένα βαρύ αίσθημα, αυτό της αδικαιολόγητης ήττας. Και το εξηγούσε λέγοντας ότι η Παλαιστίνη στις αρχές τους εικοστού αιώνα αριθμούσε μια ελάχιστη μειοψηφία Εβραίων, η οποία κατόρθωσε μέσα από την αδράνεια των Παλαιστινίων και των Αράβων γενικότερα, σε λίγα χρόνια να κατακτήσει το μεγαλύτερο μέρος της χώρας τους και να δημιουργήσουν το κράτος του Ισραήλ. Το αίσθημα αυτό, της αδικαιολόγητης ήττας, όλο και μεγαλώνει καθότι από τη μία βλέπουν όλες τις εξεγέρσεις τους να πνίγονται στο αίμα, ακόμα κι όταν οι γύρω αραβικές χώρες συνασπίστηκαν για να νικήσουν το Ισραήλ, να ηττώνται εντός έξι ημερών και από την άλλη να βλέπουν τους Ισραηλίτες να επεκτείνουν συνεχώς την παρουσία τους σε αμιγώς Παλαιστινιακές περιοχές με τη μέθοδο των αποικισμών.

Γάζα, μαρτυρική πόλη

  Από τη μια μεριά θαυμάζεις έναν Λαό, τους Ισραηλίτες,  για το επίτευγμα τους αυτό. Πολλά μπορούν να ειπωθούν εδώ, για την θέληση τους να δημιουργήσουν κράτος, για την σύμπνοια στον τελικό σκοπό, για την αμέριστη βοήθεια της ομογένειας τους, για τις πολιτικές τους διασυνδέσεις. Κανένας όμως δεν μπορεί να αρνηθεί ότι εκ του μηδενός, δημιούργησαν ένα κράτος το οποίο πολλοί σίγουρα το ζηλεύουν για τις δομές του και την αποφασιστικότητα των πολιτών του.

  Από την άλλη βλέπεις έναν άλλο Λαό, τους Παλαιστίνιους, που έχουν το ιστορικό δίκιο με την πλευρά τους, που δικαιούνται τη δική τους Πατρίδα, που καθημερινά ορίζονται ως πολίτες δευτέρας κατηγορίας από τους κυρίαρχους Ισραηλίτες (αυτοί που έκαναν τη Γάζα περίκλειστη περιοχή δίχως επικοινωνία με τον έξω κόσμο - ούτε λιμάνι δε διαθέτει με τόσο μήκος ακτών), ένας Λαός σε μια κατάσταση καθημερινού διωγμού (είτε στη Γάζα είτε στη Ραμάλα). Ένας Λαός, που προσπαθεί να βρει μία κατεύθυνση, μέσα από διάφορα κινήματα, ακόμα και φονταμελιστικά, για να δικαιωθεί. Ένας Λαός που δεν έχει σύμπνοια, δεν έχει ουσιαστική εξωτερική βοήθεια, κυρίως από τους Άραβες αδελφούς πλέον. Ένας Λαός δίχως διεθνή υποστήριξη. Ένας λαός που σήμερα βγαίνει από μια μεγάλη καταστροφή, την μεγαλύτερη της ιστορία του, την ισοπέδωση της Γάζας (χώρια του τεράστιου αριθμού νεκρών αμάχων).

  Και το ερώτημα που τίθεται είναι, πώς πρέπει να πορευτεί ο Παλαιστινιακός Λαός από εδώ και πέρα; Δεν είμαι εγώ αυτός που θα το ορίσει αυτό. Αλλά το ερώτημα παραμένει. Πώς πορεύεται ένας ηττημένος Λαός στη σύγχρονη εποχή, με όλο αυτό το βαρύ ιστορικό του παρελθόν;

ΥΓ: Αντίστοιχο πρόβλημα αντιμετωπίζουν και οι Κούρδοι, ένας λαός 25 εκατομμυρίων, που τους στερούν το δικαίωμα του δικού τους κράτους. 

Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2025

Ο σεισμός του 1948 στην Κάρπαθο

  Στις 9 Φεβρουαρίου του 1948, έγινε ένας μεγάλος σεισμός στην Κάρπαθο, μεγέθους 7,3 ρίχτερ. Από τον τύπο της εποχής μαθαίνουμε ότι υπήρξαν ζημιές σε πολλά σπίτια  των Κάτω χωριών. Στις Πυλές, Όθος Βωλάδα και Απέρι κατέρρευσαν 52 οικίες, 137 υπέστησαν σοβαρές ζημιές και 113 ελαφριές ζημιές. Δεν υπήρξε κανένα ανθρώπινο θύμα. Πληροφορίες για τα χωριά της μεσαίας και βόρειας ζώνης του νησιού δεν υπάρχουν. Το αξιοσημείωτο είναι ότι 10 λεπτά μετά τον σεισμό σημειώθηκε ένα δυνατό τσουνάμι, το οποίο σάρωσε τα Πηγάδια σε βάθος περίπου 250 μέτρων αλλά και το Διαφάνι σε μικρότερο βαθμό.
(πληροφορίες: ΚΑΡΠΑΘΙΑΚΑ ΝΕΑ)
  Για καλή μου τύχη, κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 70, από την γιαγιά μου από την μεριά του πατέρα μου, μου δωρήθηκε ένα ντοκουμέντο, που αναφέρεται στα γεγονότα εκείνα. Βλέποντας την έφεση μου στα γράμματα, θεώρησε ότι θα ήμουν ο καταλληλότερος να το φυλάξω, και ποιος ξέρει, ίσως και να το αξιοποιούσα με κάποιον τρόπο κάποια στιγμή. 
  Πρόκειται για μια σειρά μαντινάδων, αγνώστου συγγραφέα, οι οποίες γράφτηκαν στην Αμερική ως απόηχος των όσων δραματικών έφταναν στα αυτιά των εκεί αποδήμων μας. Υπάρχει μια σαφής χρονική σειρά, από την φήμη και την εικασία, στις ειδήσεις και τις αναφορές από το νησί. Υπάρχει όμως και μια ξεκάθαρη απόσταση που χωρίζει πλέον τον Καρπάθιο μετανάστη που έχει γράψει τις μαντινάδες από την προγονική του γη. Πιθανότατα ο στιχοπλόκος είναι Οθείτης, δεν ξέρω αν η εγγραφή που έχω εγώ είναι η πρωτότυπη ή μεταγραφή. Σίγουρα όμως διαφαίνεται μέσα στους στίχους η αγωνία του μαντιναδόρου για την τύχη του νησιού του, άλλοτε αυτό γίνεται με πόνο κι άλλοτε με σκωπτικό τρόπο. Αναφέρει σχεδόν όλα τα χωριά της Κάτω Καρπάθου, για ανθρώπους που γνωρίζει και στο τέλος κάνει μια πρόταση, η οποία σήμερα μας κάνει τουλάχιστον να χαμογελάσουμε.
  Ας τις διαβάσουμε λοιπόν:

 Σεισμός μεγάλος έγινε και πήρε τα Πηγάδια
και τα χωριά σου Κάρπαθος εγίνανε κομμάτια.
Φόβος και τρόμος έπιασε όλους με την αράδα
το τέλος εφωνάξανε ήρτε μες την Ελλάδα.
Τέλος του κόσμου φώναξαν οι κάτοικοι με τρόμο
κι όλοι συγχωρεθήκανε και τρέχαν μες τον δρόμο.
Η Κάρπαθος μας έτρεμε ως τρέμει το καλάμι
κι η βουή που έβγαινε τρεμούλα τους επιάνει
και προς στιγμήν νομίζανε τέλος του κόσμου θάναι
και εσυγχωρεθήκανε και λέγαν τώρα πάμε.
'Ετρεμεν όλο το νησί και τρέμαν και οι δικοί μας
που τέτοια καταστροφή δεν είδε το νησί μας.
Όλοι οι Καρπάθιοι εφαίνοντο στα μούτρα λυπημένοι
πως το νησί μας σήμερον έρημος απομένει.
Βαπόρι ήρθεν κι έτρεχε κάτω που την Ελλάδα
βοήθεια τους έδωσε σ΄ όλους με την αράδα.
Και τώρα περιμένουμε κι ανυπομονούμε
να μάθουμε τα χάλια των και να τους λυπηθούμε.
Το πρώτον τηλεγράφημα Πυλών το Δημαρχείον
πως κατεστράφη το χωριό κι είναι νεκροταφείον.
Έρημες μείναν οι Πυλές τα σπίτια της επέσα
και σπίτι δεν απόμεινε άνθρωποι να μπούνε μέσα.
Εις την πλατείαν εις τ΄ Ακρί όλοι εμαζευτήκαν
την τύχη των εκλαίανε τα βάσανα που βρήκαν.
Και τώρα περιμένουμε ειδήσεις απού τ΄'Οθος
να δούμε τι απέγινε πουναι δικός μας πόθος.
Στα σίγουρα θε νάπεσε και το καμπαναριό μας
κακό μεγάλο θάγινε μέσα εις το χωριό μας.
Κι ο Κούπας πούναι δήμαρχος μέσα εις την Βωλάδα
έδινε θάρρος στο χωριό σ΄ όλους με την αράδα.
Τύχην κακή και κάψιμο ως καύγει το πιπέρι
γιατί έπεσεν ο Τσούλακας και πλάκωσε τ΄ Απέρι.
Έπεσεν η Μητρόπολης μαζί και τα σχολεία
εσύστηκεν ο Μοροούς μαζί και η Παναγία.
Ακούσαμε στις Μενεταίς μεγάλας απωλείας
επλάκωσε το χωριό ο Άγιος Ηλίας,
έπεσεν το καμπαναριό πούταν ένα στολίδι
εκεί που εγκρεμίσανε και τον Νικολαΐδη.
Οι Μενεδιάτες τρέξανε μακριά εις τον Αφιάρτη
γιατί εφοβηθήκανε κι άλλος σεισμός πως θάρθει.
Ας αφήσουμε τις Μενεταίς κι ας πάμε  στα Πηγάδια
την προκυμαία έκαμε χίλια δυο κομμάτια.
Και τρέξανε εις τα βουνά να σώσουν τη προβιά των
στ΄ ανάθεμα ελέγανε να πάνε τα καλά των.
Η θάλασσα εσκέπασε όλην την προκυμαία
τρία καΐκια σπάσανε με θάλασσα ραγδαία
κι ο Μικροπανδρεμένος  μας απούτον εις τα Πέρι
τώρα τον περιμένουμε χαπάρια να μας φέρει.
Γράμματα περιμένομε και ο καθείς να μάθει
ο Άης Παντελέμονας αν έχει κάτι πάθει.
Κι ο Δημελλάς επόθανε πούθε να στρονομίσει
πούθε να τρέξει στο χωριό για να ειδοποιήσει.
Κι ο Δημελλάς επόθανε απούθε να το νιώσει
κι είθε να τρέξει στο χωριό χαμπάρι για να δώσει.
Οι καταχρασταί του νησιού που κάνουν αμαρτίας
εφέραν τούτο το σεισμό και τας απελπισίας.
Αν είν και πλέει η Κάρπαθος και μέλλει να βουλιάξει
αφήστε την κακόμοιροι Καρπάθιοι να ρημάξει.
Πόσα αναστενάγματα, σταυροί και καρδιοκτύπια
να γίναν μέσα στις Πυλές σαν πέφτανε τα σπίτια.
Τώρα σ΄ αυτούς ο σύλλογος πρέπει να βοηθήσει
και δω τους Αμερικανούς να ερανολογήσει.
Ω καημένη Κάρπαθος αν θα χαθεί η φανιά σου
θε να χαθού τα γλέντια σου κι όλα τα έθιμά σου.
Πως θα βουλιάξει η Κάρπαθος μηχανικοί το ξέρουν
κι ακούσαμεν οι Έλληνες πως θα σας μεταφέρουν.
Αν είναι μεταφέρου σας παράπονο μεγάλο
μη πα και σας εβγάλουνε σε άλλο νησί επάνω.
Μεγάλη νάναι η στεριά καλά να στηριχθείτε
και ναν και μέρος καρπερό νάχει τροφή να ζείτε.
Ω πρόκριτοι των Μενετών καλά να το σκεφτείτε
γιατί δεν είναι Ιταλοί να αντιπαραταχθείτε.
Τώρα θε να το χάσουμε το Σούλι Μενεδιάτες
αν ξαναγίνει ένας σεισμός θα μείνομε στις στράτες.
Έμαθα πως ετρέξατε μακριά εις τον Αφιάρτη
γιατί εφοβηθήκατε κι άλλος σεισμός πως θάρθει.
Πιο όξω το Δεσποτικό το πήρανε τα κύματα
και τι λιμάνι θα γενεί με τα μισά τα χρήματα.
Και θα γλιτώσουμε κι μεις πο τα ερανολογήματα
γιατί τον λιμενοβραχίονα τον έφτιαξαν τα κύματα.
Και τα Πηγάδια σκέπασαν εμπρός στην παραλίαν
τέτοιο κακό οι κάτοικοι ούτε ήκουσαν ούτε είαν.
Λένε πως ήρθε το κακό τρεις που το μεσημέρι
κι ευχόμεθα εις τον Θεόν να μην το ξαναφέρει.
Τρεις ήτο απομεσήμερο  κ' εννεα του Φλεβγάρη
που χίμηξεν η θάλασσα την Κάρπαθο να πάρει.
Τούτο το 48 αξέχαστο θα μείνει
που κόντεψε την Κάρπαθο ψυχή να μην πομείνει.
η εικόνα δημιουργήθηκε με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης

Ο Πέτρος και η Μέλουρα αναποδογυρίσα
κι σπίτι μέσα στο χωριό να στέκει δεν εφήσα.
Εκαταστράφη το Όθος μας πούχε τα μεγαλεία
κι ας κλάψει κι ο Όμηρος πούκαμε τα σχολεία.
Εκλαίαν οι Οθείτισσες που χάσα τα καλά τους
κι στρώμα δεν επόμεινε να θώκουν τα παιδιά τους.
Άλλες ετρέξαν εις τις Στες κι άλλες στα μετόχια
και κλαίασι την τύχη των ως του σεισμού τη φτώχια.
Ήτο καλή η εποχή γιατί ΄χεν αμανίτες
και καλαούρους στα βουνά και τρώαν οι Οθείτες.
Ο Άη Γιώργης έπεσε μόλα τα σύγυρα του
ως κι ο Τσαμπούκης έμεινε στο δρόμο κ΄η κυρά του.
Στο Άλι κάτω ήκοψε κ΄έχει κατασκηνώσει
το Δράκο την Κανέλα του κι αυτούς τους έχει σώσει.
Και μόλις εξημέρωσε και ήρτε στα σύγκαλά του
στη Γιάφνη κάτω όρσαρε να εβ την αελά του.
Όλοι οι Δημάρχοι γράψανε κι ούλοι τηλεγραφήσαν
μόνο που τ΄ Όθος το χωριό δεν μας ειδοποιήσαν.
Δεν ξέρουμε τι έγινε τι νάναι η καταστροφή του
κι ο Χανιώτης Δήμαρχος τι νάναι η σιωπή του.
Γιατί δεν τηλεγράφησεν εδώ εις τους Οθείτες
να μας πει όλα καλά και μην ανησυχείτε.
Φαίνεται πως εχάσανε όλοι το ηθικό τους
εχάσανε τα φρένα τους μαζί και το μυαλό τους.
Ας περιμένει ο Όμηρος κι ογλήορα θα μάθει
άλλοι θα μας τα γράψουσι τ΄ Όθος τι έχει πάθει.
Το πρώτο γράμμα έφτασε απού τον Παπαδάκη
κι όσοι κι αν τ΄ ακούσασι τους πότισε φαρμάκι.
Τι νάναι τούτο το κακό πούπαθε το νησί μας
κι από το φόβο χάσαμε την εμισή ζωή μας.
Εφθάσανε τα γράμματα και μας ειδοποιήσαν
τα πάθη των εγράψανε και τα εξιστορήσαν.
Και το Γιαφάνι βούλιαξε καθώς και το Φοινίκι
η θάλασσα τα σκέπασε κ΄ είναι μεγάλη φρίκη.
Κοντάτωνε η Κάρπαθος όλη να βουλιάξει
κι αν έλθει κι άλλος και τα βουνά θα χάψει.
Κ΄ εμείς από την Αμερική που ανυπομονούμε
τραγούδια των εγράψαμε ως τους παρηγορούμε.
Αίτηση θε να κάνουμε εδώ στον πρόεδρό μας
να φέρει τους Καρπάθιους μας στο κράτος το δικό μας.
Μέσα στην Καλιφόρνια που έχει έκταση μεγάλη
εκεί θε νάρθει Κάρπαθος όλοι μικροί μεγάλοι.
Να την δεντροφυτέψετε αμπέλια και χωράφια
τα σπίτια σας θε να κτιστούν διαμάντια και χρυσάφια.
Κι αφήστε την Κάρπαθο ατού για να ρημάξει
γιατί θε νάρθει κι άλλος σεισμός κι θε να τη βουλιάξει.
Πολλά θαρρώ σας γράψαμεν κ' εδώ τα σταματούμε
κι έπεται συνέχεια άλλοτε να σας πούμε.
Κάρπαθος 2015



Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2025

Ευεργέτιδα λήθη.

  Η άνοιξη είχε μπει για τα καλά και οι κάτοικοι του χωριού, άντρες και γυναίκες, απ΄ τα ξημερώματα είχαν κατέβει στον κάμπο για να σπείρουν τα καπνά. Καλά ήταν ακόμα τα χρόνια, ο μπασμάς είχε πέραση, κάπου εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα πρέπει να ήταν. Κουραστική δουλειά μα οι χωριανοί μας μπορούσαν και ζούσαν με αξιοπρέπεια τις οικογένειές τους. Στο χωριό μόνο τα παιδιά έμεναν και οι γεροντότεροι. Την ημέρα εκείνη σχολείο δεν πρέπει να είχε, διότι όλα τ΄ αγόρια της γειτονιάς βρίσκονταν από νωρίς εκεί στο πλάτωμα παίζοντας ποδόσφαιρο. Με τον βαρύ ήχο του αυτοκινήτου που ακούστηκε ν΄ ανεβαίνει την ανηφόρα, τραβήχτηκαν στην άκρη του δρόμου, αφού μάζεψαν βιαστικά τη μπάλα τους. Γρήγορα εκείνο φάνηκε στη στροφή μέχρι που ήλθε και σταμάτησε κάτω απ΄ το σπίτι του Κογκαλίδη. Το σήμα της κόκκινης ημισελήνου στις πινακίδες του, έδειχνε την προέλευση των επιβατών του. Οι πόρτες άνοιξαν, δυο άντρες βγήκαν, άνοιξαν την πίσω πόρτα και με φανερή τρυφερότητα βοήθησαν τη γυναίκα να βγει. Αυτή ήταν μεγάλης ηλικίας, φορούσε άσπρη μαντίλα που κάλυπτε το κεφάλι της και τη παραδοσιακή στολή των γυναικών της Ανατολής.

  Την ώρα εκείνη φάνηκε στη στροφή ο Τζιότζιος. Με που τους είδε τέντωσε το κορμί του, κατέβασε τη τραγιάσκα, πάτησε καλύτερα το μπαστούνι του και κίνησε κατά πάνω τους. Τάχυνε το βήμα του όσο μπορούσε, τα δυο τρία ούζα που είχε πιει στο μπακάλικο του Καλογιάννη σε συνδυασμό με τα χρόνια που κουβαλούσε στην πλάτη, τον δυσκόλευαν.

  Η γυναίκα, γιαγιά θα την έλεγες, κάτι έδειξε με τα χέρια της, κάτι είπε στη γλώσσα της, κάτι της απάντησαν οι άλλοι. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της ενώ την βοηθούσαν να ξαναμπεί στο αυτοκίνητο. Ό ένας απ΄ τους δυο άντρες έπιασε μια φωτογραφική μηχανή απ' το μπροστινό κάθισμα και άρχισε να φωτογραφίζει ολόγυρα όλα τα σπίτια.

  Την ώρα εκείνη ο Τζιότζιος έφτασε πια κοντά τους.

Γεια σας!” τους χαιρέτησε με εγκαρδιότητα χωρίς να μπορεί να κρύψει την περιέργεια του.

Μερ χαμπά” Ανταπέδωσαν κι αυτοί τον χαιρετισμό.

Τουρκ;” τους ρώτησε.

Έβε” απάντησαν θετικά.

  Τους ξαναρώτησε τι έψαχναν, άδικα όμως απ' εδώ και πέρα η συνεννόηση τους ήταν αδύνατη. Μπήκαν στο αυτοκίνητο, έκλεισαν τις πόρτες, ο οδηγός έβαλε μπροστά τη μηχανή και ξεκίνησε ν΄ ανεβαίνει την ανηφόρα για την έξοδο του χωριού.

  Μέχρι το βράδυ τα νέα είχαν διαδοθεί παντού. Καθένας έλεγε το μακρύ και το κοντό του, όπως συνήθως γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις. Αυτή ήταν και η κουβέντα που μονοπώλησε το ενδιαφέρον όλων στο καφενείο της απάνω γειτονιάς. Οι Τούρκοι που σταμάτησαν και φωτογράφισαν τα σπίτια τους. Κάποιος υποστήριξε ότι σίγουρα ήταν κατάσκοποι, από την άλλη όμως αναρωτήθηκε τι ενδιαφέρον να είχε η γειτονιά τους. Κάποιος άλλος, απ΄ τους γεροντότερους της παρέας, που πρόλαβε τα χρόνια πριν την απελευθέρωση, υποστήριξε ότι πρέπει να ήταν απόγονοι των λίγων Τούρκων που ζούσαν στο χωριό τότε. Δεν απέκλεισε το γεγονός, η γιαγιά με την άσπρη μαντίλα, να γεννήθηκε και να μεγάλωσε στο χωριό. Εκεί, στη μέση του μαγαζιού, κοντά στη ξυλόσομπα που η ζέστα της ήταν χρειαζούμενη ακόμη τα βράδια, καθόταν και ο Τζιότζιος. Απ΄ αυτόν διαδόθηκαν τα νέα αλλά ακόμα δεν είχε ανοίξει το στόμα του, μόνο άκουγε. Τα ογδόντα τα είχε πατήσει προ πολλού αλλά στις διηγήσεις ήταν μάστορας. Όλοι κρέμονταν από τα χείλη του, ειδικά όταν βαριούνταν την φλυαρία της τηλεόρασης. Τότε εκείνη έκλεινε κι αυτός ανέσυρε απ΄ τη μνήμη του ιστορίες από τα παλιά τα χρόνια. Και ήταν αστείρευτος. Πέρα από όλα τα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν το χωριό τους, ήξερε όλα τα χούγια και τα μυστικά των συγχωριανών του, τις παρασπονδίες και τις καλοσύνες τους, τα κρυφά πιπεράτα μυστικά τους. Όλοι ήξεραν ότι συνήθως υπερέβαλε στις διηγήσεις του αλλά ο τρόπος της αφήγησης του ήταν ανεπανάληπτος. Άλλαζε ή αυξομείωνε την ένταση της φωνής του, χειρονομούσε κατάλληλα, σηκωνόταν για να δώσει έμφαση σε αυτά που έλεγε, σήκωνε απειλητικά το μπαστούνι του, καθόταν και μόρφαζε σαν κάτι πολύ βαρύ να τον στενοχωρούσε, έκανε τις ανάλογες παύσεις για να τους προετοιμάσει για το τέλος. Ένας ερασιτέχνης ηθοποιός που έδινε την παράσταση του, με μοναδικό ακροατήριο τους λίγους θαμώνες του καφενείου. Μόνη του απόλαυση ήταν και του άρεσε αυτό, να τους βλέπει να κρέμονται από χείλη του και στο τέλος είτε να τον χειροκροτούν είτε να τον αποδοκιμάζουν γελώντας για το θράσος του. Και ήταν θρασύς διότι τολμούσε και έλεγε ιστορίες, που το υπόλοιπο χωριό της κρατούσε στη λήθη, μακριά από τα παιδιά και τα εγγόνια τους, διότι δεν απέδιδαν τιμή και παινέματα στους προγόνους τους.

  Τότε ο Τζιότζιος ένευσε με το χέρι του ησυχία, ήταν το σήμα ότι θα ξεκινούσε την δική του εξιστόρηση. Γύρισε το κεφάλι του ολόγυρα σε όλο το μαγαζί, όλοι ησύχαζαν ένας ένας. Με το που κάθισε και ο καφετζής, άρχισε την αφήγηση του. 

  Αχάραγα ακούστηκαν εκείνες οι τουφεκιές δίπλα στο ποτάμι. Στις όχθες του κείτονταν δίπλα δίπλα, τα άψυχα πια κορμιά του Καντάν και της γυναίκας του της Μουγγέ. Παραπέρα, μόλις μερικές δεκάδες μέτρα και ο δεκαπεντάχρονος γιος τους ο Ονάν. Πλήρωσαν με τη ίδια τη ζωή τους, την απερισκεψία τους. Πίστεψαν ότι κανένας δεν θα τους πείραζε. Τόσα χρόνια ζούσαν μέσα στο μαχαλά αγαπημένοι με τους γείτονες τους, δεν χωρούσε στο νου τους αυτό, που θα τους συνέβαινε εκείνο το βράδυ. Οι υπόλοιποι της γενιάς τους από τις προηγούμενες ημέρες, όσο ακουγόταν ότι ο ελληνικός στρατός πλησίαζε ασταμάτητος στο χωριό τους, είχαν μαζέψει σε τεράστιους μπόγους ότι τους ήταν χρειαζούμενα, τα φόρτωσαν στα ζώα τους και κατευθύνθηκαν προς την Ανατολή. Ήλπιζαν ότι κάποια μέρα θα τα κατάφερναν, σύντομα, να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Πού να ήξεραν;

  Ένα βράδυ προτού οι πρώτοι Έλληνες στρατιώτες διασχίσουν το χωριό για να φτάσουν στη Δράμα, έγινε το κακό. Η γειτονιά μας, όπως έκανε όλο το χωριό μόλις σκοτείνιαζε, κλείστηκε στα σπίτια, σφάλισε τα παράθυρα και τις πόρτες της. Αν και οι λίγοι Βούλγαροι στρατιώτες που στάθμευαν εδώ είχαν φύγει από την προηγούμενη, κανένας δεν μπορούσε να πιστέψει ακόμα τα καλά νέα που έφταναν από παντού. Ξάφνου ακούστηκαν οι κλαγγές των αλόγων, οι κλωτσιές στην πόρτα, οι φωνές της Μουγγέ, οι γδούποι στο κορμί του Καντάν, οι απειλές και το βρισίδι των δικών μας, η βίαια έξοδος των ανθρώπων και μετά... ησυχία. Αφού πέρασε λίγη ώρα, τράβηξαν οι πατεράδες μας απαλά το σύρτη, άνοιξαν με προσοχή τις πόρτες, κοίταξαν προς το σπίτι των γειτόνων μας, όλοι είχαν φύγει. Μαζεύτηκαν στην αυλή του διαλυμένου σπιτιού, όλα ένα κουβάρι, σαν να βρήκε την ευκαιρία ο χρόνια κλεισμένος θυμός στο ασκί του Αιόλου να βγει με ορμή προς τα εκεί και να μην αφήσει τίποτα όρθιο στο διάβα του. 

  Κατέβασαν το κεφάλι, γύρισαν και πάλι στα σπίτια τους, κλείδωσαν πίσω τους, η ψυχή τους πονούσε, τα μάτια των γυναικών βούρκωσαν, μπορεί να διέφεραν στην πίστη αλλά μαζί πορεύτηκαν τόσα χρόνια. Ο φόβος τους έκλεισε το στόμα, όλοι διαισθάνονταν τι θα γινόταν, καλύτερα να μην έλεγαν τίποτε, τα παιδιά τους δεν χρειαζόταν να μάθουν.

  Μα το επόμενο πρωινό η στενοχώρια τους γρήγορα έγινε χαρά και πανηγύρι. Το χωριό μας γιόρταζε επιτέλους την ελευθερία του. Σαν ψέματα μας φαινόταν! 

  Βλέπετε, στην αρχή του χρόνου το χωριό το είχαν καταλάβει οι Βούλγαροι, υπερήφανοι και αλαζόνες που πατούσαν για πρώτη φορά πόδι σε όλη την περιοχή, από το Νέστο, την Καβάλα ως τον Στρυμόνα. Μαζί τους κατέβηκαν στο χωριό και οι Εξαρχικοί από τη Μέλτζοβα! Αλλά και απ΄ αυτήν εδώ τη γειτονιά, κάποιοι βρήκαν την ευκαιρία να ταχθούν φανερά πια με το μέρος των νέων κατακτητών. Τα διαθέσιμα τρόφιμα επιτάχθηκαν, οι μερίδες που αναλογούσαν στον καθένα μας ήταν ίσα για να μην πεθάνουμε. Εκτός κι αν βουλγαρογραφόσουν, ε! τότε το σπίτι σου γέμιζε με όλα τα καλά. Οι διωγμοί ήταν στην ημερήσια διάταξη, κυρίως των γραμματιζούμενων, κάποιοι μπόρεσαν κι έφυγαν προς τη Θεσσαλονίκη για να γλιτώσουν την ίδια τη ζωή τους. Το όνειρο για Ένωση με την Ελλάδα του χωριού μας που πάντα η πλειοψηφία του είχε ελληνική συνείδηση, φαινόταν ότι έσβηνε για πάντα. Εκείνο το εξάμηνο, ήταν από τα πιο μαύρα που ζήσαμε.

  Όλα μεμιάς ξεχάστηκαν, η χαρά πλημμύριζε την ψυχή και οι πανηγυρισμοί ήταν ξέφρενοι. Από μέσα από το χωριό, περνούσαν ο ένας μετά την άλλο, οι λόχοι του στρατού μας. Το χωριό μέχρι το μεσημέρι γέμισε με τις σημαίες μας. Ανασαίναμε επιτέλους την ελευθερία και ο φόβος πέρασε στους χθεσινούς ευνοημένους της μοίρας. Ο τόπος δεν τους σήκωνε πια, έπρεπε να φύγουν. Βρέθηκαν στη λάθος μεριά της ιστορίας και έπρεπε να πληρώσουν το τίμημα. Πήραν το δύσκολο δρόμο της προσφυγιάς προς το βορρά, αποχαιρετώντας τους συγγενείς τους. Η μισή οικογένεια να αγωνίζεται για την ελληνικότητα της και η άλλη μισή να την αρνείται. Κανένας δεν έκλαψε γι' αυτούς. Όσο για τη Μέλτζοβα, αυτή σβήστηκε από το χάρτη, ήταν αδύνατον να γίνει διαφορετικά, το χωριό που κράτησε ψηλά όλα τα προηγούμενα χρόνια τη σημαία όλων αυτών που θεωρούσαν τη Βουλγαρία ως φυσικό διεκδικητή της περιοχής, ερημώθηκε.

Η εικόνα είναι δημιούργημα της τεχνητής νοημοσύνης

  Τις επόμενες ημέρες στελεχώθηκαν οι υπηρεσίες, πρώτα και καλύτερα η αστυνομία και τα σχολεία, με πρωταρχικό τους σκοπό να εκριζώσουν ότι ξένη επιρροή υπήρχε από τους ατελείωτους αιώνες της σκλαβιάς. Οι γιαγιάδες στις αυλές τους ακόμα μιλούσαν κρυφά τα γιούφτικα, με αυτήν τη γλώσσα πορεύονταν από γενιά σε γενιά. Βουλγάρικα ήτανε στην πραγματικότητα. Όλοι μιλούσαν τα γιούφτικα, αλλά η γλώσσα της εκκλησίας καθόριζε τι ήταν ο καθένας μας. Όσοι πήγαιναν στο σχολείο επί Τουρκοκρατίας, Ελληνικά μάθαιναν γιατί αυτή ήταν η γλώσσα του Ευαγγελίου, έτσι κι εμείς αισθανόμασταν πάντα Έλληνες. Στην κοινότητα, υψώθηκε η ελληνική σημαία, τα σινάφια άλλαξαν στα ελληνικά τις πινακίδες στα μαγαζιά τους, οι αστυνόμοι τριγύριζαν στις γειτονιές επιβλέποντας παντού την κατάσταση, μήπως τους είχε ξεφύγει κάτι.

  Τώρα βέβαια, με το δίκιο σας, θα με ρωτήσετε ποιοι ήταν εκείνοι, οι δικοί μας που σκότωσαν του αφελείς που νόμιζαν ότι το σπίτι τους θα το προστάτευαν οι γείτονές τους. Την αλήθεια θα σας πω, κανένας μας δεν τους είδε. Άλλοι έλεγαν ότι ήταν από κάποιους εντόπιους, που έχοντας υποστεί τον ξεφτιλισμό των Βουλγάρων ή το βάρος των ατέλειωτων χρόνων της Τουρκικής σκλαβιάς ξέσπασαν πάνω σε αυτούς τους άμοιρους ανθρώπους, που καμιά σχέση δεν είχαν με ότι γινόταν γύρω τους. Άλλοι είπαν ότι ήταν οι Θρακιώτες, που διωγμένοι κι αυτοί κακήν κακώς από τα δικά τους μέρη με το ξέσπασμα του πολέμου, ζήτησαν εκδίκηση. Ποιος ξέρει;

  Έγιναν φοβερά πράγματα τότε. Πάντα στον πόλεμο γίνονται ντροπιαστικά, που τα κρύβουν ενώ τα λίγα ηρωικά τα ξεχειλώνουν. Μακάρι να μην ήξερα ούτε από εκείνα ούτε από τα άλλα. Μα έτσι τα έγραφε η Ιστορία ότι έπρεπε να γίνουν, όπως κι έγιναν τελικά.”

  Ο Τζιότζιος χαλάρωσε στην καρέκλα του και πάλι, δίνοντας το σήμα ότι η αφήγηση του είχε τελειώσει. Κανένας δεν μίλησε αυτή τη φορά, μια βουβαμάρα σκέπασε όλο τον χώρο μέχρι που σηκώθηκε απ την καρέκλα του ο Κογκαλίδης. Αυτός ήταν ένας από τους πρώτους πρόσφυγες, παιδί ακόμα, που έφτασαν στο χωριό, πριν το 22. Η οικογένεια του βρήκε ένα εγκαταλειμμένο σπίτι, εκεί στη γειτονιά που σταμάτησε το πρωί το αυτοκίνητο με τους Τούρκους, και το κατέλαβε. Όλοι τους καλοδέχθηκαν, σίγουρα προσπαθούσαν να ξορκίσουν εκείνη τη τραγική βραδιά, που αδυνατούσε η μνήμη τους να διαγράψει. Την ιστορία πρώτη φορά την άκουγε μα κάτι επιπλέον πέρασε από το μυαλό του. Χαιρέτησε βιαστικά κι έφυγε για το σπίτι του.

  Την άλλη μέρα, ξύπνησε από τα χαράματα, στην πραγματικότητα ο ύπνος δεν τον είχε πιάσει διόλου όλη τη νύχτα. Έβγαλε το κασμά και το φτυάρι από την αποθήκη. Το δικό του σπίτι έψαχναν οι Τούρκοι. Από χρόνια σκόνταφτε σε εκείνη την πλάκα, μέσα από την εξώθυρα του σπιτιού. Ήταν ελαφριά ανασηκωμένη, ελάχιστα, ίσα που φανέρωνε ότι κάποιος την είχε βγάλει για κάποιο λόγο και την τοποθέτησε και πάλι αλλά το κουσούρι του μερεμετιού έμεινε. Άρχισε να την κτυπά με τον κασμά, έφερε και το καλέμι με τη βαριοπούλα, σήκωσε τη γειτονιά στο πόδι, η νύφη του ξύπνησε και αυτή, προσπάθησε να καταλάβει τι γινόταν, ζήτησε να περιμένουν τον άντρα της να γυρίσει απ΄ τα χωράφια το βράδυ, αυτός της έλεγε μόνο να προσέχει να μην μπει κανένας στο σπίτι τους. Η βαριά πέτρινη πλάκα χαλάρωσε, έβαλε όση δύναμη του απέμεινε μέχρι που την τράβηξε στα πλάγια. Η νύφη του μια κοίταζε να μην μπει καμιά γειτόνισσα και μια τον πεθερό της, που θαρρείς ότι ψηνόταν ολόκληρος στον πυρετό. Το χώμα φάνηκε από κάτω. Με το φτυάρι, άρχισε να σκάβει και να αδειάζει το χώμα. Σε λίγο, το σίδερο σκόνταψε σε κάτι. Έπιασε και πάλι το καλέμι, γονάτισε και άρχισε να ξύνει μ΄ αυτό το χώμα ολόγυρα. Ένα ξύλινο κουτί, σάπιο σχεδόν, μικρό με φιλντισένια στολίδια, φάνηκε. Στα χέρια του διαλύθηκε. Τρεις χρυσές λίρες Αγγλίας όλες και όλες κρύβονταν εκεί. Δεν ήταν απ΄ τους τυχερούς. Μα πώς μπορούσε να γίνει διαφορετικά; Φτωχοί άνθρωποι ήταν όσοι κατοικούσαν στο χωριό τους, ξωμάχοι της γης, όλοι τους. Είτε Έλληνες είτε Τούρκοι είτε Βούλγαροι, ο ένας μοίραζε τη φτώχεια του με τον άλλο μέχρι που στο γύρισμα του αιώνα, οι Μεγάλοι  αποφάσισαν ότι ο καθένας έπρεπε να πάρει τον δικό του δρόμο και να κλειστεί στα δικά του σύνορα. Τα σύνορα που χαράχτηκαν έπρεπε να διαγράψουν απ΄ τη μνήμη των ανθρώπων εκείνα που τους ένωναν και να μείνουν εκείνα που τους χώριζαν. Μάθαμε να μισούμε, τους έμαθαν να μας μισούν, μέχρι την ημέρα που ως Λαοί θα σταθούμε στα πόδια μας, ικανοί να μην φοβόμαστε την ίδια την ύπαρξη μας.

20-2-2019

Αυτό είναι ένα διήγημά μου, το οποίο έγραψα πριν από λίγα χρόνια και τώρα έφτασε ο χρόνος για τη δημοσίευσή του.  

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι...

  Τελειώνοντας και τη φετινή μου σεζόν για το ιστολόγιο μου, συνεχίζω με το αφιέρωμά μου στο καλοκαίρι.  Αυτό που έρχεται και με αγωνία, αυτ...